Λίας Ανδρουλιδάκη, «Μεγάλη Τετάρτη»

ΚΔΒΜ Αλίμου

Άνοιξη 2015

Λίας Ανδρουλιδάκη, «Μεγάλη Τετάρτη»

Μεγάλη Τετάρτη. Νωρίς το απόγευμα. Το φως έχασε την αψάδα του, αλλά δεν χρειάζεται ακόμα να ανάψει η λάμπα. Είμαι σπίτι. Μόνη. Μετρώ τα γουργουρίσματα των βρόγχων μου κάθε φορά που ανασαίνω. Ο γιατρός διέγνωσε: «Βρογχίτιδα. Επτά μέρες καραντίνα. Είναι κολλητικό». Ο καημένος, μου τόπε στεναχωρημένα. Πάσχα έρχεται. Εγώ πάλι, της το ’κλεισα το μάτι πονηρά. Της βρογχίτιδας. Της δικαιολογίας μου. Ξέρει αυτή. Κι εκεί ήταν που άρχισα να σε σκέφτομαι έντονα.

25η Μαρτίου, σημαδιακή μέρα, το θυμάμαι πολύ καλά, μου το ανακοίνωσες.

―Χωρίζω.

Είχα μείνει βουβή, με το τηλέφωνο στο χέρι. Συντετριμμένη κοίταζα μπροστά το πανέμορφο, για μένα, κάστρο της οικογένειάς σου να πέφτει πετρούλα στην πέτρα, σκεπάζοντας με σκόνη όσα μαζί φτιάξατε κι ήσουνα περήφανη θυμάμαι.

―Τα παιδιά;

Ξεστόμισα κι ήρθε φυσικό από μάνα σε μάνα, αυτό να ’ναι το πρώτο, το πιο σημαντικό. Εύκολη απάντηση. Σε ξάφνιασαν με την ωριμότητά τους, τη συμπαράστασή τους, την κατανόηση. Άσε. Άλλα θέλω να σου πω. Θα τα καταφέρω. Κάποια στιγμή.

―Εσύ; Εσύ πώς νοιώθεις;

―Τώρα που πήρα την απόφαση, καλά.

―Είχες καταλάβει κάτι από καιρό;

―Εδώ κι ένα χρόνο. Κάτι δεν μου πήγαινε.

―Και τώρα, είσαι σίγουρη;

―Βέβαια.

―Μήπως να το ξανασκεφθείς; Τόλμησα να ψελλίσω.

―Τι να σκεφτώ; Όλη μας την κοινή ζωή την βασίσαμε στην εμπιστοσύνη. Κι αυτός με κοίταζε στα μάτια για ένα χρόνο, μου αράδιαζε δικαιολογίες και ψέματα κι έτρεχε στον ποδόγυρο μιας άλλης. Πώς να τον εμπιστευτώ τώρα; Πώς να τον κοιτάξω; Τέρμα.

Αχ, μην τη λες, φιλενάδα μου, αυτή τη λέξη. Είναι μικρή, αλλά βαριά. Κλείνει πόρτες, παράθυρα, αναμνήσεις. Σε πετά σ’ ένα κενό. Και μετά σε μαζεύει και σε ζώνει σε μια καινούργια πάλη. Μόνη να γεμίσεις το κενό. Με ξέρεις για περήφανη. Με ξέρεις. Πάντα με το κεφάλι ψηλά, ή αλλάζω τα δεδομένα, ή στρίβω αλλά γαλλικά. Πάντα έτσι ήμουνα. Και μάλλον έτσι θα είμαι. Την περηφάνεια δεν την τσαλακώνω. Τσαλάκωσέ την εσύ. Αυτό θέλω να σου πω. Δώσε μιαν ευκαιρία.

«Πώς να τον εμπιστευτώ;» με ρώτησες. Όπως και πριν. Γιατί, νομίζεις ότι πριν απ’ αυτόν τον ένα τελευταίο χρόνο, τα πράγματα ήταν αυτός ― εσύ κι άλλη καμιά; Μη φαντάζεσαι αυτά που δεν υπάρχουν. Τίποτα δεν ήξερα, που δε στο είχα πει. Ήξερα αυτά που ξέρουν όλες οι γυναίκες και δεν τα ομολογούν ούτε στον εαυτό τους. Βασικά στον εαυτό τους. Ο άνδρας παίζει, φιλενάδα μου. Δισταχτικά στην αρχή, με κάποιες τύψεις, αν έχει λίγη μπέσα. Για να ξεπλύνει αυτές τις τύψεις εσύ θα περάσεις κάμποσες όμορφες στιγμές μαζί του, ίσως σου προσφέρει λουλούδια στα ξαφνικά, ένα απροσδόκητο όμορφο δώρο. Τότε εσύ θα καταπιείς ένα μικρό κόμπο απ’ το δάκρυ χαράς και έρωτα, που θα νοιώσεις γι αυτόν τον απίστευτα υπέροχο άνθρωπο, που έχεις δίπλα σου.

Πρόβες κάνει. Για τα πολλά δάκρια και τους πολλούς κόμπους, που θα σου χαρίσει αργότερα. Ο άνδρας παίζει. Κάποτε είχες παίξει κι εσύ. Μη το ξεχνάς. Εντάξει, δεν είχες φτάσει στο τελευταίο το σκαλοπάτι. Πρόλαβες κι έδωσες η ίδια την ευκαιρία στη σχέση σας. Τώρα όμως μιλάμε για τον άνδρα. Αυτόν, που φλερτάρει με την προδοσία μεθοδικά, σα να ’ταν παιγνίδι. Κι όσο περνά ο καιρός, οργανώνει το παιγνίδι του καλύτερα. Μοιράζει το χρόνο του σωστά. Ικανοποιείται που μπορεί να ικανοποιεί τους πάντες. Γυναίκα, παιδιά, ερωμένη, ερωμένες ίσως. Όλοι οι καλοί χωρούν. Ώσπου, τόσο γεμάτος αυτοπεποίθηση, τόσο σίγουρος για την τελειότητά του, ή τη δική σου τύφλωση, κάνει το λάθος. Και τότε το μαθαίνεις. Έτσι απλά. Υπήρχε όμως η προδοσία. Κι όταν τον εμπιστευόσουν. Άρα;

Περίμενε λίγο. Να φτιάξω ένα τσάι. Ο βήχας έχει κάτι εξάρσεις. Και τότε, μ’ ενοχλεί. Όχι τόσο γιατί μου γδέρνει ανελέητα το λαιμό, όσο γιατί αντηχεί στ’ άψυχα έπιπλα και τους τέσσερεις τοίχους του δωματίου γύρω μου. Με ξεκουφαίνει. Να ’μαι πάλι. Άναψα και τη λάμπα. Έχει ακόμα φως, αλλά θέλω να προλάβω εκείνη τη στιγμή που σχεδόν δεν βλέπεις πια. Τότε που γίνομαι ευάλωτη.

«Πώς να τον κοιτάξω;» με ρωτάς. Μες τα μάτια. Δεν έχεις κάτι να κρύψεις. Μες τα μάτια. Εκείνος θα ’πρεπε να τα χαμηλώσει. Κι αν πράγματι ζητά να γυρίσει σπίτι, όπως μου λες, θα πρέπει να σε κοιτά μ’ ευγνωμοσύνη.

Θα μου πεις, τώρα το πήρες απόφαση, το δήλωσες, δεν γίνεται να κάνεις πίσω. Κι αν παρ’ όλα αυτά κάνεις πίσω κι αυτός ξανακυλήσει στο γνωστό αμάρτημα; Απαπά. Προδομένος εγωισμός; Ακόμα μεγαλύτερη ντροπή. Κι εγώ σου λέω. Κι αν αυτή η σημερινή υποχώρηση, η δεύτερη ευκαιρία, σου χαρίσει και πάλι μια κοινή ζωή, όπως τη θέλεις; Αν δεν το επιχειρήσεις, θα το μάθεις ποτέ;

Τώρα είσαι δυνατή, είσαι ακόμα σχεδόν νέα. Έχεις γύρω σου ανθρώπους που σε χρειάζονται, ενδιαφέροντα, ξυπνητήρι να σου θυμίζει τη δουλειά κάθε πρωί. Με τα τελευταία μπορεί να γκρινιάζεις ότι σε κουράζουν. Μη με κάνεις και γελώ, γιατί ο βήχας καραδοκεί. Η έλλειψή τους θα σε κουράσει. Ένα-ένα θα σ’ αφήσουν. Γιατί έτσι πρέπει να κάνουν. Τα παιδιά θα χτίσουν δικές τους φωλιές, η δουλειά θα βρει άλλη να ξεζουμίζει. Η «σχεδόν νέα», θα γίνει «κάποτε νέα» και η «δυνατή» θα παλεύει πάλη άνιση μ’ ένα στοιχειό από παραμύθι κακό. Πόσο δυνατός είναι ο εαυτός μας, φιλενάδα μου, όταν σταθεί απέναντί μας; Στοιχειό ανήμερο γίνεται σαν παύει να είναι σύμμαχός μας. Κι εμείς ανήμποροι. Και ξέρεις γιατί; Για δε βρίσκουμε πουθενά ένα γύρω μας κάποιον να μας δώσει το μικρό κύβο ζάχαρης. Αυτόν τον κύβο, που θα γαλήνευε το μέσα μας σαν ένδειξη «ευχαριστώ». Ναι, τη χρειάζεται τη στιγμή τη γλυκιά, την ήρεμη, τη γαλήνια, ο εαυτός μας. Πού να τον βρούμε όμως τον κύβο της ζάχαρης; Όλοι, όλα έχουν ήδη φύγει. Ένα πρωί το αντιλαμβάνεσαι και θες να το αποδιώξεις, γιατί νομίζεις ότι έκανες λάθος. Σφίγγεις τα μάτια, χέρια γροθιές, πέταμα του κεφαλιού προς τα πίσω. Τεχνάσματα. Η αλήθεια είναι εκεί μόλις ανοίξεις και πάλι τα μάτια σου. Μόνο που δεν έχει κορμί, υπόσταση, βάρος, ύλη. Είναι παντού και πουθενά. Γι αυτό σου λέω. Μη διώξεις εσύ η ίδια το πιο σημαντικό ανθρώπινο πλάσμα που έχεις δίπλα σου.

Η αξιοπρέπεια που μου προτάσεις, η περηφάνια, κρύβει εγωισμό και τούτος είναι κακός σύμβουλος. Κουβέντιασε ειλικρινά με τον εαυτό σου― δεν ξέρω τούτο αν το’ χεις κάνει― και πάρε συνειδητά την απόφαση να δώσεις μιαν ευκαιρία ακόμα. Μία. Όχι γιατί φοβάσαι πώς θα τα βγάλεις πέρα σήμερα, όχι γιατί είσαι τρελά ερωτευμένη, όχι για τα παιδιά. Γιατί υπάρχει το αύριο. Και ξέρεις, το αύριο χωρίς μια γνώριμη φωνή δίπλα σου, έστω κι αν κάποιες φορές σ’ εκνευρίζει, χωρίς μια καληνύχτα όταν η λάμπα σβήνει, είναι σαν τούτο το δωμάτιο που με περιτριγυρίζει. Βουβό. Άψυχο. Μέσα σ’ αυτό, χάνεις σίγουρα τη μάχη με τον εαυτό σου. Εσύ, η «δυνατή».