Το καπηλειό

Ήτανε όμορφο θαρρώεκείνο τον παλιό καιρότο καπηλειό μουγιαλός, καημός και τσικουδιάβαρμένα μέσα στην καρδιάμε τ' όνειρό μου.Και κάθε μέρα από βραδύςντουγιουρντισμένος ο Βαρδήςμε το λαούτομε το κρασί του στον οντάστον αμανέ του να κεντάτον κόσμο τούτο.Κι ο Σταύρος πέρα στη γωνιάπου για δυό χείλια βυσσινιάτα σιγοπίνειπαίρνει νερό σαν τραγουδεί'που το λαούτο του Βαρδήτον πόνο σβήνει.Κι ο Μύρος πιάνει το χορότο χώμα μόνο έχει οχτρόχρυσά παλάτιασε κάποια θάλασσα πλατιάθυμάται, κόκκινα φωτιάτα δυο του μάτια.Θυμούμαι κάθε χαραυγήπού 'λεγα ο ήλιος να μη βγειστην αγκαλιά σουόνειρο βάρκα με πανιάνα σεργιανίζω το ντουνιάμε τα φιλιά σου.Αργό το ζάλο μου, βαρύήτανε ψεύτικος μπορείο έρωτάς σουρωτώ διαβάτες στα στενάαν είδαν μάτια καστανάσαν τα δικά σου.Πως να δικάσω μια ζωήκι ένα αστέρι το πρωίπου τρεμοσβήνειστο ερειπωμένο καπηλειόένα μου όνειρο παλιόέχει 'πομείνει.
Χαἴνηδες, Το καπηλειό. (Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης)