Η σπουδή της μετάφρασης δεν αποτελεί μια πρώτη ή μια βασική εκπαίδευση, αλλά μια δεύτερη ή συμπληρωματική. Επιπλέον, το να μάθει κανείς να μεταφράζει δεν είναι η απόκτηση μιας γνώσης, αλλά η απόκτηση μιας τεχνογνωσίας και η καλλιέργεια μεταφραστικών δεξιοτήτων. Αυτό προκύπτει από αυτά τα δύο χαρακτηριστικά που απαιτεί η κατάρτιση για να προσεγγιστεί, δηλαδή την προκαταβολική κατοχή ορισμένων γνώσεων και ικανοτήτων, επομένως και συγκεκριμένων δεξιοτήτων.
Για να διεξαχθεί σωστά ένας κύκλος κατάρτισης μεταφραστικών σπουδών, πρέπει να ελεγχθεί εάν ο μεταφραστής πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την είσοδό του στον τομέα.
Η εκπαίδευση μεταφραστών προϋποθέτει άριστη γνώση των γλωσσών εργασίας, καθώς αυτές θα του επιτρέψουν να κατανοεί πλήρως τα προς μετάφραση κείμενα και να βρίσκει στη γλώσσα άφιξης τα κατάλληλα γλωσσικά μέσα για την επανέκφραση του νοήματος.
Για να διευκολυνθεί και να είναι επιτυχής η εκπαίδευση των μεταφραστών, επιβάλλεται ο έλεγχος των γλωσσικών τους δεξιοτήτων.
Ο έλεγχος των γλωσσικών δεξιοτήτων των υποψηφίων πρέπει να είναι τέτοιου επιπέδου, ώστε αφ’ ενός να επιλεγούν οι καλύτεροι, αφ’ ετέρου οι αυτοί που θα επιλεγούν να έχουν τη δυνατότητα, εφόσον εργαστούν συστηματικά, να αποκτήσουν τα απαραίτητα εφόδια για να γίνουν καλοί μεταφραστές.
Η μεταφραστική διαδικασία
Όταν μεταφράζεις, επικοινωνείς!
Η μεταφραστική διαδικασία διαχωρίζεται σχηματικά σε δύο στάδια: την κατανόηση του νοήματος του προς μετάφραση κειμένου και την επανέκφρασή του στη γλώσσα άφιξης. Η επαγγελματική μετάφραση αποσκοπεί στην πιστή μετάδοση του περιεχομένου ενός μηνύματος σε άλλη γλώσσα, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα γλωσσικά μέσα.
Όταν μεταφράζουμε δεν ενεργούμε για να κατανοήσουμε το προς μετάφραση κείμενο, αλλά αποσκοπούμε να καταστίσουμε κατανοητό αυτό που έχουμε ήδη κατανοήσει.
Κατά συνέπεια, η επαγγελματική μετάφραση διακρίνεται από την παιδαγωγική μετάφραση, η οποία αποτελεί εναλλακτική μέθοδο για τη μελέτη της γλώσσας.
Τα προαπαιτούμενα
Γνώση της γλώσσας του κειμένου αφετηρίας
Επειδή η μετάφραση δεν αποτελεί δραστηριότητα που αποσκοπεί στη χρήση αντιστοιχιών μεταξύ γλώσσας αφετηρίας και γλώσσας αφίξεως, δεν είναι εύκολο ούτε σκόπιμο να ορίζουμε τον ακριβή αριθμό λέξεων ή των μορφοσυντακτικών φαινομένων στη ξένη γλώσσα τα οποία ο εκπαιδευόμενος μεταφραστής οφείλει να γνωρίζει προκειμένου να σπουδάσει μετάφραση.
Η επιθυμητή γνώση της ξένης γλώσσας θα μπορούσε να συνίσταται: 1) στη γνώση στη ξένη γλώσσα περίπου 5.000 λέξεων, γνωστών στο ευρύ κοινό, το οποίο ομιλεί αυτή τη γλώσσα, 2) γνώση φραστικών διατυπώσεων, ιδιωματικών και παγιωμένων εκφράσεων και 3) τον γραμματικό χειρισμό των δομών.
Η υποτυπώδης γνώση αποτελεί σοβαρό μειονέκτημα για την εκπαίδευση των μεταφραστών. Εάν ο φοιτητής συναντά όρους, ιδιωματισμούς ή γενικά φράσεις με τις οποίες δεν είναι εξοικειωμένος και αντιμετωπίζει δυσκολία να τις αναγνωρίσει, αυτομάτως καθίσταται σχεδόν απίθανο να κατανοήσει το νόημα του κειμένου που καλείται να μεταφράσει. Η ανεπαρκής γνώση της ξένης γλώσσας δυσκολεύει τον μεταφραστή στην κατανόηση του προς μετάφραση κειμένου, τη στιγμή που ο φυσικός ομιλητής αυτής της γλώσσας δεν αντιμετωπίζει ανάλογο πρόβλημα. Επομένως, κρίνεται απαραίτητη η γνώση της ξένης γλώσσας, έστω στο επίπεδο που να επιτρέπει λόγου χάρη την κατανόηση άρθρων που δημοσιεύονται στον ευρύ τύπο.
Άριστος χειρισμός της γλώσσας αφίξεως
O μεταφραστής οφείλει να γνωρίζει άριστα τη γλώσσα αφίξεως. Αυτός είναι και ο λόγος που συνιστάται η γλώσσα αφίξεως να είναι η μητρική γλώσσα του μεταφραστή.
Ο άριστος χειρισμός της γλώσσας αφίξεως – παίρνουμε την περίπτωση όπου πρόκειται για τη μητρική - είναι σημαντικός από τέσσερις σκοπιές: (1) καθιστά δυνατή την πληρότητα της έκφρασης, (2) επιτρέπει την αποφυγή των παρεμβολών από την ξένη γλώσσα, (3) λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για το μεταφραστή και (4) είναι η βιτρίνα της δεξιοτεχνίας του. Ας επανέλθουμε διαδοχικά στα τέσσερα αυτά σημεία:
Πρώτον, όταν η γλώσσα αφίξεως είναι καλά δουλεμένη προσφέρει τον μέγιστο εξοπλισμό εκφραστικών μέσων, και επιτρέπει στον μεταφραστή να υιοθετήσει το κατάλληλο επίπεδο λόγου της γλώσσας, να δώσει τον επιθυμητό χρωματισμό στον λόγο του ή έναν γενικό τόνο στο κείμενο και να εκφράσει τα απαιτούμενα υπονοούμενα. Εν ολίγοις, να εκφράζεται με άρτιο τρόπο, έτσι ώστε να μεταφέρει πιστά αυτό που θέλει πει και να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των εν δυνάμει αναγνωστών.
Δεύτερον, ένας καλός χειρισμός της μητρικής γλώσσας προστατεύει από τυχόν παρεμβολές από την ξένη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί το προς μετάφραση κείμενο. Όσο πιο στέρεη είναι η γνώση της μητρικής, τόσο αυτή χρησιμεύει ως ασπίδα έναντι κάθε είδους δανείων και μεταφραστικών δανείων/εκτύπων που βλάπτουν την αρτιότητα της έκφρασης και, κατά συνέπεια, την πιστότητα και την τελική ποιότητα της μετάφρασης.
Τρίτον, μια γλώσσα αφίξεως καλά δουλεμένη είναι ένα χρήσιμο σημείο στήριξης. Η ευκολία και η σιγουριά έκφρασης σε αυτή τη γλώσσα εξασφαλίζει τη σαφή διατύπωση των πληροφοριών του κειμένου.
Τέταρτον, η ποιότητα της γλώσσας αφίξεως είναι αυτό που επιτρέπει, τελικά, να κριθεί η ποιότητα της μετάφρασης και, άρα, της ικανότητας του συντάκτη της. Η μετάφραση που παράχθηκε και συντάχθηκε στη γλώσσα αφίξεως είναι αυτό που ολοκληρώνει και αναδεικνύει την μεταφραστική διαδικασία. Εάν η σύνταξη δεν ικανοποιεί τον αναγνώστη, ό,τι προεργασία έχει γίνει ακυρώνεται. Στην πραγματικότητα, ο μεταφραστής δεν έχει άλλο μέσο για να αποδείξει την ικανότητά του και την αξία του από το να προσκομίσει μία πιστή, σαφή και άρτια μετάφραση. Χωρίς τον ενστικτώδη χειρισμό της γλώσσας αφίξεως, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα αναγνώρισής του ως αληθινού επαγγελματία μεταφραστή.
Ικανότητα αφομοίωσης
Ο υποψήφιος μεταφραστής μπορεί μεν να έχει καλή γνώση της γλώσσας πηγής να έχει πλήρη έλεγχο της μητρικής του γλώσσας, να έχει ένα τεράστιο απόθεμα γνώσεων, αλλά να μην μπορεί να επαναφέρει στη μνήμη του τις αρμόζουσες γνώσεις και να τις συσχετίσει κατάλληλα για να πραγματοποιήσει μια μετάφραση. Να μην έχει δηλαδή την ικανότητα αφομοίωσης, η απουσία της οποίας θα αποτελούσε εμπόδιο για την εκμάθηση της μετάφρασης.
Ουσιαστικά, ονομάζουμε ικανότητα αφομοίωσης το παιχνίδι του μυαλού κατά το οποίο επαναφέρουμε στη μνήμη μας την αρμόζουσα, κατά την κρίση μας γνώση για ένα θέμα, ώστε να συγκεντρώσουμε και να συσχετίσουμε τις γλωσσικές και θεματικές μας γνώσεις με τέτοιο τρόπο που να καταστεί εφικτή η κατανόηση του κειμένου.
Χάρη στον μηχανισμό επανενεργοποίησης εντοπίζουμε στο κείμενο αφετηρίας ενδείκτες οι οποίοι μας επιτρέπουν να σκεφτούμε και να κατανοήσουμε μια έκφραση ή ένα χωρίο το οποίο δεν είναι σαφές. Αυτές οι πληροφορίες λειτουργούν ως έναυσμα για τη μακρόχρονη μνήμη, η οποία καλείται να ανακαλέσει στη βραχύχρονη μνήμη μια γνώση που είχαμε αποκτήσει παλιότερα
Ενώ η μνήμη του υπολογιστή επαναφέρει συστηματικά όλες τις πιθανές υποθέσεις και στην συνέχεια αποκλείει την μία μετά την άλλη για να συγκρατήσει μόνο την πιο κατάλληλη, ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει την ικανότητα να βρίσκει αμέσως την αρμόζουσα ερμηνεία. Επίσης, το άτομο πρέπει να έχει την ικανότητα να αναλύει αποτελεσματικά τις πληροφορίες που του δίνονται από το γλωσσικό πλαίσιο και να συνθέτει γρήγορα τα γνωστικά στοιχεία που του δίνονται από τη μνήμη του για την κατανόηση του νοήματος. Αυτό ακριβώς αποτελεί το αντικείμενο της μετάφρασης.
Ο εκπαιδευόμενος μεταφραστής πρέπει λοιπόν, να αποδείξει ότι μπορεί να εντοπίζει, να χρησιμοποιεί και να διασταυρώνει τις πληροφορίες, χρησιμοποιώντας τη λογική του σκέψη. Αυτή η λογική παίζει έναν επιπλέον ρόλο στη διαδικασία της μετάφρασης: αποτρέπει μια ενδεχόμενη ανεπάρκεια στις γλωσσικές γνώσεις και δεξιότητες, καθώς επίσης διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό την πραγματοποίηση της έρευνας τεκμηρίωσης για να καλύψει τυχόν κενά στις θεματικές γνώσεις. Γι’ αυτό η ικανότητα αφομοίωσης είναι το κλειδί στην εκμάθηση της μεθοδολογίας της μετάφρασης.
Durieux, C., & Durieux, F., (1995), Chapitre 1, Apprendre à traduire, pp. 15-24, Paris, La maison du dictionnaire.