Το Θεολογικό καί Κανονικό Έργο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου
Ημερομηνία δημοσίευσης: Feb 28, 2010 9:28:12 PM
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το έργο της τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου από θεολογικής απόψεως είναι το κλειδί για την ορθή κατανόηση του Χριστολογικού δόγματος. Είναι η συμπλήρωση του έργου της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου στον τομέα αυτό, αλλά ταυτόχρονα έθεσε τις βάσεις για την περαιτέρω αποσαφήνιση του Χριστολογικού δόγματος στις Ε΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικές Συνόδους. Ως συμπλήρωση του έργου της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου θεωρείται διότι διεσάφισε πλήρως τον τρόπο της σχέσεως των δύο φύσεων, στον Χριστό: Δύο φύσεις ενωμένες ατρέπτως, αναλλοιώτως και ασυγχύτως σε ένα πρόσωπο (υπόσταση). Ως θεμέλιο για την Ε΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικές Συνόδους χαρακτηρίζεται διότι: Η μεν πρώτη υπογράμμισε το ενιαίο του προσώπου του Θεανθρώπου, η δε δεύτερη ότι η διάκριση των δύο φύσεων (Θείας και ανθρώπινης) στον Χριστό έχει ως φυσική συνέπεια την διάκριση δύο θελημάτων και ενεργειών.
Από κανονικής απόψεως, η Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος εξέδωσε 30 κανόνες, από τους οποίους εξαιρετικής σημασίας θεωρείται ο 28ος, καθώς αναβάθμισε το κύρος του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο, όπως θα δούμε στο οικείο κεφάλαιο, ενισχύθηκε και από τον 9ο και 17ο κανόνα.
Η Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε το 451, δηλαδή, μόλις είκοσι χρόνια μετά την Τρίτη, στην Χαλκηδόνα, την πόλη που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, στην Ασιατική ακτή. Συνεκλήθη δε, από τους αυτοκράτορες Μαρκιανό και Πουλχερία. Πρόεδρος της Συνόδου, ήταν οι αντιπρόσωποι του Πάπα Ρώμης Λέοντος, επίσκοποι Πασχασίνος, Λουκέντιος και Ιουλιανός (ενώ την παπική αντιπροσωπεία συνεπλήρωναν και οι πρεσβύτεροι Βονιφάτιος και Βασίλειος) ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος, ήταν συμπρόεδρος της Συνόδου μαζί με πολυμελή αντιπροσωπεία του Αυτοκράτορος. Υπήρξε δε η πολυπληθέστερη από τις Οικουμενικές Συνόδους, καθώς έλαβαν μέρος σε αυτήν 630 περίπου Πατέρες (Ι. Καρμίρη, «Τα Συμβολικά και Δογματικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», Τόμος Ι., σελ. 157).
Οι Συνεδριάσεις της Συνόδου, έγιναν μέσα στο «μαρτύριο», δηλαδή τον ιερό ναό ο οποίος ήταν αφιερωμένος στην Μεγαλομάρτυρα Ευφημία. Κάθε έτος μάλιστα εορτάζουμε και ένα θαύμα (βλ. Θρησκ. και Ηθική εγκυκλ. τομ. Ε., στ. 1112) της Αγίας Ευφημίας, στης 11 Ιουλίου το οποίο ενήργησε η Αγία κατά την διάρκεια των εργασιών αυτής της Συνόδου. Μέσα στην Βασιλική της Αγίας Ευφημίας φυλασσόταν το τίμιο λείψανο της Αγίας. Όταν συνήχθησαν οι επίσκοποι που έλαβαν μέρος στην Σύνοδο, έγραψαν το Ορθόδοξο δόγμα σε έναν τόμο και το δόγμα του Μονοφυσιτισμού σε έναν άλλο. Τοποθέτησαν και τους δύο τόμους μέσα στην θήκη των λειψάνων της Αγίας και εσφράγισαν την λειψανοθήκη. Έπειτα από ορισμένες ημέρες και κατόπιν προσευχής, άνοιξαν την θήκη και βρήκαν τον τόμο των Ορθοδόξων στην αγκαλιά της Αγίας και τον τόμο των Μονοφυσιτών, στα πόδια. Γι' αυτό και ψάλλουμε την ημέρα της εορτής της, στο απολυτίκιο της Αγίας Ευφημίας: «Λίαν εύφρανας τους Ορθοδόξους και κατήσχυνας τους κακοδόξους…».
Στην παρούσα εργασία, θα προταχθεί μια εισαγωγή όπου θα γίνεται αναφορά στο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο συνήλθε η Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος όπου θα γίνει περιγραφή των προηγηθέντων γεγονότων καθώς και των προσώπων που πρωταγωνίσθησαν σ' αυτήν.
Στη συνέχεια θα γίνει αναφορά στο θεολογικό και το Κανονικό έργο της Συνόδου αυτής σε δύο αντίστοιχες ενότητες.
Τέλος θα γίνει αναφορά στην μετά την Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδο, δημιουργηθείσα κατάσταση.
Εισαγωγή
Η Καταδίκη του Νεστορίου από την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο δεν στάθηκε δυνατή να κατασιγάσει την έριδα περί των δύο φύσεων του Χριστού. Αποδίδονται ως πιθανά βαθύτερα αίτια της εξακολούθησης της διαμάχης μια πιθανή διαφορά αντιλήψεως των δύο πρωτοστατουσών θεολογικών τάσεων, της Αλεξανδρινής και της Αντιοχιανής (Α. Αλιβιζάτου, «Οι Ι. Κανόνες», σελ. 54). Άλλοι αποδίδουν την διαμάχη στην προσπάθεια για επιβολή της υπεροχής κάποιου πατριαρχικού θρόνου έναντι των άλλων. («ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» τόμος Ζ΄, σελ. 113). Ακόμη, υπάρχει και η εκδοχή ότι την διαμάχη συντήρησε η μυστικιστική τάση που είχαν οι Αιγύπτιοι Μοναχοί, η οποία τους οδήγησε στον μονοφυσιτισμό (Β. Στεφανίδου, «Εκκλησιαστική Ιστορία», σελ. 200). Πάντως, όποια και αν ήταν τα βαθύτερα αίτια, σημασία έχει ότι η διαμάχη για το Χριστολογικό Δόγμα συνεχίσθηκε.
Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας
Από τους κύριους πρωταγωνιστές της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου, ο Άγιος Κύριλλος έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από διαφόρους αιρετικούς (Μονοφυσίτες, Μονοθελήτες, Μονοενεργήτες κ.ά.) εξ' αιτίας του ορισμού: «Μιά φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη». Η έκφραση αυτή ανήκει στον Απολλινάριο («ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος Ζ΄, σελ. 411) αποδιδόμενη ψευδεπιγράφως στον Άγιο Αθανάσιο, την οποία υιοθέτησε ο Άγιος Κύριλλος, προσδίδοντας όμως σ' αυτήν Ορθόδοξο περιεχόμενο. Η έκφραση αυτή είναι δυνατόν να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Ο Άγιος Κύριλλος αναγκαζόταν να δίδει εξηγήσεις με σειρά επιστολών, όπου ερμηνεύει με Ορθόδοξο τρόπο τον ορισμό: «Ἐπειδή δέ πάντες οἱ ἐκ τῆς Ἀνατολῆς νομίζουσιν ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους ταίς Ἀπολλιναρίου δόξαις ἀκολουθείν καί φρονείν ὅτι σύγκρασις ἐγένετο ἤ σύγχυσις (τοιαύταις γάρ καί αὐτοί κέχρηνται φωναίς), ὡς τοῦ Θεοῦ Λόγου μεταβεβληκότος εἰς φύσιν σαρκός καί τῆς σαρκός τραπείσης εἰς φύσιν θεότητος, συνεχωρήσαμε αὐτοῖς οὐ διελείν εἰς δυό τόν ἕνα Χριστόν…, ἀλλά ὁμολογῆσαι μόνο ὅτι οὔτε σύγχυσις ἐγένετο, οὔτε σύγκρασις, ἀλλ' ἡ μέν σάρξ, σάρξ ἤν, ὡς ἐκ γυναικός ληφθεῖσα, ὁ δέ Λόγος, ὡς ἐκ Πατρός γεννηθεῖς, Λόγος ἤν…» (P. G. 77, 225) και «Εἰ μέν γάρ μίαν εἰπόντες τήν φύσιν τοῦ Λόγου σεσιγήκαμεν, οὐκ ἐπενεγκότες τό σεσαρκωμένην, ἀλλ' οἷον ἔξω θέντες τήν οἰκονομίαν, ἤν αὐτοῖς τάχα πού καί οὐκ ἀπίθανος ὁ λόγος… τοῦ γάρ ἐκβάλλοντος τήν οἰκονομίαν καί ἀρνουμένου τήν σάρκωσιν ἤν τό ἐγκαλεῖσθαι δικαίως, ἀφαιρουμένου τόν Υἱόν τῆς τελείας ἀνθρωπότητος…» (P.G. 77, 244)[1].
Ώστε λοιπόν ο Άγιος Κύριλλος έχει ορθοδοξότατο το φρόνημα. Μέχρι εδώ η διαμάχη περιορίζεται σε ανταλλαγή επιστολών και παροχή εξηγήσεων. Ο θάνατος όμως του Ιωάννη Αντιοχείας (442), του Κυρίλλου Αλεξανδρείας (444) και του Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως (446) γίνονται αφορμή για αναζωπύρωση της έριδας μεταξύ ακραίων οπαδών της Αλεξανδρινής και της Αντιοχιανής παραδόσεως. Οι διάδοχοι τους δεν είχαν την ίδια τακτική για ειρηνική διευθέτηση των διαφωνιών. Ιδίως, ο διάδοχος του Αγίου Κυρίλλου στον θρόνο της Αλεξανδρείας, Διόσκορος.
Ο Διόσκορος
Ήταν ο διάκονος του Αγίου Κυρίλλου και τον διαδέχθηκε μετά τον θάνατο του δευτέρου, το 444. Απότομος και αυταρχικός χαρακτήρας, δεν μιμήθηκε τον προκάτοχό του. Αμέσως μόλις ανέλαβε την αρχιερατεία του κατεδίωξε όλους τους συγγενείς και φίλους του Αγίου Κυρίλλου. Άλλους καθήρεσε, άλλους εξόρισε, κακοποίησε ή και φόνευσε ακόμη[2]. Επώνυμες καταγγελίες για τα εγκλήματα του αυτά φαίνονται στα πρακτικά της τρίτης συνεδριάσεως της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ο Διόσκορος αρεσκόταν να αποκαλεί τον εαυτό του διάδοχο του Ευαγγελιστού Μάρκου και χρησιμοποιούσε τους τίτλους «Δεσπότης της Οικουμένης» και «Οικουμενικός Αρχιεπίσκοπος"[3]. Ανέλαβε την υπεράσπιση του Ευτυχούς και προήδρευσε της Ληστρικής Συνόδου της Εφέσου, το 449. Ο Διόσκορος τυγχάνει μεγάλης εκτιμήσεως και τιμάται ως άγιος από τους Κόπτες μέχρι σήμερα.
Ο Ευτυχής
Ήταν αρχιμανδρίτης στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικώς αγωνίσθηκε στο πλευρό του Αγίου Κυρίλλου κατά του Νεστοριανισμού. Όμως βασιζόμενος σε δικά του «λογικά» συμπεράσματα[4], οδηγήθηκε στο άλλο άκρο, δηλαδή στην αίρεση του Μονοφυσιτισμού και μάλιστα στην πιο ακραία του μορφή.
Δίδασκε ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε τελείως από την θεία και συγχωνεύτηκαν οι δύο σε μια φύση. Έτσι μετά την ένωση, παραδεχόταν, μια φύση στον Χριστό[5]. «Τάς γάρ δυό φύσεις τῆς θεότητος καί τῆς ἀνθρωπότητος μετά τήν ἔνωσιν συγκραθῆναι καί εἰς μίαν ἀποτελεσθῆναι φύσιν ἀσεβῶς ἐδογμάτιζεν ὡς καί τή θεότητι προσαρμόζειν τά πάθη»[6].
Έλεγε: «Ὁμολογῶ ἐκ δυό φύσεων γεγενῆσθαι τόν Κύριον πρό τῆς ἐνώσεως, μετά δέ τήν ἔνωσιν μίαν φύσιν ὁμολογῶ»[7] και «Τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀνθρώπινον, ἀλλ' οὐχ ὁμοούσιον ἠμίν, ἐπειδή οἶδα αὐτόν Θεόν ἡμῶν»[8]. Ο Ευτυχής είχε την κάλυψη και την προστασία του πανισχύρου ευνούχου Χρυσαφίου. Ο Χρυσάφιος ασκούσε καθήκοντα Πρωθυπουργού της Αυτοκρατορίας και αποκαλούσε τον Ευτυχή «Πνευματικό του πατέρα»[9].
Η Καταδίκη του Ευτυχούς
Ο Αντιοχείας Δόμνος με επιστολή του στον αυτοκράτορα επισημαίνει την εκτροπή του Ευτυχούς προς τον Μονοφυσιτισμό. Επίσημη καταγγελία κατά του Ευτυχούς έκανε και ο Δορυλαίου Ευσέβειος, επωφελούμενος τη σύγκληση μιας Ενδημούσας Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, το 448. Ο Ευτυχής ιστάμενος ενώπιον της Συνόδου αυτής απροκάλυπτα ομολόγησε το αιρετικό του φρόνημα: «ὁμολογῶ ἐκ δυό φύσεων γεγενῆσθαι τόν Κύριον ἡμῶν πρό τῆς ἐνώσεως, μετά δέ τήν ἔνωσιν μίαν φύσιν ὁμολογῶ».
Η Σύνοδος τον καθήρεσε από την ιερωσύνη και τον αφόρισε από την εκκλησιαστική κοινωνία, ως οπαδό της πλάνης του Ουαλλεντίνου και του Απολιναρίου[10].
Ο Ευτυχής μετά την καθαίρεση του έστειλε επιστολές στον Πάπα Ρώμης και σε πολλούς άλλους επισκόπους παραπονούμενος για την καταδίκη. αλλά και ο Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανός κοινοποίησε την συνοδική απόφαση στους Αρχιεπισκόπους Ρώμης, Αντιοχείας κ.ά., για την ενημέρωσή τους[11].
Η Ληστρική Σύνοδος της Εφέσου
Ο Ευτυχής είχε «υψηλά ιστάμενους» υποστηρικτές. Ο Ευνούχος Χρυσάφιος αλλά και ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄ ήταν δυσαρεστημένοι από την καταδίκη του Ευτυχούς. Ο Αυτοκράτορας είχε και προσωπική δυσαρέσκεια με τον Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό, ο οποίος είχε αρνηθεί να κείρη και να χειροθετήση Διακόνισσα την αυτοκράτειρα Πουλχερία παρά την προτροπή του Αυτοκράτορα. Γι' αυτό συγκαλεί νέα «οικουμενική Σύνοδο» στην Έφεσο το 449, με προφανή σκοπό την αθώωση του Ευτυχούς και την καθαίρεση του Φλαβιανού, υπό την προεδρία του Διοσκόρου Αλεξανδρείας[12].
Ο Φλαβιανός και οι περί αυτόν δεν είχαν ούτε δικαίωμα ψήφου, ενώ τέτοιο δικαίωμα είχε κάποιος Βαρσουμάς, αρχιμανδρίτης εκπρόσωπος των Μονοφυσιτών μοναχών της Συρίας. Η σύγκλιση, η συγκρότηση και οι αποφάσεις της Ληστρικής αυτής Συνόδου της Εφέσου είχαν σχεδιαστεί από τον Διόσκορο, ο οποίος είχε εφοδιαστεί με απόλυτες εξουσίες από τον αυτοκράτορα. Στη Σύνοδο είχε προσέλθει με την συνοδεία πλήθους φανατικών μοναχών και χειροδύναμων ναυτών του Αλεξανδρινού στόλου, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να καταστήσουν σεβαστές στη Σύνοδο όλες τις επιθυμίες του[13].
Γι' αυτό τα μέλη της Συνόδου, αντί να ερευνήσουν την διδασκαλία του Ευτυχούς και να αναγνώσουν τις επιστολές του Λέοντος Ρώμης προς τον Φλαβιανό, προτίμησαν να αναγνώσουν τα πρακτικά της ενδημούσης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία κατεδίκασε τον Ευτυχή. Μόλις έφθασαν στο σημείο όπου ο Δορυλαίου Ευσέβιος ερωτούσε τον Ευτυχή αν παραδέχεται στον Χριστό δύο φύσεις μετά την ενανθρώπιση, τότε το μεγαλύτερο μέρος της Συνόδου φώναξε: «Ἄρον καῦσον Εὐσέβιον», «Εἴ τις λέγει δύο φύσεις ἀνάθεμα». Τότε λύεται ο Ευτυχής της καταδίκης και αποκαθίσταται, ενώ ο Διόσκορος σηκώνεται και απαγγέλλει κατηγορίες κατά του Αγίου Φλαβιανού και του Ευσεβείου ως καινοτομούντων ως προς την πίστη. Τότε οι νοτάριοι (γραμματείς) διαβάζουν την καθαίρεση τους καθώς και του Θεοδωρήτου Κύρου και Ίβα Εδέσσης.
Στην προσπάθεια του Φλαβιανού και κάποιων άλλων να αντιδράσουν (ζήτησαν άσυλο στην Αγία Τράπεζα) ο Διόσκορος φώναξε «πού εἰσί οἱ κόμητες». Τότε εισήλθαν οι αξιωματικοί μαζί με στρατό. Ο Βαρσουμάς έδωσε το σύνθημα «κτυπάτε» και τότε ώρμησαν κατά του Φλαβιανού κτυπώντας τον και τον έσυραν έξω. Οι δε αντιπρόσωποι του Λέοντος Ρώμης κατόρθωσαν να διαφύγουν. Ο Φλαβιανός μετά από τρεις ημέρες πέθανε και η σύνοδος αυτή κατεγράφει στην Εκκλησιαστική Ιστορία, ως ληστρική[14].
ΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ Δ´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Τα γεγονότα της Ληστρικής Συνόδου της Εφέσου δημιούργησαν μεγάλη αναταραχή στην Εκκλησία. Ο Ρώμης Λέων ο Α΄ συνεκάλεσε Σύνοδο στη Ρώμη και αναθεμάτισε τον Διόσκορο (Το ίδιο έπραξε και ο Διόσκορος αναθεματίζοντας τον Λέοντα). Ο Θεοδόσιος όμως αδιαφορούσε πλήρως για όλες τις αντιδράσεις. Όμως το 450, πεθαίνει και αναλαμβάνει την αυτοκρατορία ο Μαρκιανός και η Πουλχερία. Ο Ευνούχος Χρυσάφιος εκτελείται και τα λείψανα του Φλαβιανού μετακομίζονται με τιμές στο ναό των Αγίων Αποστόλων[15].
Οι Ευσεβείς Αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία συγκαλούν Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα. Η Σύνοδος αρχικά συνεκλήθη στην Νίκαια αλλά αμέσως μεταφέρθηκε στη Χαλκηδόνα, λόγω των πολεμικών προπαρασκευών του Αυτοκράτορα, αλλά και για την ανατροπή διαφόρων μηχανορραφιών του Διοσκόρου[16]. Έτσι ικανοποιείται το καθολικό αίτημα κλήρου και λαού για την σύγκληση της Συνόδου, για να ειρηνεύσει αφ' ενός η Εκκλησία με την αποκατάσταση της τάξεως που διασαλεύθηκε από την «Ληστρική» Σύνοδο της Εφέσου, αλλά κυρίως για την ορθή λύση του εκκρεμούντος δογματικού ζητήματος περί των δύο εν Χριστώ Φύσεων.
Η μεγάλη αυτή Σύνοδος πρώτα απ' όλα, απεκήρυξε την Ληστρική Σύνοδο της Εφέσου και καθήρεσε τον δράστη των βιαιοπραγιών και υπερασπιστή του Ευτυχούς, Διόσκορο. Αθώωνε δε, όσους είχε καθαιρέσει ο Διόσκορος. Έπειτα εισήλθε στο κύριο Δογματικό της έργο: Την κρίση της διδαχής του Ευτυχούς.
Καταδικάστηκε ο Μονοφυσιτισμός του Ευτυχούς και ο δυοφυσιτισμός του Νεστορίου και συμπληρώθηκε το Χριστολογικό δόγμα της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου. Δεν δογματοποιήθηκε ως είχε η επιστολή του Λέοντος Ρώμης προς τον Φλαβιανό, παρά τις απαιτήσεις των παπικών αντιπροσώπων, αλλά έγινε συνδυασμός της Χριστολογικής διδασκαλίας Αλεξανδρινών, Αντιοχέων και Δυτικών[17].
Η Σύνοδος συνέταξε δια ειδικής επιτροπής σχέδιο δογματικού όρου. Όμως οι Πατέρες, ζήτησαν να προστεθεί ο όρος «Θεοτόκος» που παραδόξως έλειπε από την επιστολή του Λέοντος και να αντικατασταθεί η μονοφυσιτική φράση «Εκ δύο φύσεων» από την Ορθόδοξη «Εν δυσί φύσεσιν, ασυγχύτως, ατρέπως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον» καθώς και κάποιες άλλες διορθώσεις. Γι' αυτό με πρόταση του αυτοκράτορα, ανετέθη σε νέα επιτροπή ευρύτερης συνθέσεως η οποία έδωσε την τελική μορφή στον Όρο της Συνόδου, ο οποίος έγινε ομόφωνα δεκτός.
Ο Όρος της Συνόδου
Αφού αρχικώς αναφέρεται στο Σύμβολο της Πίστεως της Πρώτης, εν Νικαία, Οικουμενικής Συνόδου και της Δευτέρας εν Κωνσταντινουπόλει, Οικουμενικής Συνόδου το οποίον και επικυρώνει, εν συνεχεία καταδικάζει τις αιρέσεις του Νεστορίου και Ευτυχούς προχωρεί και καταλήγει στο συμπέρασμα:
ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν, ἕνα καί τόν αὐτόν ὁμολογεῖν Υἱόν καί Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθῶς καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρί κατά τήν Θεότητα καί ὁμοούσιον τόν αὐτόν ἡμῖν κατά τήν ἀνθρωπότητα, κατά πάντα ὅμοιον ἠμίν χωρίς ἁμαρτίας· πρό αἰώνων μέν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, ἐπ' ἐσχάτων δέ τῶν ἡμερῶν τόν αὐτόν δι' ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου τῆς Θεοτόκου κατά τήν ἀνθρωπότητα, ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν Υἱόν, Κύριον, μονογενῆ ἐν δύο φύσεσιν [ἐκ δύο φύσεων][18] ἀσυγχύτως ἀτρέπτως ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ της τῶν φύσεων διαφοράς ἀνηρημένης διά τήν ἕνωσιν, σωζομένης δέ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ διαιρούμενον, ἀλλ' ἕνα καί τόν αὐτόν Υἱόν και μονογενῆ, Θεόν Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περί αὐτοῦ καί αὐτός ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐξεπαίδευσε καί τό τῶν Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον"[19].
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ακολουθώντας, λοιπόν, τους αγίους Πατέρες, ομολογούμε, ότι ένας είναι και ο αυτός Υιός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και όλοι μαζί με συμφωνία, διδάσκουμε ότι Αυτός είναι τέλειος κατά τη Θεία του φύση και τέλειος ο ίδιος κατά την ανθρώπινη φύση, αληθώς Θεός και αληθώς άνθρωπος είναι ο ίδιος με ψυχή λογική και σώμα, έχοντας την ίδια ουσία με τον Πατέρα κατά την Θεία Του φύση και την ίδια ουσία με εμάς, ο ίδιος κατά την ανθρώπινη Του φύση, χωρίς αμαρτία ότι γεννήθηκε προ των αιώνων από τον Πατέρα κατά την Θεία του φύση ενώ κατά τις έσχατες ημέρες ο ίδιος χάριν ημών και για την σωτηρίαν μας μέσω της Παρθένου Μαρίας της Θεοτόκου γεννήθηκε κατά την ανθρώπινη του φύση, είναι ένας και ο αυτός Χριστός, Υιός, Κύριος, μονογενής, με δύο φύσεις, δίχως σύγχυση, τροπή ή χωρισμό αναγνωριζόμενος δίχως καθόλου να καταργείται η διαφορά των φύσεων από την μεταξύ τους ενότητα αλλά μάλλον διασώζεται, η ιδιαιτερότητα της κάθε φύσεως που συντρέχει (μαζί με την άλλη) σε ένα πρόσωπο και μία υπόσταση, δίχως να διαιρείται σε δύο πρόσωπα, αλλά ένας και ο αυτός υιός μονογενής Θεός Λόγος, Κύριος Ιησούς Χριστός όπως ακριβώς οι προφήτες με άνωθεν φωτισμό μας εδίδαξαν γι' αυτόν, αλλά και αυτός ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας παιδαγώγησε και το σύμβολο των Πατέρων μας παρέδωσε.
Υπογραμμίσαμε την έκφραση «εν δύο φύσεσιν» διότι υπάρχει και η γραφή «εκ δύο φύσεων». Η δεύτερη αυτή γραφή υπάρχει στο ελληνικό πρωτότυπο κείμενο, στην δε Λατινική μετάφραση του υπάρχει η διατύπωση «εν δύο φύσεσι» (In duabus naturis). Η διαφορά είναι σημαντική, διότι ο όρος «εκ δύο φύσεων» δε απέκλειε την ορολογία «μία φύση» μετά την ένωση. Η δεύτερη διατύπωση απέκλειε κάθε τέτοια ορολογία[20]. Όμως η Σύνοδος στο αμέσως προηγούμενο τμήμα του Όρου, όπου περιγράφεται η καταδίκη του Νεστοριανισμού και του Ευτυχιανισμού, από τον Λέοντα Ρώμης στην επιστολήν του προς Φλαβιανόν, αναφέρει:
Κείμενον
«Τοῖς τέ γάρ εἰς υἱῶν δυάδα το τῆς οἰκονομίας διασπᾶν ἐπιχειρούσι μυστήριον παρατάττεται καί τούς παθητήν τοῦ Μονογενοῦς λέγειν τολμῶντας τήν Θεότητά του τῶν ἱερέων ἀπωθεῖται συλλόγου, καί τοῖς ἐπί τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ κρᾶσιν ἤ σύγχυσιν ἐπινοούσιν ἀνθίσταται, καί τούς οὐράνιον ἤ ἑτέρας τινος ὑπάρχειν οὐσίας τήν ἐξ' ἡμῶν ληφθεῖσαν αὐτῶ τοῦ δούλου μορφην παραπαίοντας ἐξελαύνει, καί τούς δυό μέν πρό τῆς ἑνώσεως φύσεις τοῦ Κυρίου μυθεύοντας, μίαν δέ μετά τήν ἔνωσιν ἀναπλάττοντας ἀναθεματίζει»[21].
Μετάφραση
Αυτούς που επιχειρούν να διασπάσουν, το μυστήριο της Θείας Οικονομίας σε δυάδα υιών και αυτούς που τολμούν να λέγουν ότι είναι παθητή, η Θεότητα του Μονογενούς (η παρούσα Σύνοδος απωθεί) από τον σύλλογο των ιερέων (να είναι καθηρημένος) και σε όσους επινοούν κράση ή σύγκριση των δύο φύσεων του Χριστού (η παρούσα Σύνοδος) αντιστέκεται και αυτούς που παραληρούν ότι η φύση που παρέλαβε εξ' ημών ήταν από ουράνια ή άλλη ουσία (η παρούσα Σύνοδος) αποδιώξει αυτούς που λέγουν το μύθο ότι δύο φύσεις (είχε ο Χριστός) πριν την ένωση και μία μετά την ένωσιν ξαναπλάθουν (η παρούσα Σύνοδος) αναθεματίζει
Είναι λοιπόν προφανές ότι και στην διατύπωση «ἐκ δύο φύσεων», δεν αποδίδεται η μονοφυσιτική ερμηνεία, αλλά η ίδια έννοια με το «ἐν δύο φύσεσι» της λατινικής μεταφράσεως.
Ο Όρος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, λοιπόν απέκοπτε και τις δύο υπερβολές από την παράδοση της Εκκλησίας και τον Νεστοριανισμό και τον Μονοφυσιτισμό. Η ορθή βάση της ερμηνείας του μυστηρίου της θείας ενανθρωπίσεως ήταν η υποστατική ένωση των δύο φύσεων. Αυτό έγινε με την αποσύνδεση της άρρηκτης σχέσης φύσεως και προσώπου, οπότε κατέστη δυνατόν να παραδέχεται κανείς δύο φύσεις στον Χριστό, δίχως να είναι αναγκασμένος να δέχεται και δύο πρόσωπα, αρκεί να δέχεται πράγματι τις συνέπειες της υποστατικής ενώσεως και την πραγματική μετάδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων.
Επίσης Ορθόδοξος ήταν και όποιος δεχόταν την ορολογία του Αγ. Κυρίλλου «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», αν δεχόταν συγχρόνως την ομοουσιότητα της σαρκός του Χριστού με την ανθρώπινη φύση και απέφευγε κάθε «τροπή» «φυρμό» ή «σύγκραση» των δύο φύσεων[22].
Ώστε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος πράγματι ορθοτόμησε τον λόγο της Αληθείας διακηρύττοντας με τρόπο αυθεντικό την πίστη της Εκκλησίας για την τέλεια ένωση των δύο φύσεων σε ένα μόνο πρόσωπο, παραμερίζοντας τις ακραίες τάσεις τόσο της αλεξανδρινής σχολής (με το «αδιαιρέτως», «ατρέπτως») όσο και της αντιοχειανής (με το «αδιαιρέτως», «αχωρίστως»)[23].
Ακόμη με την παραδοχή του Χριστού ως τελείου Θεού και τελείου Ανθρώπου με λογική ψυχή, ο όρος στρεφόταν κατά του Απολιναρισμού. Κυρίως όμως έπληττε τον Μονοφυσιτισμό[24].Κατέχει δε, η Σύνοδος αυτή μεγάλη σημασία διότι αφ' ενός συμπληρώθηκε το έργο της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου διατυπώνοντας το Χριστολογικό δόγμα, και προδιέγραψε το έργο της Πέμπτης και της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου.
ΤΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ Δ´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο διαμορφώθηκε οριστικά το διοικητικό σύστημα της κατ' Ανατολάς Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας με την απονομή στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ίσων πρεσβείων τιμής προς τον Επίσκοπο Ρώμης και με την ανύψωση της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων σε Πατριαρχείο[25].
Ακόμη έπειτα από πρόταση του αυτοκράτορα Μαρκιανού η Σύνοδος εξέδωσε κανόνα για την περιστολή των ατοπημάτων και παρεκτροπών των Μοναχών απαγορεύοντας τους ρητώς την ανάμιξη τους σε εκκλησιαστικά ή πολιτικά πράγματα (Κανόνας Τέταρτος).
Συνολικά η Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος, εξέδωσε τριάντα κανόνες. Πριν γίνει ειδικότερη αναφορά στους κανόνες και στην σημασία τους για την εκκλησιαστική διοίκηση και ευταξία, θα εξεταστούν τα δύο σημαντικά από απόψεως εκκλησιαστικής διοικήσεως, ζητήματα.
Η Ανύψωση σε Πατριαρχείο, της Επισκοπής Ιεροσολύμων
Αρχικώς η Επισκοπή Ιεροσολύμων υπαγόταν στην Μητρόπολη Καισαρείας της Παλαιστίνης. Επιδίωξη των επισκόπων Ιεροσολύμων ήταν εξ' αρχής η ανύψωση της Επισκοπής Ιεροσολύμων σε Πατριαρχείο. Αυτό έγινε στην έβδομη και όγδοη πράξη της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οπότε υπήχθησαν στην Επίσκοπο Ιεροσολύμων, οι «τρεις παλαιστίνες», δηλαδή οι τρεις μητροπόλεις της Παλαιστίνης: Καισαρείας, Σκυθουπόλεως και Πέτρας[26], αφού αποσπάστηκαν από τον Αντιοχείας, με την σύμφωνη γνώμη του.
Η Σημασία του 28ου Κανόνα, της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου
Ο εικοστός όγδοος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου έχει εξαιρετική σημασία για τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Σύμφωνα με τον τρίτο κανόνα της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, του 381, ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως είχε τα πρεσβεία τιμής μετά τον επίσκοπο Ρώμης. Με τον 28ο Κανόνα της Χαλκηδόνας αποδίδονται προνόμια ακόμη ακαθόριστα όπως και το 381, αλλά ΙΣΑ με τα προνόμια της Ρώμης. Ο κανόνας αυτός δίδει στον Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα να διορίζει τους Μητροπολίτες των Διοικήσεων του Πόντου, Ασίας, Θράκης και κάποιων άλλων περιφερειών. Συμπληρώνεται δε ο κανόνας αυτός και από τον 9ο και 17ο κανόνα της ίδιας Συνόδου, οι οποίοι δίδουν στην Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα διαιτησίας για τις διαφορές που θα αναφύονταν στις επισκοπές της Ανατολής. Επιπλέον ο 17ος Κανόνας, όπως και ο 28ος διακηρύττει ότι η εκκλησιαστική διοικητική διαμόρφωση θα ακολουθούσε την πολιτική διαίρεση της αυτοκρατορίας.
Οι δυτικοί αντιπρόσωποι στην Χαλκηδόνα, καθώς και ο Πάπας Ρώμης Λέων Α΄, εκδήλωσαν ζωηρά την αντίθεσή τους στον 28ο κανόνα. Όμως ήταν δύσκολο να τον προσβάλλουν λόγω της επιδέξιας διατύπωσής του.
Ο Πάπας υποστήριζε ότι για την τιμητική υπεροχή μιας Εκκλησίας, βαρύτητα είχε η αποστολική της προέλευση. Σύμφωνα με αυτόν τον υπολογισμό, όπου αγνοούνταν η πολιτική διαίρεση, η Ρώμη κατείχε την πρώτη θέση στην εκκλησιαστική ιεραρχία μόνο επειδή η εκκλησία της είχε ιδρυθεί από τον Απόστολο Πέτρο. Τη δεύτερη θέση κατείχε η Αλεξάνδρεια επειδή είχε ιδρυθεί από τον μαθητή του Αποστόλου Πέτρου, Ευαγγελιστή Μάρκο. Την τρίτη η Αντιόχεια επειδή συνδεόταν με τον Απόστολο Πέτρο και επειδή πρωτοφάνηκε εκεί το όνομα Χριστιανός. Το Βυζάντιο αποκλειόταν από τις τρεις πρώτες θέσεις στην ιεραρχία γιατί η εκκλησία του δεν είχε αποστολική προέλευση[27].
Ο Πάπας απέρριψε τον κανόνα γιατί τον θεωρούσε ασύμφωνο με τον στ΄ της Νικαίας, ο οποίος όμως αναφερόταν μόνο στα προνόμια και στη δικαιοδοσία των Επισκόπων Ρώμης, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Απέρριψε ακόμα και τον γ΄ κανόνα του 381 επειδή δεν ήταν επικυρωμένος από την Ρωμαϊκή Επισκοπή, λησμονώντας όμως, αν πρέπει να πιστέψουμε τον σύγχρονο του Ευσέβειο Δορυλαίου, ότι ο ίδιος είχε διαβάσει και είχε επιδοκιμάσει τον κανόνα αυτό. Τελικά, ο Λέων σταμάτησε την πολεμική του επειδή είχε ανάγκη την συμμαχία του Αυτοκράτορα και του Κωνσταντινουπόλεως Ανατολίου στον αγώνα του εναντίον της επιβιώσεως του μονοφυσιτισμού. Τον Αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ (457-474) απεκάλεσε εμπνευσμένο και αλάνθαστο ηγέτη του Χριστιανικού δόγματος.
Παρ' όλα αυτά αναβλήθηκε η επίσημη διακήρυξη του κη΄ κανόνος, ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στη συλλογή του Ιωάννη Σχολαστικού. Αλλά, οι αυτοκράτορες και οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, έκαναν ουσιαστική χρήση των δικαιωμάτων που τους παρείχε ο κανόνας αυτός. Το 545 ενσωματώθηκε στον Ιουστινιάνειο Κώδικα.
Η εν Τρούλλω Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος το 692 με τον λστ΄ της κανόνα επισήμως εισήγαγε τον κη΄ κανόνα στο Βυζαντινό Κανονικό Δίκαιο.
Το Βατικανό τον ανεγνώρισε στην Δ΄ σύνοδο του Λατερανού (1215) με την εγκατάσταση Λατίνου επισκόπου στον εκκλησιαστικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως[28].
ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ
ΚΕΙΜΕΝΟ[29]
Κανών Α΄
Περί φυλακῆς τῶν συνοδικῶν
κανόνων.
Τούς παρά τῶν ἁγίων Πατέρων καθ' ἐκάστην σύνοδον ἄχρι τοῦ νῦν ἐκτεθέντας κανόνας κρατεῖν ἐδικαιώσαμεν.
Κανών Β΄
Περί τοῦ μή χειροτονεῖν διά
χρημάτων.
Εἰ τίς ἐπίσκοπος, ἐπί χρήμασι χειροτονίαν ποιήσαιτο, καί εἰς πράσιν καταγάγοι τήν ἄπρατον χάριν, καί χειροτανῆσοι ἐπί χρήμασιν ἐπίσκοπον, ἤ χωρεπίσκοπον, ἤ πρεσβυτέρους, ἤ διακόνους, ἤ ἑτερόν τινά των ἐν τῷ κλήρῳ κατηριθμημένων, ἤ προβάλλοιτο ἐπί χρήμασιν οἰκονόμον, ἤ ἔκδικον, ἤ παραμονάριον, ἤ ὅλως τινά τοῦ κανόνος, δι' αἰσχροκέρδειαν οἰκείαν, ὁ τοῦτο ἐπιχειρήσας, ἐλεγχθείς, κινδυνευέτω περί τόν οἰκεῖον βαθμόν· καί ὁ χειροτονούμενος, μηδέν ἐκ τῆς κατ' ἐμπορίαν ὠφελείσθω χειροτονίας ἤ προβολῆς· ἀλλ' ἔστω ἀλλότριος τῆς ἀξίας, ἤ τοῦ φροντίσματος, οὗπερ ἐπί χρήμασιν ἔτυχεν. Εἰ δέ τις καί μεσιτεύων φανείη τοῖς οὕτως αἰσχροῖς καί ἀθεμίτοις λήμμασι, καί οὗτος, εἰ μέν κληρικός εἴη, τοῦ οἰκείου ἐκπιπτέτω βαθμοῦ· εἰ δέ λαϊκός, ἤ μονάζων, ἀναθεματιζέσθω.
Κανών Γ΄
Περί κληρικῶν ἤ μοναχῶν ἀναδεχομένων κοσμικάς φροντίδας.
Ἦλθεν εἰς τήν ἁγίαν σύνοδον, ὅτι τῶν ἐν τῷ κληρῷ κατειλεγμένων τινές, δι' αἰσχροκέρδειαν, ἀλλοτρίων κτημάτων γίνονται μισθωταί, καί πράγματα κοσμικά ἐργολαβούσι, τῆς μέν τοῦ Θεοῦ λειτουργίας καταρραθυμοῦντες, τούς δέ τῶν κοσμικῶν ὑποτρέχοντες οἴκους, καί οὐσιῶν χειρισμούς ἀναδεχόμενοι διά φυλαργυρίαν. Ὥρισε τοίνυν ἡ ἁγία καί μεγάλη σύνοδος, μηδένα τοῦ λοιποῦ, μή ἐπίσκοπον, μή κληρικόν, μή μονάζοντα, ἤ μισθοῦσθαι κτήματα ἤ πραγμάτων ἐπεισάγειν ἑαυτόν κοσμικαίς διοικήσεσι· πλήν εἰ μήπου ἐκ νόμων καλοῖτο εἰς ἀνηλίκων ἀπαραίτητον ἐπιτροπήν· ἤ ὁ τῆς πόλεως ἐπίσκοπος ἐκκλησιαστικῶν ἐπιτρέψοι φροντίζειν πραγμάτων, ἤ ὀρφανῶν, ἤ χηρῶν ἀπρονοήτων, καί τῶν προσώπων των μάλιστα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δεομένων βοηθείας, διά τόν φόβον τοῦ Θεοῦ. Εἰ δέ τίς παραβαίνων τά ὡρισμένα τοῦ λοιποῦ ἐπιχειρῆσοι, ὁ τοιοῦτος ἐκκλησιασικοῖς ὑποκείσθω ἐπιτιμίοις.
Κανών Δ΄
Περί τοῦ μή συνιστᾷν μονήν ἄνευ ἐπισκοπικῆς γνώμης.
Οἱ ἀληθῶς καί εἰλικρινῶς τόν μονήρη μετιόντες βῖον, τῆς προσηκούσης ἀξιούσθωσαν τιμῆς. Ἐπειδή δέ τινές τῷ μοναχικῷ κεχρημένοι προσχήματι, τάς τέ ἐκκλησίας, καί τά πολιτικά διαταράσσουσι πράγματα, περιϊόντες ἀδιαφόρως ἐν ταίς πόλεσιν, οὐ μήν ἀλλά καί μοναστήρια ἑαυτῆς συνιστᾷν ἐπιτηδεύοντες, ἔδοξε, μηδένα μέν μηδαμοῦ οἰκοδομεῖν μηδέ συνιστάν μοναστήριον, ἤ εὐκτήριον οἶκον, παρά γνώμην του τῆς πόλεως ἐπισκόπου· τούς δέ καθ' ἐκάστην πολιν καί χώραν, μονάζοντας, ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ καί τήν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι, καί προσέχειν μόνη τῇ νηστείᾳ καί τῇ προσευχῇ, ἐν οἴς τόποις ἀπετάξαντο, προσκαρτεροῦντες· μήτε δέ ἐκκλησιαστικοῖς, μήτε βιωτικοῖς παρενοχλεῖν πράγμασιν, ἤ ἐπικοινωνεῖν, καταλιμπάνοντας τά ἴδια μοναστήρια, εἰ μήποτε ἄρα ἐπιτραπεῖν διά χρείαν ἀναγκαίαν ὑπό τοῦ τῆς πόλεως ἐπισκόπου· μηδένα δέ προσδέχεσθαι ἐν τοῖς μοναστηρίοις δοῦλον ἐπί τό μονᾶσαι, παρά γνώμην τοῦ ἰδίου δεσπότου· τόν δέ παραβαίνοντα τοῦτον ἡμῶν τόν ὄρον, ὡρίσαμεν ἀκοινώνητον εἶναι, ἵνα μή τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημῆται. Τό μέν τοι ἐπίσκοπον τῆς πόλεως, χρῆ τήν δέουσαν πρόνοιαν ποιείσθαι τῶν μονατηρίων.
Κανών Ε΄
Περί μετακινήσεως κληρικῶν.
Περί τῶν μεταβαινόντων ἀπό πόλεως εἰς πόλιν ἐπισκόπων, ἤ κληρικῶν, ἔδοξέ τους περί τούτων τεθέντας κανόνας παρά τῶν ἁγίων Πατέρων ἔχει τήν ἰσχύν.
Κανών ΣΤ΄
Μή χειροτονεῖσθαι τινά
ἀπολελυμένως.
Μηδένα ἀπολελυμένως χειροτονείσθαι, μήτε πρεσβύτερον, μήτε διάκονον, μήτε ὅλως τινά των ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ τάγματι· εἰ μή εἰδικῶς ἐν ἐκκλησίᾳ πόλεως, ἤ κώμης, ἤ μαρτυρίω, ἤ μοναστηρίω, ὁ χειροτονούμενος ἐπικηρύττοιτο. Τούς δέ ἀπολύτως χειροτονουμένους, ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, ἄκυρον ἔχει τήν τοιαύτην χειροθεσίαν, καί μηδαμοῦ δύνασθαι ἐνεργεῖν, ἐφ' ὕβρει τοῦ χειρονονήσαντος.
Κανών Ζ΄
Κληρικούς ἤ μοναχούς μή
στρατεύεσθαι.
Τούς ἅπαξ ἐν κλήρῳ τεταγμένους, ἤ καί μοναστᾶς, ὡρίσαμεν μήτε ἐπί στρατείαν, μήτε ἐπί ἀξίαν κοσμικήν ἔρχεσθαι· ἤ, τοῦτο τολμῶντας, καί μή μεταμελουμένους, ὥστε ἐπιστρέψαι ἐπί τοῦτο, ὁ διά Θεόν πρότερον εἵλοντο, ἀναθεματίζεσθαι.
Κανών Η΄
Τούς κληρικούς τῶν πτωχοτροφείων καί μοναστηρίων ὑποτάσσεσθαι τῷ ἐπισκόπῳ.
Οἱ κληρικοί τῶν πτωχείων, καί μοναστηρίων καί μαρτυρίων, ὑπό τήν ἐξουσίαν των ἐν ἐκάστῃ πόλει ἐπισκόπων, κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων παράδοσιν, διαμενέτωσαν· καί μή κατά αὐθάδειαν ἀφηνιάτωσαν τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου. Οἱ δέ τολμωντς ἀνατρέπειν τήν τοιαύτην διατύπωσιν, καθ' οἰονδήποτε τρόπον, καί μή ὑποταττόμενοι τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπω, εἰ μέν εἶεν κληρικοί, τοῖς τῶν κανόνων ὑποκείσθωσαν ἐπιτιμίοις· εἰ δέ μονάζοντες, ἤ λαϊκοί, ἔστωσαν ἀκοινώνητοι.
Κανών Θ΄
Ὑπό τινος δικάζονται οἱ κληρικοί
Εἰ τίς κληρικός πρός κληρικόν πράγμα ἔχει, μή ἐγκαταλιμπανέτω τόν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, καί ἐπί κοσμικᾷ δικαστήρια μή κατατρεχέτω, ἀλλά πρότερον τήν ὑπόθεσιν γυμναζέτω παρά τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπω, ἤ γοῦν, γνώμη αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, παρ' οἴς ἄν ἀμφότερα τά μέρη βούλωνται, τά τῆς δίκης συγκροτείσθω· εἰ δέ τίς παρά ταῦτα ποιῆσοι, κανονικοῖς ἐπιτιμίοις ὑποκείσθω. Εἰ δέ κληρικός πράγμα ἔχει πρός τόν ἴδιον, ἤ καί πρός ἕτερον ἐπίσκοπον, παρά τή συνόω τῆς ἐπαρχίας δικαζέσθω. Εἰ δέ πρός τόν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικός ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τόν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἤ τόν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καί ἐπ' αὐτῶ δικαζέσθω.
Κανών Ι΄
Περί κληρικού του τήν ἰδίαν
ἐκκλησίαν καταλιπόντος.
Μή ἐξεῖναι κληρικόν ἐν δυο πόλεων κατά ταυτόν καταλέγεσθαι ἐκκλησίας, ἐν ᾑ τέ τήν ἀρχήν ἐχειροτονήθη, καί ἐν ἤ προσέφυγεν, ὡς μείζονι δῆθεν, διά δόξης κενῆς ἐπιθυμίαν. Τούς δέ γέ τοῦτο ποιοῦντας ἀποκαθίστασθαι τή ἰδία ἐκκλησία, ἐν ᾑ ἐξ ἀρχῆς ἐχειροτονήθησαν, καί ἐκεῖ μόνον λειτουργεῖν. Εἰ μέν τοι ἤδη τίς μετετέθη ἕξ ἄλλης εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, μηδέν τοῖς τῆς προτέρας ἐκκλησίας, ἤτοι τῶν ὑπ' αὐτήν μαρτυρίων, ἤ πτωχείων, ἤ ξενοδοχείων ἐπικοινωνεῖν πράγμασι. Τούς δέ γέ τολμῶντας, μετά τόν ὄρον τῆς μεγάλης καί οἰκουμενικῆς τούτης συνόδου, πράττειν τί των νῦν ἀπηγορευμένων, ὥρισε ἡ ἁγία σύνοδος ἐκπίπτειν τοῦ ἰδίου βαθμοῦ.
Κανών ΙΑ΄
Τίσι δοτέον εἰρηνικάς
ἐπιστολάς
Πάντας τούς πένητας καί δεομένους ἐπικουρίας, μετά δοκιμασίας ἐπιστολίοις, εἴτουν εἰρηνικοῖς ἐκκλησιαστικοῖς μόνοις, ὀδεύειν ὡρίσαμεν, καί μή συστατικοῖς· διά τό τάς συστατικάς ἐπιστολάς προσήκειν τοῖς οὔσιν ἐν ὑπολήψει μόνοις παρέχεσθαι προσώποις.
Κανών ΙΒ΄
Μή διαιρεῖν μίαν μητρόπολιν
εἰς δυό.
Ἦλθεν εἰς ἡμᾶς, ὡς τινές παρά τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς προσδραμόντες δυναστείας, διά πραγματικῶν τήν μίαν ἐπαρχίαν εἰς δυό κατένεμον, ὡς ἐκ τούτου δυό μητροπολίτας εἶναι ἐν τῇ αὐτῇ ἐπαρχία. Ὥρισε τοίνυν ἡ ἁγία σύνοδος, τοῦ λοιποῦ μηδέν τοιοῦτον τολμάσθαι παρά ἐπισκόπου· ἐπεί, τόν τοιοῦτο ἐπιχειρούντα ἐκπίπτειν τοῦ ἰδίου βαθμοῦ. Ὅσαι δέ ἤδη πόλεις διά γραμμάτων βασιλικῶν τῷ τῆς μητροπόλεως ἐτιμήθησαν ὀνόματι, μόνης ἀπολαυέτωσαν τῆς τιμῆς, καί ὁ τήν ἐκκλησίαν ταύτην διοικῶν ἐπίσκοπος, δηλονότι σωζομένων τή κατ' ἀλήθειαν μητροπόλει τῶν οἰκείων δικαίων.
Κανών ΙΓ΄
Ξένους κληρικούς μή ἱερουργεῖν δίχα συστατικῶν γραμμάτων.
Ξένους κληρικούς καί ἀγνώστους, ἐν ἑτέρᾳ πόλει, δίχα συστατικῶν γραμμάτων τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, μηδόλως μηδαμοῦ λειτουργεῖν.
Κανών ΙΔ΄
Μή συνάπτειν γάμον αἱρετικοῖς ἤ Ἰουδαίοις.
Ἐπειδή ἐν τισιν ἐπαρχίαις συγκεχώρηται τοῖς ἀναγνώσταις καί ψάλταις, γαμεῖν, ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, μή ἐξεῖναι τινι αὐτῶν ἑτερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν. Τούς δέ ἤδη ἐκ τοιούτου γάμου παιδοποιήσαντας, εἰ μέν ἔφθασον βαπτίσαι τα ἐξ αὐτῶν τεχθέντα παρά τοῖς αἱρετικοῖς, προσάγειν αὐτά τή κοινωνία τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας μή βαπτίσαντας δέ, μή δύνασθαι ἔτι βαπτίζει αὐτά παρά τοῖς αἱρετικοῖς, μήτε συνάπτειν πρός γάμον αἱρετικῶ, ἤ Ἰουδαίω, ἤ Ἕλληνι, εἰ μή ἄρα ἐπαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εἰς τήν ὀρθόδοξον πίστιν τό συναπτόμενον πρόσωπον τῷ ὀρθοδόξῳ. Εἰ δέ τίς τοῦτον τόν ὄρον παραβαίη τῆς ἁγίας συνόδου, κανονικῶ ὑποκείσθω ἐπιτιμίω.
Κανών ΙΕ
Περί διακονισσῶν
Διάκονον μή χειροτονεῖσθαι γυναίκα πρό ἐτῶν τεσσαράκοντα, καί ταύτην μετ' ἀκριβοῦς δοκιμασίας. Εἰ δέ γέ δεξαμένη τήν χειροθεσίαν, καί χρόνον τινά παραμείνασα τή λειτουργία ἑαυτήν ἐπιδῶ γάμω, ὑβρίσασα τήν τοῦ Θεοῦ χάριν, ἤ τοιαύτη ἀναθεματιζέσθω μετά τοῦ αὐτή συναφθέντος.
Κανών IΣΤ´
Περί παρθένων.
Παρθένου ἀναθεῖσαν ἑαυτήν τῷ δεσπότῃ Θεῶ, ὡσαύτως δέ καί μονάζοντας, μή ἐξεῖναι γάμω προσομιλεῖν. Εἰ δέ γέ εὑρεθεῖεν τοῦτο ποιοῦντες, ἔστωσαν ἀκοινώνητοι. Ὡρίσαμε δέ ἔχειν τήν αὐθεντίαν τῆς ἐπ' αὐτοῖς φιλανθρωπίας τόν κατά τόπον ἐπίσκοπον.
Κανών ΙΖ΄
Μή μετακινεῖν παροικίαν ὑπό τινι ἐπαρχία λ΄ ἔτη ὑποκειμένην.
Τάς καθ' ἐκάστην ἐπαρχίαν ἀγροικικᾶς παροικίας, ἤ ἐγχωρίους, μένειν ἀπαρασαλεύτους παρά τοῖς κατέχουσιν αὐτάς ἐπισκόποις, καί μάλιστα εἰ τριακονταετή χρόνον ταύτας ἀβιάστως διακατέχοντες ὠκονόμησαν. Εἰ δέ ἐντός τῶν τριάκοντα ἐτῶν γεγένηταί τις, ἤ γένοιτο περί αὐτῶν ἀμφισβήτησις, ἐξεῖναι τοῖς λέγουσιν ἠδικεῖσθαι, περί τούτων κινεῖν παρά τή συνόδω τῆς ἐπαρχίας. Εἰ δέ τίς ἀδικοῖτο παρά τοῦ ἰδιου μητροπολίτου, παρά τῷ ἐξάρχῳ τῆς διοικήσεως, ἤ τῷ Κωνσταντινουπόλεως θρόνω, δικαζέσθω, καθά προείρηται. Εἰ δέ καί τίς ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἤ αὔθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καί δημοσίοις τύποις, καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν η τάξις ἀκολουθείτω.
Κανών ΙΗ΄
Περί συνωμοσίας κληρικῶν.
Τό τῆς συνωμοσίας, ἤ φατρίας, ἔγκλημα καιπαρᾶ των ἔξω νόμων πάντη κεκώλυται, πολλῶ δή μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει. Εἰ τινές τοίνυν κληρικοί, ἤ μονάζοντες, εὑρεθεῖεν συνομνύμενοι, ἤ φατριάζντες, ἤ κατασκευάς τυρεύοντες ἐπισκόποις, ἤ συγκληρικοῖς, ἐκπιπτέτωσαν πάντη τοῦ οἰκείου βαθμοῦ.
Κανών ΙΘ΄
Περί ἐπαρχιακῶν συνόδων.
Ἦλθεν εἰς τάς ἡμετέρας ἀκοάς, ὡς ἐν ταίς ἐπαρχίαις αἱ κεκανονισμένοι σύνοδοι τῶν ἐπισκόπων οὐ γίνονται, καί ἐκ τούτου πολλά παραμελεῖται τῶν διορθώσεως δεομένων ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ὥρισε τοίνυν ἡ ἁγία σύνοδος, κατά τούς τῶν ἁγίων Πατέρων κανόνας, δίς τοῦ ἑαυτοῦ ἐπί τό αὐτό συντρέχειν καθ' ἐκάστην ἐπαρχίαν τούς ἐπισκόπους, ἔνθα ἄν ὁ τῆς μητροπόλεως ἐπίσκοπος δοκιμάση καί διορθοῦν ἕκαστα τά ἀνακύπτοτνα. Τούς δέ μή συνιόντας ἐπισκόπους, ἐνδημούντας ταίς ἑαυτῶν πόλεσι, καί ταῦτα ἐν ὑγείᾳ διάγοντας καί πάσης ἀπαραιτήτου καί ἀναγκαίας ἀσχολίας ὄντας ἐλευθέρους, ἀδελφικῶς ἐπιπλήττεσθαι.
Κανών Κ΄
Περί τῶν δεχομένων ἐπισκόπων
ξένους κληρικούς.
Κληρικούς εἰς ἐκκλησίαν τελοῦντας, καθώς ἤδη ὡρίσαμεν, μή ἐξεῖναι εἰς ἄλλης πόλεως τάττεσθαι ἐκκλησίαν· ἀλλά στέργειν ἐκείνην, ἐν ᾑ λειτουργεῖν ἐξ ἀρχῆς ἠξιώθησαν, ἐκτός ἐκείνων, οἵτινες ἀπολέσαντες τάς οἰκείας πατρίδας ἀπό ἀνάγκης, εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν μετῆλθον. Εἰ δέ τίς ἐπίσκοπος μετά τόν ὄρον τοῦτον, ἄλλω ἐπισκόπω προσήκοντα δέξοιτο κληρικόν, ἔδοξεν ἀκοινώνητον εἶναι καί τόν δεχθέντα, καί τόν δεξάμενον, ἕως ἄν ὁ μεταστάς κληρικός εἰς τήν ἰδίαν ἐπανέλθη ἐκκλησίαν.
Κανών ΚΑ
Ἐξεταστέοι οἱ κατήγοροι ἐπισκόπων, ἤ κληρικῶν.
Κληρικούς ἤ λαϊκούς, κατηγοροῦντας ἐπισκόπων, ἤ κληρικῶν, ἁπλῶς καί ἀδοκιμάστως μή προσδέχεσθαι εἰς κατηγορίαν, εἰ μή πρότερον ἐξετασθείη αὐτῶν ἡ ὑπόληψις.
Κανών ΚΒ΄
Περί τοῦ μή διαρπάζειν τούς κληρικούς τήν οὐσίαν τῶν θνησκόντων
ἐπισκόπων.
Μή ἐξεῖναι κληρικοῖς μετά θάνατον τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, διαρπάζειν τά διαφέροντα αὐτῶ πράγματα, καθώς καί τοῖς παραλαμβάνουσιν ἀπηγόρευται· ἤ τούς τοῦτο ποιοῦντας, κινδυνεύειν περί τούς ἰδίους βαθμούς.
Κανών ΚΓ΄
Περί ἀπομακρύνσεως ἐκ Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἄλλοθεν ἀκοινωνήτων κληρικῶν.
Ἦλθεν εἰς τάς ἀκοάς τῆς ἁγίας συνόδου, ὡς κληρικοί τινές καί μονάζοντες, μηδέν ἐγκεχειρισμένοι ὑπό τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, ἔστι δ' ὅτε καί ἀκοινώνητοι γενόμενοι παρ' αὐτοῦ, καταλαμβάνοντες τήν βασιλεύουσαν Κωνσταντινούπολιν, ἐπί πολύ ἐν αὐτῇ διατρίβουσι, ταραχάς ἐμποιοῦντες, καί θορυβοῦντες τήν ἐκκλησιαστικήν κατάστασιν, ἀνατρέπουσι τέ οἴκους τινῶν. Ὥρισε τοίνυν ἤ ἁγία σύνοδος, τούς τοιούτους ὑπομιμνήσκεσθαι μέν πρότερον διά τοῦ ἐκδίκου της κατά Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας ἐπί τῶν ἐξελθεῖν τῆς βασιλευούσης πόλεως· εἶδε τοῖς αὐτοῖς πράγμασιν ἐπιμένοιεν ἀναισχυντοῦντες, καί ἄκοντας αὐτούς διά τοῦ αὐτοῦ ἐκδίκου ἐκβάλλεσθαι, καί τούς ἰδίους καταλαμβάνειν τόπους.
Κανών ΚΔ΄
Περί τοῦ μή μεταλλάττεσθαι τά μοναστήρια εἰς κοσμικά καταλύματα
Τά ἅπαξ καθιερωθέντα μοναστήρια, κατά γνώμην ἐπισκόπου, μένειν εἰς τό διηνεκές μοναστήρια, καί τά ἀνήκοντα αὐτοῖς πράγματα φυλάττεσθαι, καί μηκέτι γίνεσθαι ταῦτα κοσμικά καταγώγια· τούς δέ συγχωρούντας τοῦτο γίνεσθαι, ὑποκεῖσθαι τοῖς ἐκ τῶν κανόνων ἐπιτιμίοις.
Κανών ΚΕ΄
Περί τῆς ἐντός τριμήνου πληρώσεως τῶν ἐπισκοπικῶν θρόνων
Ἐπειδή πέρ τινές τῶν μητροπολιτῶν, ὡς περιηχήθημεν, ἀμελούσι τῶν ἐγκεχειρισμένων αὐτοῖς ποιμνίων, καί ἀναβάλλονται τάς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων· ἔδοξε τή ἁγία συνόδω, ἐντός τριῶν μηνῶν γίνεσθαι τάς χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων, εἰ μήποτε ἄρα ἀπαραίτητος ἀνάγκη παρασκευάσοι ἐπιταθῆναι τόν τῆς ἀναβολῆς χρόνον. Εἰ δέ μή τοῦτο ποιῆσοι, ὑποκεῖσθαι αὐτόν ἐκκλησιαστικοῖς ἐπιτιμίοις. Τήν μέν τοί πρόσοδον τῆς χηρευούσης ἐκκλησίας, σώαν παρά τῷ οἰκονόμῳ τῆς αὐτῆς ἐκκλησίας φυλάττεσθαι.
Κανών ΚΣΤ΄
Περί οἰκονόμων
Ἐπειδή ἐν τισιν ἐκκλησίαις, ὡς περιηχήθημεν, δίχα οἰκονόμων οἱ ἐπίσκοποι τά ἐκκλησιαστικά χειρίζουσι πράγματα, ἔδοξε πάσαν ἐκκλησίαν ἐπίσκοπον ἔχουσαν, καί οἰκονόμον ἔχει ἐκ τοῦ ἰδίου κλήρου, οἰκονομοῦντα τά ἐκκλησιαστικά κατά γνώμην τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου· ὥστε μή ἀμάρτυρον εἶναι τήν οἰκονομίαν τῆς ἐκκλησίας, καί ἐκ τούτου σκορπίζεσθαι τά αὐτῆς πράγματα, καί λοιδορίαν τή ἱερωσύνη προστρίβεσθαι· εἰ δέ μή τοῦτο ποιῆσοι, ὑποκεῖσθαι αὐτόν τοῖς θείοις κανόσιν.
Κανών ΚΖ΄
Περί ἁρπαζόντων γυναίκας
Τούς ἁρπάζοντας γυναίκας ἐπ' ὀνόματι συνοικεσίου, ἤ συμπράττοντας, ἤ συναιρομένους τοῖς ἁρπάζουσιν, ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, εἰ μέν κληρικοί εἶεν, ἐκπίπτειν τοῦ ἰδίου βαθμοῦ· εἰ δέ λαϊκοί, ἀναθεματίζεσθαι.
Κανών ΚΗ΄
Περί τῶν τοῦ Κωνσταντινουπόλεως προνομίων
Πανταχοῦ τοῖς τῶν ἁγίων Πατέρων ὄροις ἑπόμενοι, καί τόν ἀρτίως ἀναγνωσθέντα κανόνα τῶν ἑκατό πεντήκοντα θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων, τῶν συναχθέντων ἐπί τοῦ τῆς εὐσεβοῦς μνήμης Μεγάλου Θεοδοσίου, τοῦ γενομένου βασιλέως ἐν τῇ βασιλίδι Κωνσταντινουπόλεως Νέα Ρώμη γνωρίζοντες, τά αὐτά καί ἡμεῖς ὁρίζομεν τέ καί ψηφιζόμεθα περί τῶν πρεσβείων τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης· καί γάρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διά τό βασιλεύειν τήν πόλιν ἐκείνην, οἱ Πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τά πρεσβεία. Καί τῷ αὐτῷ σκοπῶ κινούμενοι οἱ ἑκατόν πεντήκοντα Θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τά ἴσα πρεσβεία ἀπένειμαν τῷ τῆς Νέας Ρώμης ἁγιωτάτω θρόνω, εὐλόγως κρίναντες, τήν βασιλεία καί συγκλήτω τιμηθεῖσαν πόλιν καί τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τή πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην ὑπάρχουσαν. Καί ὥστε τούς τῆς Ποντικῆς, καί τῆς Ἀσιανῆς καί τῆς Θρακικῆς διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, ἔτι δέ καί τούς ἐν τοις βαρβαρικοῖς ἐπισκόπους τῶν προειρημένων διοικήσεων χειροτονεῖσθαι ὑπό τοῦ προειρημένου Ἁγιωτάτου θρόνου της κατά Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας· δηλαδή ἑκάστου μητροπολίτου τῶν προειρημένων διοικήσεων μετά τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων χειροτονοῦντος τους τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπους, καθώς τοῖς θείοις κανόσι διηγόρευται· χειροτονεῖσθαι, δέ, καθώς εἴρηται τούς μητροπολίτας τῶν προειρημενων διοικήσεων παρά τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἀρχιεπισκόπου, ψηφισμάτων συμφώνων κατά τό ἔθος γινομένων, καί ἐπ' αὐτόν ἀναφερομένων.
Κανών ΚΘ
Οἱ ἐπίσκοποι οὐχ ὑποβιβάζονται εἰς πρεσβυτέρους
Ἐπίσκοπον εἰς πρεσβυτέρου βαθμόν φέρειν, ἱεροσυλίαν ἐστίν. Εἰ δέ αἰτία τίς δικαία ἐκείνους ἀπό τῆς πράξεως τῆς ἐπισκοπῆς ἀποκινεῖ, οὐδέ πρεσβυτέρου τόπον κατέχειν ὀφείλουσιν. Εἰ δέ ἐκτός τινός ἐγκλήματος ἀπεκινήθησαν τοῦ ἀξιώματος, πρός τήν τῆς ἐπισκοπῆς ἀξίαν ἐπαναστρέψουσιν.
Ἀνατόλιος ὁ εὐλαβέστατος ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, εἶπεν Οὗτοι οἱ λεγόμενοι ἀπό τῆς ἐπισκοπικῆς ἀξίας εἰς τήν τοῦ πρεσβυτέρου τάξιν κατεληλυθέναι, εἰ μέν ὑπό εὐλόγων τινῶν αἰτιῶν καταδικάζονται, εἰκότως οὐδέ τῆς πρεσβυτέρου ἐντός ἄξιοι τυγχάνουσιν εἶναι τιμῆς· εἰ δέ δίχα τινός αἰτίας εὐλόγου εἰς τόν ἥττονα κατεβιβάσθησαν βαθμόν, δίκαιοι τυγχάνουσιν, εἰ γέ ἀνεύθυνοι φανεῖεν, τήν τῆς ἐπισκοπῆς ἐπαναλαβεῖν ἀξίαν τέ καί ἱερωσύνην.
Κανών Λ΄
Περί τῶν ἐν τῇ συνόδῳ μή ὑπογραφόντων Αἰγυπτίων ἐπισκόπων
Ἐπειδή οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι τῆς Αἰγύπτου, οὐχ ὡς μαχόμενοι τή καθολική πίστει, ὑπογράψαι τή ἐπιστολή τοῦ ὀσιωτάτου ἀρχιεπισκόπου Λέοντος ἐπί τοῦ παρόντος ἀνεβάλοντο, ἀλλά φάσκοντες, ἔθος εἶναι ἐν τῇ Αἰγυπτιακῇ διοικήσει παρά γνώμην καί διατύπωσιν τοῦ ἀρχιεπισκόπου μηδέν τοιοῦτο ποιεῖν· καί ἀξιούσιν ἐνδοθῆναι αὐτοῖς ἄχρι τῆς χειροτονίας τοῦ ἐσομένου της τῶν Ἀλεξανδρέων μεγαλουπόλεως ἐπισκόπου· εὔλογον ἠμίν ἐφάνη καί φιλάνθρωπον, ὥστε αὐτοῖς μένουσιν ἐπί τοῦ οἰκείου σχήματος ἐν τῇ βασιλευούσῃ πόλει, ἔνδοσιν παρασχεθῆναι, ἄχρις ἄν χειροτονηθῆ ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἀλεξανδρέων μεγαλουπόλεως. Ὅθεν μένοντες ἐπί τοῦ οἰκείου σχήματος, ἤ ἐγγύας παρέξουσιν, εἰ τοῦτο αὐτοῖς δυνατόν, ἤ ἐξωμοσία καταπιστευθήσονται.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ[30]
1ος κανόνας
Περί φυλακής των συνοδικών
κανόνων.
Θεωρήσαμε σωστό να ισχύουν οι μέχρι τώρα κανόνες που τέθηκαν από τους Αγίους Πατέρες σε κάθε σύνοδο.
2ος κανόνας
Να μη γίνονται χειροτονίες δια
χρημάτων.
Αν κάποιος Επίσκοπος τελέσει χειροτονία με χρήματα και υποβιβάσει σε πώληση την χάρη που δεν πουλιέται και χειροτονήσει παίρνοντας χρήματα επίσκοπο, ή χωρεπίσκοπο, ή πρεσβυτέρους, ή διακόνους, ή κάποιον άλλο απ' αυτούς που συγκαταλέγονται στον κλήρο ή «προβάλλει» παίρνοντας χρήματα οικονόμο, ή έκδικο, ή παραμονάριο, ή γενικά κάποιον από τον κλήρο από προσωπική του αισχροκέρδεια, αυτός που το επιχείρησε, αφού ελεγχθεί, να κινδυνεύει να χάσει τον βαθμό του και ο χειροτονούμενος να μην ωφελείται καθόλου από τη χειροτονία, ή «προβολή», που έλαβε με αγοραπωλησία: αλλά να είναι αποξενωμένος από την τιμή που πήρε με χρήματα. Κι αν κάποιος αποδειχθεί ότι μεσιτεύει στο τόσο αισχρό και αθέμιτο κέρδος, και αυτός αν είναι κληρικός να εκπίπτει από το βαθμό του· κι αν είναι λαϊκός, ή μοναχός, να αναθεματίζεται.
3ος κανόνας
Περί κληρικών ή μοναχών που αναλαμβάνουν κοσμικές φροντίδες.
Η αγία σύνοδος πληροφορήθηκε ότι κάποιος απ' αυτούς που κατατάχτηκαν στον κλήρο από αισχροκέρδεια γίνονται μισθωτές ξένων κτημάτων και περιπλέκονται σε κοσμικές υποθέσεις αμελώντας τελείως το λειτούργημά τους προς τον Θεό, εισερχόμενοι με δολοπλοκίες στα σπίτια των κοσμικών και αναλαμβάνοντας από φιλαργυρία διαχειρίσεις περιουσιών. Όρισε λοιπόν η αγία και μεγάλη σύνοδος κανένας στο εξής, ούτε επίσκοπος, ούτε κληρικός, ούτε μοναχός να μη μισθώνει κτήματα και να μην περιπλέκεται σε διαχείριση κοσμικών υποθέσεων παρά μόνο αν τυχόν κληθεί από τους νόμους να γίνει απαραίτητα επίτροπος ανηλίκων παιδιών, ή αν ο επίσκοπος της πόλης εκτρέψει να φροντίζει εκκλησιαστικές υποθέσεις ή ορφανά, ή απροστάτευτες χήρες και πρόσωπα που προπάντων χρειάζονται την εκκλησιαστική βοήθεια για τον φόβο του Θεού. Και αν κάποιος στο εξής, παραβαίνοντας αυτά που ορίστηκαν ασχοληθεί με τέτοιες υποθέσεις, αυτός να υπόκειται σε εκκλησιαστικά επιτίμια.
4ος κανόνας
Περί του να μην ιδρύεται μονή δίχως
επισκοπικής γνώμης
Αυτοί που αληθινά και με ειλικρίνεια ακολουθούν τον μοναχικό βίο, να θεωρούνται άξιοι της τιμής που τους αρμόζει. Επειδή όμως κάποιοι χρησιμοποιώντας την ιδιότητα του μοναχού, περιοδεύουν χωρίς ειδική εντολή στις πόλεις και διαταράσσουν τις εκκλησίες και τις πολιτικές υποθέσεις και ακόμη επιχειρούν να ιδρύουν προς όφελός τους μοναστήρια, αποφασίστηκε κανένας πουθενά να μη κτίζει ούτε να ιδρύει μοναστήρι, ή ευκτήριο οίκο χωρίς τη γνώμη του Επισκόπου της πόλεως· και όσοι σε κάθε πόλη και χωριό είναι μοναχοί να υποτάσσονται στον Επίσκοπο και να ασπάζονται την ησυχία και να προσέχουν μόνο στη νηστεία και στην προσευχή μένοντας καρτερικά στον τόπο που τάχθηκαν ως μοναχοί. Και να μη παρενοχλούν εκκλησιαστικές ή κοσμικές υποθέσεις, ούτε να περιπλέκονται σ' αυτές εγκαταλείποντας τα μοναστήρια τους, εκτός και αν κάποτε τους επιτραπεί από τον επίσκοπο της πόλης εξ' αιτίας ανάγκης. Και κανένας δούλος να μη γίνεται δεκτός, στα μοναστήρια για να μονάσει χωρίς τη γνώμη του κυρίου του. Και όποιος παραβαίνει τον κανόνα μας αυτό ορίσαμε να είναι ακοινώνητος, για να μη βλασφημείται το όνομα του Θεού. Ο επίσκοπος, λοιπόν της πόλης πρέπει να προνοεί για τα μοναστήρια.
5ος κανόνας
Περί μετακινήσεων κληρικών
Σχετικά με τους επισκόπους ή κληρικούς που μεταβαίνουν από πόλη σε πόλη αποφασίστηκε να ισχύουν οι κανόνες που ορίστηκαν γι' αυτούς από τους αγίους πατέρες.
6ος κανόνας
Να μη χειροτονείται κανείς
«απολελυμένως».
Κανένας να μη χειροτονείται αόριστα, ούτε πρεσβύτερος, ούτε διάκονος, ούτε γενικά κάποιος από το εκκλησιαστικό τάγμα, παρά μόνο αν χειροτονείται ειδικά, σε εκκλησία πόλης, ή χωριού, ή σε εκκλησία στο όνομα μάρτυρα, ή σε μοναστήρι. Και όσοι χειροτονούνται αόριστα, η αγία Σύνοδος όρισε να έχουν την χειροτονία άκυρη και πουθενά να μην μπορούν να ενεργούν (τα της ιερωσύνης) για να ατιμάζεται αυτός που τους χειροτόνησε.
7ος κανόνας
Να μη στρατεύονται οι κληρικοί & οι μοναχοί.
Ορίσαμε να μη στρατεύονται, ούτε να παίρνουν κοσμικό αξίωμα αυτοί που μια για πάντα τάχθηκαν στον κλήρο, ή είναι μοναχοί. Διαφορετικά, αν το κάνουν αυτό και δε μετανοούν, ώστε να επιστρέψουν σ' αυτό που διάλεξαν προηγουμένως για χάρη του Θεού να αναθεματίζονται
8ος κανόνας
Οι κληρικοί των πτωχοκομείων και μοναστηρίων να υποτάσσονται στον επίσκοπο.
Οι κληρικοί των πτωχοκομείων και των μοναστηρίων και των εκκλησιών στο όνομα μαρτύρων να παραμένουν σύμφωνα με την παράδοση των Αγίων Πατέρων υπό την εξουσία των επισκόπων κάθε πόλης και να μην αποσκιρτούν από τον δικό τους επίσκοπο με αυθάδεια. Κι όσοι λοιπόν τολμούν να ανατρέπουν αυτήν την διάταξη με οποιονδήποτε τρόπο και δεν υποτάσσονται στον επίσκοπό τους, αν είναι κληρικοί να υπόκεινται στα επιτίμια των κανόνων και αν είναι λαϊκοί ή μοναχοί να μένουν ακοινώνητοι.
9ος κανόνας
Από ποιον δικάζονται οι κληρικοί
Αν κάποιος κληρικός έχει μια υπόθεση εναντίον κάποιου άλλου κληρικού, να μην εγκαταλείπει τον επίσκοπό του και να μην καταφεύγει σε κοσμικά δικαστήρια, αλλά προηγουμένως να φέρνει την υπόθεση στον δικό του επίσκοπο ή τουλάχιστον με τη γνώμη του επισκόπου αυτού να αναθέτουν τη διαδικασία της δίκης όπου θέλουν και οι δύο πλευρές κι αν κάποιος ενεργήσει αντίθετα μ' αυτά να υπόκειται σε κανονικά εκτίμια. Κι αν κάποιος κληρικός έχει μία υπόθεση εναντίον του δικού του ή και άλλου επισκόπου, να εκδικάζεται αυτή στη σύνοδο της επαρχίας. Κι αν κάποιος Επίσκοπος, ή κληρικός διαφωνεί εναντίον του Μητροπολίτη της ίδιας της επαρχίας του να προσφεύγει στον έξαρχο της διοικήσεως ή στον θρόνο της βασιλεύουσας Κωνσταντινουπόλεως και ενώπιον αυτού να εκδικάζεται (η υπόθεση).
10ος κανόνας
Κληρικός να μην εγκαταλείπει την
ενορία του.
Δεν επιτρέπεται ένας κληρικός να συγκαταλέγεται ταυτόχρονα σε εκκλησίες δύο πόλεων, δηλαδή σ' αυτήν που αρχικά χειροτονήθηκε και σ' αυτήν που κατέφυγε γιατί τάχα ήταν μεγαλύτερη, εξαιτίας κενόδοξης επιθυμίας. Όσοι λοιπόν το κάνουν αυτό να αποκαθίστανται στην δική τους εκκλησία, στην οποία αρχικά χειροτονήθηκαν, και εκεί μόνο να λειτουργούν. Αν όμως κάποιος μετατέθηκε κιόλας από μια εκκλησία σε άλλη, να μην έχει καμία επικοινωνία με τα πράγματα της προηγούμενης εκκλησίας, δηλαδή των εκκλησιών στο όνομα μαρτύρων, πτωχοκομείων ή ξενοδοχείων που υπόκεινται σ' αυτήν. Και όσοι τολμούν, ύστερα από τον κανόνα της μεγάλης και οικουμενικής αυτής συνόδου να κάνουν κάτι απ' αυτά που τώρα απαγορεύονται, η αγία σύνοδος ώρισε να καθαιρούνται.
11ος κανόνας
Ποιοι λαμβάνουν «ειρηνικές»
επιστολές
Όλοι οι φτωχοί και όσοι χρειάζονται βοήθεια, ορίσαμε να πορεύονται παίρνοντας μόνο «ειρηνικές» εκκλησιαστικές επιστολές ύστερα από εξέταση και όχι «συστατικές»· γιατί οι συστατικές επιστολές ταιριάζει να παρέχονται μόνο σε πρόσωπα που έχουν υπόληψη.
12ος κανόνας
Να μη διαιρείται η μία Μητρόπολη
σε δύο
Πληροφορηθήκαμε ότι κάποιοι παρά τους εκκλησιαστικούς θεσμούς προσφεύγοντας σε βασιλείς διαίρεσαν τη μία επαρχία σε δύο με βασιλικές διαταγές, ώστε εξ' αιτίας τούτου να υπάρχουν στην ίδια επαρχία δύο Μητροπολίτες. Όρισε, λοιπόν, η αγία Σύνοδος στο εξής να μη τολμά τίποτα τέτοιο ο επίσκοπος, γιατί όποιος επιχειρεί κάτι τέτοιο θα καθαιρείται. Κι όσες πόλεις με βασιλικά γράμματα τιμήθηκαν ήδη με το όνομα της μητρόπολης, να αναλαμβάνουν μόνο την τιμή, το ίδιο και ο επίσκοπος που διοικεί αυτήν την εκκλησία, ώστε να διαφυλάττονται, δηλαδή, τα δικαιώματα που ανήκουν στην αληθινή μητρόπολη.
13ος κανόνας
Ξένοι κληρικοί να μή λειτουργούν δίχως συστστικών γραμμάτων
Ξένοι και άγνωστοι κληρικοί να μη λειτουργούν πουθενά και με κανένα τρόπο σε άλλες πόλεις χωρίς συστατικές επιστολές του επισκόπου τους.
14ος κανόνας
Να μη συνάπτονται γάμοι με αιρετικούς ή Ιουδαίους.
Επειδή σε κάποιες επαρχίες έχει επιτραπεί στους αναγνώστες και τους ψάλτες να παντρεύονται, η αγία σύνοδος ώρισε να μην επιτρέπεται σε κάποιον απ' αυτούς να πάρει γυναίκα ετερόδοξη. Κι όσοι έχουν ήδη αποκτήσει παιδιά από τέτοιο γάμο, αν πρόλαβαν να βαπτίσουν σε αιρετικούς όσα παιδιά γεννήθηκαν απ' αυτούς, να τα φέρνουν αυτά στην κοινωνία της καθολικής εκκλησίας· αν δεν τα βάπτισαν, να μη μπορούν πλέον να τα βαπτίσουν στους αιρετικούς, ούτε να τα παντρεύουν με αιρετικό ή Ιουδαίο, ή Ειδωλολάτρη, αν το πρόσωπο το αιρετικό που παντρεύεται με το ορθόδοξο δεν υπόσχεται ότι θα ασπασθεί την ορθόδοξη πίστη. Κι αν κάποιος παραβεί αυτόν τον κανόνα της αγίας συνόδου, υπόκειται σε κανονικό επιτίμιο.
15ος κανόνας
Περί διακονισσών.
Να μη χειροτονείται γυναίκα διάκονος προτού γίνει σαράντα ετών και αυτή ύστερα από ακριβή δοκιμασία. Αν αφού δέχθηκε τη χειροθεσία και παρέμενε για κά ποιο χρονικό διάστημα στο λειτούργημα, παντρευτεί, περιφρονώντας τη χάρη του Θεού, αυτή να αναθεματίζεται μαζί μ' εκείνον που την παντρεύτηκε.
16ος κανόνας
Περί παρθένων.
Κοπέλα που αφιέρωσε τον εαυτό της στο δεσπότη Θεό, όπως και οι μοναχοί, δεν επιτρέπεται να παντρεύεται.Κι αν βρεθούν να το κάνουν αυτό, να είναι ακοινώνητοι. Ορίσαμε ο κατά τόπον επίσκοπος να έχει την εξουσία της φιλανθρωπίας πάνω σ' αυτούς.
17ος κανόνας
Να μη μετακινείται παροικία από μία επαρχία στην οποία ανήκει για 30 έτη.
Οι απμακρυσμένες παροικίες κάθε επαρχίας, ή αυτές που βρίσκονται κοντά σε χωριό ή πόλη να μένουν αναπόσπαστες στους επισκόπους που τις κατέχουν και προπάντων αν τις απέκτησαν κατέχοντάς τες για 30 χρόνια, χωρίς καμία βία. Αν όμως μέσα στο διάστημα των 30 χρόνων έχει γίνει ή θα γίνει κάποια αμφισβήτηση, να επιτρέπεται σ' αυτούς που λένε ότι έχουν αδικηθεί να φέρουν την υπόθεση στη σύνοδο της επαρχίας. Και αν κάποιος αδικείται από τον μητροπολίτη του να εκδικάζεται η υπόθεση στον έξαρχο της διοικήσεως ή στον θρόνο του Κωνσταντινουπόλεως, σύμφωνα με όσα έχουν ειπωθεί παραπάνω. Κι αν κάποια πόλη ανακαινίσθηκε, ή θα ανακαινισθεί στο εξής από τη βασιλική εξουσία, η τάξη των εκκλησιαστικών παροικιών να ακολουθεί τα πολιτικά και δημόσια πρότυπα.
18ος κανόνας
Συνομωσία κληρικών
Το έγκλημα της συνομωσίας ή του φατριατισμού είναι απαγορευμένο με κάθε τρόπο από τους πολιτικούς νόμους και πολύ περισσότερο βέβαια ταιριάζει ν' απαγορεύουμε να γίνεται αυτό στην Εκκλησία του Θεού. Αν λοιπόν κάποιοι κληρικοί ή μοναχοί βρεθούν να συνωμοτούν ή να φατριάζουν ή να επιβουλεύονται επισκόπους ή συγκληρικούς τους, να χάνουν τελείως το αξίωμά τους (να καθαιρούνται).
19ος κανόνας
Περί επαρχιακών συνόδων.
Πληροφορηθήκαμε εμείς ότι δεν γίνονται στις επαρχίες οι κανονισμένες σύνοδοι των επισκόπων, με αποτέλεσμα να παραμελούνται πολλές εκκλησιαστικές που χρειάζονται διόρθωση. Όρισε λοιπόν η αγία Σύνοδος, σύμφωνα με τους κανόνες των αγίων Πατέρων, δύο φορές το χρόνο οι επίσκοποι σε κάθε επαρχία να συγκεντρώνονται στο ίδιο μέρος, εκεί όπου θα εγκρίνει ο επίσκοπος της Μητροπόλεως και να τακτοποιούν κάθε ζήτημα που ανακύπτει. Και οι επίσκοποι που δεν πηγαίνουν στην Σύνοδο, αλλά βρίσκονται στις πόλεις τους με καλή υγεία μάλιστα και ελεύθεροι από κάθε απαραίτητα και αναγκαία σχόλια να επιπλήττονται αδελφικά.
20ος κανόνας
Πώς να δέχονται οι Επίσκοποι
ξένους κληρικούς.
Οι κληρικοί που συγκαταριθμούνται σε μία εκκλησία, όπως ήδη ορίσαμε, να μην επιτρέπεται να κατατάσσεται σε εκκλησία άλλης πόλεως, αλλά να αρκούνται σ' εκείνη στην οποία αξιώθηκαν από την αρχή να λειτουργούν, εκτός από εκείνους οι οποίοι έχασαν τις πατρίδες τους και από ανάγκη πήγαν σε άλλη εκκλησία. Κι αν κάποιος Επίσκοπος, ύστερα απ' αυτόν τον κανόνα δεχθεί κληρικό που ανήκει σ' άλλον επίσκοπο, αποφασίστηκε να μείνει ακοινώνητος και αυτός που έγινε δεκτός και αυτός που τον δέχτηκε, ώσπου να επανέλθει στην Εκκλησία του ο κληρικός που μετακινήθηκε.
21ος κανόνας
Κατήγοροι Ἐπισκόπων
ή κληρικών
Κληρικοί ή λαϊκοί που κατηγορούν επισκόπους ή κληρικούς να μη γίνονται δεκτοί αμέσως και ανεξέταστα για κατηγορία, παρά μόνο εάν εξεταστεί προηγουμένως η υπόληψή τους.
22ος κανόνας
Να μήν αρπάζουν οι κληρικοί
κληρονομιά αποθανόντων
επισκόπων
Να μην επιτρέπεται στους κληρικούς μετά το θάνατο του επισκόπου τους να διαρπάξουν την περιουσία του, όπως έχει απαγορευτεί και σ' αυτούς που παραλαμβάνουν την επισκοπή· διαφορετικά, όσοι το κάνουν αυτό, να κινδυνεύουν να χάσουν τον βαθμό τους.
23ος κανόνας
Να απομακρυνθουν από την Κωνσταντινούπολη οι ξένοι
ακοινώνητοι Κληρικοί
Η αγία σύνοδος πληροφορήθηκε ότι κάποιοι κληρικοί και μοναχοί στους οποίους δεν έχει ανατεθεί τίποτε από τον επίσκοπό τους και που μερικές φορές έχουν γίνει ακοινώνητοι απ' αυτόν, πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη όπου βρίσκεται ο βασιλιάς και μένουν πολύ καιρό σ' αυτήν προκαλώντας ταραχές και θορυβώντας την εκκλησιαστική κατάσταση και ανατρέποντας σπίτια κάποιων. Όρισε λοιπόν η αγία σύνοδος, αυτοί να προειδοποιούνται από τον ένδικο της αγιοτάτης εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για να φύγουν από την βασιλεύουσα πόλη. Και αν φερόμενοι με αναίσχυντο τρόπο επιμένουν στα ίδια πράγματα να διώχνονται αυτοί και παρά τη θέλησή τους από τον ίδιο τον έκδικο και να αποσύρονται στους τόπους τους.
24ος κανόνας
Να μην μετατρέπονται τα μοναστήρια κοσμικά καταλύματα.
Τα μοναστήρια που καθιερώθηκαν μια για πάντα σύμφωνα με τη γνώμη του επισκόπου, να μένουν για πάντα μοναστήρια και να φυλάγονται τα πράγματα που τους ανήκουν και να μη γίνονται πια αυτά κοσμικά καταγώγια· όσοι εκτρέπουν να γίνεται αυτό να υπόκεινται στα επιτίμια των κανόνων.
25ος κανόνας
Πλήρωση χηρευουσών επισκοπών εντός τριμήνου
Επειδή, όπως ακούσαμε, κάποιοι μητροπολίτες αδιαφορούν για τα ποίμνιά που τους έχουν ανατεθεί και αναβάλλουν τις χειροτονίες των επισκόπων, η αγία σύνοδος αποφάσισε να γίνονται οι χειροτονίες των επισκόπων μέσα σε 3 μήνες, εκτός και αν η κατάσταση ανάγκης κάνει ώστε να παραταθεί το χρονικό διάστημα της αναβολής. Κι αν δεν το κάνει αυτό, να υπόκειται αυτός σε εκκλησιαστικά επιτίμια. Τα έσοδα, ωστόσο της εκκλησίας που χηρεύει να φυλάσσονται ακέραια από τον οικονόμο της ίδιας εκκλησίας.
26ος κανόνας
Περί οικονόμων
Επειδή, όμως ακούσαμε, σε κάποιες εκκλησίες οι επίσκοποι χειρίζονται την εκκλησιαστική περιουσία χωρίς οικονόμους, αποφασίστηκε κάθε εκκλησία που έχει επίσκοπο να έχει και οικονόμο από το δικό της κλήρο, που να διαχειρίζεται την εκκλησιαστική περιουσία σύμφωνα με τη γνώμη του επισκόπου του, ώστε να μην είναι η οικονομική διαχείριση της εκκλησίας χωρίς μάρτυρα και εξαιτίας αυτής της κατάστασης να σκορπίζεται η περιουσία της και να αποδίδεται μομφή στην ιερωσύνη· αν δεν το κάνει αυτό, να υπόκειται αυτός στους ιερούς κανόνες.
27ος κανόνας
Περί αρπαζόντων γυναίκες
Όσοι αρπάζουν γυναίκες λέγοντας ότι θα τις παντρευτούν, ή γίνονται συνεργοί ή σύμβουλοι σ' αυτούς του αρπάζουν (γυναίκες) η αγία σύνοδος όρισε, αν είναι κληρικοί να εκπίπτουν από του βαθμού τους κι αν είναι λαϊκοί να αναθεματίζονται.
28ος κανόνας
Περί των προνομίων του Κωνσταντινουπόλεως
Ακολουθώντας παντού τους κανόνες των αγιων Πατέρων και γνωρίζοντας τον κανόνα που διαβάστηκε πρόσφατα των 150 θεοφιλεστάτων επισκόπων και συνήλθαν στη μνήμη του ευσεβούς Μεγ. Θεοδοσίου, ο οποίος έγινε βασιλιάς στη βασιλεύουσα πόλη της Κωνσταντινούπολης Νέας Ρώμης τα ίδια και εμείς ορίζουμε και ψηφίζουμε σχετικά με τα πρεσβεία της αγιοτάτης εκκλησίας της ίδιας Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης· άλλωστε δικαιολογημένα οι Πατέρες έχουν δώσει τα πρεσβεία στο θρόνο της πρεσβύτερης Ρώμης, με το να βασιλεύει εκείνη η πόλη. Έχοντας λοιπόν τον ίδιο σκοπό οι 150 θεοφιλέστατοι επίσκοποι απένειμαν τα ίδια πρεσβεία στον αγιώτατο θρόνο της Νέας Ρώμης, κρίνοντας δικαιολογημένα, ώστε η πόλη που τιμήθηκε με βασιλεία και σύγκλητο, απολαμβάνοντας και τα ίσα πρεσβεία με την πρεσβύτερη βασιλική πόλη Ρώμη, να μεγαλώνεται όπως εκείνη και στα εκκλησιαστικά πράγματα, καθώς είναι δεύτερη (στην τάξη) ύστερα από εκείνη. Και ορίζουμε μόνοι οι μητροπολίτες της διοίκησης του Πόντου και της Ασίας και της Θράκης και ακόμη και οι επίσκοποι των διοικήσεων που έχουν προαναφερθεί οι οποίες βρίσκονται σε βαρβαρικά έθνη να χειροτονούνται από τον αγιότατο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως που αναφέρθηκε πιο πάνω, δηλαδή ο κάθε μητροπολίτης των διοικήσεων που έχουν προαναφερθεί μαζί με τους επισκόπους της επαρχίας, να χειροτονεί τους επισκόπους της επαρχίας, όπως έχει ορισθεί από τους ιερούς κανόνες και να χειροτονούνται, όπως ειπώθηκε, οι μητροπολίτες των διοικήσεων που προαναφέρθηκαν από τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, ύστερα από προτάσεις που έγιναν από την σύνοδο, σύμφωνα με τη συνήθεια, και οι οποίες απευθύνονται (επαρχιακή) σ' αυτόν.
29ος κανόνας
Οι επίσκοποι δεν υποβιβάζονται σε πρεσβυτέρους.
Το να υποβιβάζει κανείς έναν επίσκοπο σε βαθμό πρεσβυτέρου, είναι Ιεροσυλία, αν όμως κάποια δίκαιη κατηγορία τους απομακρύνει εκείνους από τη δράση της Επισκοπής (τότε) δεν πρέπει να κατέχουν ούτε πρεσβυτέρου θέση. Κι αν απομακρύνθηκαν από το αξίωμα χωρίς να υπάρχει κάποια κατηγορία, να επιστρέψουν στο αξίωμα της επισκοπής.
Ο Ανατόλιος, ο ευλαβέστατος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως είπε: «αυτοί που λέγεται ότι έχουν υποβιβαστεί από το αξίωμα του επισκόπου στην τάξη του πρεσβυτέρου, αν αποδεικνύονται ένοχοι από κάποιες εύλογες κατηγορίες, δικαιολογημένα δεν είναι άξιοι να έχουν ούτε την τιμή του πρεσβυτέρου· αν όμως υποβιβάστηκαν στον κατώτερο βαθμό χωρίς να υπάρχει εύλογη κατηγορία, δικαιώνονται, αν αποδειχθεί ότι ήσαν αθώοι, για να αναλάβουν και πάλι το αξίωμα της επισκοπής και την ιερωσύνη.
30ος κανόνας
Περί των Αιγυπτίων Επισκόπων που δεν υπογράφουν στη Σύνοδο.
Επειδή οι ευλαβέστατοι επίσκοποι της Αιγύπτου ανέβαλαν να υπογράψουν προς το παρόν την επιστολή του οσιωτάτου Αρχιεπισκόπου Λέοντος, όχι ως αντιμαχόμενοι την καθολική πίστη αλλά ισχυριζόμενοι ότι είναι συνήθεια στην Αιγυπτιακή διοίκηση να μην κάνουν τίποτε τέτοιο χωρίς τη γνώμη και την έγκριση του Αρχιεπισκόπου και αξιώνουν να τους δοθεί διορία μέχρι τη χειροτονία αυτού που θα γίνει επίσκοπος της μεγαλουπόλεως Αλεξανδρείας, θεωρήσαμε δίκαιο και φιλάνθρωπο, να τους δοθεί διορία ενώ θα παραμένουν αυτοί στο αξίωμά τους μέσα στην πόλη της βασιλεύουσας, ώσπου να χειροτονηθεί ο αρχιεπίσκοπος της μεγαλουπόλεως Αλεξανδρείας. Γι' αυτό, αν παραμείνουν στο αξίωμά τους, ή θα δώσουν εγγυήσεις, αν αυτό τους είναι δυνατό, ή θα γίνουν πιστευτοί με όρκο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Παρά την καταδίκη του ο Μονοφυσιτισμός διαδόθηκε και επικράτησε κυρίως στις παραμεθόριες περιοχές της Αυτοκρατορίας όπως η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη, η Συρία και η Αρμενία. Οι Αυτοκράτορες προσπάθησαν με διάφορα μέσα να περιορίσουν τον Μονοφυσιτισμό. Χρησιμοποίησαν την πειθώ, διαπραγματεύσεις, παραχωρήσεις, καταπιέσεις κ.ά. μέσα, δίχως αποτέλεσμα όμως.
Οι Μονοφυσίται διεσπάσθησαν σε πολλές μερίδες όπως: Ευτυχιανοί, Σεβηριανοί, Ιουλιανιστές, Αφθαρτοδοκήτες, Ακέφαλοι, Φαντασιαστές, Θεοπασχήτες, Αγνοητές, Ακτισήτες, Κτιστολάτρες, Φθαρτολάτρες, Διακρινόμενοι, Αδιάφοροι, Τριθεϊστές, Θεμιστιανοί κ.λπ.[31]
Εν τω μεταξύ, σχηματίσθηκαν βαθμηδόν, αφού αποσπάσθηκαν απ' την αρχαία Εκκλησία, αμέσως η Αρμενική, η Κοπτική και η Συροϊακωβιτική Εκκλησία, έπειτα δε εμμέσως εκ της Κοπτικής η Αιθιοπική και εκ της Συροϊακωβιτικής η Μαλαμπαρική Εκκλησία. Αυτές, μετά την ισλαμική κατάληψη των χωρών τους[32], (636-642) διέκοψαν κάθε επικοινωνία με τις βυζαντινές επαρχίες και ακολούθησαν αυτοτελή ανάπτυξη και ζωή. Κατόρθωσαν να έχουν μια δογματική ενότητα μέχρι το 900 περίπου, στην βάση της διδασκαλίας της Σεβήρου. Έπειτα άρχισαν να σημειώνονται και κάποιες διαφορές μεταξύ τους, ιδίως στην Μυστηριολογία, τη Μαριολογία κ.λπ., δίχως όμως να οδηγηθούν σε σοβαρή διάσταση μεταξύ τους.[33]
Ας σημειωθεί ότι ικανός αριθμός Μονοφυσιτών προσήλθε κατά καιρούς στην λατινική ουνία και σχηματίσθηκαν στον χώρο τους διάφορες ουνιτικές εκκλησίες, ενώ λίγοι μόνο Μονοφυσίτες προσχώρησαν στον Προτεσταντισμό.[34]
Τέλος πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτές οι εκκλησίες που σήμερα χαρακτηρίζουμε Μονοφυσιτικές, είναι μάλλον μονοφυσιτίζουσες διότι απορρίπτουν τον άκρατο μονοφυσιτισμό του Ευτυχούς (τον οποίο καταδικάζουν) και την διδασκαλία του περί τροπής και συγχύσεως των δύο φύσεων του Χριστού, όμως υπερτονίζουν την «μία φύση» στον Χριστό μετά την ένωση, δηλαδή τη Θεία φύση, αφήνοντας στη σκιά την ανθρώπινη, την οποία όμως δεν αρνούνται όπως ο Ευτυχής. Γενικά έχουν ως κέντρο της διδασκαλίας τους την φράση του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας «Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη» παρερμηνεύοντάς την. Αυτές οι εκκλησίες χαρακτηρίζονται ακριβέστερα ως Αντιχαλκηδόνειες διότι απέρριψαν την Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδο ως δήθεν νεστοριανίσασα[35]. Αυτή τους η απόρριψη είναι και το βασικό εμπόδιο που μας χωρίζει από τις εκκλησίες αυτές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ι. Καρμίρη: «ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», έκδ. Β΄, τόμοι Ι, Εν Αθήναις 1960.
2. Βλ. Ι. Φειδά: «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» Α΄, έκδοσις Γ΄ Αθήνα 1997.
3. Εκδοτική Αθηνών «Ιστορία του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τόμος Ζ΄, Αθήναι 1978.
4. Αγ. Νεκταρίου «ΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», έκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/κη 1972.
5. Αμίλκα Αλιβιζάτου: «ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ», έκδ. ΑΠΟΣΤ. ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ, Αθήναι 1997.
6. Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλή «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ», Αθήνησι 1852.
7. Στεφανίδου «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Αθήναι 1970.
8. Α. Μαρτίνου «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ & ΗΘΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ», Αθήναι 1966.
9. Π. Ακανθοπούλου «ΚΩΔΙΚΑΣ Ι. ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ», Θεσ/νίκη 1995.
[1] Βλ. Βλ. Ιω. Φειδά, "Εκκλησιαστική Ιστορία", Τομ. Α΄, σελ. 626, 628.
[2] Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. Ε΄, στιχ. 97.
[3] Όπου ανωτέρω.
[4] Όπου ανωτέρω, τομ. Ε΄, στιχ. 1106.
[5] Αμ. Αλιβιζάτου, "Οι Ιεροί Κανόνες", σελ. 54.
[6] Ζωναράς και Βαλσαμών, Ράλλη – Ποτλή. "Συντ. των Θείων και Ι. Κανόνων". τομ. 2. σελ. 216.
[7] Ι. Καρμίρη, "Τα Δογματικά και Συμβ. Μνημεία της Ορθ. Καθ. Εκκλ. Τομ. Ι, σελ. 158.
[8] Ι. Καρμίρη, "Τα Δογματικά και Συμβ. Μνημεία της Ορθ. Καθ. Εκκλ. Τομ. Ι, σελ. 159.
[9] Βλ. Ιω. Φειδά. "Εκκλησιαστική Ιστορία". Τομ. Α΄, σελ. 632.
[10] Βλ. Ιω. Φειδά. "Εκκλησιαστική Ιστορία". Τομ. Α΄, σελ. 633.
[11] Βλ. Ιω. Φειδά. "Εκκλησιαστική Ιστορία", Τομ. Α΄, σελ. 634.
[12] Ιω. Καρμίρη. "Τα δογμ. και Συμ. Μνημεία της Ορθ. Καθ. Εκκλ." Τομ. Α΄, σελ. 165-166.
[13] Βλ. Ιω. Φειδά "Εκκλησιαστική Ιστορία". Τομ. Α΄, σελ. 636.
[14] Βλ. Ιω. Φειδά, "Εκκλησιαστική Ιστορία". Τομ. Α΄, σελ. 637-638. Αγίου Νεκταρίου, "Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας". σελ. 133.
[15] Βλ. Ιω. Φειδά "Εκκλησιαστική Ιστορία" τομ. Α΄, σ. 640-641.
[16] Ιω. Καρμίρη "Τα Δογμ. και Συμ. Μνημ. της Ορθ. Καθ. Εκκλ. "Τομ. Α΄, σελ. 168.
[17] Ι. Καρμίρη, "Τα Δογμ. και Συμβ. Μνημ. της Ορθ. Καθ. Εκκλ." Τομ. Α΄, σελ. 168-169.
[18] Βλ. Φειδά «Εκκλησιαστική Ιστορία»,Τόμος Α´, σελ. 650.
[19] Ι. Καρμίρη" ΤΑ Δογμ. και Συμ. Μνημεία της Ορθ. Καθ. Εκκ. "Τομ. Α΄, σελ. 175. Βλ. Ιω. Φειδά "Εκκλησιαστική Ιστορία", Τομ. Α, σελ. 649-650.
[20] Βλ. Ιω. Φειδά, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τομ. Α΄, σελ. 649.
[21] Ι. Καρμιρη, "Τα Δογματικα και Συμβολικα Μνημεια της Ορθοδοξου Καθολικης Εκκλησιας", τόμ. Α΄, σελ.175 .
[22] Βλ. Ιω. Φειδά, "Εκκλησιαστική Ιστορία", τόμος Α΄, σελ. 652-653.
[23] Βλ. Ιω. Φειδά "Εκκλησιαστική Ιστορία", τόμος Α΄, σελ. 652–653.
[24] Εκδοτική Αθηνών "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" τομ. Ζ΄, σελ. 413.
[25] Ι. Καρμίρη. "Τα Δογμ. και Συμ. Μνημεία της Ορθ. Καθ. Εκκλ." τομ. Α., σελ. 173.
[26] Β. Στεφανίδου "εκκλησιαστική Ιστορία", σελ. 284.
[27] Εκδ. Αθηνών "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ", τομ. Ζ΄, σελ. 413-414.
[28] Εκδοτ. Αθηνών, "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ", τομ. Ζ΄, σελ. 414.
[29] Κείμενο παρά Ράλλη-Ποτλή, «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ», 216-291.
[30] Μετάφρασις Προδρ. Ακανθοπούλου "ΚΩΔΙΚΑΣ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ…", σελ. 81-99.
[31] Θ. & Ηθ. Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Θ', στ. 68-70
[32] Όπου ανωτέρω.
[33] Όπου ανωτέρω.
[34] Όπου ανωτέρω.
[35] Όπου ανωτέρω.