Νανάς Σύψα, "Όλα γύρω μου πάγωσαν"

Πολιτιστικό πρόγραμμα 1ου ΓΕΛ Αλίμου

"ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ--ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ"

Υπεύθυνη καθηγήτρια: Παπαϊωάννου Κωνσταντίνα, Φιλόλογος

ΑΝΟΙΞΗ 2015

Νανάς Σύψα, "Όλα γύρω μου πάγωσαν"

Όλα γύρω μου πάγωσαν. Ήταν σαν να συνέβαινε σε αργή κίνηση. Τα φώτα ενοχλούσαν τα μάτια. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Οι ήχοι γύρω μου γίνονταν όλο και πιο έντονοι όμως δεν μπορούσα να τους ξεχωρίσω. Ένιωσα κάτι να με χτυπάει με δύναμη. Όλα θα τελείωναν σύντομα.

«Στέφανε, Στέφανε, ΣΤΕΦΑΝΕ…»

Μία μέρα πριν

Βρισκόμουν ξαπλωμένος στο δωμάτιο μου. Δεν κοιμόμουν, είχε περάσει πολύ ώρα από τη στιγμή που έπαψα να το κάνω και η αιτία δεν ήταν οι ηλιόλουστες ακτίνες του ήλιου. Αναστέναξα. Μακάρι να ήταν.

«Στέφανε σήκω, θα αργήσεις δεν είναι ωραίο να αφήσεις την Ξένια να περιμένει», ακούστηκε η μητέρα μου έξω από την πόρτα.

Σωστά, σήμερα είναι ιδιαίτερη μέρα. Έρχεται να μείνει για μερικές βδομάδες η ξαδέλφη μου η Ξένια από την Αγγλία και η μητέρα μου κοντεύει να φέρει την καταστροφή. Μέσα σε τρεις ημέρες κατάφερε να μετατρέψει το καθαρό μας σπίτι σε ιατρείο, λες και μαζί με την ξαδέλφη μου έρχεται και η βασίλισσα της Αγγλίας.

«Γιατί δεν λες στον Δημήτρη να πάει να την πάρει και πρέπει να το κάνω εγώ;», την ρώτησα μέσα στα νεύρα μου, θεωρώντας πιο φυσιολογικό να πάει ο μεγάλος μου αδελφός απ’ ότι εγώ. Δυστυχώς η μόνη απάντηση που πήρα ήταν τα βήματα της μητέρας μου καθώς απομακρυνόταν από το δωμάτιο. Αναστέναξα και πάλι. Έρχονται δύσκολες ώρες. Σηκώθηκα και με τις πιο αργές κινήσεις, που είχα κάνει στη ζωή μου, κατάφερα να είμαι έτοιμος μέσα σε είκοσι λεπτά.

«Τι είναι αυτά τα μούτρα; Δείξε λίγο ενθουσιασμό! Τρία χρόνια έχεις να την δεις. Είμαι σίγουρη πως θα έχετε πολλά να πείτε», άκουσα τη μητέρα μου να μου λέει, καθώς έβγαινα από το σπίτι.

―Γιατί απλά δεν στέλνεις τον Δημήτρη; Είμαι σίγουρος πως θα χαρεί περισσότερο να δει εκείνον παρά εμένα.

Δεν υπήρχε αμφιβολία σ’ αυτό. Εγώ και η Ξένια δεν αντέχαμε ο ένας την παρουσία του άλλου. Από μικρά τσακωνόμασταν μέχρι και για τα πιο απλά πράγματα. Ήταν ένα μικρό κακομαθημένο κοριτσάκι, που δε δεχόταν το όχι για απάντηση.

«Θα είναι μια καλή ευκαιρία για εσάς να κάνετε μια καινούρια αρχή. Ελπίζω καλύτερη αυτή τη φορά. Να είσαι καλός μαζί της. Έχει περάσει πολλά από τότε που έχασε τον πατέρα της», μου είπε και έκλεισε την πόρτα αφήνοντάς με να πάρω τον δρόμο για το αεροδρόμιο. Όταν έφτασα επικρατούσε πανικός. Μου πήρε πολύ ώρα να την βρω μέσα σε τόσο κόσμο και, όταν τη βρήκα, μου πήρε λίγη ώρα να σιγουρευτώ. Είχε μεγαλώσει αρκετά. Τα κοντά καστανά μαλλιά της είχαν φτάσει τώρα μέχρι τη μέση της και είχε ψηλώσει τόσο, που έφτανε μέχρι τους ώμους μου. Όταν με αναγνώρισε με κοίταξε με εκείνα τα πράσινα μάτια που πάντα με εντυπωσίαζαν. Χαιρετηθήκαμε, της πήρα τη βαλίτσα και αρχίσαμε να πηγαίνουμε σπίτι. Η διαδρομή ήταν υπερβολικά ήσυχη. Κανείς δεν είπε λέξη.

Όταν φτάσαμε, φάγαμε και αμέσως πήγα και κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Δεν είχα καμία όρεξη να ασχοληθώ παραπάνω. Έβαλα μουσική και απλώς αποκοιμήθηκα.

Δε θεωρώ ότι πρέπει να αναφέρω τις φωνές που μου έβαλε η μητέρα μου αργότερα γι’ αυτό. Να ’μαι λοιπόν τώρα που κατέληξα να πηγαίνω να της ζητήσω συγνώμη.

Την βρήκα στο μπαλκόνι να κοιτάει τον ουρανό. Είχε πλέον βραδιάσει και τα αστέρια φαίνονταν πεντακάθαρα από το σπίτι.

«Συγγνώμη για πριν», της είπα προσπαθώντας να ακουστώ, όσο πιο ευγενικός μπορούσα. Εκείνη όμως δεν φάνηκε να με ακούει. Ήταν λες και βρισκόταν σ’ έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, όπου τίποτα δεν μπορούσε να την αγγίξει.

«Τι λες να υπάρχει στην άλλη μεριά;», με ρώτησε μετά από κάποια ώρα. Ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνάει. Η ερώτηση της τόσο απροσδόκητη, δυσνόητη, η φωνή της τόσο απαλή και σταθερή και όμως τόσο απόμακρη, τόσο ψυχρή. Δεν μπορούσα να της απαντήσω. Τι μπορείς να απαντήσεις σε μια τέτοια ερώτηση; Αποφάσισα να την πάρω αγκαλιά και πριν το καταλάβω ξέσπασε σε λυγμούς και κλάματα. Με πόναγε να την βλέπω έτσι. Μπορεί να με εκνευρίζει όμως είναι ξαδέλφη μου. Μαζί μεγαλώσαμε. Καθίσαμε στην κούνια και περίμενα να ηρεμήσει.

«Δεν είναι δίκαιο. Ήταν τόσο καλός άνθρωπος, γενναιόδωρος, αστείος, τρυφερός. Γιατί; Γιατί εκείνος;», μου ψιθύρισε.

«Λυπάμαι τόσο πολύ. Μακάρι να μπορούσα να πάρω τον πόνο που νιώθεις μακριά, όμως δεν μπορώ. Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να στεναχωριέσαι και να κλαις άλλο έτσι. Πρέπει να συνεχίσεις να ζεις τη ζωή σου προσπαθώντας κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Δε θα ήθελε να είσαι δυστυχισμένη. Είναι συνεχώς μαζί σου, δίπλα σου, ως φύλακας άγγελός σου και, αν σε βλέπει να κλαις, θα στεναχωριέται κι εκείνος. Χαμογέλα για εκείνον, για όλους τους ανθρώπους που σε νοιάζονται και ανησυχούν να σε βλέπουν σε αυτή την κατάσταση, μα πάνω από όλα χαμογέλα για σένα. Θα βρίσκεται πάντα δίπλα σου, πιο κοντά από ό, τι μπορείς να φανταστείς», της είπα σταθερά. Η αλήθεια όμως είναι πως δεν μπορώ να καταλάβω τι περνάει, γιατί δεν ξέρω πώς. Δεν πιστεύω ότι ο χρόνος θεραπεύει τέτοιου είδους πόνο, πιστεύω όμως ότι τον απαλύνει. Δεν χρειάζεται να το αντιμετωπίσει μόνη της, γιατί δεν είναι μόνη της. Έχει εμένα και σίγουρα πολλούς άλλους που θέλουν να τη βοηθήσουν.

Με πήρε αγκαλιά και άρχισε να κλαίει πιο δυνατά ευχαριστώντας με μέσα στα αναφιλητά της. Καθίσαμε έτσι πολύ ώρα μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Την πήγα στο δωμάτιό της αγνοώντας τις ματιές των γονιών μου και κάνοντάς τους νόημα να μην την ξυπνήσουν. Ύστερα πήγα στο δωμάτιό μου και αποκοιμήθηκα. Ίσως τελικά τα πράγματα να πήγαιναν πιο ήρεμα από ό, τι υπολόγιζα. Και είχα δίκιο… τουλάχιστον στην αρχή…

Το επόμενο πρωί πήγαμε για παγωτό, βρεθήκαμε με κάποιους φίλους μου και το απόγευμα πήγαμε σινεμά.

«Είχε τόση πλάκα όταν έπεσε από την σκεπή μόλις την είδε», έλεγε η Ξένια γελώντας ξανά και ξανά στην ανάμνηση της σκηνής.

«Εμένα μου λες; Νομίζω ότι θα μπορούσα να βλέπω αυτή την ταινία συνέχεια. Τελικά αποδείχτηκε μεγάλη επιτυχία αλλά τι περίμενες, αφού εγώ την διάλεξα», της είπα παιχνιδιάρικα και εκείνη χαχάνισε και μου έδωσε μια απαλή σπρωξιά στον ώμο.

Είχε πλέον βραδιάσει και γυρνάγαμε με τα πόδια στο σπίτι. Η Ξένια συνέχισε να φλυαρεί για την ταινία και εγώ δεν μπορούσα παρά να προσέξω πόσο πιο ήρεμη φαινόταν σήμερα. Γελούσε διαρκώς και οι ώμοι της είχαν χαλαρώσει δείχνοντας την ανεμελιά της, την αθωότητά της. Παρατήρησα επίσης ότι είχε ωριμάσει πολύ από την τελευταία φορά, που την είδα. Όμως υποθέτω πως το ίδιο ισχύει και για μένα.

«Ξέρεις τελικά δεν είσαι και τόσο ξενέρωτος όσο σε θυμόμουν», μου ψιθύρισε κοιτώντας ο, τιδήποτε άλλο εκτός από εμένα.

―Ούτε κι εσύ δεν είσαι τόσο κακομαθημένη όσο σε θυμόμουν.

―Εντάξει μου αξίζει.

«Έλα πριγκίπισσα καλύτερα να πάμε λίγο πιο γρήγορα, αν θέλουμε να φτάσουμε κάποια στιγμή σπίτι», είπα και άρχισα να προχωράω το δρόμο για να περάσω απέναντι.

Η μέρα είχε εξελιχθεί καλύτερα από ό, τι υπολόγιζα. Δε μου άρεσε, που την είχα δει τόσο στεναχωρημένη το προηγούμενο βράδυ. Ελπίζω σήμερα να κατάφερα να απομακρύνω λίγο το μυαλό της από τα προβλήματα της ζωής. Άλλωστε αυτό αποφάσισα να κάνω, όσο καιρό θα έμενε εδώ.

«ΣΤΕΦΑΝΕ», άκουσα την Ξένια να ουρλιάζει τραβώντας με στην πραγματικότητα. Όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Γυρνώντας αργά το κεφάλι μου το είδα. Ήταν τόσο κοντά. Ξαφνικά όλα γύρω μου πάγωσαν. Ήταν σαν να συνέβαινε σε αργή κίνηση. Τα φώτα του φορτηγού ενοχλούσαν τα μάτια. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Οι ήχοι γύρω μου γίνονταν όλο και πιο έντονοι όμως δεν μπορούσα να τους ξεχωρίσω.

«Στέφανε, Στέφανε, ΣΤΕΦΑΝΕ…»

Ένιωσα κάτι να με χτυπάει με δύναμη. Όλα θα τελείωναν σύντομα. Πριν προλάβω να το καταλάβω όλα μαύρισαν και η τελευταία μου εικόνα ήταν τα τρομοκρατημένα πράσινα μάτια της Ξένιας.

Τρία χρόνια μετά

Σηκώθηκα από το κρεβάτι γεμάτος ιδρώτα. Κάθε βράδυ οι εικόνες γίνονταν όλο και πιο ζωντανές. Κάθε βράδυ ήμουν αναγκασμένος να ζω ξανά και ξανά εκείνη τη νύχτα.

«Αγάπη μου πρέπει να φύγουμε σε λίγο μην αργήσεις», ακούστηκε η απαλή φωνή της μητέρας μου τρομάζοντάς με. Δεν είχα καταλάβει ότι είχε μπει στο δωμάτιό μου. Πήγα να της απάντησω, όμως μόλις είδα το βλέμμα της, άλλαξα γνώμη. Τα μάτια της ήταν γεμάτα συμπόνια και ελαφριά λύπηση. Έστρεψα το βλέμμα μου αλλού. «Όχι μην με κοιτάς έτσι. Δεν το αξίζω», σκέφτηκα και σηκώθηκα να ετοιμαστώ. Δεν αργήσαμε πολύ να βρεθούμε μπροστά από την αιτία για τους εφιάλτες μου.

Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν ποτάμι. Πήγα όσο πιο αργά μπορούσα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, όπου τα τελευταία τρία χρόνια ήταν ξαπλωμένη η αγαπημένη μου ξαδέλφη. Κώμα, είχαν πει οι γιατροί, χωρίς πολλές ελπίδες να θα επανέλθει. «Δεν έπρεπε να είχε συμβεί αυτό, θα έπρεπε να το είχα σταματήσει, να σε είχα προστατέψει. Θα έπρεπε να ήμουν εγώ στη θέση σου», έλεγα και ξανά έλεγα από μέσα μου, όμως η αλήθεια είναι πως δεν υπήρχε τίποτα, που θα μπορούσα να είχα κάνει. Ποιός θα μπορούσε να φανταστεί πως μόλις η Ξένια θα έβλεπε το φορτηγό, θα έτρεχε και θα με έσπρωχνε με όλη της τη δύναμη, δεχόμενη η ίδια το χτύπημα; Από ό, τι έμαθα, όταν με έσπρωξε έπεσα με το κεφάλι, γεγονός που με έκανε να χάσω τις αισθήσεις μου. Όταν ξύπνησα τρεις μέρες αργότερα και μου είπαν τι είχε συμβεί νόμιζα ότι μου έκαναν πλάκα. Δε δεχόμουν να πιστέψω τίποτα, μέχρι που την είδα στο κρεβάτι διασωληνωμένη. Οι γονείς μου προσπάθησαν τόσο σκληρά να με βοηθήσουν να καταλάβω ότι το λάθος δεν ήταν δικό μου, ότι ο φορτηγατζής πήγαινε παράνομα. Όμως δεν μπόρεσαν να κάνουν πολλά. Το λάθος ήταν ξεκάθαρα δικό μου. Έπρεπε να είχα προσέξει περισσότερο, όταν πέρναγα τον δρόμο. Έπρεπε να την είχα προστατέψει καλύτερα. Έπρεπε… όμως δεν το έκανα.

Το πιο δύσκολο από όλα ήταν να το πούμε στη μητέρα της. Μόλις λίγο καιρό πριν είχε χάσει τον σύζυγό της και ακόμα προσπαθούσε να το ξεπεράσει. Όταν όμως η μητέρα μου της είπε τι έγινε νομίζαμε ότι είχε παραιτηθεί πλήρως. Τον πρώτο χρόνο δεν έκανε πολλά. Με το ζόρι έτρωγε και κοιμόταν. Δεν ερχόταν ούτε να την δει. Ευτυχώς τα πράγματα καλυτέρεψαν λίγο και με τη βοήθεια της μητέρας μου μπόρεσε να ξανασταθεί στα πόδια της. Από τότε την επισκέπτεται κάθε μέρα και δεν το έχει βάλει κάτω ούτε για ένα λεπτό. Είναι τόσο δυνατή, που είναι αξιοθαύμαστο.

«Τι κάνεις καλέ μου;», μου είπε η θεία μου καθώς έκατσε από την απέναντι πλευρά του κρεβατιού. Οι υπόλοιποι ήταν στην καφετέρια και στο δωμάτιο ήμασταν μόνο οι δυο μας.

―Εσείς;

Στην ερώτησή μου μού χαμογέλασε πικρά.

―Προσπαθώ. Δεν είναι εύκολο όμως προσπαθώ. Εσύ με ανησυχείς. Φαίνεσαι τόσο κουρασμένος και ταλαιπωρημένος. Και έχεις αδυνατίσει τόσο πολύ.

Ήταν δική μου σειρά να χαμογελάσω πικρά.

«Καλέ μου κανένας δεν σε κατηγορεί. Ξέρουμε όλοι πως αυτό που έγινε ήταν ατύχημα και σε καμία περίπτωση δε θα ήθελα να ήσουν εσύ στη θέση της. Μακάρι να μπορούσαμε να είχαμε σταματήσει ό, τι συνέβη. Όμως αυτό δεν γίνεται όσο ωραίο και να ήταν», μου είπε λέγοντας αργά την κάθε λέξη σαν να πίστευε ότι έτσι θα το καταλάβαινα καλύτερα.

«Δεν έπρεπε να είναι εκείνη εδώ αλλά εγώ. Γιατί το έκανε αυτό;», ξεφύσηξα προσπαθώντας να ηρεμίσω το τρέμουλο, που δεν είχα καταλάβει μέχρι τότε ότι είχα.

«Η Ξένια είναι ένα πολύ ξεχωριστό παιδί και δεν το λέω επειδή είναι κόρη μου. Είμαι σίγουρη πως πολλές φορές στο παρελθόν σε έχει αναστατώσει, ομολογώ να πω, πειράξει η συμπεριφορά της και δε θα είχες άδικο. Όμως η συμπεριφορά, που στα δικά σου μάτια ήταν άσχημη, στα δικά της ήταν ο τρόπος να σου εκφράσει τον θαυμασμό της, την αγάπη της. Είχε πάντα ένα θέμα με το να εκφράζει τα συναισθήματά της αλλά οι προθέσεις της δεν ήταν ποτέ κακές. Και όταν πέθανε ο πατέρας της, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Κλείστηκε στον εαυτό της, δεν ήθελε να ευχαριστιέται τίποτα πια και το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάει το κενό. Το βράδυ όμως πριν το ατύχημα ήταν η πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό, που γέλασε, και το ξέρω, γιατί με πήρε τηλέφωνο αμέσως μόλις έφυγες από το δωμάτιό της. Δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει για σένα. Ήταν τόσο ευτυχισμένη που την είχες ακούσει και που προσπάθησες να την καταλάβεις. Ήθελα να βάλω τα κλάματα από την χαρά μου. Μου είπε ότι με αγαπούσε και της έλειπα πάρα πολύ με τόση φυσικότητα. Μου τόνισε ότι ήταν σίγουρη πως θα πέρναγε καλά και δεν έπρεπε να ανησυχώ για τίποτα. Σε λάτρευε το ξέρεις; Είμαι σίγουρη πως ότι έκανε το έκανε από την αγάπη της για σένα και δεν το μετανιώνει. Οπότε, σε παρακαλώ, σταμάτα να κατηγορείς τον εαυτό σου για κάτι, που δεν έκανες, και προσπάθησε να φανείς πιστός στη δύναμή της», μου είπε η θεία και έφυγε κλείνοντας αργά την πόρτα του δωματίου.

Έκλαιγα τόσο έντονα, που τα μάτια μου είχαν θολώσει. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι το έκανε από αγάπη. Το μόνο, που σκεφτόμουν ήταν ο εαυτός μου και πόσο λάθος έκανα που δεν την προστάτεψα. Άραγε θα μπορούσε ποτέ να γυρίσει κοντά μας; Θα μπορούσε να ξαναχαμογελάσει με το φανταχτερό χαμόγελό της και να με κοιτάξει με εκείνα τα καταπράσινα μάτια; Μακάρι να είχα κάποιο σημάδι, που θα μπορούσε να μου δώσει δύναμη. Και τότε το είδα. Τα βλέφαρά της πετάρισαν. Τα μάτια της άνοιξαν και με κοίταξαν για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, πριν ξανακλείσουν για άλλον έναν βαθύ ύπνο. Είχα παγώσει όμως σιγά σιγά το χαμόγελο αντικατέστησε την έκφραση του σοκ που είχα. Ξαφνικά δεν υπήρχε λόγος να ανησυχώ για τίποτα. Όλα θα πήγαιναν μια χαρά…