ΟΙ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ! B'

Ημερομηνία δημοσίευσης: Mar 23, 2019 11:51:4 AM

ΟΙ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ!

Ἀπάντηση στὴν ἀπὸ 06-10-2018 γνωμοδότηση τοῦ κ. Κυριάκου Κυριαζόπουλου πρὸς τὰ ἀποτειχισμένα ἤδη (ἀπὸ τὴν 26-10/8-11-2016) μέλη τοῦ Δ.Σ. τοῦ σωματείου ΘΕΟΚΓΟΧΝΜ[1]καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, περὶ τοῦ Νόμου 4301/2014, γιὰ τὴν ἐκ τῶν ὑστέρων «δογματικὴ θεμελίωση» τῆς ἀποτειχίσεώς τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος.

τοῦ Σεβασμ. Μητροπολίτου Γ.Ο.Χ. Δημητριάδος κ. Φωτίου

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Τὸ πρῶτο μέρος κατέληγε στὴν ἑνότητα 3, στὴν ὁποίαν ἀναφερθήκαμε στὸ τμῆμα ἑτεροδόξων τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων. Εἴπαμε ὅτι ἀντίθετα ἀπὸ τὰ ὅσα διακινοῦν κάποιοι ψευδῶς καὶ δυστυχῶς παραδέχεται καὶ ὁ κ. Κυριαζόπουλος, ἡ Ἐκκλησία ΓΟΧ Ἑλλάδος δὲν ἐπο­πτεύ­εται ἀπὸ τὸ τμῆμα ἑτεροδόξων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Διεύθυνση Θρησκευ­τι­κῆς Διοικήσεως τοῦ ἰδίου Ὑπουργείου. Πρὶν προχωρήσουμε στὴν ἀνάλυση τῶν ὑπολοίπων πτυχῶν τοῦ ζητήματος πρέπει νὰ ἀναφέ­ρουμε, ὅτι ἤδη κατὰ τὸν χρόνο συγγραφῆς τοῦ δευτέρου αὐτοῦ μέρους τῆς ἀπαντήσεώς μας, τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων κατήργησε ἐντελῶς τὸ τμῆ­μα ἑτεροδόξων καὶ ἑτεροθρήσκων καὶ ἵδρυσε στὴ θέση του τμῆμα Μη­τρώ­ου. Πρόκειται γιὰ μία ἀπροσδόκητη ἐξέλιξη, ἡ ὁποία δὲν ἦταν ἀναμε­νόμενη καὶ ἔφερε σὲ δύσκολη θέση ὅλους ὅσους εἶχαν οἰκοδο­μή­σει τὴν ἀντίδρασή τους κατὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἐπάνω στὸ θεμέλιο τοῦ τμήματος ἑτεροδόξων! Ἔμειναν νὰ παραμιλοῦν λέγοντας τὸν στίχο τοῦ ποιητοῦ:

«Καὶ τώρα τὶ θὰ γένουμε χωρὶς βαρβάρους;[2]»...

4. Ἡ ψήφιση εἰδικοῦ νόμου γιὰ τοὺς ΓΟΧ

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος κάνει δύο προτάσεις, ὡς ἐναλλακτικὲς λύσεις, ἀντὶ τῆς συστάσεως Θρησκευτικῶν Νομικῶν Προσώπων. Τὴν πρώτη πρόταση τὴν ὑπονομεύει ὁ ἴδιος ἐκ προοιμίου, διότι τὴν εἰσάγει μὲ ὑποθετικὸ λόγο τοῦ μὴ πραγματικοῦ! Δηλαδὴ θέτει μία προϋπόθεση, τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος θεωρεῖ μὴ πραγματική, ὥστε νὰ μποροῦσε νὰ ἰσχύσει αὐτὴ ὁ πρόταση, ὁπότε οὐσιαστικῶς δὲν ἰσχύει. Ἡ πρότασή του αὐτὴ εἶναι:

(...) εφόσονη σωματειοποίηση δεν συνιστούσεχαρακτηριστική περίπτωση εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας, τότε θα συνιστούσεειδική και ξεχωριστή περίπτωση της Εκκλησίας ΓΟΧ, η οποία συνιστά ιδιαίτερη θρησκευτική κοινότητα που δεν είναι ούτε ετερόδοξη ούτε αλλόθρησκη έναντι της καινοτόμου νεοημερολογητικής Εκκλησίας της Ελλάδος. Στην ειδική και ξεχωριστή αυτή περίπτωση, εφόσον δεν υπήρχε η αντίθεση της σωματειο­ποίησης της Εκκλησίας και των οργανωτικών της υποδιαιρέσεων στην Ιερά Παράδοσηκαι εφόσον η σωματειοποίηση δεν συνιστούσε χαρακτη­ρι­στική περίπτωση εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας – όροι που δεν ισχύουν εν προ­κειμένω, αφού υφίσταται η εν λόγω αντίθεση και συντρέχει η εν λόγω εκκοσμίκευση - τότε θα μπορούσενα υπάρχει ειδικός Νόμος της Βουλής για τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας ΓΟΧ, συμφωνημένος μεταξύ αρμόδιων στελεχών του Υπουργείου Παιδείας και εκπροσώπων της Εκκλησίας, ο οποίος:

Α. θα όριζε ότι, κατά την εκκλησιαστική πεποίθηση της Εκκλησίας ΓΟΧ, αυτή είναι η κληρονόμος της πριν το 1924 ακαινοτόμητης Εκκλησίας της Ελλάδος.

Β. θα αναγνώριζε αυτοδικαίως ιδιόρρυθμες (λόγω θρησκευτικής ελευθε­ρίας) νομικές προσωπικότητες ιδιωτικού δικαίου για την Εκκλησία, για τις Μητροπόλεις, τις Ενορίες και Μονές ΓΟΧ, και

Γ. θα προέβλεπε τη διοίκηση και εκπροσώπησή τους, σύμφωνα με τους Ιε­ρούς Κανόνες και το πολίτευμα της Εκκλησίας, το οποίο είναι συνδυασμός συ­νο­δικότητας (με ευρεία έννοια) και συνοδικότητας (με στενή έννοια) και όχι μόνο συνοδικότητας (με στενή έννοια), δηλαδή μόνο σε επίπεδο Αρχιερέων[3].

Ἀναρωτιέται κανεὶςγιατὶ κάνει αὐτὴ τὴν πρόταση ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀφοῦ ὁ ἴδιος θεωρεῖ ὅτι δὲν συντρέχουν οἱ προϋποθέσεις ποὺ ὁ ἴδιος θέτει; Γιὰ νὰ γεμίσει τὶς σελίδες τῆς γνωμοδοτήσεως; Πιθανόν. Ὁ ἴδιος μόνον γνωρίζει. Ἀλλὰ ἂς ἐξετάσουμε τὴν πρότασή του.

α´) Οἱ προϋποθέσεις ποὺ θέτει εἶναι πλασματικές. Ὁ ἴδιος ἀναποδεί­κτωςὅρισε ὡς «σωματειοποίηση» τὴν πρόσληψη νομικῆς προσωπικό­τη­τας. Αὐτὸς εἶναι ἕνα αὐθαίρετος, ἀμάρτυρος[4], ἀναπόδεικτος καὶ παράλο­γος ἰσχυρισμός, διότι τὸ σωματεῖο εἶναι μία εἰδικὴ μορφὴ νομικῆς προσω­πι­κότητας ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ μποροῦν νὰ ὑπάρξουν. Καὶ στὸ ἑλληνικὸ νομικὸ σύστημα ὑπάρχουν πολλῶν εἰδῶν νομικὰ πρόσωπα. Τὸ σωματεῖο εἶναι μία ἀπὸ τὶς πέντε μορφὲς Νομικῶν Προσώπων Ἰδιωτικοῦ Δικαίου (ΝΠΙΔ) (Σωματεῖα, Ἀστικὲς Ἐταιρίες, Ἱδρύματα, ΘΝΠ καὶ ΕΝΠ), ἐνῷ ἐπι­πλέον ὑπάρχουν καὶ τὰ διάφορα εἴδη Νομικῶν Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ). Ἂν φυσικὰ ἴσχυε ὁ ἰσχυρισμός του, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, λ.χ. ὅτι ὁ ἴδιος ὁ κ. Κυριαζόπουλος γεννήθηκε, βαπτίσθηκε, συμμε­τεῖ­χε καὶ ἦταν μέλος σὲ μία «σωματειοποιημένη ἐκκλησία», τὴν ὁποία μάλιστα ὁ ἴδιος θεωροῦσε ὀρθοδοξότατη μέχρι τὴν κολυμβαριανὴ «σύ­νο­δο». Διότι ἡ νεοημερολογιτικὴ ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ μάλιστα οἱ βασι­κές ὀργανωτικές της ὑποδιαιρέσεις, οἱ Ἐνορίες, διέθεταν καὶ διαθέτουν νο­μι­κὴ προσωπικότητα (ΝΠΔΔ)[5].

β´) Χαρακτηρίζει αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος αὐθαιρέτως ὀνόμασε σωματειοποίηση, δηλαδὴ τὴν πρόσληψη νομικῆς προσωπικότητος, ὡς «ἀντίθετο στὴν Ἱερὰ Παράδοση» καὶ «χαρακτηριστικὴ περίπτωση ἐκκοσμικεύσεως». Σὲ ἄλλο σημεῖο ἀποκαλεῖ αὐτὴ τὴν διαδικασία «νομικὸ οἰκουμενισμό». Μὲ τὸ ζήτη­μα τοῦτο ἀσχολούμεθα στὴν ἑπομένη ἑνότητα. Ἐδῶ ἀρκούμεθα στὴν ἐπι­σή­μανση, ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν λογικὴ, ὅλες οἱ τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ οἱ ὀργανωτικές τους ὑποδιαιρέσεις, ἀκόμη καὶ πρὸ τοῦ σχίσματος τοῦ 1924, εἶχαν ἐκπέσει στὴν «σωματειοποίηση», στὴν ἐκκοσμίκευση καὶ στὴν αἵρεση τοῦ «νομικοῦ οἰκουμενισμοῦ», ὁπότε ἔχει ἤδη ἐξαλειφθεῖ ἡ Ὀρθό­δο­ξος Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν πλανήτη τῆς Γῆς, σύμφωνα πάντοτε μὲ τὴν λογικὴ τοῦ κ. Κυριαζόπουλου.

γ´) Εἴδαμε προηγουμένως στὴν ἑνότητα 2, ὅτι ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ὁ νέος Ὁμολογητὴς στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἀθηνα­γόρα[6]εἶχε προτείνει τὴν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας τῶν Παλαιο­ημε­ρο­λο­γιτῶν ἐκ μέρους τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως καὶ τὸν καθορισμὸ τῆς λειτουρ­γίας της βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ ἐντός τῶν πλαισίων τῶν νόμων. Ἡ νόμιμη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα στὰ πλαίσια τὼν νόμων τῆς πατρίδος μας ὑπῆρξε πάντοτε ἐπιδίωξη τῆς Ἐκκλησίας μας.

δ´) Κατὰ τὴν συζήτηση τῆς 10/23-4-1975 τῆς Ε´ Ἀναθεωρητικῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων ὁμάδες Βουλευτῶν εἶχαν καταθέσει τροπολογίες γιὰ τὴν συν­τα­γματικὴ κατωχύρωση τῆς Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ. Ὁ Βουλευτὴς Δ. Φράγκος εἶχε δηλώσει τὰ ἑξῆς:

Κύριε Πρόεδρε, θά ἤθελον νά μεταφέρω τό αἴτημα μιᾶς μερίδος Ἑλλήνων πολιτῶν τῶν γνωστῶν Παλαιοημερολογιτῶν Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι ἀριθμοῦν περί τό ἕν ἑκατομμύριον Ἑλλήνων. Εἶναι γνωστόν ὅτι πρόκειται περί εὐλαβῶν, πιστῶν, νομοταγῶν καί καλῶν, ἀρίστων θά ἔλεγον, Ἑλλήνων. Δύο τροπολογίαι ἦλθον πρός συζήτησιν εἰς τήν Ἐπιτροπήν τοῦ Συντάγματος. Καί αἱ δύο αὐταί τροπολογίαι ἀπερ­ρίφ­θησαν, ἀλλά νομοτύπως ὑπογραφεῖσαι ὑπό 20 συναδέλφων ἐπανέρ­χονται καί πάλιν εἰς τήν αἴθουσαν ταύτην. Ἡ μία ἐξ αὐτῶν ἔχει ὡς ἑξῆς – εἶναι συνέχεια τῆς παραγράφου 4 τοῦ ἄρθρου 4 τοῦ σχεδίου Συν­τάγματος «Διά νόμου δύναται νά καθορισθῶσιν τά τῆς διοική­σεως καί λατρείας τῶν Παλαιοημερο­λογιτῶν Ἑλλάδος καί τῆς ἐπ᾿ αὐ­τῶν κρατικῆς ἐποπτείας». Πρόκειται περί μιᾶς τροπολογίας, ἡ ὁποί­α δέν εἶναι ἄμεσος διά τοῦ Συντάγματος ἐπιβαλλομένη, ἀλλά δί­δει τήν εὐχέρειαν εἰς τόν νομοθέτην, ἐάν καί ἐφ᾿ ὅσον θελήσῃνά κα­θο­ρίσῃτά τῆς διοικήσεως καί τῆς κρατικῆς ἐποπτείας ἐπί τῶν Παλαι­οημερολογιτῶν. Νομίζω ὅτι δέν εἶναι κάτι τό τρομερόν νά δεχθῇἡ Βουλή, ὅπως ὁ νομοθέτης καθορίσῃ κάτι, τό ὁποῖον ἠμπορεῖ νά κάμῃκαί μόνος, ἀλλά τουλάχιστον νά ὑπάρχῃἡ κατευθυντήριος γραμμή.

Ἡ πρόταση γιὰ τὴν τροπολογία δὲν ἔγινε δεκτὴ καὶ τότε ὁ Ὑφυπουργὸς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων Χ. Καραπιπέρης ἔκανε τὴν γνωστὴ πλέον δήλωση γιὰ ἀντιστάθμισμα.

Οὐδέποτε διατυπώθηκε ἀπό παράγοντες τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ φόβος, ὅτι τυχὸν ἀναγνώριση διὰ νόμου τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ρύθμιση τοῦ τρόπου διοικήσεως Αὐτῆς ἀποτελοῦσε κίνδυνο «ἐκκοσμικεύσεως» ἢ «σω­μα­τει­οποιήσεως» Αὐτῆς.

ε´) Ταυτοχρόνως ὅμως πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ, ὅτι ἡ πρόταση αὐτὴ τοῦ κ. Κυριαζόπουλου δὲν εἶναι ρεαλιστική. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν παρ᾽ ὀλίγον ἐπίτευξη τῆς συνταγματικῆς προστασίας τῆς Ἐκκλησίας μας μέσωτροπολογιῶν τὸ 1948 καὶ τὸ 1975, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἀπέτρεψε ἡ ἄμεση παρέμβαση τῆς νεοημερολογιτικῆς ἐκκλησίας, ὅπως περιγράφεται λεπτομερῶς στὴν ἑνότητα 3 τοῦ παρόντος. Ἡ νεοημερολογιτικὴ ἐκκλησία κραδαίνοντας τὸ ὅπλο τῶν ψήφων ποὺ διαθέτει ὡς ἐπικρατοῦσα θρησκεία στὴν Ἑλλάδα, δὲν θὰ ἐπέτρεπε σὲ καμία Κυβέρνηση νὰ φέρει ποτὲ τέτοιο νόμο πρὸς ψήφιση στὴν Βουλή.

στ´) Ἀκόμη ὅμως καὶ ἄν γινόταν πράξη ἡ πρόταση αὐτὴ τοῦ κ. Κυρια­ζό­που­λου, καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση ἔφερνε τέτοιο σχέδιο νόμου στὴν Βου­λὴ γιὰ τὴν ἔγκριση ἑνὸς καταστατικοῦ χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ, ὁ ὁποῖος θὰ εἶχε διαμορφωθεῖ ἔπειτα ἀπὸ διαβουλεύσεις τῆς Κυβρνήσεως μαζί μας, καὶ πάλι ἡ λύση αὐτὴ θὰ ἦταν ὑποδεέστερη τῆς δυνατότητας τὴν ὁποία μᾶς δίδει ὁ Ν.4301. Διότι οἱ Ἕλληνες Βουλευτές (οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔχουν ἐλάχιστη σχέση μὲ τὴν Ὀρθοδοξία) θὰ εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ τροποποιήσουν κατὰ βούλησιν τὰ ἄρθρα τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ χάρτου. Ἄνθρωποι ἄθεοι καὶ ἄσχετοι πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία θὰ ἀπο­φάσιζαν γιὰ τὸν τρόπο διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας μας; Ἐνῷ σύμφωνα μὲ τὸν Ν.4301 ἐμεῖς διαμορφώνουμε ὅπως θέλουμε τὸν Κανονισμὸ καὶ τὸ Πρω­τοδικεῖο ἐλέγχει αὐτὸν μόνον ἂν περιλαμβάνει τὰ ἐκ τοῦ νόμου προβλεπόμενα, δίχως νὰ μπορεῖ νὰ κάνει ἀλλαγές. Εἶναι γεγονός, ὅτι οἱ κανονισμοὶ καὶ τῶν τεσσάρων Θρησκευτικῶν Νομικῶν Προσώπων γιὰ Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἤδη ἀναγνωριστεῖ, ἐγκρίθηκαν δίχως κανένα πρόβλημα ὅπως ἀκριβῶς εἶχαν διατυπωθεῖ.

Ἐν ὀλίγοις, ἂν καὶ ἡ -μέσῳ πολιτειακῶν πράξεων- ἀναγνώριση καὶ θε­σμο­θέτηση τοῦ τρόπου λειτουργίας τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκ­κλη­σιῶν, καὶ τῶν ὀργανωτικῶν τους ὑποδιαιρέσεων, κάθε ἄλλο παρὰ ἀντί­θετη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση πρακτικὴ ἀποτελεῖ, ἐν τούτοις γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ ἀποτελεῖ μία μὴ ρεαλιστικὴκαὶ ταυτοχρόνως μὴ συμφέρουσαπρόσταση σὲ σύγκριση μὲ τὴν χρήση τοῦ Ν.4301.

5. Ὁ «Νομικὸς Οἰκουμενισμὸς»

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος εἰσάγει στὴν γνωμοδότησή του τὸν νεολογισμὸ «νο­μι­­κὸς οἰκουμενισμός». Θεωρεῖ ὅτι οἱ νόμοι γιὰ τὴν παροχὴ νομικῆς προ­σω­πικότητας σὲ θρησκευτικοὺς ὀργανισμοὺς βασίζονται στὴν ἔννοια τῆς ἐ­λευ­θερίας τοῦ συνεταιρίζεσθαι, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν θρησκευτικὴ ἐ­λευ­θε­ρία, ἡ ὁποία –κατ᾿ αὐτὸν- ἔχει ἀγνωστικιστικὸ ὑπόβαθρο. Δηλαδή, ὅπως ὁ ἴδιος ἐξηγεῖ, ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία «προϋποθέτει τὴν ὑποκει­με­νι­κὴ ἀν­τί­ληψη τῶν ἀτόμων καὶ τῶν θρησκευτικῶν ὁμάδων γιὰ τὸ θέμα τῆς θρη­σκευτικῆς ἀλήθειας[7]», ἐνῷ ἡ Ὀρθοδοξία (ἐκτὸς τῶν ἐξ Ὀρθοδόξων οἰ­κου­μενιστῶν) πιστεύει ὅτι αὐτὴ μόνο κατέχει τὴν θρησκευτικὴ ἀλήθεια καὶ οὐδεμία ἄλλη ἑτερόδοξη ἢ ἑτερόθρησκη κοινότητα. Ἔτσι ὅταν μία το­πι­κὴ Ἐκκλησία ἢ οἱ ὀργανωτικές της ὑποδιαιρέσεις (Ἐπισκοπές, Ἐνορίες καὶ Μονὲς) κάνει χρήση εἴτε κάποιου εἰδικοῦ νόμου εἴτε τοῦ ἀστικοῦ κώ­δι­κα γιὰ πρόσληψη νομικῆς προσωπικότητας, τότε ἀποδέχεται τὸν νομικὸ οἰ­κου­μενισμό:

Ως εκ τούτου, αν μια Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία και οι οργανωτικές της υποδιαιρέσεις κάνουν χρήση ενός ειδικού νόμου για τις νομικές προσω­πι­κό­τητες των θρησκευτικών οργανισμών, όπως του Νόμου 4301/2014, ή ακόμη και του Αστικού Κώδικα για τα σωματεία και τις αστικές εταιρίες, σε σχέση με την ίδια την Εκκλησία και τις οργανωτικές της υποδιαιρέσεις, τότε αποδέχονται το νομικό οικουμενισμό, δηλαδή εντάσ­σονται σε ένα νο­μι­κό πλαίσιο για τις νομικές προσωπικότητες των θρησκευ­τι­κών οργανισμών, είτε του Νόμου 4301/2014 είτε του Αστικού Κώδικα , το οποίο πλαίσιο θρη­σκευ­τικής ελευθερίας είναι αγνωστικιστικό (δηλαδή είτε αποδέχεται ότι όλα τα θρησκεύματα έχουν θρησκευτική αλήθεια είτε ότι κανένα θρή­σκευ­μα δεν έχει θρησκευτική αλήθεια). Έτσι τα νομικά πρόσω­πα της Εκκλησίας και των οργανωτικών της υποδιαιρέσεων εξομοιώνονται, ενώπιον όλων, με τις άλλες εκκλησίες (υπό το πρίσμα του κρατικού δικαίου) ή θρησκευτικές κοινότητες, μέσα σε ένα μωσαϊκό νομικών προ­σώ­πων θρησκευτικών οργανισμών διαφόρων θρησκευμάτων[8].

Καὶ τὶ προτείνει, λοιπὸν, ὡς λύση; Τὸ ἑξῆς:

(...) προς αποφυγήν του νομικού οικουμενισμού, πρέπει να συστή­νον­ται μόνον νομικά πρόσωπα του Αστικού Δικαίου (σωματεία ή αστι­κές εταιρίες) που να είναι φορείς του ιδιοκτησιακού καθεστώτοςτης εκκλησιαστικής περιουσίας της Εκκλησίας ή των οργανωτικών της υποδιαιρέσεων και της διοίκησης και διαχείρισής της[9].

Παρακάτω δε ἀναφέρει μία χαρακτηριστικὴ περίπτωση νομικοῦ οἰκου­με­νισμοῦ, ἡ ὁποία ἐμπεριέχεται στὸν Ν.4301:

Ως γνωστόν 300 τουλάχιστον ιδρυτές – φυσικά πρόσωπα συστήνουν θρη­σκευ­τικό νομικό πρόσωπο, το οποίο μπορεί να είναι Μητρόπολη ΓΟΧ, βου­δι­στι­κός οργανισμός, ή οργανισμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ή οργανισμός των Μουσουλμάνων Μπαχάι (με έδρα το Τελ Αβίβ του Ισραήλ) ή οργα­νι­σμός οποιουδήποτε άλλου θρησκεύματος. Τρία τουλάχιστον θρησκευτικά νο­μι­κά πρόσωπα του ίδιου θρησκεύματος – ιδρυτές συστήνουν εκκλη­σια­στι­κό νομικό πρόσωπο. Έτσι τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα των προαναφερ­θει­σών Μητροπόλεων ΓΟΧ συστήνουν το εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας ΓΟΧ. Αν τρία τουλάχιστον θρησκευτικά νομικά πρόσωπα των Βουδιστών, των Μαρτύρων του Ιεχωβά (οι οποίοι, κατά τις πεποιθήσεις τους, αποτελούν μη τριαδικό χριστιανικό θρήσκευμα) ή των Μπαχάι ή οποι­ου­δήποτε μη χριστιανικού θρησκεύματος συστήσουν νομικό πρόσωπο, τούτα θα έχουν, επί παραδείγματι, τις εξής επωνυμίες: «Βουδιστική Ένωση Ελ­λά­δος Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο», «Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά Ελλάδος Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο», «Ένωση των Μουσουλμάνων Μπαχάι Ελλάδος Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο»[10].

Μέχρι τώρα γνωρίζαμε γιὰ μυθιστορήματα ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Νομίζουμε, ὅτι ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἐγκαινίασε τὸ νέο λογοτεχνικὸ εἶδος τῆς νομικῆς φαντασίας! Διότι ἐφαντάσθη ὅτι ἀλλόθρησκες κοινότητες, π.χ., μωαμεθανῶν, βουδιστῶν, ἢ ἄλλων θὰ ἐπιχειρήσουν βάσει τοῦ Ν.4301 νὰ συστήσουν «ἘκκλησιαστικὰΝομικὰ Πρόσωπα», ὁπότε θὰ ἐμφανι­σθοῦν «ἐκκλησίες» μωαμεθανῶν, ἰνδουϊστῶν, βουδιστῶν κ.λπ.. Καὶ αὐτὸ θεωρεῖ ὅτι θὰ μολύνει τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔτσι θὰ φαίνεται ὡς ἀποδεχομένη τὸν «νομικὸ οἰκουμενισμό». Μάλιστα! Ἂς πάρουμε τὰ πράγματα μὲ τὴν σειρά.

α´) Τὸ θεμέλιο τοῦ συλλογισμοῦ τοῦ κ. Κυριαζόπουλου εἶναι ἐσφαλμένο. Διότι τὸ μὲν κράτος ὀφείλει νὰ σέβεται τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία τῶν πολιτῶν καὶ νὰ μὴν λαμβάνει θέση γιὰ τὸ ποιὸς κατέχει τὴν θρησκευτικὴ ἀλήθεια, ταυτόχρονα δὲ νὰ δίνει τὴν δυνατότητα σὲ ὅλες τὶς θρησκευτικὲς κοινότητες νὰ ὀργανώνονται κατὰ τὸν τρόπο ποὺ θεωροῦν καλύτερο καὶ οἱ κοινότητες αὐτές, μαζί μὲ τὶς ὀργανωτικές τους ὑποδιαιρέσεις, νὰ εἶναι φορεῖς δικαιωμάτων καὶ ὑποχρεώσεων (τουτέστιν νὰ ἔχουν νομικὴ προ­σω­πι­κό­τητα). Κεφαλαιῶδες δικαίωμα εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ συναλ­λάσ­σονται καὶ νὰ διαθέτουν περιουσία, προκειμένου νὰ ἀσκοῦν τὸ λατρευ­τικὸ καὶ φιλανθρωπικό τους ἔργο. Ἡ ἀνεξιθρησκεία δὲν βασίζεται, κατὰ κύριο λόγο, στὸν θρησκευτικὸ ἀγνωστικισμό. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγ­γέ­λιο μᾶς διδάσκει τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἐ­κεῖ­νος εἶπε τὸ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν». Ἐκεῖνος, ὅταν πολλοὶ σκαν­δαλισθέντες ἀπὸ τὰ λόγια του ἔφυγαν, ἐρώτησε τοὺς Μαθητές: «Μήτι θέ­λε­τε καὶ ὑμεῖς ὑπάγειν;». Οἱ μαθητὲς βέβαια παρέμειναν ἐθελουσίως κοντά Του. Ἀπὸ ποῦ καὶ ὡς ποῦ θὰ χαρίσουμε τὴν ἀρετὴ τῆς ἀνεκτι­κό­τητας στὸν ἀλλόθρησκο καὶ τὸν σεβασμὸ στὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου στοὺς ἀγνωστικιστές; Εὐτυχῶς ποὺ ὁ κ. Κυριαζόπουλος δὲν ἔζησε τὸν 4οαἰῶνα μ.Χ., διότι θὰ κατηγοροῦσε ὡς ἀγνωστικιστὴ τὸν Μ. Κωνσταντῖνο γιὰ τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων!

Ἀλλὰ καὶ οἱ κατὰ τόπους Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες, ἀπὸ τὸν 4οαἰῶνα μὲ ἀπόφαση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἀπέκτησαν τὴν δυνατότητα νὰ ἔχουν περιουσία καὶ νὰ δέχονται κληρονομίες[11], ὅπως εἶχαν μέχρι τότε τὰ εἰδω­λο­λατρικὰ ἱερά. Μήπως, λοιπόν, καὶ οἱ τότε χριστιανικὲς ἐκκλησίες εἶχαν περιπέσει στὸν «νομικὸ οἰκουμενισμό»;

β´) Αὐτοκρατορικὰ διατάγματα καὶ ἀργότερα σουλτανικὰ διατάγματα καὶ νόμοι στὰ νεώτερα κράτη κατοχύρωναν προνόμια, δικαιώματα, τυπι­κὰ καὶ κανονισμοὺς Πατριαρχείων, Ἐκκλησιῶν καὶ Μονῶν, ἢ καὶ Μονα­στι­κῶν Κοινοτήτων (ὅπως τοῦ Ἁγίου Ὄρους), ἐνῶ ταυτόχρονα παρόμοια διατάγματα ἐξεδίδοντο καὶ γιὰ θρησκευτικὲς κοινότητες ἑτεροδόξων καὶ ἑτεροθρήσκων, μάλιστα δὲ κατὰ τὴν Ὀθωμανικὴ περίοδο[12]. Μήπως καὶ τότε περιέπεσαν οἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ στὸν «νομικὸ Οἰ­κου­με­νισμό»; Μήπως, λοιπὸν μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικό, καὶ οἱ ζηλωτὲς ἁγιο­ρεῖ­τες ποὺ διαβιοῦν στὸ Ἅγιο Ορος καὶ εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ἐφαρμόζουν τὸν Καταστατικὸ χάρτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔχουν καὶ αὐτοὶ μολυνθεῖ ἀπὸ τὸν «Νομικὸ Οἰκουμενισμό»;

γ´) Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι μία τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ ὀργανωτικές της ὑποδιαιρέσεις, ἂν ἀποκτήσουν νομικὴ προσωπικότητα (ἀκόμη καὶ τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα) ἐκπίπτουν στὸν «νομικὸ οἰκουμενισμὸ» διότι ἐξομοιώ­νον­ται πρὸς τὶς κοινότητες τῶν ἑτεροδόξων, ἐπειδὴ καὶ αὐτὲς ἔχουν τέ­τοι­ου εἴδους νομικὰ πρόσωπα, μόνον ὡς ἀνέκδοτο μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ καὶ εἶναι ἀπορίας ἄξιον, πῶς ἕνας Ἐπίκουρος Καθηγητὴς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου διατυπώνει κάτι τέτοιο! Αὐτοὶ ποὺ χρησιμοποίησαν (καὶ προφα­νῶς παρήγγειλαν) τὴν γνωμοδότηση δὲν πρόσεξαν ὅτι ἔτσι κατακρίνεται καὶ ὁ Μακαριστὸς Μητροπολίτης κυρὸς Μάξιμος, ὁ ὁποῖος εἶχε συστήσει Ἀστικὴ Ἐταιρία γιὰ νὰ προσδώσει νομικὴ προσωπικότητα στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη ΓΟΧ Θεσσαλονίκης; Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι νομικὸ πρόσωπο μορφῆς Σωματείου διαθέτουν, τὸ ὁποῖο μάλιστα αὐτοὶ ταυτίζουν μὲ τὴν Ἐνορία τὴν ὁποία κατέχουν[13]. Συνεπῶς μὲ τὴν λογικὴ αὐτὴ καὶ οἱ ἴδιοι ἔπεσαν στὴν αἵρεση τοῦ «νομικοῦ οἰκουμενισμοῦ»[14].

δ´) Μὲ ἕνα παρόμοιο σκεπτικό, κάποιος ἄλλος εὐφάνταστος νοῦς θὰ μπο­ροῦσε νὰ ἰσχυρισθεῖ, ὅτι ἐφόσον οἱ ἑτερόδοξοι καὶ ἑτερόθρησκοι χρη­σι­­μοποιοῦν κτισμένους ναοὺς γιὰ τὴν λατρεία τους, δὲν θὰ ἔπρεπε οἱ Ὀρθό­δοξοι νὰ χρησιμοποιοῦμε καὶ ἐμεῖς τέτοιους ναούς, διότι τοῦτο θὰ ἦταν ...«ἀρχιτεκτονικὸς οἰκουμενισμός». Οὔτε νὰ χρησιμοποιοῦμε χρήμα­τα γιὰ τὶς συναλλαγές, διότι καὶ οἱ ἑτερόδοξοι χρήματα χρησιμοποιοῦν (ἄρα... «οἰκονομικὸς οἰκουμενισμός»)! Καὶ «ἐπιλήψῃ ἡμᾶς ὁ χρόνος διη­γου­μένους» περὶ πόσων εἰδῶν οἰκουμενισμοὺς μπορεῖ νὰ ἐπινοήσει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ κάθε εὐφάνταστος νοῦς!...

Καὶ μπορεῖ πράγματι νὰ ἐπινοήσει κάποιος πλῆθος «οἰκουμενισμῶν» γιὰ τὴν κάθε σφαίρα ἀνθρωπίνης δραστηριότητας, ἀλλὰ αὐτό, ἐκκλησια­στικῶς, εἶναι ἀδιάφορο. Μόνον ὁ θρησκευτικὸς οἰκουμενισμὸς εἶναι ἐπί­μεμ­πτος, ὡς βασιζόμενος στὸν θρησκευτικὸ συγκρητισμό. Ὑπάρχει λ.χ. στὴν πολιτικὴ ἡ ἔννοια τῆς «οἰκουμενικῆς κυβερνήσεως», κατὰ τὴν ὁποία μέλη ὅλων ἢ τῶν περισσοτέρων κομμάτων τῆς Βουλῆς μετέχουν στὴν Κυ­βέρ­νηση. Ἀλλὰ αὐτὸ ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς εἶναι ἀδιάφορο. Ὁμοί­ως καὶ ὅλοι οἱ «οἰκουμενισμοὶ» ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπινοήσει ὁ κάθε εὐφάν­τα­στος νοῦς, καὶ ποὺ ἀφοροῦν ἄλλους τομεῖς τῆς ἀνθρωπίνης δρα­στη­ριό­τητας, πλὴν τοῦ θρησκευτικοῦ, δὲν ἐνδιαφέρουν τὴν Ἐκκλησία. Συνεπῶς δὲν ἔχει κανένα ἐνδιαφέρον ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως ἡ ἔννοια τοῦ «νομικοῦ οἰκουμενισμοῦ», ποὺ ἐπινόησε ὁ κ. Κυριαζόπουλος γιὰ νὰ φανεῖ ἀρεστὸς στοὺς ἐντολεῖς του[15].

ε´) Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι μὲ τὸν Ν.4301 παρέχεται τὸ δικαίωμα σὲ τρία θρη­σκευ­τικὰ νομικὰ πρόσωπα νὰ συστήσουν Ἐκκλησιαστικὸ νομικὸ πρό­σω­πο, ὁπότε θεωρητικῶς θὰ μποροῦσαν νὰ συστήσουν ἐκκλησιαστικὰ νομι­κὰ πρόσωπα καὶ μὴ χριστιανικὲς κοινότητες, καὶ συνεπῶς αὐτὸ ἀποτελεῖ «νομικὸ οἰκουμενισμό», ἐκτὸς ἀπὸ κωμικὸ εἶναι καὶ ἐπικίνδυνο. Κωμικὸ μὲν διότι οἱ μωαμεθανοὶ καὶ οἱ βουδιστὲς καὶ οἱ λοιποὶ ἑτερόθρησκοι δὲν ἔ­χουν στὴν παράδοσή τους νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο «ἐκκλησιαστικό», τὸν ὁποῖο πιθανόν κάποιοι νὰ ἀπεχθάνονται διότι ἴσως θὰ αἰσθάνονται ὅτι ἔτσι ἐξομοιώνονται μὲ τοὺς χριστιανούς. Δὲν εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ συ­στήσουν δευτεροβάθμιο διοικητικὸ ὄργανο. Ἀλλὰ καὶ ἂν τὸ ἔκαναν, τὶ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐμᾶς; Ἐκκλησίες πονηρευομένων ὑπάρχουν, ἄλλωστε, πολ­λές. Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία καὶ Αὐτὴ ἀσφαλῶς δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τοὺς τίτλους καὶ τὰ ὀνόματα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἑ­τε­ρόδοξοι καὶ ἑτερόθρησκοι. Ἀπεναντίας, καὶ ἐδῶ εἶναι τὸ ἐπικίνδυνο τῆς ὑπο­θέσεως, τὸ νὰ θεωρεῖ κανεὶς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τοὺς τίτλους καὶ τὰ ὀνόματα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἑτερόδοξοι καὶ ἑτε­ρό­θρησκοι, αὐτὸ τοῦτο ἀποτελεῖ αἵρεση, τὴν αἵρεση τοῦ ἑτερο­προ­σδιορισμοῦ.

στ´) Ἡ πρόταση τοῦ κ. Κυριαζόπουλου εἶναι νὰ συστήνονται νομικὰ πρό­σωπα τοῦ Ἀστικοῦ Δικαίου (σωματεῖα ἢ ἀστικὲς ἑταιρίες) ἀπο­κλει­στικῶς ὡς φορεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ὀργανωτικῶν της ὑποδιαιρέσεων, προκειμένου νὰ ἀσκεῖται ἡ διοίκηση καὶ ἡ διαχείριση τῆς περιουσίας αὐτῆς. Ἀπὸ τὴν πρόταση αὐτὴ δημιουρ­γοῦν­ται κάποια ἐρωτήματα. Τὰ νομικὰ αὐτὰ πρόσωπα θὰ ἔχουν διαφορετικὴ ἐπω­νυμία ἀπὸ τὶς Ἐνορίες, Μονὲς καὶ Μητροπόλεις, τῶν ὁποίων τὴν περιουσία θὰ διαχειρίζονται ἢ μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἴδια; Δη­λα­δὴ λ.χ. μαζεύονται πέντε ἄτομα ποὺ θέλουν νὰ μονάσουν σὲ ἕναν τόπο, ἀγοράζουν οἰκόπεδο στὸ ὄνομά τους καὶ μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου συστήνουν Μονὴ μὲ ὄνομα «Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Πέρα Ραχούλας». Ἡ Μονὴ αὐτὴ ἐκκλησιαστικῶς ὑφίσταται ὡς ὀργανωτικὴ ὑποδιαίρεση μιᾶς Μητροπόλεως τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος, ἀλλὰ δὲν ἔχει νομικὴ προ­σωπικότητα. Ἀποφασίζουν λοιπὸν τὰ ἄτομα ποὺ μονά­ζουν νὰ συ­στή­σουν μία ἀστικὴ ἑταιρία γιὰ νὰ διασφαλίσουν τὴν περιου­σία τῆς Μονῆς. Κατὰ τὸν κ. Κυριαζόπουλο, τὶ πρέπει νὰ κάνουν; Νὰ ὀνο­μά­σουν τὴν ἀστικὴ ἑταιρία κάτι σὰν «Διαχειριστικὴ Ἐπιτροπὴ Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γε­ωρ­γίου Πέρα Ραχούλας» ὥστε νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν ἐκκλη­σιαστικῶς ὑφι­στά­μενο ὀργανισμὸ «Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Πέρα Ραχούλας»; Ἂν ὀνομάσουν τὴν ἀστικὴ ἑταιρία «Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Πέρα Ρα­χού­λας» θὰ πέσουν στὴν αἵρεση τοῦ «νομικοῦ οἰκουμε­νισμοῦ»; Δὲν εἶναι φα­νε­ρὸ ὅτι πρόκειται γιὰ δύο διαφορετικὰ πράγματα; Διότι ἡ Μονὴ προϋ­πῆρ­χε ἐκκλησιαστικῶς καὶ ἀργότερα προσέλαβε τὴν νομικὴ μορφὴ γιὰ συγκε­κριμένους λόγους. Ἀλλὰ ἀκριβῶς τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὶς Μητροπόλεις, οἱ ὁποῖες ὑφίστανται ἤδη ἐκκλησιαστικῶς καὶ ἔπειτα προσλαμβάνουν τὴν νομικὴ μορφὴ τῶν Θρησκευτικῶν Νομικῶν Προσώπων ἐφ᾽ ὅσον θέλουν. Ποιὸ εἶναι τὸ μεμπτό;

ζ´) Ἡ ἔλλειψη νομικῆς προσωπικότητος στὶς Μητροπόλεις καὶ τὶς λοιπὲς ὀργανωτικὲς δομές τῆς Ἐκκλησίας μας δημιουργεῖ ἀρκετὰ προβλήματα. Ὁρισμένα ἀπὸ αὐτὰ παραθέτουμε κατωτέρω στὴν ἑνότητα 8.

η´) Καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, εἶχε προσλάβει νομικὴ προσωπικότητα σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς Πολιτείας τῆς Νέας Ὑόρκης, κατὰ τὸν χρόνο τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπων γιὰ τὴν Ἐκκλησία ΓΟΧ Ἑλλάδος. Συνεπῶς ἡ ἀποδοχὴ τῆς θεωρίας τοῦ κ. Κυριαζόπουλου ὅτι ἡ πρόσληψη νομικῆς προσωπικότητος ἀπὸ μία τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ τὶς ὀργανωτικές της ὑποδιαιρέσεις συνιστᾶ «νομικὸ οἰκουμενισμό», ὁδηγεῖ σὲ εὐθεία ἀμφισβήτηση τῶν χειροτονιῶν μας. Δεδομένου δὲ ὅτι ὅλες οἱ κατὰ τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, Ἐπισκοπές, Ἐνορίες καὶ Μονὲς τῆς ὑφηλίου ἔχουν κάποιο εἶδος νομικῆς προσωπικότητας, κατὰ τὴν ἴδια (ἐσφαλμένη) θεώρηση, θὰ ἔπρεπε ὅλες νὰ εἶχαν ἐκπέσει στὴν αἵρεση τοῦ «νομικοῦ οἰκουμενισμοῦ»! Τὸ σφάλμα αὐτῆς τῆς θεωρήσεως ἀναδεικνύεται περισ­σότερο στὴν ἑπομένη ἑνότητα.

θ´) Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ὅσα ἀναποδείκτως ἰσχυρίζεται ὁ κ. Κυριαζό­που­λος, ἡ ἐκ μέρους τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν (τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν ὀργανωτικῶν τους ὑποδιαιρέσεων) σύσταση παραλλήλων πρὸς αὐτὰ εἰδικῶν «φορέων ἰδιοκτησίας ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας», δὲν ὑ­πάρ­χει στὴν δισχιλιετῆ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς αὐτὸ ποὺ προ­τεί­νει ὁ κ. Καθηγητὴς εἶναι ἀμάρτυρο καὶ ἀντιπαραδοσιακό. Οἱ ἴδιεςοἱ Μονὲς καὶ οἱ Ἐνορίες καὶ οἱ Ἐπισκοπές, καὶ τὰ Πατριαρχεῖα ἦταν πάντοτε οἱ ἰδιοκτησιακοὶ φορεῖς τῆς περιουσίας τους (ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου) καὶ ὄχι κάποια παράλληλα σχήματα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὑπάρ­χουν Ἱεροὶ Κανόνες ποὺ ἀναφέρονται σὲ ζητήματα διαχειρήσεως ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Τὸ σύστημα τῶν παραλλήλων ἰδιοκτησιακῶν φορέων γιὰ τὴν ἀποτροπὴ τοῦ δῆθεν «νομικοῦ οἰκουμενισμοῦ» συναν­τᾶ­ται μόνον στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν τοῦ κ. Κυριαζόπουλου!

6. «Ἐκκλησιαστικὸς ...Μονοφυσιτισμὸς» καὶ Θεοπασχιτισμὸς

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος στὶς σελ. 25 καὶ 26 τῆς γνωμοδοτήσεώς του σχολιάζει τὴν ἀπάντησή μας στὸ 8οἐρώτημα τῶν ἐρωταποκρίσεων περὶ τοῦ Ν.4391 τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 2015, λέγοντας:

Ως εκ τούτου, δεν είναι ορθή η απάντηση στην ερώτηση 8 της Λίστας ερωταποκρίσεων του 2015 κατά την οποία στην περίοδο των ρωμαϊκών διωγμών κατά της Εκκλησίας, αυτή είχε προσλάβει τη νομική μορφή των ταφικών συλλόγων. Διότι η Εκκλησία δεν είχε προσλάβει τη νομική μορφή των ταφικών συλλόγων, αλλά χρησιμοποίησε αυτή τη νομική μορφή μόνο για τη διασφάλιση της περιουσίας της[16].

Ἂς δοῦμε ἀκριβῶς τὶ ἀναφέρουμε ἐκεῖ: «Κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν τῆς ρωμαϊκῆς περιόδου, ἡ Ἐκκλησία εἶχε προσλάβει τὴ νομικὴ μορφὴ τῶν ταφικῶν συλλόγων. Οἱ κατακόμβες τῆς Ρώμης ἀνῆκαν ὄχι σὲ φυσικὰ πρόσωπα, ἀλλὰ σὲ ἕνα εἶδος νομικῶν προσώπων τῆς ἐποχῆς, ποὺ ὀνομάζονταν «ταφικοὶ σύλλογοι» (collegia funeraticia). Οἱ ρωμαϊκὲς ἀρχὲς κατεδίωκαν τοὺς χριστιανούς, τοὺς θανάτωναν καὶ δήμευαν τὶς περιου­σίες τους, ἀλλὰ οἱ ταφικοὶ σύλλογοι ἦταν ἀναγνωρισμένοι καὶ ἡ περι­ουσία τους ἦταν ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν περιουσία τῶν μελῶν τους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ διασώθηκαν οἱ κατακόμβες»[17].

Ἡ ἀπάντησή μας εἶναι ὀρθότατη. Ἁπλῶς ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἐκλαμβά­νει ἐσφαλμένως τὸ ρῆμα «προσλαμβάνω». Θεωρεῖ τὴν πρόσληψηνομι­κῆς προσωπικότητος σὲ μετατροπή. Ἡ πρόσληψις δὲν σημαίνει μετασχη­μα­τισμὸς ἢ μετατροπή. Ὅπως καὶ ὁ ἴδιος παραδέχεται, οἱ Ταφικοὶ Σύλλο­γοι ἦταν μία νομικὴ μορφὴ ποὺ χρησιμοποίησε ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὴν δια­σφά­λιση τῆς περιουσίας της σὲ καιροὺς διωγμῶν. Εὐχαριστοῦμε τὸν κ. Καθηγητὴ γιὰ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἱστορικῆς μας ἀναφορᾶς. Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς ἀκριβῶς αὐτὸ ἐννοοῦμε. Ἡ Τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης χρησιμο­ποίησε αὐτὴν τὴν νομικὴ μορφὴ ὅταν τὴν χρειάστηκε καὶ μετὰ ἔπαυσε νὰ τὴν χρησιμοποιεῖ. Δὲν μετασχηματίσθηκε ἡ Τοπικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ πα­ρα­μένοντας ὅπως ἦταν (ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως) προσ-ἔλαβεμία νομικὴ μορφὴ γιὰ νὰ καλύψει μία ἀνάγκη της (τὴν διασφάλιση τῆς περι­ουσίας της). Αὐτὴ ἡ νομικὴ μορφὴ ἦταν κάτι ξεχωριστό, ἕνα πρόσ-λημμα: ἕνα νομικὸ κέλυφος ἢ ἕνα νομικὸ ἔνδυμα. Παρακάτω ὁ ἴδιος ἀναφέρει:

Επίσης, η αναγνώριση δικαιωμάτων σε εκκλησιαστικούς οργανισμούς από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (από τον Μέγα Κωνσταντίνο και έκτοτε) και στη συνέχεια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν αναγνώριζε νομική προσωπικότητα στην Εκκλησία και στις οργανωτικές της υποδιαιρέσεις, αλλά μόνο στα σύνολα των περιουσιών τους (ιδρύματα)[18].

Αὐτὸ ποὺ ἀναφέρουμε ἐμεῖς καὶ σχολιάζει ὁ κ. Κυριαζόπουλος εἶναι τὸ ἑξῆς: «Ἔπειτα ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἔδωσε δικαιώματα στοὺς Ἐκκλησια­στι­κοὺς Ὀργανισμοὺς (Ναούς, Ἐπισκοπὲς) νὰ ἔχουν περιουσία, ὅπως εἶχαν καὶ οἱ εἰδωλολατρικοὶ ναοὶ μέχρι τότε»[19]. Οὔτε αὐτὸ τὸ ἀρνεῖται ὁ κ. Κυρια­ζόπουλος. Ἁπλῶς μᾶς διευκρινίζει τὸ εἶδοςτῆς νομικῆς προσωπικότητας τὸ ὁποῖο προσ-ἔλαβαν οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ Ὀργανισμοὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι καὶ τὴν νεώτερη ἐποχή.

Καὶ ἐδῶ ἔχουμε μία πρόσ-ληψη. Λέγει ὁ κ. Κυριαζόπουλος ὅτι δὲν ἔγινε ἀπὸ τὴν ρωμαϊκὴ καὶ τὴν ὀθωμανικὴ νομοθεσία ἀναγνώριση τῆς νομικῆς προσωπικότητας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν, ἀλλὰ μόνον τῶν συνόλων τῶν περιουσιῶν τους.

Πρέπει, ὡστόσο, νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ ὅρος τῆς νομικῆς προ­σωπι­κότη­τας (ὅπως τὴν γνωρίζουμε σήμερα) ἐμφανίζεται μόλις τὸν 19οαἰῶνα στὸ γερ­μα­νικὸ δίκαιο καὶ πρόκειται γιὰ «πλάσμα δικαίου». Εἶναι «νομικὸ κατα­σκεύ­ασμα», τὸ ὁποῖο ἐπινοήθηκε γιὰ πρακτικοὺς λόγους, δίχως νὰ ὑπάρ­χει στὸν πραγματικὸ κόσμο. Ὑπαρκτὲς ὀντότητες εἶναι λ.χ. οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ περιουσιακά τους στοιχεῖα, τὰ «ὑπάρχοντά τους». Ὅταν μία ὁμάδα ἀνθρώπων (ἕνωση προσώπων), ἢ ἕνα σύνολο περιουσίας (διαχειριζόμενο ἀπὸ μία ὁμάδα ἀνθρώπων) λαμβάνει νομικὴ προσωπικότητα, ἐννοοῦμε ὅτι ἀποκτᾶ δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις, σὰν νὰ ἦταν ἕνα ὑπαρκτὸ πρό­σωπο. Ὑπάρχει ὅμως μόνον «κατὰ νόμον», δηλαδὴ ὁ νόμος τὸ θεωρεῖ ὑ­παρ­κτό, τὸ φορολογεῖ, τὸ ἐλέγχει καὶ τοῦ ἀναγνωρίζει τὸ δικαίωμα νὰ κά­νει δικαιοπραξίες καὶ νὰ ἔχει δική του ἰδιοκτησία. Σὲ ὁρισμένα νομικὰ πρόσωπα (ἑνώσεις προσώπων) προηγεῖται ἡ ἀναγνώριση δικαιωμάτων σὲ ἕνα σύνολο ἀνθρώπων μὲ κάποιον κοινὸ σκοπὸ καὶ ἕπεται ἡ ἀπόκτηση πε­ριουσίας (ἡ ὁποία δὲν εἶναι ὑποχρεωτική) ἀπὸ αὐτὸ τὸ σύνολο. Σὲ ἄλλα (ὅπως τὰ ἱδρύματα), ὁ νόμος δίνει δικαιώματα σὲ μία περιουσία ποὺ διατί­θε­ται γιὰ συγκεριμένο σκοπὸ καὶ ὁρίζει τὰ πρόσωπα ποὺ θὰ ἀσκοῦν τὴν δια­χείρηση, ὥστε ἡ περιουσία αὐτὴ καὶ ὁ καρπὸς ἀπὸ τὴν διαχείρισή της νὰ διοχετεύονται γιὰ τὸν σκοπὸ ποὺ ὅρισε ὁ ἱδρυτής (συνήθως μὲ διαθήκη).

Ἂν καὶ ὅπως εἴδαμε ὡς ὅρος ἡ νομικὴ προσωπικότητα ἐμφανίζεται τὸν 19οαἰῶνα, ἡ ἔννοια τῆς προσδόσεως δικαιωμάτων καὶ ὑποχρεώσεων σὲ ὁ­μά­δες ἀνθρώπων, ἢ σύνολα περιουσιῶν (διαχειριζόμενα ἀπὸ ὁμάδες ἀν­θρώπων), ὑπῆρχε ἤδη ἀπὸ τὴν ἑλληνορωμαϊκὴ ἀρχαιότητα. Ἐπὶ παρα­δεί­γματι, γνωρίζουμε ὅτι ὁ ναὸς (ἱερὸν) τῆς Ἀρτέμιδος στὴν Ἔφεσο εἶχε ση­μαν­τικὴ περιουσία ἀπὸ κτήματα τὰ ὁποῖα δώριζαν (ἀφ-ἱέρωναν) σὲ αὐτὸν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς. Τὸ ἴδιο γινόταν καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀρχαίους να­ούς. Εἴδαμε προηγουμένως καὶ τοὺς «ταφικοὺς συλλόγους» τῆς ρωμαϊκῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι (ὅπως καὶ ἄλλες παρόμοιες ἑνώσεις προσώπων) εἶχαν δικαιώματα καὶ μάλιστα τὸ δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας. Οἱ χριστιανοί προσ-ἔλαβαν τὶς μορφὲς τῶν ταφικῶν συλλόγων διότι οἱ ρωμαϊκὲς ἀρχὲς θεωροῦσαν τὴν ἐκκλησία «παράνομη θρησκεία» καὶ συνεπῶς ἐστερεῖτο τοῦ δικαιώματος νὰ ἔχει ἰδιοκτησία. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἐπέτρεψε στὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες καὶ ὅλες τὶς ὀργανωτικές τους ὑποδιαιρέσεις νὰ ἔχουν ἰδιοκτησία, ὅπως ἀκριβῶς εἶχαν καὶ τὰ εἰδωλολατρικὰ «ἱερά».

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος, λοιπὸν, μᾶς διευκρινίζει ὅτι ἡ νομικὴ μορφὴ (μὲ τὴν ἔννοια τῆς νομικῆς προσωπικότητος ὅπως τὴν γνωρίζουμε σήμερα), τὴν ὁποία προσέλαβαν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ὀργανισμοὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, εἶναι αὐτὴ ποὺ σήμερα θὰ ταίριαζε περισσότερο στὴν νο­μικὴ προσωπικότητα τοῦ ἱδρύματος. Ἀλλὰ σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἔχουμε συνδυασμὸ ἀνθρώπων καὶ περιουσίας ποὺ διαχειρίζεται ἀπὸ αὐτούς. Ὁπότε ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἐννοεῖ ὅτι ὁ Μ. Κωνσταντῖνος δὲν ἔδω­σε στοὺς Χριστιανοὺς (ὡς ἑνώσεις προσώπων) τὸ δικαίωμα τῆς ἰδιοκτη­σίας, ἀλλὰ στὴν περιουσία τῶν Χριστιανῶν (ὡς σύνολα περιουσιῶν) τὸ δικαίωμα νὰ διαχειρίζεται ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς (ὡς ἑνώσεις προσώπων)! Οὐσιαστικῶς πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα. Ἀλλὰ τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ κ. Κυριαζόπουλος παραδέχεται ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ὀργανισμοὶ ἀπέκτη­σαν τὸ δικαίωμα τῆς διαχείρισης τῆς περιουσίας τους, καὶ ἄρα προσ-ἔλαβανκάποιου εἴδους νομικὴ προσωπικότητα μὲ τὴν σύγχρονη ὁρολο­γία. Τὸ γεγονὸς πάντως εἶναι ὅτι αὐτό, τὸ ὁποῖο προσέλαβαν οἱ ἐκκλησια­στι­κοὶ ὀργανισμοί, εἶναι ἐπίκτητο(πρόσ-λημμα) καὶ δὲν ταυτίζεται μὲ αὐτούς.

Ἀκριβῶς αὐτὸ ἑρμηνεύεται στὴν ἐρωταπρόκριση 8 τοῦ ἄθρου μας «Περὶ τοῦ νόμου 4301»

«Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ τονισθεῖ, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τεθεῖ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ὑπὸ ἐποπτεύουσα ἀρχή. Ἄλλοἡ Ἐκκλησία καὶ ἄλλοτὸ νομικό της πρόσωπο. Ἡ νομικὴ προσωπικότητα, εἶναι ἕνα νομικὸ κέλυφος, ἢ ἔνδυμαποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ καλύψει κάποιες ἀνάγκες της. Ὅπως ἐμεῖς δὲν ταυτιζόμαστε μὲ τὰ ἐνδύματά μας, τὸ ἴδιο καὶ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, εἴτε πρόκειται γιὰ τὴν Τοπικὴ ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἴτε γιὰ τὶς Ἐπισκοπές, εἴτε γιὰ τὶς Ἐνορίες καὶ τὰ Μοναστήρια, δὲν ταυτίζεται μὲ τὰ νομικὰ ἐνδύματα ποὺ χρησιμοποιεῖ. Ἀπόδειξη εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ἀλλάζει νομικὰ μορφώματα, ἂν νομίζει ὅτι κάτι ἄλλο μπορεῖ νὰ τὴν ἐξυπηρετήσει καλύτερα. Ὅπως ὅταν πέφτει ἡ θερμοκρασία κάποιος ἐνδύεται θερμότερα ροῦχα, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ προσλαμβάνει διάφορες νομικὲς μορφὲς ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή, τὸν τόπο καὶ τὸ περιβάλλον»[20].

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος θεωρεῖ ἐσφαλμένη αὐτὴν τὴν ἄποψη καὶ τὴν χαρακτηρίζει χαρακτηρίζει «κοσμικὰ ὠφελιμιστικὴ καὶ μὴ ἐκκλησιολο­γικὰ ὀρθή, διότι ἀπηχεῖ τὸν μονοφυσιτισμό»[21]!

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία τόσο τὸ προσλαμβάνον(ὁ ἐκκλησια­στικὸς ὀργανισμός) ὅσο καὶ τὸ προσλαμβανόμενον(ἡ νομικὴ μορφὴ) εἶναι διαφορετικὰ πράγματα, δίχως τὸ ἕνα νὰ ἀπορροφᾶται ἀπὸ τὸ ἄλλο, γιατὶ ὁ κ. Καθηγητὴς μᾶς κατηγορεῖ γιὰ «ἐκκλησιαστικὸ μονοφυσιτισμό»;

Ἀρχικῶς εἴχαμε θεωρήσει ὅτι ὁ κ. Κυριαζόπουλος μᾶς κατηγόρησε ἔτσι, διότι θεωρεῖ ὅτι δὲν διαχωρίζουμε τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὀργανισμοὺς ἀπὸ τὰ νομικὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα αὐτοὶ προσλαμβάνουν. Ἂν καὶ ἐν προκειμέ­νω, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀναφορὰ σὲ δύο φύσεις μὲ τὴν δογματικὴ ἔννοια, διότι ἕνας ἐκκλησιαστικὸς ὀργανισμὸς ὅπως λ.χ. μία μοναστικὴ ἀδελφό­τη­τα εἶναι μία ἕνωση προσώπων μὲ πραγματικὴ ὕπαρξη, ἐνῷ ἡ νομικὴ προσωπικότητα ποὺ αὐτὴ λαμβάνει εἶναι μὴ ὑπαρκτή, ἀλλὰ συμβατικὴἔννοια. Πάντως, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, ἐμεῖς δὲνταυτίζουμε τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὀργανισμοὺς μὲ τὰ νομικά τους πρόσωπα. Πιθανὸν ὁ ἴδιος νὰ θεωρεῖ ὅτι αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ διαχωριστοῦν. Ἴσως γι᾽ αὐτὸ νὰ ἀναφέρει κάπου ὅτι:

Κατόπιν των ανωτέρω, οι οργανωτικές υποδιαιρέσεις μιας Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν επιτρέπεται κανονικώς να ιδρύουν την Αυτοκέ­φαλη Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά η Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία ιδρύει τις οργανωτικές της υποδιαιρέσεις – Μητροπόλεις, οι οποίες υπάγονται σε αυτήν, και οι Μητροπόλεις της ιδρύουν τις δικές τους οργανωτικές υποδιαι­ρέ­σεις (ενορίες, μονές, ησυχαστήρια), οι οποίες υπάγονται στις αντίστοιχες Μητροπόλεις[22].

Αὐτὸ εἶναι πράγματι ὀρθό, ἀλλὰ φανερώνει ὅτι ὁ κ. Κυριαζόπουλος δὲν μπορεῖ ἐν τῇ διανοίᾳ του νὰ διαχωρίσει τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὀργανι­σμοὺς ἀπὸ τὰ νομικὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα αὐτοὶ προσλαμβάνουν. Διότι τὰ Θρησκευτικὰ Νομικὰ Πρόσωπα ποὺ συστάθηκαν ἀπὸ (ἤδη) τέσσερεις Μη­τρο­πό­λεις, πρόκειται νὰ συστήσουν ἕνα Ἐκκλησιαστικὸ Νομικὸ Πρόσωπο καὶ ὄχι μία Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία προϋφίσταται καὶ προσ-λαμβάνεινομικὴ μορφή, ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ Μητροπόλεις· προϋπῆρχαν καὶ πρὶν τὴν πρόσληψη ἀπὸ αὐτὲς νομικῆς προσωπικότητας. Ἀλλὰ διαπιστώσαμε ὅτι κάτι ἄλλο ἐννοεῖ ὁ κ. Κυριαζόπουλος ὅταν μᾶς κατηγορεῖ γιὰ «ἐκκλησιαστικὸ μονοφυσιτισμό».

Ἂς προσπαθήσουμε νὰ τὸ κατανοήσουμε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἰδίου:

Διότι, όπως προαναφέρθηκε, η σωματειοποίηση της Εκκλησίας[23]και των οργανωτικών της υποδιαιρέσεων δεν συμβιβάζεται με την Ιερή Παράδοση, δεδομένου ότι αποτελεί καινοτομία που προέρχεται από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία[24]και το ρωμαιοκαθολικό κανονικό δίκαιο μετά το Σχίσμα του 1054, στο πλαίσιο της σχολαστικής της θεολογίας - η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη Ορθόδοξη ησυχαστική θεολογία των θεολόγων και των φιλοκαλικών Πατέρων της Εκκλησίας - αφού δεν διαφέρει καταστα­τικά και λειτουργικά από μια ανώνυμη εταιρία[25].

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος δὲν μᾶς ἐξηγεῖ πῶς ἀκριβῶς μετὰ τὸ σχίσμα τοῦ 1054 προέβη ἡ παπικὴ «ἐκκλησία» στὴν σωματειοποίηση αὐτῆς καὶ τῶν ὀργα­­νω­τι­κῶν της ὑποδιαιρέσεων καὶ μὲ ποιὰ λόγια ἀκριβῶς οἱ φιλοκα­λι­κοὶ Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὴν ἤλεγξαν. Ἀκόμη δὲν μᾶς ἐξη­γεῖ γιατὶ αὐτὴ ἡ διαφορὰ δὲν συμπεριελήφθη στοὺς διαλόγους Ὀρθοδό­ξων – Παπικῶν τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας καὶ γιατὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, μέχρι τὴν ἐμφάνιση τοῦ κ. Κυριαζόπουλου, δὲν ἀνέφεραν τίποτε γιὰ τὴν και­νο­τομία αὐτὴ τῶν Παπικῶν. Καὶ συνεχίζει ὁ κ. καθηγητής:

Με την Ιερά Παράδοση – όπως προκύπτει από την Ορθόδοξη Εκκλησιολο­γία, από την εκκλησιαστική ιστορία, από τους Ιερούς Κανόνες και από το εκκλησιαστικό δίκαιο – συμβιβάζεται μόνον η απόκτηση νομικής προσωπικό­τη­τας από οργανισμούς που ιδρύονται από την Εκκλησίακαι τις οργανω­τικές της υποδιαιρέσεις, για τη διασφάλιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της εκκλησιαστικής περιουσίας τους και για τη διοίκηση και διαχείρισή της, και οι οποίοι, όμως, δεν ταυτίζονται με αυτήν την ίδια την Εκκλησία και με αυτές τις ίδιες της οργανωτικές της υποδιαιρέσεις[26].

Καὶ πράγματι δὲν ταυτίζονται. Δὲν διαφωνοῦμε σὲ αὐτό. Τὰ νομικὰ σχήματα εἶναι προσλήμματα, δηλαδὴ ἐξωτερικὰ σχήματα τὰ ὁποῖα, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, εἶναι οὐσιαστικῶς ἀνύπαρκτα καὶ ὑφίστανται μό­νον νομικῶς καὶ κατὰ σύμβασιν. Διότι πρόκειται γιὰ ἀπόδοση δικαιωμά­των. Ἀλλὰ πολὺ ἀμφιβάλλουμε ἂν ὄντως οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ὀργανισμοὶ ἵδρυ­αν παράλληλους ὀργανισμοὺς γιὰ τὴν διαχείριση τῆς περιουσίας τους, διακεκριμένους ἀπὸ αὐτούς[27]. Οἱ ἴδιοι οἱ ἐκκλησια­σιαστικοὶ ὀργανι­σμοὶ προσελάμβαναν κάποια νομικὰ περιβλήματα[28](δίχως ποτὲ νὰ ταυ­τίζον­ται μὲ αὐτά), προκειμένου νὰ διαχειρίζονται τὴν περιουσία ποὺ ἀφιερωνόταν σὲ αὐτούς. Ἀλλὰ ἀφοῦ ὁ κ. Κυριαζόπουλος, ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ὀργανισμοὶ ἐκ παραδόσεως συνιστοῦσαν παράλλη­λουςὀργανισμοὺς γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς περιουσίας τους, ὁ ἴδιος φέρει καὶ τὸ βάρος τῆς ἀποδείξεως.

Όπως ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι ένα Πρόσωπο, έχει μια Υπόσταση με δύο φύσεις, τη Θεία και την ανθρώπινη, οι οποίες ενώνονται ατρέπτως, ασυγχύτως και αναλλοιώτως, έτσι και η Εκκλησία του Χριστού, η οποία είναι το Σώμα του, του οποίου η Κεφαλή είναι ο Χριστός, έχει δύο φύσεις, τη Θεία και την ανθρώπινη, είναι δηλαδή Θεανθρώπινη. Γι’ αυτό το λόγο δεν διαχωρίζεται η Θεία φύση της Εκκλησίαςκαι των οργανωτικών υποδιαιρέσεων από την ανθρώπινη φύση της, έτσι ώστε η Θεία φύση της να μην υπόκειται στην κρατική εποπτεία του Τμήματος Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, αλλά η ανθρώπινη φύση της, ως προς την εκκλησιαστική νομική προσωπι­κό­τη­τάς της και ως προς τη θρησκευτική νομική προσωπικότητα των Μη­τρο­πό­λεών της, να υπόκειται στην ίδια εποπτεία του Τμήματος Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων. Ο μονοφυσιτισμός προσβάλλει αιρετικά τη μια από τις δύο φύσεις είτε του Χριστού (Κεφαλής της Εκκλησίας), είτε της Εκκλησίας (Σώματος του Χριστού). Η αιρετική προσβολή της Θείας φύσης της Εκκλη­σίας από τον μονοφυσιτισμό αποτελεί φαινόμενο της εποχής μας, δηλαδή τούτο πράττει ο Οικουμενισμός, ο Διαχριστιανικός και ο Διαθρησκειακός[29].

Ἐδῶ θὰ διαφωνήσουμε μὲ τὸν κ. Κυριαζόπουλο. Κατ᾽ ἀρχὴν ποῦ τὸ εἶδε γραμμένο ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεϊκὴ φύση; Ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστὸς, πράγματι ἔχει δύο φύσεις, ἀλλὰ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας πῶς ἔχει δύο φύσεις; Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ θεϊκὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας; Ὑπάρχει ἄλλη θεϊκὴ φύση ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φύση τοῦ Ἑνὸς ἐν Τριάδι Θεοῦ; Κατὰ τὸν κ. Κυριαζόπουλο, ὑφίσταται κάποια δεύτερη θεϊκὴ φύση, ἡ θεϊκὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας; Τὶ διατυπώσεις εἶναι αὐτές; Τὸ σῶματῆς Ἐκκλησίας τὸ ἀποτελοῦν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μόνον ἀν­θρώ­πινη φύση καὶ εἶναι συσ-σωματωμένοι στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴν τὴν ἐνσωμάτωση τελεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ οἱ ἄνθρωποι – μέλη τῆς Ἐκκλη­σίας- μετέχουν τῆς ἁγιαστικῆς Χάριτος ἀπὸ τὴν κοινωνία τους μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Κλῆρος (μὲ κεφαλαῖο Κ φυσικά[30]) καὶ ὁ λαὸς, μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σὲ κάποια γεωγραφικὴ περιοχή, ἀποτελοῦν μία Τοπικὴ Ἐκκλη­σία, μία Ἐπισκοπή, μία Ἐνορία ἢ μία Μοναστικὴ ἀδελφότητα. Ὡς ἄνθρω­ποι, λοιπόν, «σάρκα φοροῦντες καὶ τὸν κόσμον οἰκοῦντες» εἶναι ταυτο­χρό­νως καὶ πολῖτες κάποιων Κρατῶν καὶ ἐνεργοῦν σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῶν Κρατῶν αὐτῶν. Ἀξιοποιοῦν λοιπὸν τὶς ἑκάστοτε καὶ ἑκασταχοῦ νομο­θε­σίες προκειμένου νὰ διασφαλίζουν τὰ στοιχειώδη δικαιώματα τῶν Το­πι­κῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν διοικητικῶν τους ὑποδιαιρέσεων μὲ τὸν καλύ­τερο δυνατό τρόπο. Ὅταν τὰ Κράτη δὲν ἀναγνωρίζουν στοὺς Ἐκκλησια­στι­κοὺς ὀργανισμοὺς αὐτοδικαίως τὸ δικαίωμα νὰ ἔχουν περιουσία[31], τότε μποροῦν νὰ συστήσουν νομικὰ πρόσωπα μὲ τὴν δική τους ἐπωνυμία καὶ διοικούμενα ἀπὸ τὴν διοίκηση ἑκάστου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ[32]καὶ ἐξυπηρετεῖται ὁ σκοπὸς τῆς διαφυλάξεως τῶν λατρευτικῶν χώρων καὶ ἡ ἀπρόσκοπτη τέλεση τῆς θείας λατρείας τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Θεία Φύση τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, ἡ ὁποία παραμένει ἑνωμένη ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἐν τῷ Προσώπῳ τοῦ Θεοῦ Λόγου, δὲν ἔχει καμία συμμετοχὴ στὰ γήινα καὶ τὰ ὑλικὰ πράγματα. Οὔτε φυσικὰ ὑφίσταται κάποια ἰδιαί­τερη «θεϊκὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας» κατὰ τὴν νεοφανῆ δοξασία τοῦ κ. Κυρια­ζό­πουλου, ὁ ὁποῖος φθάνει στὸ σημεῖο νὰ θεωρήσει ὅτι ἡ θεϊκὴ αὐτὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας προσβάλλεταιἀπὸ τὴν πρόσληψη νομικῆς προσω­πι­κότητος ἐκ μέρους τῶν προσώπων, τὰ ὁποῖα συναποτελοῦν τὰ μέλη μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, Μητροπόλεως, Ἐνορίας ἢ Ἐπισκοπῆς. Φθάνει ἀκόμη στὸ σημεῖο ὁ κ. Κυριαζόπουλος νὰ θεωρήσει ὅτι ἐὰν τὸ νομικὸ πρόσωπο μιᾶς Μητροπόλεως ἐποπτευόταν ἀπὸ τὸ Τμῆμα Ἑτεροδόξων τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων[33], τότε καὶ ἡ «θεϊκὴ φύση» τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἐτίθετο ὑπὸ κρατικὴ ἐποπτεία! Ἀσχέτως μὲ τὸ τὶ ἐννοεῖ ὁ κ. Κυριαζόπουλος ὡς «θεϊκὴ φύση» τῆς Ἐκκλησίας, τὸ νὰ θεωρήσει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπόκειται σὲ κρατικὴ ἐποπτεία, ἀποτελεῖ τὴν αἵρεση τοῦ Θεο­πασχιτισμοῦ. Διότι ἐξ ὁρισμοῦ ἡ θεία φύσις εἶναι ἀπαθὴς καὶ ἀνεπη­ρέα­στη ἀπὸ ὁ,τιδήποτε γήϊνο.

Εἶναι λυπηρόν, ἀλλὰ ὁ κ. Κυριαζόπουλος θέλοντας νὰ προσάψει σὲ ἐμᾶς τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἀπέδειξε ἑαυτὸν ὡς φρονοῦντα τὴν αἵρεση τοῦ Θεοπασχιτισμοῦ: «λάκκον ὤρυξε καὶ ἀνέσκαψεν αὐτόν, καὶ ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὃν εἰργάσατο» (Ψαλμ. Ζ´ 16).

7. Ὁ δῆθεν ὑποβιβασμὸς τοῦ νομικοῦ καθεστῶτος τῶν ΓΟΧ

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἰσχυρίζεται ὅτι μὲ τὴν υἱοθέτηση τοῦ θεσμοῦ τῶν νομικῶν προσώπων τοῦ Ν.4301 ὑποβαθμίζεται τὸ καθεστὼς «πλήρους θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ»[34]. Γιὰ νὰ ἀποδείξει αὐτὸν τὸν ἱσχυρισμὸ λέγει ὅτι:

α´) Δὲν ἀπαιτεῖται ἀπόκτηση νομικῆς προσωπικότητος οἱουδήποτε εἴδους προκειμένου μία θρησκευτικὴ κοινότητα νὰ ἀπολαμβάνει θρησκευτικῶν προνομίων[35]. Πράγματι αὐτὸ ισχύει, ἀλλὰ δίχως νομικὴ προσωπικότητα ὑπάρχουν δυσκολίες. Διότι μέσα στὰ πλαίσια τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας εἶναι καὶ ἡ δυνατότητα τῆς ἀνεγέρσεως χώρων λατρείας, τὸ ἰδιοκτησιακὸ καθεστὼς τῶν ὁποίων πρέπει νὰ διασφαλισθεῖ. Καὶ αὐτὸ δὲν γίνεται χωρὶς τὴν πρόσληψη νομικῆς προσωπικότητας. Ἄλλωστε γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ ΓΟΧ ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος τους συνέστησαν νομικὰ πρόσωπα, ὅπως τὸ μέχρι σήμερα ὑφιστάμενο σωματεῖο «Ἑλληνικὴ Θρησκευτικὴ Κοινότης τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν».

β´) Δὲν ἐρευνήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἄν:

ο Νόμος 4301/2014 είναι σύμφωνος και σε ποιά έκτα­ση με τα διεθνή standardsτου διεθνούς και συνταγματικού δι­και­ώματος στην εύλογη από­κτη­ση νομικής προσωπικότητας από τους θρησκευτικούς οργανισμούς, χωρίς υπέρμετρη διείσδυση (entanglement) στις εσωτερικές τους υποθέσεις.[36]

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος (ὁ ὁποῖος προφανῶς τὸ ἐρεύνησε) δὲν μᾶς λέγει ἀπὸ ποῦ προκύπτει ὅτι εἶναι μεγαλύτερη ἡ «διείσδυση» τοῦ Κράτους στὶς ἐσωτερικὲς ὑποθέσεις τῶν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων ἀπ᾽ ὅτι σὲ αὐτὲς τῶν σωματείων καὶ τῶν ἀστικῶν ἑταιριῶν;

γ´) Δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ πρόσληψη νομικῆς προσωπικότητος τοῦ Ν.4301 διότι ὑπάρχει πάντοτε ἡ δυνατότητα ἱδρύσεως νομικῶν προσώπων τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα, ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτὸ ἦταν ἀναγκαῖο διότι ἤδη διαθέταμε ἰδιόρρυθμη νομικὴ προσωπικότητα:

Διότι η ιδιόρρυθμη νομική προσωπικότητατης Εκκλησίας ΓΟΧ και των ορ­γα­νω­τικών της υποδιαιρέσεων αναγνωρίζεται ευθέως από τη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 του Συντάγματος) αυτοτελώς, αλλά και σε συνδυασμό με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 12 του Συντάγματος), σύμφωνα με την απόφαση 327/2011 του Εφετείου Λάρισας, η οποία εναρ­μονίζεται με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Καθολική Εκκλησία Χανίων κατά Ελλάδος» του 1997[37].

Ὁ κ. Καθηγητὴς εἶχε ἀντίθετη γνώμη τὸ ἔτος 2015 ὅταν σχολίαζε τὴν προαναφερθεῖσα ἀπόφαση τοῦ ΕΔΑΔ. Τότε ἔλεγε:

«Διαφωνώ με αυτή την άποψη διότι αν δεν αποκτήσει νομική προσωπικό­τητα δηλαδή σωματείου για παράδειγμα μια κοινότητα των Γ.Ο.Χ. τότε δεν έχει αυτοδικαίως νομική προσωπικότητα: το α. 13 δεν εξασφαλίζει νομική προσω­πικότητα στις κοινότητες των Γ.Ο.Χ. ούτε σε καμία άλλη θρησκευ­τική κοινότητα.

Άλλη είναι η περίπτωση της καθολικής εκκλησίας Χανίων (...) άλλη η περίπτωση των Γ.Ο.Χ. διότι σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να αποκτήσει νομική προσωπικότητα με τον αστικό κώδικα ή τώρα πια που υπάρχει ο νέος νομός για τις θρησκευτικές νομικές προσωπικότητες οπότε μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτό το νόμο»[38].

Ἀσφαλῶς μπορεῖ νὰ ἀλλάξει γνώμη ὁ κ. Καθηγητής, ἀλλὰ ὀφείλει νὰ αἰτολογήσει ἐπαρκῶς τὴν μεταβολὴ τῆς γνώμης του, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν εἴδαμε στὴν γνωμοδότηση αὐτή.

δ´) Τὸ νομικὸ καθεστὼς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔκαναν χρήση τοῦ Ν.4301, εἶναι καθεστὼς πλήρους ἐλευθερίας, ἐνῷ ὅσων ἔκαναν χρήση αὐτοῦ τοῦ νόμου εἶναι «ἐμφανῶς ὑποβαθμισμένο» λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς «θεσμικής προσαρμογής τους, με τις μορφές του θρησκευ­τικού ή εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, της εποπτευόμενης από το Τμή­μα Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων του Υπουργείου Παιδείας, όπως αποδεικνύ­εται στην παρούσα Γνωμοδότηση και συνοψίζεται στο Συμπέρασμά της»[39].

Δυστυχῶς παραλείπεται ἡ ἀπόδειξις. Ἁπλῶς ὁ συντάκτης τῆς γνωμοδοτήσεως ἐπαναλαμβάνει 8 φορὲς[40]ὅτι τὸ νομικὸ καθεστὼς τῶν νομικῶν προσώπων τοῦ Ν.4301 εἶναι ὑποβαθμισμένο, τὸ γράφει ἄλλη μία καὶ στὰ συμπεράσματα καὶ θεωρεῖ ὅτι ἀποδείχθηκε! Εἶναι ἐπιστημονικὴ ἐργασία αὐτή;

Ἀντὶ ἀποδείξεως, ἀναφέρεται στὸ ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος λέγοντας ὅτι οἱ ΓΟΧ εἶναι γνωστὴ θρησκεία καὶ καταγράφει γνωστὲς ἑρμηνευτικὲς δηλώσεις, γνωμοδοτήσεις, ἀποφάσεις δικαστηρίων, οἱ ὁποῖες ἀναφέ­ρονται στὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία τῶν ΓΟΧ, τὰ δικαιώματά τους, τὴν καταχώρηση τῶν μυστηρίων τους κ.λπ.[41], τὰ ὁποῖα εἶναι γνωστὰ σὲ ἐμᾶς ἐδῶ καὶ δεκαετίες. Αὐτὸ ποὺ δὲν μᾶς ἀναφέρει ὅμως εἶναι γιατὶ ὅλα αὐτὰ τὰ δικαιώματα ποὺ προανέφερε δὲν ἰσχύουν γιὰ τὰ νομικὰ πρόσωπα τοῦ Ν.4301. Διότι ἀπ᾽ ὅτι γνωρίζουμε, ὅλα ἰσχύουν στὸ ἀκέραιο καὶ γιὰ τὰ νομικὰ πρόσωπα τοῦ Ν.4301.

ε´) Καὶ ἐνῶ προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει, ἄνευ ἀποδείξεων, ὅτι οἱ θρησκευ­τικὲς κοινότητες τῶν ΓΟΧ ποὺ ἔχουν προσλάβει νομικὴ προσωπικότητα τοῦ Ν.4301 ἔχουν ὑποβαθμισμένο νομικὸ καθεστώς σὲ σχέση μὲ τὶς ἄλλες ποὺ ἔχουν νομικὴ προσωπικὴ μορφὴ τοῦ Ἀστικοῦ κώδικα εἴτε δὲν διαθέτουν κανενὸς εἴδους νομικὴ προσωπικότητα, ἔρχεται στὴν σελ. 21 (καὶ στὴν σελ 44) καὶ γράφει ὁ κ. Κυριαζόπουλος: «Όλες οι θρησκευτικές κοινότητες, είτε έχουν νομική προσωπικότητα του Αστικού Δικαίου ή του Νόμου 4301/2014είτε δεν έχουν, απολαμβάνουν των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα της θρησκευτικής ελευθερίας»[42].

Συνεπῶς ποῦεἶναι ἡ ὑποβάθμιση τοῦ νομικοῦ καθεστῶτος τῶν ΓΟΧ ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ Ν.4301;

8. Ἡ ἄνευ προσλήψεως νομικῆς προσωπικότητος λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ καὶ τῶν ὀργανωτικῶν της ὑποδιαιρέσεων

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος λέγει ὅτι τὸ Κράτος εἶναι ὑποχρεωμένο νὰ σέβεται τὸ ἐσωτερικὸ δίκαιο τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸ δὲν ἔχει ἀναγνωριστεῖ συμπεριλαμβανόμενο σὲ κάποιο κανονισμό θρησκευτι­κοῦ ἢ ἐκκλησιαστικοῦ νομικοῦ προσώπου[43]. Πράγματι, ἀλλὰ ἂν τὸ ἐσωτε­ρικὸ αὐτὸ δίκαιο συμπεριληφθεῖ σὲ ἀναγνωρισμένο κανονισμό, τότε γίνε­ται εὐκολότερη ἡ ἐπίλυση τῶν διαφορῶν, οἱ ὁποῖες καταλήγουν στὰ δικα­στήρια. Καὶ αὐτὲς οἱ περιπτώσεις δὲν εἶναι σπάνιες ἀπ᾽ ὅσο ἡ πείρα μᾶς ἔχει διδάξει.

Ὁ συντάκτης τῆς γνωμοδοτήσεως ἀναφέρει ἀναποδείκτως, ὅτι ἡ ἀπό­κτη­ση νομικῆς προσωπικότητος δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν Ἱερὰ Παρά­δοση τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὀνομάζει σωματειοποίηση, ἐνῶ θεωρεῖ σύμφωνη μὲ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τὴν σύσταση νομικῶν προσώπων μόνον γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τοῦ ἰδιοκτησιακοῦ καθεστῶτος τῆς ἐκκλησια­στικῆς περιουσίας, τὴ διοίκηση καὶ τὴ διαχείρισή της[44]. Γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ ἔχουμε ἀσχοληθεῖ προηγουμένως ἀρκετά. Κατακρίνει τὴν πρόσληψη νο­μι­κῆς προσωπικότητος τόσο ὡς σύστημα τῆς παπικῆς ἐκκλησίας ὅσο καὶ τῆς προτεσταντικῆς. Τῆς πρώτης γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ διοικητικοῦ ἐλέγ­χου τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργανισμῶν ἀπὸ τὴν «ἁγία ἕδρα», τῆς δεύ­τε­ρης γιὰ τὸν ἔλεγχο αὐτῶν ἀπὸ τὰ ἀντίστοιχα προτεσταντικά κράτη ποὺ θεσπίζουν τοὺς καταστικούς τους χάρτες[45]. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ διερωτᾶται κανεὶς γιατὶ ὁ ἴδιος προτείνει τὴν ψήφιση νόμου ἀπὸ τὸ Κράτος γιὰ τὴν ἔγκριση ἑνὸς Καταστατικοῦ Χάρτη γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ; Ἐπιπλέον, εἶναι ἄτοπος ὁ συσχετισμὸς τῶν ἀσφυκτικῶς ἐλεγχομένων ἀπὸ τὸ κράτος ΝΠΔΔ μὲ αὐτῶν τῶν ΝΠΙΔ. Στὰ πρῶτα, τὸ Κράτος θεσπίζει τοὺς καταστατικοὺς χάρτες, ἢ τὰ καταστατικά τους. Στὰ δεύτερα οἱ ἴδιοι οἱ ἱδρυτὲς διαμορφώνουν τὸ καταστατικὸ ἢ τὸν κανονισμό τους ὅπως θέλουν, μέσα στὰ γενικὰ πλαίσια ποὺ ὁρίζει ὁ νόμος γιὰ τὸν κάθε τύπο νομικοῦ προσώπου.

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀρνεῖται τὴν δυνατότητα καλύτερης νομικῆς θωρα­κί­σεως τῆς Ἐκκλησίας μας ἔναντι διακρίσεων μὲ τὴν χρήση προσφορότε­ρων μορφῶν νομικῆς προσωπικότητας. Ἰσχυρίζεται ὅτι ἀρκεῖ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῶν θρησκευτικῶν ὀργανισμῶν «και ειδικότερα της Εκκλησίας ΓΟΧ και των διοικητικών της υποδιαιρέσεων, οι οποίες απολαμβάνουν αυτοδικαίως της θρησκευτικής ελευθερίας, της θρησκευτικής ισότητας και των λοιπών θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από την απόκτηση νομικής προσωπικότητας του Αστικού Κώδικα ή του Νόμου 4301/2014, ή από την παντελή μη απόκτηση νομικής προσωπικότητας»[46]. Αὐτὰ ἰσχύουν μόνον στὴν θεωρία καὶ στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν τοῦ κ. Καθηγητοῦ. Ἐμεῖς ζοῦμε καθημερινῶς τὴν πραγματικότητα καὶ γνωρίζουμε πολὺ καλύτερα ἀπὸ κάθε ἐξωτερικὸ πραρά­γοντα τὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα συνεχῶς ἀνιμετωπίζουμε κατὰ τὶς ἀντιδικίες τῆς Ἐκκλησίας μας ἢ τῶν Μοναστηρίων της μὲ Μητροπόλεις ἢ Μονὲς τῆς κρατούσης ἐκκλησίας. Μεταξὺ τῶν ἐπιχειρημάτων τῶν ἀντιδί­κων μας εἶναι πάντοτε ὁ τονισμὸς ὅτι αὐτοὶ ἀποτελοῦν Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ἐνῷ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε καμία ἀναγνώριση ἢ ἀποτελοῦμε σωματεῖα ἢ ἀστικὲς ἑταιρίες.

8.1 Παραδείγματα τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν τὴν ἀναγκαιότητα νομικῆς προσωπικότητος τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τῶν διοικητικῶν της ὑποδιαιρέσεων

α´) Προσφάτως χρειάσθηκε νὰ ὑποβάλλουμε ἔγγραφα γιὰ ἔκδοση θεωρήσεως («βίζας») θρησκευτικῶν λειτουργῶν, σὲ Κληρικούς μας τοῦ ἐξωτερικοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται νὰ ὑπηρετήσουν ἐκκλησιαστικὰ στὴν Ἑλλάδα καὶ μεταξὺ τῶν ἀναγκαίων νομιμοποιητικῶν ἐγγράφων μᾶς ἐζητήθη ἀπόφαση ἀναγνωρίσεώς μας ὡς νομικοῦ προσώπου.

β´) Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν νόμιμη ἵδρυση Ἐνορίας τῆς Ἐκκλησίας μας σὲ Κράτος τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης ἀπὸ κάποιον Ἱερέα μας ἐκεῖ. Μᾶς ζητήθηκε νὰ ἀποστείλουμε τὰ ἀποδεικτικὰ ἔγγραφα γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος.

γ´) Ἕνα ἄλλο πρόσφατο γεγονὸς εἶναι τὸ ἑξῆς: Μία Μοναχὴ ἔκτισε ἕνα Μοναστηράκι τοῦ ὁποίου εἶχε τὴν ἰδιοκτησία ἐπ᾽ ὀνόματί της. Ἔκανε διαθήκη ὅτι ἀφήνει τὸ Μοναστηράκι αὐτὸ στὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν τῶν ΓΟΧ. Ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ἔχει νομικὴ προσωπικότητα, ὁπότε δὲν μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὴν κληρονομία. Εὐτυχῶς οἱ φυσικοὶ κληρονόμοι τῆς Μοναχῆς εὐσεβεῖς ὄντες, ἀφοῦ πρῶτα δέχθηκαν τὴν κληρονομία, πλήρωσαν φόρους καὶ πρόστιμα (διότι ἡ Μονὴ εἶχε ἀνεγερθεῖ δίχως ἄδεια), καὶ κατόπιν μεταβίβασαν τὴν Μονὴ στὸ «Γενικὸ Ταμεῖο τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος». Ἔτυχε νὰ εἶναι εὐσεβεῖς ἄνθρωποι καὶ ἐνῷ ξόδευσαν ἀρκετὰ χρήματα, μεταβίβασαν τὸ Μο­νύ­δριο στὸ Γενικὸ Ταμεῖο γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ἐπιθυμία τῆς Μο­να­χῆς. Ἂν ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν τῶν ΓΟΧ εἶχε νομικὴ προσωπι­κότητα, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν κληρονομία τῆς Μοναχῆς καὶ θὰ εἶχαν ἀποφευχθεῖ πολλὰ ἐπιπλέον ἔξοδα, δεδομένου ὅτι σὲ πρόσφατο Νόμο γιὰ τὴν νομιμοποίηση αὐθαιρέτων κτισμάτων, προβλέπεται ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πρόστιμα γιὰ τὴν νομιμοποίηση λατρευτικῶν χώρων, ποὺ ἀνήκουν σὲ νομικὰ πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ.

Γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ προσλαμβάνουν νομικὴ προσωπικότητα οἱ ὀργανωτικὲς ὑποδιαιρέσεις τῆς Ἐκκλησίας, δίχως φυσικὰ νὰ ταυτίζονται αὐτὲς μὲ τὴν νομικὴ προσωπικότητα ποὺ προσλαμβάνουν.

8.2.Ἡ ἰδιόρρυθμη νομικὴ προσωπικότητα τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ, τὴν ὁποία προκρίνει ὁ κ. Κυραζόπουλος, εἶναι κατώτερη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὁποία παρέχει ὁ Ν.4301.

Κατ᾽ ἐπανάληψιν ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀναφέρεται στὴν δῆθεν ἀνωτερό­τητα τῆς προτάσεώς του, ἡ ὁποία εἶναι:

Η διατήρηση της εκ του Συντάγματος ιδιόρρυθμης νομικής προσωπικό­τητας της Εκκλησίας ΓΟΧ και των οργανωτικών της υποδιαιρέσεων - χωρίς την ανάγκη υιοθετήσεως από αυτές κάποιας άλλης μορφής νομικής προσωπικότητας, εκείνης του Αστικού Κώδικα ή του Νόμου 4301/2014(...)[47]

Διότι λέγει ὅτι κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ἐκκλησία μας θὰ μπορεῖ νὰ ἐκδίδει κανονισμοὺς γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ διοίκησή της κατὰ τὸ ἐσω­τερικό της δίκαιο, οἱ ὁποῖοι ὡς μὴ ἐνσωματωμένοι σὲ κάποιο κανονισμὸ Ἐκ­κλη­σιαστικοῦ Νομικοῦ Προσώπου ἤ καταστατικὸ σωματείου ἢ ἀστικῆς ἑταιρίας, δὲν θὰ τίθεται ὑπὸ τὴν ἐποπτεία καὶ τὸν ἔλεγχο κάποιας κρατι­κῆς ἀρχῆς[48].

Κατ᾽ ἀρχὴν τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα ἐπιτυγχάνεται μὲ προσφορότερο τρόπο ἀπὸ τὴν δυνατότητα, τὴν ὁποία ἔχει τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Νομικὸ Πρόσωπο τοῦ Ν.4301 γιὰ τὴν ἔκδοση ἐσωτερικῶν κανονισμῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης δὲν ἀπαιτεῖται νὰ κατατίθενται στὸ Πρωτοδικεῖο πρὸς ἔγκρισιν κάθε φορά.

Ἔπειτα, αὐτὴ ἡ «διατήρηση τῆς ἐκ τοῦ Συντάγματος ἰδιόρρυθμης νομι­κῆς προσωπικότας» τῆς Ἐκκλησίας μας πῶς θὰ ἀναγνωρισθεῖ; Μήπως μὲ νόμο τοῦ Κράτους; Στοὺς κινδύνους αὐτῆς τῆς λύσεως ἔχουμε ἤδη ἀνα­φερ­θεῖ.

Ἐνῷ, λοιπόν, ὁ κ. Κυριαζόπουλος θεωρεῖ ὅτι ἡ καλύτερη λύση γιὰ ἐμᾶς εἶναι «ἡ διατήρηση τῆς ἰδιόρρυθμης νομικῆς προσωπικότητας» ποὺ ἔχουμε «ἐκ τοῦ Συντάγματος», προτετείνει ἐπίσης τήν:

ίδρυση σωματείων ή αστικών εταιριών μόνο για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των στοιχείων της εκκλησιαστικής περιουσίας και για τη διοίκηση και διαχείρισή της[49].

Τότε τὶ εἴδους νομικὴ προσωπικότητα εἶναι αὐτὴ ἡ ἰδιόρρυθμη, ἡ ὁποία δὲν θὰ μᾶς παρέχει τὸ δικαίωμα τῆς ἰδοκτησίας καὶ θὰ χρειάζεται πάλι νὰ ἱδρύουμε σωματεῖα καὶ ἀστικὲς ἑταιρίες γιὰ τὴν διοίκηση καὶ διαχείρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας; Ἡ νομικὴ προωπικότητα τῶν Θρησκευ­τι­κῶν / Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων ἔχει τὴν δυνατότητα κτήσεως περιουσίας δίχως τὴν παράλληλη ἵδρυση ἰδιαιτέρων νομικῶν προσώπων τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα, γιὰ τὴν διοίκηση καὶ διαχείρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Ἄρα καὶ ἐδῶ πλεονεκτεῖ ἡ πρώτη νομικὴ μορφὴ ἔναντι τῆς δεύτερης.

8.3 Ἡ δῆθεν διευρυμένη κρατικὴ ἐποπτεία

Ὁ κ. Κυριαζόπουπουλος ἰσχυρίζεται ὅτι τὰ Θρησκευτικὰ / Ἐκκλησια­στικὰ Νομικὰ Πρόσωπα τελοῦν ὑπὸ «διευρυμένη κρατικὴ ἐποπτεία» καὶ μποροῦν σὲ κάποιες περιπτώσεις νὰ διαλυθοῦν μὲ δικαστικὴ ἀπόφαση...

«...ενώ οι λοιπές Μητροπόλεις ΓΟΧ στην Ελλάδα, καθώς και οι λοιπές οργανωτικές υποδιαιρέσεις της Εκκλησίας ΓΟΧ, αν δεν έχουν νομική προσωπικότητα του Αστικού Κώδικα, δεν υπόκεινται σε καμία κρατική ως προς τη λειτουργία τους εποπτεία»[50].

Κατ᾽ ἀρχὴν δὲν ὑπόκεινται σὲ κάποια «διευρυμένη κρατικὴ ἐποπτεία», διότι ὁ ἔλεγχος γιὰ τὴν νομιμότητα τῆς λειτουργίας εἶναι δεδομένος καὶ κοινὸς γιὰ ὅλα τὰ νομικά πρόσωπα κάθε εἴδους. Συνεπῶς ἀκόμη καὶ ἡ ἰδιόρρυθμη νομικὴ προσωπικότητα, ποὺ προτείνει ὁ κ. Κυριαζόπουλος, καὶ αὐτὴ ὑπόκειται στὴν ἴδια ἀκριβῶς κρατικὴ ἐποπτεία. Διότι, ἐξ ὁρισμοῦ[51], δὲν ὑπάρχει νομικὴ προσωπικότητα μόνο μὲ δικαιώματα, δίχως ἀντίστοιχες ὑποχρεώσεις. Ἂν ἕνας ἐκκλησιαστικὸς ὀργανισμὸς δὲν ἔχει νομικὴ προσωπικότητα, πάλι ἐποπτεύεται, διότι λ.χ. ἐλέγχεται ἡ νομιμό­τητα τῶν θρησκευτικῶν του λειτουργῶν νὰ τελοῦν θρησκευτικοὺς γά­μους. Ἐὰν ἔχει προσλάβει νομικὴ προσωπικότητα καὶ αὐτὴ γιὰ τὸν ὁποιο­δήποτε λόγο διαλυθεῖ, δὲν διαλύεται καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς ὀργανισμός. Βεβαίως, ὑφίστανται συνέπειες ὡς πρὸς τὴν περιουσία τοῦ νομικοῦ προσώ­που, ἀλλὰ πάντως δίχως νομικὴ προσωπικότητα περιουσία δὲν μπορεῖ νὰ διαθέτει οὕτως ἢ ἄλλως. Ὁπότε, ποιὸ εἶναι τὸ πλεονέκτημα ἀπὸ τὴν μὴ πρόσληψη νομικῆς προσωπικότητας;

8.4 Ἡ διοικητικὴ ἄδεια ἀνεγέρσεως χώρου λατρείας

Ὁ κ. Κυριαζόπουπουλος ἀνακριβῶς ἰσχυρίζεται ὅτι:

«Τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα – Μητροπόλεις ΓΟΧ και το υπό σύσταση εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο – Εκκλησία ΓΟΧ χρειάζονται διοικητική άδεια από το Τμήμα Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων του Υπουργείου Παιδείας 1) για την ίδρυση και λειτουργία χώρων λατρείας, και 2) για την έγκριση μεταστέγασης χώρων λατρείας. Αντιθέτως, οι λοιπές Μητροπόλεις ΓΟΧ στην Ελλάδα εξακολουθούν να μην χρειάζονται τέτοια διοικητική άδεια (...)»[52].

α´) Ἡ μοναδικὴ τέτοια ἄδεια ποὺ ἔχει μέχρι στιγμῆς ἐκδοθεῖ γιὰ Θρησκευτικὸ Νομικὸ Πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας μας ΔΕΝ ἐξεδόθη ἀπὸ τὸ Τμῆμα Ἑτεροδόξων καὶ Ἑτεροθρήσκων τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας (τὸ ὁποῖο ἄλλωστε ἔχει ἤδη καταργηθεῖ), ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοίκησης.

β´) Ὅπως κάλλιστα διαπίστωσε καὶ ὁ ἴδιος καὶ μᾶς ἀναφέρει στὴν ἐνδιάμεση ἀπάντησή του, ἡ Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοίκησης διὰ τῆς ὑπ᾽ ἀριθμ. 1797802/Θ1/25-10­-2018 ἀποφάσεώς της χορήγησε τέτοια διοικητικὴ ἄδεια ἀνεγέρσεως χώρου λατρείας στὴν «Ἀδελφότητα Ἁγίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου ΝΠΙΔ» τοῦ Βόλου, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τὴν νομικὴ προσωπικότητα τοῦ Θρησκευτικοῦ Νομικοῦ Προσώπου. Ἄρα, αὐτὴ ἡ διοικητικὴ ἄδεια ἀπαιτεῖται γιὰ κάθε ναὸ ποὺ κτίζεται ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα. Γιὰ τοὺς μέχρι τώρα λειτουργοῦντες ναοὺς ὑπάρχει μία ὑπὸ διαμόρφωση διαδικασία ἀδειοδοτήσεως.

9. Ἡ «εὑρεία ἔννοια» τῆς Συνοδικότητος

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀφιερώνει ἱκανὸ μέρος τῆς γνωμοδοτήσεώς του γιὰ νὰ ἀναφερθεῖ στὸ κατ᾽ αὐτὸν ἰδανικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἕναν συνδυασμὸ τῆς «Συνοδικότητας ὑπὸ τὴν στενὴ ἔννοια» καὶ τῆς «Συνοδικότητας ὑπὸ τὴν εὐρεία ἔννοια»[53]. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο ἐννοιῶν εἶναι κατ᾽ αὐτόν, ὅτι ἡ πρώτη περιορίζει τὸν θεσμὸ τῆς Συνοδικότητας σὲ ἐπίπεδο μόνον Ἀρχιερέων (καὶ τὴν ἀποκαλεῖ «δεσποτοκρατία»!), ἐνῷ ἡ δεύτερη ἐπεκτείνεται καὶ σὲ ἐπίπεδο κατωτέρου Κλήρου καὶ λαϊκῶν[54]. Θεωρεῖ ὅτι τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ συμμετέχει στὴν διοίκηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἀποφασιστι­κῶς ἢ συμβουλευτικῶς[55], τῶν ἀρχιερέων περιοριζομένων μόνον στὶς αὐ­στη­ρῶς ἱεραρχικές τους ἁρμοδιότητες, τὶς ὁποῖες ὁρίζουν οἱ Ἱεροὶ Κα­νό­νες[56]. Ὁ κ. Καθηγητὴς θεωρεῖ ὅτι ἡ «Συνοδικότης ὑπὸ τὴν εὐρεία ἔννοια» δὲν ὑφίσταται πλέον, διότι ἡ «δεσποτοκρατία»: «συναντάται σε όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ως επιμέρους εκδήλωση του πάθους της εωσφορικής υπερηφανείας», προεβλήθη στὴν πανεπιστημιακὴ δογματικὴ ἀπὸ τὸν νεοη­με­ρολογίτη (συνάδελφο τοῦ κ. Κυριαζόπουλου) Καθηγητὴ καὶ μητροπο­λίτη κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα καὶ «συνιστά μια από τις αιρέσεις που αναγνω­ρί­στη­καν ως επίσημη διδασκαλία των δέκα (10) – οι οποίες εκπροσωπούσαν μόνον το ένα τρίτο (1/3) των Ορθόδοξων πιστών - από τις δεκατέσσερις (14) Αυτοκέφαλες Εκ­κλη­σίες που έχουν κοινωνία μεταξύ τους, στην Ψευδο-σύνοδο της Κρήτης του 2016»[57].

Σὲ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ «δεσποτοκρατία», ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀποδίδει ὅλα τὰ δεινὰ, λέγοντας:

Στη δεσποτοκρατία, ως γνωστόν, οφείλονται όλες οι σύγχρονες κακοδαι­μονίες και τα ναυάγια περί την πίστη και το ήθος στις Αυτοκέφαλες Εκκλη­σίες, μεταξύ των οποίων η κυριότερη είναι η προϊούσα μετάλλαξη του φρο­νή­ματος και της πράξεως αρχιερέων, κληρικών, μοναχών, θεολόγων και λαϊκών από Ορθόδοξο σε Οικουμενιστικό, με αποτέλεσμα οι εν λόγω οπαδοί του Οικουμενισμού, ταυτόχρονα με την εν λόγω μετάλλαξη του φρονήμα­τός τους, να μεταβάλλονται σε διώκτες των Ορθοδόξων στο φρόνημα κατηγορώντας τους σαν δήθεν «φονταμενταλιστές», ή «μισαλλόδοξους» ή «θρησκευτικούς εξτρεμιστές». Πρέπει να υπομνησθεί ότι των σημερινών διωγμών των αντιοικουμενιστών από τους οικουμενιστές προηγήθηκε ο πρώιμος διωγμός των ΓΟΧ από το Κράτος και τους Μητροπολίτες της καινοτόμου νεοημερολογητικής Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την περίοδο ιδίως από το 1951 έως το 1975[58].

Ὁ τελευταῖος ἰσχυρισμὸς εἶνα αὐθαίρετος καὶ ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀπο­φεύγει νὰ τὸν ἀποδείξει, εἰσάγοντάς τον μὲ τὴν φράση: «ὡς γνωστόν»! Ἀπὸ ποῦ καὶ ὡς ποῦ εἶναι «γνωστὸν» κ. Καθηγητά; Ἀποδεῖξτέ το. Εὐλό­γως μπορεῖ νὰ ἀναρωτηθεῖ κανεὶς ἂν ὄντως «ὅλες οἱ σύγχρονες κακοδαι­μονίες» στὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, τὶς ὁποῖες ἀπαριθμεῖ ὁ κ. Καθηγη­τής, εἶχαν ἀποφευχθεῖ, ἂν ἡ λήψη ἀποφάσεων γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα γινόταν ἀπὸ κληρικολαϊκὰ σώματα. Διότι κάλλιστα θὰ μπο­ροῦσε νὰ ἀντιτάξει κάποιος, βλέποντας τὸ παράδειγμα τῶν προτεσταν­τῶν, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ θὰ εἶχαν ἐπέλθει αἰῶνες νωρίτερα, ἂν κληρι­κολαϊκὰ σώματα ἀσκοῦσαν διοίκηση στὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες. Μάλιστα, ἡ ἅλωση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμὸ συνε­τε­λέσθη (μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ Διαγγέλματος τοῦ 1920 «πρὸς τὰς ἁπαν­ταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ») ὅταν εἶχε ἰσχύσει τὸ σύστημα διοικήσεως, τὸ ὁποῖο ὀνειρεύεται ὁ κ. Κυριαζόπουλος! Ἐνῷ σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εἶχε τὸ (κατὰ τὸν κ. Καθηγητὴ) «δεσποτοκρα­τικὸ» διοικητικὸ σύστημα, ὑπῆρξε ἕνα διάλειμμα κατὰ τὸ ὁποῖο ἴσχυσε αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ κ. Κυριαζόπουλος ὀνομάζει «Συνοδικότητα ὑπὸ τὴν εὐρεία ἔννοια»!

Ἀναφερόμαστε στὴν περίοδο 1860-1923, κατὰ τὴν ὁποία ἴσχυσαν οἱ λεγόμενοι «Γενικοὶ Κανονισμοί» (ἢ «Ἐθνικοὶ Κανονισμοί», ἀπὸ τὸ Γένος=Ἔθνος, δηλ. κανονισμοὶ τοῦ Γένους τῶν Ρωμιῶν) κατὰ τοὺς ὁποίους εἰσήχθη τὸ λαϊκὸ στοιχεῖο στὴν διοίκηση τοῦ Πατριαρχείου. Ἡ Ἐκλογὴ τοῦ Πατριάρχη γινόταν ἀπὸ Κληρικολαϊκό σῶμα καὶ μία μικτὴ Κληρικολαϊκὴ Ἐπιτροπὴ ἀσκοῦσε τὴν διαχείρηση καὶ διοίκηση τῶν μὴ πνευματικῶν ζητημάτων (κυρίως οἰκονομικῶν)[59]. Τελευταῖος Πατριάρχης ποὺ ἐξελέγη μὲ τὶς διαδικασίες τῶν «Γενικῶν Κανονισμῶν», ἦταν ὁ ἀλήστου μνήμης Μελέτιος Μεταξάκης!...

Ὡς ἐκ τούτου σφάλλει ὁ κ. Κυριαζόπουλος, ὅταν ἀποδίδει στὴ «δεσπο­τοκρατία» τὴν αἰτία τῶν δεινῶν, τὰ ὁποῖα ἀναφέρει. Δὲν εἶναι τὸ σύστημα διοικήσεως ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ ἡ διείσδυση τῆς μασονίας στὶς τάξεις τοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου. Ἡ μασονία εἶχε ἤδη διεισδύσει στὶς ἀνώτερες τάξεις τῶν λαϊκῶν τοῦ Ρωμαίϊκου Γένους καὶ πρέπει νὰ θεωρεῖται βέβαιο, ὅτι οἱ μασόνοι λαϊκοὶ ἐκλεγέντες μέλη τοῦ κληρικολαϊκοῦ ἐκλεκτορικοῦ σώματος, βοήθησαν στὴν ἀναρρίχηση μασόνων στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο. Ἀμφιβάλει κανεὶς γι᾽ αὐτό; Ἡ ἔκβαση τῶν πραγμάτων τὸ ἀποδεικνύει. Ἐμεῖς λοιπὸν θὰ ποῦμε, μακάρι ἡ «δεσποτοκρατία» στὸ Πατριαρχεῖο Κων­σταν­τινουπόλεως νὰ εἶχε διατηρηθεῖ ἀδιάκοπα καὶ μετὰ τὸ 1860. Ἴσως τώρα νὰ εἶχε παραμείνει Ὀρθόδοξο.

Ἔπειτα, ὁ κ. Καθηγητὴς ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ «δεσποτοκρατία» συναντᾶται σὲ ὅλες τὶς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Εἶναι αὐτὸ φαινόμενο τοῦ 20οῦαἰῶνα; Ὄχι βέβαια, διότι τὸ Ἐπισκοπικοσυνοδικὸ σύστημα (δίχως τὴν συμμετοχὴ κληρικολαϊκῶν σωμάτων μὲ ἀποφασιστικὴ ἁρμοδιότητα στὰ τῆς Ἐκκλη­σίας) ὑπῆρξε τὸ μόνο σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ δισχιλετὴς παράδοσή Της καὶ τὸ Κανονικό Της Δίκαιο. Τὸ σύστημα τὸ ὁποῖο εἰσηγεῖται ὁ κ. Καθηγητὴς εἶναι καινοτόμο, ἀμάρτυρο ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Παράδοση καὶ ἀντικανονικό.

Ἀλλὰ ὁ κ. Κυριαζόπουλος φέρνει δύο παραδείγματα ἀπὸ τὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἕναν Ἱερὸ Κανόνα εἰς ὑπεράσπισιν τῆς θεωρίας του γιὰ τὸ ἰδανικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων κατὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ματθίου καὶ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο[60], τὴν Παρρωσικὴ Σύνοδο τοῦ 1917[61]καὶ μία ἑρμηνεία τοῦ λδ´ Ἀποστολικοῦ Κανόνος[62]. Τὸ ἕνα παράδειγμα ἀφορᾶ τὸν 1οκαὶ τὸ δεύτερο τὸν 20ὸ αἰῶνα. Οἱ ἐνδιάμεσοι 18 αἰῶνες δεν ἔχουν παραδείγματα; Κατ᾽ ἀρχὴν νομίζουμε ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ὀρθὴ ἡ ἄποψη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἦταν σὲ πλάνη ἐπὶ αἰῶνες καὶ ἀνέμενε τὴν ἐμφάνιση κάποιου θεολογοῦντος Καθηγητοῦ γιὰ νὰ διορθώσει τὸν τρόπο διοικήσεώς Της! Ἕναν τέτοιο λογισμὸ ὑπερηφανείας θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν εἶχε διώξει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὁ κ. Κυριαζόπουλος. Ἂς δοῦμε ὅμως τὰ τεκμήρια ποὺ ἐπικαλεῖται.

9.1 Τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων

9.1.2 Ἡ Ἐκλογὴ τοῦ Ματθίου

Ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ματθίου δὲν ἀποτελεῖ παράδειγμα κληρικολαϊκοῦ ὀργάνου μὲ ἀποφασιστικὸ ρόλο στὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, διότι συνετελέσθη πρὶν τὴν Πεντηκοστή, ὁπότε οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι δὲν εἶχαν ἀκόμη συσσωματωθεῖ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν τὴν Ἐκκλησία. Δὲν εἶχε κατέλθει τὸ «Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ... δι’ οὗ Προφῆται ἅπαντες, καὶ Θεοῦ Ἀπόστολοι, μετὰ Μαρτύρων ἐστέφθησαν», δηλαδὴ τὸ «πῦρ διαιρούμενον εἰς νομὰς χαρισμάτων»[63]Μποροῦμε ὅμως νὰ ἀντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα ἀπὸ τὸν τρόπο ἐκλογῆς τοῦ ἀντικαστάτου τοῦ Ἰούδα. Στὴν ἐκλογὴ δὲν συμμετεῖχαν ἄσχετα πρόσωπα, ἀλλὰ μόνον μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ[64]ποὺ γνώριζαν ποιοὶ ἀναμεταξύ τους (120 πρόσωπα) εἶχαν γίνει αὐτόπτες μάρτυρες τῶν γεγονότων ἀπὸ τῆς Βαπτίσεως μέχρι καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ[65]. Ἔτσι ἐπελέγησαν οἱ δύο: Ἰοῦστος καὶ Ματθίας. Μεταξὺ αὐτῶν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι (μὴ ἔχοντες δεχθεῖ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) προσευχήθηκαν νὰ φανερωθεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ κλήρου, ὁ ὁποῖος ἔλαχε στὸν Ματθία. Ἀλλὰ τὸ σημαντικὸ ἐν προκειμένῳ, εἶναι ὅτι τὸ κριτήριο λήψεως τῆς ἀποφάσεως εἶναι τὸ ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

9.1.2 Ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος

Ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνήλθε τὸ 49 μΧ. στὰ Ἱεροσόλυμα, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα Κληρικολαϊκοῦ Σώματος στὸ ὁποῖο οἱ λαϊκοὶ μετέχουν μὲ ἀποφασιστικὸ ρόλο, διότι: α) Συγκροτήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πρεσβυτέρους τῶν Ἱεροσολύμων: «Συνήχθησαν δὲ οἱ Ἀπόστολοικαὶ οἱ Πρεσβύτεροιἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου» (Πραξ. ιε´, 6). β) Ἀναφέρονται ὀνομαστικῶς μόνον οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Πέτρος, Βαρ­νάβας, Παῦλος καὶ Ἰάκωβος νὰ ὁμιλοῦν περὶ τοῦ θέματος» (Πραξ. ιε´, 7-21). γ) Παρίσταντο καὶ λαϊκοὶ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, μᾶλλον ὡς ἀκροαταὶ τῶν λεγομένων καὶ συναινοῦντες μὲ τὴν τελικὴ ἀπόφαση, τὴν ὁποία διετύπωσε ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος καὶ μὲ τὴν ἐπιλογὴ τῶν προ­σώπων, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο νὰ κομίσουν γραπτῶς τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας: Παῦλο, Βαρνάβα, Ἰούδα καὶ Σίλα (Πραξ. ιε´, 22). Ἀλλὰ τὸν ἀποφασιστικὸ ρόλο τὸν εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πρεσβύτεροι, διότι παρακάτω ἀναφέρεται γιὰ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους Παῦλο, Σίλα καὶ Τιμόθεο: «ὡς δὲ διεπορεύοντο τὰς πόλεις, παρεδίδοσαν αὐτοῖς φυλάσσειν τὰ δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων καὶ Πρεσβυτέρων τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ» (Πραξ. ις´, 4)[66].

9.2 Ἡ Παρρωσικὴ Σύνοδος τοῦ 1917

Ἡ Παρρωσικὴ Σύνοδος τοῦ 1917 ὑπῆρξε πράγματι μία Κληρικολαϊκὴ Σύναξη κατὰ τὴν ὁποία δικαίωμα λόγου καὶ ψήφου εἶχαν καὶ οἱ λαϊκοί. Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως; Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ εἶχε τὴν ἀνα­σύ­σταση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καὶ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου Πατριάρχου. Ἦταν ἀπολύτως φυσικὸ νὰ ἐμπνευστοῦν ἀπὸ τὸν τρόπο ἐκλογῆς τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος τότε γινόταν ἀπὸ Κληρικο­λαϊ­κὴ Ἐκλογικὴ Συνέλευση βάσει τῶν «Γενικῶν Κανονισμῶν», τοὺς ὁποί­ους προαναφέραμε. Ἡ συγκρότησή της δὲν βασίσθηκε οὔτε σὲ προηγού­μενη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖται ὡς ὑποδειγματικὸς τρόπος διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα, ἡ παρουσία τῶν λαϊκῶν συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν διαμόρφωση μιᾶς «ριζοσπαστικῆς» παρατάξεως ἐντὸς αὐτῆς μὲ ἡγέτες τὸν Πρίγκιπα Εὐγένιο Τρουμπετσκόϊ καὶ τὸν Καθηγητὴ Σέργιο Μπουλγκάκωφ[67]. Ἀκόμη, δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι καὶ τὸ προτεσταν­τίζον ἐκκλησιαστικὸ μόρφωμα τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας» Κληρικολαϊκὰ ὄργα­να διοικήσεως εἶχε θεσμοθετήσει. Εὐτυχῶς ἡ ἀναλογία Κληρι­κῶν / λαϊ­κῶν στὴν Παρρωσικὴ Σύνοδο ἦταν περίπου ἰσοδύναμη (264 Κλη­ρι­κοὶ πρὸς 300 λαϊκούς)[68], ὁπότε τὸ πλεονάζον στοὺς λαϊκοὺς ριζοσπαστικὸ στοιχεῖο δὲν ἦταν τόσο ἰσχυρὸ ὥστε νὰ ἐπικρατήσει. Εἰδάλλως, κάποιες ἀπὸ τὶς καινοτομίες τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου τῆς Κωνσταντινου­πό­λεως» τοῦ 1923 θὰ εἶχαν πιθανότατα εἰσαχθεῖ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἤδη ἀπὸ τὸ 1917[69].

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος εἰσηγεῖται στὴν Ἱερὰ ἡμῶν Σύνοδο νὰ ἀκολουθήσει τὸ «θετικὸ παράδειγμα» τῆς Παρρωσικῆς Συνόδου τοῦ 1917. Δὲν πρόκειται περὶ θετικοῦ παραδείγματος, διότι εἶναι (ὅπως προείπαμε) ἐνάντια στὴν Ἱερὰ Παράδοση καὶ τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἐπιπλέον ἐγκυμονεῖ κινδύνους εἰσαγωγῆς καινοτομιῶν μέσῳ τῶν ἐκλε­γμέ­νων λαϊκῶν ἀντιπροσώπων. Εἴδαμε, ὅτι κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἁλώθηκε τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτὸ ὅμως ποὺ συμπερι­λαμ­βάνουν οἱ ἤδη ἐγκεκριμένοι σχετικοὶ κανονισμοὶ τῶν Θρησκευτικῶν Νομικῶν Προσώπων (καὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ) εἶναι ἡ συμμετοχὴ καὶ τῶν λαϊκῶν σὲ Κληρικολαϊκὰ συλλογικὰ ὄργανα συμβουλευτικοῦχαρακτῆ­ρα, κάτι τὸ ὁποῖον εἶναι κανονικό.

9.3 Ἡ ἑρμηνεία τοῦ λδ´ Ἀποστολικοῦ Κανόνος

Ὁ κ. Καθηγητὴς καταφεύγει σὲ μία περίεργη ἑρμηνεία τοῦ λδ´ Ἀποστολικοῦ Κανόνος. Ὁ κανόνας αὐτὸς περιγράφει μὲ ἀκρίβεια τὸ Συνοδικὸ Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας: «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἡγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδέν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ᾿ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ Θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα».

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει στὴν ἑρμηνεία του:

Καθώς, ὅταν ἡ κεφαλὴ ἀσθενῇ, καὶ δὲν προβάλλῃ ὑγιαίνουσαν τὴν ἰδικήν της ἐνέργειαν, καὶ τὰ ἐπίλοιπα μέλη τοῦ σώματος κακῶς ἔχουσιν, ἢ καὶ ἄχρηστα γίνονται παντελῶς, τέτοιας λογῆς, καὶ ὅταν ὁ τάξιν ἐπέχων κεφαλῆς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, δὲν ἔχῃ τὴν πρέπουσαν εἰς αὐτὴν τιμήν, καὶ ὅλον τὸ λοιπὸν σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀτάκτως βέβαια ἔχει διὰ νὰ κινηθῇ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ παρὼν Κανὼν διορίζει ὅτι ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς κάθε Ἐπαρχίας πρέπει νὰ γνωρίζουν ἐκεῖνον, ὁπού εἶναι πρῶτος ἀνάμεσα εἰς αὐτούς, ἤτοι τὸν Μητροπολίτην· καὶ νὰ νομίζωσιν αὐτὸν ὡς κεφαλήν ἰδικήν των, καὶ χωρὶς τὴν αὐτοῦ γνώμην νὰ μὴ κάμνουσι κανένα πράγμα περιττόν, ὁποὺ δὲν ἀνήκει δηλαδή εἰς τὰς ἐνορίας τῶν Ἐπισκοπῶν τους, ἀλλ᾿ ὑπερβαῖνον αὐτάς, ἀποβλέπει εἰς τὴν κοινὴν ὅλης τῆς Ἐπαρχίας κατάστασιν· καθώς, λόγου χάριν, εἶναι τὰ περὶ δογμάτων ζητήματα, αἱ οἰκονομίαι καὶ διορθώσεις τῶν κοινῶν σφαλμάτων, αἱ καταστάσεις καὶ χειροτονίαι τῶν Ἀρχιερέων, καὶ ἄλλα παρόμοια. Ἀλλὰ νὰ συνάγωνται εἰς τὸν Μητροπολίτην, καὶ μαζί μὲ αὐτὸν νὰ συμβουλεύωνται διὰ τὰ τοιαῦτα κοινὰ πράγματα, καὶ ἐκεῖνο ὁποὺ ἤθελε φανῇ περὶ αὐτῶν καλλίτερον, κοινῶς νὰ ἀποφασίζηται. Ὁ καθ᾿ ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους, ἐκεῖνα μόνον νὰ πράττη καθ᾿ ἑαυτόν, χωρὶς τὴν γνώμην τοῦ Μητροπολίτου του, ὅσα ἀνήκουσιν εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἐπισκοπῆς του, καὶ εἰς τὰς χώρας, ὁποὺ εἰς τὴν Ἐπισκοπήν του εἶναι ὑποκείμεναι. Καθὼς ὅμως οἱ Ἐπίσκοποι δὲν πρέπει νὰ πράττωσι κανένα πράγμα κοινὸν χωρὶς τὴν γνώμην τοῦ Μητροπολίτου, ἔτσι παρομοίως καὶ ὁ Μητροπολίτης, δὲν πρέπει νὰ κάμνῃ κανένα τοιοῦτον κοινὸν πράγμα μόνος καὶ καθ᾿ ἑαυτόν, χωρὶς τὴν γνώμην ὅλων του τῶν Ἐπισκόπων. Διατὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον θέλει εἶναι ὁμόνοια καὶ ἀγάπη, ἀνάμεσα καὶ εἰς τοὺς Ἐπισκόπους, καὶ Μητροπολίτας, καὶ εἰς Κληρικούς, καὶ εἰς Λαϊκούς. Ἐκ δὲ τῆς ὁμονοίας ταύτης καὶ ἀγάπης θέλει δοξασθῇ ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ, διὰ μέσου τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ, Κυρίου δὲ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἐφανέρωσεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸ τοῦ Πατρός του ὄνομα, καὶ τὴν ἀγάπην ἐνομοθέτησε, λέγων· «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστέ, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». Καὶ θέλει δοξασθῇ ἐν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, τὸ ὁποῖον διὰ τῆς χάριτός του ἥνωσεν ἡμᾶς εἰς μίαν πνευματικὴν συνάφειαν. Ταὐτόν εἰπεῖν, ἐκ τῆς ὁμονοίας ταύτης, θέλει δοξασθῇ ἡ Ἁγία Τριάς, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός, καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, κατὰ τὴν εὐαγγελικὴν φωνήν, τὴν λέγουσαν· «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα, καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[70].

Ποιὸς ἄνθρωπος ἐπάνω σὲ ὁλόκληρο τὸν πλανήτη τῆς Γῆς θὰ μποροῦσε, διαβάζοντας τὰ προηγούμενα, νὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ κανόνας αὐτὸς ὑποστηρίζει τὴν θεσμοθέτηση Κληρικολαϊκῶν ὀργάνων ἀποφασιστικοῦ χαρακτῆρα; Ἕνας! Ὁ κ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, ὁ ὁποῖος δίπλα στὴν λέξη «Λαϊκοὺς» προσθέτει ἐντὸς παρανθέσεως τὶς λέξεις: (συνοδικότητα μὲ εὐρεία ἔννοια)! Αὐτὸ εἶναι μία αὐθαίρετη ἑρμηνεία. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Ἅγιος Νικόδημος δὲν ἐννοεῖ ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι πρέπει νὰ συναποφασίζουν μὲ τὰ Διοικητικὰ Συμβούλια τῶν Σωματείων, ἢ ἄλλα Κληρικολαϊκὰ ὄργανα[71]. Ἂν οἱ Ἐπίσκοποι τηροῦν τὴν ἀρχὴ τῆς Συνοδικότητας, μὴ λαμβάνοντας ἀποφάσεις γιὰ τὰ κοινὰ ζητήματα δίχως τὴν γνώμη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, οὔτε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δίχως τὴ γνώμη τῶν ὑπολοίπων Ἀρχιερέων, τότε θὰ ὑπάρχει εἰρήνη καὶ ὁμόνοια τόσο μεταξὺ τῶν Ἀρχιερέων, ὅσο καὶ σὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία, ἀνάμεσα στὸν Κλῆρο καὶ τὸν Λαὸ τῆς κάθε Ἐπισκοπῆς[72]. Διότι ἡ εἰρήνη σὲ Συνοδικὸ ἐπίπεδο, θὰ ἀντανακλᾶ καὶ τὴν εἰρήνη σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο. Καὶ τοῦτο εἶναι πολὺ φυσικό, καθὼς κάθε διχοστασία μεταξὺ τῶν Ἀρχιερέων προκαλεῖ μερισμὸ καὶ στοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι λαμβάνουν θέση καὶ τοποθετοῦνται ὑπὲρ ἢ κατὰ τῆς στάσεως τοῦ Ἐπισκόπου τους, ὁπότε δημιουργοῦνται ρήγματα καὶ στὸ ἐσωτερικὸ τῆς κάθε Ἐπισκοπῆς. Ποῦ εἶδε, λοιπόν, τὴν «εὐρεία συνοδικότητα» στὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου ὁ κ. Καθηγητής;

10. Τὰ δῆθεν οἰκονομικὰ κίνητρα

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀναφέρεται σὲ πιθανὰ οἰκονομικὰ κίνητρα ἐκ μέρους τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησία μας, θεωρῶντας ταυτοχρόνως ὅτι, παρὰ ταῦτα, ἡ πρόσληψις τῆς νομικῆς μορφῆς τῶν Θρησκευτικῶν / Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων δὲν θὰ εἶναι ἐπωφελὴς γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, οὔτε ἀπὸ οἰκονομικῆς ἀπόψεως.

10.1 Φορολογικὰ προνόμια

Ἀποδίδει τὴν ἀπόκτηση τῆς νέας μορφῆς νομικῆς προσωπικότητος στὴν ἐκ μέρους μας προσδοκία γιὰ «ἐνδεχόμενα μελλοντικὰ φορολογικὰ προνόμια»[73]. Θεωρεῖ ὅμως ὅτι ἡ ἐκ μέρους τοῦ Κράτους παραχώρηση φορολογικῶν προνομίων γιὰ τὰ θρησκεύματα δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν μορφὴ τῆς νομικῆς τους προσωπικότητας καὶ στὶς περιπτώσεις ποὺ ἡ φορολογικὴ διοίκηση ἀρνεῖται νὰ τὰ ἀναγνωρίσει, αὐτὰ θὰ ἀναγνωρισθοῦν ἀπὸ τὰ ἁρμόδια διοικητικὰ δικαστήρια[74].

Τὰ κίνητρα τῆς Ἱεραρχίας μας δὲν ἦταν κάποια ἄδηλα καὶ μελλοντικὰ φορολογικὰ προνόμια. Ποτὲ δὲν ζητήσαμε ἐμεῖς φορολογικὰ προνόμια. Αὐτὸ ποὺ θὰ ἦταν ἀρκετὸ σὲ ἐμᾶς (καὶ αὐτὸ θὰ θεωρούσαμε φορολογικὸ ὄφελος[75]) θὰ ἦταν ἡ ἴση φορολογικὴ μεταχείρησημὲ τὰ νομικὰ πρόσωπα τῆς κρατούσης ἐκκλησίας, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἀντιμετωπίζουμε στὴν ἑπόμενη ὑποενότητα.

10.2 Ἴση φορολογικὴ μεταχείρηση

Ὁ κ. Καθηγητὴς θεωρεῖ ὅτι τὴν ἴση φορολογικὴ μεταχείρηση τὴν ἔχουμε ἤδη καὶ ὅτι αὐτὴ δὲν ἔξαρτᾶται ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς νομικῆς προσωπικό­τητος[76], ἀλλὰ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τῆς ἰσότητος κ.λπ.[77].

Αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἰσχύουν μόνο σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο. Διότι στὴν πράξη ἀντιμετωπίζουμε δυσκολίες. Λ.χ. Μοναστήρια τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας, τὰ ὁποῖα ἔχουν προσλάβει τὴν νομικὴ μορφὴ τῆς Ἀστικῆς Ἑταιρίας, φορολογοῦνται μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ ἄλλα τὰ ὁποῖα ἔχουν προσλάβει τὴν νομικὴ μορφὴ τοῦ Σωματείου. Πολλὲς φορὲς ζητεῖται ἀπὸ τὰ πρῶτα ἡ καταβολὴ τέλους ἐπιτηδεύματος. Καὶ φυσικὰ ἡ προσφυγὴ στὴν δικαιοσύνη (ποὺ μᾶς συνιστᾶ ὁ κ. Κυριαζόπουλος) μπορεῖ νὰ μᾶς δικαιώσει, ἀλλά, συχνὰ εἶναι προτιμώτερο νὰ καταβληθεῖ τὸ τέλος ἢ ὁ φόρος, παρὰ νὰ ὑποστοῦμε τὴν χρονοβόρα καὶ πολυέξοδη δικαστικὴ ταλαιπωρία, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὠφελημένοι βγαίνουν φυσικὰ οἱ Δικηγόροι.

10.3 Ἐπιχορηγήσεις

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἐπαναλαμβάνει τὴν ψευδῆ κατηγορία, τὴν ὁποίαν ἐξ ἀρχῆς ἐξετόξευσαν ἐναντίον μας κάποιοι καθηρημένοι ρασοφόροι, ὅτι δηλαδὴ ἡ πρόσληψη τὴν νομικῆς μορφῆς τῶν ΘΝΠ / ΕΝΠ ἔγινε ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ νὰ ἐπωφεληθοῦμε ἐπιχορηγήσεων ἀπὸ τὸν κρατικὸ προϋπολογισμὸ ἢ τῆς λήψεως προγραμμάτων ΕΣΠΑ[78].

Πρόκειται περὶ ἀθλιότητος, διότι τὴν κατηγορία αὐτὴ τὴν εἶχαν ἐκτοξεύ­σει ρασοφόροι (ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ) ποὺ ἤδη εἶχαν ἐπωφεληθεῖ τέτοιων προγραμμάτων μέσω Ἀστικῆς Ἑταιρίας μὲ ἕδρα στὴν Βόρειο Ἑλλάδα. Οἱ Ἀστικὲς Ἑταιρίες εἶναι προσφορότερες ὡς ἀποδέκτες τέτοιων χορηγήσεων ἕνεκα τοῦ οἰκονομικοῦ -μὴ κερδοσκοπικοῦ- σκοποῦ ποὺ ἔ­χουν. Σὲ αὐτὸ ἀπαντοῦμε ἐπαρκῶς στὴν ἐρωταπόκριση 16 τοῦ ἄρθρου μας «Περὶ τοῦ Νόμου 4301»[79].

10.4 Λατρευτικοὶ χῶροι

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀναφερόμενος στὸν κανονισμὸ ἑνὸς ΘΝΠ σχολιά­ζει ὅτι στὸν κατάλογο τῶν λατρευτικῶν χώρων δὲν πρέπει νὰ συμπερι­λαμ­βάνονται αὐτοί, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦνται μὲν ἀπὸ μία Μητρόπολη ΓΟΧ, ἀλλὰ δὲν ἀνήκουν ἰδιοκτησιακῶς σὲ αὐτήν, ὥστε νὰ μὴν θεμελιώνονται μελλοντικῶς δικαιώματα διεκδικήσεως νομῆς ἢ κυριότητος τῶν λατρευτικῶν χώρων[80](προφανῶς μέσῳ χρησικτησίας).

α) Ὁ κ. Καθηγητὴς ὡς νομικὸς θὰ γνωρίζει ἀσφαλῶς, ὅτι οἱ Ἱεροὶ Ναοὶ καὶ ἐν γένει οἱ λατρευτικοὶ χῶροι, θεωροῦνται πράγματα ἐκτὸς συναλ­λαγῆς καὶ δὲν εἶναι ἐπιδεκτικοὶ νομῆς, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν μελλοντικῶς ἀντικείμενο διεκδικήσεως μέσῳ χρησικτησίας. Αὐτή του ἡ ἀναφορὰ ἔχει κινδυνολογικὸ χαρακτῆρα καὶ λυπούμεθα γι᾿ αὐτό.

β) Θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ἐξηγήσει ὁ κ. Καθηγητὴς πῶς θὰ μποροῦσε μία Μητρόπολη ΓΟΧ νὰ ἔχει ἰδιοκτησία πρὶν προσλάβει νομικὴ προσωπι­κότητα; Ἢ μήπως θὰ ἔπρεπε νὰ προσλάβει πρώτα νομικὴ προσωπικό­τητα Σωματείου ὴ Ἀστικῆς Ἑταιρίας, νὰ προβεῖ σὲ ἀπόκτηση λατρευτικῶν χώρων καὶ μετὰ νὰ προσλάβει τὴν νομικὴ μορφὴ τοῦ ΘΝΠ; Ὁ κατάλογος λατρευτικῶν χώρων δὲν ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἰδιοκτησιακῆς ὑπαγωγῆς (διό­τι αὐτὸ ἀπαιτεῖ συμβολαιογραφικὲς πράξεις), ἀλλὰ πνευματικῆς ὑπαγω­γῆς (κανονικῆς δικαιοδοσίας).

11. Βελτιωτικὲς προτάσεις τοῦ Ν.4301

Παρὰ τὴν φαινομενικὴ ἀντίθεσή του στὸν Ν. 4301, ὁ κ. Κυριαζόπουλος κάνει κάποιες πολὺ καλὲς βελτιωτικὲς προτάσεις. Ὅταν κάποιος κάνει προτάσεις βελτιώσεως γιὰ κάτι, αὐτὸ ἀποτελεῖ ἔνδειξη ὅτι δὲν τὸ ἀπορρίπτει ἐντελῶς. Ἂς δοῦμε τὶς προτάσεις τοῦ κ. Καθηγητοῦ.

11.1 Εὐστοχώτεροι νομικοὶ ὅροι

Ὁ κ. Καθηγητὴς εὐστόχως παρατηρεῖ, ὅτι ὁ Ν. 4301 προβλέπει τὰ δευτεροβάθμια ὄργανα διοικήσεως, ἐπάνω ἀπὸ τὰ ΘΝΠ, νὰ ὀνομάζονται «Ἐκκλησιαστικὰ Νομικὰ Πρόσωπα». Αὐτὸ εἶναι ἀνοίκειο γιὰ τὰ μὴ χριστιανικὰ θρησκεύματα, καὶ ἀντιπροτείνει γι᾿ αὐτὰ νὰ χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «ἕνωση θρησκευτικῶν κοινοτήτων», ἐνῷ γιὰ τὰ χριστιανικὰ ὁ ὅρος «ἕνωση χριστιανικῶν κοινοτήτων»[81].

Ἐμεῖς προτιμοῦμε τὸν ὅρο «Ἐκκλησιαστικὰ Νομικὰ Πρόσωπα» γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ τὶς ἑτερόθρησκες κοινότητες ἂς εἶναι «ἑνώσεις θρησκευτικῶν κοινοτήτων», ἢ ὅπως ἀλλιῶς ἐκεῖνες ἐπιθυμοῦν. Αὐτὸ δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ.

11.2 Ἁπλούστερες διαδικασίες

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος προτείνει ἁπλούστερες διαδικασίες γιὰ τὴν ἵδρυση τῶν ΕΝΠ. Ἀντὶ νὰ προηγεῖται ἡ ἵδρυση τουλάχιστον τριῶν ΘΝΠ, τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια νὰ ἱδρύουν τὸ Ἐκκλησιαστικό, αὐτὸ νὰ ἱδρύεται μὲ αἴτηση τοῦ διοικητικοῦ ὀργάνου τῆς κάθε Θρησκευτικῆς Κοινότητος, ἐν προκειμένῳ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ Ἑλλάδος, πρὸς τὸ ἁρμόδιο δικαστήριο καὶ στὴ συνέχεια, πάλι μὲ αἴτηση τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου νὰ ἀποκτοῦν θρησκευτικὴ νομικὴ προσωπικότητα οἱ Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας μας[82]. Μακάρι νὰ γινόταν αὐτό. Πρόκειται γιὰ πολὺ ἁπλούστερη διαδικασία, ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ νομοθέτης ἤθελε δυσκολώτερες διαδικασίες, τὶς ὁποῖες ὅμως μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ξεπεράσαμε.

11.3 Μείωση τοῦ ὁρίου τῶν 300 ἱδρυτῶν

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος συμφωνεῖ μαζί μας ὅτι ἡ πρόβλεψη τοῦ Ν.4301 γιὰ 300 τουλάχιστον ἱδρυτὲς ἑνὸς ΘΝΠ εἶναι ὑπερβολικὰ μεγάλη καὶ θὰ ἔπρεπε τὸ ὅριο νὰ εἶναι κατὰ πολὺ χαμηλώτερο[83]. Ἀλλὰ ἤδη ἐμεῖς ἔχουμε συστήσει 4 Θρησκευτικὰ Νομικὰ Πρόσωπα μὲ τὴν συμμετοχὴ περίπου 2.000 πιστῶν μας καὶ πλέον ἡ μείωση τοῦ ὁρίου γιὰ σύσταση ΘΝΠ δὲν θὰ ἔχει κάποια ἐπίπτωση στὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ.

11.4 Εὐέλικτοι τρόποι ὀργανώσεως.

Ἐμεῖς εἴχαμε ἐκφράσει τὴν προτίμησή μας, νὰ ὀργανώνονται οἱ θρησκευτικὲς κοινότητες πρῶτα σὲ Πανελλήνιο ἐπίπεδο καὶ ἔπειτα οἱ ἀποκεντρωμένες διοικητικές τους μονάδες σὲ περιφερειακὸ καὶ τοπικὸ ἐπίπεδο (ἐνῶ ὁ ψηφισθεὶς νόμος ἀκολουθεῖ τὴν ἀντίστροφη τακτική)[84].

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀντιτείνει ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ προβλέπονται καὶ οἱ δύο δυνατότητες[85]. Πρόκειται γιὰ μία εὐπρόσδεκτη πρόταση βελτιώσεως τοῦ νόμου, ἡ ὁποία ὅμως γιὰ ἐμᾶς εἶναι πλέον ἄχρηστη, διότι πλησιάζουμε ἤδη στὴν ὁλοκλήρωση τῆς διαδικασίας.

12. Λοιπὲς σύντομες παρατηρήσεις

12.1 Ἡ κατοχύρωση τοῦ ὀνόματος Ἐκκλησία ΓΟΧ Ἑλλάδος

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀμφισβητεῖ τὴν δυνατότητα κατοχυρώσεως τῆς ἐπωνυμίας «Ἐκκλησία ΓΟΧ Ἑλλάδος» ἔναντι ὁμάδων ψευδοκληρικῶν ἀχειροτονήτων ἢ καθῃρημένων, οἱ ὁποῖες τὴν χρησιμοποιοῦν καὶ προξενοῦν σύγχυση στὸ κοινό. Θεωρεῖ ὅτι αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει μόνον ἔναντι Θρησκευτικῶν ἢ ἐκκλησιαστικῶν νομικῶν προσώπων, τὰ ὁποῖα μεταγενέστερα θὰ θελήσουν νὰ ἐγγραφοῦν στὸ ἐν λόγω μητρῶο. Ἰσχυρίζεται ὅτι ὁμάδες τέτοιων κληρικῶν ποὺ θὰ λειτουργοῦν εἴτε ἀτύπως (δίχως νομικὴ προσωπικότητα), εἴτε ὡς Σωματεῖα ἢ Ἀστικὲς Ἑταιρίες θὰ μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἐπωνυμία ΓΟΧ[86]. Καὶ τοῦτο, διότι ἀφ᾿ ἑνὸς δὲν ὑπάρχει ἕνα ἐθνικὸ γενικὸ μητρῶο νομικῶν προσώπων στὴ Χώρα[87], ἀφ᾿ ἑτέρου ἐπιτρέπεται ἡ ἵδρυση νέων θρησκευμάτων, δίχως τὸ Κράτος νὰ ἐπιτρέπεται νὰ ἐλέγχει τὴν νομιμότητα τῶν θρησκευτικῶν τους πεπεοιθήσεων, διότι ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως εἶναι ἀπεριόριστη[88].

Ὡς πρὸς τὸ πρῶτο, ὁ κ. Καθηγητὴς κάνει λάθος διότι τὸ ἄρθρ. 12 παρ. 2 τοῦ Ν/4301 προβλέπει ρητῶς ὅτι:

«Θρησκευτικές κοινότητες που δεν φέρουν τα χαρακτηριστικά της πρώτης παραγράφου[89], έστω και χωρίς νομική προσωπικότητα, μπορούν να χρησιμοποιούν τον όρο «Εκκλησία» στην επωνυμία τους, εφόσον όμως δεν αντιποιούνται την επωνυμία των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων».

Ἄρα, εἴτε ἔχουν νομικὴ προσωπικότητα Σωματείου ἢ Ἀστικῆς Ἑταιρίας, εἴτε δὲν ἔχουν καθόλου νομικὴ προσωπικότητα, ΔΕΝμποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἐπωνυμία Ἐκκλησιαστικοῦ Νομικοῦ Προσώπου.

Ὡς πρὸς τὸ δεύτερο, ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως εἶναι μὲν ἀπεριόριστη, συνεπῶς ὁ καθένας μπορεῖ νὰ πιστεύει ὅ,τι θέλει, ἀλλὰ ΟΧΙχρησιμοποιῶντας τὸ δικό μας ὄνομα.

12.2 Ἡ ἐν «ἀγνοίᾳ τῶν πιστῶν» διευθέτηση τοῦ θέματος

Ὁ κ. Καθηγητὴς κατηγορεῖ τὴν Ἱερὰ ἡμῶν Σύνοδο ὅτι συζητοῦσε μὲ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀναγνώρισή της αὐτοδικαίως, ἐντασσόμενη στὸ ἄρθρο 13 ὅπως οἱ θρησκευτικὲς κοινότητες τῶν Ἀρμενίων, Ἀγγλικανῶν κ.λπ., δίχως τὴν χρονοβόρα, πολύπλοκη καὶ πολυέξοδη διαδικασία συστάσεως ΘΝΠ μὲ τὴν συλλογὴ αἰτήσεων ἀπὸ 300 τουλάχιστον πιστοὺς γιὰ τὸ καθένα καὶ μετὰ τὴν σύσταση τριῶν τουλάχιστον ΘΝΠ νὰ αἰτηθῇ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Νομικοῦ Προσώπου. Θεωρεῖ ὅτι αὐτὸ γινόταν ἐν ἀγνοίᾳ τῶν πιστῶν, πρᾶγμα ἀπαρέδεκτο ὡς ἀντιβαῖνον στὴν ἔννοια τῆς «εὐρείας συνοδικότητος» καὶ δὲν ἐλάμβανε ὑπ᾽ ὄψιν τὶς ἀντιρρήσεις τῶν ἀντιδρώντων[90].

α) Ἀπὸ πότε ἡ Ἐκκλησία μας εἶχε υἱοθετήσει τὸ προτεσταντῖζον σύστημα διοικήσεως ἀπὸ Κληρικολαϊκὰ συμβούλια («εὐρεία ἔννοια τῆς συνοδικότητος» κατὰ τὸν κ. Καθηγητή), ὥστε νὰ κατηγορεῖται ὅτι δὲν συνεκάλεσε τέτοια μὴ θεσμοθετημένα ὄργανα;

β) Τίποτε δὲν γινόταν ἐν ἀγνοίᾳ τῶν πιστῶν, διότι μόλις διαμορφώθηκε ἡ τελικὴ μορφὴ τοῦ Νομοσχεδίου ἔγινε δημόσια ἀνοικτὴ διαβούλευση, ἀνοικτὴ στὸν ὁποιονδήποτε, οἱ ἐνδιαφερόμενοι φορεῖς ἐξέφρασαν δημοσίως τὶς ἀπόψεις τους, ἀσκήθηκε κριτική, ἔγιναν προτάσεις καὶ ἀντιπροτάσεις καὶ οἱ Μητροπόλεις, οἱ ὁποῖες ξεκινοῦσαν τὶς διαδικασίες ἔκαναν ἐνημερωτικὲς συνάξεις[91].

γ) Οἱ ἀντιδρῶντες τότε ἦσαν παράγοντες ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ἔπειτα ἄρχισαν νὰ ἐπηρεάζονται καὶ κάποιοι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν δυσαρεστημένοι ἀπὸ ἄλλες αἰτίες καὶ οἱ ὁποῖοι γύρευαν ἀφορμὴ νὰ ἐπενδύσουν μὲ πρόσθετα ἐπιχειρήματα τὴν ἤδη διαμορφωμένη δυσαρέσκειά τους, ὅπως οἱ ἐντολεῖς τοῦ κ. Κυριαζόπουλου. Μεμονωμένα δυσαρεστημένα ἄτομα ἀπό διάφορες ἐνορίες μὲ ἑτερόκλητο ὑπόβαθρο καὶ τεράστιες πνευματικὲς ἀντιθέσεις μεταξύ τους, συνεννοήθηκαν μέσῳ διαδικτύου καὶ ἀφοῦ πρῶτα προσπάθησαν νὰ ἐπηρεάσουν τοὺς Ζηλωτὲς Ἁγιορεῖτες κατὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἄρχισαν νὰ ἀναζητοῦν πανεπιστημιακοὺς γιὰ νὰ παραγγείλουν γνωμοδοτήσεις καὶ νὰ στηρίξουν ἔτσι τὶς ἤδη διαμορφωμένες ἀπόψεις τους.

Ἀλλὰ «φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὅ βούλεται τοῦτο καὶ οἵεται»[92]. Οἱ πεποιθήσεις τους διαμορφώθηκαν ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες τους. Καὶ οἱ ἐπιθυμίες τους εἶναι πονηρές.

12.3 Ἡ πτῶσις τῆς νεοημερολογιτικῆς ἐκκλησίας στὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἐπιμένει νὰ θεωρεῖ ὅτι γνωρίζει καλύτερα τὶς ἀπόψεις μας ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους! Ἔτσι λοιπὸν διατυπώνει (ἀντὶ ἡμῶν!) τὴν ἄποψη ὅτι «Κατὰ τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ», ποὺ στηρίζονται στὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Παράδοση ὅπως ἐξεφράσθη ἀπὸ τὸν Ἅγιο πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο, ἡ νεοημερολογιτικὴ ἐκκλησία της Ἑλλάδος καὶ τὸ νεοημερολογιτικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶναι κανονικὲς ἐκκλησίες, ἀλλὰ σχισματικὲς ἀπὸ τὸ 1924 καὶ αἱρετικὲς ἀπὸ τὸ 2016[93], ἐξαιτίας τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης[94]!

Οὐδέποτε ἐξουσιοδοτήσαμε τὸν κ. Κυριαζόπουλος νὰ ὁμιλεῖ ἐκ μέρους μας καὶ φυσικὰ δὲν ἀναγνωρίζουμε σὲ αὐτὸν τὸ δικαίωμα νὰ διατυπώνει ἀλλοιωμένα τὰ φρονήματά μας. Διότι ἐπισήμως ἡ Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ ἐκφράζεται συνοδικῶς καὶ δὲν ἀνέμενε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης γιὰ νὰ χαρακτηρήσει τὰ καινοτόμα ἐκκλησιαστικὰ μορφώματα ὡς αἱρετικά, ἐφ᾽ ὅσον τὰ ἔχει καταδικάσει συνοδικῶς ἀπὸ τοῦ 1998. Ὁ κ. Κυριαζόπου­λος θεωρεῖ ὡς μέγα ὁρόσημο τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, καὶ θεωρεῖ ὡς Ὀρθόδοξες τὶς ἐκκλησίες τῆς Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωρ­γίας, οἱ ὁποῖες δὲν συμμετεῖχαν σὲ αὐτήν. Αὐτὸ ὅμως εἶναι τὸ δικό τουφρόνημα, ὄχι τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἀνέμεναν τὴν εἰκονο­μαχικὴ σύνοδο τὴς Ἱερείας γιὰ νὰ θεωρήσουν τοὺς εἰκονομάχους αἱρε­τικούς.

12.4 Ποιὸς εὐθύνεται κυρίως γιὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν ΓΟΧ.

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀναφέρεται στὶς εὐθῦνες γιὰ τὸν ἐκδυτικισμὸ τῆς Ἑλληνικῆς Κοινωνίας, τῆς νεοημερολογιτικῆς ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, «ἡ ὁποία, διὰ τῶν τοπικῶν Μητροπολιτῶν της, συνεργάσθηκε στὸν κρατικὸ ἀπηνῆ διωγμό τῆς Ἐκκλησάις ΓΟΧ (...)»[95].

Στοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν ΓΟΧ οἱ Τοπικοὶ Μητροπολῖτες δὲν συνεργάσθηκαν ἁπλῶς, ἦταν οἱ κύριοι ὑποκινητὲς τῶν διωγμῶν δίδοντας συχνὰ ἀπ᾽ εὐθείας ἐντολὲς στοὺς ἀστυνομικούς. Τὸ Κράτος μιμούμενο τὸν Πιλάτο ὑποχωροῦσε στὶς πιέσεις τους, ἀλλὰ ὄχι πάντοτε. Ὅπως ἀναφέρουμε καὶ σὲ προηγούμενο ἄρθρο μας, ὁ σχισματικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ὁμολογοῦσε στὴ Σύνοδό του, ὅτι «ἡ μὲν Ἀστυνομία, τῇ ἐνεργείᾳ τῶν κατὰ τόπους ῾Ιεραρχῶν, συλλαμβάνει (τοὺς παλαιοημερολογίτας ἱερεῖς), τὸ δὲ ῾Υπουργεῖον διατάσσει τὴν ἀπόλυσιν αὐτῶν»[96].

12.5 Οἱ προβλέψεις τοῦ Ν.4301 για τοὺς κανονισμούς.

Στὸν σχολιασμὸ τῶν προβλέψεων τοῦ Ν.4301 γιὰ τὸν Κανονισμὸ τῶν ΘΝΠ / ΕΝΠ, τὸν ὁποῖο κάνει ὁ κ. Κυριαζόπουλος, κατακρίνει τὴν ἀπαίτηση γιὰ τὴν περιγραφὴ τῶν διδιασκαλιῶν καὶ τῶν λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων, τὴν ἀναφορὰ ὅλων τῶν Ἱερῶν Κειμένων καὶ κανόνων (ἐσωτερικοῦ δικαίου), καθὼς καὶ τὶς τυχὸν σχέσεις, ἀλληλεξαρτήσεις καὶ διοικητικοὺς δεσμοὺς μὲ ἄλλους θρησκευτικοὺς ὀργανισμοὺς τῆς ἡμεδαπῆς ἢ τοῦ ἐξωτερικοῦ. Θεωρεῖ ὅτι τὸ Κράτος ὑπεισέρχεται ὑπερβολικὰ στὶς ἐσωτερικὲς ὑποθέσεις τῶν ΘΝΠ / ΕΝΠ καὶ θεωρεῖ ὅτι ἂν ἡ κρατικὴ πολιτικὴ εἶναι ἀντίθετη μὲ τὰ ἀναλυτικῶς περιγραφέντα δεδομένα στοὺς κανονισμοὺς τῶν νομικῶν προσώπων, τὸ Κράτος μπορεῖ εἴτε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν σύστασή τους ἢ νὰ διατάξει τὴν διάλυσή τους μελλοντικῶς. Ἐπισημαίνει δὲ ὅτι ἡ θρησκευτικὴ πολιτικὴ τοῦ Κράτους μπορεῖ νὰ ὑποστηρίζει τὸν Οἰκουμενισμό, ὁπότε τὰ νομικὰ πρόσωπα τῶν ΓΟΧ διατρέχουν αὐτὸν τὸν κίνδυνο[97].

Ἐμεῖς ἀπαντοῦμε ὅτι ἡ διαφάνεια στὶς πεποιθήσεις μας, στὸν τρόπο ὀργανώσεώς μας καὶ στὶς σχέσεις μας μὲ ὁμόδοξες Ἐκκλησίες τοῦ ἐξωτερικοῦ δὲν εἶναι κάτι, τὸ ὁποῖο μᾶς φοβίζει. Καλῶς ὁ νόμος προβλέπει τὶς λεπτομερεῖς περιγραφὲς τὶς ὁποῖες ἀπαριθμεῖ ὁ κ. Καθηγητής, διότι ὑπάρχουν ἐπικίνδυνες σέκτες, οἱ ὁποῖες μὲ θρησκευτικὸ περικάλυμμα ἐξυπηρετοῦν ἄλλους σχεδιασμούς, ἐπικίνδυνους γιὰ τὴν Πατρίδα μας. Ἐμεῖς δὲν εἴχαμε κανέναν ἐνδοιασμὸ νὰ περιγράψουμε στοὺς κανονισμούς μας τὶς ἀντι-οἰκουμενιστικές πεποιθήσεις μας[98]καὶ ὅπως διαπιστώθηκε στὴν πράξη, οἱ κανονισμοί μας ἐγκρίθηκαν δίχως κανένα πρόβλημα. Τώρα ἂν κάποια μελλοντικὴ Κυβέρνηση θελήσει νὰ θέσει ὑπὸ διωγμὸν τοὺς ἀντι-οἰκουμενιστές, αὐτὸ θὰ τὸ πράξει εἴτε αὐτοὶ διαθέτουν ΘΝΠ, εἴτε Σωματεῖα, εἴτε Ἀστικὲς Ἑταιρίες, εἴτε τίποτε ἀπὸ αὐτά.

12.6 Οἱ λόγοι διαλύσεως ΘΝΠ/ΕΝΠ

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀπαντῶντας στὴν 5ηἐρωταπόκριση τοῦ ἄρθου μας «Περὶ τοῦ Νόμου 4301», ὅπου ἀναφέρουμε ὅτι οἱ λόγοι διαλύσεως ἑνὸς ΘΝΠ εἶναι παρόμοιοι μὲ ἐκείνους τοῦ σωματείου[99], παραδέχεται μὲν ὅτι ἔτσι εἶναι, ἀλλὰ ΔΕΝ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι[100]!

Ὁ κ. Καθηγητὴς δὲν μᾶς ἀναφέρει πῶς κατὰ τὴν γνώμη του θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι. Σὲ ἄλλα σημεῖα τὴς γνωμοδοτήσεώς του μᾶς συνιστᾶ τὴν παράλληλη χρήση σωματείων ἢ ἀστικῶν ἑταιριῶν γιὰ τὴν διοίκηση καὶ διαχείρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας περιουσίας (βλ. προηγουμένως ἑν. 5), τὰ ὁποῖα ὅμως ἔχουν ἐπίσης παρόμοιους λόγους διαλύσεως. Ἐδῶ ἰσχυρί­ζεται ὅτι εἶναι προστιμότερη ἡ ἄτυπη λειτουργία μας βάσει τῆς ἰδιορ­ρύθμου νομικῆς προσωπικότητας ποὺ μᾶς παρέχει ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθε­ρία καὶ τὸ ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος. Καὶ πῶς θὰ γινόταν ἡ ἀναγνώριση αὐτῆς τῆς ἰδιορρύθμου νομικῆς προσωπικότητας; Μὲ νόμο τοῦ Κράτους, ὅπως κάπου ἀλλοῦ μᾶς προτείνει; Αὐτὸ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο, ὅπως προ­είπαμε (βλ ἑν. 4 τοῦ παρόντος). Πάντως, μᾶς λέγει ὅτι ἔτσι δὲν θὰ εἶχε τὸ ἰδιόρρυθμο νομικὸ αὐτὸ πρόσωπο κάποια ἐποπτεύουσα ἀρχή (πρᾶγμα ἐ­σφα­λμένο, διότι ὅπως θὰ δοῦμε στὴν ἐπομένη ἑνότητα, τὸ Ὑπουργεῖο Παι­δείας ἀσκοῦσε ἀνέκαθεν ἐποπτεία ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ) καὶ δὲν θὰ μποροῦσε ἐπ᾽ οὐδενὶ νὰ διαλυθεῖ διότι σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση θὰ παρα­βιαζόταν ἡ διεθνὴς καὶ συνταγματικὴ θρησκευτική ἐλευθερία[101]. Πῶς εἶναι τόσο βέβαιος ὁ κ. Καθηγητής, ὅτι ὁ σεβασμὸς στὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία θὰ ἦταν ἐμπόδιο σὲ ἕνα Κράτος, τὸ ὁποῖο θὰ ἤθελε νὰ ξεκι­νήσει κάποιο θρησκευτικὸ διωγμό; Ἀλλὰ καὶ ἔτσι νὰ ἦταν τὰ πράγματα, ἡ γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε λόγο διάλυση τῶν ΘΝΠ, ἁπλῶς μᾶς ἐπαναφέρει στὸ statusquoanteμὲ τὴν περιουσία τους νὰ περιέρχεται στὸ σωματεῖο «Γενικὸ Ταμεῖο τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος», ὁπότε θὰ συνεχίσουμε τὴ λειτουργία μας ὅπως πρίν.

12.7 Ἡ ἐποπτεία ἀπὸ τοὺς Δήμους

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος θεωρεῖ ὅτι μειονεκτοῦν τὰ ΘΝΠ ἔναντι τῶν Σωμα­τείων, διότι τὰ δεύτερα ἐποπτεύονται ἀπὸ τοὺς Δήμους ἐνῶ τὰ πρῶτα ἀπὸ τὸ Τμῆμα Ἑτεροδόξων καὶ Ἑτεροθρήσκων τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας. Ἔχουμε ἤδη ἀποδείξει στὴν ἑνότητα 3 τοῦ παρόντος ὅτι αὐτὸ εἰναι ἀνακριβὲς καὶ ἤδη, μετὰ τὴν κατάργηση τοῦ Τμήματος Ἑτεροδόξων εἶναι καὶ ἄνευ νοήματος. Ἀλλὰ θεωρεῖ ὅτι ἡ ἐποπτεία ἀπὸ τοὺς Δήμους εἶναι ἐλαφρότερη, διότι δὲν εἶναι ἐξειδικευμένη καὶ ἡ πολιτικὴ παρέμβαση σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο εἶναι εὐκολότερη[102].

Ὁ ἰσχυρισμὸς εἶναι αὐθαίρετος καὶ δὲν βασίζεται στὰ ἐμπειρικὰ δεδομένα, τὰ ὁποῖα ἔχουμε. Πάντοτε σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο οἱ νεοημερολο­γῖτες Μητροπολῖτες ἔχουν περισσότερη ἰσχὺ στὶς τοπικὲς ἀρχὲς καὶ οἱ δικές τους παρεμβάσεις εἰς βάρος μας, σχεδὸν πάντοτε εἰσακούονται. Ὑπάρ­χουν φυσικὰ καὶ εὐσυνείδητοι τοπικοί ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑποκύπτουν εὔκολα στὶς πιέσεις τους καὶ μάλιστα σὲ Δήμους ὅπου οἱ ΓΟΧ διαθέτουν ἱκανὸ ἀριθμὸ ψηφοφόρων. Ἀλλὰ συνήθως ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο εἴχαμε περισσότερη ὑποστήριξη, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ σχισματικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (βλ. προηγουμένως 12.4).

Ἄλλωστε καὶ πολὺ πρὶν τὴν θέσπιση τῶν ΘΝΠ, ἡ Ἐκκλησία μας τελοῦσε ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ὅπως φανερώνει τὸ ἔγγραφο τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας Ἀντωνίου Τρίτση (1987) πρὸς συνάδελφό του: «Ὕστερα ἀπὸ τὰ παραπάνω, ὡς ἁρμόδιος μὲ τὴν κρατικὴ ἐποπτεία καὶ τὴν προστασίατῆς Ἐκκλησίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν Ὑπουργός, σᾶς παρα­καλῶ νὰ ἀποδεχθεῖτε τὸ αἴτημά τους καὶ νὰ ἐπιτρέψετε τὴν συνέχιση τῶν ἐργασιῶν ἀνεγέρσεως τοῦ ναοῦ τους στὴν πόλη τῆς Δράμας»[103].

Συμπεράσματα

Ἀπὸ τὰ ἀναλυτικῶς ἀναφερθέντα τόσο στὸ Α´ ὅσο καὶ στὸ Β´ μέρος τῆς ἀπαντήσεώς μας στὴν Γνωμοδότηση τοῦ κ. Κυριαζόπουλου προκύπτει ὅτι:

Ὁ συντάκτης της Γνωμοδοτήσεως κ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος οὐδέποτε ὑπῆρξε πιστὸς τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ. Μάλιστα ἔχει ἐκπεφρασμένες ἀπόψεις ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ εἰδικότερα σὲ ἄλλη γνωμοδό­τησή του θεωρεῖ «ἐκκλησιολογικῶς ἐσφαλμένη» τὴν ἐκ μέρους τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας συγκρότηση Ἱεραρχίας. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἔνδειξη τοῦ πῶς ἐννοεῖ τὸ ἐκκλησιολογικῶς ὀρθὸν καὶ πῶς τὸ ἐκκλησιολογικῶς ἐσφαλμένον. Παράλληλα, ἔχει ἐκφράσει δημοσίως τὴν ὑποστήριξή του στὴν «μεταρ­ρυ­θμι­στικὴ ἀντζέντα» τῶν θλιβερᾶς μνήμης ἀποστατῶν Πατριαρχῶν Μελετίου Μεταξάκη καὶ Ἀθηνα­γόρου, θεωρεῖ ὡς πανορθοδόξου κύρους τὶς ἀποφάσεις τοῦ λεγομένου «Πα­νορ­θοδόξου Συνεδρίου» τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1923, ἐπαινεῖ τὴν προοδευτικότητα τοῦ νεοη­μερολογίτου μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ἰγνατίου καὶ διατυπώνει ἀντορθόδοξες ἀπόψεις σχετικῶς μὲ τὴν ἔννοια τῶν ἐκτὸς γάμου σαρκικῶν σχέσεων[104]. Συνεπῶς εἶναι παντελῶς ἀναρμόδιος γιὰ νὰ ἀποφαίνεται τὶ εἶναι «Ἐκκλησιολογικῶς ὀρθὸν» γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας[105].

Οἱ πρώην ΓΟΧ, οἱ ὁποῖοι προσέτρεξαν σὲ αὐτὸν γιὰ τὴν ἐκ τῶν ὑστέρων τεκμηρίωση τῆς ἤδη γενομένης ἀδίκου ἀποτειχίσεώς τους, διέπραξαν τὸ σφάλμα τῆς πνευματικῆς ἐσχάτης προδοσίας.

Ἡ γνωμοδότηση αὐτὴ καθεαυτὴ ἀποτελεῖ ἕνα σχοινοτενὲς κείμενο 78 σελίδων μὲ κύρια χαρακτηριστικὰ τὶς συνεχεῖς ἐπαναλήψεις, τὰ αὐθαίρετα συμπεράσματα καὶ τὴν ἔλλειψη τεκμηριώσεως. Στόχος τῆς γνωμοδοτήσεως εἶναι νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ ἐκ μέρους τῶν ἐντολέων τοῦ κ. Καθηγητοῦ ἐπίκληση τῶν Ἱερῶν Κανόνων λα´ Ἀποστολικοῦ καὶ ιε´ τῆς ΑΒ´ Συνόδου γιὰ τὴν ἀποτείχισή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ εἶναι θεμιτή. Δεδομένου ὅτι ὁ λα´ ἀποστολικὸς ἑρμηνεύεται ὀρθῶς ἀπὸ τὸν μεταγενέστερο ιε´ τῆς ΑΒ´, ὁ στόχος τῆς γνωμοδοτήσεως θὰ εἶχε θεωρηθεῖ ἐπιτυχὴς μόνον ἐφ᾽ ὅσον ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀπεδείκνυε ὅτι, οἱ Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας περιέπεσαν σὲ αἵρεση καταδικασμένη ἀπὸ Συνόδους ἢ Ἁγίους Πατέρες. Κανένα τέτοιο τεκμήριο δὲν παρουσίασε. Προσπάθησε νὰ ἀξιολογήσει θεολογικὰ ἕνα νομικὸ ζήτημα καὶ ἀπέτυχε. Μάλιστα ὁ ἴδιος σὲ προγενέστερο βιντεοσκοπημένο μάθημά του εἶχε διατυπώσει ρητῶς, ὅτι οἱ ΓΟΧ μποροῦν νὰ χρησιμοποιήσουν τὸν νέο νόμο γιὰ τὶς θρησκευτικὲς νομικὲς προσωπικότητες.

Ὁ ὅρος «Κανονικὴ δικαιοδοσία», ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὸν Ν.4301, σημαίνει «ὅρια διοικητικῆς ἁρμοδιότητας» καὶ δὲν ἀποτελεῖ ἀξιολογικὴ κρίση τοῦ Νομοθέτη ὑπὲρ τῆς κανονικότητας τῆς νεοημερολογιτικῆς ἐκκλησίας, ὅπως ἐσφαλμένα ἰσχυρίζεται ὁ κ. Κυριαζόπουλος[106].

Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ΓΟΧ Ἑλλάδος εἶχε διατυπώσει τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι ἀποτελεῖ τὴν «Ἐπικρατοῦσα θρησκεία» στὴν Ἑλλάδα. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρὸ τοῦ σχίσματος τοῦ 1924 ἦταν καὶ ἀκαινοτόμητος καὶ ἐπικρατοῦσα θρησκεία στὴν Ἑλλάδα. Μετὰ ὅμως τὸ σχίσμα τοῦ 1924 ἡ Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ κληρονόμησε τὸ Ἀκαινοτόμητον καὶ ἡ Νεοημερολογιτικὴ τὸ χαρακτηριστικὸ τῆς «Ἐπικρατούσης θρησκείας»[107]. Ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσσότομος ῥητῶς ἀπορρίπτειτὸν ἰσχυρισμὸ νομικῶν τῆς ἐποχῆς του ὅτι «ὁ Παλαιοημερολογιτισμὸς δὲν ἀποτελεῖ θρησκείαν ἀνεξάρτητον τῆς κρατούσης Ὀρθοδόξου θρησκείας»[108].

Ἀποδείχθηκε ἐντελῶς ἀνακριβὴς ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ κ. Κυριαζόπουλου ὅτι οἱ Μητροπόλεις ΓΟΧ, οἱ ὁποῖες προσέλαβαν τὴν νομικὴ μορφὴ τῶν ΘΝΠ, περιῆλθαν ὑπὸ τὴν ἐποπτεία («ὑπήχθησαν» λέγει, ἀλλὰ καὶ ὁ ὅρος «ὑπα­γωγὴ» εἶναι ἀνακριβὴς ὅπως ἀπεδείχθη[109]) τοῦ Τμήματος Ἑτερο­δόξων καὶ Ἑτεροθρήσκων τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας. Ἀπεδείχθη ὅτι ὅλοι οἱ ΓΟΧ (εἴτε προσέλαβαν τὴν μορφὴ τῶν ΘΝΠ εἴτε ὄχι[110]) κατὰ τὸ ἀμέσως προηγούμενο ὀργανωτικὸ σχῆμα τοῦ Ὑπουργείου, τελοῦσαν ὑπὸ τὴν ἄμεσο ἐποπτεία τῆς Διευθύνσεως Θρησκευτικῆς Διοικήσεως[111]. Προσφά­τως ἔγιναν νέες διοικητικὲς ἀνακατάξεις, κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ Τμῆμα Ἑτε­ρο­δόξων καὶ Ἑτεροθρήσκων τοῦ ΥΠΕΘ καταργήθηκε ἐντελῶς[112].

Ἡ ἀντιπρόταση τοῦ κ. Κυριαζόπουλου γιὰ τὴν ψήφιση ἀπὸ τὴν Ἑλλη­νικὴ Βουλὴ εἰδικοῦ Νόμου, ὁ ὁποῖος θὰ ἐνέκρινε τὸν Καταστατικὸ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας ΓΟΧ Ἑλλάδος καὶ θὰ ἀναγνώριζε τὴν ἰδιόρρυθμη νομικὴ προσωπικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τῶν ὀργανωτικῶν της ὑποδιαιρέσεων, πέραν τοῦ ὅτι εἶναι πρακτικῶς ἀνέφικτη, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ ἐμᾶς, διότι θὰ καθιστοῦσε τοὺς ἐντελῶς ἀσχέτους μὲ τὴν Ὀρθοδοξία Βουλευτές, ρυθμιστὲς τοῦ τρόπου ὀργανώσεώς μας. Τοὺς Κανονισμοὺς τῶν ΘΝΠ τοὺς συντάξαμε ὅπως ἐμεῖς θέλαμε καὶ ἐγκρί­θηκαν ὅπως ἦταν ἀπὸ τὰ Πρωτοδικεῖα, βάσει μάλιστα καὶ τῆς κρυσταλλίνης καθαρότητος Ὀρθόδοξης Ὁμολογίας μας. Τὸ Πρωτοδικεῖο μπορεῖ νὰ ἐγκρί­νει ἢ νὰ ἀπορρίψει ἐντελῶς ἕναν Κανονισμό (ἐὰν κρίνει ὅτι δὲν συντάχθηκε σύμφωνα μὲ τὶς προβλέψεις τοῦ νόμου), ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τροποποιήσει τὶς διατάξεις του. Στὴν Βουλὴ οἱ Βουλευτὲς μποροῦν νὰ προτείνουν τροπολογίες καὶ νὰ διαμορφώνουν τοὺς νόμους κατὰ τὴν βούληση τῆς ἑκάστοτε πλειοψηφίας[113].

Ὁ δῆθεν «νομικὸς οἰκουμενισμός», εἶναι ἕνα ἐφεύρημα τῆς φαντασίας τοῦ κ. Κυριαζόπουλου, τὸ ὁποῖο ἐπεκτεινόμενο ὁδηγεῖ σὲ παραλογισμό: κάθε πρακτικὴ τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ γίνεται μὲ ὅμοιο τρόπο καὶ ἀπὸ ἄλλους ἀν­θρώ­πους, ἄλλων θρησκειῶν, σὲ διάφορες πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης δραστη­ριότητας, θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ «οἰκουμενισμός». Ἐπίσης, εἶναι σφάλ­μα νὰ χαρίζει ὁ κ. Καθηγητὴς τὴν ἀνεκτικότητα καὶ τὴν ἀνεξιθρη­σκεία στὸν Ἀγνωστικισμό[114].

Στὴν ἀπεγνωσμένη προσπάθειά του νὰ προσάψει σὲ ἐμᾶς αἱρετικὲς ἀπόψεις, ὁ κ. Κυριαζόπουλος διατυπώνει αἱρετικότατες καινοφανεῖς ἰδέες, ὅπως τὰ περὶ τῆς Θείας Φύσεως τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστός, ἔχει πράγματι Θεία καὶ ἀνθρώπινη Φύση. Τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς δὲν ἔχουν κάποια θεία φύση. Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀρχή της στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τὸν Ὁποῖο διατελεῖ σὲ ὀργανικὸ σύνδεσμο ὅπως τὸ Σῶμα μὲ τὴν Κεφαλή, πρὸς ἁγιασμὸ καὶ σωτηρία τῶν μελῶν της, καὶ φέρει ἐνοικοῦσα τὴν Χάρη καὶ Ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως, μία μόνον ἄκτιστη Θεία Φύση ὑπάρχει, ἡ Φύση τοῦ ἐν Τριάδι ἑνὸς Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ Θεία Φύση τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀναφέρει ὁ κ. Κυριαζόπουλος, ποιά εἶναι[115];

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἀπέτυχε νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ νομικὸ καθεστὼς τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ διὰ τῆς προσλήψεως τῆς νομικῆς προσωπικότητος τῶν ΘΝΠ ὑποβαθμίζεται. Μάλιστα ὁ ἴδιος παραδέχεται ὅτι: «Όλες οι θρησκευτικές κοινότητες, είτε έχουν νομική προσωπικότητα του Αστικού Δικαίου ή του Νόμου 4301/2014 είτε δεν έχουν, απολαμβάνουν των θρη­σκευ­τι­κών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα της θρησκευτικής ελευ­θερίας»[116].

Ἡ μὴ πρόσληψη Νομικῆς Προσωπικότητας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ καὶ τῶν ὀργανωτικῶν της ὑποδιαιρέσεων δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα στὴν δράση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἄνευ Νομικῆς Προσωπικότητας λειτουργία δὲν προσφέρει κανένα ἀπολύτως πλεονέκτημα, οὔτε ἀκόμη ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν διοικητικὴ ἄδεια γιὰ κάθε οἰκοδομούμενο Ναό[117].

Ὁ κ. Κυριαζόπουλος ἄδραξε τὴν εὐκαιρία μὲ τὴν γνωμοδότηση αὐτὴ γιὰ νὰ ἀναπτύξει τὴν ἐκκεντρικὴ ἄποψή του γιὰ τὸν τρόπο διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, προφανῶς, δὲν μπόρεσε νὰ συλλάβει ὁ νοῦς τῶν Ἁγίων Πατέρων ἐπὶ τόσους αἰῶνες! Καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος διοικήσεως ὀνομάζεται «Συνοδικότητα ὑπὸ τὴν εὐρεία ἔννοια» καὶ συνίσταται στὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλες τὶς βαθμίδες μέσῳ κληρικολαϊκῶν ὀργάνων. Ἀποδείχθηκε ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ συστήματος στὸ Οἰκου­μενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα εἶχε ὀλέθρια γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀποτελέσματα. Ὁ τελευταῖος Πατριάρχης ποὺ ἐξελέγη ἀπὸ κληρικολαϊκὸ ἐκλεκτορικὸ σῶμα, ἦταν ὁ Μελέτιος Μεταξάκης[118]!

Διαπιστώθηκε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἐπιδιώκει φορολογικὰ προνόμια μὲ τὴν χρήση τοῦ Ν.4301, ἀλλὰ ἴση φορολογικὴ μεταχείρηση. Ἀπο­δείχθηκε ἀβάσιμη ἡ μομφὴ ὅτι μὲ τὰ ΘΝΠ ἐπιδιώκουμε ἐπιχορηγήσεις κρατικὲς ἢ εὐρωπαϊκές, διότι τὰ Νομικὰ Πρόσωπα τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα καὶ μάλιστα οἱ Ἀστικὲς Ἑταιρίες προσφέρονται καλύτερα ὡς ἀποδέκτες ἐπιχορηγήσεων[119].

Παρὰ τὴν φαινομενικὴ ἀντίθεσή του στὸν Ν.4301, ὁ κ. Κυριαζόπουλος προτείνει βελτιωτικὲς τροποποιήσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι μὲν γενικῶς ἀξιόλογες, ἀλλὰ περιττὲς πλέον γιὰ ἐμᾶς[120].

Τέλος, ἀπεδείχθη ὅτι ὄντως ὁ Ν.4301 ἄρθρ. 12 παράγρ. 2 προστατεύει τὶς ἐπωνυμίες τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων ἀπὸ κάθε ἀντιποίηση ὁποιασδήποτε προελεύσεως. Καὶ μόνον γι᾿ αὐτὸ θὰ ἄξιζε νὰ κάνουμε χρήση αὐτοῦ τοῦ Νόμου διασφαλίζοντας τὴν ἐπωνυμία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔναντι ὅσων τὴν οἰκειοποιοῦνται αὐτοβούλως καὶ τὴν χρησιμοποιοῦν παρανόμως πρὸς ἐκπλήρωσιν τῶν ἀντι-εκκλησιαστικῶν σκοπῶν τους.

Ἐν κατακλεῖδι, πρόκειται για μία κατὰ παραγγελίαν γνωμοδότηση καὶ ἀπηχεῖ τὴν ἐπιθυμία αὐτῶν ποὺ τὴν παρήγγειλαν. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας εἶναι τὸ ἀνώτατο ἀποφασιστικὸ ὄργανο σὲ μία Τοπικὴ Ἐκκλησία, καὶ τὸ κριτήριο γιὰ τὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων ἀπὸ αὐτὴν εἶναι τὸ ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι ἡ ὑποχώρηση στὶς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες κάποιων μωροκενοφιλοδόξων λαϊκῶν (οἱ πλείονες ἐξ αὐτῶν δίχως πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὄντες σεσημασμένοι ταραχοποιοί), οἱ ὁποῖοι κινούμενοι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλαρχίας θέλουν νὰ ἀσκοῦν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση. Ἄλλωστε, ἡ συντριπτικὴ πλειονότης τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ τοὺς ἔχει γυρίσει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴν πλάτη, περιβάλλοντας μὲ ἐμπιστοσύνη τὴν Ἱεραρχία μας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Ζ. Ὁμολογία Πίστεως Γνησίου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ.

Η. Τὸ ἀπὸ 2-12-1987 Ἔγγραφο τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας Ἀντ. Τρίτση.

Θ. Ἡ ἀπὸ 7-3-2019 συνέντευξη τοῦ κ. Κυριάκου Κυριαζόπουλου στὸ κανάλι TRT.

Ι. Ἡ ἀπὸ 1-3-2019 συνέντευξη τοῦ κ. Κυριάκου Κυριαζόπουλου στὸ κανάλι ASTRATV.

[1]«Θρησκευτικὴ καὶ Ἐθνικὴ Ὀρθόδοξος Κοινωνία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τοῦ Νομοῦ Μαγνησίας».

[2]Κ. Καβάφη, «Περιμένοντας τοὺς βαρβάρους».

[3]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση περὶ τοῦ Νόμου 4301(06-10-2018) διαθέσιμο στὸ https://inkthvolou.gr/en4p_gnono4301_1.html(ἡμ/νία τελ. προσβάσεως 05-12-2018), σελ. 29-30.

[4]Ἐφ’ ὅσον δὲν παραπέμπει σὲ κάποιο κοινῶς ἀποδεκτὸ ὁρισμό, μποροῦμε νὰ τὸν θεωρήσουμε ὡς αὐθαίρετο.

[5]Ἡ πρόσληψη νομικῆς προσωπικότητος ἀπὸ μὲν τὶς Ἐνορίες ἔγινε τὸ 1910 (ἐνῷ τὸ 1923 προσδιορίσθηκε ὅτι αὐτὴ ἡ νομικὴ προσωπικότητα εἶναι δημοσίου δικαίου), ἀπὸ δὲ τὶς Μητροπόλεις τὸ 1931, καὶ ἀπὸ τὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὸ ἔτος 1969 (Αἰτιολογικὴ ἔκθεση σχεδίου νόμου «Ὀργάνωση τῆς νομικῆς μορφῆς τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων καὶ τῶν ἑνώσεών τους στὴν Ἑλλάδα», σελ. 24).

[6]Ἁγ. Χρυσοστόμου Καβουρίδου, πρ. Φλωρίνης, Ἅπαντα, τ. Β´, ἔκδ. Ἱ.Μ. Ἁγ. Νικοδήμου, Ἑλληνικοῦ Γορτυνίας, 1997, σελ. 496.

[7]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, ἔθ. ἀν., σελ. 27.

[8]Αὐτόθι, σελ. 28.

[9]Αὐτόθι.

[10]Αὐτόθι, 28-29.

[11]Βασ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιατικὴ Ἱστορία, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήναι: 1959, σελ. 142.

[12]Ὅπως οἱ «Γενικοὶ Κανονισμοὶ» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου οἱ ὁποῖοι φέρουν ὑπό­τιτλο: «Ὁδηγίαι τῆς Ὑψηλῆς Κυβερνήσεως (σ.σ. Ὀθωμανικῆς), σταλεῖσα εἰς τὰ Πατριαρ­χεῖα (παρακάτω ὀνομάζονται: Ρωμαϊκό, Ἀρμενικὀ, Καθολικό καὶ ἡ Ἀρχιραββινεία) περί τε τοῦ σχηματισμοῦ τῶν, κατὰ τὴν ἔννοιαν τῆς γενικῆς τοῦ Κράτους βελτιώσεως προεκ­δο­θέντος ὑψηλοῦ Αὐτοκρατορικοῦ διατάγματος, ἐν τοῖς Πατριαρχείοις συγκροτηθη­σομέ­νων, εἰδικῶν προσωρινῶν συμβουλίων καὶ περὶ τῶν καθηκόντων αὐτῶν» (Γενικοὶ Κανο­νι­σμοί, περὶ διευθετήσεως τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Ἐθνικῶν πραγμάτων τῶν ὑπὸ τὸν Οἰ­κου­με­νικὸν Θρόνον διατελούντων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ὑπηκόων τῆς Α.Α. Μεγα­λει­ότη­τος τοῦ Σουλτάνου, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1900, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ τυπογρα­φείου, σελ. γ´).

[13]Τὴν ἀποκήρυξή τους ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τὴν ξεκινοῦν μὲ τὰ λόγια: «Μὲ τὴν παροῦσα τὸ Δ.Σ. τῆς Ἐνορίας μας...». Ταυτίζουν τὴν Ἐνορία μὲ τὸ Σωματεῖο τους καὶ θεωροῦν τὸ Δ.Σ. τοῦ σωματείου τους ὡς διοικητικὸ ὄργανο τῆς Ἐνορίας.

[14]Κάθε μορφὴ “κατηγοριοποιήσεως" ἢ συναριθμήσεως τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ κρατικοὺς ἢ ἄλλους ἀσχέτους πρὸς αὐτὴν φορεῖς, γιὰ λόγους πολιτογραφικούς, νομικούς, κοινωνιολογικούς κλπ., μαζὶ μὲ ἄλλες θρησκευτικὲς κοινότητες εἴτε χριστιανικὲς εἴτε ὄχι, δὲν ἀφορᾶ Αὐτήν καθόλου, διότι σὲ καμμία σχέση ἅμεση ἢ ἔμμεση δὲν ἦλθε ἢ δὲν σκοπεύει νὰ ἔλθει γιὰ τὸν ὁποιοδήποτε σκοπὸ μὲ ἐκεῖνες. Ἄλλωστε, τέτοιες κατηγοριοποιήσεις σὲ ἀρχεῖα τῆς πολιτείας, τῶν δικαστηρίων, τῶν τοπικῶν ἀρχῶν κλπ. μποροῦν νὰ συμβοῦν καὶ γιὰ Ἀστικές Ἑταιρίες ἢ Σωματεῖα. Αὐτὸ δηλαδὴ μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ μὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη μορφὴ νομικῆς ὀργανώσεως.

[15]Εἶναι σύνηθες φαινόμενο στὴν ὑπὸ κρίσιν γνωμοδότηση ἡ μεταπήδηση ἀπὸ τὴν θεολογία στὴ νομικὴ καὶ τὸ ἀντίστροφο καὶ ἡ ἀνάμειξη στοιχείων καὶ τῶν δύο κλάδων «φύρδην - μίγδην».

[16]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, ἔθ. ἀν., σελ. 25.

[17]«Περὶ τοῦ Νόμου 4301», διαθέσιμο στο https://ecclesiagoc.gr/index.php/ενημερωση/ἀνακοινώσεις/1016-peri-tou-nomou-4301(ἡμ/νία τελ. προσβάσεως 9-3-2019.

[18]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, ἔθ. ἀν., σελ. 25.

[19]«Περὶ τοῦ Νόμου 4301», ἔνθ. ἀν..

[20]«Περὶ τοῦ Νόμου 4301», ἔνθ. ἀν..

[21]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, ἔθ. ἀν., σελ. 26.

[22]Αὐτόθι, σελ. 44.

[23]Προφανῶς ἐννοεῖ σωματειοποίηση τὴν πρόσληψη νομικῆς προσωπικότητας.

[24]Δηλαδὴ μᾶς ἀποδίδει ταυτοχρόνως καὶ «ρωμαιοκαθολικὲς» καὶ μονοφυσιτικὲς ἀντιλήψεις!

[25]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, ἔθ. ἀν., σελ. 26.

[26]Αὐτόθι.

[27]Δηλαδὴ πῶς γινόταν αὐτὴ ἡ διάκριση; Ὑπῆρχαν παράλληλοι ὀργανισμοὶ μὲ διαφορετικὴ ἐπωνυμία; Γιὰ παράδειγμα, ἡ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας ὡς ἐκκλησιαστικὸς ὀργανισμὸς ἵδρυσε ποτὲ κάποιον “Ὀργανισμὸ Διαχείρισης τῆς Μοναστηριακῆς Περιουσίας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας”, ἢ ἀσκοῦσε ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της τὴν διαχείριση τῆς περιουσίας της, οὖσα περιβεβλημένη μὲ τὴν ἱκανότητα τῆς διαχειρίσεως αὐτῆς ἀπ᾽ ἀρχῆς;

[28]Μποροῦμε νὰ ὰ ὀνομάσουμε καὶ ὡς «νομικὰ ἐνδύματα».

[29]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, ἔθ. ἀν., σελ. 26-27.

[30]Ἡ ἐνόχληση αὐτῶν ποὺ βλέπουν νὰ γράφεται ἡ λέξη Κλῆρος μὲ κεφαλαῖο «Κ» ἀποκαλύπτει ὑπολανθάνοντα συμπλέγματα κατὰ τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου. Πάντως στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ὁ σεβασμὸς στὸ θεσμὸ τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου εἶναι βασικὸ χαρακτηριστικό.

[31]Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὶς Μητροπόλεις, Ἐνορίες καὶ Μονές τῶν ΓΟΧ στὴν Ἑλλάδα.

[32]Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκαναν μέχρι τώρα μὲ τὴν σύσταση Ἀστικῶν Ἐταιριῶν καὶ Σωματείων καὶ ἀπὸ τὸ 2014 μὲ την σύσταστη ΘΝΠ/ΕΝΠ.

[33]Πρᾶγμα ποὺ δὲν ἰσχύει ὅπως εἴπαμε στὸ Α´ μέρος. Ἄλλωστε τὸ τμῆμα ἑτεροδόξων καὶ ἑτεροθρήσκων ἔχει ἤδη καταργηθεῖ τὴν στιγμὴ ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές! Μία ἐξέλιξη ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ φαντασθοῦν οἱ κατὰ φαντασίαν ὁμολογητές!...

[34]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, ἔθ. ἀν., σελ. 10.

[35]Αὐτόθι.

[36]Αὐτόθι, σελ. 10-11.

[37]Αὐτόθι, σελ. 11

[38]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, «Ἡ ἀκίνητη περιουσία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἢ Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν», βιντεοσκοπημένο ἀνοικτὸ μάθημα ΑΠΘ τῆς 15-09-2015, ἀπὸ τὸ 18ολεπτὸ καὶ μετά: http://delos.it.auth.gr/opendelos/player?rid=c4bb7aca

[39]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 13-14.

[40]Ἐπαναλαμβάνει ἀναποδείκτως τὴν ἄποψη αὐτὴ στὶς σελ. 7, 10, 14, 11, 34, 39, 44, 48, 77 τῆς γνωμοδοτήσεώς του. Θὰ ἀρκοῦσε νὰ τὴν ἀναφέρει μόνον μία φορά καὶ νὰ τὴν ἀποδείξει μὲ τεκμήρια.

[41]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 16-21.

[42]Διαβεβαιοῦμε τοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι δὲν χρηματίσαμε τὸν κ. Καθηγητὴ γιὰ νὰ συμπεριλάβει αὐτὴν τὴν παρατήρηση, ἡ ὁποία ἀποδομεῖ σὲ μεγάλο βαθμό τὴν ὅλη γνωμοδότησή του.

[43]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 22.

[44]Αὐτόθι, σελ. 23.

[45]Αὐτόθι.

[46]Αὐτόθι, σελ. 32-33.

[47]Αὐτόθι, σελ. 37. Βλ. καὶ αὐτόθι σελ. 54 - 55.

[48]Αὐτόθι.

[49]Αὐτόθι, σελ. 55.

[50]Αὐτόθι, σελ. 75.

[51]Κάθε νομικὸ πρόσωπο ὁρίζεται ὡς ὑποκείμενο δικαιωμάτωνκαὶ ὑποχρεώσεων.

[52]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 76 (βλ. καὶ σελ. 66).

[53]Αὐτόθι, σελ. 30, 40-41, 55.

[54]Αὐτόθι.

[55]Αὐτόθι, σελ. 41.

[56]Αὐτόθι.

[57]Αὐτόθι, σελ. 30-31.

[58]Αὐτόθι, σελ. 31.

[59]Δημήτριος Σταματόπουλος, «Ορθόδοξο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως 1839-1923», 2008, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούποληδιαθέσιμο στὸ: http://constantinople.ehw.gr/FORMS/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=10973(ἡμ/νία τελ. προσβάσεως 7-3-2019).

[60]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 40.

[61]Αὐτόθι, σελ. 42.

[62]Αὐτόθι, σελ. 41-42.

[63]Ἰδιόμελον τῶν αἴνων τῆς Πεντηκοστῆς.

[64]Πραξ. α´15.

[65]Πραξ. α´22.

[66]Περισσότερα βλ. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Συμεωνίδη, «Ἡ Αποστολικὴ σύνοδος», στὸ Οἱ δέκα ἐντολὲς στὴν κανονικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 2009, ἐκδ. Παρρησία, σελ. 63-69, διαθέσιμο στὸ http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat=dogma&NF=1&content=contents.asp&main=texts&file=37.htm (ἡμ/νία τελ. προσβάσεως 7-3-2019).

[67]Βλασίου Φειδᾶ, «Ρωσσική Εκκλησία», στὴν Θ.Η.Ε., Τόμος Ι΄, ἐκδ. Ἀθ. Μαρτῖνος, Ἀθῆναι 1967, στ. 1071.

[68]Ἀλεξάνδρου Καλομοίρου, «Ἡ Ρωσσικὴ Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς, Σύντομη ἀναδρομὴ στὶς ρίζες καὶ τὴν Ἱστορία της», στὸ ἩΦωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 15 Ὀκτωβρίου 1969, σ. 6.

[69]Ἀπ᾽ ὅτι φαίνεται, καὶ ὁ κ. Κυριαζόπουλος δὲν ὑστερεῖ σὲ τέτοιου εἴδους ριζοσπαστικὲς ἰδέες. Σὲ πρόσφατη συνέντευξή του στὸν τηλεοπτικὸ δίαυλο TRTτῆς Θεσσαλίας ὑπεραμύνεται τοῦ δευτέρου γάμου τῶν κληρικῶν, τῶν ἀποφάσεων τοῦ κακοδόξου συνεδρίου τοῦ 1923, ἀκόμη καὶ τῶν προγαμιαίων σχέσεων, ὡς «σχέσεων ἀγάπης», ἐκφράζοντας ταυτόχρονα τὴν βδελυγμία του γιὰ τὸν «συντηρητισμό»! Βεβαίως, κάποιοι ὑπερσυντηρητικοὶ ἀντάρτες πρώην ΓΟΧ τὸν ἔχουν ὡς αὐθεντία! Βλ. Παράρτημα Θ´ καὶ Ι´..

[70]Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καὶ Νικοδήμου Μοναχοῦ, Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Νηὸς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθήνα 1982, σελ. 36 - 37.

[71]Διότι ἔτσι ὁρίζει τὴν «συνοδικότητα μὲ εὐρεία» ἔννοια ὁ κ. Καθηγητής.

[72]Ἡ Ἐκκλησία μας τηρεῖ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εὐλαβικὰ τὴν ἀρχὴ τῆς Συνοδικότητας.

[73]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 38.

[74]Αὐτόθι.

[75]Αὐτὸ ἐννοοῦμε ὡς πιθανὸ φορολογικὸ ὄφελος στὴν ἐρωταπόκριση 10 στὸ «Περὶ τοῦ Νόμου 4301», ἔνθ. ἀν..

[76]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 38.

[77]Αὐτόθι, σελ. 48.

[78]Αὐτόθι, σελ. 40.

[79]«Περὶ τοῦ Νόμου 4301», ἔνθ. ἀν..

[80]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 50-51.

[81]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 29.

[82]Αὐτόθι, σελ. 45

[83]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 46.

[84]Ἐρωταπόκριση 12 στὸ «Περὶ τοῦ Νόμου 4301», ἔνθ. ἀν..

[85]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 47.

[86]Αὐτόθι, σελ. 31-32.

[87]Αὐτόθι, σελ. 32, 38.

[88]Αὐτόθι, σελ. 38

[89]Δηλαδὴ ποὺ δὲν ἔχουν τὴν μορφὴ Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων.

[90]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 34, 47-48.

[91]Κληρικολαϊκὴ Σύναξη ἔκανε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς καὶ Συνάξεις Κληρικῶν οἱ ὑπόλοιπες.

[92]Ρητὸ τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος.

[93]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 3.

[94]Αὐτόθι, σελ. 4.

[95]Αὐτόθι, σελ. 24.

[96]Ἐρωταπόκριση 8 στὸ «Περὶ τοῦ Νόμου 4301», ἔνθ. ἀν..

[97]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 52-43.

[98]βλ. Ὁμολογία Πίστεως Γνησίου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, στὸ Παράρτημα Ζ´.

[99]Ἐρωταπόκριση 5 στὸ «Περὶ τοῦ Νόμου 4301», ἔνθ. ἀν..

[100]Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Γνωμοδότηση...ἔνθ. ἀν., σελ. 63.

[101]Αὐτόθι.

[102]Αὐτόθι, σελ. 64.

[103]Βλ. ὁλόκληρη τὴν Ἐπιστολὴ στὸ Παράρτημα Η´.

[104]Βλ. Παράρτημα Θ´ καὶ Η´.

[105]Βλ. «ΟΙ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ», μέρος Α´, σελ. 1-4.

[106]Αὐτόθι, ἑν. 1.

[107]Αὐτόθι, ἑν. 2.

[108]Αὐτόθι, ἑν. 3.2, σελ. 15.

[109]Βλ. «ΟΙ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ... Α´, ἑν. 3.

[110]Ὅπως ἡ Ἀδελφότης Ἁγ. Εἰρήνης Χρυσοβαλάντους Βόλου.

[111]Βλ. «ΟΙ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ... Α´, ἑν. 3.

[112]Βλ. «ΟΙ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ», μέρος Β΄, σελ. 1.

[113]Αὐτόθι, ἑν. 4.

[114]Αὐτόθι, ἑν. 5.

[115]Αὐτόθι, ἑν. 6.

[116]Αὐτόθι, ἑν. 7.

[117]Αὐτόθι, ἑν. 8.

[118]Τὸν ὁποῖο ἐπαινεῖ σὲ συνεντεύξεις του ὁ κ. Κυριαζόπουλος, ὁπότε ἔτσι ἐξηγεῖται ἴσως ἡ προτίμησή του γιὰ τὸν τρόπο αὐτὸ διοικήσεως. Βλ. καὶ αὐτόθι, ἑν. 9.

[119]«ΟΙ ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ... Β´, ἑν. 10.

[120]Αὐτόθι, ἑν. 11.