Η επαγγελματική μετάφραση, όπως και η προσομοίωση μιας προ-επαγγελματικής δραστηριότητας κατά την διάρκεια της επιμόρφωσης των μεταφραστών, δεν είναι μία άσκηση που επικεντρώνεται μόνο στη γλώσσα. Αντίθετα, είναι μία άσκηση που αποκόπτεται από αυτήν, για να στραφεί αποκλειστικά στο κείμενο που αποτελεί φορέα μιας στοχευμένης επικοινωνίας. Όμως δεν πρέπει να συσχετίζουμε την επικοινωνία με το μέσο επικοινωνίας. Κάθε πράξη επικοινωνίας προϋποθέτει κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις, την ύπαρξη των οποίων θα πρέπει να γνωρίζουν και οι δύο συνομιλητές.
Ο συγγραφέας γράφει απευθυνόμενος στους αναγνώστες, οι οποίοι κατέχουν γνώσεις -γλωσσικές και θεματικές- για να μπορέσουν να κατανοήσουν το νόημα του κειμένου που τους απευθύνεται. Ο μεταφραστής λειτουργώντας ως δίαυλος θα πρέπει να διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ του πομπού (συγγραφέας) και του δέκτη (αναγνώστης) ενός κειμένου. Για αυτόν το λόγο, ο μεταφραστής θα πρέπει να κατέχει ένα γνωστικό απόθεμα, ελλείψει του οποίου αδυνατεί να αποτελέσει ο ίδιος αναμεταδότη μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη. Ωστόσο, σε μία γλώσσα οι λέξεις δεν έχουν μία και μοναδική σημασία, αλλά είναι πολύσημες· κατά συνέπεια είναι πολύσημα και αυτά που διατυπώνονται. Γι’ αυτό το λόγο, μπορούμε να διακρίνουμε πολλούς και διαφορετικούς τύπους γνώσεων, που θα πρέπει να επιστρατεύσουμε, ανάλογα με την δομή του κάθε κειμένου.
Για παράδειγμα, για την μετάφραση ενός σχετικά εύκολου από πλευράς θεματολογίας κειμένου αρκούν γενικότερες γνώσεις τις οποίες και κατέχει ο μέσος άνθρωπος. Στην περίπτωση όμως ενός τεχνικού κειμένου, ο μεταφραστής οφείλει να κατέχει γνώσεις πολύ πιο εξειδικευμένες, γνώσεις που ξεπερνούν κατά πολύ το επίπεδο γνώσεων των περισσότερων ατόμων. Προφανώς, είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσουμε με μαθηματική ακρίβεια τις θεματικές γνώσεις που πρέπει να κατέχει ένας υποψήφιος μεταφραστής.
Σε μία γενική βάση, ο υποψήφιος μεταφραστής πρέπει να κατέχει ένα σύνολο στοιχειωδών γνώσεων, γνώσεις παρεχόμενες κατά την διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σε αυτό το απόθεμα γνώσεων θα πρέπει να προστεθούν οι γνώσεις που αφορούν στην επικαιρότητα, δηλαδή τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Αυτές οι γνώσεις αποκτούνται σταδιακά, μέσω της προσθήκης νέων γνώσεων που μπορεί να είναι αποτέλεσμα εμπειρίας στο απόθεμα των ήδη κεκτημένων γνώσεων. Επίσης, η περιέργεια είναι χωρίς αμφιβολία ένα από τα βασικά προτερήματα κάθε μεταφραστή, κατά συνέπεια και του εκπαιδευόμενου. Στην ουσία, ένας μεταφραστής δεν θα είναι σε θέση να μεταφράζει σωστά, αν δεν κατέχει εξαρχής ένα απόθεμα βασικών γνώσεων. Ωστόσο, μια πληροφοριακή ή τεκμηριωτική έρευνα δεν βασίζεται μόνο σε βασικές γνώσεις, αλλά και σε γνώσεις που προκύπτουν μέσω της καλλιέργειας συγκεκριμένων δεξιοτήτων.
Ο εκπαιδευόμενος μεταφραστής πρέπει λοιπόν να κατέχει σε πρώτο επίπεδο ένα απόθεμα βασικών γνώσεων, συχνά εξομοιούμενες, έτσι ώστε σε επόμενο επίπεδο να γίνει δυνατή η προσθήκη οποιασδήποτε νέας γνώσης, που θα καθορίσει και την εξειδίκευση του μεταφραστή.