Σοφίας Δ. Κυριακοπούλου,"Ο ταχυδρόμος της ευτυχίας"

ΚΔΒΜ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ

ΑΝΟΙΞΗ 2015

Σοφίας Δ. Κυριακοπούλου, Ο ταχυδρόμος της ευτυχίας

Γυναίκα ψηλή και λυγερόκορμη. Η ομορφιά της λιτή, μα η παρουσία της πληθωρική. Τα μάτια σου δεν την χορταίνουν. Η αγκαλιά της μεγάλη, όλο τον κόσμο μέσα της να κλείσει και στην ψυχή ένα μικρό αγκάθι. Έτσι έμοιαζε στα μάτια του 13χρονου Ευτύχη η βουκαμβίλια. Την έκανε χάζι από το παράθυρο του δωματίου του, που είχε θέα στον ακάλυπτο της αντικριστής πολυκατοικίας.

Στην αρχή ο Ευτύχης είχε συγκλονιστεί από τη μυστηριώδη ομορφιά της. Κάθε χρόνο προς το τέλος της άνοιξης, η βουκαμβίλια βρισκόταν στις χαρές της. Λουσμένη φως και χρώμα, έμοιαζε με πριγκίπισσα, που καμάρωνε για την ομορφιά της. Στους ξύλινους βλαστούς της ξεπρόβαλαν φλογερά βαθυκόκκινα και φούξια χνουδωτά φυλλαράκια θαρρείς και ήταν καρδιές, ντελικάτες μα και εύθραστες, φτιαγμένες από ταπεινό ριζόχαρτο και στολισμένες με ένα αχνό αλλά περίτεχνο υδατογράφημα. Καρδιές που στο σφιχταγκάλιασμα τους κάμωναν θρόνο μεγαλόπρεπο για τα λευκοκίτρινα ανθάκια που ξεμύτιζαν σαν νεογέννητα πουλάκια από τη ζεστή φωλιά τους.

Και σαν περνούσε ο καιρός και άρχιζαν τα πρώτα κρύα, τα βαθυκόκκινα και φούξια φυλλαράκια γίνονταν πεταλούδες αδύναμες, ξεθωριασμένες, μεθυσμένες από το σφοδρό τραγούδι του βοριά, παραδομένες στη βαριά αναπνοή του. Και μέρα με τη μέρα, η όμορφη πριγκίπισσα έχανε τα νιάτα και την ομορφιά της και έπαιρνε μορφή γριάς, μάγισσας κακιάς και τα ολάνθιστα κλαδιά που φάνταζαν βαρυφορτωμένα τσαμπιά, γίνονταν δίχτυα μαγεμένα, βέργες άψυχες που κροτάλιζαν στο πρόσταγμα του ανέμου, πλοκάμια θεριού έτοιμα να μπήξουν τα κοφτερά αγκάθια τους στην τρυφερή σου σάρκα.

Τριάντα ένα ολόκληρα χρόνια η βουκαμβίλια ζούσε την ίδια μεταμόρφωση. Τα καλοκαίρια μάζευε ήλιο και ζεστασιά για να θρέψει τα πορφυρά πετράδια που ξετρύπωναν από το κορμί της και τους χειμώνες κούρνιαζε καρτερικά στους τσιμεντένιους τοίχους της πολυκατοικίας.

Τα ίδια χρόνια ακριβώς είχαν περάσει και από τότε που γύρισε ο κυρ Τάσος από το τελευταίο του ταξίδι στην Αργεντινή. Ήταν καπετάνιος και έλειπε τον περισσότερο καιρό. «Ως εδώ καλά ήταν. Μαζεύτηκαν και οι παράδες. Τώρα ήρθε η ώρα να φτιάξω φωλιά για την φαμέλια μου», είχε πει, όταν αγόρασε το ρετιρέ στην πολυκατοικία, που τότε ήταν ολοκαίνουρια.

Την βουκαμβίλια την φύτεψε ο ίδιος με τα χεράκια του στον ακάλυπτο για να ριζώσει καλά το νέο τους ξεκίνημα. Έτσι το είχαν οι άνθρωποι της Λατινικής Αμερικής, βουκαμβίλια για καλή τύχη και ευημερία. Το ίδιο πίστευε ή καλύτερα ποθούσε και ο κυρ-Τάσος που είχε στερηθεί την οικογένεια του όλα αυτά τα χρόνια και λαχταρούσε τόσο πολύ να κάνουν μια όμορφη αρχή οι τρεις τους, ο ίδιος, με την σύζυγο του την κυρα-Λένη και τον εικοσάχρονο Γιώργο, τον μανάκριβο γιο τους.

«Αφράτο χώμα, ήλιο και απάνεμο μέρος για να πιάσει, θέλει η Βουκαμβίλια, όπως και η γυναίκα» αστειευόταν ο κυρ Τάσος, όταν την φύτευε. Πράγματι, πόσο δίκιο είχε. Η βουκαμβίλια φυτεμένη στην πιο ηλιόλουστη γωνιά του ακάλυπτου, παράλληλα όμως προστατευμένη από τον αέρα χάρη στο φυσικό τείχος, που της προσέφεραν οι τριγύρω πολυκατοικίες, όχι μόνο προόδευσε, αλλά από μικρός και αδύναμος θάμνος έγινε κοτζάμ ολόκληρο δέντρο.

Ένα δέντρο εύρωστο και δυνατό, με πολλές διακλαδώσεις, τόσο ψηλό που έφτανε μέχρι τον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας. Ο κορμός του λεπτός μα παράλληλα δυνατός για να σηκώνει τόσο μεγάλο βάρος, έριχνε με ανακούφιση τα πρώτα του κλαδιά στο μπαλκόνι ενός ζευγαριού, που πριν από τέσσερα χρόνια είχε αποκτήσει μετά από πολλές προσπάθειες με εξωσωματική δύο χαριτωμένα δίδυμα κοριτσάκια. Το καλοκαίρι τα δυο μικρά έβγαιναν στο μπαλκόνι. Ο Ευτύχης χαμογελούσε σαν άκουγε τα γελάκια τους και τα πρώτα λογάκια, που ξεστόμιζαν τα δυο μικρούλια. Την ίδια χαρά συμμεριζόταν και η βουκαμβίλια, που έστεκε στην ακρούλα της σαν καλή νεράιδα, βγαλμένη από παραμύθι, που μοιράζει με τα ολάνθιστα ραβδάκια της χαρίσματα στις δυο μικρές πριγκιπισσούλες.

Σε αντίθεση με το παιδικό σκηνικό του πρώτου ορόφου, στο δεύτερο όροφο, ο κυρ Πέλοπας, ένας στριφνός γεροντάκος γκρίνιαζε ακατάπαυστα για τα δεινά της ηλικίας. «Μετά τα εβδομήντα όλα παίρνουν τον ανήφορο. Το ζάχαρο, η χοληστερίνη, τα τριγλυκερίδια, τα αρθριτικά, η πίεση, η κουφαμάρα… Μην το ψάχνεις… Μόνο η σύνταξη πέφτει και αυτή να δούμε που θα φτάσει…». «Ώχου, καημένε Πέλοπα, και πάλι δόξα τω Θεώ και μη χειρότερα», ανταπαντούσε καλοπροαίρετα η γυναίκα του, η κυρά Αγλαΐα, μια καλόβολη γριούλα με υπομονή απέραντη όσο ολάκερος ωκεανός. «Πήρες τα χάπια σου, Πέλοπα μου;». «Τα χάλια μου; Χάλια μαύρα είσαι και φαίνεσαι… Ακούς εκεί… Τι δηλαδή, επειδή έχω λίγη πίεση; Όλος ο κόσμος έχει πίεση. Να μην με τσαντίζεις για να μην ανεβάζω…».

Το καλοκαίρι τα πράγματα γίνονταν χειρότερα. Ο κυρ-Πέλοπας περνούσε τον καιρό του στο μπαλκόνι αγκαλιά με το χαζοκούτι στη διαπασών, κρατώντας την γειτονιά διαρκώς ενήμερη για τις εξελίξεις στον κόσμο. Και όταν το χαζοκούτι σιωπούσε, ο γεροντάκος σήκωνε στο πόδι ολόκληρο το τετράγωνο με τα φτερνίσματα του. Μια φορά ο Ευτύχης μέτρησε ίσαμε τριάντα δύο φτερνίσματα σε μία κρίση αλλεργικής ρινίτιδας του κυρ-Πέλοπα. Το αγόρι συχνά δυσανασχετούσε με τον πολύβουο γείτονα ειδικά τις μεσημεριανές ώρες που ήθελε να ασχοληθεί με τα διαβάσματά του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς… Η βουκαμβίλια λες και καταλάβαινε το μαρτύριο του Ευτύχη δέσποζε απειλητικά πάνω από το κεφάλι του κυρ-Πέλοπα, κουνώντας με αυστηρότητα τα κλαδιά της προς το μέρος του θυμίζοντας αυστηρή δασκάλα, που κατσαδιάζει φασαριόζο μαθητή.

Στον τρίτο όροφο τα κλαδιά της βουκαμβίλιας υποκλίνονταν με μεγαλοπρέπεια στο μπαλκόνι της Κάτιας. Η Κάτια δεν ήταν μια τυχαία κοπέλα. Ο Ευτύχης έπαιρνε όρκο πως πρόκειται για Καρυάτιδα που εγκατέλειψε τα ανάκτορα του Παρθενώνα για να δώσει λίγη χαρά στην ταπεινή τους γειτονιά. Τόσο όμορφη κοπέλα δεν είχε ξαναδεί ποτέ του. Και τι μεγαλείο ψυχής! Πάντα χαμογελαστή, με μια καλή κουβέντα για όλους και με αστείρευτη υπομονή. Ακόμα και τον δύστροπο κυρ-Πέλοπα ημέρευε παραξενεύοντας τους πάντες.

Η Κάτια σπούδαζε φιλόλογος και πολύ συχνά ο Ευτύχης και η φίλη του η Ιβάνα την επισκέπτονταν για να ζητήσουν τη βοήθεια της πότε για τα νεοελληνικά και πότε για την έκθεση. Ήταν στην μέση και αυτά τα αρχαία, που κανείς από τους δυο δεν τα αγαπούσε, και η Κάτια έμοιαζε με φάρο φωτεινό μέσα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα από μαινόμενες περισπωμένες και οξείες. Η Κάτια είχε χάσει από πολύ μικρή τους γονείς της σε ένα εργατικό ατύχημα στο εργοστάσιο, όπου εργάζονταν, και από τότε η όμορφη Κάτια έμενε με τη θεία της, την κυρία Κική.

Η κυρία Κική ήταν τετραπέρατη γυναίκα και δεν της ξέφευγε τίποτα. Ποιος μπήκε και ποιος βγήκε από την πολυκατοικία, ποιος έβηξε και ποιος φτερνίστηκε, ποιος χώρισε και ποιος παντρεύτηκε, που δουλεύει ο τάδε, που μένει ο δείνα, αν η οικονομία είναι σε ύφεση, αν το χρηματιστήριο έκλεισε με πτώση, ποιος θα βγει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πότε θα αλλάξει ο Δήμαρχος και η λίστα δεν έχει τέλος... Εκτός από αυτά η κυρία Κική ήξερε επιπλέον να πλέκει, να κεντάει, να μπαλώνει, να κόβει πατρόν, να βιδώνει βάνες, να αλλάζει τα ντουί από τις λάμπες, να επισκευάζει τα καζανάκια της τουαλέτας, να κλαδεύει και άλλα πολλά… Αχ, και τα γλυκά του κουταλιού που τους τράταρε, όταν επισκέπτονταν την Κάτια για βοήθεια ήταν ένα όνειρο. Νεραντζάκι, συκαλάκι, βύσσινο, κεράσι, ντοματάκι, μελιτζανάκι, καρυδάκι, που ήταν και το αγαπημένο του Ευτύχη, ήταν όλα τους το ένα καλύτερο από το άλλο.

Δεν το χωρούσε το μυαλό του Ευτύχη πόσο δραστήρια γυναίκα ήταν η κυρία Κική. Και άντρας και γυναίκα μαζί. Μονάχα δεν του άρεσε που το στόμα της δεν σώπαινε ποτέ από σχόλια για τους άλλους. Της το συγχωρούσε όμως, γιατί ήταν άξια γυναίκα και μεγάλωνε όλα αυτά τα χρόνια την αγαπημένη του Κάτια καλύτερα και από παιδί της.

Στον τέταρτο όροφο, τα κλαδιά της βουκαμβίλιας στολισμένα με πολύχρωμες κορδέλες ανέμιζαν σαν παιχνιδιάρικα γαϊτανάκια. Στις άκρες τους η Ιβάνα είχε δέσει μικρά ξύλινα μπαμπουσκάκια. Αχ πόσο της έλειπαν οι γονείς της, η πατρίδα της, το παλιό σχολείο της, οι φίλοι της, το όμορφο σπιτάκι τους… Τον πρώτο καιρό που είχε έρθει στην Ελλάδα μαζί με την γιαγιά της και δεν γνώριζαν κανέναν, η βουκαμβίλια ήταν η μοναδική της φίλη. Με αυτήν μιλούσε, με αυτήν έπαιζε, σε αυτήν εμπιστευόταν τα μυστικά της, σε αυτήν έλεγε τον πόνο της και στην αγκαλιά της άφηνε τους στεναγμούς και τα δάκρυα της. Μέχρι που γνωρίστηκε με τον Ευτύχη και έγιναν αχώριστοι φίλοι.

Με τον Ευτύχη πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και ήταν συμμαθητές στην ίδια τάξη. Με τα σπαστά της ελληνικά γινόταν πολύ συχνά ο περίγελος όλων. Τα παιδιά την κορόιδευαν, την αποκαλούσαν «Μαρούσκα», «Μπαμπαρούσκα», «Ρωσάκι», και άλλα πολλά που είναι δύσκολο να τα αντέξει μια παιδική καρδιά. Της έκρυβαν τα πράγματα, την κλείδωναν στην τάξη, της κολλούσαν τσίχλα στα μαλλιά, της μουτζούρωναν τα τετράδια. Μια φορά μάλιστα την κατηγόρησαν ότι είχε κλέψει ένα στυλό πάρκερ του Αντώνη και μια άλλη φορά την έσπρωξαν με τόση δύναμη την ώρα της γυμναστικής που έσκισε το δέρμα κάτω από το σαγόνι της.

Στη γιαγιά της, την κυρία Ιβάνοβα κουβέντα δεν έλεγε για να μην την στενοχωρήσει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να δώσει τέτοια πίκρα σε μια κατάκοπη γριούλα, που πουλούσε πιροσκί στα πανηγύρια και πλεκτές κάλτσες στην λαϊκή για να ζήσει την μικρή της εγγονή; Έτσι λοιπόν, κάποιες φορές η Ιβάνα προσποιούταν πως είναι τάχα άρρωστη για να μένει στο σπίτι, το μόνο ασφαλές καταφύγιο. Τις περισσότερες όμως φορές, έχοντας στερέψει από δικαιολογίες και ψέματα, φορούσε το αγκάθινο στεφάνι της και υπέμενε τις ταπεινώσεις που της επιφύλασσαν οι συμμαθητές της.

Ο Ευτύχης όμως δεν ήταν τέτοιο παιδί. Όποτε γινόταν κάτι με πρωταγωνίστρια την Ιβάνα στην τάξη, στενοχωριόταν και του έρχονταν ευθύς στο μυαλό τα λόγια της μακαρίτισσας της γιαγιάς του, της Ευτυχίας από την οποία είχε πάρει το όνομα του. «Τους αδύνατους, τους βάζουμε στην αγκαλιά μας, δεν τους πατάμε, γιατί αύριο μεθαύριο μπορεί και εμείς να έχουμε ανάγκη από μια αγκαλιά». Τι να κάνει όμως και αυτός… Συλλογιζότανε πώς θα άντεχε τέτοια βασανιστήρια, αν μετά έκαναν και σε αυτόν τα ίδια; Μέσα του όμως κάτι τον έσπρωχνε και δεν τον άφηνε σε ησυχία. Το πήρε απόφαση και ένα πρωινό που συνάντησε την Ιβάνα στο δρόμο για το σχολείο τής ζήτησε να πάνε μαζί. Αυτό ήταν η αρχή της φιλίας, που γεννήθηκε ανάμεσα τους.

Η βουκαμβίλια συνεχίζοντας το ταξίδι της προς τον ουρανό, έφτανε επιτέλους στο ρετιρέ του πέμπτου ορόφου που είχε αγοράσει πριν από τριάντα ένα χρόνια ο κυρ Τάσος. Εκεί το θέαμα ήταν πραγματικά αλλόκοτο. Η βουκαμβίλια, παρατημένη και ακλάδευτη επί χρόνια, είχε σχηματίσει ένα πλούσιο και πυκνό χρωματιστό φράκτη, μεταμορφώνοντας το διαμέρισμα σε ένα φρούριο καλά προστατευμένο από τα ανθρώπινα βλέμματα. Κάπως έτσι θα ήταν και οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας έβαζε με το μυαλό του ο Ευτύχης.

«Μα, καλά τι έγινε ο κυρ-Τάσος που φύτεψε με τόσο μεράκι αυτή την βουκαμβίλια;», «που πήγε η φαμελιά;», «πώς πήγε το αντάμωμα της;» είχε αναρωτηθεί καιρό τώρα ο Ευτύχης, πριν μάθει την αλήθεια.

Τα πράγματα δεν πήγαν τόσο καλά, όπως ευχόταν ο κυρ Τάσος. Ένα χρόνο μετά την μετακόμιση τους στο καινούριο σπίτι, ο κυρ Τάσος έχασε τη ζωή του σε ένα τροχαίο ατύχημα, μαζί του και ο γιος του ο Γιώργος, 20 χρονών παλικάρι. Έκτοτε η κυρά Λένη έμεινε μόνη. Εγκατέλειψε τα πάντα και κλείστηκε στο φρούριο της, μακριά από τους ανθρώπους, με μοναδική παρηγοριά την θύμηση των αγαπημένων της προσώπων. Αποσύρθηκε στην μοναξιά της και έγινε σκιά. Σκιά στη δική της ζωή, μα και στη ζωή των γύρω της. Ένα λευκό σεντόνι που καλύπτει παλιά έπιπλα για να μην πιάσουν σκόνη. Ένα κουφάρι που περιμένει πότε θα έρθει το δικό του τέλος.

Η Κάτια αυτά τα αποκάλυψε στον Ευτύχη και την Ιβάνα ένα απόγευμα που την επισκέφτηκαν για να τους βοηθήσει με την απρόσωπη σύνταξη στα αρχαία ελληνικά. Η φωνή της έτρεμε και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, ενώ μιλούσε, γιατί και αυτή είχε χάσει τους δικούς της και ένιωθε τον πόνο της κυρα Λένης. Με αναφιλητά έκλαψε και η Ιβάνα που πεθύμησε τους γονείς της, που αν και ήταν ζωντανοί, βρίσκονταν τόσο μακριά και λαχταρούσε να βρεθεί στην αγκαλιά τους. Και ο Ευτύχης δάκρυσε εκείνη την ημέρα, γιατί θυμήθηκε την γιαγιά του.

«Όταν δεν θα με έχεις εδώ για να σου δίνω την αγάπη μου, θα είσαι έτοιμος να δίνεις την δική σου σε όσους την έχουν ανάγκη. Και η αγάπη σου όχι μόνο δεν θα στερεύει, αλλά θα ανθίζει και θα βγάζει κλώνους, μπουμπούκια και λουλούδια, όπως αυτή εδώ η βουκαμβίλια», του είχε πει λίγες μέρες πριν την πάρει ο Θεός κοντά του.

Το ίδιο βράδυ ο Ευτύχης έκανε πολύ ταραγμένο ύπνο. Είδε στον ύπνο του την γιαγιά του, την κυρά-Λένη, τον κυρ-Τάσο, τους γονείς της Ιβάνας, τους γονείς της Κάτιας, την βουκαμβίλια, την πολυκατοικία, μέχρι και τον γκρινιάρη κύριο Πέλοπα. Τι εφιάλτης ήταν αυτός, όλοι μαζί ένα κουβάρι μπερδεμένοι άνθρωποι. Ξύπνησε νωρίς το πρωί και κοίταξε έξω από το παράθυρο του. Πρώτη φορά αντίκριζε με τόσο μεγάλο θυμό και συνάμα απογοήτευση την βουκαμβίλια. «Τελικά και οι βουκαμβίλιες, και τα περί τύχης και ευδαιμονίας, μακροζωίας και ευτυχίας και δεν συμμαζεύεται… Όλα φούμαρα είναι, ένα μάτσο ψέματα!», σκέφτηκε και ξέσπασε σε κλάματα…

Ο Ευτύχης χωρίς να το καταλάβει στεκόταν μπροστά από την εξώπορτα του διαμερίσματος της κυρα-Λένης, χτυπώντας επίμονα και απαιτητικά το κουδούνι της. Ούτε που το κατάλαβε πως βρέθηκε εκεί. Η καρδιά του; Τα πόδια του; Ακόμα και σήμερα δεν ξέρει τι ήταν αυτό που τον οδήγησε έξω από την πόρτα της κυρα-Λένης. Η πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, με γκρίζα μαλλιά και θλιμμένη όψη ξεπρόβαλε μπροστά του.

«Σε περίμενα, πέρνα μέσα», του είπε εκείνη μαλακά.

Ο Ευτύχης αιφνιδιάστηκε και σε καμία περίπτωση δεν περίμενε τέτοια υποδοχή. Του φάνηκε μάλιστα πως είδε ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπό της.

«Θα έχεις ακούσει πολλά για μένα, παιδί μου. ¨Ότι τρελάθηκα, ότι είμαι μια στρίγγλα, ότι μισώ τους πάντες. Δεν είναι αλήθεια. Απλώς πονάω ακόμα και δεν θα σταματήσω να πονάω», είπε και ξέσπασε σε δάκρυα.

Ο Ευτύχης πλησίασε στο μέρος της και πήρε το χέρι της στη χούφτα του. Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς του και αγκάλιασε με θέρμη την κυρά-Λένη. «Ακόμα και όταν χάνουμε τα πρόσωπα που αγαπάμε, η αγάπη δεν χάνεται, γίνεται βουκαμβίλ…», μπερδεύτηκε και σώπασε.

«Γι’ αυτό σε φώναξα»

Ο Ευτύχης την κοίταξε με απορία.

«Ο άντρας μου μού άφησε ένα εισόδημα, ούτε μεγάλο, ούτε μικρό. Δεν θέλω να κρατήσω τίποτα για μένα, θέλω να τα μοιράσω όλα και γι’ αυτό θα ήθελα τη βοήθειά σου. Δεν θέλω κανείς να ξέρει. Μόνο εσύ και εγώ».

Έκτοτε, κατά έναν παράδοξο και μυστηριώδη τρόπο ο Ευτύχης μάθαινε πού υπήρχε πρόβλημα και δυσκολία και η κυρα-Λένη σαν άγγελος σταλμένος από το Θεό έδινε τη λύση. Και το ζευγάρι του πρώτου ορόφου απέκτησε τα διδυμάκια εξασφαλίζοντας τα χρήματα για τις εξωσωματικές, και η κυρά Αγλαΐα βρήκε την ησυχία της με την κατ’οίκον νοσοκόμα, που με δική της θέληση ήρθε στο σπίτι τους, η Ιβάνα και η γιαγιά της τα κατάφερναν καλύτερα με τα οικονομικά και έστελναν μάλιστα και βοήθεια στην οικογένεια της Ιβάνας στη Ρωσία, και η κυρία Κική πήρε μια ανάσα να βοηθήσει την Κάτια να συνεχίσει τις σπουδές της. Και όλα αυτά ήταν μόνο η αρχή…

Ο Ευτύχης πιστός φίλος της κυρα-Λένης, εχέμυθος αγγελιοφόρος και ταχυδρόμος της αγάπης έφερνε εις πέρας την αποστολή του με τον πιο διακριτικό και ταπεινό τρόπο. Ανταμοιβή του η χαρά στα πρόσωπα των ανθρώπων. Η χαρά των άλλων, και δική του χαρά.

Παρατηρούσε χαμογελώντας τη βουκαμβίλια να αγκαλιάζει με τρυφερότητα την αντικρινή πολυκατοικία και να αφουγκράζεται τους ανθρώπους της, τα βάσανα, τους πόθους και τις ιστορίες τους, να μετέχει στη ζωή τους, να βιώνει και να συμπάσχει μαζί τους. Μια λεπτή κλωστή χωρίζει τη χαρά από την λύπη, το μίσος από την αγάπη, την ευτυχία από τη δυστυχία.

Η βουκαμβίλια ντυμένη άνοιξη έμοιαζε με τον Σταυρό που γίνηκε γέφυρα και ένωσε τη γη με τον ουρανό.