Λοιπόν μολύβι και χαρτί, η απόγνωση άνοιξε λαγούμι.Στοές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε ποιο στενό κελί;Ψηλά με πέπλα αίματος, χλιμίντριζε η Σελήνη-Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη-Γεννήθηκε σ' ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη.Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί.Ο Νίκος ήταν ο πρωτότοκος, τον άλλον λέγαν Δημοσθένη...Βουβός δεσμός, εικόνα παιδική, σε άλλο χρόνο αναφλεγμένη.Ο γέρος του είχε κρυψώνα το βουνό απ' το σαράντα πέντεκι οι χωρικοί απ' τον φόβο των αρχών μακραίναν κι απ' τον γιο.Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στην δουλειά και μέσα του άναβε η μανίατου στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την αστυνομία.Ώσπου μια μέρα χωρίς αποσκευή, τσουλώντας της τρύπας του την ρόδακυλάει απ' την Μακεδονία ως εδώ, κι ακόμα που θα βγει;Θα φεύγει πάντα για το άστρο που δεν φτάνει καμιά αστυνομία,για τους φυγάδες αυτός ο ουρανός είν' η παρανομία.Νίκο, αγγίζω το στοιχειό σαςΝίκο, μες τον υπόκοσμο της γλώσσαςΔυο καταδίκες, έξι χρόνια για κλοπή, τον είδα όταν βγήκε.Κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ' την τρέλα, όχι για να σωθεί,αλλά για να την σώσει, αν μ’ εννοείς· να, λόγου χάρη, ήθελε γάμοκαι τότε τού 'παν «έλα σε μας για να προδώνεις». Δεν δέχθηκε στιγμή!Κι απ' την βαθειά των υπογείων τους την λύσσα, κατέφυγε στην επαρχία,μα όπου κι αν πήγε, το σήμα είχε σταλεί, στην Σαλονίκη τον τσακίσαν.Σχεδόν τρεκλίζοντας ξανάρθε στην Αθήνα, και τότε πιάσαν την μνηστή του·της είπαν λόγια, βοηθήσαν κι γονείς, ώσπου διέκοψε μαζί του.Κι ωστόσο ζούσε τελείως σοβαρός, υπνοβατώντας σ' ένα κράτοςπου θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά -διαφυγή καμιά-κρατώντας μόνο μια κρυφήν αναπνοή, των μπουζουξίδικων το γκέτο,βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί ακόμα λειτουργεί.«Ν' ακούω,» έλεγε, «τα λόγια, την φωνή, και τ' αδελφάκι μου υψωμένονα το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω»Νίκο, σκυλάδικο ΣαββάτοΝίκο, σπασίματα γεμάτο«Παραγγελιά», και περιμέναν καθισμένοι, και τα ηχεία το αναγγείλανκι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη.Καθώς ανέβαινε, η πίστα ήταν γεμάτη, ακούστηκε να ουρλιάζει:«Παραγγελιά!» γιατί το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει.Η πίστα άδειασε, μονάχα δυο αστυνόμοι, χορεύαν, γυρνώντας του την πλάτη.Τότε τους έσπρωξε ο μικρός με μια στριγκλιά, «Δικό μου το κομμάτι!»Τον ρίξαν κάτω σε γυαλιά κομματιασμένα, ξεφώνιζε όπως τον εσέρναν.Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωή τους, του Νίκου έκαψε τα φρένα.Έξω απ' την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το 'χαν διαλύσει.Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν τουμε τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου.Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου.Στον εαυτό του είπε «Νίκο, συγκρατήσου» τραβώντας κιόλας το λεπίδι.Τον πρώτο που την έφαγε τον είδαν με μια ταυτότητα να σκύβει.Σφαχτήκαν τρεις, μαχαίρωσε άλλους έξι, φωνές: «Ανοίχτε, θα μας σφάξουν!»Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε: «Εσένα δεν θα σε πειράξουν…»Νίκο, σόι αλλοπαρμένοΝίκο, τι έχεις καμωμένο