Η θέση του Επισκόπου στην Εκκλησία

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 19, 2009 9:1:41 AM

[Εισήγηση εκφωνηθείσα στην Δ΄ Πανελλήνια Ιερά Σύναξη Κληρικών της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, στις 9/22-10-2003]

Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος κ. Χρυσόστομε,

Άγιοι Αρχιερείς, Αγαπητοί Πατέρες, Αδελφοί και συλλειτουργοί εν Χριστώ,

Αν έχετε επισκεφθή αρχαίους Χριστιανικούς Ναούς θα έχετε παρατηρήσει στην κόγχη του ιερού, πίσω από την Αγία Τράπεζα κάτι που μοιάζει με ημικυκλική πέτρινη κερκίδα (όπως των αρχαίων θεάτρων) με μία εξέχουσα θέση εις το μέσον. Αυτό είναι το σύνθρονον και η εξέχουσα θέσι στο ανατολικότερο μέρος είναι η επισκοπική καθέδρα, ο θρόνος του Επισκόπου. Δεξιά και αριστερά από τον θρόνο είναι το Συνθρονον, οι θέσεις του πρεσβυτερίου. Στούς μεγάλους ναούς σώζονται κλιμακωτές σειρές εδρών, όπως στον Ι.Ν. Αγ. Ειρήνης Κων/λεως πέντε κλιμακωτές σειρές καθισμάτων εκατέρωθεν του Επισκόπου, στον δε Ναο της του Θεού Σοφίας επτά σειρές, σαν ένα μικρό αρχαίο θέατρο.

Ας μεταφερθούμε τώρα νοερώς στα παλαιά χρόνια εκείνα, πριν υψωθή το τέμπλο μεταξύ του Αγίου Βηματος και του κυρίως ναού και την μεταφορά του Επισκοπικοῦ θρόνου έξω του βήματος και ας παρατηρήσωμε με τούς νοερούς οφθαλμούς της καρδίας την ώρα της θείας λειτουργίας, με τον Επίσκοπο καθεζόμενο στον θρόνο, τούς πρεσβυτέρους εκατέρωθεν του θρόνου στο Συνθρονον κύκλω της αγίας τραπέζης και θα κατανοήσωμεν τούς λόγους του Αγ. Ιγνατίου του Θεοφόρου προς Μάγνητας: «προκαθημένου του Επισκόπου εις τόπον Θεού και των πρεσβυτέρων εις τόπον συνεδρίου των Αποστόλων» (κεφ. ΣΤ´).

Εκάθητο ο Επίσκοπος· επί του συνθρόνου «ώσπερ τις χριστοφόρος οιακοστρόφος, επισκοπών την οτέ ευπλούσαν και οτέ κλυδωνιζομένην ολκάδα, απ' αυτού προς τον λαόν διαλεγόμενος και υπέρ του πληρώματος ειρήνην ευχόμενος και παρά την αγίαν ιστάμενος Τράπεζαν, ίνα την φρικτήν αναφέρη θυσίαν» όπως παραστατικότατα περιγράφει ο Αγ. Ι. Χρυσόστομος (ομιλ. Α´ εις Πεντηκοστήν §4). Τι ωραία πράγματι εικόνα! Ο Επίσκοπος ως πηδαλιούχος και η Εκκλησία ως ολκάς, δηλαδή πλοίο φορτωμένο αγαθά (φορτηγό, εμπορικό). Ποτε ευπλοούσα και πότε κλυδωνιζομένη είναι η ολκάς- Εκκλησία.

Η θέσις του Επισκόπου είναι να κυβερνά, διδάσκη και κατευθύνη την τοπική Εκκλησία και ιστάμενος ενώπιον του θυσιαστηρίου να προσφέρη θυσίας. Και ο Ζωναράς (58ο Αποστ.) λέγει σχετικώς «Τοις Επισκόποις εν τω θυσιαστηρίω καθέδρα εξ ύψους ίδρυται, δηλούντος του πράγματος οίον είναι τούτο, ότι δει τον υπ' αυτόν λαόν οράν αφ' ύψους και επισκοπείν ακριβέστερον· και ο Πρεσβύτερος συνιστάναι εκεί τω Επισκόπῳ και συγκαθήσθαι ετάχθησαν, ίνα και ούτοι δια της αφ' ύψους καθέδρας ενάγωνται εις το εφοράν τον λαόν και καταρτίζειν αυτόν, ώσπερ σύμπονοι δοθέντες τω Επισκόπῳ». Εδώ ο Ζωναράς αποδίδει στην καθέδρα του Επισκόπου την εικόνα της σκοπιάς που είναι υψηλότερη για να φανερώνει τον σκοπό του πράγματος, δηλαδή ότι πρέπει να επισκοπεί τον λαόν του από υψηλά και να τον παρατηρεί. Επισκοπεῖ < επί - σκοπέω - ω, (= βλέπω παρατηρώ). Αρα Επισκοπῶ = επιβλέπω, επιτηρώ. Αλλά και οι θέσεις των πρεσβυτέρων ως μικρότερες σκοπιές χαρακτηρίζονται για να επιβλέπουν και αυτοί τον λαο και να τον καταρτίζουν «ώσπερ σύμπονοι δοθέντες, τω επισκόπω», σαν συμπάσχοντες, συμπαραστάτες του Επισκόπου.

Ο Επίσκοπος, λοιπόν, είναι «ο επί του ύψους του εκκλησιαστικού πύργου ιστάμενος και εκείθεν σκοπών και κατοπτεύων τας ψυχάς. Είναι ο το πλήρωμα όλης της ιερωσύνης κατέχων και πάντας αυτής τούς βαθμούς εν εαυτώ συγχωνεύων και δι' εαυτού μεταδίδων». Είναι ο «επιτηρητής και επιμελητής πασών των εκκλησιαζομένων ψυχών, δύναμιν έχων τελεστικήν πρεσβυτέρου, διακόνου, υποδιακόνου, αναγνώστου, ψάλτου και μοναχού» και όπως λέγει ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων εις την ομολογίαν του «Το επισκοπικόν αξίωμα ούτως εστίν εν τη Εκκλησίᾳ αναγκαίον, ώστε χωρίς αυτού μη δύνασθαι μήτε Εκκλησίαν, μήτε χριστιανόν τινά η είναι η όλως λέγεσθαι· αυτός γαρ ο αξιωθείς Επίσκοπος είναι, ως αποστολικός διάδοχος, ζώσα εστίν εικών του Θεού επί της Γης... ούτω δε αυτού το αναγκαίον εννοούμεν εν τη Εκκλησίᾳ, ως εν τω ανθρώπω την αναπνοήν και τω αισθητώ τούτω κόσμω τον ήλιον... ο,τι Θεός εν τη ουρανίω των πρωτοτόκων Εκκλησία και ήλιος εν τω κόσμω, τούτο έκαστος Αρχιερεύς εν τη κατά μέρος Εκκλησίᾳ».

Μηπως φαίνονται υπερβολικά τα λόγια του Δοσιθέου; Και όμως ο Δοσίθεος, μαχόμενος την προτεσταντική πλάνη, την «Λουθηροκαλβινικήν φρενοβλάβειαν» όπως την αποκαλεί, απλώς επαναλαμβάνει την Αγιοπατερικήν παράδοσιν για το Επισκοπικό αξίωμα.

Πολλούς αιώνες προ αυτού η Εκκλησία, δια στόματος του Αγ. Κυπριανού Επισκόπου Καρχηδόνος είχε διατυπώσει· «Episcopus inEcclesia, et Ecclesia in Episcopo, et si qui cum Episcopo non sit in Ecclesia non esse» (66η επιστολή) = «Ο Επίσκοπος είναι στην Εκκλησία, και η Εκκλησία στον Επίσκοπο και αν κανείς δεν είναι με τον Επίσκοπο, δεν είναι και με την Εκκλησία».

Δια να κατανοήσωμεν τον λόγον αυτόν του Αγ. Κυπριανού θα χρησιμοποιήσουμε τούς λόγους ενός άλλου, έτι αρχαιοτέρου πατρός, του Αγ. Ιγνατίου του Θεοφόρου, Επισκόπου Αντιοχείας (προς Σμυρναίους VΙΙΙ)· «Παντες τω Επισκόπῳ ακολουθείτε, ως Ιησοῦς Χριστός τω Πατρί, και τω πρεσβυτερίω ως τοις αποστόλοις. Τούς δε διακόνους εντρέπεσθε ως Θεού εντολήν. Μηδείς χωρίς του Επισκόπου τι πρασσέτω των ανηκόντων εις την Εκκλησίαν. Εκείνη βεβαία ευχαριστία ηγείσθω, η υπό τον επίσκοπον ούσα, η ω αν αυτός επιτρέψη. Οπου αν φανή ο Επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω· ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησοῦς, εκεί η καθολική εκκλησία. Ουκ εξόν εστίν χωρίς του Επισκόπου, ούτε βαπτίζειν, ούτε αγάπην ποιείν· αλλ' ο αν εκείνος δοκιμάση, τούτο και τω Θεώ ευάρεστον, ίνα ασφαλές η και βέβαιον παν ο πράσσεται».

Αυτό φανερώνει ότι κέντρον της Εκκλησιαστικῆς ζωής είναι ο Επίσκοπος. Τιποτε δεν μπορεί να γίνη χωρίς τη γνώμη του, διότι και ολίγον κατωτέρω ο αυτός Αγιος αναφέρει· «Καλώς έχει, Θεόν και Επίσκοπον ειδέναι, ο τιμών Επίσκοπον υπό Θεού τετίμηται· ο λάθρα του Επισκόπου τι πράσσων τω διαβόλω λατρεύει» (Σμυρναίοις ΙΧ) και εις την προς Εφεσίους επιστολή ο Θεοφόρος πατήρ γράφει· «Οθεν και υμίν πρέπει, συντρέχειν τη του Επισκόπου γνώμη, του κατά Θεόν ποιμένοντος υμάς· όπερ και ποιείται αυτοί, σοφισθέντες υπό του πνεύματος· το γαρ αξιονόμαστον πρεσβυτέριον, άξιον ον του Θεού, ούτως συνήρμοσται τω Επισκόπω, ως χορδαί κιθάρας» (ΙV). Τετοια οφείλει να είναι η σύνδεσις του πρεσβυτερίου μετά του Επισκόπου.

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι κέντρον της όλης ζωής της Εκκλησίας, μάλιστα δε της ευχαριστηριακής, είναι ο Επίσκοπος· «Εκείνη βεβαία ευχαριστία ηγείσθω, η υπό τον επίσκοπον ούσα».

Στην αρχαία Εκκλησία σε κάθε πόλη ο Επίσκοπος τελούσε την Ευχαριστιακή σύναξη, συμπαραστατούμενος υπό του πρεσβυτερίου της πόλεως. Οσο όμως οι ανάγκες αύξαναν, εδημιουργήθη ο θεσμός των εν-οριών. Εντός των ορίων της επισκοπής οι πρεσβύτεροι τελούσαν χωριστές ευχαριστιακές συνάξεις κατά παραχώρησιν του Επισκόπου. Τούτο δηλώνει το «η ω αν αυτός επιτρέψη». Αυτή η πρακτική άρχισε να εφαρμόζεται από τις αρχές του 2ου αιώνος. Κατά δε τον 4ον αιώνα στερεώθηκε ο θεσμός της ενορίας και ιερείς φαίνονται ως «προσφέροντες» και αυτοί θυσίαν (βλ. 18ος κανών της Α´ Οικουμενικής). Η εξάρτηση όμως της προσφοράς των πρεσβυτέρων από τον Επίσκοπον διεσφαλίσθη δια των εξής μέτρων·

α) Εκ του μνημοσύνου του ονόματος του Επισκόπου. Ο πρεσβύτερος δεν μνημονεύει του ονόματος του Επισκόπου ο οποίος τον έχει χειροτονήσει, αλλά τον Επίσκοπο στου οποίου εντός των ορίων (εν-ορία) της επισκοπικής περιφερείας ευρίσκεται.

β) Εκ του αντιμνησίου, περί του οποίου λέγει ο Βαλσαμών (ερμ. 31ου της εν Τούλλω)· «Δια γαρ τούτο, ως έοικεν, επενοήθησαν και τα αντιμήνσια και γίνονται παρά των κατά χώραν αρχιερέων... ου μόνον αντι του ενθρονισμού, των ανοίξεων και των εγκαινίων, αλλά και εις το αναφαίνεσθαι το κατ' επιτροπήν επισκοπικήν γίγνεσθαι εν τω ευκτηρίω την ιερουργίαν».

Οχι όμως μόνον στην Λειτουργική ζωη αλλά σε ολόκληρη την ζωη της Εκκλησίας κεντρικό ρόλο έχει ο Επίσκοπος. Από την μελέτη των ευχών της χειροτονίας Επισκόπου προκύπτει ότι ο Επίσκοπος είναι ο διδάσκαλος, ο προσφέρων θυσίας υπέρ του λαού αρχιερεύς, μιμητής του Καλού Ποιμένος τιθέντος την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων, οδηγός τυφλών, φως των εν σκότει, παιδευτής αφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, φωστήρ του κόσμου και ο καταρτίζων τας ψυχάς τας εμπιστευθείσας εις αυτόν. Ως ο ποιμήν της επαρχίας του έχει νομοθετική διοικητική και δικαστική εξουσία ο Επίσκοπος.

Η βάση της νομοθετικής εξουσίας του Επισκόπου είναι το δικαίωμα να ρυθμίζει τον εσωτερικό βίο του ποιμνίου της εναρχίας του και να προσαρμόζει τις γενικότερες εκκλησιαστικές διατάξεις αναλόγως των περιστάσεων που επικρατούν εις την επαρχίαν του, όμως οι εγκύκλιοι που εκδίδει για τον σκοπό αυτό πρέπει να είναι σύμφωνοι με τούς ιερούς κανόνας.

Εχει δικαστική εξουσία, διότι αυτός είναι ο φυσικός κριτής των διαφορών του ποιμνίου του και ο κρίνων σε πρώτο βαθμο τούς παρεκτρεπομένους κληρικούς της δικαιοδοσίας του.

Εχει δε και διοικητική εξουσία, καθώς οι ιεροί κανόνες λη´ Αποστ. και η και Δ´ αναθέτουν όλην την εξουσία επί εκκλησιαστικών προσώπων και πραγμάτων της επαρχίας του σ αὐτόν.

Οσον αφορά ειδικώτερα το θέμα της διαχειρήσεως της περιουσίας της Επισκοπῆς, ο Επίσκοπος οφείλει να διορίζει ένα των κληρικών της επαρχίας του ως οικονόμο και άμεσο βοηθό αυτού στην οικονομική διαχείρηση της Επισκοπῆς. Μαλιστα, επειδή κάποιοι επίσκοποι απέφευγαν να διορίσουν οικονόμο ο ΙΑ´ της Ζ´ Οικουμενικής συνόδου επιβάλλει τον διορισμό οικονόμου δια του Μητροπολίτου (στον οποίο υπάγεται ο Επίσκοπος) η και αυτού αμελούντος υπό του Πατριάρχου.

Προπαντός, όμως, ο ρόλος του Επισκόπου είναι πνευματικός, να διδάσκη δηλαδή το ποίμνιό του όχι μόνο δια των λόγων, αλλά δια των έργων και του παραδείγματός του όπως συμβουλεύει ο Απόστολος Παύλος τον Τιμόθεον· «Τυπος γίνου των πιστών εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει εν αγνεία».

Γενικώς, οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου οι δύο προς Τιμόθεον και η μία προς Τιτον αποτελούν οδηγίες προς Επισκόπους σχετικώς με το πως πρέπει να ποιμένουν την ποίμνην του Χριστού προστατεύοντες αυτό από τούς ψευδοδιδασκάλους, διδάσκοντες αυτό τα οφέλιμα, μεριμνώντες για τούς πρεσβυτέρους και διακόνους και ελέγχοντες τούς παρεκτρεπομένους, κατά το «έλεγξον, επιτίμησον, παρακάλεσον, εν πάση μακροθυμία και διδαχή» (Β´ Τιμοθ. δ´ 2) και «τούς αμαρτάνοντας ενώπιον πάντων έλεγχε, ίνα και οι λοποί φόβον έχωσι» (Α´ Τιμοθ. ε´ 20).

Αλλά και στην Ι. Αποκάλυψη, μας αποκαλύπτει ο Θεός, μεταξύ των άλλων, και ποιο πρέπει να είναι το έργο του Επισκόπου στις επτά επιστολάς προς τούς Αγγέλους των επτά Εκκλησιῶν της Ασίας· Από τούς επτά Επισκόπους, οι οποίοι αποτελούν επτά παραδείγματα επισκόπων που υπήρχαν εις όλους τούς αιώνας, μόνον δύο επαινεί, αυτούς οι οποίοι αγωνίζονται κατά των αιρετικών Νικολαϊτών και έχουν και ορθο βίωμα, όπως λ.χ. ο Επίσκοπος της Σμύρνης· «Και τω αγγέλω της εν Σμύρνη Εκκλησίας γράψον τάδε λέγη ο πρώτος και ο έσχατος, ος εγένετο νεκρός και έζησεν. Οίδα σου τα έργα και την θλίψιν και την πτωχείαν· αλλά πλούσιος ει· και την βλασφημίαν των λεγόντων Ιουδαίους, είναι εαυτούς και ουκ εισί αλλά Συναγωγή του Σατανά μηδέν φόβου α μέλλεις πάσχειν. Ιδού μέλλει βαλείν ο διάβολος εξ υμών εις φυλακήν ίνα πειρασθήτε και έξετε θλίψιν ημερών δέκα. Γινου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» ( Αποκ. Β´ 8-11). Οι Επίσκοποι επαινούνται η κατακρίνονται κατά κύριον λόγον εάν εφύλαξον τα λογικά πρόβατα του Χριστού από τούς «λύκους βαρείς», όπως χαρακτηρίζονται από τον Απόστολο, οι αιρετικοί και οι ψευδείς ποιμένες. Την εικόνα αυτή, άλλωστε, μας παρέδωσε ο Κυριος για τον Εαυτό του λέγοντας· « Εγώ ειμί ο Ποιμήν ο καλός, ο Ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησι υπέρ των προβάτων· ο μισθωτός δε και ουκ ων ποιμήν ου ουκ εισί τα πρόβατα και φεύγει και ο λύκος αρπάζει αυτά και σκορπίζει τα πρόβατα. Ο δε μισθωτός φεύγει ότι μισθωτός εστί και ου μέλει αυτώ περί των προβάτων». Εδῶ μία παρένθεσις. Ο κ. Χριστόδουλος είδε τον λύκον ερχόμενον (τον Παπαν) και όχι μόνον δεν εφύλαξε τα πρόβατα, ως καλός ποιμένας, ούτε απλώς έφυγε όπως «ο μισθωτός και ουκ ων ποιμήν», αλλά υπεδέχθη τον λύκον φιλοφρόνως για να κατασπαράξη τα πρόβατα ευκολότερα!

Ημείς όμως ας κρατήσωμεν δι' εαυτούς την εικόνα του επισκόπου ως καλού ποιμένος, εις τύπον του Χριστού. Αυτή η εικών περιλαμβάνει όλα τα χαρκατηριστικά γνωρίσματα του επισκόπου.

Οπως ο ποιμήν φυλάσσει τα πρόβατα από τούς λύκους, ο Επίσκοπος πρέπει να προφυλάσσει τούς πιστούς απ' τούς αιρετικούς. Οπως μεριμνά ο ποιμήν για την διατροφή των προβάτων, ο Επίσκοπος οφείλει να φροντίζη για την υγιή διδασκαλίαν του ποιμνίου του. Οπως απομονώνει τα εκ νόσου λοιμικής ασθενούντα πρόβατα για να μην ασθενήσουν και τα υπόλοιπα, επιβάλει το εκκλησιαστικό επιτίμιο του αφορισμού και όπως απομακρύνει από τα καθήκοντά τους τούς βοηθούς του εκείνους οι οποίοι δεν φέρουν εις πέρας το έργο τους, επιβάλει όποτε χρειάζεται (εν Συνόδω) το επιτίμιο της καθαιρέσεως.

Σε όλα όμως το κίνητρο αυτού είναι η αγάπη προς το ποίμνιο, η οποία συνδέεται άμεσα με την αγάπη προς τον ίδιο τον Θεο. Σας υπενθυμίζω το· «φιλείς με Πετρε; Ποίμενε τα πρόβατά μου», «Πετρε φιλείς με, βόσκε τα αρνία μου»!