Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ' τους άλλους θέν' παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά.
Σ' αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνουν με ζήλο περισσό
στο σβέρκο του λαού χορό.
Στης ιστορίας το χοντρό τον κινητή,
την έχω βαρεθεί.
Και τι θα κάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Γερμανούς, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δε γεμίζαν ολοένα την κοιλιά.
Υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας νταντάδες,
κόβουν στα μέτρα τους, τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποταχτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος
κέρδος ποτέ, μα από πατήματα χορτάτος,
τους συνηθίζεις στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στα όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό
ποίμνουνε της πατρίδας το χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα 'χουνε πλακάκια,
σα χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Σα χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου, 1978