Γεωθερμική Ενέργεια

            Γεωθερμία ή Γεωθερμική ενέργεια ονομάζουμε τήν φυσική θερμική ενέργεια τής Γης που διαρρέει από τό θερμό εσωτερικό τού πλανήτη πρός τήν επιφάνεια. Η μετάδοση θερμότητας πραγματοποιείται μέ δύο τρόπους:

α) Με αγωγή από τό εσωτερικό πρός τήν επιφάνεια μέ ρυθμό 0,04 - 0,06 W/m2 [1]

β) Με ρεύματα μεταφοράς, που περιορίζονται όμως στίς ζώνες κοντά στά όρια τών λιθοσφαιρικών πλακών, λόγω ηφαιστειακών καί υδροθερμικών φαινομένων.

[ Η εκμετάλλευση τών ελληνικών γεωθερμικών πεδίων δύναται νά προσφέρει ενέργεια που ισοδυναμεί περί τούς 160.000 τόνους πετρελαίου/ετησίως. ]

 

    Μεγάλη σημασία γιά τον άνθρωπο έχει η αξιοποίηση τής γεωθερμικής ενέργειας γιά τήν κάλυψη αναγκών του, καθώς είναι μία πρακτικά ανεξάντλητη πηγή ενέργειας. Ανάλογα μέ τό θερμοκρασιακό της επίπεδο μπορεί νά έχει διάφορες χρήσεις.

H Υψηλής Ενθαλπίας (>150 °C) χρησιμοποιείται συνήθως γιά παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η ισχύς τέτοιων εγκαταστάσεων τό 1979 ήταν 1.916 ΜW μέ παραγόμενη ενέργεια 12×106 kWh/yr.

Η Μέσης Ενθαλπίας (80 έως 150 °C) που χρησιμοποιείται γιά θέρμανση ή καί ξήρανση ξυλείας καί αγροτικών προϊόντων καθώς καί μερικές φορές καί γιά τήν παραγωγή ηλεκτρισμού (π.χ. μέ κλειστό κύκλωμα φρέον που έχει χαμηλό σημείο ζέσεως).

Η Χαμηλής Ενθαλπίας (25 έως 80 °C) που χρησιμοποιείται γιά θέρμανση χώρων, γιά θέρμανση θερμοκηπίων, γιά ιχθυοκαλλιέργειες, γιά παραγωγή γλυκού νερού.

Η Γεωθερμία στήν Ελλάδα

Λόγω κατάλληλων γεωλογικών συνθηκών, ο Ελλαδικός χώρος διαθέτει σημαντικές γεωθερμικές πηγές καί τών τριών κατηγοριών (υψηλής, μέσης καί χαμηλής ενθαλπίας) σέ οικονομικά βάθη (100-1500 μ). Σε μερικές περιπτώσεις τά βάθη τών γεωθερμικών ταμιευτήρων είναι πολύ μικρά, κάνοντας ιδιαίτερα ελκυστική, από οικονομική άποψη, τήν γεωθερμική εκμετάλλευση.

Η έρευνα γιά τήν αναζήτηση γεωθερμικής ενέργειας άρχισε ουσιαστικά τό 1971 μέ βασικό φορέα τό ΙΓΜΕ καί μέχρι τό 1979 (πριν από τήν δεύτερη ενεργειακή κρίση) αφορούσε μόνο τίς περιοχές υψηλής ενθαλπίας. Κατά τήν εξέλιξη τών εργασιών η ΔΕΗ, σαν άμεσα ενδιαφερόμενη γιά τήν ηλεκτροπαραγωγή, ανέλαβε τίς παραγωγικές γεωτρήσεις υψηλής ενθαλπίας καί τήν ανάπτυξη τών πεδίων, χρηματοδοτώντας επιπλέον τίς έρευνες στίς πιθανές γιά τέτοια ρευστά γεωθερμικές περιοχές. Συντάχθηκε ο προκαταρκτικός χάρτης γεωθερμικής ροής τού ελληνικού χώρου, όπου φάνηκε ότι η γεωθερμική ροή στήν Ελλάδα είναι σέ πολλές περιοχές εντονότερη από τήν μέση γήινη. Από τό 1971 ερευνήθηκαν οι περιοχές: Μήλος, Νίσυρος, Λέσβος, Μέθανα, Σουσάκι Κορινθίας, Καμένα Βούρλα, Θερμοπύλες, Υπάτη, Αιδηψός, Κίμωλος, Πολύαιγος, Σαντορίνη, Κως, Νότια Θεσσαλία, Αλμωπία, περιοχή Στρυμόνα, περιοχή Ξάνθης, Σαμοθράκη καί άλλες.

Η αυξημένη ροή θερμότητας, λόγω τής έντονης τεκτονικής καί μαγματικής δραστηριότητας, δημιούργησε εκτεταμένες θερμικές ανωμαλίες, μέ μέγιστες τιμές γεωθερμικής βαθμίδας που πολλές φορές ξεπερνούν τούς 100° C/km. Σε κατάλληλες γεωλογικές συνθήκες, η ενέργεια αυτή θερμαίνει «ρηχούς» υπόγειους ταμιευτήρες ρευστών σέ θερμοκρασίες μέχρι 100 °C. Τά γεωθερμικά πεδία χαμηλής ενθαλπίας είναι διάσπαρτα στήν νησιωτική καί ηπειρωτική Ελλάδα. Η συμβολή τους στό ενεργειακό ισοζύγιο μπορεί νά γίνει σημαντική, καθόσον αποτελούν ενεργειακό πόρο φιλικό στό περιβάλλον, κοινωνικά αποδεκτό καί παρουσιάζουν σημαντικό οικονομικό καί αναπτυξιακό ενδιαφέρον.

Στήν Μήλο καί Νίσυρο έχουν ανακαλυφθεί σπουδαία γεωθερμικά πεδία καί έχουν γίνει γεωτρήσεις παραγωγής (5 καί 2 αντίστοιχα). Στήν Μήλο μετρήθηκαν θερμοκρασίες μέχρι 325 °C σέ βάθος 1000 m. καί στήν Νίσυρο 350° C σέ βάθος 1500 m. Οι γεωτρήσεις αυτές θά μπορούσαν νά στηρίξουν μονάδες ηλεκτροπαραγωγής 20 καί 5 ΜW, ενώ τό πιθανό συνολικό δυναμικό υπολογίζεται νά είναι τήν τάξης τών 200 καί 50 MW αντίστοιχα.

Στήν Βόρεια Ελλάδα η γεωθερμία προσφέρεται γιά θέρμανση, θερμοκήπια, ιχθυοκαλλιέργειες κ.λπ. Στήν λεκάνη τού Στρυμόνα έχουν εντοπισθεί τά πολύ σημαντικά πεδία Θερμών-Νιγρίτας, Λιθότροπου-Ηράκλειας, Θερμοπηγής-Σιδηροκάστρου καί Αγκίστρου. Πολλές γεωτρήσεις παράγουν νερά μέχρι 75 °C, συνήθως αρτεσιανά καί πολύ καλής ποιότητας καί παροχής. Μεγάλα καί μικρότερα γεωθερμικά θερμοκήπια λειτουργούν στήν Νιγρίτα καί τό Σιδηρόκαστρο.

Στήν πεδινή περιοχή τού Δέλτα Νέστου έχουν εντοπισθεί δύο πολύ σημαντικά γεωθερμικά πεδία, στό Ερατεινό Χρυσούπολης καί στό Ν. Εράσμιο Μαγγάνων Ξάνθης. Νερά άριστης ποιότητας μέχρι 70 °C καί σέ πολύ οικονομικά βάθη παράγονται από γεωτρήσεις στίς εύφορες αυτές πεδινές περιοχές. Στήν Ν. Κεσσάνη καί στό Πόρτο Λάγος Ξάνθης, σέ μεγάλης έκτασης γεωθερμικά πεδία, παράγονται νερά θερμοκρασίας μέχρι 82 °C.

Στήν λεκάνη τών λιμνών Βόλβης καί Λαγκαδά έχουν εντοπισθεί τρία πολύ ρηχά πεδία μέ θερμοκρασίες μέχρι 56 °C. Στήν Σαμοθράκη υπάρχουν ενθαρρυντικά στοιχεία καθώς γεωτρήσεις βάθους μέχρι 100 μ. συνάντησαν νερά τής τάξης τών 100° C.

Η χρήση τής Γεωθερμίας παγκοσμίως

Η πρώτη βιομηχανική εκμετάλλευση τής γεωθερμικής ενέργειας έγινε στό Λαρνταρέλλο (Lardarello) τής Ιταλίας, όπου από τά μέσα τού περασμένου αιώνα χρησιμοποιήθηκε ο φυσικός ατμός γιά νά εξατμίσει τά νερά που περιείχαν βορικό οξύ αλλά καί νά θερμάνει διάφορα κτήρια. Τό 1904 έγινε στό ίδιο μέρος η πρώτη παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από τήν γεωθερμία (σήμερα παράγονται εκεί 2,5 δισ. kWh/έτος). Σπουδαία είναι η αξιοποίηση τής γεωθερμικής ενέργειας από τήν Ισλανδία, όπου καλύπτεται πολύ μεγάλο μέρος τών αναγκών τής χώρας σέ ηλεκτρική ενέργεια καί θέρμανση.

Κατά τό 2005, 72 χώρες έχουν αναπτύξει γεωθερμικές εφαρμογές χαμηλής-μέσης θερμοκρασίας, κάτι που δηλώνει σημαντική πρόοδο σέ σχέση μέ τό 1995, όταν είχαν αναφερθεί εφαρμογές μόνο σέ 28 χώρες. Η εγκατεστημένη θερμική ισχύς γεωθερμικών μονάδων μέσης καί χαμηλής θερμοκρασίας ανήλθε τό 2007 στά 28268 MWt, παρουσιάζοντας αύξηση 75% σέ σχέση μέ τό 2000, μέ μέση ετήσια αύξηση 12%. Αντίστοιχα, η χρήση ενέργειας αυξήθηκε κατά 43% σέ σχέση μέ τό 2000 καί ανήλθε στά 273.372 TJ (75.940 GWh/έτος).

Παραγωγή ηλεκτρικής ισχύος μέ γεωθερμική ενέργεια τό 2008 γινόταν σέ 24 χώρες. Τό 2007 η εγκατεστημένη ισχύς τών μονάδων παραγωγής ενέργειας στόν κόσμο ανήλθε στά 9735 MWe, σημειώνοντας αύξηση περισσότερων από 800 MWe σέ σχέση μέ τό 2005.[2]

Εφαρμογές τής Γεωθερμίας

Οι εφαρμογές τής γεωθερμικής ενέργειας ποικίλουν ανάλογα μέ τήν θερμοκρασία καί περιλαμβάνουν [3]:

ηλεκτροπαραγωγή (θ>90 °C), (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέ δυαδικό κύκλο)

θέρμανση χώρων (μέ καλοριφέρ γιά θ>60 °C, μέ αερόθερμα γιά θ>40 °C, μέ ενδοδαπέδιο σύστημα (θ>25 °C),

ψύξη καί κλιματισμό (μέ αντλίες θερμότητας απορρόφησης γιά θ>60 °C, ή μέ υδρόψυκτες αντλίες θερμότητας γιά θ<30 °C)

θέρμανση θερμοκηπίων καί εδαφών επειδή τά φυτά αναπτύσσονται γρηγορότερα καί γίνονται μεγαλύτερα μέ τήν θερμότητα (θ>25 °C), ή καί γιά αντιπαγετική προστασία

ιχθυοκαλλιέργειες (θ>15 °C) επειδή τά ψάρια χρειάζονται ορισμένη θερμοκρασία γιά τήν ανάπτυξή τους

βιομηχανικές εφαρμογές όπως αφαλάτωση θαλασσινού νερού (θ>60 °C), ξήρανση αγροτικών προϊόντων, κλπ

θερμά λουτρά γιά θ = 25-40 °C

Προβλήματα καί πλεονεκτήματα

Γενικά, η αξιοποίηση τής γεωθερμικής ενέργειας συναντά ορισμένα βασικά προβλήματα, τά οποία θά πρέπει νά λυθούν ικανοποιητικά γιά τήν οικονομική εκμετάλλευση τής εναλλακτικής αυτής μορφής ενέργειας. Οι τύποι αυτοί τών προβλημάτων είναι ο σχηματισμός επικαθίσεων (ή όπως συχνά λέγεται οι καθαλατώσεις ή αποθέσεις) σέ κάθε σχεδόν επιφάνεια που έρχεται σέ επαφή μέ τό γεωθερμικό ρευστό, η διάβρωση τών μεταλλικών επιφανειών, καθώς καί ορισμένες περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις (διάθεση τών ρευστών μετά τήν χρήση τους, εκπομπές τοξικών αερίων, ιδίως τού υδροθείου).

Όλα αυτά τά προβλήματα σχετίζονται άμεσα μέ τήν ιδιάζουσα χημική σύσταση τών περισσότερων γεωθερμικών ρευστών. Τά γεωθερμικά ρευστά λόγω τής υψηλής θερμοκρασίας καί τής παραμονής τους σέ επαφή μέ διάφορα πετρώματα περιέχουν κατά κανόνα σημαντικές διαλυμένων αλάτων καί αερίων. Η αλλαγή τών θερμοδυναμικών χαρακτηριστικών τών ρευστών στό στάδιο τής εκμετάλλευσης μπορεί νά δημιουργήσει συνθήκες ευνοϊκές τόσο γιά τήν χημική προσβολή τών μεταλλικών επιφανειών, όσο καί γιά τήν απόθεση ορισμένων διαλυμένων ή αιωρούμενων στερεών καί τήν απελευθέρωση στό περιβάλλον επιβλαβών ουσιών.

Ο σχηματισμός επικαθίσεων σέ γεωθερμικές μονάδες μπορεί νά ελεγχθεί σέ κάποιο βαθμό, αν όχι ολοκληρωτικά, μέ μία πληθώρα τεχνικών καί μεθόδων. Μερικές από τίς πιό τυπικές πρακτικές είναι ο σωστός σχεδιασμός τής μονάδας καί η επιλογή τών κατάλληλων συνθηκών λειτουργίας της, η ρύθμιση τού pH τού ρευστού, η προσθήκη χημικών ουσιών (αναστολέων δημιουργίας επικαθίσεων) καί, τέλος, η απομάκρυνση τών σχηματιζόμενων στερεών μέ χημικά ή φυσικά μέσα, στήν διάρκεια προγραμματισμένων ή όχι διακοπών λειτουργίας τής μονάδας.

Οι διάφορες δυνατότητες ελέγχου τής διάβρωσης στίς γεωθερμικές μονάδες επικεντρώνονται (α) στήν επιλογή τού κατάλληλου υλικού κατασκευής (π.χ. χρήση πολυμερικών υλικών, εναλλακτών θερμότητας από τιτάνιο, Hastelloy κτλ.), (β) στήν επικάλυψη τών μεταλλικών επιφανειών μέ ανθεκτικά στήν διάβρωση στρώματα, (γ) στήν προσθήκη αναστολέων διάβρωσης, καί (δ) στόν ορθό σχεδιασμό τής μονάδας.

Η γεωθερμική ενέργεια θεωρείται ήπια μορφή ενέργειας, σέ σύγκριση μέ τίς συμβατικές μορφές ενέργειας, χωρίς βέβαια οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τήν εκμετάλλευσή της νά είναι συχνά αμελητέες. Η υψηλότερη περιεκτικότητα τών γεωθερμικών ρευστών υψηλής ενθαλπίας σέ διαλυμένα άλατα καί αέρια σέ σχέση μέ τά ρευστά χαμηλής ενθαλπίας επιβάλλουν τό διαχωρισμό τών επιπτώσεων από τήν αξιοποίηση τής γεωθερμίας. Τά προβλήματα από τήν διάθεση τών νερών που χρησιμοποιούνται γιά άμεσες χρήσεις είναι κατά κανόνα ηπιότερα (καί σχεδόν μηδενικά) από ότι τών ρευστών που χρησιμοποιούνται γιά τήν παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Επίσης θά πρέπει νά τονιστεί από τήν αρχή ότι στήν περίπτωση που εφαρμόζεται η άμεση επανεισαγωγή τών γεωθερμικών ρευστών στόν ταμιευτήρα, όπως στήν περίπτωση τών μονάδων μέ δυαδικό κύκλο, οι επιπτώσεις είναι ελάχιστες. Βεβαίως κατά τήν φάση τής έρευνας, τής ανόρυξης τών γεωτρήσεων, τών δοκιμών καί τής κατασκευής τής μονάδας μπορούν νά υπάρξουν διαρροές καί διάθεση γεωθερμικών νερών σέ υδάτινους αποδέκτες, καθώς καί αυξημένος θόρυβος.

Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τήν αξιοποίηση τών ρευστών υψηλής ενθαλπίας διαφέρουν από περιοχή σέ περιοχή καί ταξινομούνται σέ συνάρτηση τής αιτίας όπως τήν χρήση γής, εκπομπές αερίων, τήν διάθεση υγρών αποβλήτων, θόρυβο, δημιουργία μικροσεισμικότητας καί καθιζήσεις. Η έκταση γής που απαιτείται γιά τήν αξιοποίηση τής γεωθερμίας (π.χ. γιά τήν εγκατάσταση τής μονάδας, τό χώρο γιά τίς γεωτρήσεις, τίς σωληνώσεις μεταφοράς καί τούς δρόμους πρόσβασης) είναι γενικά μικρότερη από τήν έκταση τής γής που απαιτούν άλλες μορφές ενέργειας (ατμοηλεκτρικοί σταθμοί άνθρακα, υδροηλεκτρικοί σταθμοί κτλ.).

Τό CO2 που εκπέμπεται από γεωθερμικές μονάδες ποικίλλει ανάλογα μέ τά χαρακτηριστικά τού πεδίου, καθώς καί τήν τεχνολογία παραγωγής τής ηλεκτρικής ενέργειας, αν καί οι εκπομπές του είναι κατά πολύ μικρότερες από τίς αντίστοιχες εκπομπές ατμοηλεκτρικών μονάδων καί συγκρίνονται ευνοϊκά καί μέ τίς εκπομπές (έμμεσες ή άμεσες) από άλλες ΑΠΕ. Τό H2S, λόγω τής έντονης οσμής του καί τής σχετικής τοξικότητάς του, είναι υπεύθυνο τίς περισσότερες φορές γιά τήν προκατάληψη που εκδηλώνεται κατά τής γεωθερμίας. Οι εκπομπές H2S ποικίλλουν από <0,5 g/kWh μέχρι καί 7 g/kWh. Οι εκπομπές τού H2S μπορούν νά ελεγχθούν σχετικά εύκολα καί νά μειωθούν σέ συγκεντρώσεις 1 ppb μέ μία πληθώρα μεθόδων, όπως μέ τήν διεργασία Stredford, μέ τήν καύση καί επανεισαγωγή, μέ τήν οξειδωτική μέθοδο Dow κτλ.

Η κύρια ανησυχία από τήν αξιοποίηση τής γεωθερμίας υψηλής ενθαλπίας προέρχεται από τήν διάθεση τών γεωθερμικών νερών στούς υδάτινους αποδέκτες. Λόγω τής υψηλής θερμοκρασίας καί τής περιεκτικότητάς του σέ διάφορα χημικά συστατικά, τό γεωθερμικό ρευστό προτού διατεθεί σέ υδάτινους αποδέκτες θά πρέπει νά υποστεί κάποια επεξεργασία καί νά μειωθεί η θερμοκρασία του. Τονίζεται ξανά ότι η περιβαλλοντικά περισσότερο αποδεκτή μέθοδος διάθεσης τών γεωθερμικών ρευστών είναι η επανεισαγωγή τους στόν ταμιευτήρα.

Συγκρινόμενη μέ τίς άλλες ΑΠΕ, η γεωθερμία δέν υστερεί σέ περιβαλλοντικά οφέλη. Αυτό βέβαια έρχεται σέ προφανή αντίθεση μέ τήν εντύπωση που κυριαρχεί ότι ορισμένες ΑΠΕ (π.χ. φωτοβολταϊκά, αιολική ενέργεια) δέν επιβαρύνουν τό περιβάλλον. Η εντύπωση αυτή μεταβάλλεται όταν κανείς συνυπολογίσει τίς επιπτώσεις οποιασδήποτε μορφής ενέργειας σέ ολόκληρο τον κύκλο ζωής μίας τεχνολογίας, αλλά καί τήν επιβάρυνση στό περιβάλλον από τήν κατασκευή καί λειτουργία τών μονάδων.

Τά περιβαλλοντικά οφέλη τής γεωθερμίας μπορούν νά συνοψιστούν ως εξής:

Συνεχής παροχή ενέργειας, μέ υψηλό συντελεστή λειτουργίας (load factor), >90%.

Μικρό λειτουργικό κόστος, αν καί τό κόστος παγίων είναι σημαντικά αυξημένο σέ σχέση καί μέ τίς συμβατικές μορφές ενέργειας.* Μηδενικές ή μικρές εκπομπές αερίων στό περιβάλλον.

Μικρή απαίτηση γής.

Συμβολή στήν επίτευξη τών στόχων τής Λευκής Βίβλου τής Ε.Ε. καί τού Πρωτοκόλλου τού Κιότο.

Αποτελεί τοπική μορφή ενέργειας μέ συνέπεια τήν οικονομική ανάπτυξη τής γεωθερμικής περιοχής.

Συμβολή στήν μείωση τής ενεργειακής εξάρτησης μίας χώρας, μέ τον περιορισμό τών εισαγωγών ορυκτών καυσίμων.[2]

Σημειώσεις, αναφορές

Ανανεώσιμες πηγές Ενέργειας, Δρ. Μηχανολόγος Μηχανικός Γιώργος Τσιλιγκιρίδης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2007

2,0 2,1 Γεωθερμία καί Τυποποίηση, Φύτικας, 2008, αρχείο PDF.

Δικτυακός τόπος τού Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών καί Εξοικονόμησης Ενέργειας

 

Γεωθερμία, η πιο αδικημένη μορφή ΑΠΕ στην Ελλάδα!

[Δρ. Πέτρου Τζεφέρη] [By Dr Peter Tzeferis]

            Προερχόμενη από το εσωτερικό της Γης και από την διάσπαση των φυσικών ισοτόπων, η γεωθερμική ενέργεια είναι πρακτικά απεριόριστη, χιλιάδες φορές περισσότερη από την περιεχόμενη ενέργεια σε όλα τα υπάρχοντα αποθέματα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.

Αποτελεί γηγενή, ανανεώσιμη, σχετικά φθηνή και επιπλέον «πράσινη» μορφή ενέργειας σε σχέση με τα συμβατικά ορυκτά καύσιμα, με χαμηλές και υπό προϋποθέσεις μηδαμινές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου ενώ παράλληλα είναι ικανή να εφοδιάζει τους σταθμούς ενέργειας σε συνεχή βάση δίχως να απαιτείται αποθήκευση ή εφεδρικοί σταθμοί. Η ενσωμάτωση του “shadow pricing”, δηλ. του περιβαλλοντικού και κοινωνικού κόστους στο κόστος των ορυκτών καυσίμων, αναμένεται να δώσει σημαντική ώθηση στην γεωθερμία, ακόμα και σε περιοχές με μέση γεωθερμική βαθμίδα.

 

Η εκμετάλλευση της γεωθερμίας θεωρείται τεχνικοοικονομικά εφικτή εκεί όπου σε σχετικά μικρό βάθος υπάρχουν υδροπερατοί σχηματισμοί υψηλής θερμοκρασίας που περιέχουν νερό ή ατμό. Πρόκειται για τα γνωστά γεωθερμικά πεδία είτε υψηλής ενθαλπίας (πάνω από 150˚C) τα οποία είναι κατάλληλα για ηλεκτροπαραγωγή είτε χαμηλής ενθαλπίας, όπου οι θερμοκρασίες είναι μικρότερες και η γεωθερμική ενέργεια είναι κατάλληλη μόνο για θερμικές χρήσεις. Σήμερα η παγκόσμια παραγόμενη ηλεκτρική ισχύς από γεωθερμία είναι μεγαλύτερη από 10.000 MW. Οι HΠA βρίσκονται στην πρώτη θέση (περίπου 3000 MV) και ακολουθούν οι Φιλιππίνες (2000 MV) που παράγουν 25% της ηλεκτρικής τους ενέργειας από γεωθερμία. Στην Ευρώπη, οι κορυφαίες παραγωγοί χώρες είναι η Ιταλία με 810 MW και η Ισλανδία με 420 MW.

Τα σημερινά τεχνικοοικονομικά δεδομένα έχουν επιτρέψει τη χρήση της γεωενέργειας και σε περιοχές όπου δεν υφίστανται τα τυπικά γεωθερμικά πεδία, είτε με τις Γεωθερμικές Αντλίες Θερμότητας (ΓΑΘ) είτε με δημιουργία τεχνητής διαπερατότητας σε ορισμένα πετρώματα. Ειδικότερα, οι ΓΑΘ (σε συνδυασμό με τους γεωεναλλάκτες) που αξιοποιούν την «αβαθή γεωθερμία» μπορούν να αντλούν θερμότητα από το «υπέδαφος» και να την αξιοποιούν για τη θέρμανση των εσωτερικών χώρων ή, το καλοκαίρι, να αφαιρούν θερμότητα αποδίδοντάς την στο «υπέδαφος». Τα συστήματα αυτά, ανοικτά ή κλειστά, εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι η θερμοκρασία του εδάφους, σε μερικά μέτρα βάθος, παραμένει σταθερή στους 18-20˚C, ανεξάρτητη από τις καιρικές συνθήκες. Λόγω της χαμηλής κατανάλωσης, της μεγάλης διάρκειας ζωής, της μηδενικής περιβαλλοντικής επίπτωσης ειδικά στην περίπτωση του κλειστού κυκλώματος και της σχεδόν ανύπαρκτης συντήρησης του εξοπλισμού, τα γεωθερμικά συστήματα κλιματισμού μπορούν να εξοικονομήσουν ενέργεια αλλά και να περιορίσουν δραστικά το λειτουργικό τους κόστος σε σύγκριση με ένα συμβατικό σύστημα θέρμανσης-ψύξης.

Η χρήση γεωθερμικών ρευστών είναι δυνατόν, υπό προϋποθέσεις, να προκαλέσει επιβάρυνση στο περιβάλλον, τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο, οφειλόμενη στη χημική σύσταση τόσο της υγρής όσο και της αέριας φάσης του ρευστού. Έτσι, τα μη συμπυκνούμενα αέρια που είναι δυνατόν να περιέχονται στον ατμό (πχ. διοξείδιο του άνθρακα και υδρόθειο) και τυχόν επιβαρυντικά διαλυμένα στοιχεία στην υγρή φάση (πχ. μέταλλα, αρσενικό, κλπ) αποτελούν τις κύριες επιπτώσεις στο περιβάλλον.

            Όσο αφορά τα ελληνικά γεωθερμικά πεδία υψηλής ενθαλπίας, η συγκέντρωση του ατμού σε CO2 είναι κατά μέσο όρο λιγότερη από 2%, με αποτέλεσμα η ηλεκτροπαραγωγή με τυπικό κύκλο γεωθερμικού ατμού στη χώρα μας, αναμένεται να ελευθερώνει στο περιβάλλον σημαντικά λιγότερο CO2 από εκείνο που αντιστοιχεί στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο. Το υδρόθειο, το οποίο σε ορισμένα πεδία υψηλής ενθαλπίας είναι δυνατόν να προκαλέσει ενοχλητική μυρωδιά στις γειτονικές περιοχές, αντιμετωπίζεται είτε με χημική απομάκρυνσή του, είτε με αραίωση και κατάλληλη διασπορά στην ατμόσφαιρα από τους πύργους ψύξης. Άλλες επιπτώσεις μπορεί να είναι η ηχητική, αισθητική και θερμική ρύπανση που όμως όλες μπορούν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά, όπως και γενικότερα οι όποιες επιπτώσεις από τυχόν διαρροή των γεωθερμικών ρευστών, είτε με κατάλληλο σχεδιασμό του όλου συστήματος είτε με επιμέρους δράσεις (πχ επανεισαγωγή της υγρής φάσης σε βαθείς διαπερατούς ορίζοντες απ’όπου προήλθε).

            Το αξιόλογο γεωθερμικό δυναμικό της Ελλάδας, σύμφωνα με τις έρευνες του ΙΓΜΕ, συγκεντρώνεται σε κεντρική και ανατολική Μακεδονία, Θράκη, Β. Αιγαίο, ηφαιστειακό τόξο Ν. Αιγαίου και υπολογίζεται σε 220.000 τόνους ισοδύναμου πετρελαίου. Τα κύρια πεδία εντοπίζονται στη Νιγρίτα, Σιδηρόκαστρο, Λιθότοπο, Αγγιστρο, Ερατεινό, Ν.Εράσιο, Αρίστηνο, Τυχερό , Σαμοθράκη, Αριδαία, Αλεξάνδρειας Ημαθίας, Άρτα, Σπερχειό. Σημαντικά πεδία υψηλής θερμοκρασίας που σχετίζονται με το τόξο του Ν. Αιγαίου, έχουν βρεθεί σε Μήλο και Νίσυρο αλλά και στη Σαντορίνη και τη Λέσβο όπου συνεχίζει τις έρευνες η ΔΕΗ.

Εντούτοις, στη Χώρα μας μέχρι σήμερα η γεωθερμία, παρότι σε προσιτά κι εκμεταλλεύσιμα βάθη, δεν είχε την τύχη που της άξιζε. Οι λιγοστές εφαρμογές περιορίζονται στη χρήση ζεστού νερού, ενώ για την ηλεκτροπαραγωγή δεν γίνεται ούτε λόγος. Ίσως δεν είναι αρκετά «μοδάτη» όσο θα έπρεπε, εφόσον δεν φέρνει «πράσινα» προϊόντα στο καταναλωτικό μας πιάτο.

            Όμως για να κάνουμε μια καλύτερη ανάλυση, νομίζω ότι θα πρέπει να εξετάσουμε το θέμα σε σχέση με τις τοπικές κοινωνίες αλλά και την αξιοπιστία και θέσπιση κινήτρων από το κράτος. Η γεωθερμική ενέργεια των πεδίων είτε υψηλής είτε χαμηλής ενθαλπίας έχει τα χαρακτηριστικά του «κοιτάσματος» δηλ. της «από πριν» χωροθέτησης και του γεωγραφικού εντοπισμού. Επιπλέον, είχε την ατυχία, οι πρώτες δοκιμές για την εφαρμογή της στην Μήλο και τη Νίσυρο, όπου η ΔΕΗ πραγματοποίησε γεωτρήσεις τη δεκαετία του ’80, να προκαλέσουν τις αντιδράσεις των κατοίκων λόγω της έντονης δυσοσμίας από το υδρόθειο το οποίο δεν «φυγαδεύτηκε» έγκαιρα. Το αποτέλεσμα ήταν να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια για πολλά χρόνια, ώστε τελικά σήμερα η γεωθερμία να βρίσκεται ακόμη στο επίπεδο της περιορισμένης χρήσης για «δευτερεύουσες» δραστηριότητες. Δυστυχώς όμως μια τέτοια επιλογή αφενός αφήνει ανεκμετάλλευτο το πλούσιο γεωθερμικό δυναμικό της χώρας, αφετέρου, αποτελεί μια χαμένη ευκαιρία ενίσχυσης του εθνικού ενεργειακού ισοζυγίου αλλά και εκπλήρωσης των στόχων για τη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό «μίγμα» της ΕΕ μέχρι το 2020.

            Αντίθετα, η περίπτωση χρήσης των «ηλιογεωθερμικών συστημάτων» που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά του αυστηρού εντοπισμού, αλλά θεωρητικά μπορούν να τοποθετηθούν οπουδήποτε, εξαπλώνεται διαρκώς παρά το σημαντικό αρχικό κόστος επένδυσης αλλά και την ανυπαρξία θεσμοθετημένων κινήτρων. Ηδη πάνω από 100 κατοικίες εξοπλιστεί και αρκετές περισσότερες άδειες έχουν δοθεί από τις αρμόδιες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις. Αρκεί κι εδώ να υπάρξει ο κατάλληλος έλεγχος από την πολιτεία, να θεσπιστούν κίνητρα και να μην μπουν αδικαιολόγητοι φραγμοί εκεί που δεν χρειάζονται.

βλ. και Π. Τζεφέρη: Η πρώτη κατοικία στη Ελλάδα με γεωθερμικό σύστημα ψύξης-θέρμανσης και παραγωγής ζεστού νερού», Περισκόπιο της Επιστήμης, 1994)

βλ. και Π. Τζεφέρη: Θέρμανση/Ψύξη χωρίς πετρέλαιο, χωρίς ρεύμα,χωρίς καν φυσικό αέριο... »

            Το θέμα των κινήτρων είναι επίσης σημαντικό στην περίπτωση των μονάδων γεωθερμικών ρευστών και αφορούν εθνική χρηματοδότηση, ένταξη στα ευρωπαϊκά πλαίσια στήριξης, τιμολογιακή πολιτική αναφορικά με τη γεωθερμικά παραγόμενη MWh, χορήγηση κινήτρων σε ιδιώτες και τέλος μέτρα κανονιστικού περιεχομένου (βελτίωση και απλοποίηση του Ν. 3175/03).

 

    Θα διακινδυνεύσω μια πρόβλεψη. Παρότι η γεωθερμία έχει συμπεριληφθεί στο Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας κι ακόμα το κόστος της επένδυσης δεν είναι απαγορευτικά υψηλό (περίπου 2.500 ευρώ/κW), θεωρώ ότι δύσκολα με τα σημερινά δεδομένα, θα πραγματοποιηθεί στον τόπο μας μια μεγάλη μονάδα ηλεκτρισμού/θερμότητας από γεωθερμικά ρευστά μεγάλου βάθους. Όπως, πολύ δύσκολα πλέον, πραγματοποιούνται νέες ενεργειακές επενδύσεις σε μονάδες λιγνίτη, λιθάνθρακα, ακόμη και συνδυασμένης αεριοποίησης (IGCC) όταν υπάρχει η παραμικρή «υποψία» ότι η τροφοδοσία του αεριογόνου θα εμπεριέχει και «άνθρακα». Όμως εκεί υπάρχει μια πρόδηλη απροθυμία που σχετίζεται με το θέμα των κλιματικών αλλαγών και της «σκιώδους τιμής» του άνθρακα που θα κληθούμε αργά ή γρήγορα να πληρώσουμε. Για την γεωθερμία όμως, ποιοί είναι οι λόγοι; Δυστυχώς, η γεωθερμία εμφανίζει έντονα το θέμα του γεωγραφικού εντοπισμού και μάλιστα με μεγαλύτερη αυστηρότητα από τα ορυκτά καύσιμα. Έτσι, παρά το γεγονός ότι μιλάμε για ΑΠΕ και μάλιστα σχετικά φτηνή και με ελεγχόμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, σχετίζεται άμεσα με την ανάγκη για επαρκή και πειστική ενημέρωση του κοινού, τα θέματα αποδοχής των τοπικών κοινωνιών και της συνύπαρξης με άλλες δραστηριότητες πχ. τουρισμός.

    

Εντούτοις, ειδικότερα στις μικρότερες μονάδες χαμηλής ενθαλπίας, νομίζω ότι η γεωθερμία επιβάλλεται να εφαρμοστεί στη μεγαλύτερη δυνατή κλίμακα στη χώρα μας, ώστε να γίνει εκμετάλλευση του μεγάλου πλούτου αποθεμάτων ζεστού νερού στον τόπο μας, και μάλιστα σε μικρό σχετικό βάθος, τα οποία είναι εύκολα προσβάσιμα και οικονομικά εκμεταλλεύσιμα. Η γεωθερμία χαμηλής ενθαλπίας μπορεί και πρέπει να καλύψει πλήρως θερμοκήπια, μονάδες αφαλάτωσης, τηλεθέρμανσης, υδατοκαλλιέργειες, εκτροφεία, ξενοδοχειακές μονάδες, ειδικότερα πισίνες ή μονάδες spa, κατοικίες.

Η γεωθερμία είναι μια ακόμη ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Μια ευκαιρία που μας κλείνει το μάτι από τους πανάρχαιους χρόνους μέχρι σήμερα, πολλούς αιώνες πριν το Larderello της Ιταλίας και το Reykijavik της Ισλανδίας. Και η δική μας απορία εύλογη: αν τα μεταλλεία και λατομεία, που κι αυτά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον γεωγραφικό εντοπισμό, έχουν περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ενδεχομένως αξεπέραστο για ορισμένους, ποιό είναι το πρόβλημα που ακόμη δεν έχει επιτρέψει ούτε σε μία περίπτωση την αξιοποίηση της γεωθερμικής ενέργειας για ηλεκτροπαραγωγή;

Μήπως το παράδειγμα της γεωθερμίας είναι ενδεικτικό της περισσεύουσας υποκρισίας μας σχετικά με την ανάπτυξη και την «πράσινη οικονομία» στον τόπο μας;

[by tzeferis peter]

ΙΣΧΥΟΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΤΗς ΧΩΡΑΣ

http://elladitsamas.blogspot.com/2007/11/httpelladitsamas.html

Πηγή : http://www.oryktosploutos.net/2010/12/blog-post.html