Ακατάτακτα, γενικώς

Que serais-je sans toiLouis AragonQue serais-je sans toi qui vins à ma rencontreQue serais-je sans toi qu'un coeur au bois dormantQue cette heure arrêtée au cadran de la montreQue serais-je sans toi que ce balbutiement.J'ai tout appris de toi sur les choses humainesEt j'ai vu désormais le monde à ta façonJ'ai tout appris de toi comme on boit aux fontainesComme on lit dans le ciel les étoiles lointainesComme au passant qui chante on reprend sa chansonJ'ai tout appris de toi jusqu'au sens du frisson.Que serais-je sans toi qui vins à ma rencontreQue serais-je sans toi qu'un coeur au bois dormantQue cette heure arrêtée au cadran de la montreQue serais-je sans toi que ce balbutiement.J'ai tout appris de toi pour ce qui me concerneQu'il fait jour à midi, qu'un ciel peut être bleuQue le bonheur n'est pas un quinquet de taverneTu m'as pris par la main dans cet enfer moderneOù l'homme ne sait plus ce que c'est qu'être deuxTu m'as pris par la main comme un amant heureux.Que serais-je sans toi qui vins à ma rencontreQue serais-je sans toi qu'un coeur au bois dormantQue cette heure arrêtée au cadran de la montreQue serais-je sans toi que ce balbutiement.Qui parle de bonheur a souvent les yeux tristesN'est-ce pas un sanglot que la déconvenueUne corde brisée aux doigts du guitaristeEt pourtant je vous dis que le bonheur existeAilleurs que dans le rêve, ailleurs que dans les nues.Terre, terre, voici ses rades inconnues.Que serais-je sans toi qui vins à ma rencontreQue serais-je sans toi qu'un coeur au bois dormantQue cette heure arrêtée au cadran de la montreQue serais-je sans toi que ce balbutiement.*****ΣτέρησηΕίχες πει και ξαναπείΛόγια καθηλωμένα στο άχρονοΕνθύμια αχαρτογράφητα, κομμάτιαΖωής αστόχευτηςΟμορφιάς συνειδητά παράμερηςΣυντήρησαν τ' όνειρο αψεγάδιαστοΦτιασίδωμα στο άτοποΨευδαίσθηση χρονικού βάθουςΠαραλλαγή κι απόκρυψηΦοβική ανειλικρίνειαΜέχρι που το τίποταΤο όρισε το χθες(Λεωνίδας Ζιαγάκης)*****ΧίμαιραΝύχτα και φως δοκώ τον ερχομό του φυγή, αυγή και μέραΤον ίδιο κύκλο όμως κυνικά, ρυθμικά κι απόηχα κλίνω ροής και συνάφειας ασφαλές κατηγόρημαΑτελής και σκωπτικός, άνανδρος μάλλον αναριθμώ το μετά της νέας φυγής ξακρίζω το ατέλευτο θεατόΦως και νύχτα ακίνδυνου, φευ!, αναλογισμού φθοράς σε αχό ισορροπίας.(Λεωνίδας Ζιαγάκης)*****

(4.11.2012)

Μια οφειλόμενη απάντηση στο άρθρο Μανδραβέλη

(αναφέρομαι στο άρθρο της Καθημερινής, εδώ)

«Ανήκω» σε αυτούς που αντιμετώπισαν εξ αρχής με πολύ σκεπτικισμό το νόμο Διαμαντοπούλου, σε πολλές από τις «στρατηγικές» επιλογές του, όσο και σε πάμπολλες «ουδέτερες» διευθετήσεις των ακαδημαϊκών πραγμάτων τις οποίες επεχείρησε.

Μετά από πολλά χρόνια στο ελληνικό πανεπιστημιακό σύστημα, έχοντας περάσει από όλες τις θέσεις και σχεδόν όλες τις βαθμίδες της ακαδημαϊκής πυραμίδας, μπορώ να γνωρίζω πρόσωπα και πράγματα, όπως πολλοί - πάρα πολλοί - συνάδελφοι στα ΑΕΙ.

Ο νόμος Διαμαντοπούλου (ο ν. 4009/2011) άφησε αμήχανο μεγάλο μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας - αυτής που σε πείσμα των καιρών θέλει ακόμη να εργάζεται στις αίθουσες, να συγγράφει εργασίες, να κάνει έρευνα και να καταρτίζει τους αυριανούς ερευνητές και τους επιστήμονες που θα γίνουν οι στυλοβάτες της κοινωνίας. Και που καμία απολύτως σχέση δεν έχει με τα κομματικά βιλαέτια, τους μπαχαλάκηδες και τους μεταπράτες-μεταπωλητές «ιδεολογίας» και αριστερόλογης κενότητας. Εκεί όμως που πραγματικά σηκώσαμε τα χέρια ψηλά ήταν όταν αντιληφθήκαμε (ομολογουμένως, με καθυστέρηση) το μέγεθος της βλακώδους προπαγάνδας για την «προώθηση» των «μεταρρυθμίσεων». Αίφνης, όλα τα κακά της κοινωνίας και της μοίρας μας έπρεπε να τα επωμιστούν οι Έλληνες πανεπιστημιακοί, οι λειτουργούντες ως «συντεχνία» και οι συγκρινόμενοι με τους ταξιτζήδες και τους νταλικιέρηδες «συνδικαλιστές».

Δεν μας έφταναν τα -μεγάλα και υπαρκτά- προβλήματα του ελληνικού πανεπιστημίου, τα οποία τα ίδια τα κόμματα και το πελατειακό μεταπολιτευτικό τους σύστημα είχαν επισωρεύσει στα ΑΕΙ, έπρεπε (και δυστυχώς πρέπει, ακόμη) να αποδεικνύουμε (αλήθεια, πώς να το κάνεις αυτό;) στον κάθε τυχάρπαστο «αναλυτή» του πεζοδρομίου και της τελευταίας φυλλάδας, όχι μόνον ότι δεν είμαστε ελέφαντες, αλλά και ότι δεν διατελέσαμε σύντροφοι και ομοϊδεάτες του Παπαχρόνη, του Ματέι και του Γιωτόπουλου μαζί.

Το μεγάλο «γιατί;» απαντήθηκε πολύ σύντομα: οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» βίωσαν και βιώνουν στο πετσί τους τις «επαναστάσεις» που, κατά νομοτελειακή αντίδραση, προκάλεσε αυτό το τσουβάλιασμα. Συγκρίνετε (με τα καταφανώς λίγα εμπειρικά-γνωσικά δεδομένα σας και τα δυστυχώς επιφανειακά αναλυτικά εργαλεία σας) κ. Μανδραβέλη πού βρισκόταν το ελληνικό πανεπιστήμιο, π.χ. το 2008 και πού βρίσκεται σήμερα. Καταγγέλλετε, και άριστα πράττετε, τη βία και τις καθεστηκυίες αναχρονιστικές αντιλήψεις στα ΑΕΙ. Δείτε γύρω σας, μετρήστε τη διόγκωσή τους την τελευταία τετραετία και αξιολογήστε τι τις προκάλεσε. Οι γενικεύσεις σας, το «τσουβάλιασμα» δικαίων και αδίκων εξέθρεψε και εκτρέφει τη βία και συμπιέζει ό,τι παραγωγικό υπάρχει στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Στον προπηλακισμό και την απαξία των «αριστερών», δεν αντιτάχθηκε ο νόμος και ο ορθολογισμός (κάτι που εξ αρχής εκλιπαρούσε σύσσωμη η ακαδημαϊκή κοινότητα), αλλά ο λαϊκισμός, η μηντιακή προπαγάνδα και η ενδοσυστημική θεσμική εκμηδένιση του Πανεπιστημίου.

Κ. Μανδραβέλη και λοιποί «ακαδημαϊκολογούντες» δημοσιογράφοι,

Προπηλακίσατε τον κ. Μπαμπινιώτη και τις αυτονόητες αλλαγές τις οποίες προώθησε για να υπερβεί το θεσμικό «κενό αέρος» του ν. 4009/11. Προπηλακίσατε τον ορθολογισμό του νόμου Αρβανιτόπουλου, βαφτίζοντάς τον «αντιμεταρρύθμιση». Στο δρόμο, επαναπροσδιορίσατε πολλές φορές τους ρόλους των συντελεστών και των προσώπων του ακαδημαϊκού συστήματος (πάντοτε όμως μανιχαϊστικά), αλλά δεν τροποποιήσατε τα μέσα της απλουστευτικής (όσο και ασύγγνωστης) γενίκευσης και της διαρκούς τροφοδότησης του κοινωνικού αυτοματισμού. Είναι οδυνηρό και κοινωνικά εγκληματικό, σχεδόν με κάθε αφορμή, να συγκρίνετε τους Έλληνες ακαδημαϊκούς με τους ταξιτζήδες. Αν μη τι άλλο, η ισοπέδωση αυτή αντιβαίνει την έννοια της κοινωνικής πυραμίδας ως πρόταγμα της εθνικής ανάπτυξης, την οποία (υποτίθεται) ότι πρεσβεύετε και υπηρετείτε!

Σήμερα, τι μας λέτε; Ότι η ακαδημαϊκή κοινότητα στήριξε, σχεδόν σύσσωμη, την ηλεκτρονική ψηφοφορία για τα συμβούλια διοίκησης; Μα δεν ήταν αυτό, η αλλαγή του μη εφαρμοστού στο σημείο αυτό νόμου Διαμαντοπούλου, που πριν 2-3 μήνες ονομάζατε «αντιμεταρρύθμιση»; Κι αφού την «αντιμεταρρύθμιση» τη μεταλλάσσετε σήμερα σιωπηρώς σε «μεταρρύθμιση», επενδύοντας στη συλλογική αμνησία των αναγνωστών σας, αναδιατυπώνετε τη μανιχαϊστική - αλλά απολύτως επικίνδυνη - λογική των «κακών» πρυτανικών αρχών που «αντιδρούν στην πρόοδο». Έλεος! Δεν αντιλαμβάνεστε ότι αυτή ακριβώς η προσέγγιση θεριεύει το τέρας της ανομίας μέσα στα πανεπιστήμια, καθώς απονευρώνει τις φυσικές ηγεσίες τους; Ο ν. 4076/2012 επιχειρεί (και ορθά) τη συνύπαρξη του ακαδημαϊκού (που εκφράζεται από τις φυσικά εκλεγμένες και αυτοδιοικούμενες πανεπιστημιακές αρχές) με το κοινωνικό (που επιχειρεί να εκφραστεί μέσα από το νέο μόρφωμα των συμβουλίων διοίκησης).

Εσείς, τι ακριβώς επιχειρείτε απαξιώνοντας συλλήβδην και προπαγανδιστικά τον πρώτο πυλώνα; Ή δεν «βλέπετε» ότι, εάν το νέο «σύστημα» -που ήδη κρέμεται σε μια κλωστή- καταρρεύσει, το ελληνικό πανεπιστήμιο πολύ απλά θα πεθάνει; Και πόσο μακρυά είναι, αλήθεια, αυτή η προσέγγιση από τη στοχευμένη απαξίωση και την καταστροφή του ελληνικού πανεπιστημίου στην οποία οδεύουν με τις πρακτικές και τις μεθόδους τους οι τραμπούκοι και οι «νεο-αριστεροί» των βιλαετίων και της διπροσωπίας που λυμαίνονται τα ΑΕΙ; Με μια κουβέντα, γιατί «τσουβαλιάζετε» τους μπαχαλάκηδες με τους Έλληνες Πανεπιστημιακούς;

Είναι, τέλος, λάθος η ερμηνεία την οποία επιχειρείτε μέσω της καταγραφής των ποσοστών συμμετοχής στις (ηλεκτρονικές, πλέον) ψηφοφορίες. Όντας μεταξύ αυτών που και ψήφισαν για το θεσμό του συμβουλίου διοίκησης (σε ένα μικρό περιφερειακό ΑΕΙ), και στήριξαν εμπράκτως την ανάγκη το πανεπιστήμιο να «γυρίσει σελίδα», επιτρέψτε μου να σας επισημάνω ότι το ποσοστό συμμετοχής δεν σημαίνει «αποδοχή» (και δη, άνευ ετέρου) των προνοιών του νέου θεσμικού καθεστώτος. Έχει πολλά κενά, και δημιουργεί ήδη πολλά προβλήματα το νέο αυτό καθεστώς, σε πολλά επίπεδα της λειτουργίας των ΑΕΙ, τα οποία δεν έχουν την «τύχη» της δημοσιότητας. Επίσης, σχεδόν κανείς μέσα στα πανεπιστήμια δεν θεωρεί ότι τα συμβούλια διοίκησης θα βελτιώσουν, κατά τρόπο ουσιωδώς αντιληπτό, τη λειτουργία των ιδρυμάτων. Αλλού είναι τα προβλήματα, τα μεγάλα και τα σοβαρά, όχι στη θεσμική δομή της διοίκησης. Και τα προβλήματα αυτά δεν μπορούν, και δεν μπόρεσαν ποτέ στο παρελθόν, να αντιμετωπιστούν με γενικεύσεις και κοινωνικούς αυτοματισμούς. Απαιτούσαν και απαιτούν σεβασμό στους θεσμούς και εφαρμογή των νόμων. Και ο πρώτος (ίσως δε, ο μόνος) που πταίει στο ελλειμματικό αυτό πεδίο είναι η πολιτεία, όχι τα ΑΕΙ. Με μια κουβέντα: η υψηλή συμμετοχή στις εκλογές αποτελεί τη συλλογική έκφραση της πανεπιστημιακής κοινότητας να σταθούμε όρθιοι μέσα σε αυτό το νοσηρό κλίμα, και να κάνουμε απερίσπαστοι τη δουλειά μας, διορθώνοντας όπου είναι δυνατόν τα κακώς κείμενα. Τίποτα περισσότερο, και τίποτα λιγότερο. Ούτε πολέμους μεταξύ «μεταρρυθμιστών» και «αντιμεταρρυθμιστών» σηματοδοτεί, ούτε κατίσχυση των μεν έναντι των δε ή αντιστρόφως.

Σταματήστε λοιπόν τις -γκαιμπελικού τύπου- γενικεύσεις και, αν είναι να βοηθήσετε κάπου, βοηθήστε στο να γίνεται σεβαστή η νομιμότητα από όλους στα ΑΕΙ, χωρίς εξαιρέσεις και υποσημειώσεις, όπως και στο να προστατευθούν η ακαδημαϊκή κοινότητα και οι ακαδημαϊκές λειτουργίες από την ευτελή «αριστερόλογη» σπέκουλα, που περιβάλλεται τις πιο ακραίες, τις πιο φασιστικές πρακτικές για να συντηρήσει τα «κεκτημένα», τα «θέσμια» της νομενκλατούρας της. Στο αφαιρετικό επίπεδο αυτό, προφανώς συμφωνούμε.

Έλληνας πανεπιστημιακός, μεταξύ αυτών που βιώνουν στο πετσί τους, την ανομία, τη βία και τις απειλές των «ορθοδόξων επαναστατών» των ΑΕΙ.

Γιάννης Σαριδάκης, 4 Νοεμβρίου 2012

*****

Μαλαματένια λόγια

(Μάνος Ελευθερίου)

Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι

τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχτές

τ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι

σου μάθαινε το αύριο και το χτες

μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη

με του καιρού δεμένος τις κλωστές

Τ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία

που στράγγιξες χαμένα μια γενιά

καλύτερα να σ έλεγαν Μαρία

και να 'σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά

κι όχι να ζεις μ αυτή την κομπανία

και να μην ξέρεις τ άστρο του φονιά

Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι

απ του καιρού την άγρια πληρωμή

στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι

τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή

και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει

και το μαράζι δίχως αφορμή

Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι

τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά

κι απ το παλιό μαρτύριο να 'χει μείνει

ένα σκυλί τη νύχτα που διψά

γυναίκες στη γωνιά μ ασετιλίνη

παραμιλούν στην ακροθαλασσιά

Και στ ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια

θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή

πώς έγινε με τούτο τον αιώνα

και γύρισε καπάκι η ζωή

πώς το 'φεραν η μοίρα και τα χρόνια

να μην ακούσεις έναν ποιητή

Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι

ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά

ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη

και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά

μαλαματένια λόγια στο χορτάρι

ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά

Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες

και ξημερώνοντας μέρα κακή

τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες

με πήραν και με βάλαν σε κλουβί

και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες

παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί

Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια

κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής

περνούσα τα δικά σου δικαστήρια

αφού στον άδη μέσα θα με βρεις

να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια

και σαν κακούργο να με τιμωρείς.

*****

Πνευματικό Εμβατήριο

(Άγγελος Σικελιανός, 1945)

Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι

(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)

στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,

μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν

όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα

τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου

όπου χρόνια,

για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του

και τους κρεμνούσε ως άρματα

στης Έφεσος το Ναό·

γιγάντιες σκέψες

σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα

σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα

άναβαν στο νου μου,

τι όλη μου καίγονταν μονομιά η ζωή

στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!

Γι’ αυτό δεν είπα:

Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου.

Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,

και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,

καταβολάδα του Εμπυραίου,

με την δάδα τούτην,

ορθός πορεύοντας ως με την ύστερη ώρα,

όλες να φέξουν τέλος, τις γωνιές της Οικουμένης

ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα!

Είπα κι εβάδισα

κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι

στο Καύκασό Σου

και το κάθε πάτημά μου

ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο

τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου

τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου

γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμμα

καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.

Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,

καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου

της Λευτεριά Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου

βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,

καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης

όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!

Κ’ είπα:

Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι θεοί Σου

οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,

γιατί τους θάψαμε βαθιά-βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι.

Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο,

μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε από πάνω.

Κι ακόμη ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα

του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,

μέρες και νύχτες, τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους

όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!

Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!

Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,

να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει

ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει

τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!

Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,

και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:

«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,

ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!

Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,

κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!

Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,

σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,

σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.

Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!

Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του

ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»

"Ομπρός, οι δημιουργοί... Την αχθοφόρα ορμή Σας

στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!

Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!

Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα

τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!

Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση

δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει

τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του

στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου

και το μακρά και το σιμά για με πια είν' ένα!

Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι

βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!

Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει

στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.

Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!

Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας

να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου

πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!

Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,

τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.

Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,

και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.

Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,

σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,

σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»

Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι

(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)

στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα,

αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ’ταν

όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα

τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια

για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του

και τους κρεμνούσε ως άρματα

στης Έφεσος το ναό, ως σας έκραζα, συντρόφοι!

*****

(4 Απριλίου 2012)

Προς τους συναδέλφους, που σπεύδουν να συνταχθούν με τις «θέσεις» της κ. Διαμαντοπούλου, και να «καταδικάσουν» την πρόσφατη προσέγγιση του Υπουργείου Παιδείας, που κατά τη γνώμη μου είναι και εύλογη, και παραγωγική και αναμφισβήτητα αναγκαία.

Συνάδελφοι,

συμφωνώ μαζί σας ότι ο νέος νόμος για τα ΑΕΙ (4009/2011) είναι σε πολλά σημεία του αναγκαίος και ριζοσπαστικός. Όπως συμφωνεί, θαρρώ, και η συντριπτική πλειονότητα των πανεπιστημιακών. Διαφωνώ με πολλές από τις διατάξεις του περί διοίκησης, όχι τόσο ιδεολογικά ή ιδεοληπτικά, αλλά πρωτίστως ουσιαστικά: η μία και μοναδική δομή διοίκησης, σε όλο το πανεπιστημιακό σύστημα, χωρίς λογοδοσία και χωρίς κανένα απολύτως θεσμικό αντίβαρο, θα είναι καταστροφική για τα πανεπιστήμια. Δομές αυτού του τύπου αποτελούν έκτυπα απολυταρχικά και δεν θα έπρεπε να έχουν καμία θέση στον ακαδημαϊκό κόσμο. Ναι, να υπάρχει «κοινωνική λογοδοσία» (με ό,τι κι αν συμφωνήσουμε να σημαίνει αυτό τελικά). Ναι, να κρίνονται όλοι και όλα, και να κυριαρχήσει η διαφάνεια. Ναι, να σταματήσουμε την παρερμηνεία του ακαδημαϊκού ασύλου σε ασυλία της ανομίας και της διαφθοράς.

Πώς θα δεχθούμε, όμως, τα γνωστικά αντικείμενα, τα εκλεκτορικά σώματα και το περιεχόμενο των σπουδών να αποφασίζονται, εν τέλει, από «πολιτικές προσωπικότητες» των «τοπικών κοινωνιών»; Ή μήπως δεν το βλέπουμε αυτό, μέσα στην κάθετη δομή της πανεπιστημιακής διοίκησης που αποφάσισαν οι έλληνες βουλευτές πέρσι το κατακαλόκαιρο; Σε ποια άλλη πανεπιστημιακή δομή στον κόσμο, είναι η Σχολή η ελάχιστη ακαδημαϊκή μονάδα; Η κουβέντα είναι μακρά και αναμφίβολα υπάρχει αντίλογος. Οι συνθέσεις, εν τέλει, δεν είναι δυνατόν να επιδιώκονται μηντιακά. Τουλάχιστον όχι από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας! Ας δεχθούμε όλοι τα μέσα της Δημοκρατίας μας (ό,τι έχει τουλάχιστον μείνει όρθιο απ' αυτήν) κι ας σεβαστούμε τους θεσμούς της. Που δεν είναι μόνον η νομοθετική, αλλά και η δικαστική και η εκτελεστική εξουσία. Να τους ελέγξουμε τους θεσμούς, αλλά να τους επιτρέψουμε να κάνουν τη δουλειά τους!

Τέλος, στις δημοκρατίες είθισται οι ευθύνες να μπορούν να καταλογίζονται εκεί όπου υπάρχουν, ενώ υπάρχουν ή θα πρέπει να υπάρχουν τα αντίβαρα αυτά ώστε η ευθύνη να μην μετατρέπεται ποτέ σε κοινωνική ή συλλογική. Εν προκειμένω: εάν «ευθύνονται» κάποιοι για τη μη διεξαγωγή εκλογών στα Πανεπιστήμια, ας τιμωρηθούν αυτοί, εάν βεβαίως προβλέπεται τέτοια τιμωρία! Αν δεν προβλέπεται, ο νομοθέτης έχει σφάλει και θα πρέπει να διορθώσει τώρα το σφάλμα του. Nullum crimen, nulla poena sine lege. Δεν υπάρχει ποινή και δεν υπάρχει τιμωρία χωρίς νόμο που να το προβλέπει. Αναρωτηθήκατε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της συλλογικής και συλλήβδην «τιμωρίας» των πανεπιστημίων μέσω της μη χρηματοδότησής τους; Μιας «μη χρηματοδότησης», που δεν προβλέπεται από το νόμο και είναι πέρα για πέρα αντισυνταγματική; Και που κάποιοι έσπευσαν, υστερόγραφα, να την προσδιορίσουν ως τιμωρία των «απείθαρχων» Πανεπιστημίων και των «συντεχνιακών» πανεπιστημιακών;

Ποιο θα είναι το κοινωνικό αποτέλεσμα, ποιο θα είναι το επιστημονικό και το ερευνητικό αποτέλεσμα, ποιο θα είναι - για όσους ενδιαφέρονται- ακόμη κι αυτό το πολιτικό αποτέλεσμα; Σκεφθήκατε αγαπητοί συν-κονδυλοφόροι συνάδελφοι, πόσο ανίσχυρη θα είναι, πολιτικά και κοινωνικά, η ίδια η Πολιτεία να επιβάλει τους νόμους της και να υπηρετήσει το Σύνταγμά της, όταν θα έχει επέλθει η πλήρης ανομία; Έχετε αναλογιστεί ότι η αδιαλλαξία και ο «τσαμπουκάς» των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών (του αγραμμάτου κι εν πολλοίς διεφθαρμένου «πολιτικού συστήματος» της χώρας) το μόνο που πετυχαίνει είναι να συνθλίβει ό,τι παραγωγικό και υγιές υπάρχει στα Πανεπιστήμια και την κοινωνία, αναδεικνύοντας την -ψευδεπίγραφα «αριστερή»- κουλτούρα του μηδενισμού και της «επαναστατικής» ανομίας και αναπαράγοντας το μοντέλο των «δημοκρατικών πλειοψηφιών» σε όλο το φάσμα της κοινωνίας; Ή μήπως ούτε αυτό το βλέπετε να γίνεται στα Πανεπιστήμιά μας;

Αν ζητούμενο είναι η ανάπτυξη, και οι μάχες «εμπροσθοφυλακής», ας συνταχθούμε στο στόχο κι ας δουλέψουμε όλοι γι' αυτόν. Βλέποντας την πραγματικότητα καθαρά και αντικειμενικά. Η στάση του Υπουργού Παιδείας είναι σε αυτή τη γραμμή σκέψης...

Και ασφαλώς, μια υπεύθυνη και ώριμη προσέγγιση των πραγμάτων δεν μπορεί να συντάσσεται με τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Ούτε του κοινοβουλευτικού, ούτε του «επαναστατικού» τύπου.

*****

«Τα σημεία και τα κείμενα παράγονται πάντοτε στο πλαίσιο κοινωνικών διαδράσεων, ενώ πίσω από τα σημεία βρίσκονται κίνητρα και όχι αυθαίρετες σχέσεις μεταξύ νοήματος και μορφής. Η βάσει κινήτρου σχέση αυτή εδράζεται [...] στο ενδιαφέρον των θεμελιωτών των σημείων [...] Τα σημαίνοντα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των σημείων δομούνται στο πλαίσιο της κοινωνικής διάδρασης και εντάσσονται στους σημειολογικούς πόρους ενός πολιτισμού. Η σχέση μορφής [σημαίνοντος] και περιεχομένου [σημαινομένου] είναι σχέση καταλληλότητας [...] στην οποία η μορφή του σημαίνοντος αντιστοιχίζεται ευθέως στην έκφραση του νοήματος που πρέπει να πραγματωθεί. Καταλληλότητα σημαίνει ότι η μορφή έχει τα αναγκαία χαρακτηριστικά για να γίνει φορέας του περιεχομένου» (G. Kress, 2010, Multimodality. A Social Semiotic Approach to Contemporary Communication, Abingdon, Routledge, 54-55, μετάφρασή μου, Dictio 4 (2009-2011), 451).

*****

Das Fundament der irreligiösen Kritik ist: Der Mensch macht die Religion, die Religion macht nicht den Menschen. Und zwar ist die Religion das Selbstbewußtsein und das Selbstgefühl des Menschen, der sich selbst entweder noch nicht erworben oder schon wieder verloren hat. Aber der Mensch, das ist kein abstraktes, außer der Welt hockendes Wesen. Der Mensch, das ist die Welt des Menschen, Staat, Sozietät. Dieser Staat, diese Sozietät produzieren die Religion, ein verkehrtes Weltbewußtsein, weil sie eine verkehrte Welt sind. Die Religion ist die allgemeine Theorie dieser Welt, ihr enzyklopädisches Kompendium, ihre Logik in populärer Form, ihr spiritualistischer Point-d'honneur |Ehrenpunkt|, ihr Enthusiasmus, ihre moralische Sanktion, ihre feierliche Ergänzung, ihr allgemeiner Trost- und Rechtfertigungsgrund. Sie ist die phantastische Verwirklichung des menschlichen Wesens, weil das menschliche Wesen keine wahre Wirklichkeit besitzt. Der Kampf gegen die Religion ist also mittelbar der Kampf gegen jene Welt, deren geistiges Aroma die Religion ist.

Das religiöse Elend ist in einem der Ausdruck des wirklichen Elendes und in einem die Protestation gegen das wirkliche Elend. Die Religion ist der Seufzer der bedrängten Kreatur, das Gemüt einer herzlosen Welt, wie sie der Geist geistloser Zustände ist. Sie ist das Opium des Volkes.

Karl Marx, 1843-44, Zur Kritik der Hegelschen Rechtsphilosophie. Einleitung

σε μετάφραση του Μπ. Λυκούδη (Karl Marx, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας, του Κράτους και του Δικαίου, Αθήνα: Παπαζήσης, 1978, 2):

Η βάση της αντιθρησκευτικής κριτικής είναι: ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο. Βέβαια, η θρησκεία είναι η αυτοσυνείδηση κι η αυτοσυναίσθηση του ανθρώπου, που ακόμη δεν έχει βρει τον εαυτό του, ή που τον έχει ξαναχάσει. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μια αφηρημένη ουσία κουρνιασμένη κάπου έξω από τον κόσμο. Ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το Κράτος, η κοινωνία. Το Κράτος αυτό, η κοινωνία αυτή, παράγουν τη θρησκεία, μια αντεστραμμένη συνείδηση του κόσμου, γιατί αυτά τα ίδια είναι ένας κόσμος αντεστραμμένος. Η θρησκεία είναι η καθολική θεωρία του κόσμου ετούτου, η εγκυκλοπαιδική του συνόψιση, η εκλαϊκευμένη λογική του, το σπιριτουαλιστικό του point d'honneur, ο ενθουσιασμός του, η ηθική του κύρωση, το μεγαλόπρεπο συμπλήρωμά του, το καθολικό θεμέλιο της παραμυθίας του και της δικαίωσής του. Είναι η φαντασμαγορική πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας, γιατί η ανθρώπινη ουσία δεν έχει πραγματωθεί αληθινά. Πάλη λοιπόν ενάντια στη θρησκεία σημαίνει πάλη ενάντια στον κόσμο, που πνευματικό του άρωμα είναι η θρησκεία.

Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ' όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού.

*****

Τί εὐτυχία νά 'σαι καλά, νά 'χεις ἥσυχη κι ἀγαθή τὴν ψυχή σου καὶ νά 'χεις ἕνα σκοπὸ ποὺ ἡ πραγμάτωσή του νὰ κρέμεται μονάχα ἀπὸ σένα, καὶ κάθε μέρα νὰ κάνεις ἕνα βῆμα ὀμπρὸς καὶ ν' ἀνηφορίζεις! 65 τώρα χρόνια πάω κι ἔρχουμαι καὶ σεργιανίζω στὸ σκοτεινό αὐτὸ μπουντρούμι μὲ τὰ δυὸ παραθυράκια ποὺ τὸ λένε ἄνθρωπος καὶ κοιτάζω ἀπὸ τὰ παραθυράκια ποὺ τὸ λένε ἄνθρωπος καὶ κοιτάζω ἀπό τὰ παραθυράκια τὸν κόσμο καὶ δὲν τὸν ἀποχορταίνω. Δὲν ξέρω πόσο καιρὸ θὰ βαστάξει αὐτὴ ἡ εὐτυχία κι ἡ δύναμη κι ἡ γονιμότητα, μὰ κάνω σὰ νά 'ταν νὰ βαστάξει αἰώνια- γιατὶ ξέρω τὶ θὰ πεῖ αἰωνιότητα. Εἶναι ποιότητα, δὲν εἶναι ποσότητα - αὐτό 'ναι τὸ μεγάλο, πολὺ ἁπλὸ μυστικό.

Ν. Καζαντζάκης, Γράμμα στον Π. Πρεβελάκη Νέα Ἑστία, ΛΓ-1959, τ. 66, σ. 5.

*****

Πολεμῶ νὰ θυμοῦμαι τὰ ὄνειρα, γιατὶ αὐτὰ πάντα στάθηκαν μεγάλη βοήθεια στὴν ξύπνια ζωὴ μου.

Θυμοῦμαι, ἀπόψε [3 Ιανουαρίου 1924] εἶδα σωροὺς τεράστια μανταρίνια σ' ἕνα ἁψηλὸ χωριὸ τῆς Κρήτης ὅπου γεννήθηκε ἡ μητέρα μου. Σὰ νά 'τανε σωριασμένα στὸ σπίτι τοῦ παπποῦ μου - τὰ ζήλευα κ' ἔλεγα: «Ἄχ! τόσους θαυμαστοὺς καρποὺς νά 'χει τὸ σπίτι μας, κ' ἐγὼ νὰ στεροῦμαι!»

Κι ἔπειτα, πλῆθος ἄλλα - σὰ θάλασσα πηχτή, σκοτεινή - ὄνειρα. Ὅμως, τὰ ξημερώματα, ἕνα ὄνειρο ἔμεινε κ' ἔφρανε τὸ σπλάχνο μου:

Μπροστὰ μου, μιὰ θάλασσα σκοτεινὴ ἔβραζε, ὁ οὐρανὸς εἰταν χαμηλὸς καὶ κατάμαυρος, κ' ἐγὼ ἀπὸ τὸ γυρογιάλι κοίταζα μακριὰ ν' ἀρμενίζει χορεύοντας μιὰ βάρκα μὲ τριγωνικὸ πανί, ποὺ ἔλαμπε σὰν αὐτόφωτο κ' εἴταν γεμάτο ἄνεμο πρίμο. Κι ὥς τὴν εἶδα, φώναξα ἀπομέσα μου μὲ δέος: «Ἡ καρδιὰ μου!»

Τὸ πρωί, ἀλλόκοτη χαρὰ καὶ πίστη γιόμωσαν τὰ φρένα μου. Τὸ νιώθω, τὸ φωτεινὸ τοῦτο πανὶ ποὺ ἀρμενίζει στὴ σκοτεινὴ θάλασσα, θὰ τὸ βλέπω πια συχνὰ στὸ νοῦ μου καὶ θὰ μὲ γκαρδιώνει.

Ν. Καζαντζάκης, Γράμμα στον Π. Πρεβελάκη Νέα Ἑστία, ΛΓ-1959, τ. 66, σ. 31.

*****

Nous avons attendu très longtemps, près de trois quarts d'heure, je crois. Au bout de ce temps, une sonnerie a retenti. Mon avocat m'a quitté en disant: «Le président du jury va lire les réponses. On ne vous fera entrer que pour l'énoncé du jugement.» Des portes ont claqué. Des gens couraient dans des escaliers dont je ne savais pas s'ils étaient proches ou éloignés. Puis j'ai entendu une voix sourde lire quelque chose dans la salle. Quand la sonnerie a encore retenti, que la porte du box s'est ouverte, c'est le silence de la salle qui est monté vers moi, le silence, et cette singulière sensation que j'ai eue lorsque j'ai constaté que le jeune journaliste avait détourné ses yeux. Je n'ai pas regardé du côté de Marie. Je n'en ai pas eu le temps parce que le président m'a dit dans une forme bizarre que j'aurais la tête tranchée sur une place publique au nom du peuple français. Il m'a semblé alors reconnaître le sentiment que je lisais sur tous les visages. Je crois bien que c'était de la considération. Les gendarmes étaient très doux avec moi. L'avocat a posé sa main sur mon poignet. Je ne pensais plus à rien. Mais le président m'a demandé si je n'avais rien à ajouter. J'ai réfléchi. J'ai dit: «Non.» C'est alors qu'on m'a emmené.

Albert Camus, L'étranger, Gallimard, 1957, 163-164.

*****

Έχουμε σχεδόν φτάσει στο θεμελιώδες ερώτημα: τι είναι ακόμη ικανός να εισφέρει στον αυριανό κόσμο ο ευρωπαϊκός πολιτισμός;

Χρειάζεται άραγε να πούμε ότι αυτό μοιάζει να είναι το έσχατο μέλημα των δημιουργών της Ευρώπης; Και οι φρόνιμες συζητήσεις τους για τα τελωνεία, για τα επίπεδα των τιμών και την παραγωγή, και οι πιο γενναιόδωρες αμοιβαίες παραχωρήσεις τους είναι πάντοτε αποτέλεσμα ψυχρών υπολογισμών. Δεν φαίνεται ποτέ ν' απομακρύνονται από το αμιγώς τεχνοκρατικό επίπεδο, το άκρως τεχνοκρατικό επίπεδο των εμπειρογνωμόνων, που είναι άριστοι θεωρητικοί των προγνώσεων της κατευθυνόμενης οικονομίας και του planning. Που κανείς βέβαια δεν διανοείται να αρνηθεί τη χρησιμότητά τους.

Αλλά θα πρέπει να μην τους γνωρίζουμε καλά, τους ανθρώπους, για να τους δίνουμε ως μοναδική τροφή αυτές τις φρόνιμες μαθηματικές πράξεις, που τόσο ωχριούν εμπρός στους ενθουσιασμούς, στις όχι και τόσο απερίσκεπτες παραφροσύνες που ξεσήκωσαν την Ευρώπη στα πιο παλιά χρόνια και στα πιο πρόσφατα. Μπορεί ποτέ μια συλλογική ευρωπαϊκή συνείδηση να οικοδομηθεί μόνο πάνω σε αριθμούς; Δεν είναι, αντίθετα, πιο πιθανό ότι θα τους υπερκεράσει, τους αριθμούς, η Ευρώπη, και θα τους ξεφύγει με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο;

Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι η Ευρώπη ως πολιτισμικό ιδεώδες κατέχει την τελευταία θέση ανάμεσα στους στόχους των διαφόρων προγραμμάτων που εκπονούνται. Κανείς δεν ασχολείται ούτε με μυστικισμό, ούτε με ιδεολογία, ούτε με τα δήθεν ήρεμα τώρα πια νερά της Επανάστασης ή του σοσιαλισμού, ούτε με τα ταραγμένα νερά των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Και όμως, είναι αδύνατον να οικοδομηθεί η Ευρώπη, αν δεν στηριχθεί στις αρχέγονες δυνάμεις που τη δημιούργησαν, και που δουλεύουν ακόμη στα κατάβαθά της. Με άλλα λόγια, αν δεν ληφθούν υπόψη όλοι οι ζωντανοί ουμανισμοί της.

Δεν έχει άλλη επιλογή: είτε σ' αυτούς θα στηριχθεί, είτε, μοιραία, κάποια στιγμή, θα την ανατρέψουν και θα της επιβληθούν. Η Ευρώπη των λαών: να ένα πρόγραμμα που θα άξιζε πραγματικά τον κόπο! Αλλά που παραμένει ακόμη ευσεβής πόθος (1966)

Ferdinand Braudel (1993 [2002]), Γραμματική των Πολιτισμών, μτφση Α. Αλεξάκης, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 563.