Το Θεολογικό καί Κανονικό Έργο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου

Ημερομηνία δημοσίευσης: Feb 28, 2010 9:28:12 PM

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το έργο της τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου από θεολογικής απόψεως είναι το κλειδί για την ορθή κατανόηση του Χριστολογικού δόγματος. Είναι η συμπλήρωση του έργου της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου στον τομέα αυτό, αλλά ταυτόχρονα έθεσε τις βάσεις για την περαιτέρω αποσαφήνιση του Χριστολογικού δόγματος στις Ε΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικές Συνόδους. Ως συμπλήρωση του έργου της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου θεωρείται διότι διεσάφισε πλήρως τον τρόπο της σχέσεως των δύο φύσεων, στον Χριστό: Δύο φύσεις ενωμένες ατρέπτως, αναλλοιώτως και ασυγχύτως σε ένα πρόσωπο (υπόσταση). Ως θεμέλιο για την Ε΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικές Συνόδους χαρακτηρίζεται διότι: Η μεν πρώτη υπογράμμισε το ενιαίο του προσώπου του Θεανθρώπου, η δε δεύτερη ότι η διάκριση των δύο φύσεων (Θείας και ανθρώπινης) στον Χριστό έχει ως φυσική συνέπεια την διάκριση δύο θελημάτων και ενεργειών.

Από κανονικής απόψεως, η Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος εξέδωσε 30 κανόνες, από τους οποίους εξαιρετικής σημασίας θεωρείται ο 28ος, καθώς αναβάθμισε το κύρος του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο, όπως θα δούμε στο οικείο κεφάλαιο, ενισχύθηκε και από τον 9ο και 17ο κανόνα.

Η Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε το 451, δηλαδή, μόλις είκοσι χρόνια μετά την Τρίτη, στην Χαλκηδόνα, την πόλη που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, στην Ασιατική ακτή. Συνεκλήθη δε, από τους αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία. Πρόεδρος της Συνόδου, ήταν οι αντιπρόσωποι του Πάπα Ρώμης Λέοντος, επίσκοποι Πασχασίνος, Λουκέντιος και Ιουλιανός (ενώ την παπική αντιπροσωπεία συνεπλήρωναν και οι πρεσβύτεροι Βονιφάτιος και Βασίλειος) ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος, ήταν συμπρόεδρος της Συνόδου μαζί με πολυμελή αντιπροσωπεία του Αυτοκράτορος. Υπήρξε δε η πολυπληθέστερη από τις Οικουμενικές Συνόδους, καθώς έλαβαν μέρος σε αυτήν 630 περίπου Πατέρες (Ι. Καρμίρη, «Τα Συμβολικά και Δογματικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τόμος Ι., σελ. 157).

Οι Συνεδριάσεις της Συνόδου, έγιναν μέσα στο «μαρτύριο», δηλαδή τον ιερό ναό ο οποίος ήταν αφιερωμένος στην Μεγαλομάρτυρα Ευφημία. Κάθε έτος μάλιστα εορτάζουμε και ένα θαύμα (βλ. Θρησκ. και Ηθική εγκυκλ. τομ. Ε., στ. 1112) της Αγίας Ευφημίας, στης 11 Ιουλίου το οποίο ενήργησε η Αγία κατά την διάρκεια των εργασιών αυτής της Συνόδου. Μέσα στην Βασιλική της Αγίας Ευφημίας φυλασσόταν το τίμιο λείψανο της Αγίας. Όταν συνήχθησαν οι επίσκοποι που έλαβαν μέρος στην Σύνοδο, έγραψαν το Ορθόδοξο δόγμα σε έναν τόμο και το δόγμα του Μονοφυσιτισμού σε έναν άλλο. Τοποθέτησαν και τους δύο τόμους μέσα στην θήκη των λειψάνων της Αγίας και εσφράγισαν την λειψανοθήκη. Έπειτα από ορισμένες ημέρες και κατόπιν προσευχής, άνοιξαν την θήκη και βρήκαν τον τόμο των Ορθοδόξων στην αγκαλιά της Αγίας και τον τόμο των Μονοφυσιτών, στα πόδια. Γι' αυτό και ψάλλουμε την ημέρα της εορτής της, στο απολυτίκιο της Αγίας Ευφημίας: «Λίαν εύφρανας τους Ορθοδόξους και κατήσχυνας τους κακοδόξους…».

Στην παρούσα εργασία, θα προταχθεί μια εισαγωγή όπου θα γίνεται αναφορά στο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο συνήλθε η Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος όπου θα γίνει περιγραφή των προηγηθέντων γεγονότων καθώς και των προσώπων που πρωταγωνίσθησαν σ' αυτήν.

Στη συνέχεια θα γίνει αναφορά στο θεολογικό και το Κανονικό έργο της Συνόδου αυτής σε δύο αντίστοιχες ενότητες.

Τέλος θα γίνει αναφορά στην μετά την Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδο, δημιουργηθείσα κατάσταση.

Εισαγωγή

Η Καταδίκη του Νεστορίου από την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο δεν στάθηκε δυνατή να κατασιγάσει την έριδα περί των δύο φύσεων του Χριστού. Αποδίδονται ως πιθανά βαθύτερα αίτια της εξακολούθησης της διαμάχης μια πιθανή διαφορά αντιλήψεως των δύο πρωτοστατουσών θεολογικών τάσεων, της Αλεξανδρινής και της Αντιοχιανής (Α. Αλιβιζάτου, «Οι Ι. Κανόνες», σελ. 54). Άλλοι αποδίδουν την διαμάχη στην προσπάθεια για επιβολή της υπεροχής κάποιου πατριαρχικού θρόνου έναντι των άλλων. («ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» τόμος Ζ΄, σελ. 113). Ακόμη, υπάρχει και η εκδοχή ότι την διαμάχη συντήρησε η μυστικιστική τάση που είχαν οι Αιγύπτιοι Μοναχοί, η οποία τους οδήγησε στον μονοφυσιτισμό (Β. Στεφανίδου, «Εκκλησιαστική Ιστορία», σελ. 200). Πάντως, όποια και αν ήταν τα βαθύτερα αίτια, σημασία έχει ότι η διαμάχη για το Χριστολογικό Δόγμα συνεχίσθηκε.

Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας

Από τους κύριους πρωταγωνιστές της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου, ο Άγιος Κύριλλος έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από διαφόρους αιρετικούς (Μονοφυσίτες, Μονοθελήτες, Μονοενεργήτες κ.ά.) εξ' αιτίας του ορισμού: «Μιά φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη». Η έκφραση αυτή ανήκει στον Απολλινάριο («ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος Ζ΄, σελ. 411) αποδιδόμενη ψευδεπιγράφως στον Άγιο Αθανάσιο, την οποία υιοθέτησε ο Άγιος Κύριλλος, προσδίδοντας όμως σ' αυτήν Ορθόδοξο περιεχόμενο. Η έκφραση αυτή είναι δυνατόν να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Ο Άγιος Κύριλλος αναγκαζόταν να δίδει εξηγήσεις με σειρά επιστολών, όπου ερμηνεύει με Ορθόδοξο τρόπο τον ορισμό: «Ἐπειδή δέ πάντες οἱ ἐκ τῆς Ἀνατολῆς νομίζουσιν ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους ταίς Ἀπολλιναρίου δόξαις ἀκολουθείν καί φρονείν ὅτι σύγκρασις ἐγένετο ἤ σύγχυσις (τοιαύταις γάρ καί αὐτοί κέχρηνται φωναίς), ὡς τοῦ Θεοῦ Λόγου μεταβεβληκότος εἰς φύσιν σαρκός καί τῆς σαρκός τραπείσης εἰς φύσιν θεότητος, συνεχωρήσαμε αὐτοῖς οὐ διελείν εἰς δυό τόν ἕνα Χριστόν…, ἀλλά ὁμολογῆσαι μόνο ὅτι οὔτε σύγχυσις ἐγένετο, οὔτε σύγκρασις, ἀλλ' ἡ μέν σάρξ, σάρξ ἤν, ὡς ἐκ γυναικός ληφθεῖσα, ὁ δέ Λόγος, ὡς ἐκ Πατρός γεννηθεῖς, Λόγος ἤν…» (P. G. 77, 225) και «Εἰ μέν γάρ μίαν εἰπόντες τήν φύσιν τοῦ Λόγου σεσιγήκαμεν, οὐκ ἐπενεγκότες τό σεσαρκωμένην, ἀλλ' οἷον ἔξω θέντες τήν οἰκονομίαν, ἤν αὐτοῖς τάχα πού καί οὐκ ἀπίθανος ὁ λόγος… τοῦ γάρ ἐκβάλλοντος τήν οἰκονομίαν καί ἀρνουμένου τήν σάρκωσιν ἤν τό ἐγκαλεῖσθαι δικαίως, ἀφαιρουμένου τόν Υἱόν τῆς τελείας ἀνθρωπότητος…» (P.G. 77, 244)[1].

Ώστε λοιπόν ο Άγιος Κύριλλος έχει ορθοδοξότατο το φρόνημα. Μέχρι εδώ η διαμάχη περιορίζεται σε ανταλλαγή επιστολών και παροχή εξηγήσεων. Ο θάνατος όμως του Ιωάννη Αντιοχείας (442), του Κυρίλλου Αλεξανδρείας (444) και του Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως (446) γίνονται αφορμή για αναζωπύρωση της έριδας μεταξύ ακραίων οπαδών της Αλεξανδρινής και της Αντιοχιανής παραδόσεως. Οι διάδοχοι τους δεν είχαν την ίδια τακτική για ειρηνική διευθέτηση των διαφωνιών. Ιδίως, ο διάδοχος του Αγίου Κυρίλλου στον θρόνο της Αλεξανδρείας, Διόσκορος.

Ο Διόσκορος

Ήταν ο διάκονος του Αγίου Κυρίλλου και τον διαδέχθηκε μετά τον θάνατο του δευτέρου, το 444. Απότομος και αυταρχικός χαρακτήρας, δεν μιμήθηκε τον προκάτοχό του. Αμέσως μόλις ανέλαβε την αρχιερατεία του κατεδίωξε όλους τους συγγενείς και φίλους του Αγίου Κυρίλλου. Άλλους καθήρεσε, άλλους εξόρισε, κακοποίησε ή και φόνευσε ακόμη[2]. Επώνυμες καταγγελίες για τα εγκλήματα του αυτά φαίνονται στα πρακτικά της τρίτης συνεδριάσεως της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ο Διόσκορος αρεσκόταν να αποκαλεί τον εαυτό του διάδοχο του Ευαγγελιστού Μάρκου και χρησιμοποιούσε τους τίτλους «Δεσπότης της Οικουμένης» και «Οικουμενικός Αρχιεπίσκοπος"[3]. Ανέλαβε την υπεράσπιση του Ευτυχούς και προήδρευσε της Ληστρικής Συνόδου της Εφέσου, το 449. Ο Διόσκορος τυγχάνει μεγάλης εκτιμήσεως και τιμάται ως άγιος από τους Κόπτες μέχρι σήμερα.

Ο Ευτυχής

Ήταν αρχιμανδρίτης στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικώς αγωνίσθηκε στο πλευρό του Αγίου Κυρίλλου κατά του Νεστοριανισμού. Όμως βασιζόμενος σε δικά του «λογικά» συμπεράσματα[4], οδηγήθηκε στο άλλο άκρο, δηλαδή στην αίρεση του Μονοφυσιτισμού και μάλιστα στην πιο ακραία του μορφή.

Δίδασκε ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε τελείως από την θεία και συγχωνεύτηκαν οι δύο σε μια φύση. Έτσι μετά την ένωση, παραδεχόταν, μια φύση στον Χριστό[5]. «Τάς γάρ δυό φύσεις τῆς θεότητος καί τῆς ἀνθρωπότητος μετά τήν ἔνωσιν συγκραθῆναι καί εἰς μίαν ἀποτελεσθῆναι φύσιν ἀσεβῶς ἐδογμάτιζεν ὡς καί τή θεότητι προσαρμόζειν τά πάθη»[6].

Έλεγε: «Ὁμολογῶ ἐκ δυό φύσεων γεγενῆσθαι τόν Κύριον πρό τῆς ἐνώσεως, μετά δέ τήν ἔνωσιν μίαν φύσιν ὁμολογῶ»[7] και «Τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀνθρώπινον, ἀλλ' οὐχ ὁμοούσιον ἠμίν, ἐπειδή οἶδα αὐτόν Θεόν ἡμῶν»[8]. Ο Ευτυχής είχε την κάλυψη και την προστασία του πανισχύρου ευνούχου Χρυσαφίου. Ο Χρυσάφιος ασκούσε καθήκοντα Πρωθυπουργού της Αυτοκρατορίας και αποκαλούσε τον Ευτυχή «Πνευματικό του πατέρα»[9].

Η Καταδίκη του Ευτυχούς

Ο Αντιοχείας Δόμνος με επιστολή του στον αυτοκράτορα επισημαίνει την εκτροπή του Ευτυχούς προς τον Μονοφυσιτισμό. Επίσημη καταγγελία κατά του Ευτυχούς έκανε και ο Δορυλαίου Ευσέβειος, επωφελούμενος τη σύγκληση μιας Ενδημούσας Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, το 448. Ο Ευτυχής ιστάμενος ενώπιον της Συνόδου αυτής απροκάλυπτα ομολόγησε το αιρετικό του φρόνημα: «ὁμολογῶ ἐκ δυό φύσεων γεγενῆσθαι τόν Κύριον ἡμῶν πρό τῆς ἐνώσεως, μετά δέ τήν ἔνωσιν μίαν φύσιν ὁμολογῶ».

Η Σύνοδος τον καθήρεσε από την ιερωσύνη και τον αφόρισε από την εκκλησιαστική κοινωνία, ως οπαδό της πλάνης του Ουαλλεντίνου και του Απολιναρίου[10].

Ο Ευτυχής μετά την καθαίρεση του έστειλε επιστολές στον Πάπα Ρώμης και σε πολλούς άλλους επισκόπους παραπονούμενος για την καταδίκη. αλλά και ο Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανός κοινοποίησε την συνοδική απόφαση στους Αρχιεπισκόπους Ρώμης, Αντιοχείας κ.ά., για την ενημέρωσή τους[11].

Η Ληστρική Σύνοδος της Εφέσου

Ο Ευτυχής είχε «υψηλά ιστάμενους» υποστηρικτές. Ο Ευνούχος Χρυσάφιος αλλά και ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄ ήταν δυσαρεστημένοι από την καταδίκη του Ευτυχούς. Ο Αυτοκράτορας είχε και προσωπική δυσαρέσκεια με τον Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό, ο οποίος είχε αρνηθεί να κείρη και να χειροθετήση Διακόνισσα την αυτοκράτειρα Πουλχερία παρά την προτροπή του Αυτοκράτορα. Γι' αυτό συγκαλεί νέα «οικουμενική Σύνοδο» στην Έφεσο το 449, με προφανή σκοπό την αθώωση του Ευτυχούς και την καθαίρεση του Φλαβιανού, υπό την προεδρία του Διοσκόρου Αλεξανδρείας[12].

Ο Φλαβιανός και οι περί αυτόν δεν είχαν ούτε δικαίωμα ψήφου, ενώ τέτοιο δικαίωμα είχε κάποιος Βαρσουμάς, αρχιμανδρίτης εκπρόσωπος των Μονοφυσιτών μοναχών της Συρίας. Η σύγκλιση, η συγκρότηση και οι αποφάσεις της Ληστρικής αυτής Συνόδου της Εφέσου είχαν σχεδιαστεί από τον Διόσκορο, ο οποίος είχε εφοδιαστεί με απόλυτες εξουσίες από τον αυτοκράτορα. Στη Σύνοδο είχε προσέλθει με την συνοδεία πλήθους φανατικών μοναχών και χειροδύναμων ναυτών του Αλεξανδρινού στόλου, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να καταστήσουν σεβαστές στη Σύνοδο όλες τις επιθυμίες του[13].

Γι' αυτό τα μέλη της Συνόδου, αντί να ερευνήσουν την διδασκαλία του Ευτυχούς και να αναγνώσουν τις επιστολές του Λέοντος Ρώμης προς τον Φλαβιανό, προτίμησαν να αναγνώσουν τα πρακτικά της ενδημούσης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία κατεδίκασε τον Ευτυχή. Μόλις έφθασαν στο σημείο όπου ο Δορυλαίου Ευσέβιος ερωτούσε τον Ευτυχή αν παραδέχεται στον Χριστό δύο φύσεις μετά την ενανθρώπιση, τότε το μεγαλύτερο μέρος της Συνόδου φώναξε: «Ἄρον καῦσον Εὐσέβιον», «Εἴ τις λέγει δύο φύσεις ἀνάθεμα». Τότε λύεται ο Ευτυχής της καταδίκης και αποκαθίσταται, ενώ ο Διόσκορος σηκώνεται και απαγγέλλει κατηγορίες κατά του Αγίου Φλαβιανού και του Ευσεβείου ως καινοτομούντων ως προς την πίστη. Τότε οι νοτάριοι (γραμματείς) διαβάζουν την καθαίρεση τους καθώς και του Θεοδωρήτου Κύρου και Ίβα Εδέσσης.

Στην προσπάθεια του Φλαβιανού και κάποιων άλλων να αντιδράσουν (ζήτησαν άσυλο στην Αγία Τράπεζα) ο Διόσκορος φώναξε «πού εἰσί οἱ κόμητες». Τότε εισήλθαν οι αξιωματικοί μαζί με στρατό. Ο Βαρσουμάς έδωσε το σύνθημα «κτυπάτε» και τότε ώρμησαν κατά του Φλαβιανού κτυπώντας τον και τον έσυραν έξω. Οι δε αντιπρόσωποι του Λέοντος Ρώμης κατόρθωσαν να διαφύγουν. Ο Φλαβιανός μετά από τρεις ημέρες πέθανε και η σύνοδος αυτή κατεγράφει στην Εκκλησιαστική Ιστορία, ως ληστρική[14].

ΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ Δ´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Τα γεγονότα της Ληστρικής Συνόδου της Εφέσου δημιούργησαν μεγάλη αναταραχή στην Εκκλησία. Ο Ρώμης Λέων ο Α΄ συνεκάλεσε Σύνοδο στη Ρώμη και αναθεμάτισε τον Διόσκορο (Το ίδιο έπραξε και ο Διόσκορος αναθεματίζοντας τον Λέοντα). Ο Θεοδόσιος όμως αδιαφορούσε πλήρως για όλες τις αντιδράσεις. Όμως το 450, πεθαίνει και αναλαμβάνει την αυτοκρατορία ο Μαρκιανός και η Πουλχερία. Ο Ευνούχος Χρυσάφιος εκτελείται και τα λείψανα του Φλαβιανού μετακομίζονται με τιμές στο ναό των Αγίων Αποστόλων[15].

Οι Ευσεβείς Αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία συγκαλούν Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα. Η Σύνοδος αρχικά συνεκλήθη στην Νίκαια αλλά αμέσως μεταφέρθηκε στη Χαλκηδόνα, λόγω των πολεμικών προπαρασκευών του Αυτοκράτορα, αλλά και για την ανατροπή διαφόρων μηχανορραφιών του Διοσκόρου[16]. Έτσι ικανοποιείται το καθολικό αίτημα κλήρου και λαού για την σύγκληση της Συνόδου, για να ειρηνεύσει αφ' ενός η Εκκλησία με την αποκατάσταση της τάξεως που διασαλεύθηκε από την «Ληστρική» Σύνοδο της Εφέσου, αλλά κυρίως για την ορθή λύση του εκκρεμούντος δογματικού ζητήματος περί των δύο εν Χριστώ Φύσεων.

Η μεγάλη αυτή Σύνοδος πρώτα απ' όλα, απεκήρυξε την Ληστρική Σύνοδο της Εφέσου και καθήρεσε τον δράστη των βιαιοπραγιών και υπερασπιστή του Ευτυχούς, Διόσκορο. Αθώωνε δε, όσους είχε καθαιρέσει ο Διόσκορος. Έπειτα εισήλθε στο κύριο Δογματικό της έργο: Την κρίση της διδαχής του Ευτυχούς.

Καταδικάστηκε ο Μονοφυσιτισμός του Ευτυχούς και ο δυοφυσιτισμός του Νεστορίου και συμπληρώθηκε το Χριστολογικό δόγμα της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου. Δεν δογματοποιήθηκε ως είχε η επιστολή του Λέοντος Ρώμης προς τον Φλαβιανό, παρά τις απαιτήσεις των παπικών αντιπροσώπων, αλλά έγινε συνδυασμός της Χριστολογικής διδασκαλίας Αλεξανδρινών, Αντιοχέων και Δυτικών[17].

Η Σύνοδος συνέταξε δια ειδικής επιτροπής σχέδιο δογματικού όρου. Όμως οι Πατέρες, ζήτησαν να προστεθεί ο όρος «Θεοτόκος» που παραδόξως έλειπε από την επιστολή του Λέοντος και να αντικατασταθεί η μονοφυσιτική φράση «Εκ δύο φύσεων» από την Ορθόδοξη «Εν δυσί φύσεσιν, ασυγχύτως, ατρέπως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον» καθώς και κάποιες άλλες διορθώσεις. Γι' αυτό με πρόταση του αυτοκράτορα, ανετέθη σε νέα επιτροπή ευρύτερης συνθέσεως η οποία έδωσε την τελική μορφή στον Όρο της Συνόδου, ο οποίος έγινε ομόφωνα δεκτός.

Ο Όρος της Συνόδου

Αφού αρχικώς αναφέρεται στο Σύμβολο της Πίστεως της Πρώτης, εν Νικαία, Οικουμενικής Συνόδου και της Δευτέρας εν Κωνσταντινουπόλει, Οικουμενικής Συνόδου το οποίον και επικυρώνει, εν συνεχεία καταδικάζει τις αιρέσεις του Νεστορίου και Ευτυχούς προχωρεί και καταλήγει στο συμπέρασμα:

ΚΕΙΜΕΝΟ

Ἑ­πό­με­νοι τοί­νυν τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σιν, ἕ­να καί τόν αὐ­τόν ὁ­μο­λο­γεῖν Υἱ­όν καί Κύ­ρι­ον ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν συμ­φώ­νως ἅ­πα­ντες ἐκ­δι­δά­σκο­μεν, τέ­λει­ον τόν αὐ­τόν ἐν θε­ό­τη­τι καί τέ­λει­ον τόν αὐ­τόν ἐν ἀν­θρω­πό­τη­τι, Θε­όν ἀ­λη­θῶς καί ἄν­θρω­πον ἀ­λη­θῶς τόν αὐ­τόν ἐκ ψυ­χῆς λο­γι­κῆς καί σώ­μα­τος, ὁ­μο­ού­σι­ον τῷ Πα­τρί κα­τά τήν Θε­ό­τη­τα καί ὁ­μο­ού­σι­ον τόν αὐ­τόν ἡ­μῖν κα­τά τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα, κα­τά πά­ντα ὅ­μοι­ον ἠ­μίν χω­ρίς ἁ­μαρ­τί­ας· πρό αἰ­ώ­νων μέν ἐκ τοῦ Πα­τρός γεν­νη­θέ­ντα κατά την θεότητα, ἐ­π' ἐ­σχά­των δέ τῶν ἡ­με­ρῶν τόν αὐ­τόν δι' ἡ­μᾶς καί δι­ά τήν ἡ­με­τέ­ραν σω­τη­ρί­αν ἐκ Μα­ρί­ας τῆς Παρ­θέ­νου τῆς Θε­ο­τό­κου κα­τά τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα, ἕ­να καί τόν αὐ­τόν Χρι­στόν Υἱ­όν, Κύ­ρι­ον, μο­νο­γε­νῆ ἐν δύ­ο φύ­σε­σιν [ἐκ δύο φύσεων][18] ἀ­συγ­χύ­τως ἀ­τρέ­πτως ἀ­δι­αι­ρέ­τως, ἀ­χω­ρί­στως γνω­ρι­ζό­με­νον, οὐ­δα­μοῦ της τῶν φύ­σε­ων δι­α­φο­ράς ἀ­νη­ρη­μέ­νης δι­ά τήν ἕνω­σιν, σω­ζο­μέ­νης δέ μᾶλ­λον τῆς ἰ­δι­ό­τη­τος ἑ­κα­τέ­ρας φύ­σε­ως καί εἰς ἕν πρό­σω­πον καί μί­αν ὑ­πό­στα­σιν συ­ντρε­χού­σης οὐκ εἰς δύο πρό­σω­πα με­ρι­ζό­με­νον ἤ δι­αι­ρού­με­νον, ἀλ­λ' ἕ­να καί τόν αὐ­τόν Υἱ­όν και μο­νο­γε­νῆ, Θε­όν Λό­γον, Κύ­ρι­ον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν, κα­θά­περ ἄ­νω­θεν οἱ προ­φῆ­ται πε­ρί αὐ­τοῦ καί αὐ­τός ἡ­μᾶς ὁ Κύ­ρι­ος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ἐ­ξε­παίδευ­σε καί τό τῶν Πα­τέ­ρων ἡμ­ῖν πα­ραδέδω­κε Σύμ­βο­λον"[19].

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Α­κο­λου­θών­τας, λοι­πόν, τους α­γί­ους Πα­τέ­ρες, ο­μο­λο­γού­με, ό­τι έ­νας εί­ναι και ο αυ­τός Υι­ός, ο Κύ­ριος η­μών Ι­η­σούς Χρι­στός και ό­λοι μα­ζί με συμ­φω­νί­α, δι­δά­σκου­με ό­τι Αυ­τός εί­ναι τέ­λει­ος κα­τά τη Θεί­α του φύ­ση και τέ­λει­ος ο ί­διος κα­τά την αν­θρώ­πι­νη φύ­ση, α­λη­θώς Θε­ός και α­λη­θώς άν­θρω­πος εί­ναι ο ί­διος με ψυ­χή λο­γι­κή και σώ­μα, έ­χον­τας την ί­δια ου­σί­α με τον Πα­τέ­ρα κα­τά την Θεί­α Του φύ­ση και την ί­δια ου­σί­α με ε­μάς, ο ί­διος κα­τά την αν­θρώ­πι­νη Του φύ­ση, χω­ρίς α­μαρ­τί­α ό­τι γεν­νή­θη­κε προ των αι­ώ­νων α­πό τον Πα­τέ­ρα κα­τά την Θεί­α του φύ­ση ε­νώ κα­τά τις έ­σχα­τες η­μέ­ρες ο ί­διος χά­ριν η­μών και για την σω­τη­ρί­αν μας μέ­σω της Παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας της Θε­ο­τό­κου γεν­νή­θη­κε κα­τά την αν­θρώ­πι­νη του φύ­ση, εί­ναι έ­νας και ο αυ­τός Χρι­στός, Υι­ός, Κύ­ριος, μο­νο­γε­νής, με δύ­ο φύ­σεις, δί­χως σύγ­χυ­ση, τρο­πή ή χω­ρι­σμό α­να­γνω­ρι­ζό­με­νος δί­χως κα­θό­λου να κα­ταρ­γεί­ται η δι­α­φο­ρά των φύ­σε­ων α­πό την με­τα­ξύ τους ε­νό­τη­τα αλ­λά μάλ­λον δι­α­σώ­ζε­ται, η ι­δι­αι­τε­ρό­τη­τα της κά­θε φύ­σε­ως που συν­τρέ­χει (μα­ζί με την άλ­λη) σε έ­να πρό­σω­πο και μί­α υ­πό­στα­ση, δί­χως να δι­αι­ρεί­ται σε δύ­ο πρό­σω­πα, αλ­λά έ­νας και ο αυ­τός υι­ός μο­νο­γε­νής Θε­ός Λό­γος, Κύ­ριος Ι­η­σούς Χρι­στός ό­πως α­κρι­βώς οι προ­φή­τες με ά­νω­θεν φω­τι­σμό μας ε­δί­δα­ξαν γι' αυ­τόν, αλ­λά και αυ­τός ο ί­διος ο Κύ­ριος Ι­η­σούς Χρι­στός μας παι­δα­γώ­γη­σε και το σύμ­βο­λο των Πα­τέ­ρων μας πα­ρέ­δω­σε.

Υπογραμμίσαμε την έκφραση «εν δύο φύσεσιν» διότι υπάρχει και η γραφή «εκ δύο φύσεων». Η δεύτερη αυτή γραφή υπάρχει στο ελληνικό πρωτότυπο κείμενο, στην δε Λατινική μετάφραση του υπάρχει η διατύπωση «εν δύο φύσεσι» (In duabus naturis). Η διαφορά είναι σημαντική, διότι ο όρος «εκ δύο φύσεων» δε απέκλειε την ορολογία «μία φύση» μετά την ένωση. Η δεύτερη διατύπωση απέκλειε κάθε τέτοια ορολογία[20]. Όμως η Σύνοδος στο αμέσως προηγούμενο τμήμα του Όρου, όπου περιγράφεται η καταδίκη του Νεστοριανισμού και του Ευτυχιανισμού, από τον Λέοντα Ρώμης στην επιστολήν του προς Φλαβιανόν, αναφέρει:

Κείμενον

«Τοῖς τέ γάρ εἰς υἱ­ῶν δυ­ά­δα το τῆς οἰ­κο­νο­μί­ας δι­α­σπᾶν ἐ­πι­χει­ρού­σι μυ­στή­ρι­ον πα­ρα­τάτ­τε­ται καί τούς πα­θη­τήν τοῦ Μο­νο­γε­νοῦς λέ­γειν τολ­μῶ­ντας τήν Θε­ό­τη­τά του τῶν ἱ­ε­ρέ­ων ἀ­πω­θεῖ­ται συλ­λό­γου, καί τοῖς ἐ­πί τῶν δύο φύ­σε­ων τοῦ Χρι­στοῦ κρᾶ­σιν ἤ σύγ­χυ­σιν ἐ­πι­νο­ού­σιν ἀν­θί­στα­ται, καί τούς οὐ­ρά­νι­ον ἤ ἑ­τέ­ρας τινος ὑ­πάρ­χειν οὐ­σί­ας τήν ἐ­ξ' ἡ­μῶν λη­φθεῖ­σαν αὐ­τῶ τοῦ δού­λου μορ­φην πα­ρα­παί­ο­ντας ἐ­ξε­λαύ­νει, καί τούς δυ­ό μέν πρό τῆς ἑνώ­σε­ως φύ­σεις τοῦ Κυ­ρί­ου μυ­θεύ­ο­ντας, μί­αν δέ με­τά τήν ἔ­νω­σιν ἀ­να­πλάτ­το­ντας ἀ­να­θε­μα­τί­ζει»[21].

Με­τά­φρα­ση

Αυ­τούς που ε­πι­χει­ρούν να δι­α­σπά­σουν, το μυ­στή­ριο της Θεί­ας Οι­κο­νο­μί­ας σε δυά­δα υι­ών και αυ­τούς που τολ­μούν να λέ­γουν ό­τι εί­ναι πα­θη­τή, η Θε­ό­τη­τα του Μο­νο­γε­νούς (η πα­ρού­σα Σύ­νο­δος α­πω­θεί) α­πό τον σύλ­λο­γο των ι­ε­ρέ­ων (να εί­ναι κα­θη­ρη­μέ­νος) και σε ό­σους ε­πι­νο­ούν κρά­ση ή σύγ­κρι­ση των δύ­ο φύ­σε­ων του Χρι­στού (η πα­ρού­σα Σύ­νο­δος) αν­τι­στέ­κε­ται και αυ­τούς που πα­ρα­λη­ρούν ό­τι η φύ­ση που πα­ρέ­λα­βε ε­ξ' η­μών ή­ταν α­πό ου­ρά­νια ή άλ­λη ου­σί­α (η πα­ρού­σα Σύ­νο­δος) α­πο­δι­ώ­ξει αυ­τούς που λέ­γουν το μύ­θο ό­τι δύ­ο φύ­σεις (εί­χε ο Χρι­στός) πριν την έ­νω­ση και μί­α με­τά την έ­νω­σιν ξα­να­πλά­θουν (η πα­ρού­σα Σύ­νο­δος) α­να­θε­μα­τί­ζει

Είναι λοιπόν προφανές ότι και στην διατύπωση «ἐκ δύο φύσεων», δεν αποδίδεται η μονοφυσιτική ερμηνεία, αλλά η ίδια έννοια με το «ἐν δύο φύσεσι» της λατινικής μεταφράσεως.

Ο Όρος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, λοιπόν απέκοπτε και τις δύο υπερβολές από την παράδοση της Εκκλησίας και τον Νεστοριανισμό και τον Μονοφυσιτισμό. Η ορθή βάση της ερμηνείας του μυστηρίου της θείας ενανθρωπίσεως ήταν η υποστατική ένωση των δύο φύσεων. Αυτό έγινε με την αποσύνδεση της άρρηκτης σχέσης φύσεως και προσώπου, οπότε κατέστη δυνατόν να παραδέχεται κανείς δύο φύσεις στον Χριστό, δίχως να είναι αναγκασμένος να δέχεται και δύο πρόσωπα, αρκεί να δέχεται πράγματι τις συνέπειες της υποστατικής ενώσεως και την πραγματική μετάδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων.

Επίσης Ορθόδοξος ήταν και όποιος δεχόταν την ορολογία του Αγ. Κυρίλλου «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», αν δεχόταν συγχρόνως την ομοουσιότητα της σαρκός του Χριστού με την ανθρώπινη φύση και απέφευγε κάθε «τροπή» «φυρμό» ή «σύγκραση» των δύο φύσεων[22].

Ώστε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος πράγματι ορθοτόμησε τον λόγο της Αληθείας διακηρύττοντας με τρόπο αυθεντικό την πίστη της Εκκλησίας για την τέλεια ένωση των δύο φύσεων σε ένα μόνο πρόσωπο, παραμερίζοντας τις ακραίες τάσεις τόσο της αλεξανδρινής σχολής (με το «αδιαιρέτως», «ατρέπτως») όσο και της αντιοχειανής (με το «αδιαιρέτως», «αχωρίστως»)[23].

Ακόμη με την παραδοχή του Χριστού ως τελείου Θεού και τελείου Ανθρώπου με λογική ψυχή, ο όρος στρεφόταν κατά του Απολιναρισμού. Κυρίως όμως έπληττε τον Μονοφυσιτισμό[24].Κατέχει δε, η Σύνοδος αυτή μεγάλη σημασία διότι αφ' ενός συμπληρώθηκε το έργο της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου διατυπώνοντας το Χριστολογικό δόγμα, και προδιέγραψε το έργο της Πέμπτης και της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου.

ΤΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ Δ´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο διαμορφώθηκε οριστικά το διοικητικό σύστημα της κατ' Ανατολάς Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας με την απονομή στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ίσων πρεσβείων τιμής προς τον Επίσκοπο Ρώμης και με την ανύψωση της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων σε Πατριαρχείο[25].

Ακόμη έπειτα από πρόταση του αυτοκράτορα Μαρκιανού η Σύνοδος εξέδωσε κανόνα για την περιστολή των ατοπημάτων και παρεκτροπών των Μοναχών απαγορεύοντας τους ρητώς την ανάμιξη τους σε εκκλησιαστικά ή πολιτικά πράγματα (Κανόνας Τέταρτος).

Συνολικά η Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος, εξέδωσε τριάντα κανόνες. Πριν γίνει ειδικότερη αναφορά στους κανόνες και στην σημασία τους για την εκκλησιαστική διοίκηση και ευταξία, θα εξεταστούν τα δύο σημαντικά από απόψεως εκκλησιαστικής διοικήσεως, ζητήματα.

Η Ανύψωση σε Πατριαρχείο, της Επισκοπής Ιεροσολύμων

Αρχικώς η Επισκοπή Ιεροσολύμων υπαγόταν στην Μητρόπολη Καισαρείας της Παλαιστίνης. Επιδίωξη των επισκόπων Ιεροσολύμων ήταν εξ' αρχής η ανύψωση της Επισκοπής Ιεροσολύμων σε Πατριαρχείο. Αυτό έγινε στην έβδομη και όγδοη πράξη της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οπότε υπήχθησαν στην Επίσκοπο Ιεροσολύμων, οι «τρεις παλαιστίνες», δηλαδή οι τρεις μητροπόλεις της Παλαιστίνης: Καισαρείας, Σκυθουπόλεως και Πέτρας[26], αφού αποσπάστηκαν από τον Αντιοχείας, με την σύμφωνη γνώμη του.

Η Σημασία του 28ου Κανόνα, της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου

Ο εικοστός όγδοος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου έχει εξαιρετική σημασία για τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Σύμφωνα με τον τρίτο κανόνα της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, του 381, ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως είχε τα πρεσβεία τιμής μετά τον επίσκοπο Ρώμης. Με τον 28ο Κανόνα της Χαλκηδόνας αποδίδονται προνόμια ακόμη ακαθόριστα όπως και το 381, αλλά ΙΣΑ με τα προνόμια της Ρώμης. Ο κανόνας αυτός δίδει στον Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα να διορίζει τους Μητροπολίτες των Διοικήσεων του Πόντου, Ασίας, Θράκης και κάποιων άλλων περιφερειών. Συμπληρώνεται δε ο κανόνας αυτός και από τον 9ο και 17ο κανόνα της ίδιας Συνόδου, οι οποίοι δίδουν στην Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα διαιτησίας για τις διαφορές που θα αναφύονταν στις επισκοπές της Ανατολής. Επιπλέον ο 17ος Κανόνας, όπως και ο 28ος διακηρύττει ότι η εκκλησιαστική διοικητική διαμόρφωση θα ακολουθούσε την πολιτική διαίρεση της αυτοκρατορίας.

Οι δυτικοί αντιπρόσωποι στην Χαλκηδόνα, καθώς και ο Πάπας Ρώμης Λέων Α΄, εκδήλωσαν ζωηρά την αντίθεσή τους στον 28ο κανόνα. Όμως ήταν δύσκολο να τον προσβάλλουν λόγω της επιδέξιας διατύπωσής του.

Ο Πάπας υποστήριζε ότι για την τιμητική υπεροχή μιας Εκκλησίας, βαρύτητα είχε η αποστολική της προέλευση. Σύμφωνα με αυτόν τον υπολογισμό, όπου αγνοούνταν η πολιτική διαίρεση, η Ρώμη κατείχε την πρώτη θέση στην εκκλησιαστική ιεραρχία μόνο επειδή η εκκλησία της είχε ιδρυθεί από τον Απόστολο Πέτρο. Τη δεύτερη θέση κατείχε η Αλεξάνδρεια επειδή είχε ιδρυθεί από τον μαθητή του Αποστόλου Πέτρου, Ευαγγελιστή Μάρκο. Την τρίτη η Αντιόχεια επειδή συνδεόταν με τον Απόστολο Πέτρο και επειδή πρωτοφάνηκε εκεί το όνομα Χριστιανός. Το Βυζάντιο αποκλειόταν από τις τρεις πρώτες θέσεις στην ιεραρχία γιατί η εκκλησία του δεν είχε αποστολική προέλευση[27].

Ο Πάπας απέρριψε τον κανόνα γιατί τον θεωρούσε ασύμφωνο με τον στ΄ της Νικαίας, ο οποίος όμως αναφερόταν μόνο στα προνόμια και στη δικαιοδοσία των Επισκόπων Ρώμης, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Απέρριψε ακόμα και τον γ΄ κανόνα του 381 επειδή δεν ήταν επικυρωμένος από την Ρωμαϊκή Επισκοπή, λησμονώντας όμως, αν πρέπει να πιστέψουμε τον σύγχρονο του Ευσέβειο Δορυλαίου, ότι ο ίδιος είχε διαβάσει και είχε επιδοκιμάσει τον κανόνα αυτό. Τελικά, ο Λέων σταμάτησε την πολεμική του επειδή είχε ανάγκη την συμμαχία του Αυτοκράτορα και του Κωνσταντινουπόλεως Ανατολίου στον αγώνα του εναντίον της επιβιώσεως του μονοφυσιτισμού. Τον Αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ (457-474) απεκάλεσε εμπνευσμένο και αλάνθαστο ηγέτη του Χριστιανικού δόγματος.

Παρ' όλα αυτά αναβλήθηκε η επίσημη διακήρυξη του κη΄ κανόνος, ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στη συλλογή του Ιωάννη Σχολαστικού. Αλλά, οι αυτοκράτορες και οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, έκαναν ουσιαστική χρήση των δικαιωμάτων που τους παρείχε ο κανόνας αυτός. Το 545 ενσωματώθηκε στον Ιουστινιάνειο Κώδικα.

Η εν Τρούλλω Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος το 692 με τον λστ΄ της κανόνα επισήμως εισήγαγε τον κη΄ κανόνα στο Βυζαντινό Κανονικό Δίκαιο.

Το Βατικανό τον ανεγνώρισε στην Δ΄ σύνοδο του Λατερανού (1215) με την εγκατάσταση Λατίνου επισκόπου στον εκκλησιαστικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως[28].

ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ

ΚΕΙΜΕΝΟ[29]

Κα­νών Α΄

Πε­ρί φυ­λα­κῆς τῶν συ­νο­δι­κῶν

κα­νό­νων.

Τούς πα­ρά τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων κα­θ' ἐ­κά­στην σύ­νο­δον ἄ­χρι τοῦ νῦν ἐ­κτε­θέ­ντας κα­νό­νας κρα­τεῖν ἐ­δι­και­ώ­σα­μεν.

Κα­νών Β΄

Πε­ρί τοῦ μή χει­ρο­το­νεῖν δι­ά

χρη­μά­των.

Εἰ τίς ἐ­πί­σκο­πος, ἐ­πί χρή­μα­σι χει­ρο­το­νί­αν ποι­ή­σαι­το, καί εἰς πρά­σιν κα­τα­γά­γοι τήν ἄ­πρα­τον χά­ριν, καί χει­ρο­τα­νῆ­σοι ἐ­πί χρή­μα­σιν ἐ­πί­σκο­πον, ἤ χω­ρε­πί­σκο­πον, ἤ πρ­ε­σβυ­τέ­ρους, ἤ δι­α­κό­νους, ἤ ἑ­τε­ρόν τι­νά των ἐν τῷ κλή­ρῳ κα­τη­ρι­θμη­μέ­νων, ἤ προ­βάλ­λοι­το ἐ­πί χρή­μα­σιν οἰ­κο­νό­μον, ἤ ἔκ­δι­κον, ἤ πα­ρα­μο­νά­ρι­ον, ἤ ὅ­λως τι­νά τοῦ κα­νό­νος, δι' αἰ­σχρο­κέρ­δει­αν οἰ­κεί­αν, ὁ τοῦ­το ἐ­πι­χει­ρή­σας, ἐ­λεγ­χθείς, κιν­δυ­νευ­έ­τω πε­ρί τόν οἰ­κεῖ­ον βα­θμόν· καί ὁ χει­ρο­το­νού­με­νος, μη­δέν ἐκ τῆς κα­τ' ἐ­μπο­ρί­αν ὠ­φε­λεί­σθω χει­ρο­το­νί­ας ἤ προ­βο­λῆς· ἀλ­λ' ἔ­στω ἀλ­λό­τρι­ος τῆς ἀ­ξί­ας, ἤ τοῦ φρο­ντί­σμα­τος, οὗ­περ ἐ­πί χρή­μα­σιν ἔ­τυ­χεν. Εἰ δέ τις καί με­σι­τεύ­ων φα­νεί­η τοῖς οὕ­τως αἰ­σχροῖς καί ἀ­θε­μί­τοις λή­μμα­σι, καί οὗ­τος, εἰ μέν κλη­ρι­κός εἴ­η, τοῦ οἰ­κεί­ου ἐκ­πι­πτέ­τω βα­θμοῦ· εἰ δέ λα­ϊ­κός, ἤ μο­νά­ζων, ἀ­να­θε­μα­τι­ζέ­σθω.

Κα­νών Γ΄

Πε­ρί κλη­ρι­κῶν ἤ μο­να­χῶν ἀ­να­δε­χο­μέ­νων κο­σμι­κάς φρο­ντί­δας.

Ἦλ­θεν εἰς τήν ἁ­γί­αν σύ­νο­δον, ὅ­τι τῶν ἐν τῷ κλη­ρῷ κα­τει­λε­γμέ­νων τι­νές, δι' αἰ­σχρο­κέρ­δει­αν, ἀλ­λο­τρί­ων κτη­μά­των γί­νο­νται μι­σθω­ταί, καί πρά­γμα­τα κο­σμι­κά ἐρ­γο­λα­βού­σι, τῆς μέν τοῦ Θε­οῦ λει­τουρ­γί­ας κα­ταρ­ρα­θυ­μοῦ­ντες, τούς δέ τῶν κο­σμι­κῶν ὑ­πο­τρέ­χο­ντες οἴ­κους, καί οὐ­σι­ῶν χει­ρι­σμούς ἀ­να­δε­χό­με­νοι δι­ά φυ­λαρ­γυ­ρί­αν. Ὥ­ρι­σε τοί­νυν ἡ ἁ­γί­α καί με­γά­λη σύ­νο­δος, μη­δέ­να τοῦ λοι­ποῦ, μή ἐ­πί­σκο­πον, μή κλη­ρι­κόν, μή μο­νά­ζο­ντα, ἤ μι­σθοῦ­σθαι κτή­μα­τα ἤ πρα­γμά­των ἐ­πει­σά­γειν ἑ­αυ­τόν κο­σμι­καί­ς δι­οι­κή­σε­σι· πλήν εἰ μή­που ἐκ νό­μων κα­λοῖ­το εἰς ἀ­νη­λί­κων ἀ­πα­ραί­τη­τον ἐ­πι­τρο­πήν· ἤ ὁ τῆς πό­λε­ως ἐ­πί­σκο­πος ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἐ­πι­τρέ­ψοι φρο­ντί­ζειν πρα­γμά­των, ἤ ὀρ­φα­νῶν, ἤ χη­ρῶν ἀ­προ­νο­ή­των, καί τῶν προ­σώ­πων των μά­λι­στα τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς δε­ο­μέ­νων βο­η­θεί­ας, δι­ά τόν φό­βον τοῦ Θε­οῦ. Εἰ δέ τίς πα­ρα­βαί­νων τά ὡ­ρι­σμέ­να τοῦ λοι­ποῦ ἐ­πι­χει­ρῆ­σοι, ὁ τοι­οῦ­τος ἐκ­κλη­σι­α­σι­κοῖς ὑ­πο­κεί­σθω ἐ­πι­τι­μί­οις.

Κα­νών Δ΄

Πε­ρί τοῦ μή συ­νι­στᾷν μο­νήν ἄ­νευ ἐ­πι­σκο­πι­κῆς γνώ­μης.

Οἱ ἀ­λη­θῶς καί εἰ­λι­κρι­νῶς τόν μο­νή­ρη με­τι­ό­ντες βῖ­ον, τῆς προ­ση­κού­σης ἀ­ξι­ού­σθω­σαν τι­μῆς. Ἐ­πει­δή δέ τι­νές τῷ μο­να­χι­κῷ κε­χρη­μέ­νοι προ­σχή­μα­τι, τάς τέ ἐκ­κλη­σί­ας, καί τά πο­λι­τι­κά δι­α­τα­ράσ­σου­σι πρά­γμα­τα, πε­ρι­ϊ­ό­ντες ἀ­δι­α­φό­ρως ἐν ταίς πό­λε­σιν, οὐ μήν ἀλ­λά καί μο­να­στή­ρι­α ἑ­αυ­τῆς συ­νι­στᾷν ἐ­πι­τη­δεύ­ο­ντες, ἔ­δο­ξε, μη­δέ­να μέν μη­δα­μοῦ οἰ­κο­δο­μεῖν μη­δέ συ­νι­στάν μο­να­στή­ρι­ον, ἤ εὐ­κτή­ρι­ον οἶ­κον, πα­ρά γνώ­μην του τῆς πό­λε­ως ἐ­πι­σκό­που· τούς δέ κα­θ' ἐ­κά­στην πο­λιν καί χώ­ραν, μο­νά­ζο­ντας, ὑ­πο­τε­τά­χθαι τῷ ἐ­πι­σκό­πῳ καί τήν ἡ­συ­χί­αν ἀ­σπά­ζε­σθαι, καί προ­σέ­χειν μό­νη τῇ νη­στεί­ᾳ καί τῇ προ­σευ­χῇ, ἐν οἴς τό­ποις ἀ­πε­τά­ξα­ντο, προ­σκαρ­τε­ροῦ­ντες· μή­τε δέ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῖς, μή­τε βι­ω­τι­κοῖς πα­ρε­νο­χλεῖν πρά­γμα­σιν, ἤ ἐ­πι­κοι­νω­νεῖν, κα­τα­λι­μπά­νο­ντας τά ἴ­δι­α μο­να­στή­ρι­α, εἰ μή­ποτ­ε ἄ­ρα ἐ­πι­τρα­πεῖν δι­ά χρεί­αν ἀ­να­γκαί­αν ὑ­πό τοῦ τῆς πό­λε­ως ἐ­πι­σκό­που· μη­δέ­να δέ προσ­δέ­χε­σθαι ἐν τοῖς μο­να­στη­ρί­οις δοῦ­λον ἐ­πί τό μο­νᾶ­σαι, πα­ρά γνώ­μην τοῦ ἰ­δί­ου δε­σπό­του· τόν δέ πα­ρα­βαί­νο­ντα τοῦ­τον ἡ­μῶν τόν ὄ­ρον, ὡ­ρί­σα­μεν ἀ­κοι­νώ­νη­τον εἶ­ναι, ἵ­να μή τό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ βλα­σφη­μῆ­ται. Τό μέν τοι ἐ­πί­σκο­πον τῆς πό­­λεως, χρῆ τήν δέ­ου­σαν πρό­νοι­αν ποι­εί­σ­θαι τῶν μο­να­τη­ρί­ων.

Κα­νών Ε΄

Περί με­τα­κι­νή­σε­ως κλη­ρι­κῶν.

Πε­ρί τῶν με­τα­βαι­νό­ντων ἀ­πό πό­λε­ως εἰς πό­λιν ἐ­πι­σκό­πων, ἤ κλη­ρι­κῶν, ἔ­δο­ξέ τους πε­ρί τού­των τε­θέ­ντας κα­νό­νας πα­ρά τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων ἔ­χει τήν ἰ­σχύν.

Κα­νών ΣΤ΄

Μή χει­ρο­το­νεῖ­σθαι τι­νά

ἀ­πο­λε­λυ­μέ­νως.

Μη­δέ­να ἀ­πο­λε­λυ­μέ­νως χει­ρο­το­νεί­σθαι, μή­τε πρε­σβύ­τε­ρον, μή­τε δι­ά­κο­νον, μή­τε ὅ­λως τι­νά των ἐν τῷ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῷ τά­γμα­τι· εἰ μή εἰ­δι­κῶς ἐν ἐκ­κλη­σί­ᾳ πό­λε­ως, ἤ κώ­μης, ἤ μαρ­τυ­ρί­ω, ἤ μο­να­στη­ρί­ω, ὁ χει­ρο­το­νού­με­νος ἐ­πι­κη­ρύτ­τοι­το. Τούς δέ ἀ­πο­λύ­τως χει­ρο­το­νου­μέ­νους, ὥ­ρι­σεν ἡ ἁ­γί­α σύ­νο­δος, ἄ­κυ­ρον ἔ­χει τήν τοι­αύ­την χει­ρο­θε­σί­αν, καί μη­δα­μοῦ δύ­να­σθαι ἐ­νερ­γεῖν, ἐ­φ' ὕ­βρει τοῦ χει­ρο­νο­νή­σα­ντος.

Κα­νών Ζ΄

Κλη­ρι­κούς ἤ μο­να­χούς μή

στρα­τεύ­ε­σθαι.

Τούς ἅ­παξ ἐν κλή­ρῳ τε­τα­γμέ­νους, ἤ καί μο­να­στᾶς, ὡ­ρί­σα­μεν μή­τε ἐ­πί στρα­τεί­αν, μή­τε ἐ­πί ἀ­ξί­αν κο­σμι­κήν ἔρ­χε­σθαι· ἤ, τοῦ­το τολ­μῶ­ντας, καί μή με­τα­με­λου­μέ­νους, ὥ­στε ἐ­πι­στρέ­ψαι ἐ­πί τοῦ­το, ὁ δι­ά Θε­όν πρό­τε­ρον εἵ­λο­ντο, ἀ­να­θε­μα­τί­ζε­σθαι.

Κα­νών Η΄

Τούς κλη­ρι­κούς τῶν πτω­χο­τρο­φεί­ων καί μο­να­στη­ρί­ων ὑ­πο­τάσ­σε­σθαι τῷ ἐ­πι­σκόπῳ.

Οἱ κλη­ρι­κοί τῶν πτω­χεί­ων, καί μο­να­στη­ρί­ων καί μαρ­τυ­ρί­ων, ὑ­πό τήν ἐ­ξου­σί­αν των ἐν ἐ­κά­στῃ πό­λει ἐ­πι­σ­κό­πων, κα­τά τήν τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων πα­ρά­δο­σιν, δι­α­με­νέ­τω­σαν· καί μή κα­τά αὐ­θά­δει­αν ἀ­φη­νι­ά­τω­σαν τοῦ ἰ­δί­ου ἐ­πι­σκό­που. Οἱ δέ τολ­μω­ντς ἀ­να­τρέ­πειν τήν τοι­αύ­την δι­α­τύ­πω­σιν, κα­θ' οἰ­ον­δή­πο­τε τρό­πον, καί μή ὑ­πο­τατ­τό­με­νοι τῷ ἰ­δί­ῳ ἐ­πι­σκό­πω, εἰ μέν εἶ­εν κλη­ρι­κοί, τοῖς τῶν κα­νό­νων ὑ­πο­κεί­σθω­σαν ἐ­πι­τι­μί­οις· εἰ δέ μο­νά­ζο­ντες, ἤ λα­ϊ­κοί, ἔ­στω­σαν ἀ­κοι­νώ­νη­τοι.

Κα­νών Θ΄

Ὑ­πό τι­νος δι­κά­ζο­νται οἱ κλη­ρι­κοί

Εἰ τίς κλη­ρι­κός πρός κλη­ρι­κόν πρά­γμα ἔ­χει, μή ἐ­γκα­τα­λι­μπα­νέ­τω τόν οἰ­κεῖ­ον ἐ­πί­σκο­πον, καί ἐ­πί κο­σμι­κᾷ δι­κα­στή­ρι­α μή κα­τα­τρε­χέ­τω, ἀλ­λά πρό­τε­ρον τήν ὑ­πό­θε­σιν γυ­μνα­ζέ­τω πα­ρά τῷ ἰ­δί­ῳ ἐ­πι­σκό­πω, ἤ γοῦν, γνώ­μη αὐ­τοῦ τοῦ ἐ­πι­σκό­που, πα­ρ' οἴς ἄν ἀμ­φό­τε­ρα τά μέ­ρη βού­λω­νται, τά τῆς δί­κης συ­γκρο­τεί­σθω· εἰ δέ τίς πα­ρά ταῦ­τα ποι­ῆ­σοι, κα­νο­νι­κοῖς ἐ­πι­τι­μί­οις ὑ­πο­κεί­σθω. Εἰ δέ κλη­ρι­κός πρά­γμα ἔ­χει πρός τόν ἴ­δι­ον, ἤ καί πρός ἕ­τε­ρον ἐ­πί­σκο­πον, πα­ρά τή συ­νό­ω τῆς ἐ­παρ­χί­ας δι­κα­ζέ­σθω. Εἰ δέ πρός τόν τῆς αὐ­τῆς ἐ­παρ­χί­ας μη­τρο­πο­λί­την, ἐ­πί­σκο­πος ἤ κλη­ρι­κός ἀμ­φι­σβη­τοί­η, κα­τα­λαμ­βα­νέ­τω τόν ἔ­ξαρ­χον τῆς δι­οι­κή­σε­ως, ἤ τόν τῆς βα­σι­λευ­ού­σης Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως θρό­νον, καί ἐ­π' αὐ­τῶ δι­κα­ζέ­σθω.

Κα­νών Ι΄

Πε­ρί κλη­ρι­κού του τήν ἰ­δί­αν

ἐκ­κλη­σί­αν κα­τα­λι­πό­ντος.

Μή ἐ­ξεῖ­ναι κλη­ρι­κόν ἐν δυ­ο πό­λε­ων κα­τά ταυ­τόν κα­τα­λέ­γε­σθαι ἐκ­κλη­σί­ας, ἐν ᾑ τέ τήν ἀρ­χήν ἐ­χει­ρο­το­νή­θη, καί ἐν ἤ προ­σέ­φυ­γεν, ὡς μεί­ζο­νι δῆ­θεν, δι­ά δό­ξης κε­νῆς ἐ­πι­θυ­μί­αν. Τούς δέ γέ τοῦ­το ποι­οῦ­ντας ἀ­πο­κα­θί­στα­σθαι τή ἰ­δί­α ἐκ­κλη­σί­α, ἐν ᾑ ἐξ ἀρ­χῆς ἐ­χει­ρο­το­νή­θη­σαν, καί ἐ­κεῖ μό­νον λει­τουρ­γεῖν. Εἰ μέν τοι ἤ­δη τίς με­τε­τέ­θη ἕξ ἄλ­λης εἰς ἄλ­λην ἐκ­κλη­σί­αν, μη­δέν τοῖς τῆς προ­τέ­ρας ἐκ­κλη­σί­ας, ἤ­τοι τῶν ὑ­π' αὐ­τ­ήν μαρ­τυ­ρί­ων, ἤ πτω­χεί­ων, ἤ ξε­νο­δο­χεί­ων ἐ­πι­κοι­νω­νεῖν πρά­γμα­σι. Τούς δέ γέ τολ­μῶ­ντας, με­τά τόν ὄ­ρον τῆς με­γά­λης καί οἰ­κου­με­νι­κῆς τού­της συ­νό­δου, πράτ­τειν τί των νῦν ἀ­πη­γο­ρευ­μέ­νων, ὥ­ρι­σε ἡ ἁ­γί­α σύ­νο­δος ἐκ­πί­πτειν τοῦ ἰ­δί­ου βα­θμοῦ.

Κα­νών ΙΑ΄

Τί­σι δο­τέ­ον εἰ­ρη­νι­κάς

ἐ­πι­στο­λάς

Πά­ντας τούς πέ­νη­τας καί δε­ο­μέ­νους ἐ­πι­κου­ρί­ας, με­τά δο­κι­μα­σί­ας ἐ­πι­στο­λί­οις, εἴ­τουν εἰ­ρη­νι­κοῖς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῖς μό­νοις, ὀ­δεύ­ειν ὡ­ρί­σα­μεν, καί μή συ­στα­τι­κοῖς· δι­ά τό τάς συ­στα­τι­κάς ἐ­πι­στο­λάς προ­σή­κειν τοῖς οὔ­σιν ἐν ὑ­πο­λή­ψει μό­νοις πα­ρέ­χε­σθαι προ­σώ­ποις.

Κα­νών ΙΒ΄

Μή δι­αι­ρεῖν μί­αν μη­τρό­πο­λιν

εἰς δυ­ό.

Ἦλ­θεν εἰς ἡ­μᾶς, ὡς τι­νές πα­ρά τούς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς θε­σμούς προσ­δρα­μό­ντες δυ­να­στεί­ας, δι­ά πρα­γμα­τι­κῶν τήν μί­αν ἐ­παρ­χί­αν εἰς δυ­ό κα­τέ­νε­μον, ὡς ἐκ τού­του δυ­ό μη­τρο­πο­λί­τας εἶ­ναι ἐν τῇ αὐ­τῇ ἐ­παρ­χί­α. Ὥ­ρι­σε τοί­νυν ἡ ἁ­γί­α σύ­νο­δος, τοῦ λοι­ποῦ μη­δέν τοι­οῦ­τον τολ­μά­σθαι πα­ρά ἐ­πι­σκό­που· ἐ­πεί, τόν τοι­οῦ­το ἐ­πι­χει­ρού­ντα ἐκ­πί­πτειν τοῦ ἰ­δί­ου βα­θμοῦ. Ὅ­σαι δέ ἤ­δη πό­λεις δι­ά γραμ­μά­των βα­σι­λι­κῶν τῷ τῆς μη­τρο­πόλ­ε­ως ἐ­τι­μή­θη­σαν ὀ­νό­μα­τι, μό­νης ἀ­πο­λαυ­έ­τω­σαν τῆς τι­μῆς, καί ὁ τήν ἐκ­κλη­σί­αν ταύ­την δι­οι­κῶν ἐ­πί­σκο­πος, δη­λο­νό­τι σω­ζο­μέ­νων τή κα­τ' ἀ­λή­θει­αν μη­τρο­πό­λει τῶν οἰ­κεί­ων δι­καί­ων.

Κα­νών ΙΓ΄

Ξέ­νους κλη­ρι­κούς μή ἱ­ε­ρουρ­γεῖν δί­χα συ­στα­τι­κῶν γραμ­μά­των.

Ξέ­νους κλη­ρι­κούς καί ἀ­γνώ­στους, ἐν ἑ­τέ­ρᾳ πό­λει, δί­χα συ­στα­τι­κῶν γραμ­μά­των τοῦ ἰ­δί­ου ἐ­πι­σκό­που, μη­δό­λως μη­δα­μοῦ λει­τουρ­γεῖν.

Κα­νών ΙΔ΄

Μή συ­νά­πτειν γά­μον αἱ­ρε­τι­κοῖς ἤ Ἰ­ου­δαί­οις.

Ἐ­πει­δή ἐν τι­σιν ἐ­παρ­χί­αις συ­γκε­χώ­ρη­ται τοῖς ἀ­να­γνώ­σταις καί ψάλ­ταις, γα­μεῖν, ὥ­ρι­σεν ἡ ἁ­γί­α σύ­νο­δος, μή ἐ­ξεῖ­ναι τι­νι αὐ­τῶν ἑ­τε­ρό­δο­ξον γυ­ναί­κα λαμ­βά­νειν. Τούς δέ ἤ­δη ἐκ τοι­ού­του γά­μου παι­δο­ποι­ή­σα­ντας, εἰ μέν ἔ­φθα­σον βα­πτί­σαι τα ἐξ αὐ­τῶν τε­χθέ­ντα πα­ρά τοῖς αἱ­ρε­τι­κοῖς, προ­σά­γειν αὐ­τά τή κοι­νω­νί­α τῆς κα­θο­λι­κῆς ἐκ­κλη­σί­ας μή βα­πτί­σα­ντας δέ, μή δύ­να­σθαι ἔ­τι βα­πτί­ζει αὐ­τά πα­ρά τοῖς αἱ­ρε­τι­κοῖς, μή­τε συ­νά­πτειν πρός γά­μον αἱ­ρε­τι­κῶ, ἤ Ἰ­ου­δαί­ω, ἤ Ἕλ­λη­νι, εἰ μή ἄ­ρα ἐ­παγ­γέλ­λοι­το με­τα­τί­θε­σθαι εἰς τήν ὀρ­θό­δο­ξον πί­στιν τό συ­να­πτό­με­νον πρό­σω­πον τῷ ὀρ­θο­δό­ξῳ. Εἰ δέ τίς τοῦ­τον τόν ὄ­ρον πα­ρα­βαί­η τῆς ἁ­γί­ας συ­νό­δου, κα­νο­νι­κῶ ὑ­πο­κεί­σθω ἐ­πι­τι­μί­ω.

Κα­νών ΙΕ

Πε­ρί δι­α­κο­νισ­σῶν

Δι­ά­κο­νον μή χει­ρο­το­νεῖ­σθαι γυ­ναί­κα πρό ἐ­τῶν τεσ­σα­ρά­κο­ντα, καί ταύ­την με­τ' ἀ­κρι­βοῦς δο­κι­μα­σί­ας. Εἰ δέ γέ δε­ξα­μέ­νη τήν χει­ρο­θε­σί­αν, καί χρό­νον τι­νά πα­ρα­μεί­να­σα τή λει­τουρ­γί­α ἑ­αυ­τήν ἐ­πι­δῶ γά­μω, ὑ­βρί­σα­σα τήν τοῦ Θε­οῦ χά­ριν, ἤ τοι­αύ­τη ἀ­να­θε­μα­τι­ζέ­σθω με­τά τοῦ αὐ­τή συ­να­φθέ­ντος.

Κα­νών IΣΤ´

Πε­ρί παρ­θέ­νων.

Παρ­θέ­νου ἀ­να­θεῖ­σαν ἑ­αυ­τήν τῷ δε­σπό­τῃ Θε­ῶ, ὡ­σαύ­τως δέ καί μο­νά­ζο­ντας, μή ἐ­ξεῖ­ναι γά­μω προ­σο­μι­λεῖν. Εἰ δέ γέ εὑ­ρε­θεῖ­εν τοῦ­το ποι­οῦ­ντες, ἔ­στω­σαν ἀ­κοι­νώ­νη­τοι. Ὡ­ρί­σα­με δέ ἔ­χειν τήν αὐ­θε­ντί­αν τῆς ἐ­π' αὐ­τοῖς φι­λαν­θρω­πί­ας τόν κα­τά τό­πον ἐ­πί­σκο­πον.

Κα­νών ΙΖ΄

Μή με­τα­κι­νεῖν πα­ροι­κί­αν ὑ­πό τι­νι ἐ­παρ­χί­α λ΄ ἔ­τη ὑ­πο­κει­μέ­νην.

Τάς κα­θ' ἐ­κά­στην ἐ­παρ­χί­αν ἀ­γροι­κι­κᾶς πα­ροι­κί­ας, ἤ ἐγ­χω­ρί­ους, μέ­νειν ἀ­πα­ρα­σα­λεύ­τους πα­ρά τοῖς κα­τέ­χου­σιν αὐ­τάς ἐ­πι­σκό­ποις, καί μά­λι­στα εἰ τρι­α­κο­ντα­ε­τή χρό­νον ταύ­τας ἀ­βι­ά­στως δι­α­κα­τέ­χο­ντες ὠ­κο­νό­μη­σαν. Εἰ δέ ἐ­ντός τῶν τρι­ά­κο­ντα ἐ­τῶν γε­γέ­νη­ταί τις, ἤ γέ­νοι­το πε­ρί αὐ­τῶν ἀμ­φι­σβή­τη­σις, ἐ­ξεῖ­ναι τοῖς λέ­γου­σιν ἠ­δι­κεῖ­σθαι, πε­ρί τού­των κι­νεῖν πα­ρά τή συ­νό­δω τῆς ἐ­παρ­χί­ας. Εἰ δέ τίς ἀ­δι­κοῖ­το πα­ρά τοῦ ἰ­διου μη­τρο­πο­λί­του, πα­ρά τῷ ἐ­ξάρ­χῳ τῆς δι­οι­κή­σε­ως, ἤ τῷ Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως θρό­νω, δι­κα­ζέ­σθω, κα­θά προ­εί­ρη­ται. Εἰ δέ καί τίς ἐκ βα­σι­λι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας ἐ­και­νί­σθη πό­λις, ἤ αὔ­θις και­νι­σθεί­η, τοῖς πο­λι­τι­κοῖς καί δη­μο­σί­οις τύ­ποις, καί τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πα­ροι­κι­ῶν η τά­ξις ἀ­κο­λου­θεί­τω.

Κα­νών ΙΗ΄

Πε­ρί συ­νω­μο­σί­ας κληρικῶν.

Τό τῆς συ­νω­μο­σί­ας, ἤ φα­τρί­ας, ἔ­γκλη­μα και­πα­ρᾶ των ἔ­ξω νό­μων πά­ντη κε­κώ­λυ­ται, πολ­λῶ δή μᾶλ­λον ἐν τῇ τοῦ Θε­οῦ ἐκ­κλη­σί­α τοῦ­το γί­νε­σθαι ἀ­πα­γο­ρεύ­ειν προ­σή­κει. Εἰ τι­νές τοί­νυν κλη­ρι­κοί, ἤ μο­νά­ζο­ντες, εὑ­ρε­θεῖ­εν συ­νο­μνύ­με­νοι, ἤ φα­τρι­άζ­ντες, ἤ κα­τα­σκευ­άς τυ­ρεύ­ο­ντες ἐ­πι­σκό­ποις, ἤ συ­γκλη­ρι­κοῖς, ἐκ­πι­πτέ­τω­σαν πά­ντη τοῦ οἰ­κεί­ου βα­θμοῦ.

Κα­νών ΙΘ΄

Πε­ρί ἐ­παρ­χι­α­κῶν συ­νό­δων.

Ἦλ­θεν εἰς τάς ἡ­με­τέ­ρας ἀ­κο­άς, ὡς ἐν ταίς ἐ­παρ­χί­αις αἱ κε­κα­νο­νι­σμέ­νοι σύ­νο­δοι τῶν ἐ­πι­σκό­πων οὐ γί­νο­νται, καί ἐκ τού­του πολ­λά πα­ρα­με­λεῖ­ται τῶν δι­ορ­θώ­σε­ως δε­ο­μέ­νων ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν πρα­γμά­των. Ὥ­ρι­σε τοί­νυν ἡ ἁ­γί­α σύ­νο­δος, κα­τά τούς τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων κα­νό­νας, δίς τοῦ ἑ­αυ­τοῦ ἐ­πί τό αὐ­τό συ­ντρέ­χειν κα­θ' ἐ­κά­στην ἐ­παρ­χί­αν τούς ἐ­πι­σκό­πους, ἔν­θα ἄν ὁ τῆς μη­τρο­πό­λε­ως ἐ­πί­σκο­πος δο­κι­μά­ση καί δι­ορ­θοῦν ἕ­κα­στα τά ἀ­να­κύ­πτο­τνα. Τούς δέ μή συ­νι­ό­ντας ἐ­πι­σκό­πους, ἐν­δη­μού­ντας ταίς ἑ­αυ­τῶν πό­λε­σι, καί ταῦ­τα ἐν ὑ­γεί­ᾳ δι­ά­γο­ντας καί πά­σης ἀ­πα­ραι­τή­του καί ἀ­να­γκαί­ας ἀ­σχο­λί­ας ὄ­ντας ἐ­λευ­θέ­ρους, ἀ­δελ­φι­κῶς ἐ­πι­πλήτ­τε­σθαι.

Κα­νών Κ΄

Πε­ρί τῶν δε­χο­μέ­νων ἐ­πι­σκό­πων

ξέ­νους κλη­ρι­κούς.

Κλη­ρι­κούς εἰς ἐκ­κλη­σί­αν τε­λοῦ­ντας, κα­θώς ἤ­δη ὡ­ρί­σα­μεν, μή ἐ­ξεῖ­ναι εἰς ἄλ­λης πό­λε­ως τάτ­τε­σθαι ἐκ­κλη­σί­αν· ἀλ­λά στέρ­γειν ἐ­κεί­νην, ἐν ᾑ λει­τουρ­γεῖν ἐξ ἀρ­χῆς ἠ­ξι­ώ­θη­σαν, ἐ­κτός ἐ­κεί­νων, οἵ­τι­νες ἀ­πο­λέ­σα­ντες τάς οἰ­κεί­ας πα­τρί­δας ἀ­πό ἀ­νά­γκης, εἰς ἄλ­λην ἐκ­κλη­σί­αν με­τῆλ­θον. Εἰ δέ τίς ἐ­πί­σκο­πος με­τά τόν ὄ­ρον τοῦ­τον, ἄλ­λω ἐ­πι­σκό­­πω προ­σή­κο­ντα δέ­ξοι­το κλη­ρι­κόν, ἔ­δο­ξεν ἀ­κοι­νώ­νη­τον εἶ­ναι καί τόν δε­χθέ­ντα, καί τόν δε­ξά­με­νον, ἕ­ως ἄν ὁ με­τα­στάς κλη­ρι­κός εἰς τήν ἰ­δί­αν ἐ­πα­νέλ­θη ἐκ­κλη­σί­αν.

Κα­νών ΚΑ

Ἐ­ξε­τα­στέ­οι οἱ κα­τή­γο­ροι ἐ­πι­σκό­πων, ἤ κλη­ρι­κῶν.

Κλη­ρι­κούς ἤ λα­ϊ­κούς, κα­τη­γο­ροῦ­ντας ἐ­πι­σκό­πων, ἤ κλη­ρι­κῶν, ἁ­πλῶς καί ἀ­δο­κι­μά­στως μή προσ­δέ­χε­σθαι εἰς κα­τη­γο­ρί­αν, εἰ μή πρό­τε­ρον ἐ­ξε­τα­σθεί­η αὐ­τῶν ἡ ὑ­πό­λη­ψις.

Κα­νών ΚΒ΄

Πε­ρί τοῦ μή δι­αρ­πά­ζειν τούς κλη­ρι­κούς τήν οὐ­σί­αν τῶν θνη­σκό­ντων

ἐ­πι­σκό­πων.

Μή ἐ­ξεῖ­ναι κλη­ρι­κοῖς με­τά θά­να­τον τοῦ ἰ­δί­ου ἐ­πι­σκό­που, δι­αρ­πά­ζειν τά δι­α­φέ­ρο­ντα αὐ­τῶ πρά­γμα­τα, κα­θώς καί τοῖς πα­ρα­λαμ­βά­νου­σιν ἀ­πη­γό­ρευ­ται· ἤ τούς τοῦ­το ποι­οῦ­ντας, κιν­δυ­νεύ­ειν πε­ρί τούς ἰ­δί­ους βα­θμούς.

Κα­νών ΚΓ΄

Πε­ρί ἀ­πο­μα­κρύν­σε­ως ἐκ Κωνσταντι­νουπόλεως τῶν ἄλ­λο­θεν ἀ­κοι­νω­νή­των κλη­ρι­κῶν.

Ἦλ­θεν εἰς τάς ἀ­κο­άς τῆς ἁ­γί­ας συ­νό­δου, ὡς κλη­ρι­κοί τι­νές καί μο­νά­ζο­ντες, μη­δέν ἐ­γκε­χει­ρι­σμέ­νοι ὑ­πό τοῦ ἰ­δί­ου ἐ­πι­σκό­που, ἔ­στι δ' ὅ­τε καί ἀ­κοι­νώ­νη­τοι γε­νό­με­νοι πα­ρ' αὐ­τοῦ, κα­τα­λαμ­βά­νο­ντες τήν βα­σι­λεύ­ου­σαν Κων­στα­ντι­νού­πο­λιν, ἐ­πί πο­λύ ἐν αὐ­τῇ δι­α­τρί­βου­σι, τα­ρα­χάς ἐ­μποι­οῦ­ντες, καί θο­ρυ­βοῦ­ντες τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κήν κα­τά­στα­σιν, ἀ­να­τρέ­που­σι τέ οἴ­κους τι­νῶν. Ὥ­ρι­σε τοί­νυν ἤ ἁ­γί­α σύ­νο­δος, τούς τοι­ού­τους ὑ­πο­μι­μνή­σκε­σθαι μέν πρό­τε­ρον δι­ά τοῦ ἐκ­δί­κου της κα­τά Κων­στα­ντι­νού­πο­λιν ἁ­γι­ω­τά­της ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­πί τῶν ἐ­ξελ­θεῖν τῆς βα­σι­λευ­ού­σης πό­λε­ως· εἶ­δε τοῖς αὐ­τοῖς πρά­γμα­σιν ἐ­πι­μέ­νοι­εν ἀ­ναι­σχυ­ντοῦ­ντες, καί ἄ­κο­ντας αὐ­τούς δι­ά τοῦ αὐ­τοῦ ἐκ­δί­κου ἐκ­βάλ­λε­σθαι, καί τούς ἰ­δί­ους κα­τα­λαμ­βά­νειν τό­πους.

Κα­νών ΚΔ΄

Πε­ρί τοῦ μή με­ταλ­λάτ­τε­σθαι τά μο­να­στή­ρι­α εἰς κο­σμι­κά κα­τα­λύ­μα­τα

Τά ἅ­παξ κα­θι­ε­ρω­θέ­ντα μο­να­στή­ρι­α, κα­τά γνώ­μην ἐ­πι­σκό­που, μέ­νειν εἰς τό δι­η­νε­κές μο­να­στή­ρι­α, καί τά ἀ­νή­κο­ντα αὐ­τοῖς πρά­γμα­τα φυ­λάτ­τε­σθαι, καί μη­κέ­τι γί­νε­σ­θαι ταῦ­τα κο­σμι­κά κα­τα­γώ­γι­α· τούς δέ συγ­χω­ρού­ντας τοῦ­το γί­νε­σθαι, ὑ­πο­κεῖ­σθαι τοῖς ἐκ τῶν κα­νό­νων ἐ­πι­τι­μί­οις.

Κα­νών ΚΕ΄

Πε­ρί τῆς ἐ­ντός τρι­μή­νου πλη­ρώ­σε­ως τῶν ἐ­πι­σκο­πι­κῶν θρό­νων

Ἐ­πει­δή πέρ τι­νές τῶν μη­τρο­πο­λι­τῶν, ὡς πε­ρι­η­χή­θη­μεν, ἀ­με­λού­σι τῶν ἐ­γκε­χει­ρι­σμέ­νων αὐ­τοῖς ποι­μνί­ων, καί ἀ­να­βάλ­λο­νται τάς χει­ρο­το­νί­ας τῶν ἐ­πι­σκό­πων· ἔ­δο­ξε τή ἁ­γί­α συ­νό­δω, ἐ­ντός τρι­ῶν μη­νῶν γί­νε­σθαι τάς χει­ρο­το­νί­ας τῶν ἐ­πι­σκό­πων, εἰ μή­πο­τε ἄ­ρα ἀ­πα­ραί­τη­τος ἀ­νά­γκη πα­ρα­σκευ­ά­σοι ἐ­πι­τα­θῆ­ναι τόν τῆς ἀ­να­­βο­λῆς χρό­νον. Εἰ δέ μή τοῦ­το ποι­ῆ­σοι, ὑ­πο­κεῖ­σθαι αὐ­τόν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῖς ἐ­πι­τι­μί­οις. Τήν μέν τοί πρό­σο­δον τῆς χη­ρευ­ού­σης ἐκ­κλη­σί­ας, σώ­αν πα­ρά τῷ οἰ­κο­νό­μῳ τῆς αὐ­τῆς ἐκ­κλη­σί­ας φυ­λάτ­τε­σθαι.

Κα­νών ΚΣΤ΄

Πε­ρί οἰ­κο­νό­μων

Ἐ­πει­δή ἐν τι­σιν ἐκ­κλη­σί­αις, ὡς πε­ρι­η­χή­θη­μεν, δί­χα οἰ­κο­νό­μων οἱ ἐ­πί­σκο­ποι τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά χει­ρί­ζου­σι πρά­γμα­τα, ἔ­δο­ξε πά­σαν ἐκ­κλη­σί­αν ἐ­πί­σκο­πον ἔ­χου­σαν, καί οἰ­κο­νό­μον ἔ­χει ἐκ τοῦ ἰ­δί­ου κλή­ρου, οἰ­κο­νο­μοῦ­ντα τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά κα­τά γνώ­μην τοῦ ἰ­δί­ου ἐ­πι­σκό­που· ὥ­στε μή ἀ­μάρ­τυ­ρον εἶ­ναι τήν οἰ­κο­νο­μί­αν τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, καί ἐκ τού­του σκορ­πί­ζε­σθαι τά αὐ­τῆς πρά­γμα­τα, καί λοι­δο­ρί­αν τή ἱ­ε­ρω­σύ­νη προ­στρί­βε­σθαι· εἰ δέ μή τοῦ­το ποι­ῆ­σοι, ὑ­πο­κεῖ­σθαι αὐ­τόν τοῖς θεί­οις κα­νό­σιν.

Κα­νών ΚΖ΄

Πε­ρί ἁρ­πα­ζό­ντων γυ­ναί­κας

Τούς ἁρ­πά­ζο­ντας γυ­ναί­κας ἐ­π' ὀ­νό­μα­τι συ­νοι­κε­σί­ου, ἤ συ­μπράτ­το­ντας, ἤ συ­ναι­ρο­μέ­νους τοῖς ἁρ­πά­ζου­σιν, ὥ­ρι­σεν ἡ ἁ­γί­α σύ­νο­δος, εἰ μέν κλη­ρι­κοί εἶ­εν, ἐκ­πί­πτειν τοῦ ἰ­δί­ου βα­θμοῦ· εἰ δέ λα­ϊ­κοί, ἀ­να­θε­μα­τί­ζε­σθαι.

Κα­νών ΚΗ΄

Πε­ρί τῶν τοῦ Κωνσταντινουπόλεως προ­νο­μί­ων

Πα­ντα­χοῦ τοῖς τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων ὄ­ροις ἑ­πό­με­νοι, καί τόν ἀρ­τί­ως ἀ­να­γνω­σθέ­ντα κα­νό­να τῶν ἑ­κα­τό πε­ντή­κο­ντα θε­ο­φι­λε­στά­των ἐ­πι­σκό­πων, τῶν συ­να­χθέ­ντων ἐ­πί τοῦ τῆς εὐ­σε­βοῦς μνή­μης Με­γά­λου Θε­ο­δο­σί­ου, τοῦ γε­νο­μέ­νου βα­σι­λέ­ως ἐν τῇ βα­σι­λί­δι Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως Νέ­α Ρώ­μη γνω­ρί­ζο­ντες, τά αὐ­τά καί ἡ­μεῖς ὁ­ρί­ζο­μεν τέ καί ψη­φι­ζό­με­θα πε­ρί τῶν πρε­σβεί­ων τῆς ἁ­γι­ω­τά­της ἐκ­κλη­σί­ας τῆς αὐ­τῆς Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως Νέ­ας Ρώ­μης· καί γάρ τῷ θρό­νῳ τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας Ρώ­μης, δι­ά τό βα­σι­λεύ­ειν τήν πό­λιν ἐ­κεί­νην, οἱ Πα­τέ­ρες εἰ­κό­τως ἀ­πο­δε­δώ­κα­σι τά πρε­σβεί­α. Καί τῷ αὐ­τῷ σκο­πῶ κι­νού­με­νοι οἱ ἑ­κα­τόν πε­ντή­κο­ντα Θε­ο­φι­λέ­στα­τοι ἐ­πί­σκο­ποι, τά ἴ­σα πρε­σβεί­α ἀ­πέ­νει­μαν τῷ τῆς Νέ­ας Ρώ­μης ἁ­γι­ω­τά­τω θρό­νω, εὐ­λό­γως κρί­να­ντες, τήν βα­σι­λεί­α καί συ­γκλή­τω τι­μη­θεῖ­σαν πό­λιν καί τῶν ἴ­σων ἀ­πο­λαύ­ου­σαν πρε­σβεί­ων τή πρε­σβυ­τέ­ρα βα­σι­λί­δι Ρώ­μη, καί ἐν τοῖς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῖς ὡς ἐ­κεί­νην ὑ­πάρ­χου­σαν. Καί ὥ­στε τούς τῆς Πο­ντι­κῆς, καί τῆς Ἀ­σι­α­νῆς καί τῆς Θρα­κι­κῆς δι­οι­κή­σε­ως μη­τρο­πο­λί­τας μό­νους, ἔ­τι δέ καί τούς ἐν τοι­ς βαρ­βα­ρι­κοῖς ἐ­πι­σκό­πους τῶν προ­ει­ρη­μέ­νων δι­οι­κή­σε­ων χει­ρο­το­νεῖ­σθαι ὑ­πό τοῦ προ­ει­ρη­μέ­νου Ἁ­γι­ω­τά­του θρό­νου της κα­τά Κων­στα­ντι­νού­πο­λιν ἁ­γι­ω­τά­της ἐκ­κλη­σί­ας· δη­λα­δή ἑ­κά­στου μη­τρο­πο­λί­του τῶν προ­ει­ρη­μέ­νων δι­οι­κή­σε­ων με­τά τῶν τῆς ἐ­παρ­χί­ας ἐ­πι­σκό­πων χει­ρο­το­νοῦ­ντος τους τῆς ἐ­παρ­χί­ας ἐ­πι­σκό­πους, κα­θώς τοῖς θεί­οις κα­νό­σι δι­η­γό­ρευ­ται· χει­ρο­το­νεῖ­σθαι, δέ, κα­θώς εἴ­ρη­ται τούς μη­τρο­πο­λί­τας τῶν προ­ει­ρη­με­νων δι­οι­κή­σε­ων πα­ρά τοῦ Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που, ψη­φι­σμά­των συμ­φώ­νων κα­τά τό ἔ­θος γι­νο­μέ­νων, καί ἐ­π' αὐ­τόν ἀ­να­φε­ρο­μέ­νων.

Κα­νών ΚΘ

Οἱ ἐ­πί­σκο­ποι οὐχ ὑ­πο­βι­βά­ζονται εἰς πρε­σβυ­τέ­ρους

Ἐ­πί­σκο­πον εἰς πρε­σβυ­τέ­ρου βα­θμόν φέ­ρειν, ἱ­ε­ρο­συ­λί­αν ἐ­στίν. Εἰ δέ αἰ­τί­α τίς δι­καί­α ἐ­κεί­νους ἀ­πό τῆς πρά­ξε­ως τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς ἀ­πο­κι­νεῖ, οὐ­δέ πρε­σβυ­τέ­ρου τό­πον κα­τέ­χειν ὀ­φεί­λου­σιν. Εἰ δέ ἐ­κτός τι­νός ἐ­γκλή­μα­τος ἀ­πε­κι­νή­θη­σαν τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος, πρός τήν τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς ἀ­ξί­αν ἐ­πα­να­στρέ­ψου­σιν.

Ἀ­να­τό­λι­ος ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως, εἶ­πεν Οὗ­τοι οἱ λε­γό­με­νοι ἀ­πό τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς ἀ­ξί­ας εἰς τήν τοῦ πρε­σβυ­τέ­ρου τά­ξιν κα­τε­λη­λυ­θέ­ναι, εἰ μέν ὑ­πό εὐ­λό­γων τι­νῶν αἰ­τι­ῶν κα­τα­δι­κά­ζο­νται, εἰ­κό­τως οὐ­δέ τῆς πρε­σβυ­τέ­ρου ἐ­ντός ἄ­ξι­οι τυγ­χά­νου­σιν εἶ­ναι τι­μῆς· εἰ δέ δί­χα τι­νός αἰ­τί­ας εὐ­λό­γου εἰς τόν ἥτ­το­να κα­τε­βι­βά­σθη­σαν βα­θμόν, δί­και­οι τυγ­χά­νου­σιν, εἰ γέ ἀ­νεύ­θυ­νοι φα­νεῖ­εν, τήν τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς ἐ­πα­να­λα­βεῖν ἀ­ξί­αν τέ καί ἱ­ε­ρω­σύ­νην.

Κα­νών Λ΄

Πε­ρί τῶν ἐν τῇ συ­νό­δῳ μή ὑ­πο­γρα­φό­ντων Αἰ­γυ­πτί­ων ἐ­πι­σκό­πων

Ἐ­πει­δή οἱ εὐ­λα­βέ­στα­τοι ἐ­πί­σκο­ποι τῆς Αἰ­γύ­πτου, οὐχ ὡς μα­χό­με­νοι τή κα­θο­λι­κή πί­στει, ὑ­πο­γρά­ψαι τή ἐ­πι­στο­λή τοῦ ὀ­σι­ω­τά­του ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Λέ­ο­ντος ἐ­πί τοῦ πα­ρό­ντος ἀ­νε­βά­λο­ντο, ἀλ­λά φά­σκο­ντες, ἔ­θος εἶ­ναι ἐν τῇ Αἰ­γυ­πτι­α­κῇ δι­οι­κή­σει πα­ρά γνώ­μην καί δι­α­τύ­πω­σιν τοῦ ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που μη­δέν τοι­οῦ­το ποι­εῖν· καί ἀ­ξι­ού­σιν ἐν­δο­θῆ­ναι αὐ­τοῖς ἄ­χρι τῆς χει­ρο­το­νί­ας τοῦ ἐ­σο­μέ­νου της τῶν Ἀ­λε­ξαν­δρέ­ων με­γα­λου­πό­λε­ως ἐ­πι­σκό­που· εὔ­λο­γον ἠ­μίν ἐ­φά­νη καί φι­λάν­θρω­πον, ὥ­στε αὐ­τοῖς μέ­νου­σιν ἐ­πί τοῦ οἰ­κεί­ου σχή­μα­τος ἐν τῇ βα­σι­λευ­ού­σῃ πό­λει, ἔν­δο­σιν πα­ρα­σχε­θῆ­ναι, ἄ­χρις ἄν χει­ρο­το­νη­θῆ ὁ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρέ­ων με­γα­λου­πό­λε­ως. Ὅ­θεν μέ­νο­ντες ἐ­πί τοῦ οἰ­κεί­ου σχή­μα­τος, ἤ ἐγ­γύ­ας πα­ρέ­ξου­σιν, εἰ τοῦ­το αὐ­τοῖς δυ­να­τόν, ἤ ἐ­ξω­μο­σί­α κα­τα­πι­στευ­θή­σο­νται.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ[30]

1ος κα­νό­νας

Πε­ρί φυ­λα­κής των συ­νο­δι­κών

κα­νό­νων.

Θε­ω­ρή­σα­με σω­στό να ι­σχύ­ουν οι μέ­χρι τώ­ρα κα­νό­νες που τέ­θη­καν α­πό τους Α­γί­ους Πα­τέ­ρες σε κά­θε σύ­νο­δο.

2ος κα­νό­νας

Να μη γί­νον­ται χει­ρο­το­νί­ες δια

χρη­μά­των.

Αν κά­ποι­ος Ε­πί­σκο­πος τε­λέ­σει χει­ρο­το­νί­α με χρή­μα­τα και υ­πο­βι­βά­σει σε πώ­λη­ση την χά­ρη που δεν που­λι­έ­ται και χει­ρο­το­νή­σει παίρ­νον­τας χρή­μα­τα ε­πί­σκο­πο, ή χω­ρε­πί­σκο­πο, ή πρε­σβυ­τέ­ρους, ή δι­α­κό­νους, ή κά­ποι­ον άλ­λο α­π' αυ­τούς που συγ­κα­τα­λέ­γον­ται στον κλή­ρο ή «προ­βάλ­λει» παίρ­νον­τας χρή­μα­τα οι­κο­νό­μο, ή έκ­δι­κο, ή πα­ρα­μο­νά­ριο, ή γε­νι­κά κά­ποι­ον α­πό τον κλή­ρο α­πό προ­σω­πι­κή του αι­σχρο­κέρ­δεια, αυ­τός που το ε­πι­χεί­ρη­σε, α­φού ε­λεγ­χθεί, να κιν­δυ­νεύ­ει να χά­σει τον βαθ­μό του και ο χει­ρο­το­νού­με­νος να μην ω­φε­λεί­ται κα­θό­λου α­πό τη χει­ρο­το­νί­α, ή «προ­βο­λή», που έ­λα­βε με α­γο­ρα­πω­λη­σί­α: αλ­λά να εί­ναι α­πο­ξε­νω­μέ­νος α­πό την τι­μή που πή­ρε με χρή­μα­τα. Κι αν κά­ποι­ος α­πο­δει­χθεί ό­τι με­σι­τεύ­ει στο τό­σο αι­σχρό και α­θέ­μι­το κέρ­δος, και αυ­τός αν εί­ναι κλη­ρι­κός να εκ­πί­πτει α­πό το βαθ­μό του· κι αν εί­ναι λα­ϊ­κός, ή μο­να­χός, να α­να­θε­μα­τί­ζε­ται.

3ος κα­νό­νας

Πε­ρί κλη­ρι­κών ή μο­να­χών που α­να­λαμ­βά­νουν κο­σμι­κές φρον­τί­δες.

Η α­γί­α σύ­νο­δος πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ό­τι κά­ποι­ος α­π' αυ­τούς που κα­τα­τά­χτη­καν στον κλή­ρο α­πό αι­σχρο­κέρ­δεια γί­νον­ται μι­σθω­τές ξέ­νων κτη­μά­των και πε­ρι­πλέ­κον­ται σε κο­σμι­κές υ­πο­θέ­σεις α­με­λών­τας τε­λεί­ως το λει­τούρ­γη­μά τους προς τον Θε­ό, ει­σερ­χό­με­νοι με δο­λο­πλο­κί­ες στα σπί­τια των κο­σμι­κών και α­να­λαμ­βά­νον­τας α­πό φι­λαρ­γυ­ρί­α δι­α­χει­ρί­σεις πε­ρι­ου­σι­ών. Ό­ρι­σε λοι­πόν η α­γί­α και με­γά­λη σύ­νο­δος κα­νέ­νας στο ε­ξής, ού­τε ε­πί­σκο­πος, ού­τε κλη­ρι­κός, ού­τε μο­να­χός να μη μι­σθώ­νει κτή­μα­τα και να μην πε­ρι­πλέ­κε­ται σε δι­α­χεί­ρι­ση κο­σμι­κών υ­πο­θέ­σε­ων πα­ρά μό­νο αν τυ­χόν κλη­θεί α­πό τους νό­μους να γί­νει α­πα­ραί­τη­τα ε­πί­τρο­πος α­νη­λί­κων παι­δι­ών, ή αν ο ε­πί­σκο­πος της πό­λης ε­κτρέ­ψει να φρον­τί­ζει εκ­κλη­σι­α­στι­κές υ­πο­θέ­σεις ή ορ­φα­νά, ή α­προ­στά­τευ­τες χή­ρες και πρό­σω­πα που προ­πάν­των χρει­ά­ζον­ται την εκ­κλη­σι­α­στι­κή βο­ή­θεια για τον φό­βο του Θε­ού. Και αν κά­ποι­ος στο ε­ξής, πα­ρα­βαί­νον­τας αυ­τά που ο­ρί­στη­καν α­σχο­λη­θεί με τέ­τοι­ες υ­πο­θέ­σεις, αυ­τός να υ­πό­κει­ται σε εκ­κλη­σι­α­στι­κά ε­πιτίμια.

4ος κα­νό­νας

Πε­ρί του να μην ι­δρύ­ε­ται μο­νή δί­χως

επισκο­πι­κής γνώ­μης

Αυ­τοί που α­λη­θι­νά και με ει­λι­κρί­νεια α­κο­λου­θούν τον μο­να­χι­κό βί­ο, να θε­ω­ρούν­ται ά­ξιοι της τι­μής που τους αρ­μό­ζει. Ε­πει­δή ό­μως κά­ποι­οι χρη­σι­μο­ποι­ών­τας την ι­δι­ό­τη­τα του μο­να­χού, πε­ρι­ο­δεύ­ουν χω­ρίς ει­δι­κή εν­το­λή στις πό­λεις και δι­α­τα­ράσ­σουν τις εκ­κλη­σί­ες και τις πο­λι­τι­κές υ­πο­θέ­σεις και α­κό­μη ε­πι­χει­ρούν να ι­δρύ­ουν προς ό­φε­λός τους μο­να­στή­ρια, α­πο­φα­σί­στη­κε κα­νέ­νας που­θε­νά να μη κτί­ζει ού­τε να ι­δρύ­ει μο­να­στή­ρι, ή ευ­κτή­ριο οί­κο χω­ρίς τη γνώ­μη του Ε­πι­σκό­που της πό­λε­ως· και ό­σοι σε κά­θε πό­λη και χω­ριό εί­ναι μο­να­χοί να υ­πο­τάσ­σον­ται στον Ε­πίσ­κο­πο και να α­σπά­ζον­ται την η­συ­χί­α και να προ­σέ­χουν μό­νο στη νη­στεί­α και στην προ­σευ­χή μέ­νον­τας καρ­τε­ρι­κά στον τό­πο που τά­χθη­καν ως μο­να­χοί. Και να μη πα­ρε­νο­χλούν εκ­κλη­σι­α­στι­κές ή κο­σμι­κές υ­πο­θέ­σεις, ού­τε να πε­ρι­πλέ­κον­ται σ' αυ­τές εγ­κα­τα­λεί­πον­τας τα μο­να­στή­ρια τους, ε­κτός και αν κά­πο­τε τους ε­πι­τρα­πεί α­πό τον ε­πί­σκο­πο της πό­λης ε­ξ' αι­τί­ας α­νάγ­κης. Και κα­νέ­νας δού­λος να μη γί­νε­ται δε­κτός, στα μο­να­στή­ρια για να μο­νά­σει χω­ρίς τη γνώ­μη του κυ­ρί­ου του. Και ό­ποι­ος πα­ρα­βαί­νει τον κα­νό­να μας αυ­τό ο­ρί­σα­με να εί­ναι α­κοι­νώ­νη­τος, για να μη βλα­σφη­μεί­ται το ό­νο­μα του Θε­ού. Ο ε­πί­σκο­πος, λοι­πόν της πό­λης πρέ­πει να προ­νο­εί για τα μο­να­στή­ρια.

5ος κα­νό­νας

Πε­ρί με­τα­κι­νή­σε­ων κλη­ρι­κών

Σχε­τι­κά με τους ε­πισ­κό­πους ή κλη­ρι­κούς που με­τα­βαί­νουν α­πό πό­λη σε πό­λη α­πο­φα­σί­στη­κε να ι­σχύ­ουν οι κα­νό­νες που ο­ρί­στη­καν γι' αυ­τούς α­πό τους α­γί­ους πα­τέ­ρες.

6ος κα­νό­νας

Να μη χει­ρο­το­νεί­ται κα­νείς

«α­πολε­λυ­­μέ­νως».

Κα­νέ­νας να μη χει­ρο­το­νεί­ται α­ό­ρι­στα, ού­τε πρε­σβύ­τε­ρος, ού­τε δι­ά­κο­νος, ού­τε γε­νι­κά κά­ποι­ος α­πό το εκ­κλη­σι­α­στι­κό τάγ­μα, πα­ρά μό­νο αν χει­ρο­το­νεί­ται ει­δι­κά, σε εκ­κλη­σί­α πό­λης, ή χω­ριού, ή σε εκ­κλη­σί­α στο ό­νο­μα μάρ­τυ­ρα, ή σε μο­να­στή­ρι. Και ό­σοι χει­ρο­το­νούν­ται α­ό­ρι­στα, η α­γί­α Σύ­νο­δος ό­ρι­σε να έ­χουν την χει­ρο­το­νί­α ά­κυ­ρη και που­θε­νά να μην μπο­ρούν να ε­νερ­γούν (τα της ι­ε­ρω­σύ­νης) για να α­τι­μά­ζε­ται αυ­τός που τους χει­ρο­τό­νη­σε.

7ος κα­νό­νας

Να μη στρα­τεύ­ον­ται οι κλη­ρι­κοί & οι μο­να­χοί.

Ο­ρί­σα­με να μη στρα­τεύ­ον­ται, ού­­τε να παίρ­νουν κο­σμι­κό α­ξί­ω­μα αυ­τοί που μια για πάν­τα τά­χθη­καν στον κλή­ρο, ή εί­ναι μο­να­χοί. Δι­α­φο­ρε­τι­κά, αν το κά­νουν αυ­τό και δε με­τα­νο­ούν, ώ­στε να ε­πι­στρέ­ψουν σ' αυ­τό που δι­ά­λε­ξαν προ­η­γου­μέ­νως για χά­ρη του Θε­ού να α­να­θε­μα­τί­ζον­ται

8ος κα­νό­νας

Οι κλη­ρι­κοί των πτω­χο­κο­μεί­ων και μο­να­στη­ρί­ων να υ­πο­τάσ­σον­ται στον επί­σκο­πο.

Οι κλη­ρι­κοί των πτω­χο­κο­μεί­ων και των μο­να­στη­ρί­ων και των εκ­κλη­σι­ών στο ό­νο­μα μαρ­τύ­ρων να πα­ρα­μέ­νουν σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση των Α­γί­ων Πα­τέ­ρων υ­πό την ε­ξου­σί­α των ε­πι­σκό­πων κά­θε πό­λης και να μην α­πο­σκιρ­τούν α­πό τον δι­κό τους ε­πί­σκο­πο με αυ­θά­δεια. Κι ό­σοι λοι­πόν τολ­μούν να α­να­τρέ­πουν αυ­τήν την δι­ά­τα­ξη με ο­ποι­ον­δή­πο­τε τρό­πο και δεν υ­πο­τάσ­σον­ται στον ε­πί­σκο­πό τους, αν εί­ναι κλη­ρι­κοί να υ­πό­κειν­ται στα ε­πι­τί­μια των κα­νό­νων και αν εί­ναι λα­ϊ­κοί ή μο­να­χοί να μέ­νουν α­κοι­νώ­νη­τοι.

9ος κα­νό­νας

Α­πό ποι­ον δι­κά­ζον­ται οι κλη­ρι­κοί

Αν κά­ποι­ος κλη­ρι­κός έ­χει μια υ­πό­θε­ση ε­ναν­τί­ον κά­ποι­ου άλ­λου κλη­ρι­κού, να μην εγ­κα­τα­λεί­πει τον ε­πί­σκο­πό του και να μην κα­τα­φεύ­γει σε κο­σμι­κά δι­κα­στή­ρια, αλ­λά προ­η­γου­μέ­νως να φέρ­νει την υ­πό­θε­ση στον δι­κό του ε­πί­σκο­πο ή του­λά­χι­στον με τη γνώ­μη του ε­πι­σκό­που αυ­τού να α­να­θέ­τουν τη δι­α­δι­κα­σί­α της δί­κης ό­που θέ­λουν και οι δύ­ο πλευ­ρές κι αν κά­ποι­ος ε­νερ­γή­σει αν­τί­θε­τα μ' αυ­τά να υ­πό­κει­ται σε κα­νο­νι­κά ε­κτί­μια. Κι αν κά­ποι­ος κλη­ρι­κός έ­χει μί­α υ­πό­θε­ση ε­ναν­τί­ον του δι­κού του ή και άλ­λου ε­πι­σκό­που, να εκ­δι­κά­ζε­ται αυ­τή στη σύ­νο­δο της ε­παρ­χί­ας. Κι αν κά­ποι­ος Ε­πί­σκο­πος, ή κλη­ρι­κός δι­α­φω­νεί ε­ναν­τί­ον του Μη­τρο­πο­λί­τη της ί­διας της ε­παρ­χί­ας του να προ­σφεύ­γει στον έ­ξαρ­χο της δι­οι­κή­σε­ως ή στον θρό­νο της βα­σι­λεύ­ου­σας Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως και ε­νώ­πιον αυ­τού να εκ­δι­κά­ζε­ται (η υ­πό­θε­ση).

10ος κα­νό­νας

Κλη­ρι­κός να μην εγ­κα­τα­λεί­πει την

ε­νο­ρί­α του.

Δεν ε­πι­τρέ­πε­ται έ­νας κλη­ρι­κός να συγ­κα­τα­λέ­γε­ται ταυ­τό­χρο­να σε εκ­κλη­σί­ες δύ­ο πό­λε­ων, δη­λα­δή σ' αυ­τήν που αρ­χι­κά χει­ρο­το­νή­θη­κε και σ' αυ­τήν που κα­τέ­φυ­γε για­τί τά­χα ή­ταν με­γα­λύ­τε­ρη, ε­ξαι­τί­ας κε­νό­δο­ξης ε­πι­θυ­μί­ας. Ό­σοι λοι­πόν το κά­νουν αυ­τό να α­πο­κα­θί­σταν­ται στην δι­κή τους εκ­κλη­σί­α, στην ο­ποί­α αρ­χι­κά χει­ρο­το­νή­θη­καν, και ε­κεί μό­νο να λει­τουρ­γούν. Αν ό­μως κά­ποι­ος με­τα­τέ­θη­κε κι­ό­λας α­πό μια εκ­κλη­σί­α σε άλ­λη, να μην έ­χει κα­­μί­α ε­πι­κοι­νω­νί­α με τα πράγ­μα­τα της προ­η­γού­με­νης εκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή των εκ­κλη­σι­ών στο ό­νο­μα μαρ­τύ­ρων, πτω­χο­κο­μεί­ων ή ξε­νο­δο­χεί­ων που υ­πό­κειν­ται σ' αυ­τήν. Και ό­σοι τολ­μούν, ύ­στε­ρα α­πό τον κα­νό­να της με­γά­λης και οι­κου­με­νι­κής αυ­τής συ­νό­δου να κά­νουν κά­τι α­π' αυ­τά που τώ­ρα α­πα­γο­ρεύ­ον­ται, η α­γί­α σύ­νο­δος ώ­ρι­σε να κα­θαι­ρούν­ται.

11ος κα­νό­νας

Ποι­οι λαμ­βά­νουν «ει­ρη­νι­κές»

ε­πι­στο­λές

Ό­λοι οι φτω­χοί και ό­σοι χρει­ά­ζον­ται βο­ή­θεια, ο­ρί­σα­με να πο­ρεύ­ον­ται παίρ­νον­τας μό­νο «ει­ρη­νι­κές» εκ­κλη­σι­α­στι­κές ε­πι­στο­λές ύ­στε­ρα α­πό ε­ξέ­τα­ση και ό­χι «συ­στα­τι­κές»· για­τί οι συ­στα­τι­κές ε­πι­στο­λές ται­ριά­ζει να πα­ρέ­χον­ται μό­νο σε πρό­σω­πα που έ­χουν υ­πό­λη­ψη.

12ος κα­νό­νας

Να μη δι­αι­ρεί­ται η μί­α Μη­τρό­πο­λη

σε δύ­ο

Πλη­ρο­φο­ρη­θή­κα­με ό­τι κά­ποι­οι πα­ρά τους εκ­κλη­σι­α­στι­κούς θε­σμούς προ­σφεύ­γον­τας σε βα­σι­λείς δι­αί­ρε­σαν τη μί­α ε­παρ­χί­α σε δύ­ο με βα­σι­λι­κές δι­α­τα­γές, ώ­στε ε­ξ' αι­τί­ας τού­του να υ­πάρ­χουν στην ί­δια ε­παρ­χί­α δύ­ο Μη­τρο­πο­λί­τες. Ό­ρι­σε, λοι­πόν, η α­γί­α Σύ­νο­δος στο ε­ξής να μη τολ­μά τί­πο­τα τέ­τοι­ο ο ε­πί­σκο­πος, για­τί ό­ποι­ος ε­πι­χει­ρεί κά­τι τέ­τοι­ο θα κα­θαι­ρεί­ται. Κι ό­σες πό­λεις με βα­σι­λι­κά γράμ­μα­τα τι­μή­θη­καν ή­δη με το ό­νο­μα της μη­τρό­πο­λης, να α­να­λαμ­βά­νουν μό­νο την τι­μή, το ί­διο και ο ε­πί­σκο­πος που δι­οι­κεί αυ­τήν την εκ­κλη­σί­α, ώ­στε να δι­α­φυ­λάτ­τον­ται, δη­λα­δή, τα δι­και­ώ­μα­τα που α­νή­κουν στην α­λη­θι­νή μη­τρό­πο­λη.

13ος κα­νό­νας

Ξέ­νοι κλη­ρι­κοί να μή λει­τουρ­γούν δί­χως συσ­τστι­κών γραμ­μά­των

Ξέ­νοι και ά­γνω­στοι κλη­ρι­κοί να μη λει­τουρ­γούν που­θε­νά και με κα­νέ­να τρό­πο σε άλ­λες πό­λεις χω­ρίς συ­στα­τι­κές ε­πι­στο­λές του ε­πι­σκό­που τους.

14ος κα­νό­νας

Να μη συ­νά­πτον­ται γά­μοι με αι­ρε­τι­κούς ή Ι­ου­δαί­ους.

Ε­πει­δή σε κά­ποι­ες ε­παρ­χί­ες έ­χει ε­πι­τρα­πεί στους α­να­γνώ­στες και τους ψάλ­τες να παν­τρεύ­ον­ται, η α­γί­α σύ­νο­δος ώ­ρι­σε να μην ε­πι­τρέ­πε­ται σε κά­ποι­ον α­π' αυ­τούς να πά­ρει γυ­ναί­κα ε­τε­ρό­δο­ξη. Κι ό­σοι έ­χουν ή­δη α­πο­κτή­σει παι­διά α­πό τέ­τοι­ο γά­μο, αν πρό­λα­βαν να βα­πτί­σουν σε αι­ρε­τι­κούς ό­σα παι­διά γεν­νή­θη­καν α­π' αυ­τούς, να τα φέρ­νουν αυ­τά στην κοι­νω­νί­α της κα­θο­λι­κής εκ­κλη­σί­ας· αν δεν τα βά­πτι­σαν, να μη μπο­ρούν πλέ­ον να τα βα­πτί­σουν στους αι­ρε­τι­κούς, ού­τε να τα παν­τρεύ­ουν με αι­ρε­τι­κό ή Ι­ου­δαί­ο, ή Ει­δω­λο­λά­τρη, αν το πρό­σω­πο το αι­ρε­τι­κό που παν­τρεύ­ε­ται με το ορ­θό­δο­ξο δεν υ­πό­σχε­ται ό­τι θα α­σπα­σθεί την ορ­θό­δο­ξη πί­στη. Κι αν κά­ποι­ος πα­ρα­βεί αυ­τόν τον κα­νό­να της α­γί­ας συ­νό­δου, υ­πό­κει­ται σε κα­νο­νι­κό ε­πι­τί­μιο.

15ος κα­νό­νας

Πε­ρί δι­α­κο­νισ­σών.

Να μη χει­ρο­το­νεί­ται γυ­ναί­κα δι­ά­κο­νος προ­τού γί­νει σα­ράν­τα ε­τών και αυ­τή ύ­στε­ρα α­πό α­κρι­βή δο­κι­μα­σί­α. Αν α­φού δέ­χθη­κε τη χει­ρο­θε­σί­α και πα­ρέ­με­νε για κά­ ποι­ο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα στο λει­τούρ­γη­μα, παν­τρευ­τεί, πε­ρι­φρο­νών­τας τη χά­ρη του Θε­ού, αυ­τή να α­να­θε­μα­τί­ζε­ται μα­ζί μ' ε­κεί­νον που την παν­τρεύ­τη­κε.

16ος κα­νό­νας

Πε­ρί παρ­θέ­νων.

Κο­πέ­λα που α­φι­έ­ρω­σε τον ε­αυ­τό της στο δε­σπό­τη Θε­ό, ό­πως και οι μο­να­χοί, δεν ε­πι­τρέ­πε­ται να παν­τρεύ­ε­ται.Κι αν βρε­θούν να το κά­νουν αυ­τό, να εί­ναι α­κοι­νώ­νη­τοι. Ο­ρί­σα­με ο κα­τά τό­πον ε­πί­σκο­πος να έ­χει την ε­ξου­σί­α της φι­λαν­θρω­πί­ας πά­νω σ' αυ­τούς.

17ος κα­νό­νας

Να μη μετακινείται παροικία από μία επαρχία στην οποία ανήκει για 30 έτη.

Οι α­π­μα­κρυ­σμέ­νες πα­ροι­κί­ες κά­­θε ε­παρ­χί­ας, ή αυ­τές που βρί­σκον­ται κον­τά σε χω­ριό ή πό­λη να μέ­νουν α­να­πόσπα­στες στους ε­πι­σκό­πους που τις κα­τέ­χουν και προ­πάν­των αν τις α­πέ­κτη­σαν κα­τέ­χον­τάς τες για 30 χρό­νια, χω­ρίς κα­μί­α βί­α. Αν ό­μως μέ­σα στο δι­ά­στη­μα των 30 χρό­νων έ­χει γί­νει ή θα γί­νει κά­ποι­α αμ­φι­σβή­τη­ση, να ε­πι­τρέ­πε­ται σ' αυ­τούς που λέ­νε ό­τι έ­χουν α­δι­κη­θεί να φέ­ρουν την υ­πό­θε­ση στη σύ­νο­δο της ε­παρ­χί­ας. Και αν κά­ποι­ος α­δι­κεί­ται α­πό τον μη­τρο­πο­λί­τη του να εκ­δι­κά­ζε­ται η υ­πό­θε­ση στον έ­ξαρ­χο της δι­οι­κή­σε­ως ή στον θρό­νο του Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, σύμ­φω­να με ό­σα έ­χουν ει­πω­θεί πα­ρα­πά­νω. Κι αν κά­ποι­α πό­λη α­να­και­νί­σθη­κε, ή θα α­να­και­νι­σθεί στο ε­ξής α­πό τη βα­σι­λι­κή ε­ξου­σί­α, η τά­ξη των εκ­κλη­σι­α­στι­κών πα­ροι­κι­ών να α­κο­λου­θεί τα πο­λι­τι­κά και δη­μό­σια πρό­τυ­πα.

18ος κα­νό­νας

Συ­νο­μω­σί­α κλη­ρι­κών

Το έγ­κλη­μα της συ­νο­μω­σί­ας ή του φα­τρι­α­τι­σμού εί­ναι α­πα­γο­ρευ­μέ­νο με κά­θε τρό­πο α­πό τους πο­λι­τι­κούς νό­μους και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο βέ­βαι­α ται­ριά­ζει ν' α­πα­γο­ρεύ­ου­με να γί­νε­ται αυ­τό στην Εκ­κλη­σί­α του Θε­ού. Αν λοι­πόν κά­ποι­οι κλη­ρι­κοί ή μο­να­χοί βρε­θούν να συ­νω­μο­τούν ή να φα­τριά­ζουν ή να ε­πι­βου­λεύ­ον­ται ε­πι­σκό­πους ή συγ­κλη­ρι­κούς τους, να χά­νουν τε­λεί­ως το α­ξί­ω­μά τους (να κα­θαι­ρούν­ται).

19ος κα­νό­νας

Πε­ρί ε­παρ­χια­κών συ­νό­δων.

Πλη­ρο­φο­ρη­θή­κα­με ε­μείς ό­τι δεν γί­νον­ται στις ε­παρ­χί­ες οι κα­νο­νι­σμέ­νες σύ­νο­δοι των ε­πι­σκό­πων, με α­πο­τέ­λε­σμα να πα­ρα­με­λούν­ται πολ­λές εκ­κλη­σι­α­στι­κές που χρει­ά­ζον­ται δι­όρ­θω­ση. Ό­ρι­σε λοι­πόν η α­γί­α Σύ­νο­δος, σύμ­φω­να με τους κα­νό­νες των α­γί­ων Πα­τέ­ρων, δύ­ο φο­ρές το χρό­νο οι ε­πί­σκο­ποι σε κά­θε ε­παρ­χί­α να συγ­κεντρώ­νον­ται στο ί­διο μέ­ρος, ε­κεί ό­που θα εγ­κρί­νει ο ε­πί­σκο­πος της Μη­τρο­πό­λε­ως και να τα­κτο­ποι­ούν κά­θε ζή­τη­μα που α­να­κύ­πτει. Και οι ε­πί­σκο­ποι που δεν πη­γαί­νουν στην Σύ­νο­δο, αλ­λά βρί­σκον­ται στις πό­λεις τους με κα­λή υ­γεί­α μά­λι­στα και ε­λεύ­θε­ροι α­πό κά­θε α­πα­ραί­τη­τα και α­ναγ­καί­α σχό­λια να ε­πι­πλήτ­τον­ται α­δελ­φι­κά.

20ος κα­νό­νας

Πώς να δέ­χον­ται οι Ε­πί­σκο­ποι

ξέ­νους κλη­ρι­κούς.

Οι κλη­ρι­κοί που συγ­κα­τα­ριθ­μούν­ται σε μί­α εκ­κλη­σί­α, ό­πως ή­δη ο­ρί­σα­με, να μην ε­πι­τρέ­πε­ται να κα­τα­τάσ­σε­ται σε εκ­κλη­σί­α άλ­λης πό­λε­ως, αλ­λά να αρ­κούν­ται σ' ε­κεί­νη στην ο­ποί­α α­ξι­ώ­θη­καν α­πό την αρ­χή να λει­τουρ­γούν, ε­κτός α­πό ε­κεί­νους οι ο­ποί­οι έ­χα­σαν τις πα­τρί­δες τους και α­πό α­νάγ­κη πή­γαν σε άλ­λη εκ­κλη­σί­α. Κι αν κά­ποι­ος Ε­πί­σκο­πος, ύ­στε­ρα α­π' αυ­τόν τον κα­νό­να δε­χθεί κλη­ρι­κό που α­νή­κει σ' άλ­λον ε­πί­σκο­πο, α­πο­φα­σί­στη­κε να μεί­νει α­κοι­νώ­νη­τος και αυ­τός που έ­γι­νε δε­κτός και αυ­τός που τον δέ­χτη­κε, ώ­σπου να ε­πα­νέλ­θει στην Εκ­κλη­σί­α του ο κλη­ρι­κός που με­τα­κι­νή­θη­κε.

21ος κα­νό­νας

Κα­τή­γο­ροι Ἐπισκόπων

ή κλη­ρι­κών

Κλη­ρι­κοί ή λα­ϊ­κοί που κα­τη­γο­ρούν ε­πι­σκό­πους ή κλη­ρι­κούς να μη γί­νον­ται δε­κτοί α­μέ­σως και α­νε­ξέ­τα­στα για κα­τη­γο­ρί­α, πα­ρά μό­νο ε­άν ε­ξε­τα­στεί προ­η­γου­μέ­νως η υ­πό­λη­ψή τους.

22ος κα­νό­νας

Να μήν αρπάζουν οι κληρικοί

κλη­ρο­νο­μιά α­πο­θα­νόν­των

ε­πι­σκό­πων

Να μην ε­πι­τρέ­πε­ται στους κλη­ρι­κούς με­τά το θά­να­το του ε­πι­σκό­που τους να δι­αρ­πά­ξουν την πε­ρι­ου­σί­α του, ό­πως έ­χει α­πα­γο­ρευ­τεί και σ' αυ­τούς που πα­ρα­λαμ­βά­νουν την ε­πι­σκο­πή· δι­α­φο­ρε­τι­κά, ό­σοι το κά­νουν αυ­τό, να κιν­δυ­νεύ­ουν να χά­σουν τον βαθ­μό τους.

23ος κα­νό­νας

Να απομακρυνθουν από την Κωνσταντινούπολη οι ξένοι

α­κοι­νώ­νη­τοι Κλη­ρι­κοί

Η α­γί­α σύ­νο­δος πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ό­τι κά­ποι­οι κλη­ρι­κοί και μο­να­χοί στους ο­ποί­ους δεν έ­χει α­να­τε­θεί τί­πο­τε α­πό τον ε­πί­σκο­πό τους και που με­ρι­κές φο­ρές έ­χουν γί­νει α­κοι­νώ­νη­τοι α­π' αυ­τόν, πη­γαί­νουν στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ό­που βρί­σκε­ται ο βα­σι­λιάς και μέ­νουν πο­λύ και­ρό σ' αυ­τήν προ­κα­λών­τας τα­ρα­χές και θο­ρυ­βών­τας την εκ­κλη­σι­α­στι­κή κα­τά­στα­ση και α­να­τρέ­πον­τας σπί­τια κά­ποι­ων. Ό­ρι­σε λοι­πόν η α­γί­α σύ­νο­δος, αυ­τοί να προ­ει­δο­ποι­ούν­ται α­πό τον έν­δι­κο της α­γι­ο­τά­της εκ­κλη­σί­ας της Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως για να φύ­γουν α­πό την βα­σι­λεύ­ου­σα πό­λη. Και αν φε­ρό­με­νοι με α­ναί­σχυν­το τρό­πο ε­πι­μέ­νουν στα ί­δια πράγ­μα­τα να δι­ώ­χνον­ται αυ­τοί και πα­ρά τη θέ­λη­σή τους α­πό τον ί­διο τον έκ­δι­κο και να α­πο­σύ­ρον­ται στους τό­πους τους.

24ος κα­νό­νας

Να μην με­τα­τρέ­πον­ται τα μο­να­στή­ρια κο­σμι­κά κα­τα­λύ­μα­τα.

Τα μο­να­στή­ρια που κα­θι­ε­ρώ­θη­καν μια για πάν­τα σύμ­φω­να με τη γνώ­μη του ε­πι­σκό­που, να μέ­νουν για πάν­τα μο­να­στή­ρια και να φυ­λά­γον­ται τα πράγ­μα­τα που τους α­νή­κουν και να μη γί­νον­ται πια αυ­τά κο­σμι­κά κα­τα­γώ­για· ό­σοι ε­κτρέ­πουν να γί­νε­ται αυ­τό να υ­πό­κειν­ται στα ε­πι­τί­μια των κα­νό­νων.

25ος κα­νό­νας

Πλή­ρω­ση χη­ρευ­ου­σών ε­πι­σκο­πών εντός τριμήνου

Ε­πει­δή, ό­πως α­κού­σα­με, κά­ποι­οι μη­τρο­πο­λί­τες α­δι­α­φο­ρούν για τα ποί­μνιά που τους έ­χουν α­να­τε­θεί και α­να­βάλ­λουν τις χει­ρο­το­νί­ες των ε­πι­σκό­πων, η α­γί­α σύ­νο­δος α­πο­φά­σι­σε να γί­νον­ται οι χει­ρο­το­νί­ες των ε­πι­σκό­πων μέ­σα σε 3 μή­νες, ε­κτός και αν η κα­τά­στα­ση α­νάγ­κης κά­νει ώ­στε να πα­ρα­τα­θεί το χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα της α­να­βο­λής. Κι αν δεν το κά­νει αυ­τό, να υ­πό­κει­ται αυ­τός σε εκ­κλη­σι­α­στι­κά ε­πι­τί­μια. Τα έ­σο­δα, ω­στό­σο της εκ­κλη­σί­ας που χη­ρεύ­ει να φυ­λάσ­σον­ται α­κέ­ραι­α α­πό τον οι­κο­νό­μο της ί­διας εκ­κλη­σί­ας.

26ος κα­νό­νας

Πε­ρί οι­κο­νό­μων

Ε­πει­δή, ό­μως α­κού­σα­με, σε κά­ποι­ες εκ­κλη­σί­ες οι ε­πί­σκο­ποι χει­ρί­ζον­ται την εκ­κλη­σι­α­στι­κή πε­ρι­ου­σί­α χω­ρίς οι­κο­νό­μους, α­πο­φα­σί­στη­κε κά­θε εκ­κλη­σί­α που έ­χει ε­πί­σκο­πο να έ­χει και οι­κο­νό­μο α­πό το δι­κό της κλή­ρο, που να δι­α­χει­ρί­ζε­ται την εκ­κλη­σι­α­στι­κή πε­ρι­ου­σί­α σύμ­φω­να με τη γνώ­μη του ε­πι­σκό­που του, ώ­στε να μην εί­ναι η οι­κο­νο­μι­κή δι­α­χεί­ρι­ση της εκ­κλη­σί­ας χω­ρίς μάρ­τυ­ρα και ε­ξαι­τί­ας αυ­τής της κα­τά­στα­σης να σκορ­πί­ζε­ται η πε­ρι­ου­σί­α της και να α­πο­δί­δε­ται μομ­φή στην ι­ε­ρω­σύ­νη· αν δεν το κά­νει αυ­τό, να υ­πό­κει­ται αυ­τός στους ι­ε­ρούς κα­νό­νες.

27ος κα­νό­νας

Πε­ρί αρ­πα­ζόν­των γυ­ναί­κες

Ό­σοι αρ­πά­ζουν γυ­ναί­κες λέ­γον­τας ό­τι θα τις παν­τρευ­τούν, ή γί­νον­ται συ­νερ­γοί ή σύμ­βου­λοι σ' αυ­τούς του αρ­πά­ζουν (γυ­ναί­κες) η α­γί­α σύ­νο­δος ό­ρι­σε, αν εί­ναι κλη­ρι­κοί να εκ­πί­πτουν α­πό του βαθ­μού τους κι αν εί­ναι λα­ϊ­κοί να α­να­θε­μα­τί­ζον­ται.

28ος κα­νό­νας

Πε­ρί των προ­νο­μί­ων του Κωνσταντινουπόλεως

Α­κο­λου­θών­τας παν­τού τους κα­νό­νες των αγιων Πα­τέ­ρων και γνω­ρί­ζον­τας τον κα­νό­να που δι­α­βά­στη­κε πρό­σφα­τα των 150 θε­ο­φι­λε­στά­των ε­πι­σκό­πων και συ­νήλ­θαν στη μνή­μη του ευ­σε­βούς Μεγ. Θε­ο­δο­σί­ου, ο ο­ποί­ος έ­γι­νε βα­σι­λιάς στη βα­σι­λεύ­ου­σα πό­λη της Κων­σταν­τι­νού­πο­λης Νέ­ας Ρώ­μης τα ί­δια και ε­μείς ο­ρί­ζου­με και ψη­φί­ζου­με σχε­τι­κά με τα πρε­σβεί­α της α­γι­ο­τά­της εκ­κλη­σί­ας της ί­διας Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως και Νέ­ας Ρώ­μης· άλ­λω­στε δι­και­ο­λο­γη­μέ­να οι Πα­τέ­ρες έ­χουν δώ­σει τα πρε­σβεί­α στο θρό­νο της πρε­σβύ­τε­ρης Ρώ­μης, με το να βα­σι­λεύ­ει ε­κεί­νη η πό­λη. Έ­χον­τας λοι­πόν τον ί­διο σκο­πό οι 150 θε­ο­φι­λέ­στα­τοι ε­πί­σκο­ποι α­πέ­νει­μαν τα ί­δια πρε­σβεί­α στον α­γι­ώ­τα­το θρό­νο της Νέ­ας Ρώ­μης, κρί­νον­τας δι­και­ο­λο­γη­μέ­να, ώ­στε η πό­λη που τι­μή­θη­κε με βα­σι­λεί­α και σύγ­κλη­το, α­πο­λαμ­βά­νον­τας και τα ί­σα πρε­σβεί­α με την πρε­σβύ­τε­ρη βα­σι­λι­κή πό­λη Ρώ­μη, να με­γα­λώ­νε­ται ό­πως ε­κεί­νη και στα εκ­κλη­σι­α­στι­κά πράγ­μα­τα, κα­θώς εί­ναι δεύ­τε­ρη (στην τά­ξη) ύ­στε­ρα α­πό ε­κεί­νη. Και ο­ρί­ζου­με μό­νοι οι μη­τρο­πο­λί­τες της δι­οί­κη­σης του Πόν­του και της Α­σί­ας και της Θρά­κης και α­κό­μη και οι ε­πί­σκο­ποι των δι­οι­κή­σε­ων που έ­χουν προ­α­να­φερ­θεί οι ο­ποί­ες βρί­σκον­ται σε βαρ­βα­ρι­κά έ­θνη να χει­ρο­το­νούν­ται α­πό τον α­γι­ό­τα­το θρό­νο της Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως που α­να­φέρ­θη­κε πιο πά­νω, δη­λα­δή ο κά­θε μη­τροπο­λί­της των δι­οι­κή­σε­ων που έ­χουν προ­α­να­φερ­θεί μα­ζί με τους ε­πι­σκό­πους της ε­παρ­χί­ας, να χει­ρο­το­νεί τους ε­πι­σκό­πους της ε­παρ­χί­ας, ό­πως έ­χει ο­ρι­σθεί α­πό τους ι­ε­ρούς κα­νό­νες και να χει­ρο­το­νούν­ται, ό­πως ει­πώ­θη­κε, οι μη­τρο­πο­λί­τες των δι­οι­κή­σε­ων που προ­α­να­φέρ­θη­καν α­πό τον Αρ­χι­ε­πί­σκο­πο Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ύ­στε­ρα α­πό προ­τά­σεις που έ­γι­ναν α­πό την σύ­νο­δο, σύμ­φω­να με τη συ­νή­θεια, και οι ο­ποί­ες α­πευ­θύ­νον­ται (ε­παρ­χια­κή) σ' αυ­τόν.

29ος κα­νό­νας

Οι ε­πί­σκο­ποι δεν υ­πο­βι­βά­ζον­ται σε πρεσβυτέρους.

Το να υ­πο­βι­βά­ζει κα­νείς έ­ναν ε­πί­σκο­πο σε βαθ­μό πρε­σβυ­τέ­ρου, εί­ναι Ι­ε­ρο­συ­λί­α, αν ό­μως κά­ποι­α δί­και­η κα­τη­γο­ρί­α τους α­πο­μα­κρύ­νει ε­κεί­νους α­πό τη δρά­ση της Ε­πι­σκο­πής (τό­τε) δεν πρέ­πει να κα­τέ­χουν ού­τε πρε­σβυ­τέ­ρου θέ­ση. Κι αν α­πο­μα­κρύν­θη­καν α­πό το α­ξί­ω­μα χω­ρίς να υ­πάρ­χει κά­ποι­α κα­τη­γο­ρί­α, να ε­πι­στρέ­ψουν στο α­ξί­ω­μα της ε­πι­σκο­πής.

Ο Α­να­τό­λιος, ο ευ­λα­βέ­στα­τος Αρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως εί­πε: «αυ­τοί που λέ­γε­ται ό­τι έ­χουν υ­πο­βι­βα­στεί α­πό το α­ξί­ω­μα του ε­πι­σκό­που στην τά­ξη του πρε­σβυ­τέ­ρου, αν α­πο­δει­κνύ­ον­ται έ­νο­χοι α­πό κά­ποι­ες εύ­λο­γες κα­τη­γο­ρί­ες, δι­και­ο­λο­γη­μέ­να δεν εί­ναι ά­ξιοι να έ­χουν ού­τε την τι­μή του πρε­σβυ­τέ­ρου· αν ό­μως υ­πο­βι­βά­στη­καν στον κα­τώ­τε­ρο βαθ­μό χω­ρίς να υ­πάρ­χει εύ­λο­γη κα­τη­γο­ρί­α, δι­και­ώ­νον­ται, αν α­πο­δει­χθεί ό­τι ή­σαν α­θώ­οι, για να α­να­λά­βουν και πά­λι το α­ξί­ω­μα της ε­πι­σκο­πής και την ι­ε­ρω­σύ­νη.

30ος κα­νό­νας

Πε­ρί των Αι­γυ­πτί­ων Ε­πι­σκό­πων που δεν υπογράφουν στη Σύνοδο.

Ε­πει­δή οι ευ­λα­βέ­στα­τοι ε­πί­σκο­ποι της Αι­γύ­πτου α­νέ­βα­λαν να υ­πο­γρά­ψουν προς το πα­ρόν την ε­πι­στο­λή του ο­σι­ω­τά­του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που Λέ­ον­τος, ό­χι ως αν­τι­μα­χό­με­νοι την κα­θο­λι­κή πί­στη αλ­λά ι­σχυ­ρι­ζό­με­νοι ό­τι εί­ναι συ­νή­θεια στην Αι­γυ­πτια­κή δι­οί­κη­ση να μην κά­νουν τί­πο­τε τέ­τοι­ο χω­ρίς τη γνώ­μη και την έγ­κρι­ση του Αρ­χι­ε­πι­σκό­που και α­ξι­ώ­νουν να τους δο­θεί δι­ο­ρί­α μέ­χρι τη χει­ρο­το­νί­α αυ­τού που θα γί­νει ε­πί­σκο­πος της με­γα­λου­πό­λε­ως Α­λε­ξαν­δρεί­ας, θε­ω­ρή­σα­με δί­και­ο και φι­λάν­θρω­πο, να τους δο­θεί δι­ο­ρί­α ε­νώ θα πα­ρα­μέ­νουν αυ­τοί στο α­ξί­ω­μά τους μέ­σα στην πό­λη της βα­σι­λεύ­ου­σας, ώ­σπου να χει­ρο­το­νη­θεί ο αρ­χι­ε­πί­σκο­πος της με­γα­λου­πό­λε­ως Α­λε­ξαν­δρεί­ας. Γι' αυ­τό, αν πα­ρα­μεί­νουν στο α­ξί­ω­μά τους, ή θα δώ­σουν εγ­γυ­ή­σεις, αν αυ­τό τους εί­ναι δυ­να­τό, ή θα γί­νουν πι­στευ­τοί με όρ­κο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Παρά την καταδίκη του ο Μονοφυσιτισμός διαδόθηκε και επικράτησε κυρίως στις παραμεθόριες περιοχές της Αυτοκρατορίας όπως η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη, η Συρία και η Αρμενία. Οι Αυτοκράτορες προσπάθησαν με διάφορα μέσα να περιορίσουν τον Μονοφυσιτισμό. Χρησιμοποίησαν την πειθώ, διαπραγματεύσεις, παραχωρήσεις, καταπιέσεις κ.ά. μέσα, δίχως αποτέλεσμα όμως.

Οι Μονοφυσίται διεσπάσθησαν σε πολλές μερίδες όπως: Ευτυχιανοί, Σεβηριανοί, Ιουλιανιστές, Αφθαρτοδοκήτες, Ακέφαλοι, Φαντασιαστές, Θεοπασχήτες, Αγνοητές, Ακτισήτες, Κτιστολάτρες, Φθαρτολάτρες, Διακρινόμενοι, Αδιάφοροι, Τριθεϊστές, Θεμιστιανοί κ.λπ.[31]

Εν τω μεταξύ, σχηματίσθηκαν βαθμηδόν, αφού αποσπάσθηκαν απ' την αρχαία Εκκλησία, αμέσως η Αρμενική, η Κοπτική και η Συροϊακωβιτική Εκκλησία, έπειτα δε εμμέσως εκ της Κοπτικής η Αιθιοπική και εκ της Συροϊακωβιτικής η Μαλαμπαρική Εκκλησία. Αυτές, μετά την ισλαμική κατάληψη των χωρών τους[32], (636-642) διέκοψαν κάθε επικοινωνία με τις βυζαντινές επαρχίες και ακολούθησαν αυτοτελή ανάπτυξη και ζωή. Κατόρθωσαν να έχουν μια δογματική ενότητα μέχρι το 900 περίπου, στην βάση της διδασκαλίας της Σεβήρου. Έπειτα άρχισαν να σημειώνονται και κάποιες διαφορές μεταξύ τους, ιδίως στην Μυστηριολογία, τη Μαριολογία κ.λπ., δίχως όμως να οδηγηθούν σε σοβαρή διάσταση μεταξύ τους.[33]

Ας σημειωθεί ότι ικανός αριθμός Μονοφυσιτών προσήλθε κατά καιρούς στην λατινική ουνία και σχηματίσθηκαν στον χώρο τους διάφορες ουνιτικές εκκλησίες, ενώ λίγοι μόνο Μονοφυσίτες προσχώρησαν στον Προτεσταντισμό.[34]

Τέλος πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτές οι εκκλησίες που σήμερα χαρακτηρίζουμε Μονοφυσιτικές, είναι μάλλον μονοφυσιτίζουσες διότι απορρίπτουν τον άκρατο μονοφυσιτισμό του Ευτυχούς (τον οποίο καταδικάζουν) και την διδασκαλία του περί τροπής και συγχύσεως των δύο φύσεων του Χριστού, όμως υπερτονίζουν την «μία φύση» στον Χριστό μετά την ένωση, δηλαδή τη Θεία φύση, αφήνοντας στη σκιά την ανθρώπινη, την οποία όμως δεν αρνούνται όπως ο Ευτυχής. Γενικά έχουν ως κέντρο της διδασκαλίας τους την φράση του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας «Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη» παρερμηνεύοντάς την. Αυτές οι εκκλησίες χαρακτηρίζονται ακριβέστερα ως Αντιχαλκηδόνειες διότι απέρριψαν την Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδο ως δήθεν νεστοριανίσασα[35]. Αυτή τους η απόρριψη είναι και το βασικό εμπόδιο που μας χωρίζει από τις εκκλησίες αυτές.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ι. Καρμίρη: «ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», έκδ. Β΄, τόμοι Ι, Εν Αθήναις 1960.

2. Βλ. Ι. Φειδά: «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» Α΄, έκδοσις Γ΄ Αθήνα 1997.

3. Εκδοτική Αθηνών «Ιστορία του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τόμος Ζ΄, Αθήναι 1978.

4. Αγ. Νεκταρίου «ΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», έκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/κη 1972.

5. Αμίλκα Αλιβιζάτου: «ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ», έκδ. ΑΠΟΣΤ. ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ, Αθήναι 1997.

6. Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλή «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ», Αθήνησι 1852.

7. Στεφανίδου «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Αθήναι 1970.

8. Α. Μαρτίνου «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ & ΗΘΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ», Αθήναι 1966.

9. Π. Ακανθοπούλου «ΚΩΔΙΚΑΣ Ι. ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ», Θεσ/νίκη 1995.

[1] Βλ. Βλ. Ιω. Φειδά, "Εκκλησιαστική Ιστορία", Τομ. Α΄, σελ. 626, 628.

[2] Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. Ε΄, στιχ. 97.

[3] Όπου ανωτέρω.

[4] Όπου ανωτέρω, τομ. Ε΄, στιχ. 1106.

[5] Αμ. Αλιβιζάτου, "Οι Ιεροί Κανόνες", σελ. 54.

[6] Ζωναράς και Βαλσαμών, Ράλλη – Ποτλή. "Συντ. των Θείων και Ι. Κανόνων". τομ. 2. σελ. 216.

[7] Ι. Καρμίρη, "Τα Δογματικά και Συμβ. Μνημεία της Ορθ. Καθ. Εκκλ. Τομ. Ι, σελ. 158.

[8] Ι. Καρμίρη, "Τα Δογματικά και Συμβ. Μνημεία της Ορθ. Καθ. Εκκλ. Τομ. Ι, σελ. 159.

[9] Βλ. Ιω. Φειδά. "Εκκλησιαστική Ιστορία". Τομ. Α΄, σελ. 632.

[10] Βλ. Ιω. Φειδά. "Εκκλησιαστική Ιστορία". Τομ. Α΄, σελ. 633.

[11] Βλ. Ιω. Φειδά. "Εκκλησιαστική Ιστορία", Τομ. Α΄, σελ. 634.

[12] Ιω. Καρμίρη. "Τα δογμ. και Συμ. Μνημεία της Ορθ. Καθ. Εκκλ." Τομ. Α΄, σελ. 165-166.

[13] Βλ. Ιω. Φειδά "Εκκλησιαστική Ιστορία". Τομ. Α΄, σελ. 636.

[14] Βλ. Ιω. Φειδά, "Εκκλησιαστική Ιστορία". Τομ. Α΄, σελ. 637-638. Αγίου Νεκταρίου, "Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας". σελ. 133.

[15] Βλ. Ιω. Φειδά "Εκκλησιαστική Ιστορία" τομ. Α΄, σ. 640-641.

[16] Ιω. Καρμίρη "Τα Δογμ. και Συμ. Μνημ. της Ορθ. Καθ. Εκκλ. "Τομ. Α΄, σελ. 168.

[17] Ι. Καρμίρη, "Τα Δογμ. και Συμβ. Μνημ. της Ορθ. Καθ. Εκκλ." Τομ. Α΄, σελ. 168-169.

[18] Βλ. Φειδά «Εκκλησιαστική Ιστορία»,Τόμος Α´, σελ. 650.

[19] Ι. Καρμίρη" ΤΑ Δογμ. και Συμ. Μνημεία της Ορθ. Καθ. Εκκ. "Τομ. Α΄, σελ. 175. Βλ. Ιω. Φειδά "Εκκλησιαστική Ιστορία", Τομ. Α, σελ. 649-650.

[20] Βλ. Ιω. Φειδά, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τομ. Α΄, σελ. 649.

[21] Ι. Καρμιρη, "Τα Δογματικα και Συμβολικα Μνημεια της Ορθοδοξου Καθολικης Εκκλησιας", τόμ. Α΄, σελ.175 .

[22] Βλ. Ιω. Φειδά, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τόμος Α΄, σελ. 652-653.

[23] Βλ. Ιω. Φειδά "Εκκλησιαστική Ιστορία", τόμος Α΄, σελ. 652–653.

[24] Εκδοτική Αθηνών "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" τομ. Ζ΄, σελ. 413.

[25] Ι. Καρμίρη. "Τα Δογμ. και Συμ. Μνημεία της Ορθ. Καθ. Εκκλ." τομ. Α., σελ. 173.

[26] Β. Στεφανίδου "εκκλησιαστική Ιστορία", σελ. 284.

[27] Εκδ. Αθηνών "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ", τομ. Ζ΄, σελ. 413-414.

[28] Εκδοτ. Αθηνών, "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ", τομ. Ζ΄, σελ. 414.

[29] Κείμενο παρά Ράλλη-Ποτλή, «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ», 216-291.

[30] Μετάφρασις Προδρ. Ακανθοπούλου "ΚΩΔΙΚΑΣ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ…", σελ. 81-99.

[31] Θ. & Ηθ. Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ', στ. 68-70

[32] Όπου ανωτέρω.

[33] Όπου ανωτέρω.

[34] Όπου ανωτέρω.

[35] Όπου ανωτέρω.