Παραγωγικές δραστηριότητες και μορφές συγγενειακής και κοινωνικής οργάνωσης στις ποιμενικές κοινωνίες του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου (19ος-20ός αι.)

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 12, 2009 9:9:13 AM

Εισαγωγη

H εργασία αυτή αναφέρεται στις ποιμενικές κοινωνίες του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου, και ειδικότερα στις παραγωγικές δραστηριότητές τους αφ’ ενός και στις μορφές οργανώσεως των οικογενειών και γενικότερα των κοινωνιών αυτών αφ’ ετέρου. Ο χρονικός ορίζοντας της εργασίας εκτείνεται από τον 19ο μέχρι τον 20ο αιώνα.

Θα πραγματευθούμε το θέμα μας σε δύο ενότητες. Στην πρώτη θα ασχοληθούμε με τις παραγωγικές δραστηριότητες των ποιμένων της ηπειρωτική Ελλάδας, δηλαδή την κτηνοτροφία και τα σχετικά με τον ποιμενικό βίο που σχετίζονται με την παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερη αναφορά θα κάνουμε στο τσελιγκάτο. Στην δεύτερη, θα μας απασχολήσει η μορφή της κοινωνικής και οικογενειακής οργανώσεως των κτηνοτρόφων του ιδίου γεωγραφικού χώρου. Και τα δύο θέματα βρίσκονται σε αλληλεπίδραση, προτάσσουμε δε τα σχετικά με την παραγωγική διαδικασία, διότι αυτό επέδρασε καταλυτικά και στην κοινωνική και οικογενειακή οργάνωση των υπό εξέταση κοινωνιών.

Το τσελιγκάτο εξετάζεται και στις δύο ενότητες από διαφορετική όμως σκοπιά. Η διάκριση είναι, ότι στην πρώτη ενότητα εξετάζουμε το θέμα μας από οικονομική άποψη και στην δεύτερη από κοινωνική. Διευκρινίζουμε, ότι η αναφορά μας αφορά την νομαδική κτηνοτροφία που ήταν κυρίαρχη στον ηπειρωτικό χώρο την εποχή αυτή και μάλιστα κυρίως τις ποιμενικές κοινωνίες των Σαρακατσάνων και Βλάχων που κατά βάσιν ασχολούνταν με αυτήν και ζούσαν κυρίως στην οροσειρά της Πίνδου.

Α. Η Κτηνοτροφια στον Ηπειρωτικο Ελλαδικο Χωρο

Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας σημειώνονται μαζικές μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Μία από τις επιλογές των Ελλήνων, ήταν να μετοικήσουν σε ορεινές περιοχές όπου μπορούσαν να ζήσουν με περισσότερη ελευθερία, απ’ ότι στις πεδινές. Στις ορεινές περιοχές δεν είχαν εγκατασταθεί οι Τούρκοι, οι οποίοι επέλεγαν πάντοτε τις πιο εύφορες περιοχές για να κατοικήσουν, και οι Έλληνες των ορεινών περιοχών πλήρωναν μόνον έναν φόρο στους κατακτητές, ενώ κατά τα άλλα ζούσαν υπό καθεστώς ελευθερίας και αυτονομίας. Αξίζει να επισημάνουμε ότι το κριτήριο της επιλογής της ζωής στα βουνά ήταν η περισσότερη ελευθερία και όχι η πιο άνετη διαβίωση, διότι η ζωή στις ορεινές περιοχές ήταν τραχύτερη από αυτήν στα πεδινά[1].

Η λιγοστή καλλιεργήσιμη γη των ορεινών περιοχή, μετά μάλιστα την αύξηση του πληθυσμού των ορεσιβίων, δεν επαρκούσε για να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες των κατοίκων. Έτσι στράφηκαν αναπόφευκτα στην νομαδική κτηνοτροφία[2]. Με την κτηνοτροφία ως πρωτογενή παραγωγική δραστηριότητα, μπορούσε να αναπτυχθεί και ο εξ αυτής εξαρτώμενος δευτερογενής τομέας της ορεινής οικονομίας. Δηλαδή οικοτεχνική ή βιοτεχνική επεξεργασία μαλλιού, υφαντική, τυροκομική και η επεξεργασία δερμάτων (βυρσοδεψία). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη και του τριτογενούς τομέα της τοπικής οικονομίας, δηλαδή του εμπορίου τυροκομικών προϊόντων, κρέατος και δερμάτων.

Η ανάγκη για όσο το δυνατόν περισσοτέρων ανδρικών εργατικών χεριών για την κάλυψη των αναγκών της κτηνοτροφίας, που ήταν η βάση της τοπικής οικονομίας, οδήγησε στη συσπείρωση της πολύτεκνης –ως επί το πλείστον- ελληνικής οικογένειας στην μορφή αυτής που ονομάζεται πατροπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια (βλ. επόμενη ενότητα) και την διαμόρφωση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος του τσελιγκάτου[3].

Η συνεργασία των ποιμένων ήταν αναγκαία για την από κοινού αντιμετώπιση κινδύνων, όπως η εκδίωξη του λύκου, η καταδίωξη των ζωωκλεπτών (παγανιά) και την καλύτερη επιτέλεση διαφόρων εργασιών, όπως το βόσκημα των ζώων (βοσκειό). Αυτή η αλληλο-συνεργασία καθιερώθηκε με τη μορφή εθίμων αλληλοβοήθειας[4].

Η ζωή των κτηνοτρόφων της ηπειρωτικής Ελλάδας δεν ήταν καθόλου εύκολη, έπρεπε θυσιάζουν πολλά πράγματα, αλλά είχαν το πλεονέκτημα της ελευθερίας. Ταυτόχρονα τηρούσαν με αυστηρή προσήλωση τις παραδόσεις και τα έθιμά τους. Όλες οι πτυχές της ζωής τους, οι καθημερινές ασχολίες τους, γίνονταν με τον ίδιο τρόπο επί αιώνες και αποκτούσαν εθιμικό χαρακτήρα, σαν -κατά κάποιον τρόπο- τυπικά ειδικών τελετουργιών: ο τρόπος με τον οποίο έστηναν την καλύβα τους κατά τις μετακινήσεις τους μαζί με τα κοπάδια, ο τρόπος με τον οποίο δημιουργούσαν αυτά τα ίδια τα κοπάδια τους, το πότε και πώς γινόταν το άρμεγμα, το κούρεμα και η σφαγή των ζώων. Το πώς επεξεργάζονταν τα δέρματα ή το μαλλί, ή πως έφτιαχναν το τυρί και ακόμη ο τρόπος που έπλεκαν ή ύφαιναν οι γυναίκες και οι θυγατέρες των ποιμένων όλα γίνονταν με τον ίδιο εθιμικό τρόπο[5].

Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή ενός ποιμένος από την Ερέτρια ο οποίος περιγράφει μία σειρά από τέτοιες εθιμικές ασχολίες των ποιμένων και αναφέρεται –μεταξύ των άλλων- στο άρμεγμα και στην τυροκομική παραγωγική δραστηριότητα:

«Πρωταρμέγουμι το Φλεβάρη. Πετάμι μπροστά στη στρούγκα ένα μαχαίρ' να 'ναι σιδερένια, κάνουμι το σταυρό μας και αρμέγουμι... βάνουμι το γάλα σε κακαβούλια και ξύλινα καρδάρια. Τυροκουμάμι στο κουνάκ' (=κονάκι, κατοικία του βοσκού. Άμα θέμε να πίξουμι του γάλα το ζεσταίνουμι... ρίχνουμι την πυτιά που πρέπει, τ' αφήνουμι τρεις τέσσερις ώρες κι ύστερα τα βάνουμι στις τσαντήλες και το κρεμάμε να σουρώσει. Ξετάζουμι το μάτι (βασκανία) για το γάλα, γιατί δεν πήζει. Ξετάζουμε να μην το δει γκαστρωμένη (έγκυος), λεχώνα και καμιά μαγαρισμένη...»[6].

Βλέπουμε, λοιπόν, πώς η κτηνοτροφία αποτέλεσε την βάση της παραγωγικής δραστηριότητα στις ποιμενικές κοινωνίες και με τα προϊόντα της πρωτογενούς παραγωγής, όπως το γάλα, τροφοδοτούσαν την οικοτεχνική και βιοτεχνική μεταποίηση. Το ίδιο γινόταν και με το μαλλί και το δέρμα.

Όμως η κτηνοτροφία κινούσε και την μηχανή της τριτογενούς οικονομικής δραστηριότητας. Η πώληση του κρέατος και των άλλων προϊόντων σε συμφέρουσες τιμές, η πληρωμή των φόρων στις αρχές, και η πρόσληψη μισθωτού προσωπικού για την κάλυψη των αυξημένων εργασιακών αναγκών απαιτούσε κάποια στοιχειώδη οργάνωση. Αυτήν την οργάνωση παρέσχε η κοινωνικο-οικονομική μορφή του τσελιγκάτου.

Το τσελιγκάτο ως οικονομικός οργανισμός ήταν μία μορφή παραγωγικού συνεταιρισμού: μία κοινοπραξία οικιακών ομάδων υπό την απόλυτη διοίκηση ενός ισχυρού κτηνοτρόφου, του Τσέλιγκα. Αυτός εκπροσωπούσε την κοινοπραξία έναντι κάθε τρίτου, έκανε τις συμφωνίες για τις αγορές των προμηθειών, για τις πωλήσεις, κάλυπτε τα έξοδα των σμιχτών και των ρογιασμένων τσομπάνων, αυτών -δηλαδή- που συμμετείχαν στην κοινοπραξία με κάποιο ζωικό κεφάλαιο ή εργάζονταν ως μισθωτοί. Αυτοί οι τελευταίοι δεν πληρώνονταν κάθε μήνα, αλλά μετά το πέρας της θερινή ή χειμερινής ποιμενικής περιόδου, στις εορτές του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γεωργίου[7]. Τότε γίνονταν οι λογαριασμοί και οι μισθωτοί βοσκοί, οι τσομπάνηδες, έπαιρναν την «ρόγα», δηλαδή την προσυμφωνημένη αμοιβή. φυσικά, αυτοί οι άνθρωποι είχαν κάποια έξοδα στο μεσοδιάστημα. Αυτά τα κάλυπτε ο Τσέλιγκας σαν ένας πιστωτικός οργανισμός[8], και στο τέλος της περιόδου γινόταν ο συμψηφισμός με την προσυμφωνημένη αμοιβή, και εάν υπήρχε υπόλοιπο έπαιρνε κάποια χρήματα ο βοσκός. Εάν όχι, προφανώς ξεκινούσε τη νέα ποιμενική περίοδο με αρνητικό υπόλοιπο. Οι λεγόμενοι «σμιχτές» μοιράζονταν τα καθαρά κέρδη ανάλογα με τον αριθμό των ζώων που διέθεταν στην κοινοπραξία[9].

Ο οικονομικός απολογισμός και ο διακανονισμός των λογαριασμών του τσελιγκάτου με του μετέχοντες και εργαζομένους σε αυτό, γινόταν κατά τις δύο εορτές που προαναφέραμε, διότι η 26η Οκτωβρίου (εορτή του Αγίου Δημητρίου) θεωρείτο ως ημέρα μεταβάσεως από την θερινή στην χειμερινή περίοδο και οι κτηνοτρόφοι κατέβαιναν από τα βουνά προς τα χειμαδιά, βγάζοντας τα μεγάλα κουδούνια από τα ζώα τους και βάζοντας στη θέση τους φυλακτά για να μην τους τα ματιάσουν. Εκεί έκλειναν τις συμφωνίες με τους ντόπιους για το ενοίκιο των χειμερινών βοσκοτόπων και τακτοποιούσαν τους μέχρι τότε λογαριασμούς τους κλείνοντας συμφωνίες για την χειμερινή περίοδο. Του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου) ανέβαιναν πάλι στα βουνά, πανηγύριζαν την εορτή του Αγίου και τακτοποιούσαν πάλι τους λογαριασμούς τους κάνοντας τις μεταξύ τους συμφωνίες για την θερινή περίοδο[10].

Όπως είδαμε προηγουμένως, στο τσελιγκάτο, εκτός από αυτούς που συμμετείχαν με ζωικό κεφάλαιο, εργάζονταν και μισθωτοί τσομπάνοι. Η συγκέντρωση πληθυσμού στα ορεινά της ηπειρωτικής Ελλάδος με τους λιγοστούς πόρους δημιούργησε κοινωνικές ανισότητες και μία τάξη απόρων κτηνοτρόφων δίπλα σε αυτούς που διέθεταν ικανά ζωικά κεφάλαια. Οι άποροι κτηνοτρόφοι ήταν αναγκαίοι για την βοσκή των κοπαδιών που δεν μπορούσαν να ποιμάνουν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες των ποιμνίων με τα μέλη των οικογενειών τους. Επιπροσθέτως, η αναγκαιότητα για κάποια οργάνωση ενός εισπρακτικού συστήματος για την συλλογή των φόρων προς το Οθωμανικό καθεστώς, μαζί με τον προηγούμενο παράγοντα συνετέλεσαν στην διαμόρφωση αυτού του συστήματος που ονομάζουμε Τσελιγκάτο.

Είδαμε ακόμη ότι όταν κατέβαιναν στα χειμαδιά οι κτηνοτρόφοι έπρεπε να νοικιάσουν βοσκοτόπια από του ντόπιους. Αυτό προϋπέθετε οικονομικά κεφάλαια και συνεπώς η κοινοπραξία του τσελιγκάτου έδινε την λύση. Προϋπέθετε ακόμη μεγάλες εκτάσεις, ακαλλιέργητες, χωρίς σύνορα μεταξύ τους ώστε να μπορούν να κινούνται ελεύθερα τα κοπάδια και να βόσκουν. Αυτές οι συνθήκες υπήρχαν στις περιοχές των τσιφλικιών. Γι’ αυτό το τσελιγκάτο θεωρείται συμπληρωματικό του τσιφλικιού. Τα τσιφλίκια ήτα μεγάλες εκτάσεις με ενιαίο ιδιοκτήτη. Ο τρόπος της εκτατικής καλλιέργειας, προϋπέθετε μεγάλο μέρος της καλλιεργήσιμης γης να παραμένει για ένα ή δύο χρόνια ακαλλιέργητο, κατά το σύστημα της αγραναπαύσεως και να χρησιμοποιείται ως βοσκότοπος[11]. Οι τσιφλικάδες, λοιπόν, είχαν όφελος να νοικιάζουν μεγάλες εκτάσεις των τσιφλικιών στους τσελιγκάδες και μάλιστα προτιμούσαν αυτόν τον τρόπο εκμετάλλευσης της γης παρά την αγροτική καλλιέργεια που ενείχε κινδύνους μειωμένης παραγωγής λόγω θεομηνιών, ή ακόμη και λόγω αγροτικών εξεγέρσεων των κολίγων[12].

Γι’ αυτό όταν το 1917 που ξεκίνησε η αγροτική μεταρρύθμιση, μοιράστηκαν τα τσιφλίκια στους ακτήμονες, οι οποίοι αντικατέστησαν την εκτατική καλλιέργεια με την εντατική, δίχως περιόδους αγραναπαύσεως και άρχισαν να περιφράζουν τα κτήματα τους, έπαυσαν να υπάρχουν οι ιδανικοί βοσκότοποι για τα κοπάδια των τσελιγκάτων. Έτσι, η κατάργηση των τσιφλικιών είχε ως συνακόλουθο αποτέλεσμα την εξαφάνιση του τσελιγκάτου και την επαναφορά στον ηπειρωτικό Ελλαδικό χώρο της μικρής οικογενειακής κτηνοτροφική μονάδας ως κυρίαρχου παραγωγικού συστήματος των ποιμενικών κοινωνιών.

Β. Συγγενειακη & Κοινωνικη Οργανωση των Ποιμενων στον Ηπειρωτικο Ελλαδικο Χωρο

Η συγγενειακή μορφή οργανώσεως των ποιμενικών κοινωνιών του ελλαδικού ηπειρωτικού χώρου ήταν αυτή της πατροπλευρικής πολυπυρηνικής οικογένειας. Πατροπλευρική την ονομάζουμε διότι ο τρόπος με τον οποίο αποκτά ένα τέκνο της οικογενείας την θέση του, τα όποια προνόμιά του ή υλικά αγαθά (είτε από παροχές εν ζωή, είτε μετά θάνατον των γονέων του ως κληρονομιά), γίνετει μεσω της πλευράς μόνου του πατρός. Ο πατέρας παρέχει όλα τα παραπάνω στα παιδιά[13]. Αυτός ήταν ένας τρόπος με τον οποίο μπορούσε να ασκεί έλγχο επάνω στα παιδιά του[14].

Οι οικογένεια των νομαδικών ποιμένων της ηπειρωτικής χώρας ονομάζεται και πολυπυρηνική[15] ή διευρυμένη. Έχει επικρατήσει διεθνώς και ο Νοτιοσλαβικός όρος zadruga. Μερικές φορές στην πολυπυρηνικές αυτές οικογένειες συναντάμε να συμβιώνουν κάτω από την ίδια στέγη ακόμη και τέσερις γενεές. Και όταν ακόμη αρχίζει να διαιρείται αυτή η πολυσύνθετη οικογένεια, διασπάται σε περισσότερες πολυπυρηνικές οικογένειες, ώστε πλέον να ομιλούμε για το φαινόμενο της συνεχούς πολυπυρηνικής οικογενείας[16].

Στην πατροπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια, ο πατέρας έχει αυξημένη ισχύ και οι συγγενείς μέσα στην οικογένεια συνδέονται μέσω ανδρών. Οι κοπέλες μετά τον γάμο τους πηγαίνουν να εγκατασταθούν στο σπίτι του πεθερού τους. Έτσι η οικογένεια αυτή αποτελείται από τους γονείς, τους αδελφούς και τις συννυφάδες[17].

Τα χαρακτηριστικά της πατροπλευρικής πολυπυρηνικής οικογενείας είναι τα ακόλουθα: α) Τα παιδιά παντρεύονται κατά σειρά ηλικίας ανξαρτήτως φύλου από το μεγαλύτερο πρός το μικρότερο. β) Πολλές φορές οι γυναίκες είναι μεγαλύτερες από τους άνδρες. γ) Παρατηρείται το φαινόμενο της εξαγοράς της νύφης. Δηλαδή δεν υπάρχει ο θεσμός της προίκας (εκτός από ρουχισμό, τα μόνα που φέρνει η νύφη από το πατρικό της σπίτι), αλλά ακριβώς το αντίθετο: ο γαμπρός ή ο πατέρας του προσφέρει χρήματα ή ζώα στους συγγενείς της νύφης[18]. δ) Πολύ συχνά η πολυπυρηνική οικογένεια δεν διασπάται μετά τον θάνατο του πατέρα, αλλά τα αδέλφια παραμένουν μαζί και μετά από αυτόν[19].

Τα στάδια του σχηματισμού της είναι τέσσερα: α) Ένα ζευγάρι με τα παιδιά του αποσχίζεται από μία πολυπυρηνική οικογένεια ή προκύπτει μετά την διάσπασή της. β) Τα παιδιά καθώς μεγαλώνουν παντρεύονται κατά σειρά ηλικίας και οι μεν κόρες πηγαίνουν στα σπίτια των πεθερών τους οι δε γιοι φέρνουν τις γυναίκες τους στο πατρικό τους σπίτι. Αφού παντρευτούν όλα τα παιδιά, τεκνοποιούν με τη σειρά τους και έτσι υπάρχουν τρεις γενεές στο σπίτι. Οι γονείς μπορεί να έχουν αποβιώσει, ή όχι. γ) Οι γονείς αποβιώνουν και τα αδέλφια με τις οικογένειές τους συνεχίζουν να συμβιώνουν για ένα χρονικό διάστημα. Έχουμε τότε την λεγόμενη αδελφική οικογένεια. δ) Η αδελφική οικογένεια διασπάται σε πυρηνικές οκογένειες. Αν δεν επέλθει διάσπαση και συνεχισθεί περαιτέρω η συμβίωση, αρχίζουν να παντρεύονται και τα εγγόνια του αρχικού ζεύγους, οπότε έχουμε την πολυσύνθετη πολυπυρηνική οικογένεια[20].

Η διευρυμένη οικογένεια, μπορούσε να διαχειρισθεί καλύτερα την κοινή περιουσία της και να αντιπετωπίσει καλύτερα τους κινδύνους αλλά και να συλλέξει και να καταβάλει τους φόρους προς τις αρχές –κατά την Οθωμανική περίοδο, όταν η φορολογική μονάδα ήταν το «τζάκι»[21].

Ο γάμος στις οικογένειες αυτές είχε ανδροπατροτοπικό χαρακτήρα. Δηλαδή, τα άρρενα τέκνα της οικογένειας, μετά τον γάμο τους δεν απομακρύνονται από τον πατρικό οίκο αλλά φέρνουν τις γυναίκες τους και μένουν είτε στο ίδιο σπίτι ή σε γειτονικό μέρος. Η γειτνίαση είναι μία προϋπόθεση για τήν κοινή συμμετοχή στις παραγωγικές διαδικασίες[22] και οι ποιμενικές οικογένειες είχαν ανάγκη της συνεργασίας των ανδρών της οικογενείας για να μοιράζονται το βάρος των δύσκολων κτηνοτροφικών ασχολιών και να έχουν λιγότερη ανάγκη προσλήψεως μισθωτών τσομπάνηδων.

Καθώς στις παραδοσιακές κοινωνίες η συγγένεια αποτελούσε την βάση για οικονομική συνεργασία μεταξύ των μελών της, αλλά και για περαιτέρω συνεργασία σε πολιτικές συμμαχίες και κοινη συμμετοχή σε εθιμικές τελετές[23]. Οι ποιμενικές οικογένειες στην ηπειρωτική Ελλάδα –όπως τις περιγράψαμε πιο πάνω- συσσωματούμενες συνεκρότησαν τον κοινωνικο-οικονομικό θεσμό του τσελιγκατου, τον οποί θα εξετάσουμε τώρα από κοινωνικής απόψεως.

Το τσελιγκάτο ξεπερνούσε την οικογενειακή οργάνωση. Ήταν πολλές οικογένειες μαζί, αλλά πολλές φορές το μέγεθος των κοπαδιών ήταν τέτοιο που απαιτούσε περισσότερα χέρια απ’ όσα μπορούσε να παρέχει ο ανδρικός πληθυσμός των συνεταιριζομένων οικογενειών. Έτσι προσλάμβαναν και μισθωτούς τσομπάνους, από τους άπορους συγχωριανούς τους με τους οποίους δεν είχαν συγγενική σχέση. Όμως μέσα στο τσελιγκάτο, δημιουργόταν μία σχέση μεταξύ τσέλιγκα και τσομπάνου που υπερέβαινε τα απλά όρια της σχέση εργοδότη εργαζομένου. Δεν ήταν απλά οικονομική η σχέση τους, άλλά είχε κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Ο τσέλιγκας, όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα, κάλυπτε οικονομικά τους ρογιασμένους τσομπάνους, αλλά επιπλέον παρείχε σε αυτούς κοινωνική και πολιτική προστασία λόγω των ισχυρών διασυνδέσεών του με ισχυρούς πολιτικά και κοινωνικά άνδρες εκτός της τοπικής κοινωνίας. Δημιουργήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο σχέσεις απόλυτης εξαρτήσεως τσέλιγκα και και υφισταμένων κτηνοτρόφων. Ο κυρίαρχη θέση του τσέλιγκα στα μέλη των οικογενειών του τσελγκάτου ήταν δεδομένη. Αυτή όμως επεκτεινόταν -και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό- καί προς τους μή συγγενείς μισθωτούς πτωχούς κτηνοτρόφους στους οποίους παρείχαν προστασία και με τους οποίους αναπτύχθηκαν σταθερές πελατειακές σχέσεις, τουλάχιστον μέχρι την εποχή του μεσοπολέμου[24]. Τότε περίπου καταργούνται τα τσιφλίκια και το τσελιγκάτο ως οικονομικός και κοινωνικός θεσμός εξαφανίζεται.

Συμπερασματα

Στην εποχή της Τουρκοκρατίας πολλοί Έλληνες επέλεξαν την μετακίνησή τους στις ορεινές περιοχές για να ζούν υπό καθεστώς περισσότερης ελευθερίας. Εκεί για να ζήσουν, ασχολήθηκαν με την νομαδική κτηνοτροφία. Ανέπτυξαν πνεύμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας βασισμένο στους συγγενικούς δεσμούς της πατροπλευρικής πολυπυρηνικής οικογενείας και συγκρότησαν τους οικονομικο-κοινωνικούς θεσμούς των τσελιγκάτων.

Η πατροπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια βασιζόταν στην συνοίκηση στην πατρική οικία με τους γονείς των αρρένων τέκνων με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Οι κοπέλες που παντρεύονταν πήγαιναν στα σπίτια των πεθερών τους (ανδροπατροτοπικό χαρακτηριστικό). Τα αδέλφια ζούσαν μαζί και συνεργάζονταν ακόμη και μετά τον θάνατο των γονέων τους.

Στο τσελιγκάτο πολλές οικογένειες κτηνοτρόφων συνεταιρίζονταν υπό την ηγεσία του τσέλιγκα. Εκεί εύρισκαν εργασία ως μισθωτοί τσομπάνηδες και οι πτωχοί συγχωριανοί των συνεταιρισζομένων κτηνοτρόφων. Ο τσέλιγκας είχε ισχυρή εξουσία και προσέφερε οικονομική κάλυψη, αλλά και πολιτική και κοινωνική προστασία στους μισθωτούς τσομπάνους. Έτσι δημιουργήθηκε γρήγορα μία πελατειακή σχέση μεταξύ αυτών και του τσέλιγκα. Το τσελιγκάτο συνυπήχε μαζί με το τσιφλίκι. Όταν τα τσιφλίκια καταργήθηκαν, έπαυσε να υπάρχει και το τσελιγκάτο και η εκτεταμένη νομαδική κτηνοτροφία μαζί με αυτό.

Βιβλιογραφια

1. Αλεξάκης Ελευθέριος «Αναζητώντας τις οικογενειακές δομές στη νεότερη Ελλάδα. Η περίπτωση της πολυπυρηνικής οικογένειας», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τ. 29-30 (1999-2003), Αθήνα 2004, σ. 35-60.

2. Αλεξάκης Ελευθέριος, «Οικογένεια» στο Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης κ.λπ., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Α, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 49-71.

3. Θανόπουλος Γεώργιος, «Ποιμενική ζωή» στο Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης κ.λπ., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Α, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 80-87.

4. Νιτσιάκος Βασίλης, Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1991.

5. Νιτσιάκος Βασίλης «Τσιφλίκι και τσελιγκάτo: H συμπληρωματικότητα δύο κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών» στο Β. Νιτσιάκος, Λαογραφικά Ετερόκλητα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1997, σ. 88-95.

[1] Γεώργιος Θανόπουλος, «Ποιμενική ζωή» στο Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης κ.λπ., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Α, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 80.

[2] Στο ίδιο.

[3] Στο ίδιο.

[4] Στο ίδιο.

[5] Στο ίδιο, σελ. 81.

[6] Στο ίδιο, σελ. 82.

[7] Βασίλης Νιτσιάκος «Τσιφλίκι και τσελιγκάτo: H συμπληρωματικότητα δύο κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών» στο Β. Νιτσιάκος, Λαογραφικά Ετερόκλητα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1997, σελ. 94.

[8] Το σύστημα θυμίζει κάπως αγορές με πιστωτική κάρτα!

[9] Στο ίδιο. Ήταν κατά κάποιο τρόπο μέτοχοι με ζωντανές μετοχές!.

[10] Γεώργιος Θανόπουλος, ό.π. σελ. 82-83.

[11] Στο ίδιο, σελ. 92.

[12] Στο ίδιο, σελ. 93.

[13] Βασίλης Νιτσιάκος, Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1991, σελ. 70.

[14] Βασίλης Νιτσιάκος, Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1991, σελ. 113.

[15] Πυρηνική οικογένεια είναι αυτή πυ αποτελείται από ένα ζεύγος μαζί με τα αιδιά του εάν υπάρχουν. Πολυπυρηνική ονομάζεται αυτή κατά την οποία συμβιώνουν πολλές συγγενικές πυρηνικές οικογένειες.

[16] Ελευθέριος Αλεξάκης «Αναζητώντας τις οικογενειακές δομές στη νεότερη Ελλάδα. Η περίπτωση της πολυπυρηνικής οικογένειας», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τ. 29-30 (1999-2003), Αθήνα 2004, σελ.50.

[17] Αλεξάκης Ελευθέριος, «Οικογένεια» στο Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης κ.λπ., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Α, Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ. 56.

[18] Στο ίδιο, σελ. 57 και στο Ελευθέριος Αλεξάκης «Αναζητώντας τις οικογενειακές δομές ...», ό.π., σελ.51.

[19] Ελευθέριος Αλεξάκης «Αναζητώντας τις οικογενειακές δομές ...», ό.π., σελ.51.

[20] Αλεξάκης Ελευθέριος, «Οικογένεια», ό.π., σελ. 56.

[21] Βασίλης Νιτσιάκος, Παραδοσιακές... όπ., σελ. 110.

[22] Στο ίδιο, σελ. 74.

[23] Στο ίδιο, σελ. 69

[24] Στο ίδιο, σελ. 55.