Βιοντίζελ

            Βιοντίζελ (αγγλ. biodiesel) ονομάζονται οι εστέρες ανώτερων λιπαρών οξέων οι οποίοι έχουν συναφείς φυσικές ιδιότητες μέ τό καύσιμο Ντίζελ καί μπορούν νά χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατά του.

 

Χαρακτηριστικά

Αντίθετα μέ ότι έχει επικρατήσει στήν καθημερινή γλώσσα, ο όρος βιοντίζελ εκφράζει μία πολύ συγκεκριμένη ομάδα χημικών ενώσεων τους μεθυλεστέρες τών ανώτερων λιπαρών οξέων οι οποίοι προέρχονται από οργανικά έλαια καί όχι οποιοδήποτε καύσιμο οργανικής προέλευσης τό οποίο μπορεί νά χρησιμοποιηθεί σέ κινητήρες έναυσης μέ συμπίεση (κινητήρες ντίζελ). Τό γεγονός ότι οι μεθυλεστέρες προέρχονται από πρώτες ύλες οργανικής βάσης, οι οποίες είναι ανανεώσιμες, δικαιολογεί τό χαρακτηρισμό τους ως βιοκαύσιμα.

Ιστορικά

Η δυνατότητα τού βιοντίζελ νά υποκαταστήσει τό συμβατικό ντίζελ σέ κινητήρες εσωτερικής καύσης είναι γνωστή εδώ καί 2 δεκαετίες. Τό βιοντίζελ προτάθηκε σάν εναλλακτική λύση ως πρός τά σκέτα φυτικά έλαια τά οποία τίς περισσότερες φορές παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που τά καθιστούν ακατάλληλα γιά χρήση στούς κινητήρες αυτούς. Τά τελευταία 10 χρόνια η παραγωγή βιοντίζελ έχει σημειώσει ιδιαίτερη ανάπτυξη στήν Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι καί ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως, καί ιδιαίτερα στήν Γερμανία. Η αύξηση αυτή τής παραγωγής ενισχύεται από τήν επιταγή τής κοινοτικής οδηγίας 2003/30/ΕΚ η οποία προβλέπει τήν εισαγωγή τών βιοκαυσίμων στίς αγορές τών κρατών μελών.

Πρότυπα

Οι ιδιότητες καί τά χαρακτηριστικά τού βιοντίζελ τό οποίο διακινείται στήν ευρωπαϊκή αγορά προδιαγράφονται από τό ευρωπαϊκό πρότυπο ΕΝ14214.