Νίκου Παγουλάτου, "Επιστροφή"

ΚΔΒΜ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ

ΑΝΟΙΞΗ 2015

Νίκου Παγουλάτου, "Επιστροφή"

Έχουν περάσει αμέτρητα καλοκαίρια από τότε που έπαψα να είμαι πια παιδί, από τότε που έχασα την αθωότητα, τον αυθορμητισμό μου, από τότε που οι υποχρεώσεις, το κυνήγι της δόξας, η καριέρα και ο εγωισμός με φυλάκισαν εδώ, αμέτρητα χιλιόμετρα μακριά.

Εικόνες περνάνε αστραπιαία μπροστά από τα μάτια μου, ενός τόπου καθάριου και ανέγγιχτου. Πλημμυρισμένου από φως και χρώμα. Μυρωδιές αναμιγμένες με θυμάρι, αγριολούλουδα και την αρμύρα της θάλασσας. Ευλογία Θεού.

Εκείνα τα καλοκαίρια αφήναμε την μουντάδα του Μπράιτον και παίρναμε το αεροπλάνο που θα μας πήγαινε πίσω στα πάτρια εδάφη. Θυμάμαι ακόμη την λαχτάρα και την αγωνία που ζούσα κάθε φορά μέχρι να τελειώσουν τα μαθήματα και να αρχίσουν οι ετοιμασίες των διακοπών. Τα ψώνια και τα κλασσικά τηλεφωνήματα στον παππού για να κανονιστούν τα περαιτέρω και η οριστική ημερομηνία της άφιξης μας στην Νίσυρο, στο μαγικό τόπο των παιδικών μου χρόνων με τα κάστρα και τις απόκρημνες ακτές, τις καταπράσινες πλαγιές, που καταλήγουν σε μοναδικές παραλίες. Μεριές, που μας ταξίδευαν σε κόσμους μυθικούς, προσκαλώντας μας για εξερεύνηση και παιχνίδι.

Κάθε φορά, που κατέβαινα από το πλοίο μετά από δεκατέσσερις ώρες ταξίδι από τον Πειραιά και πάταγα το πόδι μου σε εκείνον τον τόπο, μου ερχόντουσαν στο μυαλό σκηνές από ταινίες, όπου οι ταξιδιώτες φτάνοντας στον προορισμό τους μετά από χιλιάδες ταλαιπωρίες και αγώνες, γονάτιζαν και φύλαγαν τα ιερά χώματα της πατρίδας τους. Εγώ δεν το έκανα όμως ποτέ, όσο και να το ένιωθα.

Το σπίτι της οικογένειας βρίσκεται κοντά στην πλατεία Δελφινιών στο Μανδράκι. Σε ένα χωριό χτισμένο αμφιθεατρικά πάνω σε έναν λόφο που φτάνει έως κάτω το λιμάνι. Σε αυτό το πανέμορφο σπίτι με τα ξύλινα μπαλκόνια, κάτασπρο σαν τον αφρό της θάλασσας, χτισμένο με κόπο από ντόπια υλικά, ηφαιστειακά πετρώματα, βότσαλα και ελαφρόπετρα, που είναι γεμάτο από στιγμές χαράς, στοργής και αγάπης, έζησα τα καλύτερα καλοκαίρια της ζωής μου. Σε αυτό το σπίτι έκανα όνειρα ξαπλωμένος εκεί χάμω στην βοτσαλόστρωτη αυλή με τα αμέτρητα μυρωδάτα λουλούδια της γιαγιάς, ερωτεύτηκα, αγνάντευα τ' αστέρια από το παραθύρι μου, ταξίδευα νοερά σε άλλους πλανήτες και ηλιακά συστήματα.

Στα σοκάκια του χωριού τρέχαμε όλοι μαζί, ντόπια παιδιά και ξένα, μια παρέα, ξεσηκώνοντας τους πάντες στο πέρασμα μας, τρώγοντας πότε παγωτό, ή φέτες καρπούζι και άλλοτε φρέσκο μυρωδάτο ψωμί από τον φούρνο της κυρά – Γεωργίας. Τα μεσημέρια πηγαίναμε για μπάνιο στην παραλία των Χοχλάκων, στο Κατσούνι ή στο Αυλάκι με την βάρκα του παππού, μασουλώντας ξεροτήγανα και πιτιές.

Θυμάμαι ακόμη τότε που παίζαμε τους ιππότες με τα ξύλινα σπαθιά μας στο Παλαιόκαστρο ή όταν πάλι πηγαίναμε στα Νικεία μόνο και μόνο για να χαζέψουμε από ψηλά το Αιγαίο και την καλδέρα. Το βραδάκι όταν πια είχαμε κουραστεί από το πολύ τρέξιμο και το παιχνίδι της ημέρας, καθόμασταν στην αυλή ακούγοντας τις ιστορίες του παππού, για ξακουστούς καπεταναίους και ταξίδια μακρινά, με την γιαγιά να χαζογελάει, που άκουγε για χιλιοστή φορά την ίδια ιστορία και εμένα να της κλείνω το μάτι.

Το αποκορύφωμα και το κλείσιμο των διακοπών αυτών κάθε χρόνο γινόταν τον Δεκαπενταύγουστο με το μεγάλο πανηγύρι του νησιού στην Παναγιά τη Σπηλιανή. Εκεί όλο το βράδυ χορεύαμε όλοι μαζί, μικροί – μεγάλοι παραδοσιακούς χορούς μέχρι το ξημέρωμα. Από την επομένη οι ετοιμασίες για την επιστροφή μας στην Αγγλία ξεκινούσαν με γρήγορους ρυθμούς. Και η μαγεία τελείωνε.

Αυτές οι στιγμές έχουν μείνει μέσα μου, για πάντα, σμιλεύοντας την καρδιά και την ψυχή μου. Εκεί ήμουν ευτυχισμένος, χαρούμενος, περιτριγυρισμένος από αγαπημένα πρόσωπα. Μπορεί τελικά ποτέ να μην είναι αργά για την επιστροφή.

Νίκος Παγουλάτος