Δημήτρης Μπούκουρας, «Το παράπονο της Ηγησούς»

Άλιμος

Ιανουάριος 2016

Δημήτρης Μπούκουρας, «Το παράπονο της Ηγησούς»

Η Ηγησώ, η Αθηναία κόρη,

πεντακάθαρη και έτοιμη,

έτοιμη για αναχώρηση.

Δέκα εφτά, ή δεκαοχτώ χρονώ,

απαθανατισμένη στον αιώνα,

πάνω στην επιτύμβια στήλη της.

Στον φωτεινό Κεραμεικό,

εκεί, στο πείσμα των καιρών και της φθοράς,

στο πείσμα του ζοφερού θανάτου,

θα μείνει ζωντανή,

χαρά και απόλαυση για τους λάτρες της τέχνης.

Τα κοσμήματά της τής προτείνει η δούλη

που στέκεται όρθια εμπρός της.

Να!

Στα χέρια της κρατάει

εκείνο το πολύτιμο περιλαίμιο από την Φοινίκη

μα η μικρή Ηγησώ δεν το βλέπει.

Το βλέμμα της περνάει πάνω από το κόσμημα,

πάνω από το κόσμημα, και πέρα μακριά

Λυπάται για την ζωή που φεύγει

«Τόσο νέα»!

Λυπάται για την θαυμάσια πόλη που πίσω της αφήνει.

Την Λαμπρή Αθήνα, του Παρθενώνα την Αθήνα.

Εκεί που η ευεργέτιδα μοίρα τής έταξε να ζήσει.

Εκεί που ανθεί της τέχνης της ανώτατης η μορφή

Μα η κόρη πιότερο λυπάται

που το λινό του υμεναίου κατάλευκο σεντόνι

δεν θα κηλιδωθεί από της παρθενίας την κόκκινη την

βούλα

«Τόσο νέα»!

Τι να το κάνει τώρα το περιλαίμιο;

Ο κόσμος σκοτείνιασε

Η Αθήνα σκοτείνιασε

Απόμεινε ένα κομμάτι πεντελικού μαρμάρου,

με πάνω του μιαν αθάνατη μορφή

` Η Ηγησώ ζει