Κυριακῆς Η Λουκᾶ - Τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη

Ημερομηνία δημοσίευσης: Nov 29, 2013 7:31:5 PM

«Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»

Τὸ σημερινό Εὐαγγέλιο ἀναφέρεται στὴν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη. Ἡ διήγηση τῆς παραβολῆς ξεκινᾶ ἀπό ἕνα ἐρώτημα κάποιου νομικοῦ ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ δοκιμάσῃ τὸν Χριστό: «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων», ἀναφέρει στὴν ἀρχή τὸ εὐαγγελικὸ ἀπόσπασμα. Τὶ ἦταν ὁ νομικός; Δὲν ἦταν δικηγόρος μὲ τὴ σημερινή ἔννοια. Ἦταν νομοδιδάσκαλος, δηλαδή ἑρμηνευτὴς τοῦ νόμου, καθὼς ἡ Παλαιά Διαθήκη –καὶ μάλιστα ἡ πεντάτευχος, τὰ ἔργα τοῦ Μωϋσέως- Νόμος ὀνομαζόταν. Σήμερα θὰ τὸν λέγαμε «θεολόγο». Τὸ ἐρώτημά του δὲν δήλωνε εἰλικρινές ἐνδιαφέρον νὰ μάθει κάτι, ἀλλὰ πονηρία. Ἤθελε νὰ παγιδεύσει τὸν Χριστό. Νά δεῖ μήπως ἔλεγε τίποτε ἀντίθετο μὲ τὸ Νόμο τοῦ Μωϋσέως καὶ νὰ τὸν κατηγορήσῃ. Γι’ αυτὸ λοιπόν καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ λέγει: «ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» Ἐσύ ποὺ μελετᾶς τὴν Παλαιά Διαθήκη καὶ τὴν ἑρμηνεύεις στούς ἄλλους, ἐσύ νὰ μᾶς πεῖς. Τί διαβάζεις μέσα ἐκεῖ; Καὶ αὐτός ἐξαναγκάζεται νὰ ἀπαντήσῃ: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·» Νὰ ἀγαπήσῃς τὸν Θεό μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὴ δύναμή σου καὶ τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου. Πραγματι, ὀρθή ἀπάντηση ἐδωσε καὶ ὁ Χριστός τὴν ἐπικροτεῖ: «ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ». Καλά μᾶς τὰ εἶπες. Αὐτό νὰ κάνεις καὶ θὰ σωθεῖς. Ἔλαβε, λοιπόν, τὴν ἀπάντησή ποὺ εἶχε ζητήσει. Καὶ μάλιστα ἀποδείχθηκε ὅτι γνώριζε ἤδη τὴν ἀπάντηση καὶ ἄρα κάπου ἀλλοῦ ἀπέβλεπε τὸ ἐρώτημά του. Θέλοντας λοιπόν νὰ δικαιώσῃ τὸν ἑαυτό του («ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν») καὶ βλέποντας ὅτι δὲν πέτυχε νὰ παγιδεύσῃ τόν Χριστό μὲ τὸ πρῶτο ἐρώτημα, ἐπανέρχεται ρωτῶντας: «καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;»

Ὁ Χριστός μας, γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα αὐτό: «ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου», λαμβάνει τὴν ἀφορμή καὶ διηγεῖται τὴν ἑξῆς ἱστορία:

«Κάποιος ἄνθρωπος πήγαινε ἀπό τὴν Ἱερουσαλήμ στὴν Ἰεριχὼ καὶ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν. Αὐτοί τοῦ τὰ πῆραν ὅλα μέχρι καὶ τὰ ροῦχα πού φοροῦσε καί τόν ἔδειραν ἐγκαταλείποντάς τον ἐτοιμοθάνατο». Κάποιος Ἱερεύς ἔτυχε νὰ περνᾶ ἀπό τόν ἴδιο δρόμο καὶ βλέποντας τόν καταπληγωμένο ἄνθρωπο, τόν προσπέρασε δίχως νὰ τόν βοηθήσῃ.»

Προσέξτε, τὸ παράδειγμα πού φέρνει ὁ Χριστός δὲν εἶναι τυχαῖο. Ὁ Ἱερέας ἦταν ἕνα ἀπό τὰ πιὸ ἀξιοσέβαστα πρόσωπα. Δὲν ἀκούμπησε τὸν πληγωμένο καί γεμάτο αἵματα ἄνθρωπο, διότι κατὰ τὸ νόμο τοῦ Μωϋσέας ὅποιος ἀγγίξει αἷμα εἶναι ἀκάθαρτος, καὶ πρέπει νὰ ὑποβληθῇ σὲ συγκεκριμένες διαδικασίες καθαρμοῦ. Ἀπὸ τυπολατρεία δέν ἄγγιξε τὸν πληγωμένο.

«Τό ἴδιο καὶ ὁ Λεβίτης ποὺ πέρασε μετὰ ἀπό λίγο. Τὸν εἶδε καὶ τὸν προσπέρασε». Προφανῶς γιὰ τόν ἴδιο λόγο. Οἱ Λεβίτες ἦταν βοηθοί τῶν ἱερέων στὰ λειτουργικά τους καθήκοντα, ὅπως σήμερα οἱ Διάκονοι. Πῶς νὰ ἀγγίξει αἵματα καὶ νὰ γίνει ἀκάθαρτος κατὰ τὸ Νόμο, δηλαδή μιαρός; Ἔπειτα πῶς θὰ ὑπηρετοῦσε στὰ λειτουργικά του καθήκοντα; Μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε μία ἀναλογία ἀπὸ τὸ ἑξῆς παράδειγμα. Συμβαίνει Κυριακή πρωΐ ἕνα αὐτοκινητιστικό ἀτύχημα καί τραυματίζεται κάποιος στὸ δρόμο. Περνάει ἕνας Ἱερέας ἀπό ἐκεῖ, πηγαίνοντας γιὰ νὰ λειτουργήσῃ. Δέν σταματάει ὅμως, γιατί πρέπει νὰ πάει ἐγκαίρως στὴν Ἐκκλησία νὰ τελέσῃ τὴ Θεία Λειτουργία. Τό ἴδιο καὶ ἕνας Διάκονος ποὺ περνᾶ μετά ἀπό λίγο.

Ἀλλά, ἂς ἐπανέλθουμε στὴν παραβολή: «Κάποιος Σαμαρείτης ποὺ περνοῦσε ἀπό ἐκεῖ εἶδε τὸν πληγωμένο καὶ τὸν λυπήθηκε. Ἔδεσε τὰ τραύματά του, ἀφού τὰ καθάρισε μέ λάδι καί κρασί, τὸν φόρτωσε στὸ γαϊδουράκι του καὶ τόν μετέφερε στὸ πανδοχεῖο, ὅπου τόν φρόντισε καί την ἄλλη μέρα φεύγοντας γιὰ νὰ συνεχίσῃ τήν πορεία του, ἔδωσε στὸν πανδοχέα δύο δηνάρια καὶ τοῦ εῖπε: φρόντισέ τον καί ὅτι παραπάνω χρήματα ξοδέψεις, ὅταν θὰ ξαναπεράσω ἀπό ἐδώ ἐπιστρέφοντας, θὰ σοῦ τὰ ἀποδώσω». Οἱ Σαμαρεῖτες ἦταν γιὰ τοὺς Ἰουδαίους βδέλυγμα. Καὶ ἀλλόφυλοι καὶ ἀλλόδοξοι. Εἶχαν ἔλθει σὲ ἐπιμιξία μὲ ἐθνικούς καί δέν ἦταν καθαρόαιμοι Ἑβραῖοι. Ἀκόμη, εἶχαν θρησκευτικές διαφορές μὲ τούς Ἰουδαίους, γι’ αὐτό καί σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ Εὐαγγελίου ἡ Αγία Φωτεινή λέγει: «οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Δὲν συναναστρέφονται οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες.

Φέρνει ὁ Χριστός, ἀπευθυνόμενος σὲ Ἰουδαϊκὸ ἀκροατήριο καὶ μάλιστα ἐνώπιον ἑνός νομικοῦ, ἕναν ἀλλογενῆ καί ἑτερόδοξο ὡς καλό παράδειγμα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ ἀξιοσέβαστα πρόσωπα τοῦ Ἱερέως καὶ τοῦ Λεβίτη! Καὶ τότε, ἀπευθυνόμενος στὸν νομικό, τόν ἐρωτᾶ: «Ποιὸς ἀπό αὐτοὺς τοὺς τρεῖς νομίζεις ὅτι ἔγινε πλησίον τοῦ ἐμπεσόντος στοὺς ληστές»; Καὶ ὁ Νομικός ἐξαναγκάζεται νὰ παραδεχθῇ: «Αὐτός ποὺ τὸν βοήθησε». Καὶ Ὁ Χριστός τοῦ ἀπαντᾶ: «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.» Δηλαδή, πήγαινε καὶ αὐτό νὰ κάνεις καὶ ἐσύ. Ἀντί νὰ παγιδευσῃ ὁ νομικός τόν Χριστό, ἀναγκάσθηκε νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ἡ εὐσπλαγχνία εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν τυπολατρεία.

Καὶ ἐμεῖς, λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἂς βοηθοῦμε τοὺς συναθρώπους μας ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς καὶ θρησκείας. Οἱ Χριστιανοί τῆς Ἀλεξανδρείας, κάποτε ὅταν εἶχε πληγεῖ ἡ πόλη ἀπό θανατοφόρο ἐπιδημία, πήγαιναν στούς δρόμους τῆς πόλεως καί μάζευαν τά θύματα τῆς ἀσθενείας, ποὺ οἱ φοβισμένοι εἰδωλολάτρες συγγενεῖς τους, πετοῦσαν ἔξω ἀπό τά σπίτια τους γιὰ νὰ μή μεταδοθῇ σ’ αὐτούς ἡ ἀρρώστια. Οἱ Χριστιανοί τούς περιμάζευαν καὶ ἔθαπταν τοὺς νεκροὺς καὶ περιέθαλπταν τοὺς ἀρρώστους μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἀποσπάσουν τόν θαυμασμό τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ παραδέχονταν τὴν ἀνωτερότητα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Αὐτὰ τὰ παραδείγματα πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν καὶ «νὰ πορευώμεθα καὶ ἐμεῖς ποιοῦντες ὁμοίως».