Ανέκδοτες σελίδες, «Η Κρήτη»

Νίκος Καζαντζάκης, 1945
(δημοσιεύεται στη Νέα Εστία, τ. 779 [1959])

Σοβαρό είναι το πρόσωπο της Κρήτης, πολυβασανισμένο. Μαδάρες γυμνές, τραχειές, αγέλαστες. Κοιτάζεις από το αεροπλάνο την Κρήτη ν' απλώνεται στη θάλασσα και νοιώθεις πως αληθινά το νησί τούτο είναι γιοφύρι ανάμεσα στις τρεις ηπείρους. Σημαδεμένο κι απ' τις τρεις τούτες μεγάλες Μοίρες. Για πρώτη φορά στην Ευρώπη πήδηξε κι έχτισε φωλιά στην Κρήτη το πεινασμένο αρπαχτικό πουλί που το λέμε Πνεύμα. Άπλωσε τις φτερούγες του στο Κρητικό χώμα και γέννησε τον μυστηριώδη, βουβό ακόμα, όλο ζωή, χάρη, κίνηση και λαμπρότητα, Κρητικό πολιτισμό.

Η Κρήτη έχει αληθινά κάτι το πανάρχαιο, το άγιο, το πικραμένο και περήφανο, πού έχουν οι χαροκαμένες μάνες που γέννησαν παλληκάρια. Έχει τόσο πολύ πολεμήσει και υποφέρει η γης ετούτη, έχει τόσο πολύ συνηθίσει το θάνατο, που τον ξεφοβήθηκε πια και μπορεί να γελάει και να παίζει μαζί του.

Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι την Κρήτη, για να δω τα χωριά που γκρέμισαν κι έκαψαν οι βάρβαροι και τους άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά του πένθους. Περίμενα ν' ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν' απλώνονται, να ζητούν βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα, πεινασμένα κι αλύγιστα.

Τι δύναμη και τι αντοχή είναι τούτη, συλλογιζόμουν, και πού βρίσκουν τα κορμιά τούτα τόση ψυχή; Και ποια ακριτική πνοή τους δίνει τόση αψηφισιά να παλεύουν με το θάνατο;

Οι Κρητικοί αλήθεια αγαπούν παράφορα τη ζωή και συνάμα ποτέ δε φοβούνται το θάνατο. Μέσα από τα χαλασμένα χωριά που πέρασα, πάνω από τα νεοανοιγμένα μνήματα που δρασκέλισα, πίσω από τις κουβέντες που άκουσα, ακατάπαυτα διαπίστωσα τούτη τη μεγάλη δισυπόστατη παλληκαριά: παράφορη αγάπη για τη ζωή και άβοφο αντίκρυσμα του θανάτου.

Τούτος είναι και ο πρώτος πολύτιμος καρπός που γεύεται όποιος, τώρα που καπνίζουν ακόμα τα ερείπια, κι είναι ακόμα νωπά τα αίματα στις πέτρες, περιοδεύει τα χωριά της Κρήτης.

Αδάμαστες ψυχές οι Κρητικοί, χιλιάδες τώρα χρόνια, παλεύουν στα κακοτράχαλα Κρητικά βουνά την πείνα, τη γύμνια, τους βαρβάρους. Κι ούτε η μοίρα, ούτε οι άνθρωποι μπόρεσαν ποτέ να τους κάμουν να σκύψουν το κεφάλι.

Οι Κρητικοί, όπως όλες οι γενναίες ψυχές, στην άκρα απελπισία βρίσκουν τη λύτρωση.

Πολλοί Κρητικοί, μπροστά στα τουφέκια των Γερμανών, τη στιγμή που θα τουφεκίζονταν, έβρισκαν τη γαλήνη, κι όχι μονάχα τη γαλήνη παρά και τη χαρά της αδάμαστης ψυχής που αναγαλλιάζει γιατί της δίνεται η ευκαιρία να δείξει την αρετή της. Πολλοί, την ύστερή τους στιγμή, μπροστά από το εχτελεστικό απόσπασμα, τραγουδούσαν μαντινάδες Κρητικές ή τον Εθνικό Ύμνο.

Στα Χανιά, μέσα από το γκρεμισμένο σπίτι του, ένας γεροντάκος πρόβαλε και μας είπε:

- Έναν δάσκαλο, τον λέγαν Παπαδάκη, πήγαιναν να τον εκτελέσουν. Ένας μαθητής του τού λέει: γιατί να σκοτωθεί; καλίτερο είναι να φύγει. Κι' ο δάσκαλος τού αποκρίθηκε: Όχι! εγώ, αυτό που τόσα χρόνια σας δίδασκα, τώρα θα το εφαρμόσω: θα πεθάνω για την πατρίδα.

Στην κρίσιμη αυτή στιγμή κι οι πιο σακάτες γίνονται ήρωες. Στις φοβερές φυλακές της Αγιάς, κοντά στα Χανιά, οι Γερμανοί διάλεξαν 43 παλληκάρια (διάλεγαν πάντα τους καλύτερους!) και πήγαιναν να τους σκοτώσουν. Στο δρόμο, ένας σακάτης, καμπούρης, τους συνάντησε. Στάθηκε και φώναξε στους Γερμανούς: «Σκοτώστε με εμένα να γλυτώσει ένα παλληκάρι».

- «Όχι, φύγε», του είπαν εκείνοι. «Τότε, σκοτώστε με κι εμένα, να γίνουν 43», φώναξε ο καμπούρης. «Ντρέπουμαι να ζω εγώ ο σακάτης και να σκοτωθούν τούτοι οι λεβέντες».

Ανήμπορες γρηές, γέροι σαράβαλα, σήκωναν τη φωνή τους και μιλούσαν ατρόμητα στους Γερμανούς.

Σ' ένα ωραιότατο χωριό, στα Μεσκλά, μια γρηά έκρυβε έξι μήνες, με κίντυνο της ζωής της, δυο Εγγλέζους στο σπίτι της. Μια μέρα οι Γερμανοί τους ανακάλυψαν και τους έπιασαν. Η γρηά τρέχει στον άγριο Γερμανό φρούραρχο, στάθηκε μπροστά του και του φώναξε:

- Να ξέρεις, Κομαντάντε, πως όλες οι μανάδες στον κόσμο πονούνε κι αυτός ο πόνος των μανάδων θα φάει τη Γερμανία. Η Γερμανία θα χαθεί, βάνω την κεφαλή μου! Βάνεις στοίχημα, Κομαντάντε; Εγώ βάνω την κεφαλή μου!

Στεκόταν απάνω σε μιαν πέτρα, απόξω από το καμένο σπίτι της η γρηά τούτη και μας μιλούσε, με ορθό το κεφάλι, κουρελιασμένη, σα φάντασμα. Τι δύναμη λοιπόν έχει η ψυχή του ανθρώπου και πώς μπορεί να νικήσει το θάνατο! συλλογιζόμουν.

Άοπλοι, ανοργάνωτοι, χωρίς βοήθεια από κανένα, οι Κρητικοί από τα χωριά, από τα βουνά, κατέβαιναν στ' ακρογιάλια, να υπερασπιστούν το νησί τους από τους άγριους, πάνοπλους αλεξιπτωτιστές που κατέβαιναν. Στις 19 του Μάη 1941 σκοτείνιασε ο ουρανός της Κρήτης από τα γερμανικά αεροπλάνα, άρχισαν οι βομβαρδισμοί, οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές έπεφταν στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, κοντά στα Χανιά, ύστερα στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο, παντού.

Ένας γέρος, από ένα χωριουδάκι κοντά στο Μάλεμε, μας διηγάται:

- Ευτύς ως είδαμε τ' αεροπλάνα, φωνάξαμε: Απάνω τους, μωρέ παιδιά! Πήραμε τ' άρματα και χτυπηθήκαμε.

- Ποια άρματα; ρώτησα. Είχατε άρματα;

- Πώς δεν είχαμε, μου αποκρίθηκε. Άλλοι είχαν παλιές καραμπίνες, άλλοι μαχαίρες κι όλοι είχαν ραβδιά. Την ώρα που έπεφτε ένας «ουρανίτης» ήταν ακόμη ζαλισμένος και μες χιμούσαμε απάνω του, τον σκοτώναμε με τα ραβδιά, με τις μαχαίρες, τον ξαρματώναμε και σιγά-σιγά γέμιζε και μας η φούχτα μας πολυβόλο και περίστροφο.

Οι Γερμανοί είχαν ορίσει να πάρουν την Κρήτη σε 24 ώρες. Η παραμικρή αργοπορία θα τους ήταν θανάσιμη. Ήξεραν πως οι Κρητικοί ήταν άοπλοι, πως όλοι οι νέοι ήταν επιστρατευμένοι και βρίσκονταν ακόμη στην Ελλάδα και πως οι Άγγλοι μήτε στρατό αρκετό είχαν μήτε αεροπλάνα. Ήταν λοιπόν σίγουροι πως σε 24 ώρες θα παίρναν την Κρήτη. Έκαμαν 8 μέρες. Έξη χιλιάδες αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν από τα ραβδιά και τις μαχαίρες.

Ένας Κρητικός χωριάτης, όταν μ' είδε να ξαφνιάζουμαι για την παλληκαριά και την αυτοθυσία των Κρητικών, μου είπε τα καταπληχτικά τούτα λόγια:

- Γιατί παραξενεύεσαι; Εμείς ξέραμε πως γράφαμε ιστορία!

Δεν ξέρω αν υπάρχει στον κόσμο μια άλλη χώρα, όπου οι χωρικοί να βλέπουν τον πόνο, τη θυσία, την ατομική τους καταστροφή από τόσο ύψος. Ήξερε ο Κρητικός αυτός χωριάτης πως υπάρχει στον κόσμο τούτο ένα αγαθό ανώτερο από τη ζωή και πως για το αγαθό αυτό πάλαιψε και θυσιάστηκε όλη η ράτσα μας και πρέπει τώρα κι αυτός, ο Κρητικός χωριάτης, να παλαίψει και να θυσιαστεί. Και το αγαθό αυτό λέγεται ιστορία, δηλαδή υστεροφημία, δηλαδή αθανασία.

Πιστεύουν στο αγαθό αυτό οι Κρητικοί, όπως πιστεύουν στην ελευθερία. Πολεμούν, ξέροντας πως αν δεν μείνει τ' όνομά τους, θα μείνει και θα ζήσει το έργο τους. Και τώρα που κανείς δεν φαίνεται να θυμάται πως η Κρήτη έσωσε τον συμμαχικό αγώνα στην Εγγύς Ανατολή και πως επέδρασε οριστικά στην πορεία του παγκοσμίου πολέμου - και τώρα που μήτε οι ξένοι, μήτε η Ελλάδα δεν φαίνονται να θυμούνται τη θυσία και την εποποιΐα της Κρήτης, οι Κρητικοί δεν έχασαν το θάρρος τους και την πίστη τους. Άστεγοι, πεινασμένοι, αδικημένοι, στέκουνται μέσα στα χαλάσματα των σπιτιών τους και δε μιλούν. Σφίγγουν τα χείλια τους και δε μιλούν. Έκαμαν βλέπετε το χρέος τους και τα καλά καλληκάρια δεν προσμένουν αμοιβή. Η ιστορία, που είναι σήμερα ένα με την ελευθερία, θα τους κρίνει κάποτε. Και θα πει τότε για την περηφάνεια τους και την παλληκαριά τους - και θα τους προβάλει τότε σαν παράδειγμα ηρωισμού και αυταπάρνησης σ' όλους τους μεγάλους και τους ζωντανούς αυριανούς λαούς.

- Δεν έχουμε ένα σκαμνί να σε βάλουμε να καθήσεις, δεν έχουμε ένα ποτήρι να σου δώσουμε νερό να πιεις, δεν έχουμε ένα κομμάτι ψωμί, αν πεινάς, δεν έχουμε τίποτα! τίποτα! Όλα μας τα κάψαν και μας τα πήραν οι Γερμανοί.

Έτσι μούλεγαν κάτω από ένα πλάτανο, στη μέση του γκρεμισμένου χωριού, οι μαυροφόρες που ξεπρόβαλαν από τα χαλάσματα.

- Δεν έχουμε μήτε και άντρες να κουβεντιάσουν μαζί σου!. Νά, μόνο τούτα τ' αρσενικά απόμειναν, είπε μια χλωμή γυναικούλα δείχνοντάς μου δυο τρία μωρά που βύζαιναν στον κόρφο τους οι μανάδες.

- Φτάνουν αυτά για μαγιά! φώναξε μια γρηά. Τα ίδια δεν πάθαμε και στην επανάσταση του '66; Εγώ είμουν μικρή, μα θυμούμαι. Δυο τρία μωρά είχαν πάλι απομείνει κι απ' αυτά αναπιάστηκε πάλι όλο το χωριό. Μη φοβάστε, μωρέ γυναίκες, είπε γυρίζοντας στις μαυροφόρες που σώπαιναν, μη φοβάστε, μαγιά πάντα απομένει!

Τα περισσότερα χωριά στην Κρήτη χάθηκαν, οι περισσότεροι άντρες σκοτώθηκαν γιατί φιλοξενούσαν Άγγλους. Σ' ένα χωριό, στα Μεσκλά, είδα μια μάνα που της είχαν σκοτώσει τους δυο γυιους της, γιατί είχε σπίτι κι έκρυβε 8 μήνες δυο Άγγλους στρατιώτες. Τό 'μαθαν οι Γερμανοί κ' ήρθαν, της έκαψαν το σπίτι, της σκότωσαν τους γυιους της, και τώρα στέκουνταν απόξω από τα χαλάσματα λιγνή, χαροκαμένη, με μάτια όλο φλόγα και μου μιλούσε:

- Το ίδιο βράδυ, που σκότωσαν τους γυιους μου, πέρασαν, νύχτα βαθειά, δυο Εγγλέζοι που τους κυνηγούσαν οι σκύλοι οι Γερμανοί. Κάπνιζε ακόμα το σπότι μου, μα εγώ είχα τρυπώξει σε μια γωνιά και έκλαιγα. Με άκουσαν οι Εγγλέζοι - ζύγωσαν. - Ψωμί! μου φώναξαν, ψωμί! Οι χωριανοί μού είχαν δώσει μια κουλούρα κριθαρόψωμο, μα εγώ δεν είχα όρεξη να φάω, δεν κατέβαινε η μπουκιά από το λαιμό μου. Τους έδωκα το ψωμί. Κρύωναν, τους έδωκα και μια κουβέρτα που μου είχαν δώσει, βγήκα από τη γωνιά, τους έβαλα να κοιμηθούν.

- Γιατί τάκαμες όλα αυτά; ρώτησα. Οι Εγγλέζοι δεν φταίγαν που σκότωσαν τους γυιους σου;

- Τόκαμα, αποκρίθηκε, γιατί είχαν κι αυτοί μανάδες, και κατέχω ίντα θα πει πόνος της μάνας.

Ανθρωπιά μεγάλη είναι τούτη - η μεγάλη ψυχή νικάει τον πόνο τον ατομικό και τον πιο φοβερό. Άκουγα τη γρηά και τα μάτια μου βούρκωναν.

Ένα βράδυ μπήκα σε φτωχικό χαμόσπιτο σ' ένα Σφακιανό χωριό. Ο γερο-καπετάνιος, με τη μαύρη φέσα του, ο Κυριάκος Σπεριλάκης, καθόταν πλάι στο τζάκι και κάπνιζε ένα μακρύ τσιμπούκι. Κάθισα δίπλα του, έφερα την κουβέντα στο θάνατο. Στράφηκε ο γερο-Σφακιανός και μούπε:

- Χαρά στον άνθρωπο, παιδί μου, που βάνει δυο φορές τη μέρα στο νου το το θάνατο!

Κι ένας άλλος γέρος εκατοχρονίτης, στον κάμπο της Μεσαράς, μου είχε πει μια μέρα ένα μεγάλο λόγο. Τον ρώτησα:

- Πώς σου φάνηκε, παππού, η ζωή αυτή στα εκατό αυτά χρόνια;

- Σαν ένα ποτήρι κρύο νερό, μου αποκρίθηκε.

- Και διψάς ακόμα, παππού;

Στράφηκε, με κοίταξε με τα θολά μικρούτσικα μάτια του, σήκωσε τη χερούκλα του σα να καταριόταν, κι είπε:

- Ανάθεμά τον που ξεδίψασε!

Οι δυσκολίες και οι τραχύτητες της ζωής δε λυγίζουν την Κρητική ψυχή. Αντίθετα την πυρώνουν και την δυναμώνουν. Ζόρικη, αβόλευτη, τραχειά είναι η γη της Κρήτης. Κι όταν τα βουνά της κι οι θάλασσες ή οι ψυχές που πλάστηκαν από τέτοιους βράχους και τέτοιαν αρμύρα δεν σου επιτρέπουν ούτε στιγμή να βολευτείς, να γλυκαθείς, να πεις: Φτάνει! Τότε η Κρήτη έχει κάτι το απάνθρωπο: δεν ξέρω πια αν αγαπάει ή αν μισεί τα παιδιά της- ένα μονάχα ξέρω: ότι τα μαστιγώνει ώς το αίμα.

Υπάρχει και κάτι άλλο όμως στην Κρήτη - ας την πούμε ψυχή -, κάτι πιο πανω απ' τη ζωή κι απ' το θάνατο, που είναι δύσκολο να το ορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνεια, το πείσμα, η παλληκαριά, η αψηφισιά, και μαζί τους κάτι άλλο, ανέκφραστο κι αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος.

Να χαίρεσαι, μα και συνάμα σου δίνει μεγάλη ευθύνη. Γιατί ενώ νοιώθεις πως έχεις να κάμεις ό,τι μπορείς, για να σώσεις αυτό το λαό, εκείνος βλέπει την προσπάθειά σου με ειρωνία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανάγκη κανενός για να σωθεί. Σώζεται, δε σώζεται. -- Ένα μονάχα σου μένει τότε: να κερδίσεις τη δύναμη της δικής σου ψυχής, που ποτέ δεν καταδέχτηκε ν' απατήσει τον εαυτό της ή τους άλλους και που πάντα τολμάει ν' αντικρύζει, πρόσωπο με πρόσωπο, τη Θεά εκείνη που δεν κάνει χατήρια και δεν κάθεται στα πόδια κανενός: την αγέλαστη κ' αδάκρυτη Θεά, την Ευθύνη.