«Μετανάστες», «Απόδημοι», «Διασπορά»: ομοιότητες και διαφορές των εννοιών

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 10, 2009 7:3:32 PM

Εισαγωγη

Στην παρούσα εργασία εξετάζουμε τις ομοιότητες και διαφορές των εννοιών «Μετανάστες», «Απόδημοι» και «Διασπορά»[1]. Ουσιαστικά πρόκειται για έννοιες-κλειδιά για την κατανόηση του μεταναστευτικού φαινομένου. Η προσέγγιση που θα ακολουθήσουμε είναι η διεπιστημονική από κοινωνική, οικονομική-δημογραφική-γεωγραφική, ψυχολογική και πολιτική άποψη.

Οι πέντε ενότητες που ακολουθούν αντιστοιχούν στην εξέταση των βασικών παραγόντων, των μορφών, των αιτιών, των επιδράσεων και των τύπων του μεταναστευτικού φαινομένου, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στις τρεις έννοιες που μας ενδιαφέρουν. Ακόμη πρέπει να σημειώσουμε ότι το χρονικό πλαίσιο της εργασίας αυτής είναι από το 1895 μέχρι σήμερα και ότι αναφερόμαστε στους τρείς όρους κυρίως ως προς την Ελληνική τους διάσταση[2].

Α. Μεταναστες, Αποδημοι και Διασπορα ωσ Παραγοντες του Μεταναστευτικου Φαινομενου

Οι δρώντες παράγοντες που συντελούν στην διαμόρφωση του μεταναστευτικού φαινομένου είναι το ανθρώπινο δυναμικό (μετανάστες και απόδημοι) που μετακινείται και οι χώρες προελεύσεως και υποδοχής αλλά και οι διεθνείς οργανισμοί που οριοθετούν την μετακίνηση αυτή και την διαμόρφωση της Ελληνικής Διασποράς.

Μετανάστες, λοιπόν, ονομάζονται αυτοί που πρόσφατα έχουν αναχωρήσει από τις χώρες προελεύσεως και έχουν μεγάλη πιθανότητα επιστροφής Ο όρος υποδηλώνει πρώτη γενεά μετακινουμένου ανθρωπίνου δυναμικού. Απόδημοι θεωρούνται επίσης οι πρώτης γενεάς εγκατασταθέντες στην αλλοδαπή, αλλά επί μακρό χρονικό διάστημα και με περιορισμένες πιθανότητες παλιννοστήσεως. Απόδημοι λοιπόν θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι παλαιοί μετανάστες. Και οι δύο κατηγορίες, καθώς και οι απόγονοί τους, που ονομάζονται κατά κανόνα ομογενείς, αποτελούν μέλη της Ελληνικής διασποράς (Μουσούρου Α., 1991, σελ. 182).

Διασπορά, κατά τον Άρμστρονγκ ορίζεται ως «οποιαδήποτε εθνική συλλογικότητα που δεν έχει εθνική βάση μέσα μία δεδομένη οργανωμένη κοινωνία, αποτελεί δηλαδή μία σχετικά μικρή μειονότητα σε όλα τα τμήματά της» (Clogg R., 2004, σελ. 30). Για τον ορισμό της Διασποράς είναι ανάγκη να καθορίσουμε τα όρια αυτής της οργανωμένης κοινωνίας εντός της οποίας βρίσκεται αυτή η «εθνική συλλογικότητα» καθώς και αυτήν την ίδια την «εθνική συλλογικότητα» που αποτελεί μειονότητα. Αυτό το δεύτερο είναι οι ομάδες των Ελλήνων που ζουν έξω από τον Ελλαδικό χώρο, «στα ξένα». Γι’ αυτό ο Clogg ταυτίζει τον όρο «διασπορά» με το όρο «ξενιτιά» (Clogg R., 2004, σελ. 59).

Ποιοι όμως είναι αυτοί οι Έλληνες της Διασποράς; Όσοι κάτοικοι του Ελληνικού κράτους μετακινήθηκαν απλώς έξω από τα σύνορα; Μήπως όσοι από αυτούς είχαν την Ελληνική ιθαγένεια; Προφανώς όχι, διότι, για παράδειγμα, οι Έλληνες πολίτες που ανήκουν στην μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης και μετακινήθηκαν εκτός Ελλάδος δεν θεωρούν ότι ανήκουν στην Ελληνική διασπορά. Ομοίως και οι Εβραίοι της Ελλάδος που μετακινήθηκαν σε άλλες χώρες του κόσμου εκτός Ισραήλ και αισθάνονται μέλη της Εβραϊκής διασποράς και όχι της ελληνικής. Άρα στην Ελληνική διασπορά ανήκουν όσοι έχουν ελληνική συνείδηση. Όσοι αισθάνονται ότι ανήκουν στο Ελληνικό Έθνος. Όπως πολύ εύστοχα διετύπωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο συνέδριο της ειρήνης στις Βερσαλλίες: «Έλληνας είναι αυτός που θέλει να είναι Έλληνας, που νιώθει ότι είναι έλληνας και λέει ότι είναι Έλληνας» (Clogg R., 2004, σελ. 57). Το κριτήριο, λοιπόν, της εθνικότητος είναι η εθνική συνείδηση των μελών των διαφόρων εθνικών ή εθνοτικών μειονοτικών ομάδων. Στην ελληνική περίπτωση μιλάμε για εθνικές ομάδες διότι υπάρχει (τουλάχιστον) ένα οργανωμένο σε κράτος εθνικό κέντρο (υπάρχει ακόμη ένα κράτος – εθνικό κέντρο του Ελληνισμού, η Κύπρος). Εξειδικεύοντας το ορισμό θα μπορούσαμε να πούμε ότι Ελληνισμός της Διασποράς θεωρείται το σύνολο των ανθρώπων που αισθάνονται ότι είναι Έλληνες και διαμένουν εκτός της Ελλάδας και της Κύπρου περισσότερο από ένα έτος. Αυτοί, είτε μπορεί να αποδήμησαν από την Ελλάδα ή τον ευρύτερο χώρο της «καθ’ ημάς Ανατολής», είτε αποτελούν ιστορική μειονότητα της «χώρας υποδοχής» και διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με το εθνικό κέντρο. Στην έννοια της Ελληνικής Διασποράς συμπεριλαμβάνονται τόσο οι μετανάστες, όσο και οι απόδημοι και οι ομογενείς. (Κόντης Α. - Φακιολάς Ρ., 2002, σελ. 26-27 και Clogg R., 2004, σελ. 40).

Χώρες προελεύσεως λοιπόν μπορούν να είναι τα κράτη της Ελλάδος και της Κύπρου (τα εθνικά κέντρα) ή και ο ευρύτερος χώρος της «καθ’ ημάς Ανατολής» ή ακόμη και άλλα κράτη στα οποία είχαν εγκατασταθεί Έλληνες απόδημοι πρωτύτερα. Χώρες «υποδοχής» ονομάζονται όλα τα άλλα κράτη εκτός της Ελλάδος και της Κύπρου, αν και ορισμένα από αυτά λέγονται έτσι καταχρηστικώς (όπως λ.χ. η Αλβανία και Τουρκία) διότι οι Έλληνες που βρίσκονται εκεί δεν μετακινήθηκαν προς αυτές τις χώρες αλλά παρέμειναν στις πατρογονικές τους εστίες που όμως για ιστορικούς λόγους βρέθηκαν εκτός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους[3]. Τον τελευταίο καιρό οι Έλληνες των άλλων –εκτός της Ελλάδος και της Κύπρου- κρατών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως τείνουν να μη θεωρούνται Έλληνες της Διασποράς καθώς δεν θεωρούνται ξένοι, αλλά ισότιμοι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Χασιώτης Ι., 1993, σελ. 40).

Β. Μεταναστευση, Αποδημια και διαμορφωση της Ελληνικης διασπορασ

Οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται το μεταναστευτικό φαινόμενο είναι αυτές της μεταναστεύσεως και της αποδημίας. Ως απλή μετανάστευση ορίζουμε την βραχυχρόνια (αλλά πάντως πέραν του ενός έτους) εγκατάσταση του μετανάστη στην χώρα υποδοχής με σκοπό την επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου μεταναστευτικού στόχου, όπως λ.χ. η συγκέντρωση ενός χρηματικού κεφαλαίου για την έναρξη κάποιας εργασίας στην πατρίδα, ή την οικοδομή ιδιόκτητης κατοικίας, ή την προικοδότηση αδελφών. Μετά την επίτευξη του σκοπού αυτού ο μετανάστης επιστρέφει μονίμως στην χώρα καταγωγής του. Κατά την διάρκεια της διαμονής του στην χώρα υποδοχής, ο μετανάστης δεν θεωρεί σημαντικό να αναπτύξει σχέσεις με την χώρα αυτή και να ενσωματωθεί στην κοινωνία της (Μουσούρου Α., 1991, σελ. 182 και Κόντης Α. - Φακιολάς Ρ., 2002, σελ. 32).

Η μορφή της αποδημίας είναι η μετανάστευση, αλλά επί μακρό χρονικό διάστημα και δίχως μεγάλη προοπτική επαναπατρισμού. Οι απόδημοι Έλληνες αναπτύσσουν δεσμούς κοινωνικούς και οικονομικούς με την χώρα υποδοχής, ενσωματώνονται στον κοινωνικό της ιστό, αλλά δεν αφομοιώνονται, διότι διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με το εθνικό κέντρο.

Ενσωματωμένοι στην κοινωνία των χωρών υποδοχής παραμένουν συνήθως και οι απόγονοι των μεταναστών και των αποδήμων που επιλέγουν να παραμείνουν στην χώρα υποδοχής, δίχως να διακόπτουν τους δεσμούς τους με το εθνικό κέντρο. Δηλαδή, οι λεγόμενοι μετανάστες δεύτερης, τρίτης κ.λπ. γενεάς που διατηρούν ή και ανανεώνουν (με συχνές επισκέψεις στην Ελλάδα ή με την ενεργό συμμετοχή τους στις εκδηλώσεις της ομογενείας) τον σύνδεσμο με το εθνικό κέντρο. Αυτοί, καθώς και τα μέλη των ιστορικών μειονοτήτων του Ελληνισμού που αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα (και πάντως μετά την οριστική διαμόρφωση των συνόρων του Ελληνικού κράτους μετά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων), συνιστούν την μορφή του Ελληνισμού της Διασποράς. (Χασιώτης Ι., 1993, σελ. 21) Όσοι από αυτούς που προαναφέρθηκαν επιλέξουν την εξασθένηση των δεσμών με το εθνικό κέντρο, αυτοί αφομοιώνονται από τις χώρες υποδοχής και παύουν να αποτελούν μέλη της Ελληνικής Διασποράς.

Γ. Τα Αιτια του Μεταναστευτικου Φαινομενου

Οι λόγοι εξ αιτίας των οποίων οι άνθρωποι και ειδικότερα οι Έλληνες εκπατρίζονταν για γίνουν μετανάστες ή απόδημοι μέλη της Ελληνικής Διασποράς, ήταν είτε ισχυροί απωθητικοί παράγοντες από την πατρίδα, είτε ιδιαίτερα ελκυστικοί από τις χώρες υποδοχής. Οι απωθητικοί παράγοντες μπορεί να είναι οικονομικοί (ανεργία, κακές συνθήκες στην αγορά εργασίας), οπότε προκαλούν την λεγόμενη οικονομική μετανάστευση, ή πολιτικοί, οπότε δημιουργούν κύμα προσφύγων[4], ή κοινωνικοί οι οποίοι είναι δυνατόν να προκαλέσουν και τα δύο είδη μεταναστεύσεως. Πολλοί από τους Έλληνες που βρέθηκαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση προέρχονται από πρόσφυγες που είχαν εγκλωβιστεί στην Τσαρική Ρωσία πριν την Μικρασιατική Καταστροφή, ή αριστεροί πολιτικοί πρόσφυγες που κατέφυγαν εκεί και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο (Clogg R., 2004, σελ. 48-49, 54-55).

Στην Ελλάδα το πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους δημιουργήθηκε κατά την δεκαετία του 1890 εξ αιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης και διήρκεσε μέχρι το 1912. Το μεταναστευτικό εκείνο ρεύμα είχε κατεύθυνση την Αμερική (Η.Π.Α.). Το δεύτερο και πάλι λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής, εμφανίζεται κατά την δεκαετία του 1920, και κατευθύνεται προς την Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Αυστραλία. Ένα τρίτο κύμα μεταναστεύσεως εμφανίζεται μετά την λήξη του εμφυλίου πολέμου με αίτια οικονομικά και κοινωνικά και κατευθύνεται προς Η.Π.Α. Καναδά, Αυστραλία και τις ευρωπαϊκές χώρες (κυρίως προς την Γερμανία οι οικονομικοί μετανάστες και προς την Ανατολική Ευρώπη οι πολιτικοί πρόσφυγες). Στις ημέρες μας δεν υπάρχει πλέον μεταναστευτικό ρεύμα, διότι είναι τόσο μικρό που εξισορροπείται από το φαινόμενο της παλιννοστήσεως (Clogg R., 2004, σελ. 50, ).

Οι περισσότεροι μετανάστες κινήθηκαν προς τις χώρες υποδοχής για λόγους οικονομικούς, ή και εξ’ αιτίας συνδυασμού οικονομικών με κοινωνικο-πολιτικών παραγόντων. Βέβαια η μετακίνηση αυτή συμβαίνει μόνον όταν ο αποδημών θεωρεί ότι οι κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες στις χώρες προς τις οποίες μετακινείται είναι καλύτερες απ’ ότι στις χώρες προελεύσεως (Κόντης Α. - Φακιολάς Ρ., 2002, σελ. 30-31).

Δ. Οι Επιδρασεις στο Μεταναστευτικο Φαινομενο

Οι διάφορες Κυβερνήσεις επιχειρούν να επηρεάσουν το μεταναστευτικό φαινόμενο με την μεταναστευτική τους πολιτική. Η Ελληνική Κυβέρνηση προσπαθεί συνεπώς να ασκήσει επιρροή στην Ελληνική Διασπορά με διάφορα μέσα. Αυτό κυρίως γίνεται με νομοθετικές πρωτοβουλίες και υιοθέτηση διαφόρων πολιτικών τακτικών. Η πολιτική αυτή ποικίλει ανάλογα με την χρονική περίοδο στη οποία αναφερόμαστε. Ως το 1922 η πολιτική του Ελληνικού Κράτους προς τους εκτός Ελλάδος Έλληνες αποσκοπούσε στην συμπαράσταση των αλύτρωτων Ελλήνων και στην ευόδωση των προσπαθειών τους για ένωση με την Ελλάδα στα πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή η Ελληνική πολιτική επαναπροσδιορίζεται (όπως αναφέρει ο Κιτρομηλίδης) με στόχο την «διασφάλιση της ακεραιότητας και εθνικής επιβίωσης του εκτός Ελλάδος ελληνισμού μέσω της διπλωματίας και των καλών σχέσεων με τις δυνάμεις που ασκούσαν κυριαρχικά δικαιώματα στις ιστορικές κοιτίδες, όπου είχε επιβιώσει ο ελληνισμός έξω από το Ελληνικό κράτος» (Μουσούρος Α., 1991, σελ. 182-183).

Κατά την περίοδο 1953-1973 η ελληνική μεταναστευτική πολιτική μπορεί να χαρακτηρισθεί πολιτική αποδημίας. Δηλαδή αποσκοπούσε στη ρύθμιση των προϋποθέσεων για την ομαλή διαδικασία της μετανάστευσης των Ελλήνων και την διευκόλυνση της προσαρμογής τους στους στις χώρες υποδοχής. Η επόμενη περίοδος (1973-1983), χαρακτηρίζεται από την διευκόλυνση της παλιννόστησης των Ελλήνων μεταναστών που επιθυμούσαν την επιστροφή τους. Κατά την περίοδο 1983-1995/6, η ελλαδική πολιτική σε αυτό το θέμα μπορεί να θεωρηθεί πολιτική παλιννόστησης και πολιτική διασποράς ταυτοχρόνως, καθώς αποβλέπει τόσο στην διευκόλυνση της επιστροφής όσων Ελλήνων της Διασποράς το επιθυμούν, αλλά και στην καλύτερη ενσωμάτωση όσων από αυτούς επιθυμούν να παραμείνουν στις χώρες υποδοχής (πολιτική διασποράς). Πολιτική διασποράς κυρίως μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή που ακολουθείται κατά τα τελευταία χρόνια (1995/6-σήμερα) (Κόντης Α, 2007, σελ 14-15).

Μπορούμε να πούμε ότι δύο κύριους στόχους είχε και έχει η ελληνική μεταναστευτική πολιτική: α) να τονώσει τη σύσφιξη των σχέσεων της Ελληνικής Διασποράς με το εθνικό κέντρο, δηλαδή την Ελλάδα[5] και β) να στηρίξει του Έλληνες της Διασποράς ώστε να ευημερούν και να ζουν αρμονικά στις χώρες υποδοχής. Με την διπλή αυτή πολιτική το εθνικό κέντρο αποβλέπει στην λειτουργία του Ελληνισμού της Διασποράς «ως συμμάχου της χώρας», όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανέφερε στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβερνήσεώς του το 1990. Η ενεργοποίηση του λεγομένου ελληνικού λόμπυ για τον επηρεασμό της αμερικανικής πολιτικής υπέρ των ελληνικών συμφερόντων μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα (Μουσούρος Α., 1991, σελ. 182-184).

Η επιδίωξη της διατηρήσεως της ελληνικής συνειδήσεως των Ελλήνων της Διασποράς επιτυγχάνεται με μία σειρά από μέτρα και πολιτικές για την οργάνωση της Ελληνικής Διασποράς και για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ιδρύεται η Γενική Γραμματεία Αποδήμου Ελληνισμού και αργότερα, στην δεκαετία του 1990, θεσμοθετείται το Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού ως Μη Κυβερνητική Οργάνωση. Σημαντική εξέλιξη είναι, ακόμη, η θεσμοθέτηση της ψήφου των Ελλήνων της Διασποράς στις εθνικές εκλογές, κατά την τροποποίηση του Συντάγματος το 2001. Ακόμη με την αποστολή εκπαιδευτικών στα σχολεία της διασπορά και την έκδοση καταλλήλου εκπαιδευτικού υλικού το Ελληνικό κράτος μεριμνά για την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας. Η πολιτική του ελληνικού κράτους επεκτείνεται και στην υιοθέτηση καταλλήλων μέτρων για την ενίσχυση των οικονομικών δεσμών των Ελλήνων της Διασποράς με το Εθνικό κέντρο και την λήψη μέτρων στον κοινωνικό και το πολιτιστικό τομέα, με σκοπό αφ’ ενός την τόνωση της εθνικής συνειδήσεως των Ελλήνων της διασποράς και αφ’ ετέρου στην ευημερία τους στους τόπους διαμονής τους, αλλά και στην παλιννόστηση όσων επιθυμούν. (Κόντης Α, 2007, σελ. 16-22).

Ε. Μεταναστευτικοι Τυποι

Οι μεταναστευτικοί τύποι αναφέρονται στη σχέση των μελών της διασποράς τόσο με την χώρα προελεύσεως όσο και με την χώρα υποδοχής, αλλά σε συνδυασμό και με τον παράγοντα του χρόνου παραμονής στην χώρα υποδοχής. Η πλοκή των παραγόντων αυτών δίδει τέσσερις μεταναστευτικούς τύπους.

Κατά τον μεταναστευτικό τύπο της προσωρινής μεταναστεύσεως, ο εκπατριζόμενος επιτυγχάνει τον μεταναστευτικό του στόχο (λ.χ. συγκεντρώνει κάποιο χρηματικό κεφάλαιο) μέσα σε λίγα έτη και επιστρέφει στην πατρίδα με την οποία πάντοτε διατηρούσε πολύ ισχυρούς δεσμούς. Η δεσμοί με την χώρα υποδοχής ήταν ασθενείς. Αυτός ονομάζεται κυρίως μετανάστης (Κόντης Α., 2007, σελ. 3-4).

Ο τύπος της διεθνοτικής ή διακρατικής μεταναστεύσεως, είναι αποτέ­λεσμα της παγκοσμιοποιήσεως και ο εκπατριζόμενος αναπτύσσει ισχυρούς δεσμούς με την χώρα υποδοχής, ενώ ταυτοχρόνως διατηρεί επίσης ισχυρούς δεσμούς με την χώρα προελεύσεως. Αυτός ο μετανάστης μπορεί να μένει απροσδιόριστο χρονικό διάστημα τόσο στο ένα κράτος όσο και στο άλλο και έχει αναπτύξει έναν ιδιότυπο χαρακτήρα συμπεριφοράς, υιοθετώντας πολιτισμικά στοιχεία και από τις δύο χώρες. Πρόκειται για τον διεθνοτικό μετανάστη που δεν αποτελεί χαρακτηριστικό τύπο στις περιπτώσεις των Ελλήνων μεταναστών (Κόντης Α, 2007, σελ 3-5).

Κατά τον τύπο της αφομοιώσεως, ο μετανάστης εγκαθίσταται μονίμως στην χώρα υποδοχής ή είναι απόγονος μεταναστών ή μέλος ιστορικής μειονότητας που είχε σχηματισθεί στην συγκεκριμένη χώρα του εξωτερικού και ο οποίος δεν διατηρεί καθόλου, ή ίσως πολύ ασθενείς δεσμούς με το εθνικό κέντρο. Αυτός ο τύπος δεν ανήκει πλέον στην διασπορά, αλλά έχει αφομοιωθεί πλήρως από την χώρα υποδοχής με την οποία έχει αναπτύξει ισχυρούς οικονομικούς και συναισθηματικούς δεσμούς. (Κόντης Α, 2007, σελ 4).

Τέλος, ο μεταναστευτικός τύπος της διασποράς, ο αποδημήσας εγκαθίσταται μονίμως στην χώρα υποδοχής, αλλά διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με την χώρα προελεύσεως και τα στοιχεία της ιδιαίτερης εθνικής του ταυτότητας. (Στο ίδιο, σελ. 4-5). Αυτός ο τύπος περιλαμβάνει τους αποδήμους και τους ομογενείς, απογόνους μεταναστών ή αποδήμων που έχουν ενσωματωθεί στην χώρα υποδοχής δίχως να έχουν αφομοιωθεί από αυτήν. Αυτός ο μεταναστευτικός τύπος είναι ο πλέον αντιπροσωπευτικός της ελληνικής πραγματικότητας κατά τις παρούσες συνθήκες (Κόντης Α. - Φακιολάς Ρ., 2002, σελ. 34).

Συμπερασματα

Μετανάστης είναι αυτός που ξενιτεύτηκε πρόσφατα και έχει μεγάλη πιθανότητα παλιννοστήσεως. Απόδημος, αυτός που για μακρό χρονικό διάστημα παραμένει στην χώρα υποδοχής και δεν προτίθεται -συνήθως- να επιστρέψει. Οι απόγονοι και των δύο που παραμένουν στο εξωτερικό λέγονται ομογενείς. Ομοίως και τα μέλη των ιστορικών μειονοτήτων (οι αλύτρωτοι Έλληνες). Όλες οι παραπάνω κατηγορίες συναποτελούν τον Ελληνισμό της Διασποράς. Χώρες προελεύσεως θεωρούνται όλες οι χώρες της καθ’ ημάς Ανατολής και όχι μόνο η Ελλάδα και η Κύπρος και χώρες υποδοχής όλες οι χώρες εκτός Ελλάδος και Κύπρου. Τον τελευταίο καιρό η Ευρωπαϊκή Ένωση τείνει να θεωρείται ως χώρα προελεύσεως.

Η μετανάστευση και η αποδημία και η ομαλή ενσωμάτωση των αποδήμων τροφοδοτούν τον Ελληνισμό της Διασποράς. Η αφομοίωση αποστερεί την Ελληνισμό της Διασποράς από ανθρώπινο δυναμικό. Κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά είναι τα αίτια που προξενούν την μετανάστευση και την αποδημία προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβιώσεως και συνεπώς την συγκρότηση του Ελληνισμού της Διασποράς.

Το Ελληνικό κράτος υιοθετεί κατάλληλες οργανωτικές, εκπαιδευτικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές τακτικές για να διατηρήσει ακμαίο το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων της Διασποράς αλλά και να εξασφαλίσει την ευημερία τους στις χώρες μονίμου εγκαταστάσεώς τους.

Οι μεταναστευτικοί τύποι είναι τέσσερις: ο τύπος της προσωρινής μεταναστεύσεως, αυτός της διεθνοτικής μεταναστεύσεως, ο τύπος της αφομοιώσεως και αυτός της διασποράς που είναι τώρα ο πιο αντιπροσωπευτικός της Ελληνικής πραγματικότητας κατά τα τελευταία έτη.

Βιβλιογραφια

1. Κόντης Α. - Φακιολάς Ρ.: «Εννοιολογικές αποσαφηνίσεις» στο Βογαζιανός- Ρόυ Στ. κ..α., Ελληνισμός της Διασποράς, τμ Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002, τμ Α΄, σελ. 19-39.

2. Κόντης Α.: Από την μετανάστευση στη διασπορά (μελέτη υπό δημοσίευση), 2007.

3. Μουσούρου Α.: Μετανάστευση και Μεταναστευτική Πολιτική στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, Κοινωνική και Ανθρωπολογική Βιβλιοθήκη, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1991.

4. Χασιώτης Ι.: Επισκόπηση της ιστορίας της Νεοελληνικής Διασποράς, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993.

5. Clogg R.: «Η Ελληνική Διασπορά: Το ιστορικό πλαίσιο» στο Η Ελληνική Διασπορά στον 20ο αιώνα, Clogg R (επιμ.), Μετάφραση Μαρίνα Φράγκου, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004.

[1] Αν και οι όροι συνήθως εναλλάσσονται από την ελληνική διοίκηση, σε αυτήν την εργασία τους διακρίνουμε όπως εξηγούμε στην συνέχεια.

[2] Ελληνική Διασπορά, μετανάστευση και αποδημία.

[3] Τα μέλη των ιστορικών μειονοτήτων όπως οι Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως και οι Βορειοηπειρώτες, ακριβώς για τον λόγο αυτό, το ότι δεν μετακινήθηκαν ποτέ από τις πατρογονικές τους εστίες, δεν συμπεριλαμβάνονται στην Ελληνική Διασπορά από κάποιους (Χασιώτης Ι., 1993, σελ. 29-33 και Clogg R., 2004, σελ. 39) ενώ άλλοι την συμπεριλαμβάνουν (Κόντης Α. - Φακιολάς Ρ., 2002, σελ. 27). Στην παρούσα εργασία τασσόμαστε με την δεύτερη εκδοχή.

[4] Πρόσφυγες θεωρούνται όσοι εξαναγκάστηκαν να εκπατρισθούν λόγω δικαιολογημένου φόβου διώξεως εξ αιτίας της καταγωγής τους, των θρησκευτικών ή πολιτικών τους πεποιθήσεων κ.λπ. (Κόντης Α. - Φακιολάς Ρ., 2002, σελ. 30)

[5] Σε αυτήν κυρίως αναφερόμαστε στην παρούσα εργασία. Βεβαίως παρόμοια ισχύουν και για την κυβέρνηση της Κύπρου.

a