Ενδογενείς και εξωγενείς επιρροές στη διαμόρφωση της μουσικής του Βυζαντίου

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 03, 2009 6:34:35 PM

Εισαγωγη

Για να προχωρήσουμε στην ανάλυση του θέματός μας πρέπει -πρώτα απ’ όλα- να καταστήσουμε σαφές τι θεωρούμε ως Μουσική του Βυζαντίου. Και για να γίνει αυτό πρέπει να διευκρινίσουμε τι ονομάζουμε Βυζάντιο. Βυζάντιο επικράτησε να ονομάζουμε την εκχριστιανισμένη συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που χρονικά οριοθετείται από την μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη το 324 μ.Χ., μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους το 1453 μ.Χ..[1] Γεωγραφικά το Βυζάντιο συνήθως προσδιορίζεται στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, διότι αν και επί Μ. Κωνσταντίνου η Αυτοκρατορία εκτεινόταν από την Βρετανία μέχρι την Μεσοποταμία και περιελάμβανε όλες τις χώρες της Μεσογείου, ήδη από το 395 μ.Χ. διαιρέθηκε στην Ανατολική και την Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, εκ των οποίων η δεύτερη, τον επόμενο αιώνα, καταλύθηκε από Γερμανικά φύλα, για να συνεχίσει μόνη η Ανατολική την ιστορία της. Το Βυζάντιο προέκυψε από την σύνθεση τριών παραγόντων: του Ρωμαϊκού κράτους, του Ελληνικού πολιτισμού και της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστεως[2]. Βυζάντιο θεωρούμε, λοιπόν, το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο οποίο κυριαρχούσε ο Ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα και στο οποίο επικράτησε η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία.

Μουσική του Βυζαντίου θεωρούμε, συνεπώς, το σύνολο της μουσικής που αναπτύχθηκε εντός του γεωγραφικού χώρου της ανατολικής Μεσογείου από τον 4ο μέχρι τον 15ο αιώνα μ. Χ., στο οποίο συμπεριλαμβάνεται τόσο η λόγια μουσική δημιουργία, όσο και η λαϊκή. Τόσο η εκκλησιαστική η κυρίως λεγομένη βυζαντινή μουσική, όσο και η «κοσμική».

Το πρόβλημα που δημιουργείται τώρα είναι τι θα χαρακτηρίσουμε ενδογενές και τι εξωγενές, όσον αφορά τις επιρροές στην διαμόρφωση της μουσικής του Βυζαντίου. Δεδομένου του ότι στην μουσική δεν υπάρχουν σαφή σύνορα και στεγανά, οι επιδράσεις και αλληλεπιδράσεις είναι συνεχείς, και τα ηχητικά δάνεια και αντιδάνεια είναι δύσκολο να προσδιοριστούν, κινδυνεύουμε να αυθαιρετήσουμε χαρακτηρίζοντας μια επίδραση ενδογενή ή εξωγενή, δίχως να θέσουμε κάποια κριτήρια. Αυτό ισχύει παντού, πολύ δε περισσότερο στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου όπου η Περσική Αυτοκρατορία αντικαταστάθηκε από την Ελληνική του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πριν παραχωρήσει τη θέση της στην Ρωμαϊκή. Πολιτικά, ο χώρος αυτός ήταν ενωμένος για πολλούς αιώνες πριν την Βυζαντινή που εξετάζουμε, και η πολιτισμική διάχυση ήταν μία συνεχής πραγματικότητα. Γι’ αυτό μία επίδραση που με κάποια κριτήρια μπορεί να χαρακτηρισθεί εξωγενής, με κάποια άλλα μπορεί να θεωρηθεί ενδογενής.

Το κριτήριο που κατά τη γνώμη μας είναι καταλληλότερο για την περίπτωση, είναι η συνάρτηση με τις συνιστώσες του Βυζαντίου: Ρώμη, Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Ως ενδογενές θεωρούμε ό,τι προέρχεται από μία τις τρεις συνιστώσες του Βυζαντίου που μόλις αναφέραμε. Ως εξωγενές –εξ αντιδιαστολής- ορίζουμε ό,τι προέρχεται από όλους τους άλλους παράγοντες.

Στην πρώτη ενότητα θα ασχοληθούμε με τις ενδογενείς επιρροές στην διαμόρφωση της μουσικής του Βυζαντίου. Κατά κύρια βάση είναι η ελληνική μουσική παράδοση, όπως είχε διαμορφωθεί κατά τις προγενέστερες περιόδους της ελληνιστικής εποχής και της ύστερης αρχαιότητας. Αυτή είχε ασκήσει επίδραση και στις άλλες τοπικές – εθνικές μουσικές παραδόσεις των λαών της Ανατολικής μεσογείου. Ένας άλλος παράγοντας είναι η μουσική της χριστιανικής Εκκλησίας, η οποία είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας, έχει άμεση σχέση με την ελληνική μουσική παράδοση και κατά την Βυζαντινή άσκησε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Μουσική του Βυζαντίου. Αυτή είναι η μουσική που κυρίως λέγεται Βυζαντινή Μουσική[3]. Ο τρίτος παράγοντας είναι η ρωμαϊκή παράδοση, για την οποία δεν διασώζονται πολλά στοιχεία αλλά έπαιξε και αυτή κάποιο ρόλο στην διαμόρφωση της εξωεκκλησιαστικής μουσικής στο Βυζάντιο και ειδικότερα στις τελετές των ανακτόρων κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, όταν επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας και μάλιστα της Αυλής, ήταν ακόμη τα λατινικά.

Στην δεύτερη ενότητα θα ασχοληθούμε με τις εξωγενείς επιδράσεις. Αυτές είναι οι Ανατολικές και οι Δυτικές. Ανατολικές επιρροές είναι οι Συριακές, Περσικές και Αραβικές (Ισλαμικές) ενώ Δυτικές είναι αυτές που εμφανίζονται στα φραγκοκρατούμενα εδάφη της μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους το 1204 μ.Χ.

Α. Οι Ενδογενεισ Επιρροεσ

Αρχαίες ελληνικές μουσικές επιρροές

Η κύρια επιρροή στη διαμόρφωση της μουσικής του Βυζαντίου είναι η αρχαιοελληνική. Μάλλον, ακριβέστερα, θα έπρεπε να πούμε ότι η Μουσική του Βυζαντίου είναι η ίδια η αρχαία ελληνική μουσική, όπως εξελίχθηκε την περίοδο του Βυζαντίου δεχόμενη τις λοιπές επιρροές. Ο βασικός κορμός της όμως ήταν ο αρχαιοελληνικός. Αναφερόμαστε στην ελληνική μουσική παράδοση όπως έχει εξελιχθεί μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ.. Αυτό ισχύει για το σύνολο της λαϊκής κοσμικής μουσικής του Βυζαντίου, το μεγαλύτερο ποσοστό της μουσικής των δημοσίων τελετών (μαζί με μία πολύ μικρή επιρροή της ρωμαϊκής μουσικής) και σε αρκετά μεγάλο ποσοστό για την εκκλησιαστική μουσική (μαζί με την επιρροή της εβραϊκής μουσικής), όπως θα δούμε παρακάτω.

Δυστυχώς η κοσμική μουσική δεν θεωρήθηκε τόσο σημαντική ώστε να καταγραφεί μέσω κάποιας σημειογραφίας και δεν έχομε πολλές μαρτυρίες γι’ αυτήν εκτός από κάποιες αυτοκρατορικές επευφημίες, ή μάλλον πολυχρόνια, τα οποία έψαλλαν οι Μοναχοί κατά τις υποδοχές των Αυτοκρατόρων στα Μοναστήρια[4]. Τόσο, όμως, αυτή όσο και η λόγια, εκκλησιαστική μουσική (στο Βυζάντιο η λόγια μουσική στρέφεται αποκλειστικώς την θρησκευτική λατρεία), στηρίζονται στη βάση των αυλητικών / σπονδειακών κλιμάκων. Αυτό ήταν ένα κοινό σημείο και με τις λαϊκές μουσικές των γειτονικών λαών. Σηματοδοτεί όμως την τέλεια εγκατάλειψη της καθαρής θεωρίας, και την πλήρη αποδοχή της αριστοξενικής αντιλήψεως[5]. Η αρχαιοελληνική Μουσική ξεκίνησε ως υβρίδιο της «δυτικής» ή «πελασγικής» μουσικής και της «ανατολικής» η «θρακοφρυγικής». Στην πορεία της αποπειράθηκε να εφαρμόσει διάφορες θεωρίες και πρακτικές και κατέληξε στην επιστροφή της στα πρωταρχικά αυλητικά πρότυπα, σε συνδυασμό με τις αλληλεπιδράσεις που δέχθηκαν από τους γειτονικούς λαούς. Αυτό σημαίνει ότι κατά την έναρξη της βυζαντινής περιόδου, η ελληνική μουσική επέστρεψε στην προϊστορική ανατολική συνιστώσα της. Γι’ αυτό έχει γραφεί ότι η βυζαντινή μουσική είναι (με κριτήριο τις υλικοτεχνικές βάσεις) πρόγονος της αρχαίας[6].

Η επίδραση της Εκκλησιαστικής Μουσικής

Η Χριστιανική Εκκλησία εμφανίζεται στην Μέση Ανατολή κατά την περίοδο της ύστερης Αρχαιότητας και όταν συντελείται ο μετασχηματισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Βυζαντινή, έχει ήδη διαμορφώσει ένα ιδιαίτερο τύπο μουσικής για λατρευτική χρήση. Αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος που χρησιμοποιούσαν οι πρώτοι Χριστιανοί είχε προέλευση από την μουσική, τόσο της αρχαιοελληνικής λατρείας, όσο και της λατρείας του Ναού των Ιεροσολύμων. Αυτό είναι κάτι στο οποίο συμφωνεί το σύνολο σχεδόν των μελετητών[7]. η μελωδική ανάγνωση των ψαλμών και το αντιφωνικό άσμα στην λειτουργία έχουν καταγραφεί ως επιδράσεις της Ιουδαϊκής λατρείας με την οποία οι εξ Ιουδαίων χριστιανοί ήταν εξοικειωμένοι και μετέφεραν στην Εκκλησία[8]. Η αντιφωνική ψαλμωδία μπορεί όμως να προέρχεται και από αρχαιοελληνική επίδραση και ειδικότερα από το δράμα[9]. Το πιθανότερο είναι να προέρχεται και από τις δύο επιρροές. Την εβραϊκή επίδραση δεν την χαρακτηρίζουμε εξωγενή, διότι δεν επέδρασε άμεσα την μουσική στο Βυζάντιο, αλλά έμμεσα δια της εκκλησιαστικής μουσικής που προϋπήρχε του Βυζαντίου. Και αυτή πάλι, η λατρευτική μουσική των Εβραίων, είχε δεχθεί προηγουμένως τις επιδράσεις της αρχαίας ελληνικής από την ελληνιστική περίοδο[10].

Η κύρια συνιστώσα της εκκλησιαστικής μουσικής, όμως, ήταν η αρχαιοελληνική. Όσο περισσότεροι ειδωλολάτρες, (Έλληνες ή εξελληνισμένοι γλωσσικά και πολιτισμικά) ασπάζονταν τον χριστιανισμό, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η επιρροή της αρχαιοελληνικής μουσικής στην εκκλησιαστική υμνολογία. Πολλοί[11]. Ακόμη προσαρμόστηκαν καταλλήλως με αλλαγμένα κείμενα αυτούσιες μονωδίες και χορικά από το αρχαίο δράμα[12]. ειδωλολατρικοί ύμνοι εξαγνίσθηκαν και προσαρμόσθηκαν καταλλήλως για την χριστιανική θρησκεία

Η εκκλησιαστική μουσική, με την σειρά της επέδρασε στην περαιτέρω διαμόρφωση και της κοσμικής μουσικής στο Βυζάντιο. Οι επευφημίες του Αυτοκράτορα, (κάποιες από αυτές που έχουν καταγραφεί με παρασημαντική) ήταν παραλλαγές εκκλησιαστικών ύμνων[13].

Ρωμαϊκές επιρροές

Δεν έχουμε πολλά στοιχεία για την ρωμαϊκή μουσική. Πάντως γνωρίζουμε ότι είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την αρχαία ελληνική διατηρώντας –όπως είναι φυσικό- ορισμένα λατινικά –ετρουσκικά στοιχεία[14]. Οι Ρωμαίοι ανέπτυξαν την στρατιωτική χρήση της μουσικής δίνοντας στρατιωτικά παραγγέλματα για τους σχηματισμούς της λεγεώνας μέσω πνευστών οργάνων (tuba είδος τρομπέτας)[15]. Αυτή η επιρροή είναι λογικό να συνεχίσθηκε και στην βυζαντινή εποχή καθώς ο Βυζαντινός στρατός ήταν συνέχεια του ρωμαϊκού εφ’ όσον μάλιστα η χρήση αυτή διασώθηκε μέχρι σήμερα. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την μουσική στον ιππόδρομο, σε όλες τις δημόσιες τελετές και έχουμε μαρτυρίες για την χρήση σε αυτές υδραυλικού οργάνου (ύδραυλις). Το υδραυλικό όργανο συνέχισε να χρησιμοποιείται σε δημόσιες τελετές στην Κωνσταντινούπολη για πολλούς αιώνες πριν μεταφερθεί στη Δύση για να μετατραπεί (μέχρι τα τέλη του 12ου[16]. αιώνα μ.Χ.) από κοσμικό στο λεγόμενο εκκλησιαστικό όργανο

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κληρονόμησε την ρωμαϊκή πολιτική θεωρία και τους διοικητικούς θεσμούς. Η βυζαντινή Αυτοκρατορική Αυλή ήταν η συνέχεια της ρωμαϊκής, γι’ αυτό και διατήρησε τις ρωμαϊκές αυλικές τελετές, που περιλάμβαναν τις λεγόμενες επευφημίες. Αν και η λατινική αντικαταστάθηκε βαθμιαία από την ελληνική γλώσσα, ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος στο έργο του Dε ceremoniisDe Maria Virgine natus et magi de oriente cum muneribus adorantes»[17]. συμπεριλαμβάνει εκτός από ελληνικές και λατινικές επευφημίες του Αυτοκράτορα όπως λ.χ.: «

Μαρτυρίες έχουμε και για την επιβίωση ρωμαϊκών ειδωλολατρικών εορτών στον ιππόδρομο, όπως τα Λουπερκάλια, που επέζησαν ως εορτή του «ιπποδρόμου του κρέατος», ή «ιπποδρόμιον μακελλαρικόν» (αποκριάτικη, στην κυριολεξία, εκδήλωση, που γινόταν την Κυριακή των Απόκρεω, τελευταία ημέρα που επιτρέπεται το κρέας πριν την Μ. Σαρακοστή) κατά την οποία –μεταξύ των άλλων- οι χορωδίες των Πρασίνων και των Βενέτων έψαλαν αντιφωνικά ένα ύμνο στην Άνοιξη[18].

Β. Οι Εξωγενεισ Επιρροεσ

Ανατολικές επιδράσεις

Στον γεωγραφικό χώρο της ανατολικής Μεσογείου κατοικούν εκτός των Ελλήνων και διάφοροι άλλοι λαοί: Σύροι, Αιγύπτιοι, Ιλλυριοί, Εβραίοι, Αρμένιοι, Πέρσες, Άραβες, Σλάβοι, Ρουμάνοι κ.ά.. Είναι επόμενο να υπάρχουν επιρροές από τις μουσικές παραδόσεις αυτών των λαών όταν μάλιστα πολλοί εξ αυτών βρίσκονταν κατά περιόδου εντός των συνόρων της βυζαντινής επικράτειας. Αυτές οι επιρροές αφορούν κυρίως τις τοπικές λαϊκές (μη λόγιες) και κοσμικές (μη εκκλησιαστικές) μουσικές των διαφόρων περιοχών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και δεν κατεγράφησαν με την παρασημαντική. Επέζησαν όμως μέσω της παραδοσιακής ελληνικής δημοτικής μουσικής, όπως αυτή εξελίχθηκε πλουτίζοντας την ποικιλία της[19].

Υπάρχουν διαπιστωμένες επιρροές από την αραβοπερσική μουσική κατά την περίοδο από τον 12ο έως τον 15ο αιώνα[20]. Τουλάχιστον τρεις μεγάλοι συνθέτες της βυζαντινής μουσικής, ο Ιωάννη Κουκουζέλης, ο Ξένος Κορώνης και ο Ιωάννης Κλαδάς προέβησαν στη σύνθεση «κρατημάτων», σημειώνοντας ως υπότιτλο την χαρακτηριστική ένδειξη «περσικόν», γεγονός που αποδεικνύει ότι οι συνθέσεις αυτές βασίστηκαν σε περσικά «μακάμια»[21].

Δυτικές επιρροές

Η Κύπρος ήταν η πρώτη περιοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που είχε την «τύχη» να βρεθεί υπό δυτική κατοχή. Το 1191 κατακτάται από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο και παρέμεινε υπό Φραγκική κατοχή μέχρι την τουρκική κατάκτηση. Το 1204, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους πολλές άλλες περιοχές θα βρεθούν υπό Φραγκική Κατοχή. Συνεχής για μεγάλα χρονικά διαστήματα ήταν η Φραγκική παρουσία στην Κύπρο, την Κρήτη και τα Επτάνησα. Στα τελευταία η Δυτική παρουσία υπήρξε αδιάλειπτη μέχρι την ένωσή τους με το νεοελληνικό κράτος τον 19ο αιώνα. Γι’ αυτό σε αυτές τις περιοχές οι Δυτικές επιρροές στη μουσική υπήρξαν εντονότερες.

Στην Δύση, από την περίοδο πριν την Φραγκοκρατία στα εδαάφη του Βυζαντίου, ήδη έχει εγκαταλειφθεί η μονοφωνική παράδοση του Γρηγοριανού μέλους που ήταν έντονα επηρεασμένο από την Βυζαντινή Μουσική. Η εκκλησιαστική μουσική ακολουθεί τον ίδιο δρόμο με την «κοσμική». Οι συνθέσεις δεν προορίζονται μόνο για λατρευτική χρήση αλλά μπορούν να εκτελούνται και σε συναυλιακούς χώρους (και με την συνοδεία του εκκλησιαστικού οργάνου)[22].

Στην Κύπρο οι Φράγκοι ηγεμόνες προσπαθούν να φέρουν τους Κυπρίους «στους κόλπους της Ρωμανικής Εκκλησίας» και χρησιμοποιούν την μουσική ως ένα μέσο προσηλυτισμού. Στην αυλή του Ιάνου ντε Λουζινιάν (1398-1432) η πολυφωνική μουσική καλλιεργήθηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να θεωρείται μία ιδιαίτερη σχολή: η Κυπριακή Σχολή πολυφωνικής μουσικής. Ελάχιστη απήχηση φαίνεται όμως ότι είχε στους γηγενείς Κυπρίους[23].

Στην Κρήτη η δυτική επιρροή υπήρξε εντονότερη, δεδομένου του ότι εμφανίζεται η πολυφωνική μουσική, και συγκεκριμένα η διφωνική εκκλησιαστική μουσική. Αυτό τεκμαίρεται από την χρήση του όρου «μπισκοντάρω» τον οποίο χρησιμοποιούσε ο στιχουργός Στέφανος Σαχλίκης (β΄ μισό του 14ου αιώνα) για να δηλώσει την διφωνική εκκλησιαστική μελωδία[24]. Μετά την Οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου και της Κρήτης η Δυτική πολυφωνική μουσική καλλιεργήθηκε στα Επτάνησα, όπου προσέφυγαν πολλοί Κρήτες πρόσφυγες[25].

Κατά τα τέλη του 14ου και τις αρχές του 15ου αιώνα μ.Χ. παρουσιάζεται η τάση για εισαγωγή στο βυζαντινό μέλος συνθέσεων γραμμένων κατά τα πρότυπα της Δυτικής πολυφωνίας. Πρόκειται για δίφωνα μουσικά κομμάτια, γι’ αυτό και ονομάσθηκαν «διπλά μέλη». Δύο από τους συνθέτες που αποπειράθηκαν τη σύνθεση διπλών μελών ήταν ο Μανουήλ Γαζής και ο Ιωάννης Πλουσιαδηνός[26].

Εκτός από τα διπλά, την ίδια περίπου περίοδο εμφανίζονται και τα «δυσικά» μέλη. Αυτά δανείζονται ορισμένα στοιχεία της Δυτικής μουσικής αλλά δεν υιοθετούν την πολυφωνία. Ο Μανουήλ Αγαλλιανός και ο Ιωάννης ο Γλυκύς (μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ΙΓ΄) στις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ., συνέθεσαν -κυρίως- χερουβικά σε δυσικό μέλος[27].

Συμπερασματα

Η μουσική του βυζαντίου αντλεί τις κύριες επιρροές της από την αρχαιοελληνική μουσική παράδοση, η οποία είχε ασκήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτιστικά δρώμενα της Ανατολικής Μεσογείου από την Ελληνιστική περίοδο. Αυτή μαζί με την βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική και την ρωμαϊκή μουσική, συνιστούν τους τρεις ενδογενείς παράγοντες που άσκησαν επιρροή στην μουσική του Βυζαντίου.

Οι Ανατολικές επιρροές στην μουσική του Βυζαντινού χώρου ήταν συνεχείς. Στην εκκλησιαστική μουσική καταγράφονται αραβοπερσικές επιδράσεις σε συνθέσεις κρατημάτων. Στην κοσμική μουσική οι ανατολικές επιρροές συνετέλεσαν στην διαμόρφωση της ποικιλίας της δημοτικής μουσικής που διασώζεται μέχρι σήμερα.

Οι Δυτικές επιρροές στην Μουσική του Βυζαντίου άρχισαν να συντελούνται με την λατινική κατάκτηση τμημάτων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως την Κύπρου, της Κρήτης και των Ιονίων Νήσων. Οι επιδράσεις αυτές δημιούργησαν κάποιες υβριδικές μουσικές παραδόσεις και κληροδότησαν (μέσω της Επτανήσου που παρέμεινε μέχρι τον 19ο αιώνα υπό Δυτικοευρωπαϊκή κατοχή) έναν παράγοντα εκδυτικισμού της μουσικής στο νεοελληνικό κράτος[28].

Βιβλιογραφια

1. Δραγούμης Μάρκος, «Εκκλησιαστικές μουσικές που συγγενέυουν με τη βυζαντινή», στο Βασιλειάδης Στ. κ.ά, Συνοδευτικά Κείμενα για τη θεματική ενότητα Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008, κείμενο υπ’ αριθμ. 7 (άνευ αριθμήσεως σελίδων).

2. Λέκκας Δημήτριος, «Θεωρία και θεωρητικές αρχές της ελληνικής μουσικής κατά τους μέσους χρόνους», στο Βιρβιδάκης Στ., Γράψας Ν. κ.ά., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Α΄ Διαλεκτικοί Συσχετισμοί – Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003, σσ. 309-321.

3. Λέκκας Δημήτριος, Γρηγορίου Μιχάλης, «Θεωρία και θεωρητικές αρχές της ελληνικής μουσικής κατά τους νεώτερους χρόνους», στο Βιρβιδάκης Στ., Γράψας Ν. κ.ά., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Α΄ Διαλεκτικοί Συσχετισμοί – Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003, σσ. 329-359.

4. Λέκκας Δημήτριος, Λυκούργος Αγγελόπουλος, Δραγούμης Μάρκος, «Θεωρητικά και ορθόδοξη ψαλτική», στο Αγγελόπουλος Λ., Δραγούμης Μ., κ.ά., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Β΄ Ελληνική Μουσική Πράξη: Αρχαίου και Μέσοι Χρόνοι, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003, σσ. 175-217.

5. Λέκκας Δημήτριος, Ρωμανού Καίτη, Δραγούμης Μάρκος, Μάμαλης Νικόλαος , Μωραΐτης Θανάσης, Μαλλιάρας Νίκος, «Ιστορικές και εμπράγματες διαλέκτικές στην Ελληνική Μουσική των Μέσων χρόνων», στο Αγγελόπουλος Λ., Δραγούμης Μ., κ.ά., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Β΄ Ελληνική Μουσική Πράξη: Αρχαίου και Μέσοι Χρόνοι, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003, σσ. 223-283.

6. Wellesz Egon, «Η βυζαντινή μουσική και λειτουργία», Η Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Β΄), Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, μτφρ. Ντουντού Σαούλ, εκδ. Μέλισσα, (ά.χ.), σσ. 718-722.

Δικτυογραφια

1. Wikipedia, λήμμα «Βυζαντινή Αυτοκρατορία», στο http://el.wikipedia.org/wiki/Βυζαντινή_Αυτοκρατορία

2. Wikipedia, λήμμα «Music of ancient Rome», στο http://en.wikipedia.org/wiki/Music_of_ancient_Rome

[1] Wikipedia, λήμμα «Βυζαντινή Αυτοκρατορία», στο http://el.wikipedia.org/wiki/Βυζαντινή_ Αυτοκρατορία.

[2] Στο ίδιο.

[3] Δημήτριος Λέκκας, Λυκούργος Αγγελόπουλος, Μάρκος Δραγούμης, «Θεωρητικά και ορθόδοξη ψαλτική», στο Αγγελόπουλος Λ., Δραγούμης Μ., κ.ά., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Β΄ Ελληνική Μουσική Πράξη: Αρχαίου και Μέσοι Χρόνοι, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003, σσ. 178.

[4] E.Wellesz, «Η βυζαντινή μουσική και λειτουργία», Η Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Β΄), Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, μτφρ. Ντουντού Σαούλ, εκδ. Μέλισσα, (ά.χ.), σελ. 718.

[5] Δημήτριος Λέκκας, «Θεωρία και θεωρητικές αρχές της ελληνικής μουσικής κατά τους μέσους χρόνους», στο Βιρβιδάκης Στ., Γράψας Ν. κ.ά., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Α΄ Διαλεκτικοί Συσχετισμοί – Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003, σελ. 314.

[6] Δημήτριος Λέκκας, Λυκούργος Αγγελόπουλος, Μάρκος Δραγούμης, ό.π. σελ. 194.

[7] Μάρκος Δραγούμης, «Εκκλησιαστικές μουσικές που συγγενέυουν με τη βυζαντινή», στο Βασιλειάδης Στ. κ.ά, Συνοδευτικά Κείμενα για τη θεματική ενότητα Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008, κείμενο υπ’ αριθμ. 7 (άνευ αριθμήσεως σελίδων).

[8] E.Wellesz, ό.π., σελ. 720-721.

[9] Δημήτριος Λέκκας, Λυκούργος Αγγελόπουλος, Μάρκος Δραγούμης, ό.π. σελ. 202.

[10] Στο ίδιο, σελ. 200.

[11] Στο ίδιο, σελ. 721.

[12] Δημήτριος Λέκκας, Λυκούργος Αγγελόπουλος, Μάρκος Δραγούμης, ό.π. σελ. 200.

[13] Στο ίδιο, σελ. 718.

[14] Wikipedia, λήμμα «Music of ancient Rome», στο http://en.wikipedia.org/wiki/Music_of_ancient _Rome

[15] Στο ίδιο

[16] Δημήτριος Λέκκας, Καίτη Ρωμανού, Μάρκος Δραγούμης, Νικόλαος Μάμαλης, Θανάσης Μωραΐτης, Νίκος Μαλλιάρας, «Ιστορικές και εμπράγματες διαλέκτικές στην Ελληνική Μουσική των Μέσων χρόνων», στο Αγγελόπουλος Λ., Δραγούμης Μ., κ.ά., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Β΄ Ελληνική Μουσική Πράξη: Αρχαίου και Μέσοι Χρόνοι, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003, σελ. 279-280.

[17] E.Wellesz, ό.π., σελ. 719.

[18] Στο ίδιο, σελ. 720.

[19] Δημήτριος Λέκκας, Καίτη Ρωμανού, Μάρκος Δραγούμης, Νικόλαος Μάμαλης, Θανάσης Μωραΐτης, Νίκος Μαλλιάρας, ό.π., σελ. 260-261.

[20] Δημήτριος Λέκκας, Λυκούργος Αγγελόπουλος, Μάρκος Δραγούμης, ό.π. σελ. 201.

[21] Δημήτριος Λέκκας, Καίτη Ρωμανού, Μάρκος Δραγούμης, Νικόλαος Μάμαλης, Θανάσης Μωραΐτης, Νίκος Μαλλιάρας, ό.π., σελ. 232.

[22] Στο ίδιο, σελ. 269-270 και 280.

[23] Μόνο κατά την μεταβυζαντινή εποχή (16ος αιώνας μ.Χ.) εμφανίζονται τα πρώτα ονόματα Κυπρίων μουσικών που συνέθεσαν στην πολυφωνική δυτική μουσκή όπως ο Ιερώνυμος ο Τραγωδιστής. Βλ. στο ίδιο, σελ. 236.

[24] Στο ίδιο, σελ. 272. Και στην Κρήτη το μόνο όνομα Κρητικού συνθέτη σε πολυφωνική μουσική είναι αυτό του Φραγκίσκου Λεονταρίτη εμφανίζεται κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, δηλ. τον 16ο αιώνα μ.Χ. (στο ίδιο).

[25] Στο ίδιο, σελ. 238.

[26] Στο ίδιο, σελ. 234.

[27] Στο ίδιο, σελ. 235.

[28] Δημήτριος Λέκκας, Μιχάλης Γρηγορίου, «Θεωρία και θεωρητικές αρχές της ελληνικής μουσικής κατά τους νεώτερους χρόνους», στο Βιρβιδάκης Στ., Γράψας Ν. κ.ά., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τ. Α΄ Διαλεκτικοί Συσχετισμοί – Θεωρία της Ελληνικής Μουσικής, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003, σσ. 340.