Οι Συμβολαιακές Πολιτικές Θεωρίες των Hobbes και Locke σε σχέση με την Ανάγκη Νομιμοποίησης της Πολιτικής Εξουσίας & Πολιτικής Υποχρέωσης

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 13, 2009 5:18:41 PM

Εισαγωγη

Κατά τον 17ο αιώνα, η άνοδος της αστικής τάξεως στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης επέφερε τον κλονισμό της ιδέας της «ελέω Θεού μοναρχίας» και δημιούργησε ταυτοχρόνως την αναγκαιότητα της νομιμοποιήσεως της πολιτικής εξουσίας σε μία διαφορετική βάση. Σε αυτήν την αναγκαιότητα ανταποκρίνονται οι συμβολαιακές πολιτικές θεωρίες των Hobbes και Locke. Κοινός τόπος και των δύο θεωριών είναι ότι η μετάβαση των ανθρώπων από μία αρχέγονη κοινωνική φυσική κατάσταση (απολύτου ισότητος και ελλείψεως διοικητικών κοινωνικών δομών), στις οργανωμένες κρατικές οντότητες έγινε μέσω κοινής συμφωνίας των ελευθέρων αυτών ανθρώπων, να παραχωρήσουν κάποια από τα δικαιώματά τους σε μία εξουσία κοινής αποδοχής, με αντάλλαγμα την τάξη και την ασφάλεια. Αυτή η συμφωνία ονομάσθηκε κοινωνικό συμβόλαιο.

Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου είναι αρκετά παλαιά. Πρώτος εισηγητής της θεωρίας αυτής ήταν ο Επίκουρος. Κατά την επικουρική φιλοσοφία, το κράτος δεν ήταν κάποιος φυσικός σχηματισμός, αλλά προήλθε από ένα συμβόλαιο (συνθήκη) το οποίο συνομολόγησαν οι άνθρωποι για να μην αδικούν ο ένας τον άλλο[1]. Μέσω τέτοιων και παρομοίων διεργασιών –βασιζομένων στην νοημοσύνη του- το ανθρώπινο γένος προχώρησε από την αγριότητα στον πολιτισμό. Οι νόμοι των οργανωμένων κοινωνιών προέρχονται από αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο: την κοινή συμφωνία περί του συμφέροντος ή -αυτολεξεί- το «σύμβολον τοῦ συμφέροντος»[2].

Η θεωρία αυτή αναβίωσε στον μεσαίωνα και πέρασε στην νεότερη φιλοσοφία προς εξυπηρέτησιν της απόψεως ότι το ατομικό συμφέρον των ανθρώπων ήταν η γενεσιουργός αιτία των κοινωνικών μορφωμάτων[3]. Στη συνέχεια, εξετάζουμε τις δύο παραλλαγές της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου που εισηγήθηκαν οι δύο Άγγλοι φιλόσοφοι: ο Thomas Hobbes και ο John Locke. Θα ξεκινήσουμε από τον πρώτο, ο οποίος δικαίως θεωρείται ο θεμελιωτής της νεώτερης θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου[4].

Α. Η Πολιτικη θεωρια του Hobbes

Ο Hobbes γνώρισε την οδυνηρή εμπειρία του εμφυλίου πολέμου στην Αγγλία, την πτώση και την παλινόρθωση της βασιλείας. Αισθάνεται την ανάγκη να θεμελιώσει την μοναρχία ως ανθρωπίνης ανάγκης και όχι ως άνωθεν εκ Θεού επιβεβλημένης. Έτσι, αντιτάσσει στην ιδέα της «ελέω Θεού μοναρχίας» την άποψη της «ελέω κοινωνικού συμβολαίου εξουσίας». Τις απόψεις του αυτές τις εισηγείται στο έργο του Λεβιάθαν (ένα βιβλικό τέρας[5], σύμβολο του Κυριάρχου που φέρνει την τάξη). Σε αυτό διδάσκει στους κυβερνώντες την τέχνη της διοικήσεως και στους υπηκόους την τέχνη της υπακοής[6]. Η πολιτική του θεωρία ήταν στενά συνδεδεμένη με την ευρύτερη επιστημονική του θεωρία[7].

Ο Hobbes ήταν μαθηματικός και προσπάθησε να προσαρμόσει την απα­γωγική μέθοδο της ευκλείδιας γεωμετρίας στην κοινωνία. Δηλαδή δεχόταν ως αξιώματα κάποιες θεμελιώδεις -κατù αυτόν- αρχές και προχωρούσε αποδεικνύοντας βάσει αυτών κάποιες απόψεις όπως τα θεωρήματα[8]. Διακατέχεται από μία μηχανιστική – υλιστική αντίληψη περί του ανθρώπου. Θεωρεί τον άνθρωπο μία αυτόματη μηχανή[9]. Οι ψυχολογικές του αντιδράσεις ερμηνεύονται ως νομοτελειακά αποτελέσματα των παθών από τα από τα οποία κυριαρχείται. Αυτά συνοψίζονται σε δύο κυρίαρχα συναισθήματα: την επιθυμία για την διατήρηση στη ζωή και τον φόβο να μην σκοτωθεί[10]. Αυτά τα δύο καθορίζουν με μαθηματική ακρίβεια τον τρόπο της συμπεριφοράς του: «Η ικανότητα δημιουργίας και συντήρησης των πολιτικών κοινοτήτων εξαρτάται από συγκεκριμένους κάνονες όπως η αριθμητική και η γεωμετρία, κι όχι από την πρακτική, όπως η αντισφαίρηση»[11].

Στην φυσική κατάσταση, δηλαδή στην αρχέγονη και ανοργάνωτη ανθρώπινη κοινωνία, επικρατεί πλήρης αναρχία. Ο κάθε άνθρωπος επιδιώκει το εγωιστικό του συμφέρον. Διακατέχεται από το ισχυρό πάθος της δίψας για εξουσία: «...θεωρώ ως γενική διάθεση του ανθρωπίνου είδους στο σύνολό του την αιώνια και ασίγαστης δίψας για εξουσία και ακόμα περισσότερη ισχύ, που σταματά μόνο με τον θάνατο»[12].

Στην αρχέγονη φυσική κατάσταση όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Κανείς δεν έχει ιδιοκτησία. Δεν υφίσταται ουδεμία κοινωνική σχέση μεταξύ τους. Δεν υπάρχει ού­τε καν γάμος[13]. Γιù αυτό δεν πρόκειται για πραγματική κατάσταση. Η φυσική κατά­σταση του Hobbes δεν υπήρξε ποτέ ιστορικά. Πρόκειται για πλασματικό, θεωρητικό κατασκεύασμα, όπως τα γεωμετρικά σχήματα τα οποία δεν τα συναντούμε στην φύση. Το δημιουργεί ο Άγγλος φιλόσοφος ως μεθοδολογική υπόθεση[14]. Θεωρεί όμως ότι υπάρχουν κοινωνίες Ινδιάνων της Αμερικής που πλησιάζουν κάπως αυτό το πρότυπο[15]. Σε αυτήν επικρατεί συνεχής ανταγωνισμός. Στον αγώνα για την ατομική του επιβίωση ο καθένας μπορεί να επιβουλεύεται την επιβίωση των άλλων. Ταυτοχρόνως διακατέχεται συνεχώς από τον φόβο ότι οι άλλοι ενδεχομένως επιβουλεύονται την δική του βιολογική ύπαρξη. Είναι ο «πόλεμος πάντων εναντίον πάντων»[16].

Ο φόβος το αίσθημα ανασφάλειας του πρωτόγονου ανθρώπου είναι τα κίνητρα για την δημιουργία του κοινωνικού συμβολαίου καθώς επίσης και για την τήρησή του[17]. Με το συμβόλαιο αυτό εκχωρούν δικαιώματα σε έναν άνθρωπο, ή σε μία ομάδα ανθρώπων και δημιουργούν την κρατική εξουσία, τον Κυρίαρχο[18]. Το αντάλλαγμα που κερδίζουν είναι η εξασφάλιση της ειρήνης και της ασφάλειας.

Ο Κυρίαρχος έχει την δυνατότητα να χρησιμοποιεί την δύναμη του ξίφους, την λογοκρισία και κάθε μέσο, ακόμη και όσα θεωρούνται για τους άλλους αθέμιτα. Έχει απόλυτη εξουσία, προκειμένου να επιβάλει την τάξη[19]. Ο Κυρίαρχος ονομάζεται θνητός θεός[20]. Η κατανομή της γης και των οικονομικών πόρων στους υπηκόους του είναι δική του αρμοδιότητα[21].Στο πρόσωπό του συγκεντρώνονται και από αυτό εκπηγάζουν όλες οι εξουσίες: η εκτελεστική (την οποία θεωρεί ανώτερη), η νομοθετική, η δικαστική, αλλά ακόμη και η θρησκευτική[22]. Η Εκκλησία θα έπρεπε να είναι κάτω από τον απόλυτο έλεγχό του. Ίσως αυτή η θέση Άγγλου φιλοσόφου, να προέρχεται από πικρή εμπειρία των Ευρωπαίων της εποχής του από τους θρησκευτικούς εμφυλίους πολέμους[23].

Ο Κυρίαρχος του Hobbes είναι μια αμφιλεγόμενη μορφή, διότι παρά την παντοδυναμία του, στην προσωπική ζωή των υπηκόων του δεν μπορεί να επέμβει[24]. Κατά την συνομολόγηση του κοινωνικού συμβολαίου ο λαός έχει διατηρήσει τρία δικαιώματα τα οποία δεν έχει εκχωρήσει στον κυρίαρχο: να προστατεύει την ζωή του όταν απειλείται, να αντιστέκεται σε σωματικές βλάβες εναντίον του, να προβάλει αντίσταση όταν κινδυνεύει να στερηθεί την ελευθερία του και να τεθεί σε σωματικό περιορισμό[25].

Η κρατική εξουσία δημιουργείται με δύο τρόπους: α) μέσω θεσμίσεως, δηλαδή έπειτα από εκχώρηση δικαιωμάτων από την πολιτική κοινότητα στον Κυρίαρχο (πολιτικό συμβόλαιο), ή β) μέσω αποκτήσεως, δηλαδή με κατάκτηση, δικτατορία ή γενικώς δια της βίας[26]. Όμως και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, η τάξη επιβάλλεται. Κάθε επανάσταση κατά της αρχής του Κυριάρχου είναι απαγορευμένη. Ακόμη και η κακή εξουσία είναι προτιμότερη από την αναρχία που επέρχεται με την κατάλυσή της. Η επαναφορά στην φυσική κατάσταση είναι για τον Hobbes ένας απαίσιος εφιάλτης. Η ζωή σε αυτήν θα ήταν ανυπόφορη: «μοναχική μίζερη, κτηνώδης, άγρια και σύντομη»[27].

Ο Hobbes κατόρθωσε να στηρίξει την απόλυτη κυριαρχία του Κυριάρχου επί των υπηκόων, επάνω στην ίδια την εκούσια βούληση τους. Η μόνη παραχώρηση που κάνει, είναι να δίδει το δικαίωμα στους υπηκόους να μην υπακούν στον Κυρίαρχο στην περίπτωση που αυτός δεν μπορεί να τους προστατεύσει[28]. Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου του Hobbes, επικρίθηκε σε μεγάλο βαθμό για την εικόνα που παρουσίαζε περί του ανθρώπου την οποία όμως (όπως ο ίδιος έλεγε) επιβεβαίωνε η πρακτική των ανθρώπων να κλειδώνουν τα συρτάρια τους και να οπλοφορούν[29].

Β. Η Πολιτικη θεωρια του Lockε

Υπάρχει μία διαφορά μεταξύ της γνωσιολογίας του Locke και της πολιτικής του θεωρία. Κατά την γνωσιολογία του, η ψυχή του ανθρώπου είναι tabula rasa. Κατά την πολιτική του θεωρία δέχεται την ύπαρξη εμφύτων χαρακτηριστικών στον άνθρωπο, όπως η κοινωνικότητα και έμφυτος φυσικός νόμος[30].

Στόχος του, κυρίως, δεν είναι ο Hobbes αλλά ο Robert Filmer ο οποίος προασπίζεται την «ελέω Θεού μοναρχία»[31]. Ο Locke εισηγείται την πολιτική του θεωρία στις Δύο πραγματείες για την πολιτική διακυβέρνηση, με τις οποίες έρχεται σε ιδεολογική σύγκρουση με την απόλυτη μοναρχία[32].

Ο Locke θεωρεί ότι η φυσική κατάσταση είναι ημικοινωνική. Δεν επικρατεί το χάος και η αναρχία όπως κατά την άποψη του Hobbes. Κατά τον Locke οι άνθρωποι της αρχέγονης κοινωνίας είναι μεταξύ τους ίσοι έχουν ιδιοκτησία και ζουν ειρηνικά σύμφωνα με τον έμφυτο φυσικό νόμο, τον νόμο του Θεού. Δεν έχουν θεσμούς και καθορισμένες σχέσεις μεταξύ τους[33]. Η φυσική κατάσταση του Locke δεν είναι ανύπαρκτη. Θεωρεί ότι κάποτε υπήρξε και ότι ακόμη κατά την εποχή του υφίστατο σε κάποιες κοινωνίες ιθαγενών της Αμερικής («Ινδιάνων»)[34].

Καθώς όμως οι κοινωνίες εξελίσσονται, τα προβλήματα γίνονται πιο σύνθετα. Πρόκειται για την παρακμή της φυσικής καταστάσεως[35]. Η εισαγωγή του νομίσματος μάλιστα είναι μία εξέλιξη που δημιουργεί ανταγωνισμούς και συγκρούσεις[36]. Γιù αυτό οδηγούνται στην συνομολόγηση του κοινωνικού συμβολαίου και δημιουργούν τους κρατικούς θεσμούς με την θέσπιση γραπτών νόμων. Έτσι διασφαλίζουν τα βασικά τους δικαιώματα, της ζωής και της ιδιοκτησίας[37].

Ο Locke εισηγείται μία πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για την ιδιοκτησία. Η γη δόθηκε από τον Θεό σε όλους τους ανθρώπους. Ο κάθε μεμονωμένος άνθρωπος όμως είναι κύριος μόνον του εαυτού του. Του ανήκει ομως και ο κόπος που ο ίδιος καταβάλει, η εργασία του. Δικαιούται, λοιπόν, να ιδιοποιηθεί από την φύση ό,τι μπορεί να αναμίξει με τον κόπο του[38]. Πρόκειται για τον νόμο της φυσικής ιδιοποιήσεως[39]. Λ.χ. τα ψάρια ανήκουν σε όλους. Αυτός όμως που κοπιάζει και τα αλιεύει μπορεί να τα ιδιοποιηθεί. Το ίδιο και ο γεωργός. Του ανήκει η γη την οποία καλλιεργεί και έτσι συναναμιγνύεται –κατά κάποιον τρόπο-με τον κόπο του. Αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα απολαμβάνει όσα αρκούν στον ίδιο και την οικογένειά του και πάντως όχι εις βάρος των άλλων. Η εισαγωγή, όμως, του χρήματος δημιουργεί περιπλοκές στα ιδιοκτησιακά θέματα[40]. Γιù αυτό χρειάζεται να υπάρχει το κράτος, ως κριτής των αναφυομένων διαφορών και προστάτης των δικαιωμάτων στην ζωή, την ιδιοκτησία, αλλά και την ελευθερία των πολιτών[41]. Αυτά διασφαλίζει το κοινωνικό συμβόλαιο.

Αναφερόμενοι στην ελευθερία, πρέπει να επισημάνουμε ότι με το κοινωνικό συμβόλαιο, οι πολίτες παραχωρούν μέρος της ελευθερίας που είχαν πριν. Μπορεί, λοιπόν, να μήν έχουν πλέον απόλυτη ελευθερία, αλλά έχουν ως αντάλλαγμα την ασφάλεια:

«Εάν ο άνθρωπος στην φυσική κατάσταση είναι τόσο ελεύθερος όσο έχει λεχθεί· αν είναι απόλυτος κύριος του προσώπου και των υπαρχόντων του, ίσος προς τους πιο σπουδαίους και υπήκοος ουδενός, γιατί θα απαρνηθεί την ελευθερία του; Γιατί θα εγκαταλείψει την κυριαρχία του αυτή και θα υποτάξει τον εαυτό του στην κυριότητα και τον έλεγχο κάποιας άλλης εξουσίας; Στο ερώτημα τούτο είναι προφανής η απάντηση ότι, αν και στην κατάσταση της φύσης διέθετε αυτό το δικαίωμα, ωστόσο η απόλαυσή του είναι πολυ αβέβαιη και μονίμως εκτεθειμένη στις εισβολές των άλλων»[42].

Μεταξύ λαού και κυβερνήσεως πρέπει να υφίσταται αμοιβαία εμπιστοσύνη[43]. Αν η εμπιστοσύνη κλονισθεί, τότε η Κυβέρνηση αντικαθίσταται. Ο Locke πρεσβεύει ότι αν καταλυθεί η κρατική εξουσία, δεν επικρατεί αναρχία. Επανέρχεται η κοινωνία όχι ακριβώς στην φυσική κατάσταση, αλλά σε μία ενδιάμεση θέση κατά την οποία οι πολίτες ξαναγίνονται «κοινότητα» με επιδίωξη να αποκτήσουν ξανά κυβέρνηση η οποία να προστατεύσει επαρκώς τα συμφέροντά τους[44]. Γιù αυτό ο Locke επιτρέπει ακόμη και την επανάσταση σε ακραίες περιπτώσεις δυσαρμονίας λαϊκού αισθήματος και Κυβερνήσεως, όταν η τελευταία δεν είναι σε θέση να προστατεύσει τα φυσικά αγαθά της κοινωνίας, δηλαδή να τηρήσει τις δεσμεύσεις της εκ του κοινωνικού συμβολαίου. Ακόμη, ο λαός οφείλει να αντιδράσει όταν διαισθάνεται ότι υπαρχει σφετερισμός της εξουσίας[45].

Ο Locke, ακόμη τάσσεται υπέρ του διαχωρισμού των τριών εξουσιών:, νομοθετική, ομοσπονδιακή (εκτελεστική) και δικαστική[46], θεωρώντας την νομοθετική ανώτερη από τις άλλες, διότι εκφράζει την θέληση του λαού. Ακόμη τάσσεται μάλλον υπέρ ενός ολιγαρχικού πολιτεύματος.

Ως προς την θρησκεία, ο Locke θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχει ανεξιθρησκεία και ανεκτικότητα. Κάνει όμως δύο εξαιρέσεις για τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους αθέους. Οι πρώτοι διότι ως υπήκοοι ενός θρησκευτικού-κοσμικού μονάρχη άλλου κράτους διαβρώνουν τον θεσμό του κράτους και οι δεύτεροι, διότι διαβρώνουν την ρίζα της τάξεως: το φυσικό νόμο ο οποίος εκπηγάζει από τον Θεό[47].

Αυτό το οποίο ανέδειξε περισσότερο με την δική του εκδοχή για την θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου ο Locke, είναι η ανάγκη της υπάρξεως ενός κράτους δικαίου, με θεσμούς και κανόνες σεβαστούς τόσο από τους πολίτες όσο και από την ίδια την εξουσία η οποία τους θεσπίζει[48].

Συμπερασματα

Από την πραγμάτευση του ζητήματος των πολιτικών θεωριών του κοινωνικού συμβολαίου και στους δύο Άγγλους φιλοσόφους προκύπτει ότι και δύο συμφωνούν στο ότι κρατική εξουσία δεν έχει θεϊκή θεσμοθεσία, αλλά ανθρώπινη προέλευση: είναι προϊόν ενός κοινωνικού συμβολαίου. Συμφωνούν ότι η ανθρωπότητα, από μία φυσική κατάσταση, δημιούργησε τους εξουσιαστικούς θεσμούς μέσως μιας πολιτικής συμφωνίας μεταξύ τους. Συμφωνούν ότι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι, ίσοι και ανεξάρτητοι από δεσμούς μεταξύ τους[49]. Διαφέρουν όμως σε πολλά άλλα σημεία.

Ο Hobbes θεωρεί την φυσική κατάσταση ως μία χαοτική επικράτηση πλήρους αναρχίας, ενώ ο Locke ως μία κατάσταση όπου η τάξη διαφυλάσσεται από τον φυσικό νόμο. Ο Hobbes είναι ενάντιος σε κάθε μορφή επαναστάσεως, όμως ο Locke την νομιμοποιεί υπό όρους. Ο Hobbes στηρίζει την απόλυτη μοναρχία, αλλά ο Locke ένα πολίτευμα ολιγαρχικού τύπου. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην θεωρία του Locke υπάρχουν οι ρίζες των Συνταγμάτων της Ευρώπης και της Αμερικής.

Βιβλιογραφια

1. Dunn John, Λοκ – Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε, μτφρ. Γιώργος Ν. Πολίτης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα/Το Βήμα, Αθήνα 2006.

2. Kenny Anthony (επιμ.), Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ. Δέσποινα Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2005.

3. Locke John, Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως, μτφρ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1990.

4. Manent Pierre, Απλά μαθήματα πολιτικής φιλοσοφίας, μτφρ. Δημήτρης Σωτηρόπουλος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2005.

5. Μολύβας Γρηγόρης, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Β΄ Η εποχή του Διαφωτισμού (17ος – 18ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.

6. Σατελέ Φρανσουά. Η φιλοσοφία, τόμος Α, από τον Πλάτωνα ως τον Θωμά Ακινάτη, από τον Γαλιλαίο ως τον Ζ. Ζ. Ρουσσώ, μτφρ. Κωστής Παπαγι–ώσργης, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2006.

7. Στυλιανού Άρης, Θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου, από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2006.

8. Tuck, R., Χομπς – Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε, μτφρ. Γεώργιος Αραμπατζής, Ελληνικά Γράμματα /Το Βήμα, Αθήνα 2006.

9. Χομπς Τόμας, Λεβιάθαν, μτφρ. Γρηγόρης Πασχαλίδης – Αιμίλιος Μεταξόπουλος, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2006

10. Windelband W. – Heimsoeth H., Εγχειρίδο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Α΄, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2001.

11. Windelband W. – Heimsoeth H., Εγχειρίδο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Β΄, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2005.

[1] W. Windelband – H. Heimsoeth, Εγχειρίδο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Α΄, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2001, σελ. 204.

[2] Στο ίδιο.

[3] W. Windelband – H. Heimsoeth, Εγχειρίδο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Β΄, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2001, σελ. 314.

[4] Άρης Στυλιανού, Θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου, από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2006, σελ. 76.

[5] Αξιοσημείωτη η διατύπωση του Λάιμπνιτς: «Ο Λεβιάθαν είναι τερατώδες βιβλίο, όπως δηλώνει άλλωστε και ο ίδιος του ο τίτλος», Άρης Στυλιανού, ό.π., σελ. 126.

[6] Άρης Στυλιανού, ό.π., σελ. 78.

[7] R.Tuck, Χομπς – Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε, μτφρ. Γεώργιος Αραμπατζής, Ελληνικά Γράμματα /Το Βήμα, Αθήνα 2006, σελ. 146.

[8] Γρηγόρης Μολύβας, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Β΄ Η εποχή του Διαφωτισμού (17ος – 18ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 109.

[9] Στο ίδιο.

[10] Άρης Στυλιανού, ό.π., σελ. 78.

[11] Τόμας Χομπς, Λεβιάθαν, μτφρ. Γρηγόρης Πασχαλίδης – Αιμίλιος Μεταξόπουλος, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2006, σελ. 276.

[12] Στο ίδιο, σελ.169-170.

[13] Άρης Στυλιανού, ό.π., σελ. 98.

[14] Στο ίδιο, σελ. 100-101.

[15] R.Tuck, Χομπς ό.π., σελ. 87.

[16] Τόμας Χομπς, ό.π., σελ.195.

[17] W. Windelband – H. Heimsoeth, ό.π., τ. Β΄, σελ. 315.

[18] Η προτίμηση του Χομπς, πάντως, είναι το μοναρχικό πολίτευμα.

[19] Anthony Kenny (επιμ.), Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ. Δέσποινα Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2005, σελ. 431.

[20] R.Tuck, ό.π., σελ. 101.

[21] Στο ίδιο, σελ. 102-103.

[22] Anthony Kenny (επιμ.), ό.π., σελ. 431.

[23] R.Tuck, ό.π., σελ. 122.

[24] Γρηγόρης Μολύβας, ό.π., σελ. 112.

[25] Άρης Στυλιανού, ό.π., σελ. 118.

[26] Anthony Kenny (επιμ.), ό.π., σελ. 431.

[27] Στο πρωτότυπο: «solitary, poor, brutish, nasty and short», Pierre Manent, Απλά μαθήματα πολιτικής φιλοσοφίας, μτφρ. Δημήτρης Σωτηρόπουλος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2005, σελ. 250.

[28] Anthony Kenny (επιμ), ό.π. σελ. 431.

[29] Γρηγόρης Μολύβας, ό.π., σελ. 112.

[30] Στο ίδιο, σελ.114.

[31] Στο ίδιο, σελ.114.

[32] John Dunn, Λοκ – Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε, μτφρ. Γιώργος Ν. Πολίτης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα/Το Βήμα, Αθήνα 2006, σελ. 40.

[33] Άρης Στυλιανού, ό.π., σελ. 129.

[34] John Locke, Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως, μτφρ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1990, σελ. 163.

[35] Άρης Στυλιανού, ό.π., σελ. 141

[36] Στο ίδιο, σελ. 142.

[37] Στο ίδιο, σελ. 143-144.

[38] Γρηγόρης Μολύβας, ό.π. σελ. 116.

[39] Φρανσουά Σατελέ, Η φιλοσοφία, τόμος Α, από τον Πλάτωνα ως τον Θωμά Ακινάτη, από τον Γαλιλαίο ως τον Ζ. Ζ. Ρουσσώ, μτφρ. Κωστής Παπαγιώσργης, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2006, σελ. 572.

[40] Στο ίδιο.

[41] Pierre Manent ό.π., σελ. 48.

[42] John Locke, ό.π., σελ. 179.

[43] Γρηγόρης Μολύβας, ό.π. σελ.116.

[44] Anthony Kenny (επιμ.), ό.π., σελ. 431.

[45] Γρηγόρης Μολύβας,ό.π. σελ.116.

[46] Στο ίδιο, σελ.116.

[47] John Dunn, ό.π. σελ. 77.

[48] Γρηγόρης Μολύβας, ό.π. σελ. 116.

[49] Pierre Manent, ό.π., σελ. 48