Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται ο Σωκράτης και ο Ευριπίδης στις κωμωδίες του Αριστοφάνους Νεφέλες και Βάτραχοι αντιστοίχως

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 13, 2009 5:3:54 PM

Εισαγωγη

Η αρνητική εικόνα που παρουσιάζεται από τον Αριστοφάνη για τον Σωκράτη και τον Ευριπίδη είναι απαύγασμα της αριστοκρατικής ιδεολογίας του. Και αυτή διαμορφώθηκε από τα βιώματά του από την παιδική ηλικία. Όταν άρχισε η Πελοποννησιακός πόλεμος ο μικρός Αριστοφάνης, μαζί με την οικογένειά του, κατέφυγαν στην Αίγινα, φιλοξενούμενοι σε ένα πλούσιο κτήμα. Δεν έζησε τον Αρχιδάμειο αποκλεισμό των Αθηνών και δεν κινδύνευσε από τον λιμό που θανάτωσε χιλιάδες συμπατριώτες του[1]. Δεν ήταν παρών όταν ο Περικλής εκφωνούσε τον Επιτάφιο λόγο του επαινώντας την δημοκρατία. Έζησε την κοινωνική αλλαγή των Αθηνών με την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας και την ανάδειξη της αστικής τάξεως που εκτόπισε τους αριστοκράτες της παλαιάς αγροτικής Αθήνας. Αυτή η τάξη των παλαιών αριστοκρατών, των ιππέων, συμπιέσθηκε κοινωνικά και οικονομικά και απετέλεσε την μεσαία συντηρητική τάξη που είχε μυθοποιήσει και νοσταλγούσε το παρελθόν[2].

Μέσα σε αυτήν την τάξη έζησε και ανετράφη ο Αριστοφάνης, ο οποίος αδυνατώντας να κατανοήσει το παρόν, όπως είχε εξελιχθεί, κατέφυγε σε μία πουριτανική νοσταλγία για την εποχή που εξιδανικευμένα θεωρούσε ότι χαρακτηριζόταν από την καθαρότητα των θεσμών, την αγνότητα των ηθών και την σταθερότητα της παραδόσεως[3]. Έχοντας αυτήν την ιδεολογία είναι εύλογο να περιγράφει με μελανά χρώματα αυτούς που θεωρούσε φορείς του ανατρεπτικού φρονήματος, αυτού που αντιμαχόταν την παραδοσιακή τάξη.

Γιù αυτό, όπως θα δούμε στις δύο ενότητες που ακολουθούν, στις Νεφέλες και τους Βατράχους, ο κωμικός ποιητής διακωμωδεί τον Σωκράτη και τον Ευριπίδη αντιστοίχως, χρησιμοποιώντας παραμορφωτική υπερβολή, σε τέτοιο σημείο, ώστε να θεωρούμε ότι αδικεί τις δύο Αθηναϊκές προσωπικότητες, διότι θεωρεί ότι με αυτόν τον τρόπο υπερασπίζεται τις πατρώες αξίες. Η αγάπη του για την παλαιά Αθήνα τον οδηγεί στην υιοθέτηση ενός οπισθοδρομικού πνεύματος αρνήσεως της προόδου[4].

Α. Ο Σωκρατησ των Νεφελων

Αποκλειστικός σκοπός των Νεφελών είναι η διακωμώδηση της σχολής του Σωκράτη, η οποία γίνεται με τέτοια δριμύτητα, ώστε ο Αιλιανός φθάνει σε σημείο να θεωρεί ότι ο Αριστοφάνης πληρώθηκε από τον Άνυτο και τον Μέλητο, αυτούς οι οποίοι αργότερα εξύφαναν την γνωστή κατηγορία κατά του φιλοσόφου[5]. Αυτό, όμως, είναι μάλλον απίθανο, αν κρίνει κανείς και από την μεγάλη χρονική απόσταση που χωρίζει την συγγραφή της κωμωδίας (421) από την δίκη του Σωκράτη (399). Αυτές όμως οι υποψίες τροφοδοτήθηκαν από το γεγονός του ότι σε αυτό το έργο ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τον Σωκράτη με τα χαρακτηριστικά ενός φυσικού φιλοσόφου ο οποίος πίστευε σε νέους θεούς και διέφθειρε τους νέους με τις διδαχές του. Αποδέχεται, δηλαδή, όλες τις κατηγορίες κατά του φιλοσόφου τις οποίες του προσήψαν οι εχθροί του και για τις οποίες τελικώς καταδικάσθηκε[6].

Ο Αριστοφάνης δεν ξεχωρίζει τον Σωκράτη από τους σοφιστές. Τον θεωρεί ως έναν από αυτούς, και προσπαθεί στο πρόσωπό του να κτυπήσει τους σοφιστές. Αυτό το επιχειρεί σατιρίζοντας στον υπέρτατο βαθμό τον Σωκράτη, παραμορφώνοντας υπερβολικώς τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Ταυτόχρονα περιγράφει κωμικά περιστατικά που υποτίθεται ότι συνέβαιναν στο διδακτήριο του Σωκράτη, μεταχειρίζεται λογοπαίγνια και ευτελίζει τη σημασία των ερευνών που γίνονται καθώς και τις επιστημονικές μεθόδους που υποτίθεται ότι χρησιμοποιούσε ο φιλόσοφος[7].

Στην αρχή του έργου εμφανίζεται ένας υπερχρεωμένος χωριάτης, ο Στρεψιάδης, το όνομα του οποίου σημαίνει «αυτός που διαστρέφει», που σκέφθηκε ότι με την σοφιστική τέχνη του Σωκράτη θα κέρδιζε τις δίκες που θα έκαναν εναντίον του οι δανειστές του επειδή δεν θα τους πλήρωνε. Δείχνοντας το φροντιστήριο του Σωκράτη στον γιό του λέγει:

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αυτό είναι το φροντιστήριο, κιù από εδώ μέσα βγαίνει/ η κάθε μια ψυχή σοφή. Άνδρες δε μέσα μένουν/ οπού στον κόσμο βγαίνουν/ και λένε, πως ο ουρανός, που γύρω μας ορίζει,/ σαν το καρβουνοκούμπωμα μας περιτριγυρίζει,/ κιù είμαστù εμείς τα κάρβουνα. Αν πάρουνε λεφτά,/ λόγια μπορεί να μάθουνε καθέναν, που μù αυτά/ δικά τους νάνù τα δίκαια και τù άδικα δικά τους[8].

Αφού αποτυγχάνει να πείσει τον γιό του να γίνει μαθητής του Σωκράτη, πηγαίνει να μαθητεύσει ο ίδιος. Εκεί συναντά τους καχεκτικούς, κιτρινιάριδες μαθητές του φιλοσόφου να ασχολούνται με την μελέτη ανοήτων «επιστημονικών» ερευνών, όπως την μέτρηση του πηδήματος του ψύλλου:

ΜΑΘΗΤΗΣ Τώρα δα τον Χαιρεφώντα ο Σωκράτηε τον ρωτάει/ για τον ψύλλο, ποσù αχνάρια του ίδιου του ποδιού πηδάει (...).

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μπ! Χεμ κιù ένα τέτοιο πράμα να μετρήση πώς μπορεί;

ΜΑΘΗΤΗΣ Με μεγάλη δεξιότη· [πήρε κιù] έλιωσε κερί,/ οπού παίρνοντας τον ψύλλο, τού ùβαλε το ποδαράκι/ μέσα στο κερί, εκείνο εξεράθη [σε λιγάκι]/ κιù έγινε καθώς παντούφλα περσική·λοιπόν τραβάει/ την παντούφλù από του ψύλλου το ποδάρι, και μετράει [9].

Έπειτα συναντά τον Σωκράτη, ο οποίος βρίσκεται ανεβασμένος σε ένα καλάθι που κρέμεται από την οροφή (μια κρεμαστή ψωμοθήκη[10]) για να συλλογίζεται καλύτερα τα ουράνια, όπως ο ίδιος εξηγεί στον Στρεψιάδη:

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ποτέ δεν θα μπορούσα/ να κρίνω τα ουράνια, αν ίσως δεν κρεμούσα/ το νου μου και τη σκέψη μου, πούναι λεπτή κιù εκείνη, ένα μù αυτόν να γίνει./ Στα κάτω αν καθόμουνα και εκύτταζα ταπάνω,/ δεν θα μου ήταν δυνατό εφεύρεση να κάνω· γιατί τραβά της σκέψεως την υγρασία το χώμα,/ πράμα που και στα κάρδαμα παρατηρείται ακόμα[11].

Ο Σωκράτης τον κατηχεί να αρνηθεί τους πατρώους θεούς και να πιστέψει στις Νεφέλες, το Χάος, τη Γλώσσα κ.λπ.:

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και θεούς δε θάχης άλλους τώρα πλέον για λατρεία,/ παρά μόνο τους δικούς μας· δηλαδή αυτά τα τρία: χάος, γλώσσα και νεφέλες[12].

Εμφανίζονται οι Νεφέλες που σημαίνουν το νεφελώδες των σοφιστικών νοημάτων και ο Στρεψιάδης πείθεται. Τις Νεφέλες υποδύεται ο χορός της κωμωδίας και στο τραγούδι τους υμνούνται οι ίδιες και ο φυσικός κόσμος, για τον οποίο εκφράζουν χαρά και ευχαρίστηση. Αυτός ο ενθουσιασμός για την φύση έρχεται σε αντίθεση με το σκοτεινό φροντιστήριο των χλωμών μαθητών του Σωκράτη, όπως θέλει να το παρουσιάσει ο Αριστοφάνης[13].

Ανεπίδεκτος –όμως- μαθήσεως ων ο Στρεψιάδης, επιστρέφει στο σπίτι του και πείθει τον γιό του Φειδιππίδη να γίνει μαθητής του Σωκράτη. Ο Φειδιππίδης στο φροντιστήριο του Σωκράτη παρακολουθεί τον αγώνα μεταξύ του Δικαίου («Κρείττονα») και του Αδίκου («Ήττονα») Λόγου, κατα τον οποίο κερδίζει ο δεύτερος. Διδάσκεται από τον Άδικο Λόγο, και αφού ολοκληρώνει τα μαθήματα επιστρέφει στο σπίτι του και ξυλοφορτώνει τον πατέρα του πείθοντάς τον επιπλεόν με σοφιστείες ότι έκανε καλά να τον δείρει:

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ (...) δε μù έδερνες εμένα /παιδί σαν ήμουν;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βέβαια από πολλή για σένα/ αγάπη και φροντίδα μου.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Γιά πες μου: και να σù αγαπώ/ με τον ίδιο τρόπο δεν μπορώ, ώστε και να σε ξυλοκοπώ,/ μια που το ξυλοκόπημα είναι κιù αγάπη [ακόμα][14];

Τότε ο Στρεψιάδης, σπεύδει με τον δούλο του και πυρπολεί το διδακτήριο του Σωκράτη, ο οποίος τρέχει να σωθεί μαζί με τους μαθητές του.

Το αξιοπερίεργο για την ανιστόρητη καρικατούρα, που παρουσιάζεται ως εικόνα του Σωκράτη από τον Αριστοφάνη, είναι ότι του αποδίδει χαρακτηριστικά τα οποία ήταν πασίγνωστο ότι δεν είχε, ενώ αποσιωπεί αληθινές πτυχές της προσωπικότητας του Αθηναίου Φιλοσόφου τις οποίες θα μπορούσε άνετα να σατιρίσει, όπως το περίφημο δαιμόνιον, και την μαιευτική διδακτική μέθοδο, κ.ά.[15].

Η προηγούμενη απορία μπορεί να λυθεί από την διαπίστωση, ότι οι άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για τις επιστήμες και την φιλοσοφία θεωρούν ασήμαντες τις διαφορές που έχουν μεταξύ τους οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι και οι οποίες μπορεί να είναι αβυσσαλαίες για τους ειδικούς[16]. Δεν ενδιέφερε τον Αριστοφάνη το ότι ο Σωκράτης ήταν διαμετρικά αντίθετος με τις απόψεις των σοφιστών για τον «κρείττονα» λόγο και τον «ήττονα», ή το ότι δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του, ούτε το ότι δεν ασχολήθηκε με τις φυσικές επιστήμες και τα πειράματα. Για τον Αριστοφάνη ήταν ένα διανοούμενος, ένας «κουλτουριάρης» ίδιος και όμοιος με τους σοφιστές. Γιù αυτό δεν πολυπραγμόνησε στήν αναζήτηση των εσωτερικών τους διαφορών και προχώρησε στην σάτιρα. Οι διαχωρισμοί που είναι σήμερα για εμάς αυτονόητοι, δεν ήταν φανεροί στον μέσο Αθηναίο πολίτη των ημερών εκείνων[17].

Πρέπει να καταγράψουμε και την άποψη, που τελευταία εκφράζεται από την λεγομένη «νεότερη σχολή», ότι ο Αριστοφάνης δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με πολιτικά κριτήρια, ως ένας σοβαρός κριτής των θεσμών, διότι απλούστατα έκανε σάτιρα. Το πρόσωπο του Σωκράτη προσφερόταν γιù αυτό από απόψεως εξωτερικής εμφανίσεως, συμπεριφοράς και τρόπου ζωής[18]. Δηλαδή ο ποιητής δεν συνηγορεί υπέρ μιας συντηρητικής πολιτικής, αλλά παρουσιάζει μία κωμική εικόνα της κοινωνίας του. Εάν ήθελε να υποστηρίξει τις συντηρητικές αξίες δεν θα χρησιμοποιούσε ως φορέα τους ένα αρνητικό ήρωα, όπως ο Στρεψιάδης ο οποίος κάθε άλλο παρά παράδειγμα προς μίμηση θα μπορούσε να αποτελέσει[19]. Αυτό είναι ένα λογικό επιχείρημα και πιθανόν ο πρώτιστος σκοπός του ποιητή είναι να κάνει σάτιρα. Δεν σημαίνει, όμως, ότι η σάτιρα θα πρέπει να θεωρείται απαλλαγμένη από ένα βαθμό πολιτικής προτιμήσεως.

Τα διακωμωδικά βέλη του από των Νεφελών, εκτοξεύει ο Αριστοφάνης και κατά του Ευριπίδη τον οποίο θεωρεί «σοφιστή». Η προτίμηση του Φειδιππίδη για την ποίηση του Ευριπίδη ήταν η αιτία της μέχρι χειροδικίας διαμάχης πατρός τε και υιού:

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Δίκαια, λοιπόν δεν ήταν, αφού τράβηξες βρισίδι/ στον σοφώτατο Ευριπίδη;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ποιον σοφώτατον; Εκείνον; αχ! μωρέ τι να σου ειπώ.../ που θα ξαναφάω ξύλο[20].

Αλλά ο τραγικός ποιητής τίθεται κυρίως στο στόχαστρο της αριστοφανικής σάτιρας στην κωμωδία που εξετάζουμε στην επομένη ενότητα, τους Βατράχους.

Β. Ο ευριπιδησ των βατραχων

Στους Βατράχους ο Αριστοφάνης δεν εφευρίσκει κάποιον πρωτότυπο ποιητικό μύθο, αλλά δανείζεται από την παράδοση έναν αρχέτυπο μύθο: την «εις Άδου κάθοδο» του Διονύσου[21]. Στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε ότι μιμείται τον Ευριπίδη, ο οποίος στις Βάκχες δανείσθηκε από την παράδοση έναν άλλο μύθο σχετικώς με τον Διόνυσο. Ο Διόνυσος λοιπόν κατεβαίνει στον Άδη για να επαναφέρει τον Αισχύλο στην ζωή, καθώς η Αθήνα στερείται τραγικών ποιητών. Εκεί γίνεται ένας αγώνας μεταξύ Ευριπίδη και Αισχύλου με κριτή τον Διόνυσο και το βραβείο της επαναφοράς στην ζωή δίδεται στον δεύτερο. Η περιγραφή αυτού του αγώνα θεωρείται ως η πρώτη απόπειρα λογοτεχνικής κριτικής[22]. Σε αυτό το σημείο της κωμωδίας ο Αριστοφάνης γελοιογραφεί –θα μπορούσαμε να πούμε- την μορφή του Ευριπίδη.

Κατ’ αρχήν ο Αριστοφάνης, παρουσιάζει τον Ευριπίδη, ως άθεο. Πριν το αγώνα πρέπει να προσευχηθούν κατά το έθος. Και ο μεν Αισχύλος επικαλείται την Δήμητρα, αλλά ο Ευριπίδης επικαλείται την δύναμη του λόγου και την πονηριά του:

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ [...] μα είναι άλλοι/ οι θεοί, όπου θα κάνω προσευχή εγώ [μεγάλη].

ΔΙΟΝΥΣΟΣ Τι; Θεούς δικούς σου; έχεις και σ’ αυτούς καινούργιο κόμμα;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ Βέβαια.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ Ε, προσευχήσου και στους δικούς σου ακόμα.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ Αιθέρια μου βοσκήματα,/ γλώσσας στριφογυρίσματα/ σκέψι με πονηρό σκοπό/ ρουθούνια που βοηθάτε στη φωνή, δώστε να βγουν αληθινοί οι λόγοι που θα πω[23].

και παρακάτω, δια στόματος Αισχύλου, αποκαλείται ρητώς ως άθεος:

Γιατί εσύ, ρε άθεε, τι τέρατα παράχωνες μωρέ στα έργα σου;[24].

Ο Ευριπίδης κατακρίνεται ακόμη και για την καταγωγή του:

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (...) ο ηθοποιός που πρώτος έβγαινε, έδινε τα στοιχεία του,/ επίθετο και όνομα,/ φανέρωνε υπόθεση του έργου, το οικογενειακό του δέντρο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ Πολύ φρόνιμο, παρά να μαρτυρήσει το δικό σου:/ που δεν είναι δέντρο αλλά μπρόκολο[25].

Στη συνέχεια στον Ευριπίδη καταμαρτυρείται ότι έμαθε τους πολίτες να φλυαρούν και να επιχειρηματολογούν[26]:

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ [τους δίδαξα] να σκέφτονται, να βλέπουν, να σοφίζονται,/ να έχουνε πλουραλισμό απόψεων.../ τους δίδαξα φιλυποψία, δυσπιστία για τα πάντα...[27].

Ότι δίδαξε τους Αθηναίους να προτάσσουν το ατομικό τους συμφέρον έναντι του κοινού, σε αντίθεση με τον Αισχύλο[28]:

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (...)Και τους οδήγησα όπως και την τέχνη μου προς την οδό της λογικής,/ στο «πίστευε»,/ μα πρώτα στο «ερεύνα»./ Δίδαξα διαφοροποίηση, και να γυρνούν το μέσα έξω,/ να φροντίζουν τα του οίκου τους, να μάθουν το ευ ζην,/ να εξετάζουν «γιατί έτσι τούτο»/ ή «το άλφα που πήγε»; «Ποιος μου άρπαξε το βήτα»...[29]

Στον Ευριπίδη προσάπτεται ακόμη ότι έδωσε λόγο στους δούλους και στις γυναίκες:

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ...κι απ’ την πρώτη ατάκα δεν αφήνω άνεργο κανέναν,/ λένε όλοι από κάτι: έχει λόγια η κυρία, έχει λόγια και ο δούλος,/ μιλάει ο αυθέντης, μιλάει και η κόρη, μιλάει και η γιαγιά...

ΑΙΣΧΥΛΟΣ Κι έπειτα λες δεν έπρεπε να σε κρεμάσουνε ανάσκελα!

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ Ακολουθούσα διαδικασίες δημοκρατικές. Δικαίωμα σε όλους.[30].

Καθώς οι δύο τραγικοί συνεχίζουν τον αγώνα λόγων, συμφωνούν ότι ένας ποιητής κρίνεται από το αν με το έργο του κάνει καλύτερους τους πολίτες (στ. 1009)[31]:

ΑΙΣΧΥΛΟΣ [...] ρωτώ και ας απαντήση: [να μας ειπή λοιπόν] σε τι/ θαυμάζουνε τον ποιητή;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ Στην επιτηδιότητα/ και συμβουλευτικότητα/ [να βρίσκουμε τους τρόπους]/ να φιάνουμε καλύτερους στίς πόλεις τους ανθρώπους[32].

Δέχονται ότι ο ποιητής, και μάλιστα ο τραγικός, έχει ως υποχρέωσή του την αγωγή των ενηλίκων όπως ο διδάσκαλος είναι υπεύθυνος για την αγωγή των παιδιών[33]:

ΑΙΣΧΥΛΟΣ [...] γιατί οι δάσκαλοι δίνουνε εις τα παιδιά μαθήματα,/ κù οι ποιηταί διδάσκουνε τους νέους με ποιήματα,/ και πρέπει πράματα καλά να λέμε πάντοτε ùς αυτούς[34].

Ο Ευριπίδης, λοιπόν, κατηγορείται ότι έδιδε κακά παραδείγματα στούς πολίτες με γυναίκες που ενεργούσαν υπό την επιρροή του ερωτικού πάθους τους, όπως η Φαίδρα και η Σθενέβοια, ενώ ο Αισχύλος καυχάται ότι (στ. 1044)[35]:

Ποτέ δεν παρουσίασα γυναίκα ερωτευμένη[36].

Κατακρίνεται ακόμη ότι παρέλαβε τους Αθηναίους από τον Αισχύλο ευγενείς και ετοιμοπόλεμους και τους μετέτρεψε στη συνέχεια σε παράσιτα και αλήτες (στ.1013)[37]:

ΑΙΣΧΥΛΟΣ Σκέψου τι Αθηναίους/ πρωτοπαρέλαβε από ùμε: εις την ψυχήν γενναίους/ τετράπηχους χωρίς ποτέ να κρύβωνται στη χώρα,/ κι όχι ανθρώπους πονηρούς και πρόστυχους σαν τώρα...[38].

Ότι παρουσίαζε τους βασιλείς ρακένδυτους, όπως ομοίως και τους πλούσιους, ώστε να αποφεύγουν τις υποχρεώσεις τους προς τα κοινά[39]:

ΑΙΣΧΥΛΟΣ Τους βασιλείς τους έβγαλες ντυμένους/ κουρέλια, που ελεηνούς και κακομοιριασμένους/ τους είδανε οι άνθρωποι.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ Τι έβλαψα με τούτο;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ Γιατί, όσù είχαν πλούτο/ και ήσαν άξιοι την αρχή να πάρουνε στην πόλι/ εκλαίγανε τη φτώχεια τους, και έξω βγαίναν όλοι /κουρελοφορεμένοι[40].

Παρ’ όλα ταύτα, ο Διόνυσος δυσκολεύεται να λάβει την απόφασή του. αναγνωρίζει ότι ευχαριστιέται περισσότερο με τον Ευριπίδη:

ΔΙΟΝΥΣΟΣ Για τη γνώμη μου και τούτος είνù ένα σοφός μεγάλος (Δεικνύει τον Αισχύλον)/ και μù αρέσει και ο άλλος (Δεικνύει τον Ευριπίδην)[41].

Κατά πάσαν πιθανότητα, ο Διόνυσος, εκτιμούσε τις λογοτεχνικές αρετές του Ευριπίδη: το λεπτό του χιούμορ, την ρητορική δεινότητα και την σαφήνειά του[42]. Δηλαδή αναγνωρίζεται στον Ευριπίδη «το τερπνόν» ενώ στον Αισχύλο «το ωφέλιμον». Αυτό το τελευταίο όμως ήταν το κριτήριο που είχε θέσει εξ αρχής ο Διόνυσος για να κρίνει τον νικητή:

Όποιος απ’ τους δυο σας δύναται στο έθνος ήθος να διδάξει αυτόν θα πάρω[43].

Προς το τέλος της κωμωδίας ο Αριστοφάνης δεν παραλείπει να «μνημονεύσει» και τον Σωκράτη αποδίδοντας σù αυτό την πηγή των αρνητικών επιρροών του Ευριπίδη:

ΧΟΡΟΣ ΜΥΣΤΩΝ Και είνù ωραίο πράμα/ το να μή κάθεται κανείς με τον Σωκράτη αντάμα/ να φλυαρή, αφήνοντας τη μουσική/ και κάθε μέρος υψηλό στην τέχνη την τραγωδική./ Γιατί όποιος γυρεύει/ μù αεροκοπανίσματα και λόγια να χαζεύη/ και να σκοτώνη τον καιρό,/ δεν έχει το μυαλό γερό[44].

Η αντίθεση του Αριστοφάνη προς τους θεωρούμενους ως διανούμενους της εποχής του, φαίνεται και από την κριτική που ασκεί στον Ευριπίδη για το ότι στα έργα του υπήρχαν πολλές βιβλιακές γνώσεις και ότι οι θεατές έπρεπε να κρατούν βιβλίο στα χέρια για να κατανοούν τα λεγόμενα (στ. 1114).

ΧΟΡΟΣ και βιβλίο κρατά ο καθένας κιù εννοεί το κάθε τι[45].

Τελειώνοντας πρέπει να επισημάνουμε ότι πίσω από την κωμωδία δεν υποκρύπτεται μίσος του Αριστοφάνη κατά του Ευριπίδη. Ασφαλώς υπάρχει η συντηρητικη τάση να διασφαλισθή η παράδοση, αλλά ο κωμικός ποιητής αναγνώριζε το μεγαλείο του τραγικού συναδέλφου του. Απόδειξη είναι το ότι υιοθέτησε πολλά από τις ευριπιδικά χαρακτηριστικά όπως την διαλεκτική και την γλωσική μορφή, ώστε ο Κρατίνος να τον αποκαλέσει ευριπιδαριστοφανίζοντα[46].

Συμπερασματα

Η εικόνα που παρουσιάζει ο Αριστοφάνης για τον Ευριπίδη και τον Σωκράτη είναι εμφανώς αρνητική. Πρόκειται μάλλον για γελοιογραφία των δύο Αθηναίων που φιλοτεχνεί με την κωμικογραφική του τέχνη. Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε ότι κατά βάθος δεν βάλλει ευθέως κατά των προσώπων τους, αλλά κατά των ιδεών τους όπως εκείνος τις αντιλαμβανόταν. Ο ίδιος ως αριστοκρατικός, πιστεύει ειλικρινώς ότι τα συμφέροντα των αγροτών τα προασπίζεται καλύτερα η τάξη των ευγενών. Αντιτίθεται στους αστούς τους οποίους θεωρεί ως την τάξη της διαφθοράς και της δωροδοκίας.

Αντιμάχεται την δημοκρατία και τους σοφιστές, ένα των οποίων θεωρεί και τον Σωκράτη. Η εικόνα του σοφιστή – διαφθορέα της κοινωνίας Σωκράτη είναι αυτή που παρουσιάζεται στις Νεφέλες και διακωμωδείται. Μία εικόνα, όμως, πολύ διαφορετική από αυτήν που γνωρίζουμε μέσα από τα έργα του Πλάτωνα. Αν -τώρα- κρίνουμε ότι ο Πλάτων στο Συμπόσιό του περιγράφει ευστόχως τον Αριστοφάνη, τότε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η πλατωνική περιγραφή για τον Σωκράτη είναι πλησιέστερα στην πραγματικότητα απù ότι η αντίστοιχη αριστοφανική. Ευστόχως έχει γραφεί ότι: «ο Πλάτων είχε νιώσει τον Αριστοφάνη όπως ο Αριστοφάνης δεν είχε νιώσει ποτέ τον Σωκράτη»[47].

Στους Βατράχους πάλι στρέφεται κατά των ιδεών του Ευριπίδη, τον οποίο όμως ως ένα βαθμό αντιγράφει στην τεχνοτροπία και έχει λεχθεί ότι –ενδεχομένως- κατά βάθος να θαύμαζε ως άνθρωπο. Γι' αυτό βλέπουμε τον Αριστοφάνη να δίδει λόγο στις γυναίκες και στους δούλους, να μεταμφιέζει τους άνδρες ήρωές του με γυναικεία ρούχα για να κατασκοπεύσουν τις γυναίκες και να πραγματεύεται υποθέσεις κατά οποίες ομάδες γυναικών αναστατώνουν την πόλη. Αυτά τα στοιχεία θεωρούνται επιρροές από τον Ευριπίδη.

Τόσο ο Σωκράτης όσο και ο Ευριπίδης θεωρήθηκαν από τον Αριστοφάνη ως επικίνδυνοι, ανατροπείς της καθεστηκυίας τάξεως. Και οι δύο εισήγαγαν στους Αθηναίους πολίτες το δαιμόνιο της αμφισβητήσεως, πράγμα που η άκρως συντηρητική ιδεολογία του κωμικού ποιητή δεν μπορούσε να ανεχθεί.

Βιβλιογραφια

1. Αριστοφάνης, Βάτραχοι, μτφρ. Πολύβιος Τ. Δημητρακόπουλος, στο Άπαντα Αριστοφάνη, τ. Β΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σσ. 87-192.

2. Αριστοφάνης, Νεφέλαι, μτφρ. Πολύβιος Τ. Δημητρακόπουλος, στο Άπαντα Αριστοφάνη, τ. Δ΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σσ. 117-222.

3. Γεωργουσόπουλος Κώστας, Κλειδιά και κώδικες θεάτρου, Ι. Αρχαίο δράμα, εκδ. Βιβλιοπωλείου της «Εστίας» Αθήνα 1990.

4. Κωνσταντοπούλου Δέσποινα (επιμ.), Ανθολόγιο αποσπασμάτων δραματικού λόγου και ποιητικής τέχνης, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

5. Ξιφαρά Πετρούλα, «Το αριστοφανικό έργο», στο Ανδριανού Έ., Ξιφαρά Π., Ο Δραματικός Λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σσ. 117-133.

6. Παππάς Γ. Θεόδωρος, Ο φιλόγελος Αριστοφάνης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 19962.

7. Σολομός Αλέξης, Ο Ζωντανός Αριστοφάνης, εκδ. Πλειάς, Αθήνα 19782.

8. Στέφος, Α. (επιμ.), Ο Αριστοφάνης και η Αρχαία Κωμωδία, Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων – Σεμινάριο 33, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2006).

9. Conford F.M., Η αττική κωμωδία, μτφρ. Λ. Ζενάκος, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1993.

10. Dover, K. J. Η κωμωδία του Αριστοφάνη, μτφρ. Φάνης Κακριδής, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 20056.

11. Lesky Albin, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981.

12. Meier Christian, Η Πολιτική Τέχνη της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας, μτφρ. Φλώρα Μανακίδου, επιμ. Μαρία Ιατρού, εκδ. Ινστιτούτο του βιβλιου - Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997.

[1] Κώστας Γεωργουσόπουλος, Κλειδιά και κώδικες θεάτρου, Ι. Αρχαίο δράμα, εκδ. Βιβλιοπωλείου της «Εστίας» Αθήνα 1990, σελ 112.

[2] Στο ίδιο.

[3] Στο ίδιο, σελ. 113.

[4] Αλέξης Σολομός, Ο Ζωντανός Αριστοφάνης, εκδ. Πλειάς, Αθήνα 19782, σελ. 14.

[5] Αριστοφάνης, Νεφέλαι, μτφρ. Πολύβιος Τ. Δημητρακόπουλος, στο Άπαντα Αριστοφάνη, τ. Δ΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σελ. 117.

[6] Πετρούλα Ξιφαρά, «Το αριστοφανικό έργο», στο Ανδριανού Έ., Ξιφαρά Π., Ο Δραματικός Λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 125.

[7] Στο ίδιο, σελ. 125.

[8] Αριστοφάνης, Νεφέλαι, μτφρ. Πολύβιος Τ. Δημητρακόπουλος, στο Άπαντα Αριστοφάνη, τ. Δ΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σελ. 126-127.

[9] Στο ίδιο, σελ. 130.

[10] Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 603.

[11] Αριστοφάνης, ό.π., σελ. 135.

[12] Στο ίδιο, σελ. 150.

[13] Θεόδωρος Παππάς Γ., Ο φιλόγελος Αριστοφάνης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 19962, σελ. 1.10

[14] Αριστοφάνης, ό.π., σελ. 215.

[15] F.M. Conford, Η αττική κωμωδία, μτφρ. Λ. Ζενάκος, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1993, σελ.187.

[16] K. J. Dover, Η κωμωδία του Αριστοφάνη, μτφρ. Φάνης Κακριδής, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 20056, σελ. 171.

[17] Albin Lesky, ό.π., σελ. 605.

[18] Χρήστος Χρηστίδης, «Οι πολιτικοί προσανατολισμοί του Αριστοφάνη» στο Στέφος, Α. (επιμ.), Ο Αριστοφάνης και η Αρχαία Κωμωδία, Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων – Σεμινάριο 33, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2006), σελ. 18

[19] Στο ίδιο, σελ. 99.

[20] Αριστοφάνης, ό.π., σελ. 214.

[21] Κώστας Γεωργουσόπουλος, ό.π., σελ 124.

[22] Πετρούλα Ξιφαρά, ό.π., σελ. 130.

[23] Αριστοφάνης, Βάτραχοι, μτφρ. Πολύβιος Τ. Δημητρακόπουλος, στο Άπαντα Αριστοφάνη, τ. Β΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σελ. 143.

[24] Δέσποινα Κωνσταντοπούλου (επιμ.), Ανθολόγιο αποσπασμάτων δραματικού λόγου και ποιητικής τέχνης, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 233.

[25] Στο ίδιο, σελ. 234.

[26] Christian Meier, ό.π., σελ. 193.

[27] Δέσποινα Κωνσταντοπούλου (επιμ.), ό.π. , σελ. 234.

[28] Christian Meier, ό.π., σελ. 193.

[29] Δέσποινα Κωνσταντοπούλου (επιμ.), ό.π. , σελ. 234.

[30] Στο ίδιο, σελ. 234.

[31] Christian Meier, Η Πολιτική Τέχνη της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας, μτφρ. Φλώρα Μανακίδου, επιμ. Μαρία Ιατρού, εκδ. Ινστιτούτο του βιβλιου - Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997, σελ. 192.

[32] Αριστοφάνης, ό.π., σελ. 149.

[33] Christian Meier, ό.π., σελ. 192.

[34] Αριστοφάνης, ό.π., σελ. 149.

[35] K. J. Dover, ό.π., σελ. 258.

[36] Στο ίδιο.

[37] Christian Meier, ό.π., σελ. 258.

[38] Αριστοφάνης, ό.π., σελ. 149.

[39] Christian Meier, ό.π., σελ. 193.

[40] Αριστοφάνης, ό.π., σελ. 142-153.

[41] Στο ίδιο, σελ. 170.

[42] Christian Meier, ό.π., σελ. 193.

[43] Δέσποινα Κωνσταντοπούλου (επιμ.),ό.π., σελ. 236.

[44] Αριστοφάνης, ό.π., σελ. 174.

[45] Θεόδωρος Παππάς Γ., «Ιστορία της παράδοσης του κειμένου του Αριστοφάνη» στο Στέφος, Α. (επιμ.), Ο Αριστοφάνης και η Αρχαία Κωμωδία, Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων – Σεμινάριο 33, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2006), σελ. 18.

[46] Albin Lesky, ό.π., σελ. 619.

[47] Αλέξης Σολομός, ό.π., σελ. 11.