Αφιέρωμα εις μνήμην της αλώσεως της Κων/πόλεως από τούς Φράγκους

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 02, 2009 7:18:20 PM

Ελεγον οι αρχαίοι ημών πρόγονοι· «όλβιος όστις ιστορίης έσχεν μάθησιν» δηλαδή είναι ευτυχής όποιος γνωρίζει την ιστορίαν, διότι η ιστορική μνήμη δίδει εις τον άνθρωπον τα αναγκαία στοιχεία δια την ασφαλή χάραξιν της μελλοντικής του πορείας. Διδασκόμεθα από την ιστορίαν, να μιμούμεθα τα σπουδαία κατορθώματα των παλαιοτέρων και να αποφεύγωμεν τα σφάλματά των.

Εις την αποτροπήν της λήθης αποσκοπεί και η παρούσα αφιέρωσις του ημεροδείκτου της Εκκλησίας μας δια το 2004 εις την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως από τούς Φράγκους το 1204. Οκτακόσια έτη συμπληρούνται από την αποφράδα εκείνην ημέραν της επιδρομής των βαρβάρων της δύσεως κατά της «βασιλίδος των πόλεων» και Νεας Ρωμης, της Κωνσταντινουπόλεως. Το γεγονός τούτο είχεν ολεθρίους συνεπείας δια το γένος ημών. Η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διεσπάσθη εις μικροσκοπικά κρατίδια, λατινικά και ελληνικά. Τα λατινοκρατούμενα μέρη της πατρίδος μας διεμοιράσθησαν εις Φράγκους ηγεμόνας, οι οποίοι εφήρμοσαν το φεουδαρχικόν σύστημα διοικήσεως, δυναστεύοντες τούς προγόνους ημών ου μόνον υλικώς, αλλά και πνευματικώς, προσπαθούντες να επιβάλουν τον λατινισμόν εις αυτούς. Τοτε η Εκκλησία του Χριστού ανέδειξεν πάλιν νέους μάρτυρας και ομολογητάς. Ελάχιστοι ήσαν οι εξωμόται, οι οποίοι ηρνήθησαν την Ορθοδοξίαν. Η πατρίς ημών ελαφυραγωγήθη. Σκεύη πολύτιμα, έργα τέχνης και βιβλία, όσα η μανία των βαρβάρων δεν κατέστρεψεν, μετεφέρθησαν εις τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη. Μεχρι σήμερον η Βενετία κοσμείται δια των εκ Κωνσταντινουπόλεως λαφύρων. Το δε κυριώτερον παρόλον ότι η Κωνσταντινούπολις ανεκτήθη το 1261, η Αυτοκρατορία δεν ηδυνήθη να ανασυσταθή, ειμή μόνον κατ' όνομα. Αλλά και αυτό το μικρόν κράτος με πρωτεύουσαν την Κωνσταντινούπολιν το οποίον συνεστήθη, αποδυναμωμένον από τούς πολέμους με τούς Φράγκους (αλλά και Ελληνας) ηγεμόνας των διαφόρων περιοχών της πάλαι ποτέ Αυτοκρατορίας μας, έπεσεν ηρωϊκώς μαχόμενον τούς βαρβάρους της Ανατολής Τούρκους 200 έτη αργότερον.

Το έγκλημα των Σταυροφόρων επιδρομέων ήτο μέγα. Εχαράχθη επάνω εις την μνήμην του λαού μας και τούτο το γνωρίζουν και εις την Δυσιν. Δια τούτο, όταν τον Μαϊον του 2001, ο πνευματικός ηγέτης της Φραγκικής Δυσεως πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, επεσκέφθη τας Αθήνας, προέβη εις μίαν παραπλανητική κίνησιν· συμπεριέλαβεν εις το (προσυμπεφωνημένον) κείμενον της ομιλίας, την οποίαν εξεφώνησεν εις την Αρχιεπισκοπήν Αθηνών της κρατούσης εκκλησίας, έκφρασιν η οποία ημπορούσε να εκληφθή ως διατύπωσις συγγνώμης δια το έγκλημα της αλώσεως του 1204. Μολις ο πάπας έφθασε εις το προσυμφωνηθέν σημείον, αμέσως ο κ. Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης εξέσπασεν «αυθορμήτως» εις χειροκροτήματα, συμπαρασύρας εις αυτό και τούς ακολούθους του. Το γεγονός τούτο προεβλήθη υπό των μέσων ενημερώσεως ως «η συγγνώμη του πάπα» και διεφημίσθη ο λόγος τούτος άχρι της σήμερον!

Ητο όμως έκφρασις συγγνώμης; Ας ίδωμεν την ακριβή έκφρασιν, όπως την περιγράφει ο τύπος της ημέρας εκείνης· «Για όλες τις παρελθούσες και παρούσες περιστάσεις όπου τα τέκνα της Καθολικής Εκκλησίας αμάρτησαν με πράξεις και παραλείψεις κατά των ορθοδόξων αδελφών τους, ο Κυριος ας μας χορηγήσει την συγχώρεση που του ζητούμε... Αναλογίζομαι τη δραματική άλωση της αυτοκρατορικής πόλεως της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία από τόσο μακρούς χρόνους ήταν ο προμαχώνας της Χριστιανοσύνης στην Ανατολή. Είναι τραγικό ότι οι επιδρομείς, ξεκινώντας για να εξασφαλίσουν την ελεύθερη πρόσβαση των χριστιανών στούς Αγίους Τοπους, εστράφησαν κατά των αδελφών τους εν τη πίστει»(«Το Βήμα» 5-5-2001, σελ. 12). Η προσεκτική ανάγνωσις της εκφράσεως του πάπα, αποδεικνύει, ότι δεν ήτο αίτησις συγγνώμης. Ητο μία, πανηγυρικώ τω τρόπω, έκδοσις συγχωροχαρτίου. Εδωκε ο πάπας άφεσιν αμαρτιών εις τα τέκνα της παπικής εκκλησίας τα οποία εγκλημάτισαν με πράξεις η παραλείψεις κατά των ορθοδόξων αδελφών τους, ζητών από τον Θεόν να συγχωρήση αυτούς! Ουδεμία αναφορά δια τας ευθύνας των προκατόχων του.

Ας ίδωμεν όμως πως εξεκίνησαν οι Σταυροφόροι την Δ΄ Σταυροφορίαν και την εξέλιξιν αυτής και το κυριώτερον· ήτο ο πάπας της εποχής άμοιρος ευθυνών;

Ο Παπας Ιννοκέντιος ο Γ΄

Ο Ιννοκέντιος έγινε Παπας της Ρωμης το 1198. Ηδη η παποσύνη είχε μεγάλην δύναμιν. Ομως επί της εποχής του απέκτησε ακόμη μεγαλυτέραν. Επιθυμούσε να ασκήση αυτό που ώριζε ως «plenitudo potestatis» («πληρότητα εξουσίας») δηλαδή την θεόσδοτη (υποτίθεται) παγκόσμιον ηγεμονία του πάπα. Διεκήρυξεν ότι «ο πάπας ίσταται μεταξύ Θεού και ανθρώπων, υπεράνω των Βασιλέων» και ότι όπου εχρειάζετο να προωθήση τον Χριστιανισμόν η να εξαλείψη την αμαρτίαν, η δράσις του ήτο δικαιολογημένη.

Διεκήρυξεν ότι επεθύμει να επιβάλλη την ειρήνην (!) εις όλον τον χριστιανικόν κόσμον. Δεν εδίστασεν όμως να προσφύγη ακόμα και εις πόλεμον δια να εξυπηρετήση τα παπικά συμφέροντα. Τοιουτοτρόπως, όταν κάποτε προσεβλήθη από τον Βασιλέα της Αγγλίας παρώτρυνε τον Γαλλον Μονάρχην Φιλιππον Β΄ να εισβάλη εις το βασίλειον του δυστρόπου γείτονός του. Ο Ιννοκέντιος κατώρθωσεν να υποχρεώση τούς Βασιλείς της Σικελίας, της Αραγωνίας, της Ουγγαρίας και της Αγγλίας να αναγνωρίσουν, ότι τα βασίλειά των ήσαν τιμάρια του Παπα, ενώ ήλθεν εις αντίθεσιν με τούς Γερμανούς Βασιλείς.

Επί των ημερών του Ιννοκεντίου η παποσύνη έφθασε εις το απόγειον της κοσμικής εξουσίας και του κύρους της. Πολλοί πιστοί της Δυσεως τότε δυσανασχέτουν από την συμπεριφοράν του πάπα ως κοσμικού μονάρχου. Ενεφανίσθησαν τότε και σατιρικά κείμενα εις τα οποία ανωνύμως καυτηρίαζαν τας αυθαιρεσίας του Παπα, όπως το «Κατά Αγιον Χρήμα Ευαγγέλιον» όπου προσετέθη και ο μακαρισμός· «μακάριοι οι πλούσιοι, διότι εις αυτούς ανήκει η αυλή της Ρωμης».

Ο Αυτοκράτωρ Αλέξιος Γ΄ Αγγελος

Εσωτερικαί διαμάχαι εις την Ανατολικήν Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν προεκάλουν συνεχείς εκθρονίσεις Αυτοκρατόρων. Εις μίαν επανάστασιν το έτος 1195, ο Αυτοκράτωρ Ισαάκιος Β΄ Αγγελος ανετράπη από τον ίδιον αυτού αδελφόν Αλέξιον Αγγελον. Ο Αλέξιος ετύφλωσεν τον αδελφόν του και τον ενέκλεισεν εις Μοναστήριον, ανεκηρύχθη δε Αυτοκράτωρ γνωστός ως Αλέξιος Γ΄ Αγγελος. Επίσης ο Αλέξιος ο Γ΄ εφυλάκισεν τον υιόν του Ισαακίου Β΄, Αλέξιον και εκείνον ονομαζόμενον.

Ο νέος Αυτοκράτωρ Αλέξιος Γ΄ ηθέλησε να εκμεταλλευθή την διαμάχην του πάπα Ιννοκεντίου Γ΄ προς τον Γερμανόν Βασιλέα Ερρίκον ΣΤ΄ Φιλιππον Σουηβόν και εις επιστολήν του προς τον Παπαν έγραφεν, ότι ως οικουμενικαί δυνάμεις, η Ρωμαϊκή Εκκλησία και η Αυτοκρατορία των διαδόχων του Ιουστινιανού ώφειλαν να ενώσουν τας δυνάμεις των κατά του κοινού αντιπάλου των Γερμανού Βασιλέως.

Ο Ιννοκέντιος έθεσε το θέμα ευθύς της «ενώσεως των Εκκλησιών» και ηπείλει τον Αλέξιον ότι, εις περίπτωσιν αντιστάσεως του Αλεξίου εις την «ένωσιν», θα υπεστήριζε τον Γερμανόν Βασιλέα δια να διεκδικήση τα δικαιώματά του επί του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως (ο Φιλιππος Σουηβός είχε νυμφευθή την θυγατέρα του εκθρονισθέντος Ισαακίου Β΄). Ο Αλέξιος ανταπήντησεν ότι η αυτοκρατορική εξουσία είναι ανωτέρα της παπικής με αποτέλεσμα να εξοργισθή ο Ιννοκέντιος!

Η οργάνωσις της Δ΄ Σταυροφορίας

Ο Ιννοκέντιος ενώ συνωμίλει μετά της Κωνσταντινουπόλεως επεδόθη εις την διοργάνωσιν μίας γενικής Σταυροφορίας κατά των Μουσουλμάνων, οι οποίοι είχον ανακαταλάβει τούς Αγίους Τοπους. Στόχος της Σταυροφορίας (φανερός τουλάχιστον) ήτο αρχικώς η Αίγυπτος, η οποία ήτο το κέντρον των μωαμεθανών κατακτητών της Παλαιστίνης. Φράγκοι ηγεμόνες από την Γαλλίαν, Φλάνδραν, Αγγλίαν, Γερμανίαν και Σικελίαν, με τα στρατεύματά των συνεκεντρώθησαν εις Βενετίαν, η οποία ανέλαβεν έναντι αμοιβής να διεκπεραιώση τούς Σταυροφόρους εις Αίγυπτον. Ο Δογης της Βενετίας Δανδολος ήθελε την καταβολήν ολοκλήρου του χρηματικού ποσού προ της ενάρξεως της εκστρατείας. Οι Σταυροφόροι μη έχοντες τα αναγκαία χρήματα εδέχθησαν την πρότασιν του Δανδόλου να βοηθήσουν τούς Βενετούς εις την κατάληψιν της Δαλματικής πόλεως Ζαρας. Η Ζαρα είχεν αποσπασθή από την Βενετίαν δια να προσαρτηθή εις την Ουγγαρίαν. Αν και ο Βασιλεύς της Ουγγαρίας μετείχε της Σταυροφορίας και τινές εκ των Σταυροφόρων ήσαν εκ της Ζαρας, οι λοιποί Σταυροφόροι προέβησαν εις την κατάληψιν της πόλεως δια λογαριασμόν των Βενετών αποκαλύπτοντες τοιουτοτρόπως το ηθικόν των ποιόν.

Η εκτροπή της Σταυροφορίας

Εις την Ζαραν της Δαλματίας κατέφθασεν ο νεαρός Αλέξιος Αγγελος υιός του εκθρονισθέντος Αυτοκράτορος Ισαακίου Β΄ Αγγέλου, ο οποίος είχεν εν τω μεταξύ δραπετεύσει εκ της φυλακής. Αρχικώς προσέφυγεν προς τον σύζυγον της αδελφής του Ειρήνης, Βασιλέα Φιλιππον τον Σουηβόν. Εκείνος ευρισκόμενος εις εμφύλιον διαμάχην με τον Οθωνα Μπρούνσουικ δεν ήτο θέσιν να τον βοηθήση εις την ανάκτησιν του θρόνου και τον παρέπεμψεν εις τούς Σταυροφόρους. Εγιναν όλαι αι αναγκαίαι συνεννοήσεις και ήδη προ της αφίξεως του Αλεξίου εις Ζαραν είχε επέλθει η συμφωνία δια την εκτροπήν της πορείας της Σταυροφορίας από τον αρχικόν της προορισμόν και αντί της Αιγύπτου να κατευθυνθή εις Κωνσταντινούπολιν.

Ο Αλέξιος Αγγελος υπεσχέθη τεράστια χρηματικά ποσά εις τούς Σταυροφόρους και στρατιωτικήν βοήθειαν δια την εξακολούθησιν του πολέμου κατά των μωαμεθανών. Εις τον Παπαν έταξεν την υποταγήν της Ανατολικής Εκκλησίας εις αυτόν. Εις τούς Βενετούς θα παρέδιδε το μονοπώλιον του εμπορίου εις την Ανατολήν. Ο Αλέξιος Αγγελος, δια να γίνη Αυτοκράτωρ εις την θέσιν του ομωνύμου θείου του, επώλησεν τα πάντα εις τούς Φράγκους. Ο πάπας απέστειλεν εις τούς Σταυροφόρους επιστολήν εις την οποίαν παρετήρει, ότι εις Κωνσταντινούπολιν πράγματι εγένοντο ένοχοι βαρυτάτων κατά της Εκκλησίας και του Θεού εγκλημάτων, ότι οι Ελληνες ηρνούντο πεισμόνως να αναγνωρίσουν την κυριαρχίαν της Ρωμης και ότι ο Αυτοκράτωρ Αλέξιος Γ΄ διέπραξεν τας δεινοτέρας βιαιοπραγίας κατά του αδελφού του και νομίμου κυρίου του θρόνου. « Αλλά», προσέθετεν «έργον υμών δεν είναι να τιμωρήσετε τας αμαρτίας ταύτας». Οπως αναφέρει ο Ιστορικός Παπαρηγόπουλος, «ο Δανδολος και ο Βονιφάτιος εννόησαν κάλιστα τι εσήμαινον αληθώς αι ποικίλαι αύται των λόγων του Ιννοκεντίου αντιφάσεις. Αφού ου μόνον ο Αλέξιος, αλλ' άπαντες οι Βυζαντινοί ήσαν άξιοι τιμωρίας και η τιμωρία αυτών δεν ήτο δυνατόν να λογισθή ως αμάρτημα, προέβησαν εις την εκτέλεσιν των βουλευμάτων αυτών. Οι ταναντία φρονούντες Σταυροφόροι, εγκαταλείποντες την επιχείρησιν, απήλθον εις τα ίδια».

Οι Σταυροφόροι εις την Κωνσταντινούπολιν

Τον Ιούνιον του 1203 οι Σταυροφόροι έφθασαν προ της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Γαλλος ιστορικός Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος περιγράφει τας πρώτας εντυπώσεις του· «Δεν ήτο δυνατόν εις όσους δεν είχον ίδη πριν την Κωνσταντινούπολιν να φαντασθούν, ότι υπήρχεν εις τον κόσμον τοσούτον οχυρά πόλις. Είδον τα υψηλά τείχη, τούς ισχυρούς πύργους οι οποίοι την περιέβαλλον, τα θαυμάσια ανάκτορα, τας ευμεγέθεις εκκλησίας, των οποίων ο αριθμός θα ήταν απίστευτος εις όσους δεν τας έβλεπον ιδίοις όμμασιν και εν γένει το μήκος και το πλάτος αυτής απεδείκνυον, ότι ήτο όντως η Βασιλεύουσα».

Οι Σταυροφόροι πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολιν. Ηρχισαν τας επιθέσεις αλλ' απεκρούοντο επιτυχώς. Εις μίαν επίθεσιν δια να καλύψουν την υποχώρησίν των πυρπόλησαν τας οικίας. Η Κωνσταντινούπολις ηδύνατο να ανθέξη εις την πολιορκίαν, πλην ο Αλέξιος Γ΄ δειλιάσας απέδρασεν εκ της Βασιλευούσης λάθρα λαμβάνων μετ' αυτού το θησαυροφυλάκιον...

Οι αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας, μόλις διεπίστωσαν την φυγήν του αναξίου Αλεξίου Γ΄, απελευθέρωσαν εκ της φυλακής τον τυφλόν Ισαάκιον Β΄ και ειδοποίησαν τον υιόν αυτού Αλέξιον και τούς Λατίνους. Οι Λατίνοι παρέμειναν στρατοπεδευμένοι έξω της πόλεως ενώ ο Αλέξιος εισήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν και εστέφθη Αυτοκράτωρ την 1ην Αυγούστου 1203. Ο στόχος είχε επιτευχθή. Τωρα έπρεπε ο Αυτοκράτωρ πλέον Αλέξιος Δ΄ Αγγελος να αποδώση εις τούς Λατίνους όσα είχε υποσχεθή. Ομως «ουκ αν λάβης παρά του μη έχοντος». Ο νέος Αυτοκράτωρ άδειασε το δημόσιον ταμείον της Αυτοκρατορίας απ' ο,τι είχε απομείνει και κατέβαλε εν μικρόν μόνον μέρος των οφειλομένων εις τούς Σταυροφόρους. Είπεν εις αυτούς να αναμένουν ως τον Μαρτιον του 1204, οπόταν με τας εισπράξεις των φόρων ήθελε τούς πληρώσει.

Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως

Η μακροχρόνιος παραμονή των Σταυροφόρων προεκάλεσε την δυσαρέσκειαν των υπηκόων του, οι οποίοι επανεστάτησαν και την νύκτα 28 προς 29 Ιανουαρίου τον εξεθρόνισαν, αναβιβάσαντες εις τον θρόνον τον συγγενή του Αλέξιον Δούκαν τον επονομαζόμενον Μούρτζουφλον, ο οποίος και εξετέλεσε τον προδότην εκθρονισθέντα Αλέξιον Δ΄. Ο Αλέξιος Ε΄, ήρχισε να επιδιορθώνη τας οχυρώσεις και να προετοιμάζεται δια πόλεμον. Οι Σταυροφόροι, ομοίως, βλέποντες ότι απώλεσαν κάθε ελπίδα εισπράξεως χρημάτων και υποδαυλιζόμενοι από τούς Λατίνους ιερείς, ητοιμάζοντο δια την επίθεσιν ίνα αφ' ενός εκδικηθούν τον θάνατον του Αλεξίου Δ΄, αφ' ετέρου να αναγκάσουν την Ανατολικήν Εκκλησίαν να υποταχθή εις την Δυτικήν (ήτο εκ των συμφωνηθέντων μετά του Αλεξίου Δ΄). Αι εχθροπραξίαι ήρχισαν την 9ην Απριλίου 1204.

Εις τας 13 Απριλίου 1204, έπειτα από σφοδρήν επίθεσιν και λόγω του ότι ο επίσης ανάξιος Αλέξιος Ε΄ την είχεν εγκαταλείψει μετά των αξιωματούχων του, οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολιν. Ελεηλάτουν και έκαιον επί τρεις ημέρας. Κατέστρεφον τα αγάλματα δια των οποίων ο Μ. Κωνσταντίνος είχε κοσμήσει την πόλιν.

Αλλά μεγαλυτέρα καταστροφή ήτο η απώλεια των χειρογράφων βιβλίων εκ των πλουσίων βιβλιοθηκών της Κωνσταντινουπόλεως. Από την καταστροφικήν μανίαν των βαρβάρων ελάχιστα βιβλία διεσώθησαν καθώς το μεγαλύτερον μέρος της μέχρι τότε διασωθείσης αρχαίας σοφίας ετροφοδότησεν τας πυρκαϊάς τας οποίας οι Σταυροφόροι ανήψαν.

Ο επίλογος

Οι Σταυροφόροι ενεθρόνισαν εις Κωνσταντινούπολιν Λατίνον Αυτοκράτορα, τον Βαλδουΐνον της Φλάνδρας και Λατίνον Πατριάρχην, τον Βενετόν Θωμάν Μοροζίνην. Επειτα διεμοίρασαν μεταξύ των τα εδάφη της Αυτοκρατορίας (Partitio Romaniae- η διανομή της Ρωμανίας). Μερος των εδαφών της Αυτοκρατορίας παρέμεινεν εις τον έλεγχον Ελλήνων ηγεμόνων. Επειτα από 60 έτη ο Αυτοκράτωρ της Νικαίας θα ανακτήση την Κωνσταντινούπολιν. Ομως η Αυτοκρατορία δεν θα αποκτήση πλέον την δύναμιν την οποίαν είχε πάλαι ποτέ. Παρ' όλα τα θανάσιμα τραύματά της θα εξακολουθήση να επιβιώνη δια δύο αιώνας ακόμη, πριν πέσει εις τας χείρας των εξ Ανατολών, πλέον, επιδρομέων. Οι Σταυροφόροι, οι οποίοι είχον ορκισθεί να αντιταχθούν εις τούς μωαμεθανούς, δια της επιδρομής των αυτής ήνοιξαν την θύραν δια την είσοδον των μωαμεθανών εις την Ευρώπην!

Τελος, δια τον ύπουλον ρόλον του Παπα, η μάλλον των παπών, αξίζει να αναφέρομεν ότι, όταν η Κωνσταντινούπολις ανεκτήθη το 1261 από τον Μιχαήλ Παλαιολόγον, ο πάπας Ουρβανός Δ΄ απεφάσισε την οργάνωσιν Σταυροφορίας δια την ανακατάληψιν της Πολεως από τούς Φράγκους, η οποία όμως δεν τελεσφόρησεν.

Επί Κλήμεντος Δ΄ πάπα Ρωμης, τον Μαϊον του 1267 εις την παπικήν κατοικίαν εις Vitenbo τής Ιταλίας, παρουσία του Παπα, υπεγράφησαν συμφωνίαι μεταξύ του Καρόλου Ανδεγαυού, Φράγκου ηγεμόνος της Σικελίας, του Βαλδουΐνου (εκδιωχθέντος Λατίνου «Αυτοκράτορος» Κωνσταντινουπόλεως) και του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουΐνου δια των οποίων ο Καρολος εδεσμεύετο να οργανώση «ιερόν πόλεμον» δια την ανακατάληψιν της Κωνσταντινουπόλεως από τούς «σχισματικούς Ελληνας, για να επαναφέρει το αποκεκομμένον αυτό μέλος εις το σώμα της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας»! Τα σχέδια ταύτα ανέτρεψεν η εξέγερσις του φίλου Σικελικού λαού, η γνωστή ως «Σικελικός Εσπερινός».

Δια τα εγκλήματα των τέκνων της παπικής εκκλησίας ο πάπας εζήτησεν (η μάλλον... έδωσεν) συγγνώμην. Παραμένει μέχρι σήμερον, όμως αναπάντητον το ερώτημα· δια τα εγκλήματα των Παπών, ποίος πρέπει να ζητήση συγγνώμην;