Ενέχει πολιτική σημασία για τους Αθηναίους θεατές του 5ου π.Χ. αιώνα ο συσχετισμός μύθων με συγκεκριμένα δεδομένα θρησκευτικής λατρείας στα έργα Μήδεια, Ιφιγένεια η εν Ταύροις και Βάκχες του Ευριπίδη;

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 13, 2009 4:59:27 PM

Εισαγωγη

Η αρχαία ελληνική τραγωδία είχε να διαδραματίσει (κυριολεκτικώς) έναν πολύ σημαντικό ρόλο μέσα στα πλαίσια της αθηναϊκής δημοκρατίας. Προσέφερε –μεταξύ των άλλων- την νομιμοποίηση του δημοκρατικού καθεστώτος στην συνείδηση των πολιτών, μέσω της συζεύξεως της δημοκρατικής Αθήνας με το αρχαϊκό παρελθόν της. Η προσφορά μυθικών αιτίων σε θρησκευτικές τελετές που αποτελούσαν στοιχείο της καθημερινής ζωής του πολίτη και ήταν ευρέως γνωστές ικανοποιούσε την ανάγκη που αισθανόταν ο Αθηναίος πολίτης για την επιβεβαίωση της ταυτότητάς του. Το δημοκρατικό πολίτευμα έπρεπε να φαίνεται ότι ήταν αρμονικά εντεταγμένο στην θεϊκή τάξη του σύμπαντος και όχι μία παρείσακτη καινοτομία που αντιστρατευόταν αυτήν την αρμονία. Ο μύθος και η θρησκεία προσέφεραν στην ψυχολογία των πολιτών αυτήν την ασφάλεια, την οποία η δημοκρατία είχε ανάγκη. Το θέατρο, λοιπόν, καλείται να εξυπηρετήσει ακριβώς αυτήν την ανάγκη και να στηρίξει το πολίτευμα, πραγματευόμενο μύθους και διασκευές μύθων προς αιτιολόγηση των θρησκευτικών τελετουργιών της δημοκρατικής πόλεως.

Όμως, ακόμα και όταν -όπως θα δούμε στη συνέχεια- το μυθικό θέμα της παραστάσεως αναφέρεται σε τελετουργίες άλλης πόλεως και πάλι το μήνυμα είναι θετικό και καθησυχαστικό για τους πολίτες διότι εδραιώνει την αντίληψη της εντάξεως της ανθρώπινης δραστηριότητας στην θεϊκή αρμονία και της λυτρωτικής θεϊκής επεμβάσεως στα ανθρώπινα αδιέξοδα.

Ο Ευριπίδης ως δραματουργός επιτελεί και αυτός με τον δικό του τρόπο αυτήν την αναγκαία για την Αθηναϊκή κοινωνία λειτουργία, αν και ίσως όχι με τον πλέον ευχάριστο τρόπο για τους Αθηναίους[1]. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε παραδείγματα μυθικής διασυνδέσεως θρησκευτικών τελετουργιών στις τραγωδίες του Ευριπίδη: Μήδεια, Ιφιγένεια η εν Ταύροις και Βάκχες.

Α. Η περίπτωση του εργου Μηδεια

Ο Μύθος

Η τραγωδία Μήδεια πραγματεύεται την μυθική ιστορία της μάγισσας Μήδειας (εγγονής του Ηλίου) και του Ιάσονα, οι οποίοι μετά τον φόνο του Πελία μεταβαίνουν στην Κόρινθο. Ο βασιλέας της Κορίνθου Κρέων υπανδρεύει την κόρη του με τον Ιάσονα. Η Μήδεια διαμαρτύρεται –όπως είναι φυσικό- και απειλεί[2]. Τότε ο Κρέων, γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνη είναι, αποφασίζει να την εξορίσει μαζί με τα παιδιά που είχε από τον Ιάσονα. Εκείνη, προκειμένου να κερδίσει χρόνο για εκδίκηση, πείθει τον Κρέοντα να της επιτρέψει να μείνει μία ημέρα ακόμη. Κατά την διάρκεια αυτής της ημέρας στέλνει τα παιδιά της να προσφέρουν ως δώρα στην κόρη του Κρέοντα δηλητηριασμένα κοσμήματα και να την παρακαλέσουν δήθεν να μεσολαβήσει ώστε να μην εξορισθούν μαζί με την μητέρα τους[3]. Η νέα παγιδεύεται και φορά τα δηλητηριασμένα κοσμήματα όπως επίσης και ο πατέρας της Κρέων. Και οι δύο καίγονται ζωντανοί και πεθαίνουν. Στη συνέχεια η Μήδεια φονεύει τα παιδιά της με τα χέρια της για να εκδικηθεί τον Ιάσονα και σώζεται φεύγοντας επάνω στο άρμα του πάππου της Ηλίου[4].

Ο συσχετισμός με συγκεκριμένη τελετή θρησκευτικής λατρείας

Στην Μήδεια ο Ευριπίδης παρουσιάζει μία διασκευή της μυθικής παραδόσεως για την απατημένη σύζυγο του Ιάσονα Μήδεια. Πρόκειται περί διασκευής, διότι ο Ευριπίδης δεν έμεινε πιστός στη σχετική παράδοση για την Μήδεια. Κατά την παράδοση, η Μήδεια θανάτωσε τα παιδιά της δίχως να το θέλει[5]. Θέλοντας να διαφύγει στην Αθήνα και μη δυναμένη να πάρει μαζί της τα παιδιά της διότι ήταν πολύ μικρά, τα άφησε στον ναό της Ακραίας Ήρας, όπου τα θανάτωσαν οι Κορίνθιοι[6]. Κατά την ευριπίδεια διασκευή, η Μήδεια θανατώνει με τα ίδια της τα χέρια τα παιδιά της, για να εκδικηθεί τον άνδρα, λίγο πριν μεταβεί στην Αθήνα για να γίνει σύζυγος του βασιλέα Αιγέα. Γλιτώνει από τις συνέπειες της πράξης της φεύγοντας επάνω σε ένα άρμα το οποίο σύρουν φτερωτοί δράκοντες. Αυτή η διασκευή αποτελεί το μυθικό υπόβαθρο για το τελετουργικό μιας εξιλαστήριας εορτής στην Κόρινθο. Κατ' αυτήν την εορτή επτά νεαρά αγόρια και επτά κορίτσια από ευγενική οικογένεια διέμεναν για ένα έτος μαζί στον ναό της Ακραίας Ήρας. Για να υπηρετούν το ιερό[7].

Επισημαίνουμε την μεγάλη αντίθεση που προξενεί η τρομακτική παρουσίαση της μάγισσας Μήδειας επάνω στο άρμα θεού Ηλίου (από τον οποίο κατάγεται) το οποίο σύρουν φτερωτοί δράκοντες αφ' ενός, και της σεμνής τελετής που καθιερώνεται προς εξιλασμό της πράξης της. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό τέλος[8]. Μπορεί κανείς να φαντασθεί το άρμα με την Μήδεια κάπως ψηλά στην σκηνή του θεάτρου, από το οποίο αυτή θεσπίζει τη λατρεία των παιδιών της[9] με τα λόγια:

«... θα τα φέρω εγώ στο ναό της Ήρας, εις το όρος, να τα θάψω με τα χέρια μου (...) Θα φροντίσω να γίνεται εις το μέλλον για το ανόσιον έγκλημα μεγαλοπρεπής εορτή και τελεταί εδώ εις την πατρίδα του Σισύφου... Εγώ πηγαίνω τώρα εις την γην του Ερεχθέως να κατοικήσω με το Αιγέα τον υιόν του Πανδίονος...[10]»

Η καθιέρωση της ιλαστηρίου τελετής ασφαλώς θα είχε ανακουφιστική επίδραση στους Αθηναίους θεατές, καθώς στη συνέχεια η Μήδεια θα γινόταν γυναίκα του μυθικού βασιλέα των Αθηνών Αιγέα, απαλλαγμένη από το βάρος αυτής της μιαιοφονίας. Ο Ευριπίδης με επιδεξιότητα ενέταξε στον μύθο τον Αιγέα παρουσιάζοντάς τον να συναντάται τυχαία με την Μήδεια προβληματισμένος για την ατεκνία του[11]. Εκείνη τότε τον πείθει να της προσφέρει άσυλο στην Αθήνα με την υπόσχεση να του αποκαλύψει το μυστικό της τεκνοποιίας[12].

Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή η Αθήνα βρισκόταν σε αντιπαλότητα με την Κόρινθο, και το γεγονός ότι ο Ευριπίδης διεσκεύασε την προϋπάρχουσα παράδοση δημιούργησε την φήμη ότι οι Κορίνθιοι πλήρωσαν πέντε τάλαντα τον Ευριπίδη για να μεταθέσει την ενοχή του εγκλήματος από τους προγόνους τους επάνω στην ίδια την Μήδεια[13].

Β. Η περιπτωση του εργου Ιφιγενεια η εν Ταυροισ

Ο Μύθος

Ο στόλος των Ελλήνων εμποδίζεται να αποπλεύσει κατά της Τροίας λόγω εναντίων ανέμων και βρίσκεται εγκλωβισμένος στην Αυλίδα. Η αιτία είναι η οργή της Αρτέμιδος εξ αιτίας της θανατώσεως του ιερού της ελαφιού από τον Αγαμέμνωνα.[14] Ο μάντης Κάλχας αποκαλύπτει στον Αγαμέμνωνα την αιτία και λέγει ότι πρέπει να θυσιάσει την θυγατέρα του για να εξευμενίσει την Αρτέμιδα. Ο Αγαμέμνων πνίγει τα πατρικά του αισθήματα και οδηγεί με δόλο την Ιφιγένεια στην Αυλίδα για να την θυσιάσει[15]. Την τελευταία στιγμή, όμως, η Άρτεμις αντικαθιστά την Ιφιγένεια με ένα ελάφι και μεταφέρει την βασιλοπούλα στην χώρα των Ταύρων, για να υπηρετεί στο εκεί ιερό της ως ιέρεια και να θυσιάζει τους καταπλέοντες ξένους. Εντωμεταξύ ο στόλος των Ελλήνων αποπλέει κατά της Τροίας την οποία και εκπορθεί[16]. Οι Έλληνες επιστρέφουν, αλλά ο Αγαμέμνων φονεύεται από την σύζυγό του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο. Τον φόνο του πατέρα του εκδικείται ο Ορέστης που φονεύει την μητέρα του. Ο Ορέστης καταδιώκεται από τις Ερινύες και λαμβάνει εντολή από τον Απόλλωνα να μεταφέρει το ξόανο της Αρτέμιδος από την Ταυρική στην Αθήνα[17]. Το ταξίδι αυτό κάνει ο Ορέστης με τον φίλο και συγγενή του Πυλάδη. Φθάνουν στην αφιλόξενη χώρα των Ταύρων στον Εύξεινο Πόντο. Εκεί διαδραματίζονται τα γεγονότα του δράματος[18].

Οι δύο νέοι συλλαμβάνονται από τους βαρβάρους και οδηγούνται στην Ιφιγένεια για να τους θυσιάσει[19]. Ο Ορέστης και η Ιφιγένεια αλληλο-αναγνωρίζονται και αποφασίζουν να αποδράσουν παίρνοντας μαζί και το άγαλμα της θεάς. Η Ιφιγένεια προφασίζεται ότι πρέπει να οδηγήσει τους ξένους και το άγαλμα στην θάλασσα για εξαγνισμό[20]. Πηγαίνουν εκεί που βρισκόταν το πλοίο με το οποίο είχαν έλθει ο Ορέστης και ο Πυλάδης και επιβιβάζονται. Οι βάρβαροι τους καταδιώκουν και ενώ το πλοίο απομακρύνεται ένα κύμα το επαναφέρει στην ακτή[21].

Ο συσχετισμός με συγκεκριμένες τελετές θρησκευτικής λατρείας

Την τελευταία περιπέτεια (την επαναφορά του πλοίου στην ακτή από ένα κύμα) την επινοεί ο Ευριπίδης μόνο και μόνο για να δικαιολογήσει την επέμβαση ως από μηχανής θεού, της Αθηνάς, η οποία διασώζει από τον κίνδυνο τους ήρωες του έργου και διατάζει την καθιέρωση των λατρευτικών λειτουργιών οι οποίες γίνονταν στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στις Αλές Αραφηνίδες και στην Βραυρώνα προς τιμήν της Αρτέμιδος[22]:

«Και συ τις εντολές μου άκουσε Ορέστη/.../ Ταξίδεψε με τù άγαλμα και με την αδελφή σου./ Και μόλις φθάσεις στην Αθήνα τη θεόκτιστη,/ υπάρχει τόπος ιερός στης Αττικής τα σύνορα,/ απέναντι στον κάβο της Καρύστου,/ που ο λαός τον ονομάζει Αλές./ Εδώ να κτίσεις ναό και τù άγαλμα νù αφιερώσεις/ και τù όνομά του θα θυμίζει την Ταυρική τη γη και τα δικά σου/ βάσανα όταν περιπλανιώσουν στην Ελλάδα/ απù την οργή των Ερινύων κεντρισμένος./ Οι κάτοικοι στον μέλλοντα καιρό/ την Ταυροπόλον Άρτεμιν θα ψάλλουν/ και καθιέρωσε και αυτό το έθιμο: στη λαϊκή πανήγυριν/ ενός ανδρός με ξίφος να χαράζουν το λαιμό/ μέχρι που να ματώσει λίγο, αντίτιμο για τη σφαγή σου,/ χρέος τιμής για τη θεά./ Και συ Ιφιγένεια, στις ιερές της Βραυρώνος πλαγιές/ τα κλειδιά του ναού θα κρατείς ως ιέρεια./ Κι όταν πεθάνεις εκεί θα ταφείς·/ θα σου προσφέρουν υφαντά φορέματα/ που ξέμειναν αφόρετα στο σπίτι, από γυναίκες που πεθάνανε/λεχώνες. »[23]

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ενώ η δράση του έργου προχωρούσε προς ένα ομαλό τέλος, ο Ευριπίδης παρεμβάλει μία τεχνητή επιβράδυνση (με την απρόσμενη κίνηση του κύματος να φέρει ξανά το πλοίο στην ακτή) για να χρειασθεί η επέμβαση του από μηχανής θεού[24]. Και αυτό για να καταλήξει στην καθιέρωση συγκεκριμένων λατρευτικών τελετών. Είναι ολοφάνερο ότι με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής τονίζει την επάνοδο στην λατρευτική παράδοση[25].

Ο Ευριπίδης περίτεχνα χειρίζεται τον μύθο και τον προσαρμόζει καταλλήλως για προσφέρει μυθική κάλυψη στις θρησκευτικές τελετές που προαναφέρθηκαν. Δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη και η διασκευή που κάνει στον μύθο σαράντα χρόνια μετά την Ορέστεια του Αισχύλου, όπου ο Ορέστης αθωώθηκε στον Άρειο Πάγο και οι Ερινύες μετατράπηκαν σε Ευμενίδες· ο Ευριπίδης επινοεί το ότι οι μισές μόνο εξευμενίσθηκαν, ενώ οι άλλες μισές συνέχισαν να τον κατατρέχουν μέχρι την Ταυρίδα του Ευξείνου Πόντου[26]! Όλα αυτά, βέβαια για να εξυπηρετήσει την μυθολογική επένδυση γνωστών και αγαπητών στους Αθηναίους λατρειών.

Είναι ακόμη προφανής και σε αυτήν την περίπτωση, η προσπάθεια του συσχετισμού γνωστών μυθικών προσώπων (Ορέστη και Ιφιγενείας, όπως και πρωτύτερα της Μήδειας) με την πόλη των Αθηνών, πράγμα όχι χωρίς πολιτική σημασία. Διότι η Αθήνα ηγεμονεύει των άλλων Ελληνικών πόλεων και συγκεντρώνει υλικό πλούτο και προσωπικότητες του πνεύματος από άλλα μέρη της Ελλάδος. Ο συσχετισμός των αρχαίων μυθικών ηρώων με την Αθήνα δίδει μία πολύ καλή δικαιολογία σε αυτό: ότι ήταν από την μυθική εποχή πόλος έλξης και δόξας.

Γ. Η περιπτωση του εργου Βακχεσ

Ο Μύθος

Η τραγωδία Βάκχαι πραγματεύεται την τιμωρία του βασιλέως των Θηβών Πενθέως και της μητέρας του Αγαύης από τον Διόνυσο την λατρεία του οποίου αρνούνταν να δεχθούν στην Θήβα. Ο Διόνυσος (που παρουσιάζεται ως εγγονός του Κάδμου[27]) ενέπνευσε μανία στις γυναίκες των Θηβαίων, οι οποίες εσχημάτισαν ομάδες (θιάσους) και οδηγήθηκαν στον Κιθαιρώνα[28]. Αυτές ήταν οι Βάκχες ή Μαινάδες. Επικεφαλής κάθε θιάσου ήταν μία από τις κόρες του Κάδμου. Η Αγαύη ήταν μία από αυτές. Ο Πενθέας, γιος της Αγαύης και διάδοχος του Κάδμου στον θρόνο των Θηβών, αγανάκτησε και συνέλαβε μερικές Βάκχες και τις φυλάκισε. Διέταξε να δέσουν και να φυλακίσουν τον ίδιο τον Διόνυσο (που εμφανιζόταν με τη μορφή Λυδού ιερέα), ο οποίος όμως καταφέρνει να πείσει τον Πενθέα να μεταβεί στον Κιθαιρώνα για να κατασκοπεύσει τις Μαινάδες φορώντας γυναικεία ρούχα[29]. Εκεί έπεσε στα χέρια των μανιακών Μαινάδων οι οποίες τον κατασπάραξαν, πρωτοστατούσης της Αγαύης. Ο Κάδμος μόλις το πληροφορείται μαζεύει τα μέλη ένα-ένα και βρίσκει το πρόσωπο του εγγονού του στα χέρια της κόρης του Αγαύης. Στο τέλος ο Διόνυσος αποκαλύπτεται υποδεικνύοντας τις τελετές του προφητεύονται και το τι θα συμβεί στον καθένα. Σκοπός του ήταν να μη καταφρονηθεί από κανέναν θεωρούμενος ως άνθρωπος και όχι ως θεός[30].

Ο συσχετισμός με συγκεκριμένη τελετή θρησκευτικής λατρείας

Από το τελευταίο τμήμα της τραγωδίας υπάρχει ένα κενό 50 στίχων, στο οποίο υπήρχε η εξαγγελία των τελετών της λατρείας του. Αυτό φαίνεται από την «υπόθεση» του έργου (περίληψη που προτάσσεται του έργου στην χειρόγραφη παράδοση): «Διόνυσος δὲ ἐπιφανεὶς <τελετὰς> μὲν πᾶσι παρήγγειλεν» (στιχ. 16-18)[31]. Φαίνεται όμως και από άλλα σημεία του ιδίου του έργου όπως από τους στίχους (20-22): «Τώρα σù αυτή την πόλη των Ελλήνων/ ήλθα πρώτα, αφού εκεί (στην Ασία) έχω καθιερώσει του χορούς μου και τις τελετές τις ιερές»[32], (στιχ. 39-40): «Γιατί η πόλη αυτή/ που αρνείται να τελέσει τα βακχικά μου όργια, πρέπει, θέλει δεν θέλει,/ να συμμορφωθεί»[33], (στιχ. 48-49): «Και αφού τα πάντα εδώ διευθετήσω, σε/άλλον τόπο ύστερα θα μεταβώ και ποιος είμαι θα αποδείξω»[34] και από τα λόγια της Αγαύης στο τέλος που θεωρεί αυτονόητη την συνέχιση των μαιναδικών οργίων του Κιθαιρώνα (στιχ. 1385-1387): «...ούτε κι εγώ τον Κιθαιρώνα με τα μάτια μου θα αντικρίσω,/ σε τόπο που δεν υπάρχουν σημάδια τον θύρσο να θυμίζουν·/ άλλες βάκχες ας ενδιαφέρονται για τη λατρεία του θεού»[35].

Ένα άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό είναι ότι χορός του έργου αναπαριστά ακριβώς ένα μαιναδικό θίασο: γυναίκες στεφανωμένες με κισσό, κρατούν στα χέρια τους θύρσους ή πυρσούς από ξύλο πεύκου και κλαδιά δένδρων, ενώ χορεύουν στο ρυθμό του τυμπάνου και συνοδεία φρυγικού αυλού. Πρόκειται για μεταφορά στο θέατρο του περιβάλλοντος της διονυσιακής λατρείας[36]. Στις Βάκχες επιχειρείται η προβολή της διονυσιακής λατρείας, μέσα στα πλαίσια της οποίας άλλωστε εντάσσονται και οι δραματικοί αγώνες. Ο Ευριπίδης δημιουργεί τον μύθο επί του οποίου στηρίζεται αυτή η λατρεία, δανειζόμενος στοιχεία της τελετουργικής παραδόσεως και χρησιμοποιώντας τα ως δραματουργικά εργαλεία[37].

Το τελικό αποτέλεσμα της θανατώσεως του Πενθέα από τις μαινάδες, πρωτοστατούσης της ιδίας του της μητέρας Αγαύης –δίχως αυτή να το γνωρίζει[38]- προβάλει την τελική υπερίσχυση της θρησκείας και τον σεβασμό στην θεϊκή τάξη. Αποκαλύπτει ακόμη το μήνυμα ότι όταν οι άνθρωποι κάνουν κακό μεταξύ τους, τότε οι θεοί, όχι μόνο δεν τους προσφέρουν καταφύγιο, αλλά αποδεικνύονται πιο εμπαθείς και δόλιοι ακόμη και από τους ανθρώπους[39].

Με τις Βάκχες ο Ευριπίδης δραματοποιεί την επιφάνεια του θεού[40]. Αποδεικνύει ότι η ποιητική του πορεία εξελίχθηκε από την κριτική στάση που είχε ως αφετηρία στην παραδοχή της παρουσίας του θείου στα ανθρώπινα[41]. Η τραγωδία θεωρείται γραμμένη για προσηλύτους, γράφτηκε στην Μακεδονία και παίχτηκε στην Αθήνα (από τον γιο του) μία πόλη που «παράπαιε μπροστά στον φόβο της ελευθερίας»[42].

Συμπερασματα

Τα δράματα του Ευριπίδη συχνά φαίνεται σαν μην έχουν άλλον σκοπό παρά την ερμηνεία της προελεύσεως συγκεκριμένων θρησκευτικών τελετουργιών[43]. Ο Ευριπίδης εντάσσει την ποίησή του στα πλαίσια των θρησκευτικών λατρειών που γνώριζε και αγαπούσε το κοινό[44] και προσέφερε το μυθολογικό υπόβαθρο για την αιτιολόγησή τους. Αυτή η λειτουργία του δραματουργού ενείχε από μόνη της και πολιτική σημασία για τους Αθηναίους πολίτες της κλασικής εποχής, διότι επιβεβαίωνε την σύνδεση της δημοκρατικής Αθήνας με το μυθικό παρελθόν, δημιουργούσε σε αυτούς ένα ψυχολογικό αίσθημα ασφαλείας ότι η κοινωνία τους ήταν εντεταγμένη μέσα στο θεϊκό σύστημα της αρμονίας του σύμπαντος.

Ταυτοχρόνως, κάποια παράλληλα μηνύματα που ο Ευριπίδης διεμήνυε μέσω των έργων του έγιναν αιτία παρεξηγήσεων από τους συγχρόνους του Αθηναίους, με αποτέλεσμα ο ποιητής να αυτοεξοριστεί στην Μακεδονία όπου έγραψε και τα τελευταία του έργα. Η αξία του αναγνωρίσθηκε από τους Αθηναίους μετά τον θάνατό του.

Βιβλιογραφια

1. Γεωργουσόπουλος Κώστας, Κλειδιά και κώδικες θεάτρου, Ι. Αρχαίο δράμα, εκδ. Βιβλιοπωλείου της «Εστίας» Αθήνα 1990.

2. Ευριπίδης, Βάκχαι, μτφρ. Κ. Βάρναλης, στο Άπαντα Ευριπίδου, τ. Ε΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σσ. 7-53.

3. Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις, μτφρ. Ν. Κυπαρίσσης, στο Άπαντα Ευριπίδου, τ. Ε΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σσ. 153-218.

4. Ευριπίδης, Μήδεια, μτφρ. Άγγελος Τανάγρας, στο Άπαντα Ευριπίδου, τ. Α΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σσ. 7-50.

5. Κωνσταντοπούλου Δέσποινα (επιμ.), Ανθολόγιο αποσπασμάτων δραματικού λόγου και ποιητικής τέχνης, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

6. Νικολαΐδου-Αραμπατζή Σ., Ευριπίδης Βάκχες, Εισαγωγή – Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006.

7. Ξιφαρά Πετρούλα, «Ο Βίος και το ποιητικό έργο του Ευριπίδη» στο Ανδριανού Έ., Ξιφαρά Π., Ο Δραματικός Λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σσ. 83-109.

8. De Romilly Jackueline, Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, μτφρ. Μίνα Καρδαμίτσα – Ψυχωγιού, Θεώρηση Νικόλαος Πετρόπουλος, εκδ. Ινστιτούτο του βιβλιου - Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 19972.

9. Lesky Albin, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981.

10. Page, D. L. Ευριπίδης, Μήδεια. Εισαγωγή – Κείμενο – Μετάφραση, μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, εκδ. Καρδαμίτσας, Αθήνα 1990.

[1] Βλ. περίπτωση της Μήδειας σελ. 3 του παρόντος.

[2] Ευριπίδης, Μήδεια, μτφρ. Άγγελος Τανάγρας, στο Άπαντα Ευριπίδου, τ. Α΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σελ. 7.

[3] Στο ίδιο.

[4] Στο ίδιο.

[5] D. L. Page, Ευριπίδης, Μήδεια. Εισαγωγή – Κείμενο – Μετάφραση, μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, εκδ. Καρδαμίτσας, Αθήνα 1990, σελ. 34.

[6] Στο ίδιο, σελ. 35.

[7] Στο ίδιο, σελ. 34-35.

[8] Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 520

[9] Στο ίδιο.

[10] Ευριπίδης, Μήδεια, ό.π., σελ. 49.

[11] Στο ίδιο, σελ. 30.

[12] Κώστας Γεωργουσόπουλος, Κλειδιά και κώδικες θεάτρου, Ι. Αρχαίο δράμα, εκδ. Βιβλιοπωλείου της «Εστίας» Αθήνα 1990, σελ. 106.

[13] D. L. Page, σελ. 36.

[14] Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις, μτφρ. Ν. Κυπαρίσσης, στο Άπαντα Ευριπίδου, τ. Ε΄, εκδ. Ευθεία, Αθήνα 1996, σελ. 153.

[15] Στο ίδιο.

[16] Στο ίδιο.

[17] Στο ίδιο, σελ. 154.

[18] Στο ίδιο.

[19] Στο ίδιο, σελ. 165-168.

[20] Στο ίδιο, σελ. 185-193.

[21] Στο ίδιο, σελ. 207-209.

[22] Albin Lesky, ό.π. σελ 545.

[23] Δέσποινα Κωνσταντοπούλου (επιμ.), Ανθολόγιο αποσπασμάτων δραματικού λόγου και ποιητικής τέχνης, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 152-153.

[24] Albin Lesky, ό.π. σελ 562.

[25] Στο ίδιο.

[26] Κώστας Γεωργουσόπουλος, ό.π., σελ. 107.

[27] Σ. Νικολαΐδου-Αραμπατζή, Ευριπίδης Βάκχες, Εισαγωγή – Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 44.

[28] Στο ίδιο, σελ. 131.

[29] Στο ίδιο, σελ. 133.

[30] Στο ίδιο.

[31] Στο ίδιο, σελ. 132.

[32] Στο ίδιο, σελ. 137.

[33] Στο ίδιο, σελ. 139-141.

[34] Στο ίδιο, σελ. 141.

[35] Στο ίδιο, σελ. 281.

[36] Στο ίδιο, σελ. 51.

[37] Πετρούλα Ξιφαρά, «Ο Βίος και το ποιητικό έργο του Ευριπίδη» στο Ανδριανού Έ., Ξιφαρά Π., Ο Δραματικός Λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ.103.

[38] Albin Lesky, ό.π. σελ 558.

[39] Jackueline De Romilly, Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, μτφρ. Μίνα Καρδαμίτσα – Ψυχωγιού, Θεώρηση Νικόλαος Πετρόπουλος, εκδ. Ινστιτούτο του βιβλιου - Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 19972 σελ. 166.

[40] Κώστας Γεωργουσόπουλος, ό.π., σελ. 48.

[41] Στο ίδιο, σελ. 49.

[42] Στο ίδιο, σελ. 73-74.

[43] Albin Lesky, ό.π. σελ 520.

[44] Στο ίδιο, σελ. 545.