Γλωσσομάθεια
Ο μεταφραστής κινείται εντός δύο συγκεκριμένων ορίων: αφενός οφείλει να αναγνωρίσει τον επικοινωνιακό σκοπό του κειμένου αφετηρίας και τα γλωσσικά μέσα, με τα οποία ο συντάκτης του επιδιώκει την επίτευξη του σκοπού του και αφετέρου οφείλει να λάβει υπόψη του τις επικοινωνιακές συνθήκες εντός των οποίων θα λειτουργήσει το μετάφρασμα.
Η αναγνώριση του επικοινωνιακού σκοπού ενός κειμένου, ο προσδιορισμός του πλαισίου εντός του οποίου θα αναγνωστεί το μετάφρασμα και η επίγνωση τυχόν επιπρόσθετων πληροφοριών (ή και αφαίρεση πληροφοριών) που απαιτούνται για να γίνει κατανοητό το κείμενο αφετηρίας σε μια άλλη γλωσσική κοινότητα, δεν αποτελούν δεξιότητες που κατέχει κανείς εάν είναι απλώς γλωσσομαθής.
Η πορεία εκπαίδευσης: από τη γλωσσομάθεια στη μετάφραση
Προκειμένου να εκπαιδευτεί ένας γλωσσομαθής και να γίνει μεταφραστής, θα πρέπει να αναπτύξει τις ακόλουθες δεξιότητες, οι οποίες δεν κατακτώνται μέσω της έστω και τέλειας εκμάθησης μιας οποιασδήποτε γλώσσας:
Αναγνώριση, μέσω ανάλυσης και ερμηνείας, του επικοινωνιακού σκοπού του πρωτοτύπου συνολικά και των επί μέρους μεταφραστικών ενοτήτων
Αναγνώριση μέσω ανάλυσης, όλων των εν δυνάμει ερμηνειών του πρωτοτύπου συνολικά και των επί μέρους μεταφραστικών ενοτήτων
Ικανότητα επανασύλληψης των νοημάτων του πρωτοτύπου εντός των δεδομένων της γλωσσικής κοινότητας της γλώσσας-στόχου
Ικανότητα διερεύνησης του γλωσσικού συστήματος της γλώσσας-στόχου για να αποδώσει σε επίπεδο ομιλίας όλα τα εν δυνάμει νοήματα, όλες τις εν δυνάμει ερμηνείες του πρωτοτύπου
Ικανότητα χειρισμού της γλώσσας-στόχου με τέτοιον τρόπο, ώστε οι λεξιλογικές, μορφολογικές, συντακτικές και υφολογικές επιλογές να είναι εναρμονισμένες με εκείνες τις συμβάσεις, που διέπουν στη γλώσσα-στόχο το συγκεκριμένο είδος κειμένου
Η περίπτωση της γλωσσικής διαμεσολάβησης
Σύμφωνα με τη Φρ. Μπατσαλιά, σε περιπτώσεις γλωσσικής διαμεσολάβησης, το κείμενο αφετηρίας συνιστά πληροφοριακό υλικό με το οποίο εμμέσως διευρύνεται το πεδίο γνώσεων του γλωσσομαθούς ο οποίος και επιλέγει ποιες από αυτές τις γνώσεις θα εκφέρει στην άλλη γλώσσα με εκείνα τα γλωσσικά μέσα, τα οποία εκτιμά ότι ανταποκρίνονται στην συγκεκριμένη επικοινωνιακή περίσταση, στην οποία μετέχει ως ισότιμο μέρος και την οποία συνδιαμορφώνει.
Κατά τη διαμεσολάβηση, ο μεταφραστής και ο διερμηνέας πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν, να κατανοούν και να παραγάγουν λόγο γραπτό ή προφορικό που να συνάδει με τις συνθήκες παραγωγής του, όπως π.χ. η σχέση που έχουν τα άτομα που επικοινωνούν – αν δηλαδή είναι σχέση τυπική ή σχέση οικειότητας, αν πρόκειται για άτομα διαφορετικής ηλικίας, φύλου, κοινωνικής τάξης ή θέσης, για άτομα που έχουν κοινές ή διαφορετικές γνώσεις και πολιτισμικό υπόβαθρο, κλπ. Επίσης πρέπει να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως το είδος της κοινωνικής δραστηριότητας στην οποία εμπλέκονται οι συνδιαλεγόμενοι καθώς και το συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον επικοινωνίας.
Προκειμένου ο μεταφραστής να μπορέσει να ανταποκριθεί επιτυχώς στις παραμέτρους αυτές, πρέπει να είναι σε θέση αφενός να αναγνωρίζει τα γλωσσικά στοιχεία με τα οποία αυτές εκφράζονται στη γλώσσα-πηγή και αφετέρου να επιλέξει από τη γλώσσα-στόχο εκείνα τα γλωσσικά μέσα, με τα οποία εκφέρονται στην άλλη γλωσσική κοινότητα οι παράμετροι αυτές αντίστοιχα και ισοδύναμα.
Προκειμένου ο μεταφραστής να μπορέσει να ανταποκριθεί επιτυχώς στις παραμέτρους αυτές, πρέπει να είναι σε θέση αφενός να αναγνωρίζει τα γλωσσικά στοιχεία με τα οποία αυτές εκφράζονται στη γλώσσα-πηγή και αφετέρου να επιλέξει από τη γλώσσα-στόχο εκείνα τα γλωσσικά μέσα, με τα οποία εκφέρονται στην άλλη γλωσσική κοινότητα οι παράμετροι αυτές αντίστοιχα και ισοδύναμα.