Ο Μακαριστός Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομμάτης

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 03, 2009 3:19:51 PM

«Μνημονεύετε των ηγουμένων υμών οίτινες ελάλησαν υμίν τον λόγον του Θεού.»

(Εβρ. 13,7)

Στις 10 Αυγούστου 2007 συμπληρώθηκαν 100 έτη από την εις Επίσκοπον χειροτονία του Μακαριστού Πρωθιεράρχου της Εκκλησίας μας Μητροπολίτου Δημητριάδος κυρού Γερμανού. Εξ αφορμής του γεγονότος αυτού, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας μας έκρινε ως ιερό καθήκον, επιτακτική ανάγκη και επιβεβλημένο χρέος να αφιερώσει τον παρόντα ημεροδείκτη σ’ αυτόν, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου των Γ.Ο.Χ.

O αοίδιμος Ιεράρχης, τέκνον των Ανδρέου και Αγγελικής Μαυρομμάτη εγεννήθη στην ιστορική νήσο των Ψαρών. Κατήγετο από οικογένεια Μπουρλοτιέρηδων. Τα γυμνασιακά του μαθήματα τελείωσε στο Γυμνάσιο της Χίου υπό την καθοδήγηση του αειμνήστου Ζολώτα. Τις θεολογικές του σπουδές ολοκλήρωσε στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου. Αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Θεολογίας, χειροτονήθηκε Διάκονος από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Αθηνών Γερμανό Καλλιγά (1889-1896), ο οποίος εκτίμησε τα προσόντα του νεαρού και ευέλπιδος κληρικού. Στην φιλική παράκληση του αειμνήστου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Σωφρονίου του Βυζαντίου ο οποίος του ζήτησε έναν ευπαίδευτο και ικανό κληρικό για την διεύθυνση των Πατριαρχικών γραφείων Αλεξανδρείας, ο Μητροπολίτης Αθηνών συνέστησε σ’ αυτόν τον Γερμανό Μαυρομμάτη.

Στην θέση αυτή ο δραστήριος κληρικός απέκτησε φήμη η οποία τον βοήθησε αργότερα να επιστρέψη στην Ελλαδική Εκκλησία ως ιεροκήρυκας.

Ο Γερμανός ως ιεροκήρυκας

Μετά το θάνατο του Πατριάρχου Αλεξανδρείας (22/8/1899) ο εκεί χειροτονημένος Αρχιμανδρίτης Γερμανός πόθησε να υπηρετήσει στην Εκκλησία της ελεύθερης Ελλάδος και έτσι κατήλθε και διορίστηκε ιεροκήρυκας Δημητριάδος, Θεσσαλιώτιδος και Ηλείας. Και σ’ αυτή τη νέα υπηρεσία επέδειξε σπάνια σεμνότητα στο βίο του και πολλές άλλες χριστιανικές αρετές, και γι’ αυτό προσέλκυσε την αμέριστη εκτίμηση, το σεβασμό και την αγάπη όλων όσων τον γνώρισαν ως ιεροκήρυκα και κληρικό.

Στη Μητρόπολη Δημητριάδος υπηρέτησε για έξι χρόνια, από το 1901 μέχρι το 1907. Ήταν σεμνός, ηθικός, μειλίχιος, πράος, μετριόφρονων, εύγλωττος, ευπαίδευτος, αφιλοχρήματος, απλοδίαιτος, κατέκτησε ευθύς αμέσως τη συμπάθεια και την αγάπη όλων όσων τον πλησίαζαν και συνομιλούσαν μαζί του. Έτσι εξηγείται ότι όταν έμεινε κενός ο θρόνος, μετά τον θάνατο του Μητροπολίτου Δημητριάδος Γρηγορίου Φουρτουνιάδου, όλος ο λαός της Μαγνησίας απέβλεψε προς τον αγαπητό ιεροκήρυκα, ως τον μόνο ενδεδειγμένο και κατάλληλο για να ανέλθει στον ένδοξο Μητροπολιτικό θρόνο.

Τα προ της χειροτονίας του Γερμανού

Κατά το διάστημα όπου ο Γερμανός υπηρετούσε ως ιεροκήρυκας, είχε προταθεί μεταξύ άλλων υποψηφίων κατά τρεις διάφορες εποχές από την Ιερά Σύνοδο, για την πλήρωση χηρευουσών Επισκοπικών εδρών. Η επικείμενη πλήρωση της κενής επισκοπικής έδρας Θήρας, η εφημερίδα των Αθηνών «Πατρίς» στο φύλλο της 12ης Ιουλίου 1907 έγραφε τα εξής: «Πληροφορούμεθα, ότι ως Επίσκοπος Θήρας πρόκειται να εκλεχθή ο εν Πετρουπόλει εφημέριος... όστις επ’ ουδενί λόγω είναι δυνατόν να επαρκέση εις την επισκοπήν εκείνη, όπου, ως γνωστόν η Ρώμη φροντίζει και στέλλει πάντοτε διακεκριμένον Ιταλόν Ιεράρχην και προεστώτας των εκεί καθολικών Μονών, άνδρας μεγάλης εκκλησιαστικής μορφώσεως χάριν του προπαγανδισμού, όστις τελείται εκεί κατά τον οποίον πολλάκις ο αοίδιμος Θήρας Νικόδημος, εν των μάλλον εγκρίτων Ιεραρχών, δριμύτατα εκαυτηρίασε. Και δεν δύναται ο... να χρησιμεύση εκεί ως επίσκοπος, διότι είναι ηλικίας 70 ετών... Εις την Θήραν χρειάζεται εις εκ των αρίστων κληρικών, όπως καταλάβη το Θρόνο, μετέχων και παιδείας αμφιλαφούς και φρονήματος υγιούς, ρώμης δε και σθένους και ψυχικού και σωματικού. Και ως τοιούτος ο μόνος ενδεδειγμένος είναι ο έτερος των συνυποψηφίων, ο κ. Γερμανός Μαυρομμάτης, περί ου ο αοίδιμος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σωφρόνιος απεφαίνετο, διότι τον είχε Ιεροκήρυκα πάσης γης Λιβύης, ότι είναι το χάρμα και το εγκαλλώπισμα του Αποστολικού θρόνου Αλεξανδρείας».

Εν τούτοις, και κατά τις τρεις παραπάνω περιστάσεις ο Γερμανός δεν εξελέγη, ίσως διότι η Θεία Πρόνοια του επεφύλαξε την επαρχία Δημητριάδος, την οποία αγάπησε και από την οποία τόσο αγαπήθηκε. Μετά την πλήρωση όλων των προ ετών χηρευουσών Επισκοπικών εδρών, προτάθηκε από τους αρμόδιους, να του δοθεί η θέση του Γραμματέα της Ιεράς Συνόδου η του Πρωθιερέως στην Ελληνική Εκκλησία της Πετρούπολης. Για τη δεύτερη μάλιστα θέση, δημοσιεύτηκε και το Β Διάταγμα, αλλά η μετάβασή του εκεί ματαιώθηκε, επειδή χήρευσε μετά από λίγο η έδρα της Μητρόπολης Δημητριάδος και εκεί εξελέγη. Σ’ αυτό συνετέλεσε η εκτίμηση και η αγάπη όλων των κατοίκων της επαρχίας Δημητριάδος, την οποία υπηρέτησε ως Ιεροκήρυκας.

Πράγματι, δε, μετά το θάνατο του Μητροπολίτου Γρηγορίου και περί τα τέλη Ιουλίου του 1907, ο λαός του Βόλου με συλλαλητήρια και ψηφίσματα προς την Ιερά Σύνοδο και την κυβέρνηση ζήτησε την εκλογή ως Επισκόπου του Αρχιμανδρίτου Γερμανού και έτσι μετά από λίγες ημέρες προτάθηκε ως υποψήφιος. Με βάση την πρόταση, στάλθηκε από το Βόλο το κάτωθι τηλεγράφημα το οποίο δημοσιεύτηκε και στις εφημερίδες: «Σεβαστήν Ιεράν Σύνοδον Αθήνας· Άπας λαός Νομού Μαγνησίας αγάλλεται επί υποδείξει ως Επισκόπου Δημητριάδος του Γερμανού Μαυρομμάτη, ευγνωμονούντες Ιερά Συνόδω και Σεβαστώ Υπουργείω επί τοιαύτη επιτυχεί εκλογή, ευχόμεθα ως ευλαβείς χριστιανοί και ένθερμοι της εκκλησίας μας υποστηρικταί, ίνα ταχέως πραγματοποιηθή τοιούτος επιτυχής διορισμός».

Άλλη δε, εφημερίδα του Βόλου η «Πανθεσσαλική», με τον τίτλο «Αρχιεπισκοπή Μαγνησίας – ο Αρχιμανδρίτης Γερμανός Μαυρομμάτης – έγραφε τα εξής:

«Εν από τα σπουδαιότερα και ζωτικότερα ζητήματα της επαρχίας, είναι η πλήρωσις του χηρεύοντος Αρχιεπισκοπικού μας θρόνου, διότι ο λαός του Πηλίου και των άλλων επαρχιών διασώζει ακόμη αμείωτον το θρησκευτικόν φρόνημα, η διατήρησις και ανάπτυξις του οποίου απαιτεί πεφωτισμένην, νοημονεστάτην και σώφρονα εκκλησιαστικήν διοίκησιν. Οι Αρχιεπίσκοποι δεν έχουσιν εξουσίαν πρόσκαιρον, ούτε παύονται, ούτε μετατίθενται. Διορίζονται και αποθνήσκουν με το υψηλόν αξίωμά των. Δια τούτο όλοι οι κάτοικοι, ολόκληρον το εκκλησιαστικόν πλήρωμα πρέπει να ευχώμεθα, όπως Αρχιεπίσκοπος εκλεγή κληρικός ενάρετος, μεμορφωμένος, με ζωήν κάι ενθουσιασμόν, με αισθήματα χριστιανικά, “όχι εκ των δούλων της Εύας και των φίλων του αργυρίου”. Προ πάντων η Αρχιεπισκοπή μας έχει ανάγκην τοιούτου Αρχιερέως δια να διδάσκη την ευταξίαν, ευπρέπειαν και σωφροσύνην, δια να γίνη διοργανωτής και επόπτης της δημοτικής και ιδιωτικής αγαθοεργίας, δια να μεριμνήση περί της διοικήσεως των εκκλησιών, περί διοργανώσεως των ενοριών, περί αξιοπρεπείας του κλήρου και περί εξυγιάνσεως των Μονών και σωφρονισμού των καλογήρων...».

Ο ανταποκριτής των Αθηνών τηλεγράφησε χθες ότι στην Ιερά Σύνοδο και στην κυβέρνηση επικρατεί η γνώμη περί διορισμού του Αρχιμανδρίτου Γερμανού Μαυρομμάτη. Η είδηση αυτή χαροποίησε πολύ τους συμπολίτες μας και όλους τους κατοίκους της επαρχίας, διότι ο Γερμανός Μαυρομμάτης είναι γνωστότατος στην επαρχία μας και σε όλη τη Θεσσαλία ως επίλεκτος αξιωματικός της Ελληνικής Εκκλησίας. Υπηρέτησε εδώ ως Ιεροκήρυκας για έξι ολόκληρα χρόνια, περιήλθε το Πήλιο διδάσκοντας και κηρύσσοντας, αγαπήθηκε δε και εκτιμήθηκε από όλους για το σεμνό βίο, για την αξιοπρεπή συμπεριφορά, για τις εκκλησιαστικές του γνώσεις, το ευσταθές του χαρακτήρα του και το μειλίχιο των τρόπων του. Ενέπνευσε στους πάντες γενικό σεβασμό και κατέκτησε τη γενική ευλάβεια και αγάπη του λαού.

Εάν η Ιερά Σύνοδος και η κυβέρνηση εκλέξουν τον Αρχιμανδρίτη Γερμανό Μαυρομμάτη, αφενός μεν προικίζουν την Αρχιεπισκοπήν με έναν αντάξιο ποιμενάρχη και αφετέρου θα είναι μια μεγάλη επιτυχία η εκλογή ενός τόσο κατάλληλου προσώπου.

Η χειροτονία

Η Ιερά Σύνοδος αποδέχτηκε την ομόφωνη και επίμονη επιθυμία του λαού της πόλεως του Βόλου και των περιχώρων, εξέλεξε το Γερμανό ως Επίσκοπο Δημητριάδος, η δε κυβέρνηση πρόθυμα ενέκρινε την εκλογή του. Την 10η Αυ­γούστου 1907 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα η χειροτονία του νέου Αρχιερέως με κάθε επισημότητα, με την παρουσία όλων των βουλευτών της επαρχίας του Βόλου, του Νομάρχη Μαγνησίας και πολλών ευρισκομένων στην Αθήνα, τότε, για υποθέσεις των Θεσσαλών. Μετά τη χειροτονία ο νέος Επίσκοπος με υπουργική άμαξα, σ’ αυτήν επέβαιναν δύο βουλευτές του Βόλου και ο Νομάρχης, τους οποίους ακολουθούσαν από σειρές αμαξιών και πλήθους κόσμου, μετέβησαν στο ξενοδοχείο «Ελλάς» και εκεί δέχτηκε τα συγχαρητήρια όλων. Μεταξύ αυτών και ο βουλευτής Σκοπέλου Κ. Αιγιαλίδης προσεφώνησε γι’ αυτόν τα εξής: «Σεβασμιώτατε, έχω την τιμήν να αντιπροσωπεύω επαρχίαν Νομού, εις την ποιμαντορίαν του οποίου εκλήθης, υποβάλλω, ερμηνεύς των αισθημάτων του ποιμνίου σου, μετά των συγχαρητηρίων και βαθύτατα σέβη, τα οποία ου μόνον προσήκουσιν εις το ιερόν αξίωμά σου, αλλά και εμπνέουσιν αι περικοσμούσαι το άτομον σου αρεταί, ων γνώσται διατελούμεν, και αι οποίαι γεννώσιν εν ημίν την πεποίθησιν ότι εν τη εκπληρώσει της αποστολής σου, θέλεις δειχθή αντάξιος των μεγάλων της Εκκλησίας και του Γένους αρχιερέων. Και όντως τέκνον των ενδόξων Ψαρών, γαλουχηθέν με τας παραδόσεις και τα αι­σθήματα ανθρώπων, οι οποίοι δια του Χριστού την πίστιν την Αγίαν, δια της Πατρίδος των την Ελευθερίαν και αυτήν την γενέτειραν παρέσχον ολοκαύτωμα, δεν είναι δυνατόν, η να φέρης εν Σοι το άγιον εκείνον πυρ και την θείαν δύναμιν, δια των οποίων και λέγων και πράττων, θέλεις εμφυσήση εις ημάς την πίστιν προς τον Θεόν των Πατέρων μας, την αγάπην προς την πατρίδα και θέλεις αναγεννήσει την πεποίθησιν προς το αθάνατον της φυλής μας. Την πίστιν, ήτις σώζει, την αυτοπεποίθησιν, ης έχομεν ανάγκην, ίνα εκκλησία και έθνος αντεπεξέλθωσι κατά των παντών επιβουλών. Πολλά τα έτη Σου Δέσποτα».

Ο Επίσκοπος ευχαρίστησε και υποσχέθηκε ότι θα αφοσιωθεί με όλες τις δυνάμεις του στην υπηρεσία της Εκκλησίας και της πατρίδας. Μετά από αυτά προσφέρθηκαν αναψυκτικά και οι επισκέψεις των συγχαιρόντων διήρκεσαν μέχρι αργά το βράδυ. Τη χειροτονία του ανήγγειλε ο νεοχειροτονηθείς μέσω τηλεγραφήματος στο Δήμαρχο Παγασών και στις διευθύνσεις εφημερίδων, η δε «Πανθεσσαλική» απάντησε δια του εξής τηλεγραφήματος: «Η Πανθεσσαλική και οι περί αυτήν φιλελεύθεροι άνδρες πανηγυρίζουσι σημερινήν ημέραν, καθ’ ην θρόνος επισκοπής μας παραδίδεται εις πεφωτισμένας και δεδοκισμένας χείρας Σας. Ιδιαίτερα χαιρετίζομεν χειροτονίαν υμετέρας Σεβασμιότητος, ως απαρχήν αναγεννήσεως θρησκευτικού αισθήματος και αποκαθάρσεως εκκλησιαστικού κα­θεστώτος από πάσης ακαθαρσίας, πεποιθότες ότι φιλόπατρις εργα­σία εξυγιάνσεως επαρχίας αποκτά ένθερμον συνεργάτην και υποστηρικτήν, γενναιόφρονα δε πνευματικόν αρχηγόν ο φιλελεύθερος λαός του Πηλίου».

Την άλλη μέρα, στις 11 Αυγούστου, πολλές εφημερίδες των Αθηνών δημοσίευσαν την φωτογραφία του νέου Ιεράρχη, επαινώντας τη δράση και τις αρετές του και εκφράζοντας την πεποίθηση ότι θα τιμήσει την Εκκλησία και θα παράσχει σ’ αυτήν σπουδαίες και πολύτιμες υπηρεσίες. Ο δε αείμνηστος Γαβριηλίδης στην «Ακρόπολη» δημοσιεύοντας την φωτογραφία του Μητροπολίτη, έγραφε κάτω από αυτή τα εξής:

«Υπό τας ενθέρμους ευχάς του κατακλύζοντος την Μητρόπολιν εκλεκτού κόσμου, ετελέσθη χθες σεμνοπρεπώς η χειροτονία του Πανιερωτάτου Δημητριάδος Γερμανού Μαυρομμάτη. Σεμνός, μειλίχιος ομιλητής, σταθμίζων τα πράγματα προ πάσης αποφάσεως, ακολουθών απαρεγκλίτως την άπαξ διαχαραχθείσαν πορείαν, αυστηρός μετά δικαιοσύνης, αρχικός άνευ αλαζονείας και μετριοπαθής άνευ αδυναμίας, ιδού ο χαρακτήρας του χθες χειροτονηθέντος Πανιερωτάτου Δημητριάδος, επαξίως αμειβο­μένου δια της αναρρήσεώς του εις τον Μητροπολιτικόν θρόνον. Ως άνδρα των έργων τον φωτογραφίζει αρκετά η μέχρι σήμερον δράσιν του, η συντελέσασα ου μόνον να αναδείξη αυτόν, αλλά και να διαφωτίση και ιθύνη εις κρισιμωτάτας στιγμάς ύψιστα συμφέροντα της ημετέρας εκκλησίας. Ανήρ υψίστης μορφώσεως και σπανίας διοικητικής ικανότητος, ανέρχεται τον Μητροπολιτικόν θρόνον με μίαν φιλοδοξίαν εις το να εξυπηρετήση με όλας του τας δυνάμεις το ευσεβές πλήρωμα, όπερ καλείται να ποιμάνη. Στήλαι ολόκληροι δεν θα ήρκουν ίσως δια να εξαρθή καταλλήλως η συνετή, όσον και πατριωτική αυτού στάσις, ως επιτρόπου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας εν Καΐρω. Εν μόνον οφείλομεν κατά καθήκον να τονίσωμεν, ότι η εκλογή τοιούτων προσωπικοτήτων τιμά τους εκλέγοντας, πολλά υποσχομένη δια την ανύψωσιν του κλήρου εις περιωπήν και την διαπαιδαγώγησιν και ηθικοποίησιν του λαού δια της εφαρμογής των μεγάλων του Χριστού αληθειών».

Επίσης, η αθηναϊκή εφημερίδα «Ημέρα» με τον τίτλο «Γερμανός Μαυρομμάτης», έγραφε τα εξής: «Η ευτυχεστέρα επισκοπή του κράτους υπήρξεν η της Δημητριάδος, διότι η Θεία Πρόνοια έθεσεν επί του θρόνου αυτής Ιεράρχην με ισχυρότατας πνευματικάς δυνάμεις, με αντίληψιν οξυτάτην, δογματιστήν ευφραδέστατον και με χαρακτήρα αδαμάντινον, γνήσιον τέκνον της ηρωΐδος εκείνης νήσου, της οποίας οι Κανάραι κατέπληξαν τον κόσμον δια της γιγαντίου αυτών αρετής και ρώμης. Η μέχρι τούδε δράσις του Ιεράρχου Δημητριάδος και παρ’ ημίν και παρ’ άλλαις εκκλησίαις υπήρξεν ου μόνον ελληνικωτάτη, αλλά και ηθικωτάτη και δια τούτο παραλείπομεν ταύτην και θα περιορισθώμεν εις την μέλλουσαν του νέου Ιεράρχου τοιαύτην, ουχι προφητικώς, αλλά εκ πεποιθήσεως προς τον άνδρα. Ο νέος Ιεράρχης Δημητριάδος ενδεδυμένος ου μόνον τον αρχιερατικόν μανδύαν, αλλά και περιβεβλημένος την πορφύραν της αρετής και της ευγενείας, θέλει επιδείξει δράσιν τελείαν και υποδειγματικήν δια τας επερχομένας γενεάς».

Όλες οι εφημερίδες του Βόλου ήταν πλήρεις στις περιγραφές της χειροτονίας και της δεξίωσης των επισήμων και προσφωνήσεων στο ξενοδοχείο της «Ελλάδος» μέσω τηλεγραφικών ανταποκρίσεων από την Αθήνα. Στις 11 Αυγούστου, η εφημερίδα «Η Θεσσαλία» στο κύριο άρθρο της, έγραφε τα εξής: «Ο επί ημέρας μόνον απομείνας κενός επισκοπικός θρόνος της θεοσώστου Επισκοπής Δημητριάδος –δια της εις Κύριον αποδημίας του αειμνήστου Ιεράρχου ημών Γρηγορίου– επληρώθη τάχιστα κατά θείαν βούλησιν και από της χθες ανήκει ούτος εις τον Σεβασμιώτατον Γερμανόν Μαυρομμάτην, χειροτονηθέντα χθες εν τη Μητροπόλει Αθηνών εις Επίσκοπον Δημητριάδος. Ο νέος Επίσκοπος του νομού μας είναι φυσιογνωμία γνωστοτάτη εν αυτώ, καθόσον εχρημάτισεν επί σειράν ετών ιεροκήρυξ και κατ’ αυτό το διάστημα το ποίμνιον, το οποίον κέκληται να ποιμάνη σήμερον, έλαβεν αφορμήν να εκτιμήση τα πολλαπλά αυτού προσόντα. Εντεύθεν δε και ο φανατισμός δια του οποίου πολλοί υπεστήριξαν την υποψηφιότητά του. Από τον Γερμανόν Μαυρομμάτην, το νέον Επίσκοπόν του, πολλά τα αγαθά αναμένει ο λαός της Μαγνησίας. Διανοίγεται άλλως τε προ αυτού ευρύτατον στάδιον ενεργείας και δράσεως, οι γνωρίσαντες δε εκ του πλησίον τον νεαρόν και πεπαιδευμένον Λευΐτην, πολλάς ελπίδας στηρίζουσιν επί της δι’ αυτού διοικήσεως της εκκλησίας ημών και του κλήρου. Και δεν έχουσιν άδικον. Διότι ο Σεβασμιώτατος Γερμανός κέκτηται άπαντα τα προσόντα καλού και αγαθού και δραστηρίου ποιμενάρχου και διακαίεται υπό ζήλου και επιθυμίας, όπως εργασθή πάση δυνάμει εν τω κύκλω των υψηλοτάτων και σπουδαιοτάτων καθηκόντων του. Είναι δε πολλαπλά και ευρύτατα τα καθήκοντα του επισκόπου και όταν θέλει να εργασθή, δύναται και τον κλήρον να προαγάγη εις την εμπρέπουσαν περιωπήν και το γόητρον της εκκλησίας ν’ ανυψώση και την πίστιν και θεοσέβειαν του λαού να ενισχύση, δια τε της διδασκαλίας και της καθοδηγήσεως αυτού επί την στενήν, πλην αγαθήν οδόν, την οδόν της του Χριστού εκκλησίας.

Τοιαύτην τινά δράσιν αναμένομεν και ημείς, μεθ’ ημών δε και το χριστεπώνυμο πλήρωμα ολοκλήρου του λαού της Μαγνησίας από τον νέον Επίσκοπόν μας Σεβασμιώτατον Γερμανόν, έχομεν δε πλήρη πεποίθησιν, ότι αι ελπίδες ημών αύται δεν θα διαψευσθώσιν. Υπό της αυτής πεποιθήσεως εμφορούνται και πάντες οι κάτοικοι της πόλεως του Βόλου, οίτινες δια τον λόγον τούτον προετοιμάζουσι λαμπράν δεξίωσιν εις τον νέον Επίσκοπον Δημητριάδος, διατρανούντες ούτω την προς αυτόν αγάπην και διαδηλούντες την χαράν των επί τη εκλογή του».

Η δράση του ως Μητροπολίτης Δημητριάδος

Η Ιερά Σύνοδος εκλέγει τον Γερμανό Μητροπολίτη Δημητριάδος και την 10ην Αυγούστου 1907 γίνεται η χειροτονία του στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Την επομένην οι εφημερίδες των Αθηνών «Ακρόπολις» και «Ημέρα» αφιερώνουν περί αυτού μακρά εγκωμιαστικά άρθρα. Η ενθρόνισή του γίνεται την 31ην Αυγούστου στον Βόλο παρισταμένου και του Μητροπολίτου Αθηνών Θεοκλήτου. Ο νέος Επίσκοπος θέτει ευθύς αμέσως «την χείρα επί το άροτρον» χωρίς «να στραφή εις τα οπίσω» και με την χαρακτηριστική του δραστηριότητα και τόλμη επιβάλει χρηστή διοίκηση στην Ι. Μονή Ξενιάς. Ανοικοδομεί εκ βάθρων αυτήν την Μονή αφού πρώτα μερίμνησε για την κατασκευή αμαξιτής οδού για την μεταφορά των υλικών, επιστρατεύοντας ακόμη και τους Μοναχούς της αδελφότητος και δίνοντας το παράδειγμα ο ίδιος εργαζόμενος ως εργάτης. Πλούτισε την Μονή αυτή με πολύτιμα κειμήλια και πλήθος βιβλίων. Με ενέργειές του και δικαστικούς αγώνες κατά του Δημοσίου, διέσωσε την Μοναστηριακή περιουσία (100.000 στρέμματα) της Ι. Μονής Φλαμουρίου, την οποία επίσης ανακαίνισε εκ βάθρων.

Με δικά του έξοδα, αγόρασε οικόπεδο και ανέγειρε Επισκοπείο και Ναό επ’ ονόματι του Αγίου νεομάρτυρος Αποστόλου. Αυτά αργότερα τα μεταβίβασε στο νομικό πρόσωπο της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Επιζητεί με κάθε τρόπο να στηρίξει δυναμικώς το επισκοπικό κύρος και να περιφρουρήσει τα δίκαια της Εκκλησίας. Στην προσπάθειά του αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τα τοπικά κόμματα, τα οποία επεδίωκαν να σφετεριστούν τα δικαιώματα διορισμού των ιερο­ψαλτών και νεωκόρων στους ενοριακούς ναούς. Η έριδα προκαλείται από τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Πορταριάς και λαμβάνει πανελλήνια έκταση, με την δημιουργία του ζητήματος του γνωστού ως «των ψαλτών και νεωκόρων» (1908-09), που έληξε με την επικράτηση των κανονικών δικαίων της Εκκλησίας. Το 1909 υποκινεί μαζί με τον Λαρίσης Αμβρόσιο την εκκλησιαστική αναδιοργάνωση, δίχως όμως συνέπειες, λόγω της συνετής στάσεώς του και το 1910 επικεφαλής των χριστιανών και της συντηρητικής μερίδας του Βόλου, ελέγχει το υπό του «Εκπαιδευτικού ομίλου» Γληνού-Δελμούζου μεταρρυθμιστικό παιδαγωγικό σύστημα το εισαχθέν στο Ανώτερο Παρ­θεναγωγείο Βόλου. Ο έλεγχος δε εκείνος λαμβάνει πανελλήνιες διαστάσεις και γίνεται η απαρχή των περίφημων «Αθεϊκών» (1910-1914).

Κατά τους πολέμους 1912-13, στηρίζει τον λαό και τους στρατευομένους με πατριωτικούς λόγους. Οι επίμονοι αγώνες του Γερμανού υπέρ της Εκκλησίας και των εθνικών παραδόσεων, ενισχύουν την προβολήν του, ως του επικρατέστερου υποψηφίου για τον θρόνο των Αθηνών. Το 1919 είναι πρόεδρος της Επιτροπής για την εξέτασιν του δυνατού της εισαγωγής του νέου Ημερολογίου (η οποία εισηγείται εναντίον της εισα­γωγής του στην θ. λατρεία) και την 8ην Μαρτίου 1923 ήταν συνυποψήφιος με τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο (ο οποίος τελικώς εξελέγη) για τον θρόνο των Αθηνών. Κατά την Σύνοδο που συνεδρίασε την 27/12/1923 για το ημερολογιακό θέμα εζήτησεν από τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο τις απαντήσεις των Πατριαρχών για το ζήτημα τούτο, οι οποίες όμως απεκρύβησαν από τον Χρυσόστομο, γι’ αυτό και μειοψήφησε για την μεταρρύθμισιν, μετά του Πατρών Αντωνίου, Χαλκίδος Γρηγορίου και του Θήρας Αγαθαγγέλου. Την 4ην Ιουλίου 1926 διαμαρτύρεται για τις διώξεις των οπαδών του Ιουλιανού Ημερολογίου και την 11ην Οκτωβρίου 1933 ενώπιον της Ιεραρχίας αναπτύσσει την σημασίαν του Πασχαλίου Κανόνος από πανορθοδόξου πλευράς, επιτυγχάνοντας να στηρίξει την γνώμην του δια ψήφων 46 κατά 5. Η ήττα της απόψεως Χρυσοστόμου ενισχύει την αντίθεσή του και ούτος τον καταγγέλει στον υπουργόν Παιδείας και Θρησκευμάτων «επί διοικητική και ηθική ανεπαρκεία» συνεπικουρούντων των Μητροπολιτών Φλωρίνης Χρυσοστόμου, Δράμας Βασιλείου, Σάμου Ειρηναίου, Ακαρνανίας Ιεροθέου κ.α. άνευ όμως αποτελέσματος. Νέο έναυσμα δόθηκε με την εκλογή και χειροτονία σε βοηθόν επίσκοπον, του τότε πρωτοσυγγέλου Αθηνών Ιακώβου Βαβανάτσου (μετέπειτα Αθηνών) την 11/1/1935 υπό τον τίτλον του Χριστουπόλεως, κατά παράβασιν του ισχύοντος τότε Kαταστατικού Χάρτου, ο οποίος στο άρθρο 11 ρητώς έγραφε: «ο θεσμός των βοηθών επισκόπων καταργείται». Ο Γερμανός κατέφυγε εις το Συμβούλιο της Επικρατείας και μαζί με άλλους αρχιερείς εζήτησε έκτακτη σύγκληση Συνοδικού Δικαστηρίου δια να δικάσει την Διαρκή Σύνοδο για την υπόθεσιν Ιακώβου. Μετέβη δε και στον τότε πρωθυπουργόν μαζί με άλλους δυό αρχιερείς, ζητώντας την εκκαθάριση του Κλήρου «εκ των φαύλων και ανήθικων στοιχείων». Στην προσπάθειά του να ανατρέψει τον Αθηνών Χρυσόστομο και να συντελέσει στην επάνοδο του συντηρητικού εκκλησιαστικού καθεστώτος, ήλθε σε διαπραγματεύσεις με μέλη της Κυβέρνησης Κονδύλη και θρησκευτικών οργανώσεων. Με το μέρος του ετάχθη η «Κοινότης των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών» και τα ανά την Ελλάδα παραρτήματά της.

Ηγέτης των Παλαιοημερολογιτών

Οπαδός δυναμικών λύσεων, με δοκιμασμένο ψαριανό θάρρος και αγωνιστικότητα, δέχεται μετά των πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου Δημητρίου, την από 13/26-5-1935 πρότασιν του Διοικητικού Συμβουλίου των Παλαιοημερολογιτών και αναλαμβάνει ως Πρόεδρος μετά των άλλων αρχιερέων «την πνευματικήν διοίκησιν και εκκλησιαστικήν ποιμαντορίαν των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών». Την 13/26ην Μαΐου 1935 σε πανηγυρική λειτουργία στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κολωνού, ενώπιον 25.000 λαού, χαιρετίζει τους ακολουθούντας το πάτριον εορτολόγιον και καταγγέλλει τους καινοτόμους. Την 15/28ην Μαΐου δι’ υπομνήματος προς την Ι. Σύνοδο διαμαρτύρονται για την «μονομερή και αντικανονικήν εισαγωγήν του Γρηγοριανού Ημερολογίου» και διακόπτουν «την μετ’ αυτής εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν». Ο Αθηνών Χρυσόστομος και η τότε Σύνοδος θεωρεί την ενέργεια των τριών Αρχιερέων ως πραξικόπημα και τους εισάγει τον Ιούνιο 1935 σε δίκη αυτούς και τους υπ’ αυτών εν τω μεταξύ χειροτονηθέντας επισκόπους: Κυκλάδων Γερμανό Βαρυκόπουλο, τέως προϊστάμενον Αγίου Αλεξάνδρου Π. Φαλήρου, Μεγαρίδος Χριστόφορο Χατζή, στρατιωτικόν ιερέα, Διαυλείας Πολύκαρπον Λιώση, προϊστάμενον Υπαπαντής Πει­ραιώς, και τον Ηγούμενο της Μονής Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας, Βρεσθένης Ματθαίον Καρπαθάκην. Όλοι «καθαιρούνται» και καταδικάζονται σε πενταετή εξορία!!. Το δικαστήριο συνεκρότησαν οι Μητροπολίται Κερκύρας Αλέξανδρος, Φθιώτιδος Αμβρόσιος, Θηβών Συνέσιος, Άρτης Σπυρίδων, Γρεβενών Γερβάσιος, Σερρών Κωνσταντίνος, Κοζάνης Ιωακείμ, Τρίκκης Πολύκαρπος, Γυθείου Διονύσιος κ.α. παραιτηθέντων των Ύδρας Προκοπίου, Σάμου Ειρηναίου και Αιτωλίας Ιεροθέου. Έτσι συλλαμβάνεται και οδηγείται για λίγο εις την Μονήν Χοζοβιωτίσσης Αμοργού, συ­νοδευόμενος από τον Πρωτοσύγκελλό του Αρχιμ. Αλέξανδρον Γρηγορόπουλον και τον Ιεροδ. Ευθύμιο Λοΐζο. Ο θρόνος της Δημητριάδος προσφέρθηκε στον Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ, αλλά δεν έγινε αποδεκτός και τέλος επληρώθη δια του Φωκίδος Ιωακείμ. Ο Γερμανός δι’ υπομνήματός του προς τον υπουργόν Παιδείας (2/12/1935) αιτεί επάνοδον εις την Μητρόπολίν του. Τούτο παρεξηγείται από κάποιους και δι’ επεξηγηματικής επιστολής (12/1/1936) διευκρινίζει ότι δεν αιτεί μετάνοιαν, αλλά δικαιοσύνην.

Μετά την επιστροφή του από την εξορία, ο Δημητριάδος Γερμανός ανέλαβε πάλι τα καθήκοντα της Προεδρίας της Ιεράς Συνόδου των Γ.Ο.Χ., στην οποία – τότε – είχαν μείνει τέσσερις Αρχιερείς: ο ίδιος, ο πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης, ο Κυκλάδων Γερμανός Βαρυκόπουλος και ο Βρεσθένης Ματθαίος Καρπαθάκης. Οι υπόλοιποι τρεις δεν άντεξαν το διωγμό και υπαναχώρησαν στον νεοημερολογιτισμό. Όμως, γύρω στα μέσα του 1937, συμβαίνει το Ματθαιϊκό σχίσμα και οι δύο τελευταίοι από τους προαναφερθέντες Ιεράρχες, αποχωρίζονται από τους δύο πρώτους. Το γεγονός τούτο προεξένησε στον Γερμανό μεγάλη απογοήτευση, ώστε το 1939 αποσύρεται από την ενεργό εκκλησιαστική δράση, παραχωρώντας την ηγεσία του Ιερού Αγώνος στον πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο Καβουρίδη και επιδίδεται εις την μελέτην και έκδοσιν βιβλίων. Δημοσιεύει εκ των καταλοίπων του Ν. Δαμαλά, Ερμηνείαν εις το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (Αθήνα 1940) και υπό το όνομα του Στεφάνου Παπαδημητρίου, « Έργα και ημέραι του Δημητριάδος Γερμανού» (Αθήναι 1941). Η «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια» αναφέρει ότι μετά την δημοσίευση του νόμου 451/1943 «Περί αναθεωρήσεως εκκλησιαστικών δικαστικών αποφάσεων» (Εφημ. Κυβενήσεως 1943, φ.255) υπέβαλε αίτηση αναθεωρήσεως της δίκης του. «Περί της αιτήσεως αυτής ηγέρθησαν κατά καιρούς πολλές αμφισβητήσεις από τους Γ.Ο.Χ. (...), αλλ’ ουδείς δύναται να βεβαιώσει ότι ούτος ουδέποτε υπέβαλε τοιαύτην αίτησιν...» Λησμονούν όμως ότι το βάρος της αποδείξεως το φέρουν αυτοί που ισχυρίζονται ότι υπήρξε αυτό το έγγραφο και όχι εμείς που ισχυριζόμαστε το αντίθετο. Και η νεοημερολογιτική «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια» καταλήγει: «Η προσωπικότητα του Γερμανού Μαυρομμάτη, αν και εκοσμείτο με εξαίρετα διοικητικά χαρίσματα, σπάνιο ψυχικό σθένος, αλλά και αρετές είναι ακόμη «σημείον αντιλεγόμενον».

Ο Δημητριάδος Γερμανός δεν πρόδωσε ποτέ τις πεποιθήσεις του. Αυτό ήταν αντίθετο στον ψαριανό, επαναστατικό του χαρακτήρα. Παρέμεινε πιστός μέχρι τέλους. Ιερουργούσε στους Ι. Ναούς Αγ. Βασιλείου Ν. Ψυχικού και Αγ. Ταξιαρχών Ν. Ιωνίας όπου εφημέρευε ο υποτακτικός του (προερχόμενος εκ της Ι. Μονής Ξενιάς) Αρχιμ. Κυπριανός Θεοδοσίου, ο οποίος και τον κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων προ του θανάτου του (7/20-3-1944). Δυστυχώς οι οικείοι του, όντες νεοημερολογίτες εκήδευσαν το σώμα του με το «νέο», το πνεύμα του όμως παρέμεινε πιστό στους αγώνες των Ορθοδόξων για τις παραδόσεις της πίστεώς μας.

Δεν είναι τυχαίο ότι όταν στο Κληρικολαϊκό Συνέδριο των Γ.Ο.Χ. του 1958 αναρτήθηκαν δύο επιγραφές με τα ονόματα των πεσόντων κληρικών και λαϊκών στον Ιερό Αγώνα, το πρώτο όνομα που αναγράφεται στην στήλη των κληρικών είναι αυτό του Δημητριάδος Γερμανού (βλ. φωτογραφία σελ. 44).

Ο «κρίνων ζώντας και νεκρούς» Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, Αυτός και μόνον γνωρίζει ποία ανταμοιβή έδωσε εκεί στους ουρανούς στον αείμνηστο Πρωθιεράρχη κυρό Γερμανό για τους κόπους και ιερούς αγώνες που για περισσότερα από εξήντα έτη αγωνίσθηκε για την Ορθοδοξία και την ηθική.

Περί αυτού ταιριάζει αυτό που είπε ο Δημήτριος ο Φαληρεύς όταν άκουσε ότι οι Αθηναίοι έριξαν στη γη όλα του τα αγάλματα και τα συνέτριψαν: «Τα μεν αγάλματα μπόρεσαν οι φθονεροί να ρίξουν, αλλά τα λαμπρά μου κατορθώματα για τα οποία έφτιαξαν τόσους ανδριάντες δεν θα μπορέσουν ποτέ να σβήσουν».

Του αοιδίμου ομολογητού Πρωθιεράρχου Δημητριάδος Γερμανού η μνήμη είη αιωνία.