Η Αντιδιαστολή της «Βουλήσεως για Δύναμη» στη Σκέψη του Νίτσε με την «Αγαθή Βούληση» του Καντ

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 13, 2009 5:25:18 PM

«…Ο Καντ λέει: ‘Δυο πράγματα είναι πάντα άξια του θαυμασμού μας’ (Κριτική του Πρακτικού Λόγου) – σήμερα μάλλον θα πρέπει να πούμε: ‘η πέψη είναι πιο αξιοσέβαστη’»

Νίτσε

[ελεύθ. μετάφρ. Β. Καλδής]

Εισαγωγη

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα του πώς αντιδιαστέλλεται η «βούληση για/προς δύναμη» στη σκέψη του Νίτσε με την έννοια της «αγαθής βουλήσεως» του Καντ, θα πρέπει πρωτίστως να επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την κάθε μία από αυτές τις δύο έννοιες. Αυτό επιχειρούμε στις δύο ενότητες που ακολουθούν και στα συμπεράσματα μας στο τέλος καταγράφουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές που διαπιστώσαμε.

Ωστόσο, πριν εισέλθουμε στην διαδικασία της προσεγγίσεως των εννοιών αυτών, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι κατά την γνώμη μας, ο μεν Καντ επιχειρεί με τον στοχασμό του να προσαρμόσει βασικές αρχές της χριστιανική ηθικής σε ανθρωποκεντρικά φιλοσοφικά δεδομένα, ο δε Νίτσε αποπειράται την πλήρη ανατροπή των αρχών αυτών. Και οι δύο ήταν γνώστες των αρχών της Χριστιανικής ηθικής καθώς αμφότεροι ξεκίνησαν την ακαδημαϊκή τους πορεία με σπουδές στην (προτεσταντική) θεολογία, ο μεν Καντ στο Πανεπιστήμιο του Κενιχσμπεργκ[1], ο δε Νίτσε στο Πανεπιστήμιο της Βόνης[2].

Εάν ορίσουμε ως «ηθική» την πραγμάτευση του ζητήματος περί την αξιολόγηση των ανθρωπίνων ενεργειών, και –κατά συνέπειαν– την αναζήτηση των κινήτρων που έχει κανείς κάθε φορά για τις πράξεις του, τότε η «αγαθή βούληση» του Καντ και η «βούληση για/προς δύναμη» του Νίτσε αποτελούν τα κέντρα γύρω από τα οποία περιστρέφεται η ηθική φιλοσοφία του καθενός από τους δύο Γερμανούς στοχαστές.

Α. Η «Αγαθη Βουληση» του Καντ

Ο Καντ θεωρεί ότι όλα τα αγαθά που μπορεί να διαθέτει ο άνθρωπος, φυσικά ή πνευματικά πλεονεκτήματα και ικανότητες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για κακό, εκτός από την αγαθή βούληση. Αυτό είναι το μόνο πραγματικά αγαθό, (καλό καθ' εαυτό) το οποίο μπορεί να υφίσταται, ακόμη και αν από εξωτερικά εμπόδια δεν μπορεί να εκπληρώσει τις προθέσεις του[3]:

«Η καλή θέληση δεν είναι καλή εξ αιτίας όσων πετυχαίνει ή δημιουργεί, και ούτε εξ αιτίας της ικανότητάς της να πραγματοποιεί έναν προτιθέμενο σκοπό, αλλά μόνο με το ότι θέλει, δηλαδή με το ότι είναι καθ' εαυτήν καλή»[4].

Είναι, όχι μόνον το ανώτερο από όλα τα αγαθά, αλλά και η προϋπόθεση για όλα τα υπόλοιπα, ακόμη και της ευδαιμονίας[5]:

«Η καλή θέληση δεν μπορεί να είναι το μόνο και ολόκληρο αγαθό, πρέπει όμως να είναι το ανώτατο αγαθό και ο όρος ύπαρξης για κάθε άλλο, ακόμα και για τον πόθο της ευτυχίας.(...) γιατί η λογική που γνωρίζει ότι ο ανώτατος πρακτικός προορισμός της έγκειται στο θεμελίωμα μιας καλής θέλησης, πετυχαίνοντας αυτό το σκοπό νιώθει μια βαθιά ευχαρίστηση – την ευχαρίστηση που γνωρίζει η εκπλήρωση ενός σκοπού, τον οποίο η ίδια η λογική καθόρισε -, έστω και αν τον εκπληρώνει με κάμποση ζημιά πάνω σε όσα σκόπευαν οι ορμές και τα ένστικτα.»[6].

Για την κατανόηση αυτού, μεγάλη σημασία έχει η έννοια του καθήκοντος. Ο Καντ διαστέλλει το να πράττει κανείς σύμφωνα με το καθήκον του από το να πράττει κανείς με κίνητρο το καθήκον. Φέρνει γι' αυτό το παράδειγμα του παντοπώλη που είναι τίμιος από προσωπικό συμφέρον. Αυτός πράττει σύμφωνα με το καθήκον και όχι με κίνητρο το καθήκον του και η πράξη του στερείται ηθικής αξίας[7]. Κατ' αυτόν μόνο αν το ορθώς πράττειν δεν αποφέρει στον πράττοντα κάποιο κέρδος, αλλά μάλιστα του κοστίζει κάτι, μόνον τότε η πράξη είναι βέβαιο ότι έχει ηθική αξία. Σε αυτό το σημείο έρχεται σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη, κατά τον οποίο το πραγματικά ενάρετο άτομο απολαμβάνει την πράξη της αρετής[8]. Δίδει μεγαλύτερη σημασία στο γνώμονα (στον πρακτικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ένα υποκείμενο ενεργεί) παρά στο αποτέλεσμα:

«Η δεύτερή πρότασή μου είναι: η ηθική αξία μιας πράξης που γίνεται από καθήκον δεν έγκειται στο σκοπό, οποίος επιδιώκεται με αυτήν την πράξη, αλλά στον γνώμονα, σύμφωνα με τον οποίο η πράξη αποφασίζεται· η ηθική αξία δεν εξαρτάται συνεπώς από την πραγματοποίηση, και από τα αποτελέσματα της πράξης, παρά μόνο από το αξίωμα της θέλησης, σύμφωνα με το οποίο η πράξη εκτελείται άσχετα από όλα όσα πετυχαίνονται ή ποθούνται»[9].

Και λίγο παρακάτω: «Αυτό το υπέρτατο αγαθό το οποίο ονομάζουμε ηθικό, δεν μπορεί να είναι άλλο από την έννοια του ηθικού νόμου η οποία βέβαια υπάρχει μόνο μέσα σε ένα έλλογο ον, κατά το μέτρο που αυτό η έννοια και όχι το προσδοκώμενο αποτέλεσμα καθορίζει την θέληση. Το υπέρτατο καλό υπάρχει ήδη μέσα στο πρόσωπο πού ενεργεί σύμφωνα με τον ηθικό νόμο και δεν πρέπει να περιμένουμε το αποτέλεσμα για να φανερωθεί το καλό»[10].

Ο ηθικός νόμος με τις προσταγές του θέτει ένα πλαίσιο στο πεδίο δράσεως του λογικού όντος. Καθε λογικό ον, κάθε «λογιζόμενο Εγώ», έχει αυτήν τη γνώση έμφυτη εντός αυτού[11].

Ο Καντ διατυπώνει σχετικώς έναν κανόνα: «Οφείλω να ενεργώ πάντα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορώ να θέλω να γίνει ο υποκειμενικός μου γνώμονας ένας καθολικός νόμος»[12]. Αυτός ο κανόνας ονομάσθηκε «κατηγορική προσταγή» και διατυπώνεται με διάφορες παραλλαγές σε άλλα σημεία του έργου του Καντ[13]. Υπάρχουν δύο είδη προσταγής: η κατηγορική και η υποθετική. Κατά την δεύτερη πρέπει να ενεργούμε σύμφωνα αναλόγως το στόχου προς τον οποίο αποβλέπουμε. Θα μπορούσε να αναφερθεί εδώ το γνωστό γνωμικό των Ιησουιτών «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Κατά την πρώτη, την οποία υποστηρίζει ο Καντ, πρέπει πάντοτε να ενεργούμε με συγκεκριμένο τρόπο ανεξαρτήτως του σκοπού μας[14]. Η κατηγορική προσταγή ουσιαστικώς είναι μία παραλλαγή του λεγομένου «χρυσού κανόνος του Ευαγγελίου»: «Πάντα οὖν ὅσα ἄν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται.» (Ματθ. Ζ΄12). Όμως ο «χρυσοῦς κανών», αναφέρεται σε θέματα κοινωνικών σχέσεων. Η Κατηγορική προσταγή, όπως αρχικώς την διατυπώνει ο Καντ, δεν περιορίζεται στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά διευρύνεται σε τόσο απόλυτο βαθμό, ώστε να εμφανίζει προβλήματα, όπως λ.χ. το ότι η κατηγορική προσταγή δεν αποκλείει την αυτοκτονία, γι' αυτόν τον λόγο άλλωστε ο Καντ προβαίνει και στις αναδιατυπώσεις της κατηγορικής προσταγής.

Ο Κάντ διακρίνει την καθαρή βούληση από την εμπειρική βούληση. Η δεύτερη προϋποθέτει κάτι ξένο προς εαυτή το οποίο επιθυμεί, όπως λ.χ. «θέλω να φάω ένα ροδάκινο». Η καθαρή βούληση, όμως προσελκύεται από ιδανικά που αφορούν την ίδια, όπως λ.χ. «θέλω να γίνω τίμιος»[15]. Ο άνθρωπος ενεργεί ελεύθερα όποτε ενεργεί ο ίδιος, δίχως κάποιος εξωτερικός παράγοντας να παρεμβαίνει[16]. Η αυτονομία της βουλήσεως είναι, κατά τον Καντ, «η μοναδική αρχή όλων των ηθικών νόμων και όλων των καθηκόντων που συμμορφώνονται με αυτά», ενώ η ετερονομία της βουλήσεως, (δηλαδή το να πράττει κανείς κάτι ωθούμενος από εξωτερικά αίτια): «όχι μόνο δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση οποιασδήποτε υποχρέωσης, αλλά αντιτίθεται στην αρχή περί τούτου και στην ηθική της βούλησης»[17].

Θεωρούμε ότι η διατύπωση του Καντ περί της αγαθής βουλήσεως, έχει πολλά κοινά σημεία με την διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού περί «ευδοκίας». «Ευδοκία» ή αλλιώς «προηγούμενο θέλημα του Θεού» κατά τον προαναφερθέντα, είναι το καθαρό, το τέλειο και ευάρεστό Του θέλημα. Αυτό που θέλει ο Θεός από μόνος του δίχως την παρεμβολή άλλων παραγόντων εκτός του Θεού. Αντίθετα «παραχώρηση» ή «επόμενο θέλημα του Θεού», είναι αυτό που επιτρέπει ο Θεός να γίνεται, δίχως πραγματικώς να το θέλει αφ' εαυτού Του, αλλά επιτρέποντας την εκδήλωση του αυτεξουσίου ενός λογικού όντος, όπως ο άνθρωπος, ώστε να πράξει κάτι αντίθετο με το θέλημά Του[18]. Είναι πολύ πιθανό ότι η «αγαθή βούληση» του Καντ να είναι η «ευδοκία» του Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, τροποποιημένη και προσαρμοσμένη σε ανθρωποκεντρική βάση. Δηλαδή, η αγαθή βούληση είναι η ευδοκία του ανθρώπου. Η καθαρή του επιθυμία, δίχως την παρεμβολή ξένων παραγόντων.

Συναφές είναι και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε και ο Μαρτάλ Γκιερού, ότι ο Καντ μετέθεσε το κέντρο βάρους της ηθικής από τον Θεό στην έννοια της αυτόνομης βουλήσεως[19]. Ο σεβασμός μας προς τις ηθικές αξίες, τον ηθικό νόμο, εάν προέρχεται από εξωτερικές επιδράσεις είναι κάτι το νοσηρό. Πρέπει να είναι καθαρός από ξένες επιδράσεις, να μην είναι το κίνητρο της ηθικότητας, αλλά η ίδια η ηθικότητα[20].

Β. Η «Βουληση για/προσ Δυναμη» του Νιτσε

Ο Νίτσε, ποιητής με έναν ελκυστικό τρόπο γραφής που σαγηνεύει, βίωσε τις αντιφάσεις από τις οποίες έπασχε η διανόηση της εποχής του, αλλά αντί να γιατρεύει αυτήν την αδυναμία, μάλλον την επιδεινώνει[21]. Κέντρο της διδασκαλίας του είναι η έννοια της «βουλήσεως προς δύναμη». Αυτή είναι η λυδία λίθος δια της οποίας ο Νίτσε διακρίνει το καλό από το κακό. Καλό είναι ότι ενισχύει την «βούληση για δύναμη». Κακό είναι ότι την εξασθενεί[22]. Η αλήθεια, δεν είναι σημαντική. Για την ακρίβεια δεν υπάρχει πραγματική αλήθεια για τον Νίτσε. Η αληθινή γνώση είναι υπεράνω της αληθείας και της πλάνης. Όλα είναι επιτρεπτά γι' αυτόν που θέλει να αυξήσει την δύναμή του. Όχι μόνο μπορεί, αλλά και επιβάλλεται να αλλάζει πεποιθήσεις, διότι η αλήθεια είναι σχετική[23].

Ο Νίτσε εξηγεί πώς εννοεί την «βούληση για δύναμη»:

«Αυτή η νικηφόρα έννοια της δύναμης, χάριν της οποίας οι φυσικοί δημιούργησαν τον Θεό και το σύμπαν, έχει ανάγκη ενός συμπληρώματος. Πρέπει να της αποδώσουμε ένα εσωτερικό βούλεσθαι το οποίο θα ονομάσω βούληση για δύναμη» (Η Βούληση για Δύναμη, ΙΙ 374)[24].

Είναι, λοιπόν, κάτι που αποδίδεται στην δύναμη με ιδιαίτερο τρόπο, ως συμπλήρωμά της και κάτι το εσωτερικό. Ποιος -όμως- είναι αυτός πού βούλεται; Η «βούληση για δύναμη»: «Ποιος λοιπόν θέλει την δύναμη; Ερώτημα παράλογο, αν το "είναι" είναι αφ' εαυτού βούληση για δύναμη...» (Η Βούληση για Δύναμη, Ι 204, ΙΙ 54)[25].

Το «είναι», κάθε τι που υπάρχει, είναι «βούληση για δύναμη»: «η ουσία του κόσμου είναι βούληση για δύναμη», «η ουσία της ζωής είναι βούληση για δύναμη», «η βαθύτερη ουσία του είναι είναι βούληση για δύναμη». Τόσο ο κόσμος, όσο και η ζωή αποτελούν μορφές αυτού του «στοιχειοδεστέρου γεγονότος» της «βουλήσεως για δύναμη»[26]. Είναι κατά κάποιον τρόπο, μία μεταφυσική ουσία και η αιτία από την οποία πηγάζουν οι πράξεις μας[27]. Είναι η εκδήλωση των δυνάμεων που έχει κάποια κατεύθυνση (όχι όμως και σκοπό), κάθε ενέργεια οποιαδήποτε και αν είναι, στον οργανικό ή τον ανόργανο κόσμο, ακόμη και η ζωή δεν είναι παρά επιμέρους περιπτώσεις της Νιτσεϊκής «βουλήσεως προς δύναμη»[28].

Η «Βούληση για δύναμη» υπακούει σε μία εσωτερική της προσταγή: να είναι πάντοτε κάτι παραπάνω. Αυτή η τάση οδηγεί σε δύο ενδεχόμενα: ή σε αύξηση, ή σε εκφυλισμό. Αυτό θα εξαρτηθεί από την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει. Έτσι θα γίνει δύναμη ενεργητική ή αντενεργητική· ανερχόμενη ζωή ή παρακμάζουσα ζωή[29].

«Βούληση για δύναμη», στην ανώτερη έκφρασή της, είναι βούληση για κυριαρχία του ανθρώπου στον άνθρωπο. Η ωμότητα με την οποία φέρεται ο ισχυρός, με την οποία επιβάλει την κυριαρχία το επάνω σε άλλους ανθρώπους, όχι απλώς επιτρέπεται, αλλά είναι δικαίωμα και καθήκον του[30]!

Για τον Νίτσε, καλός άνθρωπος είναι ο ικανός, ο υγιής, ο δυνατός, αυτός που ευημερεί. Κακός είναι ο άρρωστος, ο αδύναμος και ο ανίκανος. Η υπερηφάνεια και η επιδίωξη για απόκτηση ισχύος, που θεωρούνται αμαρτήματα κατά την χριστιανική ηθική, κατά την ηθική του Νίτσε είναι αρετές[31].

Ο Νίτσε προτρέπει να καταστρέψουμε τις υπάρχουσες αξίες και να δημιουργήσουμε νέες, προσαρμοσμένες στα μέτρα της «βουλήσεως προς δύναμη. Με την φράση του Ζαρατούστρα «ο Θεός πέθανε», ο Νίτσε δηλώνει την κατάρ­ρευση όλων των αξιών και κάθε ιδανικού. Πιστεύει ότι όλα επιστρέφουν στο χάος[32]. Ο Υπεράνθρωπος είναι ικανός να επιβάλλει την τάξη στο χάος αυτό, με την ισχύ της «βουλήσεως προς δύναμη» που διαθέτει[33].

Ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε είναι κατ' ουσίαν ο Θεός, η θεϊκή δημιουργι­κότητα, με αντίθετο πρόσημο[34]. Θα διαφέρει από τον άνθρωπο, όσο ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα. Δεν θα είναι η ολοκλήρωση της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά του στοιχειωδεστέρου στοιχείου της που είναι κατά τον Νίτσε η ουσία της ζωής: της «βουλήσεως προς δύναμη»[35].

Συμπερασματα

Από τα όσα προετέθησαν προκύπτει και οι δύο έννοιες αντιμετωπίζονται από τους δύο στοχαστές ως η «λυδία λίθος», δια της οποίας αξιολογούνται οι πράξεις του κάθε ανθρώπου. Αλλά η μεν «βούληση προς δύναμη» του Νίτσε είναι κάτι το ουσιώδες, μία μεταφυσική ουσία η οποία συνθέτει το βαθύτερο είναι του κάθε όντος, η δε «αγαθή βούληση» του Καντ είναι το ανώτερο από όλα τα αγαθά· είναι μία κατάσταση στην οποία πρέπει να φθάσει ο κάθε άνθρωπος· η εκπλήρωση του σκοπού του λογικού του ανθρώπου.

Ο Νίτσε δεν αποδέχεται την έννοια της ελευθερίας της θελήσεως, που είναι θεμελιώδης για την «αγαθή βούληση» του Καντ. Ο Νίτσε προχωρεί ακόμη περισσότερο και θεωρεί ότι δεν υπάρχει καν θέληση:

«Ελευθερία της θέλησης ή ανελευθερία της θέλησης; -Δεν υπάρχει "θέληση"· αίναι απλώς μια απλουστευτική σύλληψη της διάνοιας όπως η "ύλη". Όλες οι δράσεις πρέπει να γίνουν μηχανικά πριν τις θελήσουμε»[36].

Ακόμη, η έννοια του υποκειμένου, του σκεπτομένου Εγώ, του Καντ που βούλεται ελευθέρως, είναι άγνωστη για τον Νίτσε, ο οποίος θεωρεί ότι αυτό που βούλεται είναι η ίδια η «βούληση προς δύναμη».

Τέλος, η «βούληση προς δύναμη» δεν γνωρίζει κάτι αντικειμενικά καλό· το μόνο καλό είναι η ικανοποίηση της τάσεως για μεγαλύτερη ισχύ και ό,τι συντελεί προς αυτό θεωρείται καλό, ακόμη και αν πρόκειται για κάτι το απεχθέστατο. η «αγαθή βούληση» του Καντ είναι κάτι το σταθερό· η ίδια η έννοια της ηθικότητας και του καλού.

Βιβλιογραφια

1. Βαλλιάνος, Περικλής, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Τόμος Γ΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2004.

2. Windelband W. – Heimsoeth H., Εγχειρίδο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Γ΄, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2001.

3. Deleuze Gilles, Ο Νίτσε και η Φιλοσοφία, μτφρ. Γιώργος Σπανός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2002.

4. Δαμασκηνός Αγιος Ιωάννης, «Εκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως», στο Ιωάννου του Δαμασκηνού Απαντα, τ. Α΄, εκδ. Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1976.

5. Kant Immanuel, Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών, μτφρ. Γιάννη Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα 1984.

6. Kenny Anthony (επιμ.), Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ. Δέσποινα Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2005.

7. Μολύβας Γρηγόρης, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Β΄ Η εποχή του Διαφωτισμού (17ος – 18ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.

8. Μπενιέ Ζαν Μισέλ, Ιστορία της νεωτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2001.

9. Nietzsche F., Η θέληση για δύναμη, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2001.

10. Scruton Roger, Καντ, Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε, μτφρ. Α.-Στ. Αντωνίου, Το Βήμα / Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006.

11. Fearn Nicholas, ο Ζήνωνας και η Χελώνα, μτφρ. Αριάδνη Αλαβάνου, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2003.

12. Haar Michel, “Nietzsche”, στον τόμο Encyclopédie de la Pléiade, Ιστορία της φιλοσοφίας – 19ος-20ος αιώνας: Η εξελικτική φιλοσοφία – Εθνικές φιλοσοφικές σχολές, μτφρ. Μαριλίζα Μήτσου-Παπά, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 19913, σελ. 79-137.

[1] Nicholas Fearn, ο Ζήνωνας και η Χελώνα, μτφρ. Αριάδνη Αλαβάνου, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2003, σελ. 171.

[2] Nicholas Fearn, ό.π., σελ. 203.

[3] Anthony Kenny (επιμ.), Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ. Δέσποινα Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2005, σελ. 262.

[4] Immanuel Kant, Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών, μτφρ. Γιάννη Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα 1984, σελ. 35.

[5] Anthony Kenny (επιμ.), ό.π., σελ. 262.

[6] Immanuel Kant, ό.π., σελ. 37-38.

[7] Anthony Kenny (επιμ.), ό.π., σελ. 262.

[8] Anthony Kenny (επιμ.), ό.π., σελ. 263.

[9] Immanuel Kant, ό.π., σελ. 42.

[10] Στο ίδιο, σελ. 44.

[11] Περικλής Βαλλιάνος, Φιλοσοφία στην Ευρώπη Τόμος Γ΄ ΕΑΠ, Πάτρα 2004, σελ. 45.

[12] Στο ίδιο, σελ. 45.

[13] Anthony Kenny (επιμ.), ό.π., σελ. 263.

[14] Στο ίδιο.

[15] Μολύβας Γρηγόρης, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Β΄ Η εποχή του Διαφωτισμού (17ος – 18ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 70.

[16] Roger Scruton, Καντ, Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε, μτφρ. Α.-Στ. Αντωνίου, Το Βήμα / Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σελ. 101.

[17] Στο ίδιο, σελ. 103.

[18] Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, «Εκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως», στο Ιωάννου του Δαμασκηνού Απαντα, τ. Α΄, εκδ. Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 266-270.

[19] Ζαν Μισέλ Μπενιέ, Ιστορία της νεωτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2001, σελ. 257.

[20] Στο ίδιο, σελ. 260.

[21] W. Windelband – H. Heimsoeth, Εγχειρίδο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Γ΄, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2001, σελ. 185.

[22] Στο ίδιο, σελ 187.

[23] Στο ίδιο, σελ 187-188.

[24] Gilles Deleuze, Ο Νίτσε και η Φιλοσοφία, μτφρ. Γιώργος Σπανός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2002, σελ. 77.

[25] Στο ίδιο, σελ. 77-78.

[26] Michel Haar, “Nietzsche”, στον τόμο Encyclopédie de la Pléiade, Ιστορία της φιλοσοφίας – 19ος-20ος αιώνας: Η εξελικτική φιλοσοφία – Εθνικές φιλοσοφικές σχολές, μτφρ. Μαριλίζα Μήτσου-Παπά, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 19913, σελ. 91.

[27] Στο ίδιο, σελ. 92.

[28] Στο ίδιο, σελ. 95.

[29] Michel Haar, ό.π., σελ. 96.

[30] W. Windelband – H. Heimsoeth, ό.π., σελ. 185

[31] Anthony Kenny (επιμ.), ό.π., σελ. 302.

[32] Michel Haar, ό.π., σελ. 100.

[33] Nicholas Fearn, ό.π., σελ. 205.

[34] Περικλής Βαλλιάνος, ό.π., σελ. 188.

[35] Michel Haar, ό.π., σελ. 100.

[36] F.Nietzsche, Η θέληση για δύναμη, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2001, σελ. 313.