Περιμπανού τη λέγαν τα παιδιά, Περιμπανούκι ήτανε δεκαπέντε χρονώνΈγραφε τ’ όνομά της στον καθρέφτη τ’ ουρανούμ’ ενός πνιγμένου γλάρου φτερόΜα της ζωής το κύμα το παράφοροσάρωσε βάρκες και κουπιάΚαι στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφοροποιος τη θυμάται τώρα πιαΠεριμπανού την έλεγα κι εγώ, Περιμπανούκι ας μη με είχε ακούσει κανείςΈμοιαζε με κοχύλι στο βυθό του αυγερινούπροτού καρδιά μου πέτρα γενείςΜα της ζωής το κύμα...
Ν. Γκάτσος, Μ. Χατζηδάκις, Β. Λέκκας