Κυριακῆς τῶν Βαΐων

Ημερομηνία δημοσίευσης: Apr 27, 2013 6:44:6 PM

Τὸ Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε πρό ὀλίγου περιγράφει τὴ θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα. Μὲ πιὸ ἁπλὰ λόγια τὸ νόημα αὐτῶν πού ἀκούσαμε εἶναι: Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπό τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στή Βηθανία, ὅπου διέμενε ὁ Λάζαρος, αὐτὸς πού εἶχε πεθάνει καί ὁ Ἰησοῦς τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς. Ἑτοίμασαν, λοιπόν, ἐκεῖ γιά χάρη Του ἕνα δεῖπνο, καί ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε, ἐνῷ ὁ Λάζαρος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς συνδαιτυμόνες τοῦ δείπνου μαζί μέ τόν Χριστό. Τότε ἡ Μαρία πῆρε μία λίτρα νάρδου (τό πιό ἀκριβό ἄρωμα πού ὑπῆρχε τότε) καὶ ἄλειψε τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, σκουπίζοντάς τα μέ τά μαλλιά της, ὁπότε ὅλο τὸ σπίτι γέμισε μέ τήν εὐωδία τοῦ μύρου. Λέει τότε ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ἕνας ἀπό τούς μαθητές Του, αὐτός πού σκόπευε νά τόν προδώσει: «Γιατί νά μήν πουληθεῖ αὐτό τό μύρο γιά τριακόσια δηνάρια, καί τά χρήματα νά διανεμηθοῦν στούς φτωχούς;» Αὐτό τό εἶπε βέβαια, ὄχι γιατί νοιαζόταν γιά τούς φτωχούς, ἀλλά γιατί ἦταν κλέφτης καί, καθώς εἶχε τό ταμεῖο, συχνά κρατοῦσε κάποια ἀπό τά χρήματα γιά τόν ἑαυτό του. Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς: «Ἄφησέ την ἥσυχη∙ γιά τήν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου κάνει αὐτό τὸ πρᾶγμα. Τοὺς πτωχούς θά τοὺς ἔχετε πάντοτε μαζί σας, ἐμένα ὅμως δέ θά μέ ἔχετε πάντοτε».

Πλῆθος πολύ ἀπό τούς Ἰουδαίους τῆς πόλεως ἔμαθαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς βρίσκεται ἐκεῖ καί ἦρθαν γιά νά δοῦν, ὄχι μόνο Αὐτόν, ἀλλά καί τόν Λάζαρο, ποὺ τὸν εἶχε ἀναστήσει ἀπό τούς νεκρούς. Γι’ αὐτό οἱ ἀρχιερεῖς ἀποφάσισαν νά σκοτώσουν καί τό Λάζαρο, ἐπειδή ἐξαιτίας αὐτοῦ πολλοί Ἰουδαῖοι ἐγκατέλειπαν αὐτούς καί πίστευαν στόν Ἰησοῦ.

Τήν ἄλλη μέρα, ἕνα μεγάλο πλῆθος πού εἶχε ἔρθει γιά τή γιορτή τοῦ Πάσχα, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστός στά Ἱεροσόλυμα, πῆραν κλαδιά φοινικιᾶς, καί βγῆκαν ἀπό τήν πόλη νά τόν προϋπαντήσουν κραυγάζοντας:

«Ὡσαννά»! Δηλαδή, «Δόξα τῷ Θεῷ».Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ!

Ὁ Ἰησοῦς εἶχε βρεῖ ἕνα γαϊδουράκι καί κάθισε πάνω σὲ αὐτό, ὅπως λέει ἡ Γραφή: «Μή φοβᾶσαι θυγατέρα μου, πόλη τῆς Σιών (Ἱερουσαλήμ)∙ ἰδοῦ ἔρχεται ὁ βασιλιάς σου, καθισμένος ἐπάνω σέ ἕνα γαϊδουράκι».

Αὐτά οἱ μαθητές Του δὲ τὰ καταλάβαιναν τότε∙ ὅταν ὅμως ὁ Ἰησοῦς δοξάσθηκε, τότε τά θυμήθηκαν. Ὅ,τι εἶχε γράψει γιά Ἐκεῖνον ἡ Γραφή, αὐτά καί τοῦ ἔκαναν. Ὅλοι, λοιπόν, ἐκεῖνοι πού ἦταν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ, ὅταν φώναξε τόν Λάζαρο ἀπό τόν τάφο καί τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς, μαρτυροῦσαν γιὰ αὐτά πού εἶχαν δεῖ. Γι’ αὐτό τὸ λόγο ἦρθε τόσο πλῆθος νά τόν προϋπαντήσει, ἐπειδή ἔμαθαν ὅτι εἶχε κάνει τό θαυμαστό αὐτό θαῦμα.

Καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅταν πρόκειται νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Κύριο πρέπει νὰ ἑτοιμάζουμε τὴν πρέπουσα ὑποδοχή. Βασιλέα ὑποδεχόμαστε καὶ ὡς Βασιλέα πρέπει νὰ Τον δεχθοῦμε, Αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ Βασιλεύς τῶν Βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν Κυριευόντων. Ἀναγκαῖο καὶ πρέπον εἶναι νὰ προετοιμαζόμαστε μέ προσοχή, ὅταν πρόκειται νὰ κοινωνήσουμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἂς εὐτρεπίσουμε τὸν χῶρο τῆς ὑποδοχῆς. Εἶναι γραμμένο στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι ὅταν εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς στὰ Ἱεροσόλυμα, δὲν πατοῦσε ἐπάνω σὲ λάσπες καὶ σὲ ρύπους. Ὁ δρόμος εἶχε «φιλοκαληθεῖ». Εἶχε καθαριστεῖ τὸ ὁδόστρωμα καὶ εἶχε εὐτρεπιστεῖ καί μάλιστα, αὐτοί ποὺ ὑποδέχονταν τὸν Χριστό, εἶχαν στρώσει καὶ τὰ ἰμάτιά τους στό ἔδαφος, ὅπως σήμερα στρώνουμε κόκκινο χαλί στό ἔδαφος ὅταν ὑποδεχόμεθα κοσμικούς ἡγέτες.

Προηγουμένως χρησιμοποιήσαμε τὴν λέξη «φιλοκαλῶ», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «εὐτρεπίζω», «ὁμορφαίνω» καὶ «περιποιοῦμαι». Οἱ Πατέρες πῆραν τὴ λέξη «φιλοκαλία» ἀπὸ τὴν ὑλική φροντίδα περιποίηση καὶ τὴν ἀπέδοσαν στὴν φροντίδα καὶ περιποίηση τῆς ψυχῆς. Ἂς «φιλοκαλήσουμε» καὶ ἐμεῖς τὴν ψυχή μας, καθαρίζοντάς την μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καί τὴν δύναμη τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως. Ἂς ἀποβάλλουμε ἀπό ἐπάνω μας τὴν ὑπερηφάνια, ὅπως οἱ παῖδες τῶν Ἱεροσολύμων πού ἔριψαν κάτω στό ἔδαφος τά ἰμάτιά τους γιὰ νὰ περάσῃ ὁ Χριστός.

Ὑποδοχή ἂς ἐτοιμάσουμε στὸν Χριστό καὶ μὲ τὸν προσοχή μας κατὰ τὴν προσευχή. Ὅταν παρουσιαζόμαστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου προσευχόμενοι καί ἐκφράζουμε τή δοξολογία μας, τήν εὐχαριστία μας καὶ τὰ αἰτηματά μας, νὰ προσέχουμε. Ἰστάμεθα ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως τῆς Δόξης καὶ δὲν πρέπει τὸ ἔργο αὐτό νὰ τὸ κάνουμε ὡς ἀγγαρεία. Ὄχι νὰ νοθεύουμε τὴν προσευχή μας μέ μέριμνες βιωτικές καί περισπασμούς, τὴν ὥρα ἐκείνη. Ἂς διδαχθοῦμε ἀπό αὐτό ποὺ ἀκοῦμε συνεχῶς σὲ κάθε λειτουργία. Ὅταν ψάλλεται ὁ «χερουβικὸς ὕμνος» ἀκοῦμε: «Οἱ τὰ Χερουβεὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες, καὶ τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τὸν τρισάγιον ὕμνον προσᾴδοντες, πᾶσαν νῦν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὡς τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν». Δηλαδή, μὲ ἁπλά λόγια: «Αὐτοί που μυστικῶς εἰκονίζουμε τὰ Χερουβείμ, καὶ ψάλλουμε τόν Τρισάγιο Ὕμνο στὴν Ζωοποιό Τριάδα, ἄς διώξουμε τώρα κάθε βιωτική μέριμνα, διότι θὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλέα τῆς δόξης, ποὺ ἀοράτως τὸν περιβάλλει τιμητική φρουρά ἀπό ἀγγέλους».

προσευχή μας, λοιπόν μέ προσοχή πρέπει νὰ γίνεται, τόσο στόν ναό, ὅσο καί στό δωμάτιό μας. Πολύ δὲ περισσότερο, ὅταν ἑτοιμαζόμεθα νὰ δεχθοῦμε τὰ ἄχραντα μυστήρια. Βέβαια, ὁ νοῦς μας περισπᾶται καὶ διαχέεται σὲ διάφορες καὶ ποικίλλες σκέψεις, γι’αὐτό δὲν εἶναι εὔκολη προσπάθεια νὰ μείνουμε συγκεντρωμένοι στὴν προσευχή. Πρόκειται γιὰ ὁλόκληρη ἐπιστήμη τὴν ὁποία διδασκόμεθα ἀπό τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἰδιαιτέρως δέ, αὐτῶν τῶν ὁποίων τὰ ἔργα ἔχουν συγκεντρωθεῖ στὴ συλλογή ἡ ὁποία καλεῖται φιλοκαλία. Σήμερα ὑπάρχουν ὅλα αὐτά τὰ ἔργα μεταφρασμένα καὶ σὲ ἁπλούστερη γλῶσσα, ὥστε νὰ εἶναι κατανοητά ἀπό ὅλους μας. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἔχουν περιορίσει τό διάβασμα, ἀπό τή ζωή τους. Κάποτε οἱ ἀγράμματοι ἄνθρωποι εἶχαν τόση δίψα γιά διάβασμα, πού μάθαιναν ἀκόμη καὶ σὲ μεγάλη ἡλικία γραφή καί ἀνάγνωση. Ὁ Μακρυγιάννης, γιὰ παράδειγμα, ἄρχισε νὰ μαθαίνει γράμματα στά 30 του χρόνια, παρά τό ὅτι ἦταν ἀπασχολημένος σέ μάχες καὶ πολέμους ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ἐλευθερία μας. Σήμερα σχεδόν ὅλοι γνωρίζουν γράμματα, ἀλλά βαρύνονται νὰ διαβάζουν.

Ἐμεῖς ὅμως, ἂς βάλουμε τό διάβασμα στή ζωή μας. Ἔχει μεγάλη ἀξία, ὅσο καί ἡ προσευχή. Ὅταν διαβάζουμε τήν Ἁγία Γραφή ἢ τίς διδαχές τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι μία διαδικασία ἰσοδύναμη μὲ τὴν προσευχή. Τώρα, λοιπόν, πού τά βιβλία εἶναι ἄφθονα καὶ φθηνά, σὲ σχέση μὲ παλαιότερες ἐποχές καί ἡ γνώση τῆς γραφῆς διαδεδομένη δὲν δικαιολογούμεθα νὰ ἔχουμε ἄγνοια.

Ἡ μετάνοια καῖ ἡ ἐξομολόγηση θὰ καθαρίσουν τὴν ψυχή μας. Ἡ προσευχή καὶ ἡ μελέτη θὰ μᾶς συντηρήσουν σὲ πνευματική ἐγγρήγορση καὶ θὰ κοσμήσουν τὴ ψυχή μας μέ ἀρετές καὶ τότε θὰ εἴμεθα ἔτοιμοι καὶ ἐμεῖς νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλέα Χριστό μέσα μας, ψάλλοντες, ὡς οἱ παῖδες τῶν Ἱεροσολύμων:

«Ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου».