ΚΔΒΜ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ
ΑΝΟΙΞΗ 2015
Νίκου Παγουλάτου, "Παγωμένα δάκρυα"
Δαντελένιες νιφάδες χιονιού έπεφταν απαλά πάνω στα μαλλιά της, πάνω στη μαυροφορεμένη κορμοστασιά της σαν χάδι στο τραβηγμένο από τον πόνο πρόσωπο της. Σκυμμένη στον τάφο της μητέρα της, άφησε επιτέλους τα δάκρυα να κυλήσουν, αυτά τα δάκρυα, που μέρες τώρα μετά την ανακοίνωση του χαμού της, αρνιόταν να ελευθερώσει.
Όλοι της έλεγαν: Κλάψε! Ξέσπασε! Αυτή απλά τους άκουγε, αρνούμενη όμως να υποκύψει. Τα φύλαγε μέσα στην ψυχή της, μαζί με ένα άγγιγμα, ένα χάδι, μια παιδική ανάμνηση, τη μυρωδιά αυτής της μάνας, που στερήθηκε τόσο ξαφνικά, που δε χάρηκε και δε χόρτασε.
Οι υπόλοιποι είχαν φύγει βιαστικά. Η ίδια δε δεχόταν να φύγει τόσο νωρίς, δεν ήταν έτοιμη. Είχε σταθεί μέχρι τώρα δυνατή, ο πόνος όμως την νίκησε. Άπλωσε το τρεμάμενο χέρι πάνω στο παγωμένο μάρμαρο και, όπως ήταν εκεί, δίπλα στο μνήμα της μητέρας της, γονατιστή, λύγισε, διπλώθηκε, σαν να προσπαθούσε να νιώσει ξανά τη μητρική αγκαλιά.
Ήταν χαράματα, όταν την είχαν πάρει τηλέφωνο από την Ελληνική πρεσβεία της Σερβίας. Για ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, έλεγαν, στην επαρχιακή οδό μετά το Νόβι Σάντ. Την ρωτούσαν για τη μητέρα της, για την κυρία Βασιλική Αντωνοπούλου του Δημητρίου.
―Η μητέρα μου…
Τα λόγια είχαν στερέψει στο στόμα της.
―Η μητέρα μου είχε ξεκινήσει οδικώς από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό τη Γερμανία με μία φίλη της, πρέπει να έχουν φτάσει ήδη, μάλλον … ε ε ε … μάλλον κάποιο λάθος έχετε κάνει. Είναι ένα ταξίδι, που κάνουν κάθε χρόνο.
―Δυστυχώς κυρία Αντωνοπούλου δεν κάνουμε κάποιο λάθος. Οι αρχές έχουν ταυτοποιήσει ήδη όλα τα στοιχεία.
Σιωπή˙ πολλά κενά σιωπής ανάμεσα σε λόγια πικρά και σκληρά. Ένα φορτηγό, λένε, έφυγε από την πορεία του και έπεσε με μεγάλη ταχύτητα πάνω στο αυτοκίνητο, που επέβαινε η μητέρα της.
Πόνος, ένα κάψιμο στα μάτια, δυσπιστία.
―Η μητέρα μου;
―Η μητέρα σας υπέκυψε στα τραύματα της, σήμερα το πρωί στις 4:15, στο γενικό νοσοκομείο του Βελιγραδίου, όπου είχε μεταφερθεί. Λυπάμαι πολύ, κυρία Αντωνοπούλου! Το ιατρικό και το νοσηλευτικό προσωπικό έκανε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν. Ήταν πολύ δυνατή γυναίκα η μητέρα σας.
Λόγια και άλλα λόγια. Ναι … ήταν … πολύ δυνατή. Προσπαθούσε να την φανταστεί, να την νιώσει. Το μαρτύριο της, τον πόνο της. Πέρασε, λένε, κοντά 4 ώρες, δίπλα στο άψυχο σώμα της συνοδηγού της, παγιδευμένη μέσα στα συντρίμμια του αυτοκινήτου της, εκτεθειμένη, στο ψύχος. Όλο το βράδυ χιόνιζε. Έτσι λένε.
Εικόνες έτρεχαν μπροστά από τα μάτια της, ασπρόμαυρες, χιονισμένες. Λένε πως πρέπει να πάει εκεί, στο Βελιγράδι, στο νοσοκομείο, να κάνει αναγνώριση της μητέρας της για τυπικούς λόγους και να παραλάβει τη σορό της για να την μεταφέρει στην πατρίδα.
Άφησε το τηλέφωνο στο κομοδίνο απαλά, σαν να φοβόταν μην το σπάσει. Προσπαθούσε να βάλει τάξη στο χάος, που επικρατούσε μέσα στο μυαλό αλλά και στην ψυχή της. Η μητέρα της. Ήταν τόσο άδικο, τόσο τρομερό, που δεν μπορούσε να το πιστέψει. Και η καημένη η κυρία Ελένη; Άραγε τώρα θα μιλούσαν με τη δική της οικογένεια; Είχε ένα γιο, που έμενε μόνιμα στην Αγγλία. Δεν τον είχε δει ποτέ. Μόνο την άκουγε, που αντί να καμαρώνει για τα επιτεύγματα του γιου της, παραπονιόταν για την απώλεια της προσωπικής του ζωής.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Έξω χιόνιζε. Είχε τόσα χρόνια να δει χιόνι. Όλα κρύα, όπως και η πονεμένη της καρδιά. Το χιόνι κρύβει όλη την ασχήμια και τον πόνο, μέχρι να αρχίσει να λιώνει και να γίνει ένα με αυτό που έκρυβε, αποκρουστικό και βρώμικο. Άγγιξε με την παλάμη το κρύο τζάμι. Πόνος, θλίψη και άρνηση. Ακόμη δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει. Δεν ήθελε να το πιστέψει.
Σαν αστραπή φώτισε μέσα της η ελπίδα. Μήπως είχε δει κάποιο άσχημο όνειρο, εφιάλτη; Ναι αυτό ήταν. Έτρεξε πίσω στο κρεβάτι. Έψαξε για το τηλέφωνο. Πού το είχε αφήσει; Ήταν ο μόνος τρόπος για να βεβαιωθεί. Το βρήκε. Έψαξε τις κλείσεις. Κι όμως ήταν εκεί. Το τηλεφώνημα που της πήρε τόσα πολλά.
Η κυρία Βασιλική είχε χάσει τον άντρα της εδώ και 25 χρόνια. Η ίδια ήταν πολύ μικρή για να θυμάται λεπτομέρειες από εκείνη την περίοδο, που είχε αρρωστήσει ο πατέρας της, από την ανίατη ασθένεια, όπως έλεγαν. Γιατί άραγε ο κόσμος φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομα τους; Το μόνο που θυμόταν ήταν το χιόνι και τις δύο τους, μια μαύρη παραφωνία πάνω στο λευκό φόντο, πιασμένες χέρι-χέρι.
Η μητέρα της είχε σταθεί σαν βράχος δίπλα του. Ακόμη και στις τελευταίες του στιγμές, δε λύγισε. Μετά από τον θάνατο του, είχε επιτρέψει στον εαυτό της να θρηνήσει, να κλάψει διακριτικά, χωρίς να αφήσει τη μικρή της κόρη να την δει σε αυτή την κατάσταση. Μέσα της όμως πόναγε για την απώλεια του αγαπημένου της συζύγου, μέχρι και τις τελευταίες στιγμές της ύπαρξής της. Την έβλεπε κάθε μέρα να προσπαθεί να κρύψει αυτόν τον πόνο, που γιατρειά δεν είχε.
Στάθηκε για τη μικρή της κόρη και μάνα και πατέρας και οικογένεια ολόκληρη. Εργάστηκε σκληρά για να μην της λείψει τίποτα. Να ζήσει μια ζωή αξιοπρεπή χωρίς το βάρος των προβλημάτων, που η ίδια είχε γνωρίσει, και χωρίς να επιτρέψει στους συγγενείς του άντρα της να της καταλογίσουν το παραμικρό.
Μια ζωή θυσίες και να χαθεί τόσο τραγικά! Ήταν παράλογο, απάνθρωπο. Τη μόνη σπατάλη, που επέτρεπε η μητέρα της για τον εαυτό της, ήταν το ταξίδι, που έκανε κάθε χρόνο, στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια με την καλή της φίλη, την κυρία Ελένη, από τη Θεσσαλονίκη στη Γερμανία οδικώς για να πάνε στην κυρία Ευφρόσυνη, την τρίτη της παρέας. Οι τρεις τους ήταν μαζί από τότε, που γεννήθηκαν. Οι μανάδες τους ήταν γειτονοπούλες και αχώριστες φιλενάδες. Τα παιδιά τους μπαινόβγαιναν από το ένα σπίτι στο άλλο, πρωί – βράδυ, χωρίς περιορισμούς. Κοιμόντουσαν πάντα μαζί πότε στο ένα σπίτι και πότε στο άλλο. Ήταν μια μεγάλη οικογένεια, μια αγκαλιά. Ο χρόνος όμως και η φτώχια, τους ανάγκασε να χωριστούν, η μία οικογένεια στην Αθήνα, η άλλη στη Θεσσαλονίκη και η τρίτη να μεταναστεύσει στη Γερμανία. Αυτός ο χωρισμός όμως δε στάθηκε ικανός, ώστε να διαλύσει αυτήν τη μοναδική φιλία. Μάλιστα κατάφερναν να συναντιούνται μία φορά το χρόνο και να προσπαθούν να αναπληρώνουν όλα αυτά, που τις χώριζαν. Έως τώρα.
Πήρε το τρένο από τη Θεσσαλονίκη. Προσπαθούσε να υπολογίσει πότε θα έφτανε στο θλιβερό προορισμό της. Το τρένο ξεκίνησε στις πέντε το απόγευμα, οπότε θα έφτανε περίπου στις έξι το πρωί, την επομένη. Το μυαλό της ταξίδευε ήδη πολύ μακριά προσπαθώντας να βάλει μια σειρά σε όλα αυτά, που έπρεπε να κάνει. Δε φτάνει, που είχε τον πόνο της, έπρεπε να αντιμετωπίσει και την γραφειοκρατία μια ξένης χώρας. Έξω από το παράθυρο έβλεπε τα τοπία να αλλάζουν, να τρέχουν μαζί με τις σκέψεις της.
Έφτασε πολύ νωρίς το πρωί σε μια πόλη, που ακόμη κοιμόταν. Βρήκε σχετικά εύκολα το γωνιακό τριώροφο κτίριο της Ελληνικής Πρεσβείας στην οδό Φρανκούσκα 33. Ξεχώριζε από μακριά. Δίπλα ακριβώς υπήρχε ένα μικρό καφέ, ευτυχώς ανοικτό, και παρασυρμένη από τη μυρωδιά του φρέσκου αχνιστού καφέ, αποφάσισε να μείνει εκεί, μέχρι να ανοίξουν οι προξενικές αρχές.
Όλα είχαν κυλήσει ομαλά. Ευγενέστατοι και πάντα πρόθυμοι, οι υπάλληλοι της πρεσβείας, γνωρίζοντας πλέον τον λόγο της επίσκεψης της εκεί, έκαναν ό, τι ήταν δυνατόν προκειμένου να την κάνουν να νιώσει άνετα και να τελειώσουν γρήγορα. Όπου και να πήγαινε από το νοσοκομείο έως και το αρμόδιο αστυνομικό τμήμα, είχε τον δικό της φύλακα άγγελο, έναν υπάλληλο από την πρεσβεία, που την ακολουθούσε και γνωρίζοντας φυσικά την γλώσσα, έκανε την ζωή της ευκολότερη. Τη μέρα που είχε κανονίσει να γυρίζει στην πατρίδα, μόνη, αφού η σορός της μητέρας της θα παρέμενε εκεί άλλες τρεις ημέρες, μέχρι να κάνει το τελευταίο ταξίδι της επιστροφής, αποφάσισε να πάει στην πρεσβεία, ώστε να χαιρετήσει και να ευχαριστήσει τους υπαλλήλους, που την είχαν βοηθήσει τόσο πολύ. Μέσα στη δική της όμως παραζάλη είχε ξεχάσει να ρωτήσει για την κυρία Ελένη. Με έκπληξη πληροφορήθηκε πως ο γιος της είχε επισκεφτεί την υπηρεσία, την προηγούμενη ημέρα και πως είχε τακτοποιήσει κάθε εκκρεμότητα. Πόσο ήθελε να τον είχε προλάβει, να τον γνωρίσει και να του συλλυπηθεί!
Έχοντας πια επιστρέψει στην Αθήνα, στο καταφύγιο του σπιτιού της, άνοιξε την πόρτα, κλώτσησε τα παπούτσια από τα πονεμένα της πόδια και κατευθύνθηκε στην κουζίνα, έφτιαξε ένα φρέσκο καφέ και πραγματικά διαλυμένη, χώθηκε στην αγαπημένη της πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να καταλαγιάσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα, που την κατέκλυζαν. Ήθελε να αφήσει στην άκρη τις δυσκολίες και τα απρόοπτα του ταξιδιού, που μόλις είχε κάνει, το θλιβερό καθήκον, που την υποχρέωσε να πάει εκεί. Ήθελε να κρατήσει μόνο το φωτεινό χαμόγελο της μητέρας της. Το ταξίδι αυτό της έμαθε πολλά. Το πιο σημαντικό ήταν πως η μητέρα της θα είναι για πάντα δίπλα της, έστω και νοερά, και πώς αυτό δεν μπορεί κανείς να της το στερήσει.
Σκέφτηκε πόσα είχαν αλλάξει και πόσα είχαν γίνει σε λίγες μόνο μέρες. Το τηλεφώνημα που της γκρέμισε την γαλήνη, την ασφάλεια και της πήρε την μητέρα της. Το ταξίδι που την έκανε να συνειδητοποιήσει πόσο σημαντική είναι η ζωή και πως ότι αφήνεις πίσω σου δεν ξαναγυρνάει. Περνά και χάνεται. Τίποτα δε μένει το ίδιο. Ούτε καν η ίδια.
Το κοιμητήριο είχε αδειάσει. Όλα είχαν τελειώσει. Σηκώθηκε σιγά-σιγά, τίναξε τα χώματα από τα γόνατα της και ξεκίνησε να φύγει. Μπροστά της αντίκρισε ένα ψηλό άντρα με ένα μικρό κοριτσάκι κολλημένο πάνω του. Τους κοίταξε ξαφνιασμένη. Ο γιος της κυρίας Ελένης στεκόταν εκεί μπροστά της. Αυτός ήταν! Τον αναγνώρισε από τις αμέτρητες φωτογραφίες, που της είχε δείξει η μητέρα του.
«Όλα τελείωσαν, πάμε τώρα», είπε εκείνος. «Ναι, πάμε», είπε εκείνη με τη σειρά της. Και έτσι απλά, χωρίς περιττά λόγια, έφυγαν αφήνοντας πίσω τους τον πόνο και τη θλίψη, παίρνοντας όμως τις καλύτερες αναμνήσεις των αγαπημένων τους προσώπων και κρατώντας τις μέσα στην καρδιά τους.
Ο Γιώργος και η Μαρία, με αυτήν τη γνωριμία, ξεκίνησαν μια καινούργια ζωή, κοινή, χαρίζοντας μια ελπίδα στη μικρή Ελένη. Το όνειρο μιας ζεστής οικογένειας, που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Αυτό που τελικά οι δύο φιλενάδες προσπαθούσαν να κάνουν εδώ και τόσα χρόνια, το κατάφεραν από εκεί ψηλά, με αυτόν τον θλιβερό τρόπο.