Τι ακριβώς είναι η ανάγνωση;
α ν ά γ ν ω σ η σημαίνει να δίνουμε νόημα σε κάτι που είναι γραμμένο - ανάγνωση είναι η αλληλεπίδραση ανάμεσα στον αναγνώστη και το κείμενο.
Διερευνητική προσέγγιση του κειμένου, [έκταση, τυπογραφικά στοιχεία, εικονογράφηση (εάν υπάρχει)]·
(σχηματίζεται μια πρώτη εικόνα γι' αυτό που πρόκειται να διαβάσουν, να κάνουν προβλέψεις σχετικά με το περιεχόμενο).
Αυτό ακριβώς πρέπει να διδάξουμε τα παιδιά να κάνουν.
Πληροφορίες σχετικά με τον τύπο του κειμένου (αν πρόκειται λ.χ. για μια είδηση ή για ένα γράμμα) μπορούν να ενεργοποιήσουν στα παιδιά προηγούμενες σχετικές γνώσεις τους.
_
Η διαδικασία που οδηγεί στην κατανόηση ενός κειμένου είναι η εξής:
1. Διατύπωση υποθέσεων βάσει των ενδείξεων: Ο δάσκαλος ζητά από τα παιδιά να «προβλέψουν» το περιεχόμενο. Με τη βοήθεια του δασκάλου τα παιδιά ενεργοποιούν προηγούμενες γνώσεις τους και ακολουθούν τις ενδείξεις. Ενδείξεις αποτελούν οι εικόνες (τα παιδιά «διαβάζουν» την εικόνα, την ερμηνεύουν και μαντεύουν το περιεχόμενο του κειμένου που τη συνοδεύει, το μέγεθος των λέξεων και του κειμένου, κτλ.)
2. Επαλήθευση των υποθέσεων. Γίνεται η ανάγνωση-αποκωδικοποίηση του κειμένου από το δάσκαλο ή τα παιδιά, φωναχτά ή σιωπηρά.
Στο στάδιο αυτό:
Α) Επαληθεύονται ή επαναδιατυπώνονται οι υποθέσεις.
Β) Εντοπίζονται τα λάθη στην ανάγνωση (κυρίως στις περιπτώσεις που αλλοιώνεται το νόημα) και διορθώνονται με την υποβολή ερωτήσεων, ώστε να παιδιά να βρουν μόνα τους το νοηματικό λάθος.
Γ) Επαναλαμβάνεται η ανάγνωση, ώστε το κείμενο να γίνει κατανοητό.
3. Διεύρυνση της ανάγνωσης: Στο στάδιο αυτό ο δάσκαλος ζητά από τα παιδιά να προχωρήσουν στην ανακεφαλαίωση και το σχολιασμό του κειμένου, να συμπεράνουν πληροφορίες που δεν αναφέρονται ρητά σ' αυτό, να ορίσουν λέξεις ή φράσεις-κλειδιά.
Είναι σημαντικό η επεξεργασία να γίνεται από τα ίδια τα παιδιά και ο δάσκαλος να τα καθοδηγεί με ερωτήσεις.
Η ανάγνωση ως δραστηριότητα απαιτεί το συνδυασμό της σκέψης του αναγνώστη με το ίδιο το κείμενο.
Για να μπορεί να συγκεντρωθεί ο αναγνώστης είναι αναγκαίο η διαδικασία να γίνεται σιωπηρά. Κατά τη μεγαλόφωνη ανάγνωση η σημασία μετατοπίζεται σε δευτερεύουσες πλευρές της ανάγνωσης (απαγγελία, ταχύτητα, λάθη αποκρυπτογράφησης).
Η μεγαλόφωνη ανάγνωση έχει νόημα όταν έχει αποδέκτη, π.χ. η παραστατική ανάγνωση ενός καινούριου κειμένου από το δάσκαλο προς τα παιδιά.
Πάντως η μεγαλόφωνη ανάγνωση σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αναγκαία: Ανακάλυψη και αυτοδιόρθωση ενός λάθους, αξιολόγηση της δεξιότητας του μαθητή στην αποκωδικοποίηση την ταχύτητα και την εκφορά των φωνημάτων (περιστασιακά, όχι καθημερινά για όλους τους μαθητές), παιχνίδι ρόλων.
Ο δάσκαλος λειτουργεί σαν πρότυπο αναγνώστη για τα παιδιά. Αν ο δάσκαλος διαβάζει τονίζοντας τα άρθρα ή αφήνοντας κενά ανάμεσα στις λέξεις, το ίδιο θα κάνουν και τα παιδιά.
Ο τρόπος όμως αυτός δε βοηθά ούτε στην κατανόηση ούτε στην καλύτερη αποκωδικοποίηση. Είναι σημαντικό η μεγαλόφωνη ανάγνωση να γίνεται με φυσικό τρόπο, ώστε να οδηγεί στην ολική κατανόηση του κειμένου.
Η ανάγνωση δεν εξαντλείται στα κείμενα του βιβλίου. Τα παιδιά με οποιαδήποτε τρόπο διαβάζουν ένα κείμενο, κάτι που έχουν γράψει, κάτι που γράφει ο δάσκαλος στον πίνακα, ένα γράμμα που στέλνει ή λαβαίνει η τάξη.