Οι Παράγοντες οι οποίοι συνετέλεσαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821

Ημερομηνία δημοσίευσης: Sep 02, 2009 11:4:4 PM

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Από τα έτη προ της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, άρχισαν να διαμορφώνονται οι συνθήκες οι οποίες διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και την ιδιοπροσωπία των Νεοελλήνων. Ο περιορισμός του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους στις περιοχές της Μικράς Ασίας και της Ελλάδος όπου κατοικούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, χριστιανοί ορθόδοξοι κατά το θρήσκευμα, οδήγησε στην συνταύτιση της έννοιας του Ρωμαίου-Ρωμιού, με αυτήν του Έλληνα Ορθοδόξου. Η φραγκική κατάκτηση, τόνισε περισσότερο την αντίθεση των πληθυσμών αυτών με τη Δύση. Η διαδοχική επέκταση των Οθωμανών στα κρατίδια της διαμελισμένης αυτοκρατορίας, επέφερε την ενοποίηση του χώρου που κατοικούσαν οι Ρωμιοί.

Η Οθωμανική κατάκτηση συσπείρωσε τους Έλληνες-Ρωμιούς γύρω από την Εθναρχική διοργάνωση της Εκκλησίας. Η καταπίεση της δουλείας, οι διεθνείς συγκυρίες, οι επιρροές από την Ευρώπη και η μνήμες του ενδόξου παρελθόντος, συνετέλεσαν στην αφύπνιση του Εθνικού φρονήματος, η οποία κορυφώθηκε με την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, το 1821. Η διαδικασία ήταν μακρά και σύνθετη. Στη συνέχεια θα αναλύσουμε τους παράγοντες που αφορούν την διαδικασία αυτή, διαιρώντας τους σε οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η παραπάνω κατηγοριοποίηση γίνεται κυρίως για μεθοδολογικούς λόγους, και είναι σχετική. Δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ τους. Αντίθετα, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, έτσι ώστε οι κοινωνικές να τροφοδοτούν και να τροφοδοτούνται από τις οικονομικές και τις πολιτισμικές εξελίξεις και τα όρια μεταξύ τους να είναι δυσδιάκριτα.

Α. Οικονομικοι Παραγοντες

Μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ο Ελληνισμός προσπάθησε να επιβιώσει κάτω από αντίξοες συνθήκες. Οι υπόδουλοι Έλληνες υποχρεούντο να καταβάλουν υπερβολικούς και δυσβάσταχτους φόρους[1].

Εξαίρεση αποτελούν κάποιες περιοχές, και μάλιστα, κάποια νησιά του Αιγαίου πελάγους, τα οποία έχοντας συνθηκολογήσει με τους Σουλτάνους, απέφυγαν την βίαιη κατάκτηση και απέκτησαν ένα προνομιακό καθεστώς περιορισμένης αυτονο­μίας. Γι΄ αυτό τα μικρά και άγονα αυτά νησιά, γνώρισαν μια οικονομική και πληθυσμιακή άνθηση, ιδιαίτερα μετά τον περιορισμό της πειρατείας. Ορισμένα από τα νησιά αυτά ανέπτυξαν εμπορικούς στόλους. Το γεγονός ότι τα εμπορικά καράβια ήταν εξοπλισμένα για τον φόβο των πειρατών (πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες), συνετέλεσε ώστε την παραμονή της Ελληνικής Επαναστάσεως να υπάρχει η πρώτη ύλη για τη σύσταση πολεμικού ναυτικού. Οι Έλληνες ναυτικοί με τα ευ­έλικτα μικρά σκάφη τους επωφελήθηκαν από τις διεθνείς συγκυρίες. Αφενός, με την συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, μπορούσαν να φέρουν ρωσική σημαία και να κυκλοφορούν ανενόχλητα στα ύδατα της Αυτοκρατορίας. Αφετέρου, οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι και ο ναυτικός αποκλεισμός της Γαλλίας από την Αγγλία, έδωσε την ευκαιρία του πλουτισμού των Ελλήνων ναυτικών, οι οποίοι με ευκολία «έσπαγαν» τον αποκλεισμό και εμπορεύονταν επικερδώς με την αποκλεισμένη Γαλλία[2].

Η οικονομική κρίση στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ιδιαίτερα κατά τον 17ο αιώνα και ο εξουθενωτικός θεσμός των τσιφλικίων, επιδείνωσε την ήδη δυσχερή οικονομική κατάσταση των υποδούλων Ελλήνων, των ραγιάδων[3].

Η ανέχεια και η καταπίεση οδήγησε πολλούς Έλληνες να αναζητήσουν καλύ­τερη τύχη στο εξωτερικό. Εκεί διέπρεψαν και συνέστησαν τις Ελληνικές παροικίες της διασποράς. Επωφελούμενοι από τις ιδανικές συνθήκες της αστικοποίησης και της εκβιομηχάνισης της Ευρώπης, απέκτησαν οικονομική ευμάρεια. Πέραν της δικής τους ευμάρειας, οι παροικίες της διασποράς έγιναν πόλοι συγκεντρώσεως οικονομικών πόρων, από το φιλελληνικό κίνημα της Ευρώπης προς τους αγωνιζομένους για την ελευθερία τους Έλληνες. Η δυνατότητα χρηματοδο­τήσεως του αγώνα ήταν ένας καταλυτικός παράγοντας για την επιτυχία του.

Εκτός όμως από τους Έλληνες της διασποράς και οι υπόδουλοι Έλληνες, παρά τις αντίξοες συνθήκες, άρχισαν να αναπτύσσουν εμπορική και βιοτεχνική δραστη­ριότητα, δημιουργώντας εμπορικά δίκτυα εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνεργαζόμενοι με τους ομογενείς της διασποράς[4]. Όμως, η διαπίστωση της δυσκολίας που είχαν να αναπτυχθούν σύμφωνα με τα αστικά κεφαλαιοκρατικά πρότυπα της Ευρώπης, ήταν ένας οικονομικός παράγοντας, για τον οποίο η αστική τάξη επιθυμούσε την αποτίναξη του ασφυκτικού Οθωμανικού καθεστώτος[5].

Αλλά και οι αγροτικοί πληθυσμοί, πιεζόμενοι από την εξαθλίωση και την καταπίεση, άρχισαν ήδη να αναπτύσσουν επαναστατική δράση συγκροτούντες σώματα ατά­κτων, οι οποίοι λεηλατούσαν τους κατακτητές και τους πλουσίους Ρωμιούς. Είναι οι γνωστοί κλέφτες και αρματολοί. Οι δεύτεροι ήταν σώματα ατάκτων που ανελάμ­βαναν την καταδίωξη των πρώτων, αν και οι εναλλαγές μεταξύ των δύο παρατάξεων ήταν συχνές[6].

Όμως κι αυτοί οι Ρωμιοί που είχαν ενταχθεί στο διοικητικό σύστημα της Οθω­μανικής αυτοκρατορίας, οι προεστοί, οι Φαναριώτες και οι κληρικοί, βίωναν κάτω από ένα καθεστώς συνεχούς οικονομικής αφαιμάξεως και ανασφαλείας[7]. Τα αξιώμα­τα οι Οθωμανοί τα έδιδαν έπειτα από πλειοδοτικό διαγωνισμό. Δηλαδή, τα απένει­μαν σε όποιον έδιδε την μεγαλύτερη χρηματική αμοιβή (μπαξίς)[8]. Η οποία, λοιπόν, εξουσία τους γινόταν εργαλείο πλουτισμού των Οθωμανών, ενώ η ζωή, η τιμή και η περιουσία τους εξαρτιόταν από τις διαθέσεις του κατακτητή. Γι' αυτό και σ' αυτές τις τάξεις υπήρχαν αρκετοί που επιθυμούσαν την απαλλαγή από το Οθωμανικό καθεστώς[9].Όλες οι προαναφερθείσες τάξεις, αν και είχαν διαφορετικά οικονομικά κίνητρα, συνέκλιναν σε έναν κοινό στόχο: την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού[10].

Β. Κοινωνικοι Παραγοντες

Οι εξελίξεις στις κοινωνίες της Ευρώπης δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν ανεπηρέαστο τον Ελλαδικό χώρο. Η γαλλική επανάσταση ενέπνευσε τον Ρήγα Φεραίο να συγγράψει έργα με σκοπό την διάδοση των ιδεών της ελευθερίας στους υπο­δούλους Ρωμιούς. Ομοίως και ο Αδαμάντιος Κοραής συνέγγραψε από το Παρίσι την «Αδελφική διδασκαλία», η οποία αναιρούσε τη «Πατρική διδασκαλία», ένα κείμενο γραμμένο με πνεύμα εθελοδουλείας και ραγιαδισμού, καθ' υπαγόρευση (προφανώς) των Οθωμανικών αρχών. Ο καπετάνιος[11] Ζαχαριάς είχε έλθει σε επαφή με το περιβάλλον του Ναπολέοντα για το θέμα της απελευθερώσεως της Πελοποννήσου[12].

Η γαλλική επανάσταση και το πολιτιστικό ρεύμα του ρομαντισμού ενίσχυσαν την κοινωνική τάση του Εθνικισμού. Πατρίδα πλέον δεν θεωρείται στενά ο χώρος καταγωγής, αλλά ο ευρύτερος χώρος που διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά, τα εθνικά χαρακτηριστικά (γλώσσα, θρησκεία, παραδόσεις)[13].

Την διαμόρφωση τέτοιων κοινών χαρακτηριστικών στον χώρο των υπο­δούλων Ρωμιών, ανέλαβε η Ορθόδοξη Εκκλησία, με τη συνεχή χρήση της ελληνικής γλώσσας, στην καθημερινή λατρεία και την καλλιέργεια της Ελληνικής παιδείας η οποία ήταν απαραίτητη για κάθε πεπαιδευμένο Ρωμιό, οποιασδήποτε φυλετικής προελεύσεως.

Τα πολιτιστικά κινήματα του κλασικισμού, του διαφωτισμού και του ρομαντισμού, παρέπεμπαν σε αξίες και πρότυπα της Αρχαίας Ελλάδος. Αυτό βοήθησε ώστε να συνειδητοποιήσουν οι υπόδουλοι Έλληνες, ποίων ενδόξων προγόνων απόγονοι ήταν και το αίσθημα αυτό να τους ενισχύσει τις επαναστατικές τάσεις[14].

Οι πολιτικές συγκυρίες των ναπολεόντειων πολέμων, η εξασθένιση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι αποσχιστικές τάσεις από τοπικούς ηγεμόνες (Μωχάμετ Άλυ στην Αίγυπτο και Αλή Πασά στην Ήπειρο), δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για να εκδηλωθεί η Επανάσταση του 1821. Υπό αυτές τις συνθήκες ως ώριμος καρπός ήλθε η ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας, από τρεις Έλληνες εμπόρους της Ελληνικής παροικίας της Οδυσσού, τους Εμμανουήλ Ξάνθο, Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ. Αυτή η μυστική εταιρία, δικτυώθηκε μέσα στη Οθωμανική αυτοκρατορία, συστρατεύοντας Έλληνες διαφόρων τάξεων στην ιδέα της επαναστάσεως, για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού[15].

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειώσουμε την ύπαρξη μιας άλλης – εκτός από την επαναστατική – τάσεως, που πρέσβευε μια μερίδα της τάξεως των Φαναριωτών: τον εκ των ένδον εξελληνισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δια της πνευματικής υπεροχής του Ελληνικού πολιτισμού[16]. Βεβαίως, ποτέ δεν θα μάθουμε το πόσο ρεαλιστική ήταν η άποψη αυτή, διότι τελικά υπερίσχυσε η τάση της αναλήψεως επαναστατικής δράσεως.

Γ. Πολιτισμικοι Παραγοντες

Οι Ελληνικοί πληθυσμοί δέχθηκαν την τουρκική κατάκτηση σχεδόν μοιρολατρικά. Η εξασθένιση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τις εμφύλιες διαμάχες και τα καίρια πλήγματα των Λατίνων, οδήγησε στον κατακερματισμό της. Οι Οθωμανοί, άρχισαν να απορροφούν ένα-ένα τα τεμάχια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[17]. Η διοικητική ενοποίηση συνοδεύτηκε και από την εκκλησιαστική ενοποίηση. Η επικράτηση της μερίδος των ανθενωτικών, έφερε τέλος στον εκκλησιαστικό διχασμό των προηγουμένων ετών. Έπειτα μάλιστα από την ηρωική πτώση της Βασιλεύουσας στα χέρια των τούρκων, οι Ρωμιοί δεν είχαν ούτε την ηθική, ούτε την υλική δύναμη να αντισταθούν. Θεωρούσαν την Οθωμανική κατάκτηση, ως θεία τιμωρία. Έτρεφαν όμως την ελπίδα ότι αυτός ο πειρασμός θα ήταν μια μικρή παρένθεση. Μια δοκιμασία, την οποία ταύτιζαν με την προφητευμένη παρουσία του Αντιχρίστου, προ του τέλους του κόσμου. Πράγματι, ήταν ευρύτατα διαδεδομένη η θεωρία ότι το τέλος του κόσμου θα γινόταν το 1492 με την συμπλήρωση της εβδόμης χιλιετίας από κτίσεως κόσμου[18].

Έπειτα από την σύντομη διάψευση των προσδοκιών τους για το τέλος του κόσμου και την απολύτρωσή τους, οι Ρωμιοί συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να επιβιώσουν κάτω από τις αντίξοες συνθήκες της δουλείας. Άρχισαν να οργανώνονται γύρω από τον Εθναρχικό ρόλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το διοικητικό σύστημα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προέβλεπε την διαίρεση των λαών της σε «εθνότητες», που ήταν ομοειδείς θρησκευτικές κοινότητες, τα «μιλλέτ». Κυρίαρχο ρόλο ασφαλώς είχε το Μουσουλμανικό «Μιλλέτ». Το ελληνικό στοιχείο συσπειρώθηκε μαζί με τους Άραβες, τους Σλάβους και τους Αλβανούς Ορθοδόξους Χριστιανούς, στο Ρωμαίικο (Ρουμ) «Μιλλέτ». Υπήρχαν ακόμη το Αρμενικό, το Εβραϊκό «Μιλλέτ» και φυσικά το Οθωμανικό. Κάθε «Μιλλέτ» είχε έναν ηγέτη, τον «Μιλλέτ-μπασί». Για το «Μιλλέτ» των Ρωμιών, ηγέτης ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Αυτός ήταν υπεύθυνος ενώπιον του Σουλτάνου για την υποταγή των Ρωμιών και εθεωρείτο κεφαλή του συστήματος της θρησκευτικής αυτοδιοικήσεως των Ρωμιών. Τα σλαβικά πατριαρχεία (Σερβικό, Βουλγαρικό) καταργήθηκαν και τα πρεσβυγενή (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων) απέκτησαν δευτερεύοντα ρόλο[19]. Η ενδυνάμωση του ρόλου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, η ανάθεση στην Εκκλησία δικαστικής εξουσίας[20] (στις μεταξύ των Ορθοδόξων Χριστιανών υποθέσεις) και εκπαιδευτικού ρόλου, συνετέλεσε στην ενδυνάμωση του Ελληνικού χαρακτήρα του Ρουμ-μιλλέτ. Όλοι οι επιφανείς Ρωμιοί ακόμη και αν δεν ήταν ελληνικής καταγωγής (αν ήταν λ.χ. Άραβες ή Σλάβοι) είχαν οπωσδήποτε ελληνική παιδεία και συχνώτατα ελληνική εθνική συνείδηση. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής συνειδήσεως έπαιξαν δραστήριοι κληρικοί όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και ο Μοσχοπολίτης Νεκτάριος, οι οποίοι με τις συνεχείς τους περιοδείες ανέκοψαν το κύμα των αθρόων εξισλαμισμών. Ιδιαιτέρως ο Άγιος Κοσμάς προέτρεπε τον πληθυσμό ιδίως στα χωριά της Ηπείρου να χρησιμοποιεί στην καθημερινή του ζωή την ελληνική γλώσσα και πρωτοστάτησε στην ίδρυση ελληνικών σχολείων[21].

Ένα χαρακτηριστικό το οποίο βοήθησε στην ανάσχεση του φαινομένου των εξισλαμισμών ήταν και η εμφάνιση των Νεομαρτύρων. Συνήθως ήταν Ρωμιοί, οι οποίοι σε μια στιγμή αδυναμίας τους είχαν προσχωρήσει στον μωαμεθανισμό, αργότερα όμως ελεγχόμενοι από την συνείδησή τους ομολόγησαν δημοσίως την επιστροφή τους στον χριστιανισμό, και υπέμεναν με καρτερία κάθε είδους βασανιστήρια εκ μέρους των Οθωμανών. Οι Οθωμανοί θεωρούσαν ηθική νίκη να μεταστρέψουν κάποιον στο ισλάμ. Οι χριστιανοί θεωρούσαν μεγάλη ηθική νίκη το να παραμένουν σταθεροί στην πίστη τους παρά τα κάθε είδους βασανιστήρια. Οι νεομάρτυρες αμέσως μετά το μαρτύριό τους ανεκηρύσσοντο άγιοι δίχως κάποια ιδιαίτερη Συνοδική απόφαση[22].

Οι υπόδουλοι Έλληνες ανέπτυξαν και τον θεσμό των κοινοτήτων προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις φορολογικές πιέσεις των κατακτητών. Έτσι δημιουργήθηκε ο θεσμός των Δημογερόντων ή Προεστώτων. Μια ιδιαίτερη τάξη μορφωμένων Ρωμιών σχηματίσθηκε γύρω απ' το Πατριαρχείο, οι Φαναριώτες. Αυτοί εντάχθηκαν στον διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως διερμηνείς ή οσποδάροι (χριστιανοί πρίγκιπες) των αυτόνομων ηγεμονιών της Μολδοβλαχίας. Η ύπαρξη των Προεστώτων και των Φαναριωτών, δημιούργησαν μια τάξη Ρωμιών με διοικητική εμπειρία. Στην Κωνσταντινούπολη ξανάρχισε να λειτουργεί όπως και προ της αλώσεως της στους Τούρκους, η Πατριαρχική Σχολή, για την κατάρτιση στελεχών της Εκκλησίας[23].

Οι Έλληνες πρόσφυγες στην Δύση, άρχισαν να οργανώνονται σε κοινότητες με σχολεία και Εκκλησίες. Η αρχή έγινε στην Βενετία στις τάξεις της οποίας υπηρετούσαν πολλοί Έλληνες στρατιώτες, οι stradioti, και χάριν των οποίων έδωσε την ελευθερία να έχουν Ορθόδοξο ναό[24]. Η Βενετία έγινε τόπος εκδόσεως πολλών Ελληνικών βιβλίων και πόλος έλξεως για πάρα πολλούς Έλληνες που σπούδαζαν στο γειτονικό Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Πολλοί Έλληνες σπούδαζαν Ιατρική και Φιλοσοφία και επέστρεφαν στην Οθωμανική επικράτεια ασκούντες το επάγγελμα του Ιατροφιλοσόφου, εκμεταλλευόμενοι την απέχθεια των Τούρκων προς τις επιστήμες και μάλιστα την Ιατρική[25].

Οι Έλληνες της διασποράς, ήλθαν σε επαφή με τα πολιτιστικά ρεύματα που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη κι έτσι έγινα δέκτες της επιρροής, αρχικώς, του κλασικισμού. Δηλαδή της τάσεως θαυμασμού και μιμήσεως του πολιτισμού της Κλασικής εποχής. Αυτή η τάση ανέβασε το κύρος των Αρχαίων Ελλήνων στους Ευρωπαίους και κατ' αναλογίαν ωφέλησε και το αντίστοιχο των νεωτέρων Ελλήνων σ' αυτούς[26].

Στη συνέχεια, ο διαφωτισμός, δηλαδή η αναζήτηση της επιστημονικής γνώσεως και η καλλιέργεια του ορθού λόγου[27], μεταδόθηκε και στον Ελληνισμό, μέσω της αστικής τάξεως των ελληνικών παροικιών του εξωτερικού. Ελληνόπαιδες φοιτούσαν στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και εύποροι αστοί χρηματοδοτούσαν την έκδοση επιστημονικών συγγραμμάτων στην ελληνική (αλλά και στην καραμανλίδικη) γλώσσα[28].

Δύο από τους σημαντικότερους φορείς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ήταν ο Ρήγας Φεραίος και ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο πρώτος, επηρεασμένος από το πνεύμα του κλασικισμού και τις ιδέες της γαλλικής επαναστάσεως και της διακηρύξεως για τα ανθρώπινα δικαιώματα, έγραψε την «Χάρτα» του, την διακήρυξη για την επανίδρυση ομοσπονδιακού και φιλελεύθερου καθεστώτος στον χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπό τη πνευματική ηγεσία των Ελλήνων. Το πολεμικό, ποιητικό του έργο με την επωνυμία «Θούριος», εμψύχωσε χιλιάδες Ελλήνων στον αγώνα για της αποτίναξη της τυραννίας[29].

Ο δεύτερος, καλλιέργησε στην Δύση με το «Υπόμνημα» του το τριγωνικό σχήμα μεταξύ Αρχαίων Ελλήνων, Ευρωπαίων και Νεοελλήνων, κατά το οποίο οι Ευρωπαίοι είναι χρεώστες στους Αρχαίους Έλληνες για τα φώτα του πολιτισμού που πήραν απ' αυτούς και οφείλουν να αποδώσουν το χρέος στους νομίμους κληρονόμους των Αρχαίων, τους Νεοέλληνες[30].

Η τάση του Ρομαντισμού, αντέταξε στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού την διαισθητική ανάδειξη των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών κάθε λαού (γλώσσα, θρησκεία, πολιτιστικές παραδόσεις)[31]. Άνοιξε τον δρόμο στις φιλελεύθερες ιδέες και βοήθησε την ελληνική υπόθεση. Ο αγώνας των Ελλήνων για την ελευθερία από τον Οθωμανικό ζυγό επανέφερε στη μνήμη τους ηρωισμούς των αρχαίων προγόνων κατά την διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Αυτή η ανάμνηση, ανεπτέρωνε το ηθικό των Ελλήνων για να πολεμήσουν τους κατακτητές και εμψύχωνε τους Φιλέλληνες για να έλθουν να πολεμήσουν στο πλευρό τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Λόρδου Βύρωνα[32].

ΣΥΝΟΨΗ

Η Ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας. Αυτή η διαδικασία χαρακτηρίζεται από αλληλοτροφοδοτούμενες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές εξελίξεις.

Η οικονομική εξαθλίωση των υποδούλων Ελλήνων εξώθησε πολλούς στην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Δηλαδή άλλοι μετακινήθηκαν προς τα νησιά και τις περιοχές που απελάμβαναν προνομιακό καθεστώς μέσα στην αυτοκρατορία, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη. Αυτοί συνέστησαν την εύπορη τάξη των ναυτικών και των εμπόρων. Δημιουργήθηκε εμπορικός στόλος και χρηματικά κεφάλαια, που χωρίς αυτά οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να εξεγερθούν.

Η γαλλική επανάσταση επηρέασε καταλυτικά τους υποδούλους Έλληνες. Το ρεύμα του εθνικισμού επέδρασε στην διαμόρφωση της Εθνικής συνειδήσεως. Η εξασθένιση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας λόγω εξωτερικών πολέμων και εσωτερικών αποσχιστικών κινήσεων, ευνόησε την υπόθεση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.

Η αίσθηση της κοινής καταγωγής από ενδόξους προγόνους, η σταθερή καλλιέργεια της Ελληνικής Γλώσσας από την Εκκλησία και η κοινή θρησκεία, συνέστησαν τα στοιχεία της εθνικής αυτοσυνειδησίας. Η επίδραση των Ευρωπαϊκών πολιτισμικών τάσεων του κλασικισμού, του διαφωτισμού και τέλος του ρομαντισμού επηρέασε θετικά ως προς την εθνική αφύπνιση τους υπόδουλους Έλληνες και ενίσχυσε το φιλελληνικό κίνημα των Ευρωπαίων.

Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας, ήταν ο ώριμος καρπός όλων των ανωτέρω εξελίξεων ως συστράτευση για την πραγμάτωση του κοινού πόθου των Ελλήνων: την ελευθερία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Γιακωβάκη Ν., «Ευρώπη και Ελλάδα:Από την Αναγέννηση στον Φιλελληνισμό», στο συλλογικό έργο, Ελληνισμός και Δύση, πρόγραμμα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2004, τ. Β΄,σελ. 47-78.

2. Γιαννόπουλου Ν., «Οι Οθωμανοί από την Μ. Ασία στην Ευρώπη, τη Μ. Ανατολή και τη Δ. Αφρική. Ο Ελληνισμός επί Οθωμανικής κυριαρχίας.», στο συλλογικό έργο, Ελληνισμός και Δύση, πρόγραμμα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2004, τ. Β΄,σελ. 193-224.

3. Γιαννόπουλου Ν., «Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στον Αγώνα για την Ελευθερία και Δημιουργία του Ελληνικού Κράτους», στο συλλογικό έργο, Ελληνισμός και Δύση, πρόγραμμα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2004, τ. Γ΄,σελ. 79-111.

4. Μαργαρίτης Γ., «Η Ευρώπη των Επαναστάσεων» και «Ο Οθωμανικός Χώρος και η Συγκρότηση του Νέου Ελληνισμού», στο Γ. Μαργαρίτης, Σπ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζάκος Ελληνική Ιστορία, Τόμ. Γ΄ Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 23-38 & 41-63.

5. Μεταλληνός Γ., Τουρκοκρατία, Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία., εκδ. Ακρίτα, Αθήναι 2000.

6. Πατρινέλης Χρ. «Η Εκκλησία», στο συλλογικό έργο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εδοτικής Αθηνών, τομ. ΙΑ, Αθήναι 1975 σελ. 123-134.

7. Σφυρόερας Β. «Σώματα αντιστάσεως του Ελληνισμού», στο συλλογικό έργο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εδοτικής Αθηνών, τομ. ΙΑ, Αθήναι 1975 σελ. 144-151.

8. Clogg Richard, A Concise history of Greece, Campridge University Press, 1999.

9. Runciman St., Η Μεγάλη εκκλησία εν Αιχμαλωσία, μτφρ. Ν. Παπαρρόδου, εκδ. Μπεργαδή, τ. Β΄, Αθήνα 2000.

[1] Μαργαρίτης Γ., «Η Ευρώπη των Επαναστάσεων», στο Γ. Μαργαρίτης, Σπ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζάκος Ελληνική Ιστορία, Τόμ. Γ΄ Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ.45.

[2] Στό ίδιο, σελ. 34.

[3] Στό ίδιο, σελ. 45.

[4] Στό ίδιο, σελ. 53.

[5] Στό ίδιο, σελ. 54.

[6] Σφυρόερας Β. «Σώματα αντιστάσεως του Ελληνισμού», στο συλλογικό έργο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εδοτικής Αθηνών, τομ. ΙΑ, Αθήναι 1975 σελ. 145-146.

[7] Μαργαρίτης Γ., ό.π. σ. 52.

[8] Στό ίδιο, σελ. 51.

[9] Στό ίδιο, σελ. 61.

[10] Στό ίδιο, σελ. 61.

[11] Από το «κατεπάνω», όρος Βυζαντινός που σημαίνει αρχηγός στρατιωτική μονάδας, αξιωματικός. Υιοθετήθηκε από τους λατίνους κατά την διάρκεια της λατινοκρατίας και επανεισήχθη ως αντιδάνειο εξιταλισμένος.

[12] Γιαννόπουλου Ν., «Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στον Αγώνα για την Ελευθερία και Δημιουργία του Ελληνικού Κράτους», στο συλλογικό έργο, Ελληνισμός και Δύση, πρόγραμμα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2004, τ. Γ΄, σελ. 84.

[13] Στό ίδιο, σελ. 85

[14] Μαργαρίτης Γ., ό.π. σ. 55.

[15] Στό ίδιο, σελ. 58.

[16] Γιαννόπουλου Ν., τ. Β΄, ό.π., σελ. 215.

[17] Μαργαρίτης Γ., ό.π. σ.

[18] Clogg Richard, A Concise history of Greece, Campridge University Press, 1999, σελ. 10.

[19] Runciman St., Η Μεγάλη εκκλησία εν Αιχμαλωσία, μτφρ. Ν. Παπαρρόδου, εκδ. Μπεργαδή, τ. Β΄, Αθήνα 2000, σ. 354-355.

[20] Στό ίδιο, σελ. 347.

[21] Πατρινέλης Χρ. «Η Εκκλησία», στο συλλογικό έργο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εδοτικής Αθηνών, τομ. ΙΑ, Αθήναι 1975 σελ. 124.

[22] Μεταλληνός Γ., Τουρκοκρατία, Οι Έλληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία., εκδ. Ακρίτα, Αθήναι 2000, σελ. 98.

[23] Runciman St., σ. 400.

[24] Σφυρόερας Β. ό.π. σελ. 144.

[25] Runciman St., σ. 405-406.

[26] Μαργαρίτης Γ., ό.π. σ. 29.

[27] Στό ίδιο, σελ. 30

[28] Clogg R., ό.π. 30.

[29] Γιαννόπουλου Ν., τ. Γ΄, ό.π., σελ. 83.

[30] Γιακωβάκη Ν., «Ευρώπη και Ελλάδα:Από την Αναγέννηση στον Φιλελληνισμό», στο συλλογικό έργο, Ελληνισμός και Δύση, πρόγραμμα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2004, σελ. 74.

[31] Γιαννόπουλου Ν., τ. Γ΄, ό.π., σελ. 85.

[32] Μαργαρίτης Γ., ό.π. σ. 37.