Ἀναίρεσις ἀντικανονικῆς ἀποτειχίσεως

Ημερομηνία δημοσίευσης: Dec 31, 2018 8:41:1 AM

ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ

ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ

ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

«...ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι προβάλλουν τὶς εἰκασίες τους ὡς βεβαιότητες καὶ ἐπάνω σὲ αὐτὲς θεμελιώνουν ἄποψη».

Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Φωτίου

Δυστυχῶς οἱ «ἀποτειχισθέντες» τοῦ Σωματείου δὲν ἐπεδίωξαν ποτὲ διάλογο. Κάθε συζήτηση μαζί τους ἀποτελοῦσε ὁμιλία εἰς ὦτα μὴ ἀκουόντων. Κάθε γραπτή, ἢ προφορικὴ ἀπάντησή τους, ἐπαναλάμβανε στερεοτύπως τὰ ἴδια λόγια, τὰ ἴδια ἐπιχειρήματα, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ κασέτα. Τὰ γραπτὰ ὅμως μένουν, γιὰ νὰ μαρτυροῦν ὅτι οἱ δυστυχεῖς ἀποτειχισθέντες δὲν ἔλαβαν ποτὲ ὑπ᾽ ὄψιν ὁποιαδήποτε ἄλλη ἄποψη, καὶ παρὰ τὸ ὅτι τὰ ἐπιχειρήματά τους εἶχαν ἀπαντηθεῖ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, αὐτοὶ ἐξακολουθοῦν μὲ μονότονο ρυθμὸ μία συνεχῆ ἐπανάληψη.

1. Ἡ ἐπαίσχυντη «ἀποτείχιση» ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπιγραφὴ (ἐπάνω δεξιά): «ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Γ.Ο.Χ. ΒΟΛΟΥ» καὶ παρακάτω: «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ [1]ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Γ.Ο.Χ. Ν. ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ».

Ὅπως ἀναφέρουμε καὶ στὴν ἀπὸ 31-8/13-9-2016 πρότασή μας (σσ. 13-14.):

«Ὅμως αὐτὸ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἄρθρο 28 παρ. 2 τοῦ ἰδίου Καταστατικοῦ, κατὰ τὸ ὁποῖο «Σὲ περίπτωση διαλύσεως ἡ ὅλη περιουσία τοῦ Σωματείου μετὰ τὴν ἐκκαθάριση περιέρχεται στὸν ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΓΟΧ Ν. Μαγνησίας (Δον δαλεζίου – Δημ. Γεωργιάδου), ...». Ἐκ τούτου εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Ἱερὸς Ναὸς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, δὲν ἀνήκει ἰδιοκτησιακῶς στὸ ΣΩΜΑΤΕΙΟ, ἀλλὰ ἀποτελεῖ κάτι τὸ αὐτοτελὲς καὶ ἀνεξάρτητο τοῦ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ὁρίζῃ ὡς κληρονόμο του τὸν ἑαυτό του[2]. Μάλιστα, ἐπειδὴ ἡ πρόβλεψη τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ ὑπῆρχε αὐτολεξεὶ στὸ ἄρθρ. 21 τοῦ ἱδρυτικοῦ Καταστατικοῦ, φανερώνει καὶ τὴν βούληση τῶν ἱδρυτῶν τοῦ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ[3], (μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὰ μέλη τῆς τότε ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ τὰ ὁποῖα πρωτοστάτησαν γιὰ τὴν ἵδρυσή του καὶ μετεῖχαν στὸ Δ.Σ. αὐτοῦ μέχρι τὴν διάσταση τοῦ 1986), ὅτι θεωροῦσαν τὸν Ναό (ὡς Νομικὸ Πρόσωπο) καὶ τὸ ΣΩΜΑΤΕΙΟ συνεργαζόμενα μὲν ἀλλὰ διαφορετικὰ πράγματα».

Τὸ ἀποτειχιζόμενο Διοικητικό Συμβούλιο θὰ μποροῦσε νὰ ὁμιλῇ μόνον ἐξ ὀνόματος τοῦ Σωματείου (καὶ τοῦτο ἐφ᾽ ὅσον τηροῦσε τὶς νόμιμες διαδικασίες) καὶ σὲ καμία περίπτωση ἐξ ὀνόματος τοῦ Ἱ. Ναοῦ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

2. Οἱ ἀποτυχημένοι «ἀποτειχισμένοι» ἐπικαλοῦνται καὶ πάλι τὸν ΛΑ´ (31) Ἀποστολικὸ Κανόνα! Ἂς ἐπαναλάβουμε τὰ γραφέντα στὴν ἐπιστολή μας ἀπό 22-12-2016 / 04-01-2017 (σσ. 5-6):

«Ὁ λα´ Ἀποστολικὸς λέγει (σὲ μετάφραση): «Ἂν κάποιος πρεσβύτερος, καταφρονήσει τὸν Ἐπίσκοπό του, κάνει χωριστὲς συνάξεις, καὶ κάνει ἄλλο θυσιαστήριο, δίχως νὰ ἔχῃ νὰ καταμαρτυρήσῃ κατὰ τοῦ ἐπισκόπου του γιὰ κάποιο ζήτημα εὐσεβείας (πίστεως) καὶ δικαιοσύνης, νὰ καθαιρεῖται, ὡς φίλαρχος· διότι εἶναι τύραννος. Ὁμοίως καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοί, καὶ ὅσοι τυχὸν τὸν ἀκολουθήσουν ἀργότερα· οἱ δὲ λαϊκοὶ νὰ ἀφορίζονται. Αὐτὰ δὲ ἔπειτα ἀπὸ μία, καὶ δεύτερη καὶ τρίτη παράκληση τοῦ ἐπισκόπου νὰ γίνωνται»[4].

Αὐτοὶ ποὺ διέκοψαν τὴ διαμνημόνευση τοῦ ὀνόματός μου ἔχουν νὰ μοῦ καταμαρτυρήσουν ὅτι ἔσφαλα σὲ κάποιο ζήτημα πίστεως; Ὄχι. Τότε μήπως μοῦ καταμαρτυροῦν ὅτι ἔσφαλα σὲ ζήτημα δικαιοσύνης; Ἀλλὰ τὶ ἐννοεῖ ὁ κανόνας ὡς ζήτημα δικαιοσύνης[5]; Εἶναι ἀφαλῶς κάτι ποὺ δὲν ἀφορᾶ τὴν εὐσέβεια, δηλαδὴ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀλλὰ τὴν ὀρθὴ πράξη. Ἀλλὰ γιὰ ἐγκλήματα τέτοια, ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας τοῦ Πρεσβυτέρου ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του εἶναι ἐπιτρεπτὴ μόνον ὅταν αὐτὰ ἀποδειχθοῦν συνοδικῶς. Μόνον γιὰ ζητήματα πίστεως, στὴν περίπτωση ποὺ ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττει δημοσίως μία καταδικασμένη αἵρεση, μπορεῖ κάποιος νὰ διακόψῃ τὴν κοινωνία του μὲ τὴν προϊσταμένη του ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή. Αὐτὸ ἑρμηνεύεται καθαρὰ ἀπὸ τὸν ιε´ Κανόνα τῆς ΑΒ´, ὁ ὁποῖος λέγει:

«Αὐτὰ ποὺ ὁρίσθηκαν γιὰ Πρεβυτέρους καὶ Ἐπισκόπους καὶ Μητροπολίτες, πολὺ περισσότερο ἁρμόζουν γιὰ τοὺς Πατριάρχες. Ὥστε, ἂν κάποιος πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσῃ νὰ διακόψῃ τὴν κοινωνία του πρὸς τὸν οἰκεῖο πατριάρχη καὶ νὰ μὴ ἀναφέρῃ τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ καθορισμένο σημεῖο τῆς θείας λειτουργίας, ἀλλὰ κάνῃ σχίσμα πρὸ συνοδικῆς ἀποφάσεως καὶ τελείας καταδίκης αὐτοῦ (τοῦ πατριάρχου), αὐτὸν (τὸν πρεσβύτερο, ἐπίσκοπο ἢ μητροπολίτη) ὅρισε ἡ ἁγία σύνοδος, νὰ καθαιρεῖται, ἂν ἀποδειχθῇ ὅτι ἔκανε αὐτὴν τὴν παρανομία. Καὶ αὐτὰ μὲν ὁρίζονται γιὰ ὅσους μὲ τὴν πρόφαση κάποιων ἐγκλημάτων ἀποκόπτονται ἀπὸ τοὺς οἰκείους προέδρους (προϊσταμένους) καὶ κάνουν σχίσμα καὶ διασποῦν τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὅσοι διακόπτουν τὴν κοινωνία τους πρὸς τοὺς προϊσταμένους τους ἐξ αἰτίας αἱρέσεως καταδικασμένης ἀπὸ ἁγία Σύνοδο, ἢ τοὺς Πατέρες, ἐφ᾽ ὅσον ἐκεῖνος (ὁ ἐκκλησιαστικῶς προϊστάμενος) κηρύττει τὴν αἵρεση δημοσίως καὶ τὴν διδάσκει στὴν Ἐκκλησία, αὐτοὶ ὄχι μόνον δὲν ὑπόκεινται σὲ κανονικὰ ἐπιτίμια, ὅταν πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἀποτειχίζονται ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν καλούμενο ἐπίσκοπο, ἀλλὰ θὰ ἀξιωθοῦν καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς ποὺ ἁρμόζει στοὺς Ὀρθοδόξους. Διότι, δὲν κατέκριναν ἐπισκόπους ἀλλὰ ψευδεπισκόπους καὶ ψευδοδιδασκάλους, καὶ δὲν διέσπασαν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μὲ σχίσμα, ἀλλὰ προσπάθησαν νὰ λυτρώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα καὶ τὶς διαιρέσεις»[6].

Ἄν, λοιπόν, τὸ Δ.Σ. τοῦ Σωματείου ἔχῃ νὰ μοῦ καταμαρτυρήσῃ ὅτι ἄρχισα νὰ κηρύσσῳ δημοσίως κάποια καταδικασμένη αἵρεση (λόγοι εὐσεβείας) καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀποφαίνεται γιὰ τὴν διακοπή τῆς ἀναφορᾶς τοῦ ὀνόματός μου στὸν Ναό ποὺ ἐλέγχει, τότε ἂς ἀναφέρῃ τὴν αἵρεση αὐτή. Ἂν μοῦ καταμαρτυρῇ λόγους δικαιοσύνης (ὁποιαδήποτε ἄλλη κατηγορία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προηγούμενη), τότε θὰ ἔπρεπε νὰ κάνῃ ἐναντίον μου καταγγελία καὶ μετὰ τὴν ὁριστική μου καταδίκη (ἂν κρινόμουν ἔνοχος) θὰ ἔπρεπε νὰ διακόψουν τὴ διαμνημόνευση τoῦ ὀνόματός μου. Ἀπ᾽ ὅσο γνωρίζω, τίποτε ἀπὸ τὰ δύο δὲν συνέβη».

Βέβαια, στὴν πρόσφατη ἀποτείχισή τους ἀναφέρουν πρὸς τὸ τέλος, ὅτι θὰ ἐπανέλθουν καὶ μὲ τὴν προβολὴ θεμάτων πίστεως. Ἀλλά ἂς τὸ ἀφήσουμε αὐτὸ νὰ τὸ ἐξετάσουμε ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα του. Πρὸς τὸ παρὸν δὲν προέβαλαν ζητήματα πίστεως.

3. Οἱ δυστυχισμένοι «ἀποτειχισμένοι» ἐπικαλοῦνται στὴ συνέχεια τὸν ΙΣΤ´ Κανόνα τῆς ΑΒ´ Συνόδου. Στὴν ἀπὸ 22-12-2016 / 04-01-2017 ἐπιστολή μας καὶ πάλι ἀναφέρουμε (σσ. 5-6):

«Τέλος, ἐπικαλεῖται τὸν ις´ κανόνα τῆς ΑΒ´ Συνόδου, ὁ ὁποῖος (ἐν περιλήψει, διότι εἶναι ἐκτενῆς): ἀποτρέπει τὸν ὁρισμό Ἐπισκόπου σὲ Ἐπισκοπὴ τῆς ὁποίας ὁ προηγούμενος Ἐπίσκοπος ζεῖ, ἐκτὸς ἂν αὐτὸς παραιτηθῇ, καθαιρεθῇ, ἢ παραμελῇ τὸ ποίμνιό του ἀπουσιάζοντας ἀπό τὴν Ἐπαρχία του περισσότερο ἀπὸ 6 μῆνες. Ἂν ὅμως ὁ λόγος τῆς ἀπουσίας του ὀφείλεται, εἴτε σὲ βασιλικὸ πρόσταγμα, εἴτε σὲ καθήκοντα τὰ ὁποῖα τοῦ ἔχει ἀναθέσει ὁ Πατριάρχης, εἴτε σὲ ἀσθένεια ἡ ὁποία τὸν ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν μετακίνηση, τότε εἶναι δικαιολογημένος. Εἰδάλλως, νὰ γίνεται ἄλλος Ἐπίσκοπος στὴ θέση του.

Στὴν περίπτωσή μας ἡ παῦσις τοῦ Σεβασμ. κ. Μαξίμου βασίσθηκε στὸ ἄρθρο 6 τοῦ Κανονισμοῦ Ἐκλογῆς Ἀρχιερέων τὸν ὁποῖο ἐνέκρινε καὶ συνυπέγραψε καὶ ὁ ἴδιος τὸ ἔτος 2009, τὸ ὁποῖο δίδει τὴν δυνατότητα τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ Ἐπισκόπου ὅταν δὲν μπορεῖ ἐξ ἀντικειμένου νὰ ἀσκήσῃ τὰ καθήκοντά του πέραν τοῦ ἑξαμήνου. Αὐτὸ θὰ ἀναλυθῇ παρακάτω. Ἐδῶ ἁπλῶς θὰ παραθέσουμε τὴ γνώμη ἑνὸς κανονολόγου ἀναφορικῶς μὲ τὸν ις´ Κανόνα τῆς ΑΒ´ Συνόδου:

«Και το ερώτημα, που τίθεται, είναι το εξής: Είναι δυνατόν η Εκκλησία μέσω της ως άνω κανονικής διατάξεως να επιθυμούσε την παραμονή στη διοίκηση μιας επαρχίας της Επισκόπου ασθενούς, μη δυναμένου να ασκεί τα καθήκοντά του πέραν του εξαμήνου και για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα;

Η απάντηση στο ερώτημα θα είναι αρνητική για τους εξής λόγους:

Όπως είναι γνωστό, ο Επίσκοπος συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τρεις εξουσίες, την Ιερατική, την Διδακτική και την Διοικητική η οποία διασπάται στην Διοικητική υπό στενή εννοία και στην Δικαστική.

Η άσκηση της Ιερατικής Εξουσίας συνεπάγεται για τον Επίσκοπο την τέλεση μυστηρίων και ιεροπραξιών.

Η άσκηση της Διδακτικής εξουσίας συνεπάγεται για τον Επίσκοπο την υποχρέωση να διδάσκει το ποίμνιό του.

Τέλος, η άσκηση της διοικητικής εξουσίας συνεπάγεται για τον Επίσκοπο τις υποχρεώσεις: α) ενασχολήσεως του με τις υποθέσεις της Επαρχίας του, β) της συμμετοχής του στη σύνοδο της Εκκλησίας του και γ) την άσκηση της δικαστικής εξουσίας του είτε ως μονομελές είτε ως πολυμελές δικαιοδοτικό όργανο.

Τις εξουσίες αυτές έχει εκ των κανόνων ο Επίσκοπος την αδιαμφισβήτητη υποχρέωση να ασκεί, η μη άσκηση, δε, αυτών συνιστά συμπεριφορά αντικείμενη στους ιερούς κανόνες και προκαλεί την κίνηση των διαδικασιών εκ μέρους της Εκκλησίας προς αποκατάσταση της κανονικότητας, υπό τις προϋποθέσεις του ΙΣΤ΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής συνόδου.

Κατά συνέπεια, γίνεται αποδεκτή και δεν επέρχεται άρση της ισοβιότητας και παύση η κατά τον ΙΣΤ΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας αδυναμία ασκήσεως από τον Επίσκοπο των καθηκόντων του πέραν του εξαμήνου, εφόσον η απουσία οφείλεται σε ασθένεια που προκαλεί ακινησία, εκτός αν η ακινησία αυτή μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου διαπιστωθεί ότι οδηγεί σε μόνιμη και πλήρη αδυναμία ασκήσεως των καθηκόντων (π.χ. αδυναμία τελέσεως μυστηρίων και ιεροπραξιών, διδασκαλίας, συμμετοχής στη σύνοδο) και κατά συνέπεια σε αναίρεση αυτής της ίδιας της βάσεως, πάνω στην οποία εδράζεται ο θεσμός του Επισκόπου.

Συμπερασματικώς, οι κανονικές διατάξεις μας παρέχουν τη δυνατότητα εξευρέσεως λύσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον για τη λήψη της σχετικής αποφάσεως προταχθεί των προσωπικών ευαισθησιών το συμφέρον της Εκκλησίας και του ποιμνίου»[7].

Εὔλογο εἶναι ὅτι θὰ ἀναρωτηθῇ κανεὶς γιατὶ δὲν συμπεριέλαβε ὁ κανόνας καὶ τὸ ἐνδεχόμενο ἀντικαταστάσεως τοῦ Ἐπισκόπου καὶ σὲ περίπτωση ποὺ πάσχει ἀπὸ ἄνοια, ἢ κάτι παρόμοιο. Κατ᾽ ἀρχήν, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες δὲ προνοοῦν γιὰ κάθε ἐνδεχόμενη περίπτωση προβλήματος ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμφανισθῇ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αυτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν εἰσαγωγή του στὸ Ἱερὸ Πηδάλιο γράφει: «ὅτι ἐκεῖνο ὅπου οἱ κανόνες φανερῶς οὐ γράφουσι, τοῦτο ἐκ τῶν ὁμοίων τοῖς κανόσι γεγραμμένον, πρέπει νὰ κρίνεται καὶ νὰ συμπεραίνεται,..., ἢ καὶ ἐκ τῶν συγγραμμάτων τῶν κατὰ μέρος πατέρων, ἢ καὶ ἐκ τῆς διακρίσεως τοῦ ὁρθοῦ λόγου»[8]. Γιατὶ ὅμως νὰ μὴν ὑπάρχῃ πρόβλεψη γιὰ τέτοιο ἐνδεχόμενο στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες; Ἡ πιθανότερη ἐξήγηση εἶναι, διότι ἡ ἄνοια, ἡ ὁποία μαστίζει κυρίως ὑπερήλικες ἀνθρώπους, συνήθως δὲν ἐρχόταν μόνη. «Τὸ γῆρας γὰρ οὐκ ἔρχεται μόνον» ἔλεγε μία ἀρχαία παροιμία. Συνοδευόταν συνήθως ἀπὸ πολλές ἀσθένειες. Αὐτὸ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ ὅτι τὸ προσδόκιμο ζωῆς ἕνεκα τῶν ἀσθενειῶν καὶ τῶν συχνῶν πολέμων ἦταν πολὺ χαμηλό, λίγοι κατόρθωναν νὰ φθάσουν σὲ βαθειὰ γεράματα. Καὶ ἀπὸ αὐτούς, ἀκόμη ἕνα μόνον μέρος νοσοῦσε ἀπὸ ἄνοια, ποὺ στὶς περισσότερες περιπτώσεις συνοδευόταν καὶ ἀπὸ ἄλλες ἀσθένειες. Ἡ ἔλλειψη τῶν ἰατρικῶν μέσων καὶ φαρμάκων ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, συνήθως δὲν ἐπέτρεπε στοὺς νοσοῦντας νὰ παρατείνουν τὸν βίο τους ἐπὶ πολλὰ ἔτη ὅταν ἐκδηλωνόταν ἡ νόσος καὶ ἔτσι δὲν ἦταν, ἴσως ἔντονο τὸ πρόβλημα. Τώρα πλέον εἴμαστε σὲ θέση νὰ παρατείνουμε τὸ βίο, μὲ φάρμακα, ἀκόμη καὶ μὲ μηχανικὰ μέσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἂν ἔπασχαν ἀπὸ τὶς ἴδιες ἀσθένειες σὲ παλαιότερες ἐποχὲς θὰ εἶχαν ἀποβιώσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλες οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες κατὰ τὸν 20 αἰῶνα ἔχουν υἱοθετήσει διαδικασίες, ὥστε νὰ ἀντικαθίσταται ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος περιέρχεται σὲ κατάσταση ἀδυναμίας ἀσκήσεως τῶν καθηκόντων του[9]. –«

3. Ἀναφέρουν οἱ ἀποτειχισμένοι στὴν πρόσφατη ἀποτείχισή τους (σ. 5):

«Να σημειωθεί εδώ πως δυσάρεστο αποτέλεσμα της αντικανονικής εκλογής του κ. Φωτίου, όπως θεόπνευστα είχαν προειδοποιήσει και προβλέψει στο προοίμιό του οι θείοι συντάκτες του ανωτέρω Ιερού Κανόνος ήταν οι φιλονικίες, οι ταραχές που συνέβησαν στην Εκκλησία του Χριστού, εξαιρέτως στη διοικητική περιφέρεια του Ποιμενάρχου μας. Το σχίσμα που δημιουργήθηκε προσέβαλε την αγάπη, ομόνοια και ενότητα των πιστών, ενότητα που αποτελεί δόγμα της Εκκλησίας μας».

Ἐντύπωση προξενεῖ ἡ βεβαιότητα τῶν ἀποτειχισμένων ὅτι ὁ Κανόνας αὐτὸς εἶχε θεοπνευστα προειδοποιήσει γιὰ τὸν σκανδαλισμό τους καὶ γιὰ τὶς ταραχὲς ποὺ ἀκολούθησαν. Μήπως κάποιος ἄλλος Κανόνας ἀναφέρεται προσφυέτερα σὲ αὐτούς, αὐτὸς ποὺ εἶχαν (μᾶλλον ἐκ παραδρομῆς) ἐπικαλεσθεῖ στὴν ἀπὸ 03-11-2016 ἐπιστολή τους πρός τὴν Ἱερὰ Σύνοδο; Ἂς θυμηθοῦμε τὶ εἴχαμε ἀπαντήσει στὴν ἀπὸ 22-12-2016 / 04-01-2017 ἐπιστολή μας (σ. 6) σχετικῶς μὲ αὐτόν:

«Ἀξιοπερίεργη εἶναι, ὡστόσο, ἡ ἐπίκληση τοῦ κς´ Ἀποστολικοῦ κανόνα ἀπὸ τὸ Δ.Σ. τοῦ Σωματείου καὶ μᾶλλον κατὰ λάθος ἄλλον, ἀντὶ ἄλλου ἐπικαλέσθηκαν. Ἀλλὰ, «ἡ γλῶσσα ἡ λανθάνουσα λέγει τὴν ἀλήθεια»! Ὁ κανόνας αὐτὸς ἀναφέρει:

«Ἂν κάποιος ποὺ χειροτονηθῇ Ἐπίσκοπος δὲν καταδεχθῇ τὴ διακονία καὶ τὴν φροντίδα τοῦ λαοῦ ποὺ ἀνατέθηκαν σὲ αὐτόν, αὐτὸς ἂς εἶναι ἀφορισμένος μέχρι νὰ τὴν ἀποδεχθῇ· ὡσαύτως καὶ Πρεσβύτερος καὶ Διάκονος. Ἂν ὅμως ἀπερχόμενος στὴν ἐπαρχία του δὲν γίνῃ ἀποδεκτός, ὄχι ἐπειδὴ τὸ θέλει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς μοχθηρίας τοῦ λαοῦ, αὐτὸς μὲν νὰ εἶναι Ἐπίσκοπος, οἱ δὲ Κληρικοὶ τῆς πόλεως νὰ ἀφορίζονται, διότι δὲν ἀποδείχθηκαν καλοί παιδαγωγοὶ τέτοιου ἀνυποτάκτου λαοῦ»[10].

Καὶ ἐγὼ μέν, δὲν ἀρνήθηκα τὴν ἀνατεθεῖσα μου διακονία, ὁπότε δὲν ὑπόκειμαι στὰ ἐπιτίμια τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, ἀλλὰ καταλογίζονται εὐθῦνες στὸν κλῆρο τοῦ λαοῦ ὁ ὁποῖος δὲν ἀποδέχεται τὸν Ἐπίσκοπο. Δηλαδή, οὔτε λίγο, οὔτε πολύ, τὸ Δ.Σ. τοῦ Σωματείου, ἐπικαλούμενο αὐτὸν τὸν Κανόνα, αὐτοχαρακτη­ρίζεται ἀνυπότακτο καὶ προτρέπει τὴν Ἱερὰ Σύνοδο νὰ ἀφορίσῃ τὸν π. Δημήτριο

Διότι ταραχοποιοί (ὅπως δυστυχῶς οἱ νῦν ἀποτειχισμένοι) ὑπῆρχαν πάντοτε στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐλάχιστοι εἶχαν τὴν ἔπαρση αὐτῶν τοῦ Δ.Σ. τοῦ Σωματείου Θ.Ε.Ο.Κ.Γ.Ο.Χ.Ν.Μ., οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ δικαιώσουν τὸν ἑαυτό τους μὲ χρήση τοῦ ΙΣΤ´ Κανόνα τῆς ΑΒ´ Συνόδου. Φυσικὰ ὁ κάθε λογικὸς ἄνθρωπος διαθέτει κρίση καὶ μπορεῖ νὰ βγάλῃ μόνος του τὰ ὀρθὰ συμπεράσματα.

4. Οἱ ἀποτυχῶντες ἀποτειχισμένοι διεκδικοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ διορατικὸ χάρισμα, ὅταν στὶς σελ. 6 καὶ 9 ἰσχυρίζονται μὲ ἀπόλυτη αὐτοπεποίθηση ὅτι:

«Η πηγή της διατάξεως του άρθρου 6 του ανωτέρω Κανονισμού Εκλογής Επισκόπων της Συνόδου Γ.Ο.Χ. είναι το άρθρο 34, παράγραφοι 3‐8 του Καταστατικού Χάρτη της κρατικής νεοημερολογιτικής «Εκκλησίας της Ελλάδος» (Νόμος 590/1977)...» καὶ «Όμως, η Σύνοδος Γ.Ο.Χ. που αναμφισβήτητα είχε ως πρότυπο για τη νομοθέτηση από αυτήν του άρθρου 6 του ανωτέρω Κανονισμού της για την Εκλογή Επισκόπων, τις διατάξεις του άρθρου 34 του Νόμου 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος»».

Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀπολύτως ἀνακριβές. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴ συνέχεια ὁ συντάκτης τῆς δυστυχοῦς ἀποτειχίσεως ἐπισημαίνει ἀρκετὲς διαφορὲς ἀπὸ τὰ ἀναφερόμενα στὸν Καταστατικό Χάρτη τῆς Νεοημερολογιτικῆς ἐκκλησίας γιὰ τὶς ὁποίες καὶ ἀπορεῖ. Ἂν εἶχε διαβάσῃ τὰ ἀναφερόμενα στὴν ἀπό 22-12-2016 / 04-01-2017 ἐπιστολή μας (σσ. 11-12):

«Ἡ πρόβλεψη τοῦ ἄρθρου 6 γιὰ τὴν δυνατότητα τῆς Συνόδου νὰ κηρύττῃ ἐν χηρείᾳ ἐπισκοπικὸ θρόνο «καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ποιμαίνων τὴν ἐπαρχίαν Ἀρχιερεύς ἀδυνατεῖ ἐξ ἀντικειμένου νὰ ἀσκήσῃ τὰ καθήκοντά του λόγῳ ἀνυπερβλήτου κωλύματος πέραν τοῦ ἑξαμήνου», ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῆς ἐμπειρίας ποὺ εἴχαμε ἀπὸ τὴν περίπτωση τοῦ Σεβασμ. Παύλου τῆς Ἀμερικῆς, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸ ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο τὸ ὁποῖο εἶχε ὑποστεῖ, ἦταν διασωληνωμένος καὶ μὲ μηχανικὴ ὑποστήριξη ἐπὶ ἀρκετοὺς μῆνες, δίχως νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τὸ περιβάλλον. Ἀργότερα συνῆλθε, ἀλλὰ μὲ βαρειὰ ἀναπηρεία, ἕνεκα τῆς ὁποίας τελικῶς παρῃτήθη οἰκειοθελῶς. Ἡ σκέψις ὅμως, τὶ θὰ συνέβαινε ἂν δὲν εἶχε συνέλθῃ καὶ εἶχε παραμείνει σὲ κῶμα ἐπὶ πολλοὺς μῆνες ἢ καὶ ἔτη, μᾶς ὁδήγησε στὸ νὰ προβλεφθῇ αὐτὴ ἡ δυνατότης στὴν Σύνοδο νὰ κηρύττῃ τὸν θρόνο ἐν χηρείᾳ, ὄχι μόνο σὲ περίπτωση ἐγκεφαλικοῦ ἐπεισοδίου, ἀλλὰ γενικῶς ὅπως ἔχει διατυπωθεῖ, ὁσάκις ὁ Ἐπίσκοπος ἀδυνατεῖ να ἀσκήσῃ τὰ καθήκοντά του, ἀλλὰ καὶ δὲν δύναται νὰ παραιτηθῇ οἰκειοθελῶς.

Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἐλήφθη μὲ τὴν κοινὴ συναίνεση ὅλων τῶν τότε Ἀρχιερέων καὶ βεβαίως φέρει καὶ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Σεβασμ. Μαξίμου, ὁ ὁποῖος εἶχε τότε πλήρη ἀντιληπτικὴ ἱκανότητα. Οὐσιαστικῶς, διὰ τῆς ὑπογραφῆς μας ὅλοι οἱ Άρχιερεῖς ἔχουμε ἐκ τῶν προτέρων ἐξουσιοδοτήσει τὴν Σύνοδο νὰ μᾶς χαρακτηρήσῃ σχολάζοντες, ἄν ποτέ βρεθοῦμε σὲ κατάσταση ἀδυναμίας ἀσκήσεως τῶν ποιμαντικῶν μας καθηκόντων, καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ ὑποβάλωμε οἰκειοθελῆ παραίτηση.»

Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια γιὰ τὴν θέσπιση τῶν προβλέψεων τοῦ ἄρθρου 6 τοῦ Κανονισμοῦ Ἐκλογῆς Ἀρχιερέων καὶ ἂν κάποιοι εὐφάνταστοι ἄνθρωποι μὲ κακὴ προαίρεση δὲν θέλουν νὰ τὸ πιστεύσουν εἶναι δικό τους πρόβλημα. Ἂς παραμείνουν μὲ τὶς φαντασίες τους. Ἀπὸ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι προβάλλουν τὶς εἰκασίες τους ὡς βεβαιότητες καὶ ἐπάνω σὲ αὐτὲς θεμελιώνουν ἄποψη.

5. Ὁ συντάκτης τῆς ἀτυχοῦς ἀποτειχίσεως ἀναφέρει πάλι (σ. 10):

«...μεταξύ των υπογραφών των Συνοδικών Αρχιερέων για την έγκριση του εν λόγω Κανονισμού περιλαμβάνεται και η υπογραφή του μακαριστού Ποιμενάρχη και Μητροπολίτη μας κυρού Μαξίμου, χωρίς να προκύπτει, όπως είναι εύλογο, από το κείμενο του Κανονισμού αυτού αν τούτος ψήφισε υπέρ ή κατά της εγκρίσεως, δεδομένου ότι δια της πλειοψηφίας λαμβάνονται οι συνοδικές αποφάσεις και αναφέρονται τα ονόματα όλων των συμμετεχόντων Συνοδικών Αρχιερέων».

Φυσικὰ καὶ δὲν προκύπτει ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Κανονισμοῦ. Προκύπτει ὅμως ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου, στὰ ὁποῖα ὑπάρχει ἐπίσης ἡ ὑπογραφὴ τοῦ Μακαριστοῦ καὶ ἐντὸς τοῦ κειμένου δὲν ἀναφέρεται καμία διαφωνία τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου, ὅπως καὶ οὐδενὸς ἑτέρου. Ἄλλωστε τὸ σχέδιο τοῦ Κανονισμοῦ εἶχε διανεμηθεῖ στοὺς Ἀρχιερεῖς τὸν Δεκέμβριο του 2008 καὶ ἐνεκρίθη τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2009, ἀφοῦ δόθηκε χρόνος 10 μηνῶν νὰ μελετηθῇ καὶ νὰ ὑποβάλλῃ ὁ καθένας τὶς προτάσεις του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν τελικὴ μορφή του, ἀφοῦ εἶχε γίνει ἡ σύνθεση ὅλων τῶν προτάσεων, δὲν ὑπῆρξε καμία ἀπολύτως διαφωνία.

6. Οἱ δυστυχισμένοι «ἀποτειχισμένοι» τελειώνουν τὸ ἔγγραφο τῆς ἀποτυχίας τους μὲ τὴν ἐπίκληση γιὰ πρώτη φορά καὶ ζητημάτων πίστεως, τὰ ὁποῖα ἀναφέρουν ὀνομαστικῶς μὲ ὑπαινιγμὸ τῆς ἀναλυτικῆς ἀναφορᾶς σὲ αὐτὰ στὸ μέλλον! Δηλαδὴ θέλουν νὰ προσάψουν στὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ τὴν κατηγορία τῆς κακοδοξίας. Τὸ πρῶτο τὸ ὁποῖο ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε εἶναι ὅτι ἀνέμεναν τὴν ἐκδημία τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου κυροῦ Μαξίμου, τὸν ὁποῖο ἐμνημόνευαν καὶ μετὰ ἐκσφενδόνισαν κατὰ τῆς Συνόδου τὴν κατηγορία τῆς αἱρέσεως.

Ἀσφαλῶς ἡ ἐκδημία ἑνὸς Ἱεράρχου δὲν ἐπηρεάζει τὰ φρονήματα τῆς Συνόδου στὴν ὁποίαν ἀνῆκε. Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ δυστυχεῖς «ἀποτειχισμένοι», μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου εὑρέθησαν σὲ ἀδιέξοδο καὶ θέλοντας νὰ «ἰσχυροποιήσουν» τὴν ἀποτείχισή τους, πρόσθεσαν στὸ μίγμα της καὶ τὸ συστατικὸ τῆς αἱρέσεως! Βλέπετε, ἀποτείχιση ὄχι γιὰ θέματα πίστεως, ἦταν «σκορδαλιὰ χωρὶς σκόρδο», ὁπότε τώρα ποὺ πρόσθεσαν καὶ τὸ σκόρδο, τὸ «ἔδεσμα» εἶναι ἕτοιμο πρὸς σερβίρισμα. Εὐχαριστοῦμε, ἀλλὰ δὲν θὰ πάρουμε!

Ὅμως, ἂς δοῦμε τὶς ὑποτιθέμενες δογματικὲς αἰτιάσεις τὶς ὁποῖες ἐπικαλοῦνται δίχως νὰ ἀναλύουν, ἐπιφυλασσόμενοι νὰ ἀναφερθοῦν λεπτομερῶς στὸ μέλλον:

«1 ‐ στην υπαγωγή της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. στο Νόμο 4301/2014 για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα των ετεροδόξων και των αλλοθρήσκων, ο οποίος απεμπολεί τη συνείδηση της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. ότι είναι η «επικρατούσα θρησκεία» του άρθρου 3 του Συντάγματος και αποδέχεται τον κρατικό ασφυκτικό έλεγχο εποπτείας της λειτουργίας των θρησκευτικών νομικών προσώπων – μητροπόλεων της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ., περιλαμβανομένων των αόριστων κρατικών λόγων διαλύσεώς τους,

2 ‐ στη διάβρωση και αλλοίωση από Ιεράρχες της Συνόδου Γ.Ο.Χ. της θεόπνευστης Πατερικής Ποιμαντικής και του Μυστηρίου της Μετανοίας από τις αντίχριστες θεωρίες της επινοημένης από ανθρώπους επιστήμης της ψυχολογίας.»

Γιὰ τὴν πρώτη αἰτίαση θὰ θέλαμε πραγματικὰ νὰ μᾶς ἀναφέρουν οἱ ἀγαπητοὶ ἀποτειχισμένοι, πότε ἡ Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. εἶχε δηλώσει ὅτι «εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος»; Μποροῦν νὰ μᾶς βροῦν ἔστω μία ἀναφορά; Δὲν πρόκειται νὰ βροῦν διότι δὲν ὑπάρχει. Ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ φαντασίωση εἰσῆλθε στὸ μυαλὸ κάποιων παραφρόνων τῶν τελευταίων ἐτῶν, ἔγινε καὶ «συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.»; Αὐτὸ συμβαίνει μόνον μέσα στὴν φαντασία τους καὶ τὸ ὅτι τὸ διακηρύσσουν δημοσίως κάτι τέτοιο, φανερώνει ὅτι ζοῦν σὲ μία εἰκονικὴ πραγματικότητα («virtual reality»)! Τὸ πλέον ἀνησυχητικὸ δὲν εἶναι τὸ ὅτι αὐτοὶ πιστεύουν ὅτι «οἱ Γ.Ο.Χ. εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία στὴν Ἑλλάδα»(!), ἀλλὰ τὸ ὅτι πιστεύουν ὅτι αὐτὴν τὴν παράλογη φαντασίωση τὴν εἶχαν πάντοτε οἱ Γ.Ο.Χ., καὶ ἁπλῶς δὲν τὸ ἐγνώριζαν! Καὶ ἦλθαν τώρα οἱ «ἀποτειχιζόμενοι» νὰ μᾶς τὸ ὑπενθυμίσουν[11]! Τὸ φαινόμενο αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσῃ ἀντικείμενο εἰδικῆς ψυχιατρικῆς ἔρευνας.

Ὅσον ἀφορᾶ τὴν δεύτερη αἰτία τὴν ὁποίαν ἐπικαλοῦνται, καλὸ θὰ ἦταν νὰ μᾶς ἔλεγαν οἱ δυστυχίσαντες ἀποτειχισμένοι, ποῦ, πότε, ποιοί, καὶ σὲ ποιὰ περίσταση Ἀρχιερεῖς τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου προέβησαν στὴν ἀλλοίωση τῆς «θεόπνευστης Πατερικής Ποιμαντικής και του Μυστηρίου της Μετανοίας από τις αντίχριστες θεωρίες της επινοημένης από ανθρώπους επιστήμης της ψυχολογίας»; Τὶ ἐννοοῦν αὐτοὶ ὡς «θεόπνευστη Πατερική Ποιμαντική»; Προφανῶς, αὐτὴν τὴν στιγμή, ἔχουν ἐπιδοθεῖ σὲ ἐνδελεχῆ ἔρευνα γεγονότων προκειμένου νὰ τὰ ταιριάξουν, ὥστε νὰ δικαιολογήσουν ἐκ τῶν ὑστέρων τὴν κατηγορία ποὺ ἐκτόξευσαν! Δηλαδή, πρῶτα ἀπευθύνουν τὴν κατηγορία καὶ μετὰ ἀναζητοῦν τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα νὰ τὴν στοιχειοθετοῦν. Διότι ἂν ἐγνώριζαν τέτοια περιστατικά, ὄχι μὲ ἀοριστολογίες ἀλλὰ μὲ συγκεκριμένες ἀποδείξεις ὡς πρὸς τὴν στήριξη τῆς κατηγορίας τους, θὰ τὰ εἶχαν ἤδη ἀναφέρει.

Ἐκτὸς καὶ ἂν ἐννοοῦν τὴ δική τους περίπτωση μὲ τὴν εἰκονικὴ πραγματικότητα, στὴν ὁποία ζοῦν. Πράγματι, πολὺ πιθανὸν γιὰ τέτοιες περιπτώσεις τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας νὰ μὴ μπορῇ νὰ βοηθήσει, διότι ἁπλούστατα οἱ νοσοῦντες δὲν ἔχουν μετάνοια. Ἀλλά, κατὰ τὴν γνώμη τοῦ γράφοντος, οὔτε καὶ ἡ ψυχολογία μπορεῖ νὰ κάνῃ κάτι. Ἡ ψυχιατρική, ἴσως!

[1] Τὸ ΔΣ τοῦ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ μονίμως στὰ ἐπιστολόχαρτά του παραλείπει τὴν λέξη «ΕΘΝΙΚΗ» («ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ»), ἡ ὁποία ὅμως ὑπάρχει στὴν σφραγίδα ποὺ θέτουν μὲ τὶς ὑπογραφές τους. Τόσα χρόνια δὲν ἔχουν μάθει οὔτε τὴν ἴδια τὴν ἐπωνυμία τους, ἀλλὰ ἐπιχειροῦν νὰ κάνουν μαθήματα Κανονικοῦ Δικαίου σὲ ἄλλους.

[2] Τὸ ΔΣ τοῦ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὡς τὸ Διοικητικὸ Ὄργανο τοῦ Νομικοῦ Προσώπου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῶν ΓΟΧ Βόλου, διότι ἂν διαλυθῇ τὸ ΣΩΜΑΤΕΙΟ, ποιὸ Διοικητικὸ Ὄργανο θὰ συνεδριάσῃ γιὰ νὰ ἀποφασίσῃ τὴν ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῆς περιουσίας τοῦ διαλυθέντος ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ; Ἀσφαλῶς ὄχι τὸ ΔΣ τοῦ διαλυθέντος ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ, ἀλλὰ ἡ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ἡ ὁποία προϋπῆρχε τῆς Συστάσεως τοῦ Σωματείου καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἔχει ἀποδεχθεῖ ὅλες τὴν κληρονομίες καὶ δωρεὲς ἐπ᾽ ὀνόματι τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῶν ΓΟΧ Βόλου.

[3] Προφανῶς, κατὰ τὴν τροποποίηση τοῦ Καταστατικοῦ τὸ 2003, διέλαθε τῆς προσοχῆς τῆς τότε διοικήσεως τοῦ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ καὶ ἀφέθη αὐτὴ ἡ διατύπωση.

[4] «Εἴ τις πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, χωρὶς συναγάγῃ, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξῃ, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος· τύραννος γάρ ἐστιν. Ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται· οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ ἐπισκόπου γινέσθω»

[5] “Δίκαιος” εἶναι κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὁρολογία ὁ τηρητὴς τοῦ νόμου. Ἀντίθετο τοῦ “ἁμαρτωλός”. Δικαιοσύνη εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς ἁμαρτίας.

[6] «Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾿ αἵρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».

[7] Ἀναστασίου Βαβούσκου, «Περὶ ἰσοβιότητας καὶ παύσεως Ἐπισκόπων», Θεμελιώδεις Αρχές Εκκλησιαστικής Δικονομίας Η αρχή της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των οργάνων απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 76-77 και σ. 94-97.

[8] Ἁγ. Νικοδήμου «Ἱ. Πηδάλιον» ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ὑποσημ. 3η εἰς τὰ «Προλεγόμενα», σελ. ιθ´.

[9] Στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἴσχυε πρὸ τοῦ Σχίσματος τοῦ 1924 τὸ ἑξῆς: “Ἐὰν Ἐπίσκοπος, ἕνεκα φυσικῆς τινος αἰτίας κατασταθῇ ἀνίκανος πρὸς ἐκτέλεσιν τῶν καθηκόντων αὐτοῦ, ἀντικαθίσταται, μετὰ προηγουμένην γνωμοδότησιν τῆ Ἱερᾶς Συνόδου, δι᾽ ἑτέρου κατὰ τὰ ἐν τοῖς προηγουμενοις ἄρθροις Γ´καὶ Δ´ὁριζόμενα.” (Νόμος Σ´, ἄρθρον ς´).

[10] «Εἴ τις χειροτονηθεὶς ἐπίσκοπος μὴ καταδέχοιτο τὴν λειτουργίαν καὶ τὴν φροντίδα τοῦ λαοῦ τὴν ἐγχειρισθεῖσαν αὐτῷ, τοῦτον ἀφωρισμένον τυγχάνειν ἕως ἂν καταδέξηται· ὡσαύτως καὶ πρεσβύτερος καὶ διάκονος. Εἰ δὲ ἀπελθὼν μὴ δεχθείη, οὐ παρὰ τὴν ἐαυτοῦ γνώμην ἀλλὰ παρὰ τὴν τοῦ λαοῦ μοχθηρίαν, αὐτὸς μὲν ἔστω ἐπίσκοπος, ὁ δὲ κλῆρος τῆς πόλεως ἀφοριζέσθω, ὅτι τοιούτου λαοῦ ἀνυποτάκτου παιδευταὶ οὐκ ἐγένοντο».

[11] Καὶ οἱ φανατικοὶ Μωαμεθανοὶ πιστεύουν ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀπὸ τὴν γέννησή τους Μωαμεθανοί, ἁπλῶς δὲν τὸ γνωρίζουν, ἔτσι ἀναλαμβάνουν αὐτοὶ νὰ μᾶς τὸ ὑπενθυμίσουν. Ὅσοι δὲν πείθονται ἀπὸ τὴν ...εὐγενική τους ὑπενθύμιση, κατ᾽ αὐτοὺς εἶναι οἱ ἴδιοι ὑπεύθυνοι γιὰ τὶς συνέπειες τὶς ὁποῖες θὰ ὑποστοῦν! Γι᾽ αὐτὸ καὶ δίχως τύψεις συνειδησεως διαπράττουν τὰ φρικωδέστατα ἐγκλήματα εἰς βάρος τῶν μὴ ἀποδεχομένων τὴν δαιμονική τους πίστη.