Η αναλυτικοσυνθετική μέθοδος δίνει έμφαση στην αντιστοίχιση φθόγγων και γραμμάτων, μέσα από τη συστηματική άσκηση στην κατάτμηση και επανασύνθεση πρότυπωνλέξεων.
Στο μοντέλο αυτό, η ανάγνωση γίνεται αντιληπτή ως μια διαδικασία που αρχίζει με την αναγνώριση γραμμάτων (και των φθόγγων στους οποίους αντιστοιχούν), συνεχίζει με τιςσυλλαβές, εμπλέκοντας αργότερα υψηλότερα επίπεδα γλωσσικής οργάνωσης με νόημα, όπως οι λέξεις ή οι φράσεις.
Η θεωρία του αναδυόμενου γραμματισμου τονίζει τη σπουδαιότητα των προγενέστερων γνώσεων και εμπειριών που οι αναγνώστες φέρουν κατά την ανάγνωση. Χωρίς ναδιατείνεται ότι η εκμάθηση του γραμματισμου πραγματοποιείται από μόνη της, αφού στην πραγματικότητα απαιτεί ένα πλούσιο σε αναγνωστικά ερεθίσματα περιβάλλον, την περιγράφειωστόσο ως μακρόχρονη πορεία.
Για τη θεωρία της γλώσσας-ως-όλου η γλώσσα είναι αδιαίρετη ενότητα. Ακρόαση, ομιλία, ανάγνωση και γραφή εμφανίζονται και εξελίσσονται παράλληλα - μόνο γιαμεθοδολογικούς λόγους αναφερόμαστε χωριστά σε καθεμία.
Η γραπτή γλώσσα επιπλέον προσεγγίζεται λειτουργικά, πράγμα που έχει ως συνέπεια η πορεία διδασκαλίας να ξεκινά από το ολοκληρωμένο κείμενο, το μόνο που ουσιαστικά έχεινόημα για τα παιδιά, προς τις μικρότερες μονάδες που το απαρτίζουν.
Ένα συνδυαστικό μοντέλο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής, το οποίο συνθέτει στοιχεία της αναλυτικοσυνθετικής μεθόδου με στοιχεία της αναδυόμενης γραφής αλλάκαι της ολικής προσέγγισης της γλώσσας είναι σε θέση να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της καθεμίας από τις παραπάνω προσεγγίσεις.
Σύμφωνα με αυτό, οι αναγνώστες χρησιμοποιούν την εξοικείωση τους με το θέμα-αντικείμενο, την προηγούμενη εμπειρία τους από γραπτό υλικό, τη γνώση τους γύρω από τηνανάγνωση και την προσδοκία νοήματος, προκειμένου να κάνουν προβλέψεις σχετικά με το περιεχόμενο και τις λέξεις.