«Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου· να πού πολέμησα, να πώς πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λιποτάχτησα· τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ' ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
Ένα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν' απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή, ζυμωμένο με δάκρυο, αίμα κι ιδρώτα. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν' αλαφρώσω· θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν' αλαφρώσω. Πώς έπλασες εσύ το «Τολέδο στην καταιγίδα»; Όμοια, με βαριά μαύρα σύννεφα, ζωσμένη κίτρινες αστραπές, ανέλπιδα κι ανένδοτα παλεύοντας με το φως και με το σκοτάδι, η ψυχή μου. Θα τη δεις, θα τη ζυγιάσεις ανάμεσα στα σπαθωτά φρύδια σου και θα την κρίνεις. Θυμάσαι το βαρύ λόγο που λέμε εμείς οι Κρητικοί: «Όπου αστοχήσεις, γύρισε· κι όπου πετύχεις, φύγε!» Αν αστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο· αν πέτυχα, θ' ανοίξω τη γης, νά 'ρθώ να ξαπλώσω στο πλάι σου.
Άκουσέ το λοιπόν, Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση· άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, κι αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό,
δώσε μου την ευκή σου!»
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο