Μαρίας Σκουτελάκου, "Πορεία"

ΚΔΒΜ ΑΛΙΜΟΥ

ΑΝΟΙΞΗ 2015

Μαρίας Σκουτελάκου, «Πορεία»

Δρόμος ατέλειωτος που άνοιγε μπροστά της

Μα οι σελίδες στο βιβλίο της ζωής της πιο βαριές

Κι έτσι τις έσκισε

Πουλιά λευκά που ελευθέρωσε στα σπάργανα μιας μέρας

Και ξεκίνησε

τον Δρόμο του Ταξειδευτή.

Ήταν ατέλειωτο το διάβα που 'χε πάρει

Μετρούσε το σε νύχτες μνήμες άναστρες

σε μύχιες προσευχές

στη σκόνη που αφήναν σκεφτικά τα βήματα της

Και συνέχιζε

Μετρούσε το στ' ανήσυχα χορτάρια,

στις κροκάλες σιωπηλών λιμνών

σαν ονειρεύονταν να δουν Μεγάλες Θάλασσες

Μετρούσε το στης Μοναξιάς την έκσταση

την ώρα που γεννιούνται τ΄ άστρα.

Κι έφτασε.

Στις Πύλες του Ιανού, στην πολιτεία με τις Σβησμένες Θύμησες

πύλη της Μνήμης, πύλη της Λήθης

Λιτανεία λες γιορτής απόκοσμης

καθώς πλανιόνταν φευγαλέες οι στιγμές

Το βήμα βράδυνε.

Ο άνεμος τρυπούσε τις καμάρες. Κι άλλοτε τις χάιδευε,

μουσική που έντυνε τις σκέψεις

Αναλαμπές. Λιβάδια απέραντα αθώων χρόνων.

Γιασεμιά και Υάκινθα και μυρωμένα γέλια.

Όνομα ειπωμένο γλυκά όνομα ειπωμένο αυστηρά

Ένα χάδι στο μάγουλο. Πώς το 'χε αποζητήσει

Πνοή αιόλια που το έδιωξε μακριά

Προχώρησε.

Η μουσική αλλοπαρμένη θάλασσα,

θέριευε και έπαιρνε, ηρεμούσε κι έδινε

Και τα όνειρα της πρώτης νιότης μια βουερή πλημμυρίδα φως

που την κατέκλυσε

Βούλιαξε αναδύθηκε, τα κοίταξε στα μάτια ένα ένα

Γητειές της Άνοιξης,

θλίφτηκε γέλασε προχώρησε

Στο στροβίλισμα του ανέμου νοσταλγημένα πρόσωπα

την κύκλωσαν.

Μετέωρα καλοκαιρινού ουρανού

που χαθήκαν σιωπηρά όπως είχαν έρθει

Τα ξαναγάπησε, τα κατευόδωσε

Τα βήματά της τώρα ανοίγανε σχεδόν ακούσια το δρόμο

Χέρια άδεια απλωμένα στο κενό

χέρια γεμάτα δώρα

Ο αέρας σώπασε, ψυχή καταλαγιασμένη

Και κατάλαβε

Πίσω ξανά στο Δρόμο,

έλυσε τα μαλλιά της στην γλυκαύρα,

έλουσε την Ψυχή της στο Φως

Και προχώρησε

Κάποτε ήταν μόνο η γυναίκα με τα Μαύρα Πέπλα

Μαρία Σ.

Μάιος 2015