Απολογία Νικοδήμου

Ημερομηνία δημοσίευσης: Jun 14, 2010 9:28:11 PM

Απολογία

υπέρ του εν τω βιβλίω του « Αοράτου Πολέμου» κειμένου σημειώματος περί της Κυρίας ημών Θεοτόκου

Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου[1]

Επειδή τινες πεπαιδευμένοι, οι τη ιερά μάλιστα θεολογία σχολάζοντες, αναγινώσκοντες το σημείωμα, το οποίον έχω περί της Κυρίας Θεοτόκου εν τω νεοτυπώτω βιβλίω του « Αοράτου Πολέμου» [Βλέπε σχετικό κείμενο], απορούσι·

αʹ πως είπον, ότι, αν καθ’ υπόθεσιν όλοι οι άνθρωποι και τα λοιπά κτίσματα ήθελον γίνη κακά, μόνη η Κυρία Θεοτόκος ήτον ικανή να ευχαριστήση τον Θεόν· και

βʹ πως είπον, ότι όλος ο νοητός και αισθητός κόσμος έγινε δια το τέλος (=τον σκοπόν) τούτο, ήτοι δια την Κυρίαν Θεοτόκον, και πάλιν η Κυρία Θεοτόκος έγεινε δια τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν· επειδή, λέγω, περί τούτων απορούσί τινες, απολογούμαι ενταύθα δια βραχέων εις λύσιν της απορίας των.

********************************

Προς μεν ουν το αʹ αποκρίνομαι:

α) Ότι την γνώμην ταύτην ανεπτυγμένως αναφέρει ο μέγας εκείνος θεολόγος της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς· επειδή δε εγώ ουκ έχω το βιβλίον εκείνο, εν ω η τοιαύτη περιέχεται γνώμη, ίνα ταύτην εκθέσω ώδε, εκθέτω άλλο ρητόν του αυτού Αγίου, εν ω συνεπτυγμένως η τοιαύτη περιέχεται δόξα Φησίν ουν εκείνος επί λέξεως ταύτα· «Ο λέγων τοίνυν μη δειν γενέσθαι παρά του Θεού τους κολασθησομένους ουδέ τους σωζομένους δειν φησι γενέσθαι, ούτε τινά όλως λογικήν και αυτεξούσιον φύσιν· ει δε και δια την λογικήν φύσιν τάλλα γέγονε πάντα, τούτό φησιν, ως ουκ έδει δημιουργόν είναι τον Θεόν, οράτε την ατοπίαν όση; Αλλ’ επειδή λογικού και αυτεξουσίου γένους δημιουργηθέντος υπό του Θεού, τη του αυτεξουσίου ροπή και διαφόρω χρήσει οι μεν έμελλον έσεσθαι κακοί, οι δε αγαθοί, τι τω όντως αγαθώ προσήκον, δια τους εσομένους κακούς, μη προαγαγείν εις γένεσιν τους αγαθούς; Και τι αν τις εννοήσειεν αδικώτερον; Ει γαρ και μόνος εις έμελλεν έσεσθαι ο αγαθός, ουδ οὕτω της δημιουργίας αφείσθαι δίκαιον· "κρείσσων γαρ εις ποιών το θέλημα του Κυρίου η μυρίοι παράνομοι"»[2]. Τωρα, αν ενός και μόνου των τυχόντων και απλώς σωζομένων η δημιουργία ήθελε προκριθή παρά τω αγαθώ Θεώ της δημιουργίας όλων ομού των άλλων Αγγέλων τε και ανθρώπων, κακών γενομένων και απολλυμένων, καθώς λέγει ο Αγιος ούτος, ταυτόν ειπείν· αν εις και μόνος απλώς των σωζομένων ικανός να ευχαριστήση τον Θεόν, η όλοι ομού οι άλλοι, οίτινες έμελλον να απολεσθώσι· πόσω μάλλον και ασυγκρίτως πόσω ήτον ικανή να ευχαριστήση μόνη τον Θεόν η Κυρία Θεοτόκος, η ασυγκρίτως πάντων των σωζομένων υπερέχουσα Αγγέλων τε και ανθρώπων δια την ασύγκριτον αυτής αγιότητα η όλοι ομού οι καθ’ υπόθεσιν κακοί γενησόμενοι και απολεσθησόμενοι Άγγελοί τε και άνθρωποι;

β) Ότι αν η Κυρία Θεοτόκος θεωρηθή εν τη καταστάσει εκείνη, εν η εγγάστριον είχεν εν τη απειράνδρω αυτής κοιλία τον Υιόν του Θεού (καθ’ ήν, ως τινες των πολιτικών νόμων γνωματεύουσιν, ως μέρος φυσικόν της μητρός το έμβρυον λογίζεται[3], καν τούτο απαρέσκη άλλοις νόμοις πολιτικοίς[4])· εν τη καταστάσει, λέγω, ταύτη εάν η Κυρία Θεοτόκος θεωρηθή, όχι μόνον ήτον ικανή να ευχαριστήση τον Θεόν δια όλα τα ενεργεία δημιουργηθέντα κτίσματα, αλλά και δι’ όλα τα άλλα, τα δυνατά μεν όντα απλώς εις τον Θεόν δημιουργηθήναι, ενεργεία δε μη δεδημιουργημένα· ότι εν τη καταστάσει ταύτη έφερεν εν εαυτή και εξ εαυτής σεσαρκωμένον τον απειροδύναμον του Θεού Λογον, τον δημιουργήσαντα τα πάντα και απείρους κόσμους δημιουργήσαι δυνάμενον.

γ) Τρίτον δε και τελευταίον αποκρίνομαι, ότι άπερ εν τω σημειώματι εκείνω είπομεν, ουκ αποφαντικώς και δογματικώς, αλλά διστακτικώς και μετά υποθέσεως είπομεν.

********************************

Προς δε το Β΄ αποκρίνομαι, ότι όχι μόνον πως όλος ο κόσμος νοητός τε και αισθητός έγεινε δια το τέλος τούτο, ήτοι δια την Κυρίαν Θεοτόκον, και η Κυρία Θεοτόκος έγεινε πάλιν δια τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν, καθώς τούτο τρανώς και αριδήλως παρίστησιν ο σοφός και θεολογικώτατος Ιωσήφ ο Βρυέννιος, ούτως επί λέξεως λέγων· «Και ίνα συνελών είπω το παν του σκοπού, και παντός τούδε του κόσμου, και πάσης της κτίσεως, πάντων στοιχείων, και πασών των γενεών, παντός δε γένους ημών, και πάσης ανθρώπων φυλής, απάντων αιώνων, και πασών των ωρών, το άνθος μεν η Δεσποινα Θεοτόκος, ο ωραιότατος δε καρπός (λέγω δε κατά το ανθρώπινον), ο Υιός εστιν αυτής ο μονογενής»[5]. Ου μόνον, λέγω, τούτο αποκρίνομαι, αλλά και προς τούτοις, πως όλος ο νοητός και αισθητός κόσμος δια τούτο το τέλος προεγνωρίσθη απ’ αιώνος και προωρίσθη. Ποθεν δήλον; Από των εξής ρηθησομένων.

Αι μεν γαρ θείαι Γραφαί μαρτυρούσιν, ότι το Μυστήριον της Ενσάρκου του Θεού Λογου Οικονομίας είναι αρχή όλων των οδών του Κυρίου, ότι είναι πρώτον πάντων των κτισμάτων, και ότι αυτό προωρίσθη προ του προορισμού πάντων των σωζομένων· τα δε ρητά των Γραφών, δι’ ών μαρτυρείται, ταύτά εισι· το «Κυριος έκτισέ με αρχήν οδών Αυτού, εις έργα Αυτού», «προ του αιώνος εθεμελίωσέ με»[6]· το· «Ος εστιν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως»[7] (και όρα, ότι ουκ είπεν ενταύθα απλώς κτίσεως, αλλά πάσης κτίσεως)· και το· «Ους προώρισε συμμόρφους της εικόνος του Υιού αυτού, εις το είναι αυτόν πρωτότοκον εν πολλοίς αδελφοίς»[8]. Και ταύτα μεν τα του θεσπεσίου Παύλου.

Συμφωνούσι δε ταις θείαις Γραφαίς και πολλοί των θείων Πατέρων· τα γαρ ανωτέρω ρητά ούτοι ερμηνεύοντες, το «Κυριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού», και το «Πρωτότοκος πάσης κτίσεως», λέγουσιν ότι εννοούνται ταύτα δια τον Ιησούν Χριστόν, όχι κατά την θεότητα· διότι καθ’ ό Θεός, ομοούσιος ων και συναΐδιος τω Πατρί, ούτε εκτίσθη υπό του Θεού, ούτε είναι το πρώτον των κτισμάτων, καθώς εβλασφήμει ο Άρειος· αλλά εννοούνται κατά την ανθρωπότητα, την οποίαν δηλαδή προ παντός άλλου πράγματος προείδεν ο Θεός αρχήν των θείων Του αϊδίων ορισμών, πρώτον πάντων των ποιημάτων· οι Πατέρες δε ούτοι είναι ο μέγας Αθανάσιος[9], Κυριλλος ο Αλεξανδρείας[10] και ο θείος Αυγουστίνος[11].

Οτι δε ο προορισμός του Χριστού αρχη εστι του προορισμού πάντων των σωζομένων, μαρτυρεί μεν ο Απόστολος, ειπών ανωτέρω· «Ους προώρισε συμμόρφους της εικόνος του Υιού αυτού»[12]· συνομολογεί δε και ο Οικουμένιος το ρητόν ερμηνεύων· «Όπερ εστί, φησίν, ο Υιός του Θεού κατά φύσιν εν τη ενανθρωπήσει (δήλον δε ως άγιος και αναμάρτητος), τούτο και αυτοί γεγόνασι κατά χάριν· "συμμόρφους" γαρ τους ισομόρφους εικόνα δε του Υιού, την Οικονομίαν καλεί, και το εντεύθεν αυτού σώμα»[13]. Την εικόνα ταύτην, «την εν αγιασμώ ζωήν, και την προς παντιούν αμώμητον πολιτείαν», ηρμήνευσε και ο Αλεξανδρείας Κυριλλος[14]· και ο Κορέσιος δε πλατύτερον το δόγμα τούτο εκτίθεται[15].

Λεγει δε και ο θεοφόρος Μαξιμος ταύτα· «Τούτό εστι το μέγα και απόκρυφον μυστήριον· τούτό εστι το μακάριον, δι’ ό τα πάντα συνέστησαν, τέλος· τούτό εστιν ο της αρχής των όντων προεπινοούμενος θείος σκοπός, ον ορίζοντες είναί φαμεν, "προεπινοούμενον τέλος, ου ένεκα μεν πάντα, αυτό δε ουδενός ένεκα" Προς τούτο το τέλος αφορών, τας των όντων ο Θεός παρήγαγεν ουσίας Τούτο κυρίως εστί το της προνοίας και των προνοουμένων, πέρας· καθ’ ό εις τον Θεόν, η των υπ’ αυτού πεποιημένων εστίν ανακεφαλαίωσις. Τούτό εστι το πάντας περιγράφον τους αιώνας, και την υπεράπειρον και απειράκις απείρως προϋπάρχουσαν των αιώνων μεγάλην του Θεού βουλήν εκφαίνον μυστήριον· ης γέγονεν άγγελος αυτός ο κατ’ ουσίαν του Θεού Λογος γενόμενος άνθρωπος· και αυτόν, ει θέμις ειπείν, τον ενδότατον πυθμένα της Πατρικής αγαθότητος φανερόν καταστήσας, και το τέλος εν αυτώ δείξας, δι’ ό την προς το είναι σαφώς αρχήν έλαβον τα πεποιημένα»[16]. Ακούεις; πως δια το Μυστήριον τούτο όλα τα πάντα και προεγνώσθησαν και προωρίσθησαν και εγένοντο, αυτό δε δι’ ουδέν τέλος, ούτε προεγνώσθη, ούτε προωρίσθη, ούτε εγένετο;

Τα αυτά δε σχεδόν τω θεοφόρω Μαξίμω θεολογεί και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, ούτω φράζων αυτολεξεί· «Ειπών δε ο Πατήρ άνωθεν περί του κατά σάρκα βαπτισθέντος, "ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα", έδειξεν, ότι τα άλλα πάντα, τα δια των Προφητών πρότερον εκείνα, αι νομοθεσίαι, αι επαγγελίαι και υιοθεσίαι, ατελή ην και ου κατά προηγούμενον του Θεού θέλημα ελέχθησαν και ετελέσθησαν, αλλά προς το νυν τέλος έβλεπον· και δια του νυν τελεσθέντος, κακείνα ετελειώθησαν Και τι λέγω τας δια των Προφητών νομοθεσίας, τας επαγγελίας, τας υιοθεσίας; Και η απ’ αρχής γαρ καταβολή του κόσμου, προς Τούτον έβλεπε, τον κάτω μεν ως υιόν ανθρώπου βαπτιζόμενον, άνωθεν δε Υιόν αγαπητόν μόνον μαρτυρούμενον Θεού, δι’ όν τα πάντα, και δι’ ού τα πάντα, καθ’ ά φησιν ο Απόστολος.

Ουκούν και η απ’ αρχής παραγωγή του ανθρώπου, δι’ Αυτόν, κατ’ εικόνα πλασθέντος του Θεού, ίνα δυνηθή ποτε χωρήσαι το αρχέτυπον· και ο εν τω παραδείσω παρά Θεού νόμος δι’ Αυτόν· ου γαρ αν έθηκεν ο θείς, είπερ εις άπαν έμελλε διαμένειν ατέλεστος· και τα μετ’ Αυτόν υπό Θεού ειρημένα και τετελεσμένα σχεδόν πάντα δι’ Αυτόν, ει μη τις ερεί καλώς και τα υπερκόσμια πάντα, τας αγγελικάς, λέγω, φύσεις τε και τάξεις και τας εκεί θεσμοθεσίας, προς τούτο τείνειν απ’ αρχής το τέλος, την Θεανδρικήν Οικονομίαν, λέγω, η και απ’ αρχής άχρι τέλους διηκόνησαν.

Ευδοκία γαρ εστι το προηγούμενον και αγαθόν του Θεού και τέλειον θέλημα· Ούτος δε εστι μόνος, Ω ευδοκεί και επαναπαύεται και αρέσκεται τελέως ο Πατήρ, ο θαυμαστός αυτού Συμβουλος, ο της Μεγάλης αυτού Βουλής Αγγελος, ο παρ’ Αυτού του οικείου Πατρός ακούων και λαλών και τοις υπακούσουσι παρέχων ζωήν αιώνιον»[17].

Ακούεις, ότι ο Θεός δια τούτο εποίησε τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού, ίνα δυνηθή να χωρέση το Αρχέτυπον δια της Ενανθρωπήσεως;

Οθεν και σύνδεσμον του νοητού και αισθητού κόσμου, και ανακεφαλαίωσιν και επίλογον όλων των κτισμάτων έκτισεν ο Θεός τον άνθρωπον δια τούτον τον σκοπόν, ίνα ενωθείς μετ’ αυτού, ενωθή μεθ’ όλων των κτισμάτων, και ανακεφαλαιωθώσιν εν τω Χριστώ ουράνια και επίγεια, ως λέγει ο Παύλος[18]· και κτίστης και κτίσις γένηται εν καθ’ υπόστασιν, κατά τον θεοφόρον Μαξιμον.

Οτι δε η του Θεού Ενανθρώπησις ήτον αναγκαία, μαρτυρεί ο θείος της Αλεξανδρείας Κυριλλος, ειπών περί της Μεταμορφώσεως· «Η μεν του Θεού και Πατρός φωνή καλή τε και αξιάγαστος, ακράτω δε ήδη κατεχόμενοι δείματι πίπτουσιν οι μαθηταί, ίνα δη πάλιν και δια τούτου μάθωμεν, ως αναγκαιοτάτη τοις επί γης η του Σωτήρος ημών αναπέφανται μεσιτεία, νοουμένη δηλαδή κατά τον της ενανθρωπήσεως τρόπον· ει μη γαρ γέγονε καθ ἡμᾶς, τις αν ημών ήνεγκεν άνω προσβάλλοντα Θεόν, και την άφατον αυτού δόξαν ουδενί τάχα των γεννητών φορητήν, εμφαίνοντα; Φως γαρ οικείν Αυτόν απρόσιτον και ο μακάριος έφησε Παύλος»[19].

Αλλά και ο ιερός Αυγουστίνος λέγει[20], ότι δια τούτο έλαβε σώμα και ψυχήν ο Θεός, δια να μακαρισθή η ψυχή και το σώμα του ανθρώπου· η ψυχή δια της θεότητός Του και το σώμα δια της ανθρωπότητός Του.

Και αφίνω να λέγω, ότι και αι τάξεις των Αγγέλων χρείαν είχον της Ενσάρκου Οικονομίας, όχι μόνον ίνα δι’ Αυτής λάβωσι την ατρεψίαν· προ γαρ ταύτης ουκ είχον αυτήν κατά την γνώμην πολλών θεολόγων[21], αλλ’ ίνα δι’ Αυτής και χωρητικώτεροι γένωνται, και τρανοτέρων ακολούθως απολαύωσι των θεαρχικών ελλάμψεων και μυστηρίων.

Οθεν, είπεν ο σοφός Θεοδώρητος, ότι οι Αγγελοι μετά την Ενσάρκωσιν βλέπουσι τον Θεόν ουκ εν ομοιώματι της δόξης, ως πρότερον, αλλ’ αληθεί και ζώντι της σαρκός καλύμματι· και δια τούτο ο Παύλος κεφαλήν είπεν τον Χριστόν, καθ’ ό άνθρωπον δηλαδή, υπέρ πάντα[22] ή, ως ο θείος Ιερώνυμος γράφει, υπέρ πάσαν την εκκλησίαν, Αγγέλων δηλαδή και ανθρώπων[23].

Λεγει δε και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος περί των Αγγέλων ταύτα· «της δε Ιησού κοινωνίας ωσαύτως ηξιωμένας, ουκ εν εικόσιν ιεροπλάστοις μορφωτικώς αποτυπούσι (ήτοι αποτυπούσαις) την θεουργικήν ομοίωσιν, αλλ’ ως αληθώς αυτώ πλησιαζούσας εν πρώτη μετουσία της γνώσεως των θεουργικών αυτού φώτων»[24].

Έφη δε και ο Αγιος Ισαάκ ο Σύρος· «Προ της ενσάρκου επιδημίας του Χριστού ουκ ην αυτοίς (τοις Αγγέλοις, δηλαδή) κατ ἐξουσίαν, ώστε εισιέναι προς ταύτα τα μυστήρια, ότε δε εσαρκώθη ο Λογος, ηνοίχθη αυτοίς θύρα εν τω Ιησού»[25].

Και ο ιεροκήρυξ δε Ηλίας Μηνιάτης σαφέστατα τούτο λέγει· «Το μέγα Μυστήριον της Ενσάρκου Οικονομίας, καθώς είναι το υψηλότερον, το ευγενέστερον και το τελειότερον έργον της δημιουργικής θείας σοφίας και δυνάμεως, έτζι πρώτον από κάθε άλλο επρομελετήθη και επρογνωρίσθη από τον παντέφορον νουν του Θεού Πριν να προορίση ο Θεός την πλάσιν η των αγγέλων η των ανθρώπων η τινος άλλου κτίσματος, επροώρισεν εις την αΐδιόν Του βουλήν την σάρκωσιν του θείου Λογου· όθεν η σάρκωσις του θείου Λογου λέγεται εις τας θείας Γραφάς " Αρχή των οδών Κυρίου", και αυτός ο σαρκωθείς θείος Λογος "πρωτότοκος πάσης κτίσεως"»[26].

Καθεξής δε ειπών όσα ανωτέρω είπομεν, επιφέρει· «Και πρεπόντως προτήτερον από όλα τα έργα, η Ενσαρκος Οικονομία επροωρίσθη από τον Θεόν· διατί, λέγουσιν οι ιεροί θεολόγοι, πως περισσότερον από όλα τα έργα του Θεού, η Ενσαρκος Οικονομία αποδίδει του Θεού μεγαλειτέραν δόξαν Ολοι οι άνθρωποι ομού, όλοι οι άγγελοι ομού δεν φθάνουσι να αποδώσωσι τόσην δόξαν εις τον Θεόν, όσην αποδίδει μόνος ο Θεάνθρωπος Λογος, Οστις δια τούτο, ομιλών με τον άναρχόν Του Πατέρα, "Εγώ, λέγει, σε εδόξασα επί της γης"»[27] .

Ει δε, κατά τον σοφόν τούτον Διδάσκαλον, το Μυστήριον της Ενσαρκώσεως πρώτον παντός άλλου κτίσματος προεγνώσθη και προωρίσθη, λοιπόν αυτό εστι το τέλος, δια το οποίον προεγνώσθησαν και προωρίσθησαν όλα τα κτίσματα, ως μετ ἐκεῖνο προγνωσθέντα και προορισθέντα.

Αλλά και Γεώργιος ο Κορέσιος λέγει, ότι ο Χριστός ονομάζεται τέλος των έργων του Θεού, κατά τον Αλεξανδρείας Κυριλλον και άλλους Καθηγεμόνας[28].

Ει δε ο Χριστός τέλος λέγεται κατά την ανθρωπότητα των έργων του Θεού, το δε τέλος εκάστου πράγματος πρώτον μεν εστι τη θεωρία και γνώσει, ύστερον δε τη πράξει και τη εκβάσει κατά τον Αριστοτέλη[29] και πάντας τους παλαιούς και νεωτέρους μεταφυσικούς, άρα και ο Χριστός κατά την ανθρωπότητα, καθ ὃ τέλος των έργων του Θεού, πρώτον πάντων εθεωρήθη και προεγνώσθη και προωρίσθη υπό του Θεού, καν ύστερον τη εκβάσει γέγονεν· επειδή πάντα τα μέσα, από του προϋπάρχοντος εν τω νοΐ τέλους ειδοποιούνται κατά τους φιλοσόφους[30].

Επειτα το Μυστήριον της Ενσάρκου Οικονομίας ονομάζεται υπό του Ησαΐου Αρχαία Βουλή του Θεού· «Κυριε, γαρ φησιν, ο Θεός μου, δοξάσω Σε, υμνήσω το όνομά Σου, ότι εποίησας θαυμαστά πράγματα, Βουλήν Αρχαίαν αληθινήν»[31].

Αρχαία δε ωνομάσθη ως αρχηγική και πρώτη πασών των άλλων βουλών του Θεού· ει δε ην άλλη βουλή προ αυτής προγνωσθείσα, ουκ αν αρχαία, αλλά μάλλον νεωτέρα και επομένη ωνομάζετο.

Ερώ δε και αναβατικώτερον και βαθύτερον λόγον Τρία ευρίσκονται εν τω Θεώ: Ουσία, Υποστάσεις και Ενέργεια· η Ενέργεια είναι εξωτέρα, η Υπόστασις ενδοτέρα και η Ουσία ενδοτάτη· έφη γαρ ο μέγας Βασίλειος· «αι μεν ενέργειαι Αυτού (του Θεού) προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία Αυτού μένει απρόσιτος»[32]. Κατά τα τρία ταύτα, τρεις καθολικάς σχέσεις έλαβεν απ’ αιώνος ο Θεός:

Ελαβε σχέσιν να κοινωνηθή ο Πατήρ κατ’ ουσίαν με τον ομοούσιόν Του Υιόν και με το Πνεύμά Του το Αγιον· τον μεν απ’ αιώνος γεννών, το δε εκπορεύων· ει γαρ πάντη άσχετος και απόλυτος έμενεν ο Θεός, ουκ αν Υιόν έσχεν, ούτε Πνεύμα Αγιον· ουδ’ αν της ουσίας αυτού Αυτοίς εκοινώνησε· μάλλον δε, έν κατ’ ουσίαν τα τρία εστίν.

Ελαβε σχέσιν να κοινωνηθή καθ’ υπόστασιν ο Υιός με την ανθρωπότητα, δι’ ήν σχέσιν προέγνω και προώρισε την μετ’ αυτής εν χρόνω πραγματικήν ένωσιν· η γαρ ανθρωπότης, ιδίαν μη σχούσα υπόστασιν, της του Υιού υποστάσεως εκοινώνησεν, εν αυτή το είναι λαβούσα.

Ελαβε σχέσιν απ’ αιώνος ο Θεός (και ιδιαιτέρως το Πνεύμα το Αγιον, Ω εξαιρέτως πάσα η κοινή ενέργεια της Μακαρίας Τριάδος ανατίθεται[33]), να κοινωνηθή κατά την ενέργειαν με τα λοιπά κτίσματα, δι ἣν σχέσιν προέγνω και προώρισε γενέσθαι πάντα τα νοητά και αισθητά κτίσματα· τα γαρ κτίσματα της ενεργείας μόνης και δυνάμεως μετέσχον του Θεού· ουχί δε και της υποστάσεως η της ουσίας και φύσεως, ως εν τη θεία δυνάμει και ενεργεία το είναι λαβόντα.

Τούτων ούτω προεγνωσμένων, επεί ενδοτέρα της ενεργείας εστίν η υπόστασις, ενδοτέρα άρα και η κατά την υπόστασιν σχέσις της κατά την ενέργειαν σχέσεως· ει δε τούτο, ενδοτέρα αν είη συνεπομένως και η κατά την σχέσιν της υποστάσεως πρόγνωσις και προορισμός της ανθρωπότητος του Θεού Λογου, της κατά σχέσιν της ενεργείας προγνώσεως και προορισμού των λοιπών κτισμάτων· ει δε ενδοτέρα η πρόγνωσις της ανθρωπότητος του Κυρίου, πρόδηλον, ότι και κατά τάξιν προτέρα αύτη εστί, και της των κτισμάτων προγνώσεως αιτιώδης· ότι και η θεία υπόστασις, εφ’ ής η σχέσις και πρόγνωσις της ανθρωπότητος εδράζεται, αιτία της θείας ενεργείας ομολογουμένως εστί κατά πάντας τους Θεολόγους, εφ’ ή ενεργεία, η σχέσις και πρόγνωσις πάντων των κτισμάτων ερείδεται.

Παρασυνάπτομεν δε τοις ειρημένοις και τούτο, ότι δια των αυτών σχεδόν θεοπρεπών και υψηλών ονομάτων, δια των οποίων θεολογεί και γεραίρει ανωτέρω ο θεοφόρος Μαξιμος το της Ενσάρκου Οικονομίας Μυστήριον, δια των αυτών εξυμνεί και το ζωαρχικόν και θεοδόχον υποκείμενον της Θεοτόκου ο θεσπέσιος εν τοις μελωδοίς και διαβατικώτατος εν θεολόγοις Ανδρέας ο Κρήτης, ως όργανον και άμεσον μέσον και συναίτιον αναγκαιότατον, ου ουκ άνευ, χρηματίσασαν του τοιούτου Μυστηρίου· και τι γαρ άλλο, αλλ’ ή ως Μητέρα του σεσαρκωμένου Θεού Λογου; Ούτω γαρ πως θεολογεί περί Αυτής· «Ζωαρχικόν άρα της Θεοτόκου το σώμα, όλον αυτό της Θεότητος το ζωαρχικόν εισδεξάμενον πλήρωμα»· «το πανόμοιον της αρχικής ωραιότητος ίνδαλμα»· «η παναρμόνιος της θεϊκής ενσωματώσεως ύλη»· «ο μέγας εν μικρώ κόσμος, του τον κόσμον ουκ όντα παραγαγόντος προς ύπαρξιν». «Τούτο το πέρας ων προς ημάς έθετο διαθηκών ο Θεός· τούτο η φανέρωσις των αποκρύφων της θείας ακαταληψίας βυθών Ούτος ο σκοπός ο προεπινοηθείς των αιώνων· αύτη των θείων χρησμών η κορωνίς· τούτο η άρρρητος και υπεράγνωστος της προανάρχου περί τον άνθρωπον κηδεμονίας βουλή»[34], και τα εξής.

Ει δε η Θεοτόκος ονομάζεται υπό του Θεολόγου τούτου προεπινοηθείς σκοπός του Θεού, τον δε προεπινοούμενον θείον σκοπόν ορίζων ανωτέρω ο θεοφόρος Μαξιμος, είπεν, ότι είναι προεπινούμενον τέλος· άρα και η Θεοτόκος προεπινοούμενον τέλος ουκ απεικότως αν λέγοιτο, προς το οποίον αφορών τας των όντων ο Θεός παρήγαγεν ουσίας, ήτοι τον νοητόν κόσμον και αισθητόν (ει και το τέλος αυτό δια το πάντων ύστατον τέλος ην, ήτοι την ενανθρώπησιν του Θεού Λογου, την εξ Αυτής γενέσθαι αμέσως προορισθείσαν).

Και γαρ τούτο δείκνυται από της εκβάσεως· ο γαρ νοητός κόσμος των Αγγέλων και ο αισθητός των ανθρώπων, δια της Θεοτόκου ηξιώθησαν ο μεν της ατρεψίας ο δε της του Θεού επιγνώσεως, καθώς ο περιώνυμος εν θεολόγοις και διδασκάλοις Ιωσὴφ ο Βρυέννιος τούτο μαρτυρεί, λέγων· «Αλλον κατεσκεύασεν (ο Θεός) ουρανόν έμψυχόν τε και λογικόν, ώστε δια τούτου και ανθρώπους εις επίγνωσιν εαυτού, και αγγέλους εις ατρεψίαν, τους μήπω πεσόντας ρυθμίσασθαι»[35]. Και νυν η Κυρία Θεοτόκος, ως Μητηρ Θεού, αμέσως μετά Θεόν ούσα και ασυγκρίτως υπερβάσα όχι μόνον ανθρώπους, αλλά και αυτάς τας πρώτας και ανωτάτας τάξεις των Αγγέλων, Χερουβίμ και Σεραφίμ, δι’ εαυτής διανέμει τον πλούτον όλων των εκ Θεού χαρισμάτων και θείων ελλάμψεων, εις όλους Αγγέλους τε ομού και ανθρώπους, καθώς όλη κοινώς η του Χριστού φρονεί Εκκλησία.

Τούτων ούτως ειρημένων, δύο καθολικά συνάγομεν συμπεράσματα·

αʹ ότι επειδή το Μυστήριον της Ενσάρκου Οικονομίας ονομάζεται ευδοκία, ήτοι προηγούμενον θέλημα του Θεού, ως είπεν ανωτέρω ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, το δε προηγούμενον θέλημα του Θεού πάλιν, κατά τον άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν[36], ήρτηται όχι εξ ημών, αλλ’ εκ του Θεού και εκ της αγαθότητος Αυτού· λοιπόν και το Μυστήριον της Ενανθρωπήσεως, καθ’ ό τοιούτον, προεγνώσθη και προωρίσθη προ της προγνώσεως και προορισμού πάντων των κτισμάτων· και εν χρόνω εγένετο εκ μόνης της απείρου και φυσικής αγαθότητος του Θεού·

βʹ ότι και η Κυρία Θεοτόκος, ως προσεχέστατον και άμεσον μέσον και συναίτιον αναγκαίον του τοιούτου Μυστηρίου (η γαρ του Χριστού σαρξ, της Μαρίας εστί σαρξ, κατά τον ιερόν Αυγουστίνον[37]), προεγνώσθη και προωρίσθη υπό του Θεού προ των άλλων κτισμάτων, τα δε άλλα κτίσματα προωρίσθησαν και εγένοντο δι’ Αυτήν· επειδή αυτός είναι ο προεπινοηθείς σκοπός του Θεού, ταυτόν ειπείν, το τέλος, δι’ ό τα άλλα εγένοντο, ως είπεν ανωτέρω ο ιερός Ανδρέας.

Διατί δε είπεν ανωτέρω ο θεοφόρος Μαξιμος, ότι δια το μυστήριον της θείας ενανθρωπήσεως έγιναν όλα τα κτίσματα, αυτό δε δεν έγινεν δια κανέν τέλος, ενώ αι θείαι Γραφαί και οι άλλοι θεοφόροι Πατέρες φανερώς κηρύττουσιν, ότι το Μυστήριον αυτό έγινε δια την των ανθρώπων ανάπλασιν και σωτηρίαν;

Εμοί δοκεί, ότι επειδή, κατά τους μεταφυσικούς, άλλα μεν είναι μέσα μόνον και ουχί τέλη· άλλα δε είναι και μέσα και τέλη εν ταυτώ, ήτοι προς μεν τα κατώτερα, τέλη, προς δε τα ανώτερα, μέσα· άλλα δε είναι τέλη μόνον και όχι μέσα, άτινα και τέλη τελών, ως πάντων ανώτερα ονομάζονται Δια τούτο και ο θεοφόρος Μαξιμος θεολογεί εδώ, ότι το μυστήριον της του Θεού Λογου ενανθρωπήσεως, είναι τέλος μόνον και όχι μέσον, ως πάντων των της Αγίας Τριάδος έργων ανώτατον και υψηλότατον και τέλος τελών το κορυφαιότατον, ού ένεκα μεν τα πάντα, αυτό δε ουδενός ένεκα· της γαρ καθ ὑπόστασιν ενώσεως κτίστου και κτίσεως τι άλλο εστίν ανώτερον; αν και αυτό κατά λόγον έτερον θεωρούμενον, εγένετο δια την των ανθρώπων ανάπλασιν και σωτηρίαν.

Και δια να είπωμεν καθολικώς, το Μυστήριον της Θείας Ενανθρωπήσεως είναι αρχή και μέσον και τέλος όλων των κτισμάτων, νοητών και αισθητών και μικτών

Είναι αρχή όλων των κτισμάτων, διότι η πρόγνωσις και ο προορισμός του Μυστηρίου τούτου έγινεν αρχή και αιτία του να προγνωσθώσι και να προορισθώσι και να κτισθώσι πάντα τα κτίσματα, κατά το «Κυριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού», και το «Πρωτότοκος πάσης κτίσεως», περί του Υιού και Λογου ειρημένα καθ’ ό ανθρώπου, ως είπομεν. Λεγει δε και ο θεοφόρος Μαξιμος: «δια γαρ τον Χριστόν, ήγουν το κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οι αιώνες, και τα εν αυτοίς τοις αιώσιν, εν Χριστώ την αρχήν του είναι και το τέλος ειλήφασιν. Ενωσις γαρ προϋπενοήθη των αιώνων, όρου και αοριστίας, και μέτρου και αμετρίας, και πέρατος και απειρίας, και κτίστου και κτίσεως, και στάσεως και κινήσεως· ήτις εν Χριστώ επ’ εσχάτων των χρόνων φανερωθέντι γέγονε· πλήρωσιν δούσα τη προγνώσει του Θεού δι’ εαυτής»[38].

Εγινε δε και μέσον το Μυστήριον αυτό, διότι εχάρισε πλήρωσιν εις την πρόγνωσιν του Θεού, ως προείπεν ο θείος Μαξιμος· εχάρισεν ατρεψίαν εις τους Αγγέλους και ακινησίαν εις το κακόν, ως είπομεν ανωτέρω μετά του Θεσσαλονίκης θείου Γρηγορίου, μετά Ιωσήφ του Βρυεννίου και μετά του Νικήτα[39]·ταύτην δε την των Αγγέλων ατρεψίαν, σωτηρίαν του αοράτου κόσμου ωνόμασεν ο θεολόγος Γρηγόριος[40]· έφη δε και ο θείος Μαξιμος, ότι δια τούτο προεγνώσθη το Μυστήριον της Ενανθρωπήσεως, «ίνα περί το πάντη κατ οὐσίαν ακίνητον στη τα κατά φύσιν κινούμενα, της προς τε αυτά και προς άλληλα παντελώς εκβεβηκότα κινήσεως»[41]· όπου και ο σχολιαστής των του Μαξίμου φησί «τη προς τον Θεόν ενώσει πάντων προς ατρεψίαν μεταποιηθέντων»[42]· εχάρισεν εις τους ανθρώπους λύσιν της προπατορικής αμαρτίας, δόσιν της θείας χάριτος, αφθαρσίαν, αθανασίαν, ατρεψίαν, σωτηρίαν και άλλα μυρία αγαθά

Είναι και τέλος το Μυστήριον αυτό, καθ’ ότι έγινε και εις Αγγέλους και εις ανθρώπους και εις όλην την κτίσιν τελείωσις και θέωσις και δόξα και μακαριότης· και καθ’ ότι αυτό έγινεν ανακεφαλαίωσις ουρανίων και επιγείων, και καθ’ υπόστασιν ένωσις κτίστου και κτισμάτων και δόξα του ανάρχου Πατρός, δοξασθέντος ουχί δια ψιλών κτισμάτων, αλλά δι’ αυτού του κατ’ ουσίαν Υιού και Λογου Του, την φύσιν των ανθρώπων φορέσαντος, το οποίον αυτό τέλος είναι το ύστατον πάντων, μεθ’ ο ουκ έστιν άλλο τέλος ανώτερον· και ου ένεκα μεν τα πάντα, αυτό δε ουδενός ένεκα, κατά τον αυτόν πάλιν ειπείν θείον Μαξιμον· «ίνα γαρ, φησίν ο Απόστολος, εν τω ονόματι Ιησοῦ παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται, ότι Κυριος Ιησοῦς Χριστός· διατί; και τίνος χάριν; δια την δόξαν, λέγω, του Θεού και Πατρός, εις δόξαν Θεού Πατρός[43]»[44].

Εκ των ειρημένων λοιπόν τούτων δύναται να συμπεράνη ο καθείς, ότι απαραιτήτως έπρεπε να γίνη το Μυστήριον της Ενανθρωπήσεως· κατά πρώτον μεν και κύριον και καθ αὐτὸ λόγον, διότι το Μυστήριον αυτό ήτο προηγούμενον θέλημα Θεού, καθώς είπομεν μετά του Θεσσαλονίκης Γρηγορίου, πρώτιστον κινητικόν αίτιον έχον την άπειρον και ουσιώδη και υπεράγαθον αγαθότητα του Θεού· μάλλον δε αυτόν τον ενδότατον πυθμένα της πατρικής αγαθότητος, ως είπεν ο θεοφόρος Μαξιμος· κατά δεύτερον δε λόγον, και διότι Αυτό ήτον αναγκαίον εις όλα τα κτίσματα, νοητά και αισθητά, ως αρχή αυτών και μέσον και τέλος ως απεδείχθη

Ικανά νομίζω, ότι είναι τα ολίγα ταύτα εις απολογίαν παρά γε τοις ευγνώμοσι διαιτηταίς και αναγνώσταις του προρρηθέντος σημειώματός μου περί της Κυρίας Θεοτόκου, τους οποίους και παρακαλώ να μη με διαβάλλωσι παραλόγως, ου γαρ από γνώμης οικείας και δόξης τούτο εκείσε έγραψα, αλλ’ επόμενος τη δόξη των προρρηθέντων θεολόγων.

Ει δε τινες, ίσως εμπαθώς κινούμενοι (όπερ απεύχομαι), κατηγορούσί με, κατηγορείτωσαν μάλλον τον θεοφόρον Μαξιμον, τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριον και τον μέγαν Ανδρέαν και τους λοιπούς, παρ’ ών εγώ την δόξαν ταύτην ηρανισάμην.

« Αρχής χορηγώ και τέλους δόξα πρέπει».

[1] Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, ήτοι περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, έκδοσις ε΄, Υιών Σωτ. Σχοινά, εν Βολω 1983, σελ 207-216. Το κείμενο κατενεμήθη σε περισσότερες παραγράφους για πιο άνετη ανάγνωση. Οι επισημάνσεις με έντονους χαρακτήρες έγιναν από τον επιμελητή. Για την διόρθωση των κειμένων των παραθεμάτων από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς συμβουλευθήκαμε την ηλεκτρονικήν έκδοσιν την οποίαν επεμελήθησαν οι πατέρες της Ι.Μ. Αγ. Κυπριανού Φυλής Αττικής.

[2] Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, PG τ. 151, στλ. 517CD/Ομιλία ΜΑʹ, εις το της ΙΔʹ Κυριακής Ευαγγελίου του Ματθαίου, εις την παραβολήν την καλούσαν εις τους γάμους. Πρβλ. και Σοφ. Σειρ. ιστ΄ 3.

[3] Μ. Φωτίου, PG τ. 104, στλ. 1057C/Νομοκάνων, Τιτλος Δʹ, κεφάλαιον Ιʹ.

[4] Αυτόθι.

[5] Ιωσήφ Μοναχού του Βρυεννίου, Τα Ευρεθέντα, τ. Β΄, σελ. 122, έκδοσις β΄, Βας. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1990/Λογος Β΄ εις τον Ευαγγελισμόν 8.

[6] Παροιμ. ηʹ 22 και 23.

[7] Κολασ. αʹ 15.

[8] Πρβλ.Ρωμ ηʹ 29.

[9] Μ. Αθανασίου, PG τ. 26, στλ. 321-468 και στλ. 468-526/Κατά Αρειανών, Λογοι Γ΄ και Δ΄.

[10] Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, PG τ. 75, στλ. 245-296 και στλ. 401-413/Βιβλος των Θησαυρών, Λογος ΙΕ΄ και Λογος ΚΕ΄.

[11] Ιερού Αυγουστίνου, PL τ. 42, στλ. 837/De Trinitate, Liber I, Caput XII, § 24 («Βιβλίον Α΄ περί Τριάδος»).

[12] Ρωμ. η΄ 29.

[13] Οικουμενίου, PG τ. 118, στλ. 489ΑΒ.

[14] Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, PG τ. 118, στλ. 489Β (παρά τω Οικουμενίω).

[15] Γεωργίου Κορεσσίου, «εν τω Περί Προορισμού».

[16] Αγίου Μαξίμου Ομολογητού, PG τ. 90, στλ. 621ΑΒ/Προς Θαλάσσιον, Ερώτησις Ξ΄.

[17] Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Εργα, ΕΠΕ τ. 11, σελ 532-535, Θεσσαλονίκη 1986/ Ομιλία Ξ΄, «Ρηθείσα εν τη αγία Εορτή των Φωτων», §§ 19-20.

[18] Πρβλ Εφεσ α΄ 10.

[19] Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, PG τ. 72, στλ. 425C/Εις το Ματθ ιζ΄ 6. Πρβλ. και Α΄ Τιμοθ. στ΄ 16.

[20] Ιερού Αυγουστίνου, «Εν τω Εγχειριδίω, κεφ. κστ»

[21] «Οθεν και Νικήτας, ο σοφός σχολιαστής του Θεολόγου Γρηγορίου, σχολιάζων το εις το Πασχα [PG τ 36, στλ 624Α/Λογος ΜΕ΄, Εις το Αγιον Πασχα, § Α΄] ρητόν εκείνο του Θεολόγου: Σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος , λέγει: οι δε Αγγελοι επεί δυσκίνητοι όντες προς το κακόν, αλλ’ ουκ ακίνητοι, μετά την του Χριστού ανάστασιν εγένοντο λοιπόν και ακίνητοι, ου φύσει, αλλά χάριτι, είη αν αυτοίς σωτηρία η ατρεψία, μηκέτι φοβουμένοις την επί το χείρον μεταβολήν, και την εκ ταύτης απώλειαν. Και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: Εντεύθεν Αγγελοι νυν το απερίτρεπτον έλαβον, έργω παρά του Δεσπότου μαθόντες οδόν υψώσεως και της προς αυτόν ομοιώσεως ου την έπαρσιν ούσαν, αλλά την ταπείνωσιν (Εργα, ενθ’ ανωτ., σελ 462-463/ Ομιλία ΝΗ΄, § 6, Εις την κατά σάρκα σωτήριον Γεννησιν του Κυρίου)».

[22] Θεοδωρήτου Κυρου, PG τ. 82, στλ. 517Β.

[23] Αγίου Ιερωνύμου, PL τ. 26, στλ 462/Commentaria in Epistolam ad Ephesios, Liber Primus, Caput 1, vers 22, 23.

[24] Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, PG τ. 3, στλ. 208C/Περί της Ουρανίου Ιεραρχίας, Κεφάλαιον Ζ΄, § ΙΙ.

[25] Αββά Ισαάκ του Σύρου, Τα Ευρεθέντα Ασκητικά, Λογος ΠΔ΄, σελ. 325, έκδοσις Χ. Σπανού, Αθήναι (α.χ.).

[26] Ηλία Μηνιάτη, Διδαχαί και Λογοι, σελ. 314 και 315, έκδοσις ιζ, «Φως», Αθήναι 1960/Λογος εις την Κυριακήν προ της Χριστού Γεννήσεως, Μερος Α.

[27] Ενθ’ ανωτ..

[28] Γεωργίου Κορεσσίου, «εις τας Απορίας της Ενσάρκου Οικονομίας», «κατά τον Αλεξανδρείας Κυριλλον και άλλους Καθηγεμόνας», «παρά τω αυτού Θεολογικώ».

[29] Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, Βιβλίον Ζʹ, Περί Ουσίας, §§ 1-17, τ Αʹ, έκδοσις «Παπυρος», Αθήναι 1975.

[30] «Όθεν προς τον ερωτώντα, ποία είναι πρώτη όλων των Δεσποτικών Εορτων, ο Ευαγγελισμός ή η Ανάληψις; γλαφυρώς και υψηλοτέρω τω λόγω ήθελεν αποκριθή τις, ότι είναι η Ανάληψις και ουχί ο Ευαγγελισμός Ο μεν γαρ Ευαγγελισμός, πρώτη είναι των Εορτών τη πράξει και τη εκβάσει, υστέρα δε τη γνώσει και θεωρία· η δε Ανάληψις και η εκ δεξιών του Πατρός καθέδρα και υπερύψωσις της ανθρωπότητος, υστέρα μεν είναι τη πράξει και τη εκβάσει, αλλά τη γνώσει και θεωρία πρωτίστη πασών των άλλων εστίν».

[31] Ησ. κεʹ 1.

[32] Μ. Βασιλείου, PG τ. 32, στλ. 869ΑΒ/ Επιστολή ΣΛΔ΄, Τω αυτώ (Αμφιλοχίω) προς άλλο ερώτημα.

[33] «Κατά τον Κορέσσιον και τους λοιπούς Θεολόγους».

[34] Αγίου Ανδρέου Κρήτης, P.G. τ. 95, στλ. 1068Β-1069Β και στλ. 1092/Λογος ΙΒ΄ και Λογος ΙΔ΄. Εις την Κοίμησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.

[35] Ιωσήφ Μοναχού του Βρυεννίου, Τα Παραλειπόμενα, τ. Γ΄, σελ. 41-42, έκδοσις Β΄, Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991/Λογος έτερος (Β΄) εις την Γεννησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.

[36] Ι. Δαμασκηνού, PG τ. 94, στλ. 969-980/Ε.Α.Ο.Π., Βιβλίον Β΄, Κεφάλαιον Λ΄ [ΜΔ΄], Περί Προγνώσεως και Προορισμού.

[37] «Κατά τον ιερόν Αυγουστίνον» Πρβλ. P.L. 39, 1619/Sermo CCCXLI De eo quod Christus tribus modis in Scripturis intelligitur; contra Arianos habitus, Caput. XIII, § 13.

[38] Αγίου Μαξίμου Ομολογητού, P.G. τ. 90, στλ. 621BC/ ένθ’ ανωτ.

[39] Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και Νικήτα Ηρακλείας: υποσημ. 24, και

Ιωσήφ Βρυεννίου: υποσημ 37.

[40] [Σημ. αγιοκυπριανιτών πατέρων:] Τα περί «ατρεψίας», ως «σωτηρίας» των Αγίων Αγγέλων, υποστηρίζει όχι «ο θεολόγος Γρηγόριος», αλλ’ ο Νικήτας (βλ. υποσημ. 24), Επίσκοπος της εν Θράκη Ηρακλείας (1030-1100), Σχολιαστής 16 Λογων του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (P.G. τ. 36, στλ. 933-984, σχόλια εις τους Λογους Α΄ και ΙΑ΄).

Ο Ιερός Δαμασκηνός υποστηρίζει, ότι οι Αγιοι Αγγελοι επλάσθησαν «δυσκίνητοι προς το κακόν, και ουκ ακίνητοι· νυν δε [μετά την Ενανθρώπησιν] και ακίνητοι, ου φύσει, αλλά χάριτι, και τη του μόνου αγαθού προσεδρεία» (P.G. τ. 94, στλ. 872Β).

[41] Αγίου Μαξίμου Ομολογητού, P.G. τ. 90, στλ. 621C/ ένθ’ ανωτ.

[42] Ένθ’ ανωτ., Σχόλια, α΄.

[43] Φιλιπ. Β΄ 10-11.

[44] «Κατά τον αυτόν πάλιν ειπείν θείον Μαξιμον».