Όταν οι Τούρκοι εκπολίτισαν τον κόσμο.

Ημερομηνία δημοσίευσης: Apr 24, 2013 3:46:41 PM

Συντάκτης: Δρ. Γρηγορίος Ι. Σκαμπαρδώνης, Υποστρατήγος Υγειονομικού ε.α.

Ημερομηνία καταχώρησης: 25 Νοεμβρίου 2005

Αναδημοσιεύεται το άρθρο του κ. Clive Foss, που δημοσιεύθηκε στο Αγγλικό περιοδικό History Today (Αυγ. 2005, σελ. 10-16) λόγω του ενδιαφέροντος και της χρονικής συγκυρίας της ενάρξεως των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο Clive Foss είναι Visiting Fellow στο Trinity College της Οξφόρδης. Διδάσκει επίσης σχετικά με τα δικτατορικά καθεστώτα στο Georgetown University, Washington DC.

Η τουρκική θεώρηση της Ιστορίας, καίτοι χαλκευμένη κατά τον αρθρογράφο, απετέλεσε μια τολμηρή προσπάθεια να ξαναγραφεί η ιστορία έτσι που να είναι κατάλληλη για ένα νέο τουρκικό έθνος και παρά τις μυθικές ιδέες της, εξυπηρέτησε το σκοπό της αφού άσκησε μια επίδραση που δεν έχει πλήρως εκλείψει.

********************************************************************************

O Mustafa Kemal, ή Atatürk, όπως έμεινε στην ιστορία, ο αδιαμφισβήτητος κυβερνήτης της Τουρκίας από το 1923 μέχρι το 1938, συμπαθούσε πολύ τις νέες γυναίκες ―μέχρι σημείου να υιοθετήσει τέσσερις από αυτές. Η μία, η Afet, ήταν δεκαοκτώ ετών φοιτήτρια της ιστορίας, την οικογένεια της οποίας ο Kemal είχε γνωρίσει στη γενέτειρά του τη Θεσσαλονίκη. Όπως και τα άλλα κορίτσια, την ενθάρρυνε να συνεχίσει τις σπουδές της, ώστε τελικά να πάρει διδακτορικό και να ανεβεί ψηλά στο Τουρκικό ιστορικό κατεστημένο. Σύμφωνα με τη διήγησή της, μια ημέρα του 1929, επισκέφθηκε τον “Γαζή” (ένα προσφιλές προσωνύμιο του Kemal, που σημαίνει “Νικητής των Απίστων”) με ένα πρόβλημα. Είχε διαβάσει σε ένα Γαλλικό βιβλίο γεωγραφίας ότι οι Τούρκοι κατάγονταν από την κίτρινη φυλή και γενικώς θεωρούνταν κατώτερης κλάσης ανθρώπινα όντα. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Kemal, ο οποίος είχε ανοιχτόχρωμα μαλλιά και γαλάζια μάτια. «Όχι, αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια» είπε «πρέπει να ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα».

Ο Kemal ήταν αποφασισμένος να διαψεύσει την άποψη ότι οι Τούρκοι ανήκαν στην κίτρινη φυλή, ότι ήταν ανίκανοι να δημιουργήσουν πολιτισμό, και ιδιαιτέρως ότι θα μπορούσε οποιοσδήποτε άλλος να διεκδικήσει ιστορικούς τίτλους στην κοιτίδα των Τούρκων, τη Μικρά Ασία. Θέλησε να πληροφορηθεί ποιοί ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Τουρκίας, πώς δημιουργήθηκε ο πρώτος Τουρκικός πολιτισμός και από ποιους, και ποιά ήταν η θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια ιστορία. Ρίχτηκε με ζήλο στο σχέδιο, κλέβοντας χρόνο από τις κρατικές υποθέσεις. συγκρότησε μια μεγάλη ιστορική βιβλιοθήκη και διέταξε εμπειρογνώμονες να την μελετήσουν. Υπουργοί, καθηγητές και δάσκαλοι διατάχθηκαν να τα μελετήσουν και να αναφέρονται στον ίδιο. Όπου και να βρισκόταν ο “Γαζής” –στην Άγκυρα ή την Κωνσταντινούπολη ή στην προσφιλή του λουτρόπολη, στο πλοίο ή στο τρένο– έβρισκε χρόνο να εργάζεται και να οργανώνει συναντήσεις που διαρκούσαν μέχρι αργά τη νύχτα. Έκανε συζητήσεις στο τραπέζι του δείπνου, που ήταν κατάφορτο με βιβλία και χαρτιά, σε ένα δωμάτιο που έμοιαζε και λειτουργούσε σαν σχολείο.

Μια επιτροπή διδασκάλων και πολιτικών προσώπων οργάνωσαν το σχέδιο, το οποίο τελούσε υπό την προσωπική διεύθυνση του Kemal. Τα μέλη της δούλεψαν γρήγορα και ετοίμασαν το προκαταρκτικό δοκίμιο μιας νέας ιστορίας το 1930. Ο Kemal το μελέτησε με προσοχή σελίδα προς σελίδα, διορθώνοντας πολλά λάθη. Διέταξε την επιτροπή να εντοπίσει και να μελετήσει τα μεγάλα κράτη που δημιούργησαν οι προπάτορές τους, στηριζόμενοι σε τεκμήρια και να μη διστάζουν να παραδέχονται την άγνοιά τους. «Tο να γράψεις την ιστορία είναι το ίδιο σημαντικό όσο και να την δημιουργήσεις», έγραψε. Μέχρι το 1931, προέκυψε ένα τετράτομο έργο, το οποίο είχε απλά τον τίτλο Ιστορία, και προοριζόταν για διδασκαλία στο Γυμνάσιο, σε μια εποχή που υπήρχαν λίγες μόνο ευκαιρίες για ανώτερη εκπαίδευση. Ο Mustafa Kemal διάβαζε και διόρθωνε τα δοκίμια. τα κείμενα έγιναν αντικείμενο υποχρεωτικής διδασκαλίας με ισχύ Ιερών Κανόνων για περισσότερο από μια δεκαετία και αποτέλεσαν τη βάση απλούστερων βιβλίων προορισμένων για τους μικρότερους μαθητές των κατώτερων σχολείων.

Στο τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου η Τουρκία ήταν ένα ηττημένο και ταπεινωμένο έθνος και έτσι παρέμεινε μέχρις ότου ο Mustafa Kemal πήγε στη Μικρά Ασία το 1919. Εκεί, οργάνωσε την αντίσταση που σύντομα εξελίχθηκε σε ισχυρό εθνικιστικό κίνημα με το στρατηγείο του στην Άγκυρα, δηλαδή μια αντίπαλη κυβέρνηση προς εκείνη του Σουλτάνου, ο οποίος βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των νικητών Συμμάχων. Ο Kemal δέχθηκε τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης, ήλθε σε συνεννόηση με τους Γάλλους και νίκησε τον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος είχε εισβάλει βαθιά στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Όταν η συνθήκη της Λωζάννης το 1923 αναγνώρισε την ανεξάρτητη Τουρκική δημοκρατία, ο Kemal είχε πετύχει να στήσει ένα νέο και νικηφόρο κράτος, με ομοιογενή ως επί το πλείστον Τουρκικό πληθυσμό, πάνω στα ερείπια του εξαθλιωμένου κοσμοπολιτικού Οθωμανικού κράτους. Στα επόμενα λίγα χρόνια, ξεκίνησε μια εκπληκτική σειρά μεταρρυθμίσεων, οι οποίες αποκαθήλωσαν το Ισλάμ, εισήγαγαν του νόμους των κρατών της Δύσης, και εξανάγκασαν σιγά-σιγά τους Τούρκους να αρχίσουν να σκέφτονται σαν Ευρωπαίοι. Μέχρι το 1929, ο Kemal διατηρούσε τον στιβαρό έλεγχο ενός μονοκομματικού κράτους, κατ’ ουσία μιας δικτατορίας.

Το νέο κράτος αισθανόταν έντονη την ανάγκη της αυτοεκτίμησης, σαν τρόπο επιβεβαίωσης της θέσης του μεταξύ των πολιτισμένων εθνών –αυτών που για τον Kemal εκπροσωπούσαν τα ευρωπαϊκά κράτη. Οι Ευρωπαίοι, εν τούτοις, διατηρούσαν αρνητική εικόνα για τους Τούρκους, τους οποίους προηγουμένως θεωρούσαν ως αιμοβόρους και βίαιους κατακτητές, “οι Φοβεροί Τούρκοι”, ενώ πιο πρόσφατα ήταν «ο Μεγάλος Ασθενής της Ευρώπης». Οι ίδιοι οι Τούρκοι βρίσκονταν σε σύγχυση ως προς την ταυτότητά τους. Στο παρελθόν αποκαλούνταν Οθωμανοί, κυβερνήτες μιας εκτεταμένης αυτοκρατορίας που περιελάμβανε όλη την Εγγύς Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Επίσης ήταν Μουσουλμάνοι και ο σουλτάνος τους ήταν ο επικεφαλής του Ισλάμ, χαλίφης και διάδοχος του Προφήτη. Τώρα η αυτοκρατορία είχε διαλυθεί, και οι Τούρκοι, όνομα που κατά παράδοση χρησιμοποιούνταν μόνο για τους χωρικούς, ήταν οι ηγέτες ενός σύγχρονου προοδευτικού κράτους.

Στο σημείο αυτό, ο Mustafa Kemal έστρεψε την προσοχή του στην ιστορία, επειδή κατά την άποψή του ένα μεγάλο έθνος έχει ανάγκη να στηρίζεται σε ένα σπουδαίο παρελθόν. Δεν μπορούσε κανείς να αντλήσει περηφάνια από την ιστορία του Ισλάμ, από το οποίο το έθνος αγωνιζόταν να αποστασιοποιηθεί, ούτε από τους Οθωμανούς, ούτε θεωρούσε σωστή την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι το Τουρκικό κράτος προήλθε από μια φυλή με 400 σκηνές. Η ιστορία που υπήρχε δεν είχε πια καμιά χρησιμότητα, ειδικά μετά την εισαγωγή του νέου Λατινικού αλφαβήτου από τον Kemal, η χρησιμοποίηση του οποίου κατέστη υποχρεωτική από το 1929, αντικαθιστώντας το δύσκολο στην εκμάθηση και γραφή, αλλά και ακατάλληλο Αραβικό αλφάβητο. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να εκδοθούν γρήγορα νέα βιβλία για κάθε θέμα ώστε να μεταδώσουν στους νέους τον σύγχρονο τρόπο σκέψης και να τους αποκόψουν από την Οθωμανική κληρονομιά. Η Ιστορία ήταν το σπουδαιότερο εργαλείο των αλλαγών που συνέβαιναν στην εκπαίδευση, όσον αφορά την όλη περί Τουρκίας αντίληψη, και στους Τούρκους.

Ο πρώτος τόμος, ο οποίος ασχολείτο με την Αρχαιότητα, ήταν ο πιο πρωτότυπος, δεδομένου ότι διετύπωνε την αποκαλούμενη Τουρκική Θεώρηση της Ιστορίας. Σύμφωνα με αυτόν, όλοι οι πολιτισμοί προήλθαν από τους Τούρκους ή επηρεάστηκαν βαθύτατα από αυτούς. Αυτή η ριζοσπαστική και νεωτεριστική άποψη παρουσίαζε τους Τούρκους ως ένα αρχαίο έθνος, που δεν ήταν καθόλου κατώτερο από τα άλλα, και μάλιστα πολύ πιο σημαντικό από οποιοδήποτε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Έβαζε τους Τούρκους στο κέντρο του πολιτισμού. Το Κείμενο ήταν τολμηρό, εφευρετικό και απολύτως φανταστικό.

Σύμφωνα με την Ιστορία, οι Τούρκοι το 10.000 π.Χ. ζούσαν γύρω από μια μεγάλη εσωτερική θάλασσα που καταλάμβανε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ασίας μεταξύ της Κασπίας, του Ιndokush και των Ιμαλαΐων. Εκεί ανέπτυξαν τη μεταλλουργία, εξημέρωσαν ζώα και ανακάλυψαν της τεχνικές της καλλιέργειας της γης. Στο τέλος της Περιόδου των Παγετώνων, εν τούτοις, η εσωτερική αυτή θάλασσα άρχισε να ξηραίνεται. λίμνες και έλη αντικατέστησαν τη θάλασσα, οι βόρειοι άνεμοι συσσώρευσαν μάζες άμμου και οι συνθήκες κατάντησαν απρόσφορες για τα εκατομμύρια των οικιστών. Ευτυχώς, η μεταβολή του κλίματος άνοιξε δρόμους εξόδου από την αρχική πατρίδα, και οι Τούρκοι μετανάστευσαν προς όλες τις διευθύνσεις. Όσοι παρέμειναν έγιναν νομάδες, προσαρμόζοντας τη ζωή τους στις νέες συνθήκες (και εξαφανίσθηκαν από τη διήγηση της Ιστορίας, η οποία περιέργως παύει πια να αναφέρεται σ’ αυτούς τους ιθαγενείς Τούρκους).

Η πρώτη ομάδα μεταναστών εγκαταστάθηκε σε ένα οικείο περιβάλλον, στη Βόρεια Κίνα στην περιοχή του Κίτρινου Ποταμού, όπου μετάφερε τις τεχνικές και τον πολιτισμό της και εγκαταστάθηκε ως αριστοκρατία πολεμιστών περί το 7000 π.Χ. Άλλοι κατευθύνθηκαν προς την Ινδία, όπου συνάντησαν φυλές προϊστορικών πληθυσμών, ανθρώπων με σκούρο δέρμα που ζούσαν σε αγέλες, όπως οι πίθηκοι. Οι Τούρκοι τους απώθησαν προς τον νότο και εγκατέστησαν έναν πολιτισμό, ο οποίος αποκαλύφθηκε από τις ανασκαφές στη Harappa και το Mohenjo Daro στην κοιλάδα του Ινδού Ποταμού (η Ιστορία έκανε εκτεταμένη χρήση της αρχαιολογίας). Η Ινδία, στην πραγματικότητα, είχε από μακρού Τουρκική παρουσία οι Τούρκοι Άρειοι (Ariler) έφθασαν από την Κεντρική Ασία περί το 1500 π.Χ.. τους ακολούθησαν οι Τούρκοι Saka και Κushhan. ακόμα και ο Βούδας ήταν Τούρκος (Το όνομα της φυλής του, Σάκια, προφανώς προερχόταν από τους Σάκες).

Αυτό φαίνεται να είναι απόλυτα ανόητο, ειδικά δεδομένου ότι ήταν προφανές ότι οι Κινέζοι και οι Ινδοί δεν ήταν Τούρκοι. Υπήρχε μια εύκολη εξήγηση: οι Τούρκοι έφθασαν εκεί, έφεραν τον πολιτισμό, και μετά αναμίχθηκαν και απορροφήθηκαν από τον γηγενή πληθυσμό ―ακριβώς όπως και οι πρόγονοι των Βουλγάρων (οι οποίοι σύμφωνα με την Ιστορία ήταν επίσης Τούρκοι) αφομοιώθηκαν από τους ντόπιους Σλαύους.

Πολύ πιο σημαντικές για το μέλλον υπήρξαν οι εξελίξεις στην Εγγύς Ανατολή, στην οποία οι μετανάστες Τούρκοι έφτασαν από τον δρόμο νοτίως της Κασπίας. Έφεραν μαζί τους την τεχνογνωσία των αρδεύσεων και των αποξηραντικών έργων σε μια χώρα με έλη και εγκαθίδρυσαν τα πρώτα οργανωμένα Τουρκικά κράτη και πόλεις στη Σουμερία και το Ελάμ. Οι Σουμέριοι ανέπτυξαν το πρώτο σύστημα γραφής (το οποίο έφεραν από την Κεντρική Ασία), και το χρησιμοποίησαν για να εκφράσουν γραπτώς την Τουρκική γλώσσα.

Η αρχαιολογία αποκάλυψε το μεγαλείο του πολιτισμού τους. Από εκεί, γύρω στο 5000 π.Χ., οι Τούρκοι εισήλθαν στην ιερή γι’αυτους γη της Ανατολίας και 1000 χρόνια αργότερα ίδρυσαν τον Τουρκικό Χιττιτικό (Εti) πολιτισμό. όλα αυτά επιβεβαιώθηκαν με ανασκαφές στη Μικρά Ασία. Η γλώσσα των Χιττιτών, σύμφωνα με την Ιστορία, ήταν Τουρκική, όχι Σημιτική ή Ινδο-Ευρωπαϊκή. ο τόμος συνεχίζει με τη διήγηση της ιστορίας των Χιττιτών με κάποιες λεπτομέρειες. Παράλληλα με τους Εti ήρθαν και οι Τraklar (Θράκες), οι οποίοι ίδρυσαν την Τροία (η αρχαιολογία ξανά). Συγγενή τουρκικά φύλα περιελάμβαναν τους Litler (Λύδιους), ένας κλάδος από τους οποίους μετανάστευσε στην Ιταλία, όπου, ως Ετρούσκοι, έθεσαν τα θεμέλια του Ρωμαϊκού πολιτισμού.

Η καταγωγή των Αιγυπτίων υπήρξε αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η Ιστορία κατάληγε στο συμπέρασμα ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Αιγύπτου ήρθαν από την Κεντρική Ασία, φέρνοντας την τεχνογνωσία των καλλιεργειών και των αρδεύσεων γύρω στο 5000 π.Χ. Ατυχώς, οι Σημίτες (!) Αιγύπτιοι φαραώ τους διέγραψαν από τα αρχεία όταν κατέκτησαν την εξουσία το 3315 π.Χ. Η Ιστορική Διατριβή δεν διεκδίκησε όμως όλους τους λαούς της Εγγύς Ανατολής: τους Σημίτες –Βαβυλωνίους, Ασσυρίους, Άραβες και Εβραίους– και γι’ αυτόν το λόγο οι Αρμένιοι, που απουσιάζουν από τους τόμους της Ιστορίας, δεν ήταν Τούρκοι, αλλά αυτό είχε μικρή σημασία επειδή όλοι οι παραπάνω λαοί δεν άσκησαν καμιά επίδραση στην πολιτική, την τέχνη ή τον πολιτισμό, ενώ οι Εβραίοι άσκησαν επίδραση μόνο στη θρησκεία.

Οι Έλληνες αποτελούσαν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Κανένας δεν μπορούσε να αρνηθεί τη σημασία τους στην παγκόσμια ιστορία, ή τον κεντρικό τους ρόλο στην ανάπτυξη του Δυτικού πολιτισμού, με τον οποίο με τόση αγωνία οι Τούρκοι προσπαθούσαν να συνενωθούν. Δεν υπήρχε όμως τρόπος να υποστηρίξουν ότι οι Έλληνες ήταν Τούρκοι. Η λύση υπήρξε μεγαλοφυής αν και προϊόν διανοητικής ακροβασίας. Με την εποχή του Χαλκού δεν υπήρχε πρόβλημα: οι Μινωΐτες της Κρήτης ήρθαν από την Ανατολία, έτσι μπορούσαν να θεωρούνται Τούρκοι. Οι φυλές τους είχαν αρχηγούς που λέγονταν ege (και από εκεί προήλθε το όνομα του Αιγαίου πελάγους) ή aka, όνομα που πήραν οι Αkalar (Αχαιοί), οι οποίοι ανέπτυξαν τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Η Κλασική περίοδος παρουσίαζε περισσότερες δυσκολίες, αλλά προβλήθηκε ο (ορθός) ισχυρισμός ότι πολλά τοπωνύμια της Ελλάδος προέρχονται από γλώσσα που προηγήθηκε της Ελληνικής. Μερικά από αυτά μπορούσαν αυθαίρετα να ταυτοποιηθούν ως Τουρκικά βάσει μιας αμφίβολης ηχητικής ομοιότητας με λέξεις της Τουρκικής γλώσσας. έτσι οι κάτοικοι της Εύβοιας (Öbe) και της Ιωνίας (Iyon) μπορούσαν να διεκδικηθούν ως Τούρκοι. το ίδιο κάπως και οι Torlar (Δωριείς), οι οποίοι κατέλαβαν την Ελλάδα περί το 1200 π.Χ. Οι Iyonlar (Ίωνες) ήταν διάδοχοι των Κρητών και των Μυκηναίων, οι οποίοι διέπρεπαν όταν η κυρίως Ελλάδα ήταν φτωχή και καθυστερημένη· η γλώσσα τους δεν ήταν Ελληνική ή Σημιτική, αλλά Κεντρο-Ασιατικής προέλευσης, Τουρκική.

Αλλά η Ιστορία έπρεπε να κλείσει το ζήτημα της προέλευσης των Ελλήνων των Κλασικών χρόνων, δηλώνοντας ότι κανείς δεν γνώριζε πότε και πώς έφθασαν στην Ελλάδα. Οι Μακεδόνες, εν τούτοις, ήταν Τουρκικό φύλο που κατέβηκε από την περιοχή του Δούναβη.

Παρ’ όλα αυτά, η Ιστορία παρουσίαζε σαφείς περιγραφές της ιστορίας των Κλασικών Ελλήνων και των Ρωμαίων. Αλλά και οι Τούρκοι δεν εξαφανίσθηκαν από τη σκηνή: οι Keltler (Κέλτες), που επίσης λέγονταν και Gollüler (Γαλάτες) προέρχονταν από την Κεντρική Ασία και έφτασαν από τον δρόμο βορείως ης Κασπίας, δημιουργώντας μια αριστοκρατική τάξη πολεμιστών πριν τους κατακτήσουν οι Ρωμαίοι, επιβάλλοντας τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους. Οι Germenler (Γερμανοί) ήταν συγγενείς τους. Άλλα φύλα, οι Istikler (Σκύθες) και οι Kimriler (Κιμμέριοι) είχαν προηγηθεί αυτών φέρνοντας τον πολιτισμό σε τόπους όπως η Κριμαία και η Δανία, βγάζοντας τους Ευρωπαίους από την κατάσταση των σπηλαιόβιων και βάζοντάς τους στο δρόμο των επιστημονικών ανακαλύψεων.

Η Διατριβή της Τουρκικής Ιστορίας ήταν τμήμα μιας τεράστιας και επιτυχημένης προσπάθειας να ενσταλλάξει υπερηφάνεια και να δώσει στους Τούρκους μια μακρόχρονη και αξιοσέβαστη καταγωγή, να δείξει στον κόσμο ότι οι Τούρκοι δεν ήταν οι αξιοθρήνητοι νομάδες, αλλά οι γεννήτορες και συνεχιστές των πιο αρχαίων πολιτισμών. Η μέθοδος ήταν απλή, αν και συχνά αντίθετη με τη λογική· οποιοδήποτε φύλο ταξίδεψε μακρές αποστάσεις εθεωρείτο Τουρκικό, καθώς και οι περισσότεροι λαοί των οποίων δεν είχε αποκρυπτογραφηθεί η γλώσσα (Μινωΐτες, Ετρούσκοι). Η γλώσσα των Σουμερίων είχε ήδη αποκρυπτογραφηθεί, αλλά είχει χαρακτηριστικά που μπορούσαν να συσχετιστούν με την Τουρκική γλώσσα. Η Χιττιτική, εξάλλου, η οποία είχε αποκρυπτογραφηθεί από το 1915, ήταν αναμφισβήτητα Ινδο-Ευρωπαϊκή. Αλλά οι Χιττίτες ήταν πολύ σημαντικοί ως μέρος των Τουρκικών διεκδικήσεων για την πατρίδα τους ώστε να επιτραπεί στα γεγονότα να σταθούν εμπόδιο. Η Ιστορική Διατριβή συνέπλευσε παράλληλα με την ακόμα πιο εξωφρενική Θεωρία της Γλώσσας του Ηλίου, ότι όλες οι γλώσσες προήλθαν από την Τουρκική· αλλά αυτή η άποψη βρήκε λίγους υποστηρικτές στο εξωτερικό, και σύντομα παραμερίστηκε.

Η Ιστορική Διατριβή καθιερώθηκε ως επίσημο δόγμα στο πρώτο συνέδριο της Τουρκικής Ιστορικής Εταιρείας που πραγματοποιήθηκε το 1932 κάτω από την άμεση αιγίδα του “Γαζή”, και την παρακολούθησαν ιστορικοί και εκπαιδευτικοί καθώς και ξένοι παρατηρητές. Η Εταιρεία απετέλεσε το ένα από τα δύο εργαλεία του Kemal να χαρίσει στην Τουρκία μια νέα ιστορία οργανώνοντας την έρευνα και γνωστοποιώντας τα αποτελέσματά της. Η Afet εκφώνησε την κύρια ομιλία του Συνεδρίου, εξηγώντας την Ιστορική Διατριβή και, περιέργως, κάνοντας συνεχείς αναφορές σε Ευρωπαίους συγγραφείς. Στη δημοσιευθείσα εκδοχή της, η ομιλία της συχνά διακοπτόταν από “χειροκροτήματα” ή “ενθουσιώδη χειροκροτήματα”, ενώ το ύφος της ταυτίζεται με αυτό που έχει περιγραφεί ως Σταλινικό ύφος, επειδή το Συνέδριο σταθερά απέκρουε κάθε αποκλίνουσα ιδέα. Το 1937 έγινε το δεύτερο συνέδριο, το οποίο κωδικοποίησε περισσότερο την Τουρκική Θεώρηση της Ιστορίας, επιχειρώντας ακόμη να εισηγηθεί την άποψη ότι και ο ίδιος ο Προφήτης πρέπει να ήταν Τούρκος. Τον ίδιο χρόνο ολοκληρώθηκε η μεγάλη Τουρκική Ανθρωπομετρική Έρευνα, –το δεύτερο εργαλείο του Kemal–, στην οποία επίσης προΐστατο η Afet: όλες οι κρατικές υπηρεσίες ανασκουμπώθηκαν για να πραγματοποιήσουν κρανίομετρήσεις 64.000 Τούρκων, προκειμένου να αποδείξουν ότι οι Τούρκοι αποτελούν τμήμα της λευκής Αλπικής φυλής και ότι η χώρα τους κατοικήθηκε από ομοιογενή πληθυσμό. Η χρονιά αυτή ήταν το απόγειο της Ιστορίας, για την οποία, αν και διδασκόταν όσο ο Atatürk βρισκόταν στη ζωή, ο ενθουσιασμός μειώθηκε μετά τον θάνατό του το 1938, αλλά συνέχισε να αποτελεί τη βάση της διδασκαλίας της ιστορίας στην Τουρκία για μια ακόμα δεκαετία, με αποτέλεσμα μια ολόκληρη γενιά μελλοντικών ηγετών της να έχει ανατραφεί με αυτό το ιδιότυπο δόγμα.

Η Τουρκική Θεώρηση της Ιστορίας έχει από πολλά χρόνια λησμονηθεί, μερικά όμως ίχνη της παραμένουν: δύο από τις μεγαλύτερες κρατικές τράπεζες, που ιδρύθηκαν στα χρόνια του Atatürk, λέγονται ακόμη Σουμεριακή και Χιττιτική. Η Κωνσταντινούπολη έχει Χιττιτικό (Etiler) προάστειο, η Άγκυρα Σκυθική (Iskit) λεωφόρο. Χιττιτικά και Σουμεριακά επώνυμα χρησιμοποιούνται ακόμη (όταν ο Atatürk διέταξε να αποκτήσουν όλοι οι Τούρκοι επώνυμο το 1934, τα ξένα ονόματα απαγορεύονταν, αλλά το Eti, το Sumer ή ακόμα και το Germen ήταν αποδεκτά). Η γραμμή εκεχειρίας μετά από την Τουρκική κατάληψη της βόρειας Κύπρου το 1974 πήρε, μάλλον από έλλειψη τακτ, το όνομα γραμμή Αττίλα, υπενθυμίζοντας τους Τούρκους Ούννους. Σε ένα πιο θετικό τόνο στα τέλη της δεκαετίας του ΄30 ο Atatürk υποστήριξε τη Βαλκανική συνεννόηση, υποστηρίζοντας ότι όλοι οι γειτονικοί λαοί είχαν κοινούς Κεντρο-Ασιάτες προγόνους, και έτσι θα πρέπει να συμπεριφέρονται μεταξύ τους σαν αδέλφια. Σε αντίθεση όμως με άλλες σύγχρονές της θεωρίες καταγωγής εθνών, δεν υπήρχε ρατσιστική χροιά στην Ιστορική Διατριβή, η οποία ποτέ δεν υποστήριξε ότι οι άλλοι λαοί ήταν κατώτεροι από τους Τούρκους. Σοβαροί Τούρκοι ιστορικοί προσπάθησαν να αγνοήσουν εντελώς την Ιστορική Διατριβή, αλλά ολόκληρες γενιές μεγάλωσαν με αυτή, έτσι ώστε ηπιότερες εκδοχές της να υπάρχουν ακόμη σε έργα τοπικής ιστορίας, τα οποία συχνά συγγράφονται από εκπαιδευτικούς, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιήσουν το περιεχόμενό τους για να υποστηρίξουν ότι οι Τούρκοι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Ανατολίας και να πλήξουν έτσι τυχόν διεκδικήσεις των Αρμενίων ή των Κούρδων στη χώρα τους.

Αυτή η χαλκευμένη ιστορία της Τουρκίας υπήρξε μια από τις πολλές που μεθοδεύθηκαν σε άλλες χώρες την εποχή εκείνη, μερικές από τις οποίες υπήρξαν πιο εξωφρενικές και από την εκδοχή του Atatürk. Η πιο παράφρων ήταν ακριβώς σύγχρονή της, και περιλαμβανόταν στο εκδοθέν το 1930 βιβλίο Ο μύθος του Εικοστού Αιώνα του Alfred Rosenberg, βασικού συμβούλου ιδεολογίας των Γερμανών Εθνικο-Σοσιαλιστών. Ο τόμος αρχίζει με μια δήλωση που ηχεί γνώριμα: «σήμερα αρχίζει μια περίοδος κατά την οποία η παγκόσμια ιστορία πρέπει να ξαναγραφτεί» , αλλά συνεχίζει εξηγώντας την κεντρική θέση των προβλημάτων της φυλετικής (ρατσιστικής) καταγωγής. Στο σενάριο αυτό, υπήρξε στο παρελθόν μια μεγάλη ήπειρος μεταξύ της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης, υπολείμματα της οποίας είναι η Γροιλανδία και η Ισλανδία. Είναι πιθανό να ταυτίζεται με την μυθική Ατλαντίδα· σε κάθε περίπτωση, αυτή ήταν η πατρίδα του προϊστορικού Νορδικού (Nordic) πολιτισμού, ο τόπος από τον οποίο εξόρμησαν οι ξανθοί, με γαλανά μάτια πολεμιστές μέσα στα πλοία τους με το έμβλημα του δράκοντα προς την Μεσόγειο, την Αφρική, την Κεντρική Ασία, την Κίνα και τη Βόρεια Αμερική. Αυτοί οι Νορδικοί λαοί μετέδωσαν τη λατρεία του ήλιου και την αίσθηση της ιστορίας σε λαούς τόσο ποικίλους όπως οι Σουμέριοι και οι Ιρλανδοί. Ίδρυσαν την Ιερουσαλήμ, και, ως Άρειοι, έφτασαν μέχρι το Ιράν και τις Ινδίες. Αργότερα οι Νορδικοί Δωριείς κατέλαβαν την Ελλάδα, και τους ακολούθησαν οι Μακεδόνες και οι Ρωμαίοι, και οι δύο αυτοί λαοί αντιπροσωπευτικοί Άρειοι. Ατυχώς, όλοι αυτοί οι πολιτισμοί κατέρρευσαν ως αποτέλεσμα μίξης των φυλών, μέχρις ότου εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο οι Γερμανοί, διασώζοντας τον Κλασικό κόσμο.

Μεταξύ των υποστηρικτών παρόμοιων απαράδεκτων ιστορικών θεωριών κατά την εποχή του μεσοπολέμου περιλαμβανόταν και ο Μουσολίνι, ο οποίος θέλησε να ανασυστήσει τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και του οποίου οι απόψεις για το παρελθόν περιελάμβαναν την απόρριψη των «αιώνων της κατάπτωσης» που προηγήθηκαν του καθεστώτος του. Σύγχρονος του Atatürk, ο Ρεζά, Σάχης της Περσίας, στράφηκε προς τους αρχαίους Πέρσες· ο γιός του μάλιστα υποστήριζε ότι η «δυναστεία» τους αποτελούσε συνέχεια της αρχαίας μοναρχίας και γιόρτασε την ψευδή επέτειο των 2500 χρόνων της. Σε παρόμοιο κλίμα, ο βασιλιάς Φουάτ της Αιγύπτου (1922-36) εστράφη στους αρχαίους φαραώ προκειμένου να εγκαταστήσει ένα καθεστώς με ταυτότητα ανεξάρτητη από εκείνη του Ισλάμ και της Δύσης στη χώρα του που πρόσφατα είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της. Πολύ πρόσφατα, ο Σαντάμ Χουσεΐν προσπάθησε να ταυτίσει το καθεστώς του με την αρχαία Βαβυλωνία, εν μέρει επειδή ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσωρ είχε κατακτήσει την Ιερουσαλήμ, και εν μέρει για να υπερπηδήσει τους αιώνας της ξένης κυριαρχίας του Ισλάμ. Καμιά από τις προσπάθειες αυτές δεν ξανάγραψε όλη την ιστορία όπως συνέβη με τους Τούρκους και τους Ναζί, αλλά όλες τους είχαν σημαντικά κοινά στοιχεία: τα αρχικά φερόμενα ως συστατικά τους καθεστώτα δεν είχαν πραγματική νομιμοποίηση ως προς τη χώρα τους και όλες αφορούσαν κράτη με δικτατορικά ή αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία αισθάνονταν ελεύθερα να ξαναγράψουν την ιστορία «κατά το δοκούν».

Οι ιδιάζουσες μηχανεύσεις του Atatürk και του Rosenberg έχουν αρκετά κοινά σημεία και προκαλούν ερωτηματικά ως προς την προέλευσή τους. Η γενική έμπνευση για την Τουρκική Θεώρηση της Ιστορίας προήλθε από την ανακάλυψη ευρέως διαδεδομένων γλωσσικών οικογενειών κατά τον 19ο αιώνα. Γλώσσες συγγενείς με την Τουρκική ομιλούνταν από τη Μεσόγειο μέχρι τη Σιβηρία, ενώ οι Ινδο-Ευρωπαϊκές γλώσσες ήταν διαδεδομένες από τον Ατλαντικό μέχρι την Ινδία. Οι γλώσσες αυτές υποτίθεται ότι είχαν κοινή καταγωγή, και οι πρώτοι που τις ομίλησαν ξεκίνησαν από μια αρχική κοιτίδα. Το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να συσχετιστεί με τα κύματα των μεταναστεύσεων και τις επιδρομές που αντιπροσωπεύονται κατά τους ιστορικούς χρόνους από τους Ούννους, τους Μογγόλους και πολλούς άλλους που εκπορεύθηκαν από την Κεντρική Ασία.

Η περιοχή αυτή είχε ταυτιστεί με την κοιτίδα των Ινδο-Ευρωπαίων σε ένα έργο στο οποίο συχνά αναφερόταν η Afet, το βιβλίο L’Asie ancienne centrale et sud-orientale d’après Ptolemée (Η αρχαία κεντρική και νοτιο-ανατολική Ασία σύμφωνα με τον Πτολεμαίο) του André Bertelot, που δημοσιεύθηκε το 1930. Το συμπέρασμα των μελετών του ήταν ότι οι Ινδο-Ευρωπαίοι εξαπλώθηκαν προς όλες τις διευθύνσεις από τον τόπο όπου αρχικά εξημέρωσαν το άλογο, επίτευγμα που τους χάρισε στρατιωτική ανωτερότητα. Χρησιμοποιώντας τα άρματά τους, μετακινήθηκαν προς Ανατολάς μέχρις ότου βρέθηκαν αποκλεισμένοι μέσα στη μεγάλη μάζα των Κινέζων, μετά προς Νότον και προς Δυσμάς όπου και κατέκτησαν εκτεταμένες περιοχές. Δεν αποτέλεσαν ενιαίο φυλετικό τύπο, ούτε είχαν επιτελέσει προόδους σε ότι αφορά τις δεξιότητες πληθυσμού με μόνιμη εγκατάσταση. Η κοιτίδα τους βρισκόταν στην περιοχή των ορέων Tien Shan, κάπου κοντά στο σημερινό Urumqi της Δυτικής Κίνας.

Ο “Γαζής” αγαπούσε πολύ το βιβλίο του H.G.Wells The Outline of History (Το περίγραμμα της Ιστορίας, 1920), ένα έργο μαμμούθ, διάσημο στην εποχή του για την ανασκόπηση όλου του ιστορικού παρελθόντος. Ο Wells υποστήριζε ότι υπήρξε μια μεγάλη εσωτερική θάλασσα στην Κεντρική Ασία και ότι φυλές από εκείνη την περιοχή εξαπλώθηκαν προς τα έξω καθώς το κλίμα άλλαξε στα τέλη της Εποχής των Παγετώνων, πριν από 10-12.000 χρόνια. Πίστευε ότι μεγάλο μέρος της Ευρώπης κατοικούνταν από “μελαμψούς λευκούς”, οι οποίοι κατέλαβαν την Μικρά Ασία, την Κρήτη και τη Βόρεια Αφρική προτού να παραχωρήσουν πολλές από τις περιοχές αυτές σε Νορδικούς λαούς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν, κατά τη γνώμη του, και οι Έλληνες.

Οι ιδέες του Wells αντανακλώνται σαφώς στην Τουρκική Θεώρηση της Ιστορίας καθώς και σε εκείνη του Rosenberg. Η πιο κακή από τις δύο τελικά προήλθε από το μεγαλόστομο έργο, Essai sur l’inegalité des races humaines (Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρωπίνων φυλών), ένα είδος Βίβλου του ρατσισμού, του Arthur Gobineau, που δημοσιεύθηκε το 1854, με δεύτερη έκδοση μετά από τριάντα χρόνια. Ο Gobineau επιχείρησε να εξηγήσει γιατί οι πολιτισμοί καταρρέουν. Η απάντηση που έδωσε ήταν ότι υπέκυψαν λόγω φυλετικής μίξης. Υποστήριζε ότι όλοι οι πολιτισμοί προήλθαν από τη λευκή φυλή, η οποία εξαπλώθηκε στον κόσμο από την Κεντρική Ασία, κατακτώντας περιοχές τις οποίες κατείχαν κατώτεροι λαοί της μαύρης και της κίτρινης φυλής. Οι λευκοί είχαν το πλεονέκτημα ανεπτυγμένου πολιτισμού, μάχονταν με άρματα και είχαν εξημερώσει τα άλογα. Ο Gobineau επηρέασε τον Houston Stuart Chamberlain, του οποίο το βιβλίο Foundations of the Nineteenth Century (Τα θεμέλια του 19ου αιώνα, 1899) με τη σειρά του ενέπνευσε τον Rosenberg (και τον Φύρερ του, ο οποίος θαύμαζε υπερβολικά αυτούς τους τόμους που ήταν αφόρητοι στο να διαβαστούν). Αν και η Τουρκική Θεώρηση της Ιστορίας δεν είναι καθόλου ρατσιστική, ο Gobineau αναφέρεται συχνά από την Afet, η οποία τον χρησιμοποίησε για να αποδείξει ότι η λέξη Άρειοι και οι συναφείς όροι (όπως π.χ. τα ονόματα του Ιράν και της Ιρλανδίας) προήλθαν από την Τουρκική λέξη “er” “άνθρωπος” και προχώρησε στο να υποστηρίξει την Τουρκική προέλευση των Ινδο-Ευρωπαϊκών γλωσσών.

Τα επιτεύγματα του Atatürk φαίνονται τόσο αποτελεσματικά και πρωτότυπα, αλλά οφείλουν πολλά στην Επιτροπή Ενώσεως και Προόδου, του προηγουμένου απαξιωθέντος καθεστώτος, δηλαδή στους “Νεότουρκους”, οι οποίοι κυβέρνησαν τη χώρα από το 1908 μέχρι το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Και αυτοί επίσης ήταν εκσυγχρονιστές, και διατύπωσαν ιδέες που βρήκαν απήχηση στην Τουρκική Θεώρηση της Ιστορίας. Ο μεγάλος εθνικιστής ιδεολόγος τους, ο Ziya Gökalp (1854-1925), έγραψε ένα εξαιρετικά δημοφιλές ποίημα στο οποίο περιέγραφε πώς οι πέντε γιοί του προγονικού Τούρκου Han ξεκίνησαν από την Κεντρική Ασία για να ιδρύσουν τους πολιτισμούς των Σουμερίων, των Χιττιτών, των Ινδών, και των Σκυθών. Τα σχολικά βιβλία που ήταν σε χρηση εκείνα τα χρόνια παρουσίαζαν τους Τούρκους (στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι Χιττίτες) ως έναν από τα πιο αρχαία έθνη, πρώτους καλλιεργητές της γης, εφευρέτες της υφαντουργίας, των μεταλλικών εργαλείων και των όπλων. Προερχόμενοι από την Κεντρική Ασία απλώθηκαν στις πέριξ περιοχές, ίδρυσαν κράτη και προήγαγαν τις τέχνες και τις επιστήμες.

Σε πιο φιλόδοξη κλίμακα, ο Riza Nur, αξιωματικός του στρατού, γιατρός και πολιτικός, έγραψε μια δωδεκάτομη Τουρκική Ιστορία, η οποία δημοσιεύθηκε από το Υπουργείο Παιδείας το 1914-26. Το έργο αυτό δίνει στους Τούρκους πρωταρχική θέση στην παγκόσμια ιστορία διακρίνοντάς τους σε Τούρκους της Μητέρας Πατρίδας και σε Τούρκους των Έξω Χωρών. Στους πρώτους περιλαμβάνονται οι νομάδες, από τους Σκύθες και τους Πάρθους μέχρι τους Μογγόλους, τους Ούγγρους, τους Φιλανδούς και άλλους, οι οποίοι προήλθαν από την Κεντρική Ασία. Η εξωτερική ομάδα περιλαμβάνει τον Κινεζικό, Αιγυπτιακό, Ινδικό, Βορειο-Αφρικανικό και Αμερικανικό πολιτισμό, που όλοι τους δημιουργήθηκαν από Τούρκους ή αναπτύχθηκαν κάτω από την επίδρασή τους. Αφιερώνει τέσσερις από τους τόμους μόνο στην Αίγυπτο, αρχίζοντας από τους φαραώ, και κλείνει το έργο διεκδικώντας ακόμα και τους Ινδιάνους της Αμερικής, «αποδεικνύοντας» ότι οι Τούρκοι αποτέλεσαν τη βάση του πολιτισμού σε όλα τα μέρη του κόσμου. Περιέργως, αυτή η ανοησία ανατυπώθηκε το 1978. Ο Riza Nur, ως συντηρητικός που πήρε αντίθετη θέση προς τον αυξανόμενο αυταρχισμό του Kemal, αυτοεξορίσθηκε το 1926 και έγραψε απαξιωτικά άρθρα για τον Atatürk ευρισκόμενος στο εξωτερικό. Τα έργα του δεν μπορούσαν να δημοσιευτούν στην Τουρκία επί πολλά χρόνια, έτσι η σχέση του με τις θεωρίες της Τουρκικής Θεώρησης της Ιστορίας δεν διαφημίσθηκε ποτέ.

Η Τουρκική Θεώρηση της Ιστορίας απετέλεσε μια τολμηρή προσπάθεια να ξαναγραφεί η ιστορία, έτσι που να είναι κατάλληλη για ένα νέο Τουρκικό έθνος. Μυθικές, όπως ήταν οι ιδέες της, το έργο αυτό καθ’ εαυτό απετέλεσε έναν μύθο, προβαλλόμενο ως απαύγασμα των ιδεών του “Γαζή” και των ακολούθων του. Υπήρξε λιγότερο πρωτότυπο από ότι φαινόταν, αλλά εξυπηρέτησε το σκοπό του. Αν και κανείς Τούρκος ιστορικός σήμερα δεν την παίρνει στα σοβαρά (η ύπαρξή της μάλλον προκαλεί αμηχανία) η Τουρκική Θεώρηση της Ιστορίας άσκησε μια επίδραση που δεν έχει πλήρως εκλείψει.

Βιβλία για περισσότερες πληροφορίες

Andrew Mango, Atatürk (John Murray, 1999). Mε πολλά αποσπάσματα στην Τουρκική γλώσσα.

Από το αρχείο του History Today

Matthew Stewart, “Catastrophe at Smyrna” (July 2004); John Crossland, “Turkey’s Fyndamental Dilemma” (November 1988); Philip Mansel, “Europe’s Muslim Capital” (June 2003); & “Art and Diplomacy in Ottoman Constantinople” (August 1996); Sinclair Atkins “Charles V and the Turks” (December 1980).

Η Πραγματική Ιστορία των Τούρκων

Η αρχική κοιτίδα των Τούρκων ήταν η περιοχή γύρω από τον ποταμό Ορχόν, στη νότια Σιβηρία. τον 6ο αιώνα, όταν πρωτοεμφανίζονται στην ιστορία, οι Τούρκοι πέτυχαν την κατάληψη της εκτεταμένης στέππας που εκτείνεται μεταξύ της Κίνας και της Περσίας.

Τα ισχυρά νομαδικά τους κράτη και οι συνομοσπονδίες των φυλών τους σπάνια διαρκούσαν πολύ, αλλά τελικά ίδρυσαν ένα σταθερό κράτος με βάση την πόλη Τουρφάν, το οποίο επιβίωσε μέχρι την κατάκτησή του από τους Μογγόλους το 1206.

Γύρω στα 1000 μ.Χ. Οι Τουρκικές φυλές άρχισαν να μετακινούνται προς την Περσία (από την οποία είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί ως στρατιώτες) και το 1038 ίδρυσαν το Μεγάλο Σελτζουκικό κράτος, την πρώτη βάση ισχύος τους στη Μέση Ανατολή.

Η συντριπτική τους νίκη επί των Βυζαντινών το 1071 είχε ως συνέπεια την ίδρυση του Σελτζουκικού κράτους της Ανατολίας, σε έναν χώρο εξαιρετικά πρόσφορο για τον πόλεμο κατά των Απίστων, στον οποίο συστρατεύθηκαν πολλές Τουρκικές φυλές. Όταν καταλύθηκε το Σελτζουκικό κράτος στα τέλη του 13ου αιώνα, ο Οσμάν, ένας από τους φυλάρχους, ίδρυσε ένα ανεξάρτητο πριγκηπάτο στη βορειοανατολική Ανατολία το 1299. Οι απόγονοί του, οι Οθωμανοί, κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη το 1453 και τελικά επεξέτειναν την κυριαρχία τους σε όλη την Εγγύς Ανατολή, τη νοτιοανατολική Ευρώπη και τη βόρεια Αφρική. Αν και ευρισκόμενο σε σταθερή παρακμή από τα μέσα του 17ου αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία επέζησε μέχρι τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νίκη των εθνικιστών του Αtatürk σφράγισε τη μοίρα τους. Ο τελευταίος σουλτάνος εκθρονίστηκε το 1922 και Οθωμανική Τουρκία έγινε η σημερινή Τουρκική Δημοκρατία.

http://www.seetha.gr/seetha/item.asp?ReportID=366