Οι ογκόλιθοι στη εσωτερική πύλη και στα τείχη του Μεσαιωνικού κάστρου της Μενδενίτσας αποτελούν τρανή απόδειξη ότι αυτό κτίστηκε (το 1204 απο τον Σταυροφόρο Ιππότη Guido Palavicini) στη θέση των ερειπίων μιας οχυρής ακρόπολης της Αρχαίας Επικνημίδιας Λοκρίδας, της Ομηρικής και μετά της Ελληνιστικής εποχής.


Υπάρχουν αρχαιολογικές ερμηνείες αλλά όχι αποδείξεις για το ποιά ήταν η αρχαία Λοκρική πόλη που ήκμασε εδώ στη θέση της σημερινής Μενδενίτσας πριν 3 και 2 χιλάδες χρόνια. Εικάζεται ότι αυτή ήταν η Ομηρική Τάρφη, την οποία, σύμφωνα με τον γεωγράφο Στράβωνα, διαδέχτηκε η Ελληνιστική πόλη Φαρύγες.


Η Μενδενίτσα κρατά τα αρχαία της μυστικά επτασφράγιστα στα σπλάχνα της γής της. Ετσι, η αρχαία ιστορία της μένει ακόμη να ανακαλυφτεί. Ελπίζεται ότι μια ανασκαφική σκαπάνη στο μέλλον θα την φέρει, έστω και εν μέρει, στο φως.


Λοκρῶν δ’ ἡγεμόνευεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας

μείων, οὔ τι τόσος γε ὅσος Τελαμώνιος Αἴας

ἀλλὰ πολὺ μείων· ὀλίγος μὲν ἔην λινοθώρηξ,

ἐγχείῃ δ’ ἐκέκαστο Πανέλληνας καὶ Ἀχαιούς·

οἳ Κῦνόν τ’ ἐνέμοντ’ Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε

Βῆσσάν τε Σκάρφην τε καὶ Αὐγειὰς ἐρατεινὰς

Τάρφην τε Θρόνιον τε Βοαγρίου ἀμφὶ ῥέεθρα·

τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο

Λοκρῶν, οἳ ναίουσι πέρην ἱερῆς Εὐβοίης.

---------------------------------------

Των Λοκρών ήταν αρχηγός ο ταχύς Αίας ο γιός του Οϊλέα

πολύ μικρότερος στο μπόι του Αίαντα του Τελαμώνιου,

φορούσε λινό θώρακα και παρότι ήταν μικρόσωμος

στο δόρυ ξεπερνούσε όλους τους Έλληνες και Αχαιούς.

Οι Λοκροί νέμονταν και τον Κύνο, τον Οπούντα και την Καλλίαρο

και τη Βήσσα και τη Σκάρφη και τις όμορφες Αυγειές

και την Τάρφη και το Θρόνιο στα μέρη του ποταμού Βοαγρίου.

Κι' αυτόν σαράντα ολόμαυρα καράβι᾽ ακολουθούσαν

των Λοκρών, πού ᾽ναι απέναντι της ιεράς Εύβοιας.

-----------------------------------------

Το παραπάνω κείμενο, στο πρωτότυπο και σε ελεύθερη μετάφραση, αποτελεί την αναφορά του Ομήρου στους Λοκρούς,. Ιλιάδα, Β 527-535.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΝΔΕΝΙΤΣΑΣ

ένα άρθρο για τη Μενδενίτσα της αρχαιότητας

της

Φανουρίας Δακορώνια

τ. Προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Φθιώτιδας και Ευρυτανίας


"Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε ότι οι περγαμηνές βάσει των οποίων κατέχουμε αυτό το χώρο που συνιστά την πατρίδα μας, την Ελλάδα, που μας δίνουν το δικαίωμα να λεγόμαστε Έλληνες, να υπερηφανευόμαστε για αυτό και να υποστηρίζουμε τα εθνικά μας δίκαια, βασίζονται ακριβώς πάνω στα ιστορικά μας τεκμήρια, τα αρχαία μας" (Απεβίωσε, 1η Αυγούστου 2020)


Το άρθρο μεταφέρεται εδώ από την εφημερίδα "Η Φωνή της Μενδενίτσας", Αρ. Φυλ. 52, Απρίλιος - Μάϊος 1998, με άδεια του συντάκτη της.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η Μενδενίτσα, αν και είναι γνωστή στη βιβλιογραφία εξαιτίας του γνωστού, καλά διατηρηµένου, μεσαιωνικού Κάστρου της, είναι άγνωστη εν τούτοις αρχαιολογικά, διότι δεν έχουν λάβει χώρα εκεί ανασκαφικές έρευνες που θα διασαφήνιζαν τη θολή μέχρι σήμερα εικόνα της αρχαίας πόλης που υπήρχε εκεί.

Είναι βέβαιο ότι στη θέση της μεσαιωνικής ακρόπολης και στους πρόποδές της εκτεινόταν στην αρχαιότητα μια πόλις, της οποίας ούτε το όνομα δε γνωρίζουμε εφ’ όσον δε συμφωνούν οι επιστήμονες, οι οποίοι βασιζόμενοι στις αρχαίες πηγές, όχι πάντα αξιόπιστες, έχουν προτείνει διάφορα ονόματα, όπως π.χ. Τάρφη, Νίκαια κλπ. Η αβεβαιότητα αυτή οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι λείπουν οι επιγραφικές μαρτυρίες αλλά και ανασκαφικά δεδομένα.

Από αυτή την αρχαία πόλη μόνο δύο στοιχεία διαθέτουμε. Το ένα είναι μικρά τμήματα της οχύρωσής της που έχουν ενσωματωθεί στο μεσαιωνικό τείχος του Κάστρου της Μενδενίτσας, και των οποίων ο τρόπος δόμησης παραπέμπει στους ελληνιστικούς χρόνους. Το δεύτερο στοιχείο είναι και το μοναδικό που προήλθε από ανασκαφή. Πρόκειται για ένα τυχαίο εύρημα, έναν τάφο, που αποκαλύφθηκε το 1980 κατά την εκσκαφή βόθρου στην αυλή της οικίας Κων. Αντεριώτη και ανασκάφτηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λαμίας υπό την καθοδήγηση της υπογράφουσας.

Ο τάφος ήταν μια μονολιθική πώρινη σαρκοφάγος και είχε κάλυμμα από το ίδιο υλικό, τομής αετωματικής. Η σαρκοφάγος έσπασε κατά την πρόσκρουση του μηχανικού εκσκαφέα. Είχε μήκος 2,27μ. πλάτος 0,92μ. και ύψος 0,80μ.

Οι λίθινες σαρκοφάγοι φαίνεται ότι αποτελούσαν ένα δαπανηρό τύπο τάφου κατά την αρχαιότητα και αποδεικνύουν το κοινωνικό status των νεκρών και των οικογενειών τους, ανεξάρτητα από τα κτερίσματα – δώρα προς το νεκρό – που περιέχουν. Τέτοιοι τάφοι εύλογο είναι να χρησιμοποιούνται επί μακρό χρονικό διάστημα και για άλλους νεκρούς της οικογένειας. Η συνήθεια επαναχρησιμοποιήσης των τάφων είναι βεβαιωμένη στον Ελλαδικό χώρο τουλάχιστον από τη 3η χιλιετία π.χ. και δια μέσου των αιώνων έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα.

Η σαρκοφάγος της Μενδενίτσας χρησιμοποιήθηκε για περισσότερους από ένα νεκρούς όπως βεβαιώνεται από την παρουσία επτά κρανίων και αντίστοιχων σκελετικών καταλοίπων, και για ένα διάστημα δύο αιώνων, από τα τέλη του 4ου αι. π.χ., μέχρι τα τέλη του 2ου αι. π.χ., δηλ. η χρήση της εκτείνεται σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της Ελληνιστικής Εποχής.

Η διάρκεια της χρήσης της συνάγεται από τα ευρήματα που περιείχε, κυρίως αγγεία. Τα αντικείμενα που βρίσκονται μέσα στους τάφους ή έξω από αυτούς αλλά σε άμεση επαφή με αυτούς, κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: Σε αυτά που είχαν κατατεθεί σαν δώρα προς τον εκάστοτε νεκρό, τα άλλως ονομαζόμενα κτερίσματα, και σε αυτά που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια του ενταφιασμού.

Τα κτερίσματα είτε είναι αντικείμενα που χρησιμοποιούσε ο νεκρός κατά τη διάρκεια της ζωής του και μας δείχνουν συχνά τις ασχολίες του, το φύλο του και την ηλικία του, είτε πρόκειται για αντικείμενα που δίνονταν συμβολικά στο νεκρό για το ταξίδι του στον κάτω κόσμο.

Όπως προαναφέρθηκε, τα αντικείμενα που περιείχε ο τάφος της Μενδενίτσας ήταν στη πλειονότητά τους αγγεία, κάτι που παρατηρείται σε όλους τους τάφους στην αρχαιότητα από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι το τέλος της. Τα αγγεία είναι κατά κανόνα αυτά που βοηθούν στην ακριβή χρονολόγηση ενός αρχαιολογικού χώρου είτε πρόκειται για νεκροταφείο είτε για οικισμό ή για ιερό κλπ, και αποτελούν ένα πολύτιμο εργαλείο για την επιστήμη της Αρχαιολογίας στο έργο της για την ανασύνθεση και συμπλήρωση των γνώσεων μας σχετικά με τη ζωή, τις συνήθειες, τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και τις δοξασίες των κατοίκων μιας περιοχής διαχρονικά. Τα αγγεία συνιστούν το μεγαλύτερο όγκο των αρχαίων ευρημάτων μιας ανασκαφής και ως εκ τούτου και το μεγαλύτερο αριθµό εκθεµάτων ενός αρχαιολογικού Μουσείου, όχι μόνο διότι είναι ευρέως χρησιμοποιούμενα σε όλες τις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής αλλά και διότι λόγω της ύλης τους, ψημένος πηλός δεν υφίστανται τις αλλοιώσεις του χρόνου και τις φθορές που απειλούν αντικείμενα από άλλα υλικά όπως π.χ. τα µέταλλα, που συχνά καταστρέφονται από την οξείδωση. Πιθανολογείται εξάλλου ότι στους τάφους εναπόθεταν και άλλα αντικείμενα από φθαρτά υλικά όπως π.χ. ξύλινα, τρόφιμα κλπ που δε διατηρούνται και τα ρούχα που γνωρίζουμε από άλλες ενδείξεις ότι θάβονταν ντυμένοι.

Τα ευρήματα του τάφουν της Μενδενίτσας, χωρίς να είναι μοναδικά ή έργα μεγάλης τέχνης αντικατοπτρίζουν ωστόσο πολλά από τα έθιμα της ταφής των αρχαίων, μερικά από τα οποία διατηρούνται µέχρι σήμερα, αδιάψευστοι μάρτυρες της συνέχειας της πολιτιστικής φυσιογνωμίας των Ελλήνων.

Σύνηθες εύρημα από τους αρχαίους τάφους είναι τα λυχνάρια. Κατά μία άποψη προσφέρονταν λυχνάρια στους νεκρούς για να φωτίζουν το δρόμο τους προς τον Κάτω Κόσμο. Τα λυχνάρια που ανταποκρίνονται σε αυτή τη δοξασία είναι κατά κανόνα αχρησιμοποίητα. Αυτά όμως που βρέθηκαν μέσα στον τάφο της Μενδενίτσας, εννέα τον αριθμό (φωτ. 1-2) έχουν όλα ίχνη καύσης, σημάδι ότι χρησιμοποιήθηκαν προφανώς κατά την τελετή του ενταφιασμού, ο οποίος στην αρχαιότητα λάμ6ανε χώραν πριν από την ανατολή του ηλίου και γι'αυτό το λόγο χρησιµοποιούσαν τα λυχνάρια για να έχουν τον απαιτούμενο φωτισμό. Τα λυχνάρια όπως και άλλα σκεύη που χρησίμευαν για τη διαδικασία της ταφής τα άφηναν ή και τα έσπαζαν στον τάφο, θεωρούμενα πλέον ως «μιασµένα» και ανήκοντα στο νεκρό. Η συνήθεια αυτή διατηρείται μέχρι σήμερα σε μερικά χωριά της ελληνικής υπαίθρου.

Ενα άλλο αγγείο που δε λείπει από κανένα σχεδόν τάφο της ελληνιστικής εποχής είναι το μυροδοχείο ή αλλιώς δακρυδόχο, όνομα που προήλθε από μια ρομαντική ερµηνεία του σχήματος, ότι δηλ. περιείχε τα δάκρυα των συγγενών του νεκρού που του τα έδιναν σαν δώρο. Κατά μία άλλη άποψη τα αγγεία αυτά περιείχαν αρώματα. Επτά τέτοια μυροδοχεία ή δακρυδοχεία περιείχε και η σαρκοφάγος της Μενδενίτσας (φωτ. 3).

Τα πιο συνηθισμένα αγγεία που τοποθετούσαν στους τάφους, από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, είναι αυτά που ήταν κατάλληλα για υγρά, κρασί ή νερό και εκείνα που χρησιμοποιούντο για πόση π.χ. κύπελλα, κύλιδες, κάνθαροι, σκύφοι. Σύμφωνα με κάποιες δοξασίες προσφέρονταν στο νεκρό υγρά για να ξεδιψάει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στον Αδη. Τρία αγγεία μεταφοράς υγρών είχαν τοποθετηθεί στον τάφο της Μενδενίτσας, ένας ασκός (φωτ. 4) και δύο άβαφοι µικροί αμφορείς (φωτ. 5) μαζί με τρία αγγεία ποτού, ένα κάνθαρο μελαμβαφή (φωτ. 6), ένα μελαμβαφή σκύφο (φωτ. 7), και ένα άβαφο σκύφο χωρις λαβές (φωτ. 8). Το έθιμο της προσφοράς ενός κανατιού με νερό συναντάται επίσης μέχρι σήμερα σε απομακρυσµένα ελληνικά χωριά.

Όχι πολύ συνηθισμένο κτέρισμα στους τάφους της ελληνιστικής εποχής ήταν η πυξίδα. Η λέξη «πυξίς» στην αρχαιολογική ορολογία αφορά σε ένα είδος πήλινου «κουτιού» μικρού μεγέθους, μέσα στο οποίο φύλαγαν κοσμήματα ή συνηθέστερα «ψιμίθια», δηλ. καλλυντικά και χρωστικές ύλες για τον καλλωπισμό των γυναικών, όπως πούδρες, ρουζ κλπ. Κατάλοιπα τέτοιων ουσιών έχουν βρεθεί σε πυξίδες και έχουν αναλυθεί. Οι πυξίδες πιστεύεται ότι σηματοδοτούν τάφους γυναικών. Μιά τέτοια μελαμβαφής πυξίδα βρέθηκε στη Μενδενίτσα με περίτεχνο πώμα που φέρει μετάλλιο με ανάγλυφη κεφαλή του Διονύσου στεφανωμένου με κλάδο κισσού (φωτ. 9, 10). Η παρουσία της πυξίδας καθώς και ενός χάλκινου καθρέπτη και ενός ειδωλίου ντυμένης γυναικείας μορφής, μαρτυρούν ότι ένας τουλάχιστον από τους «κατοίκους» του τάφου της Μενδενίτσας ήταν γυναίκα.

Ενας εξάλλου από τους νεκρούς πρέπει να ήταν νεαρός άνδρας και µάλιστα αθλητής όπως μας επιτρέπει να συμπεράνουμε η παρουσία μιας σιδερένιας στλεγγίδας που Βρέθηκε οξειδωμένη και περισυλλέχτηκε σε κομμάτια. Οι στλεγγίδες ήταν μεταλλικά συνήθως αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι αθλητές μετά τον αγώνα για να αποξύσουν το λάδι με το οποίο αλείφονταν και τη σκόνη που είχε επικαθίσει πάνω στο δέρµα τους. Ενας άλλος νεκρός θα πρέπει να επιδιδόταν στο κυνήγι και γι’ αυτό του πρόσφεραν ένα χάλκινο βλήμα, που χρησιμοποιείτο σε ένα είδος σφεντόνας με το οποίο κυνηγούσαν άγρια ζώα.

Μια άλλη συνήθεια που καταγράφεται συχνά στούς τάφους των ελληνιστικών χρόνων είναι η προσφορά στο νεκρό νομισμάτων, συνηθέστερα χαλκών, τα οποία τοποθετούσαν είτε στο στόμα του είτε στο χέρι του και προρίζονταν για την πληρωμή των διοδίων στο Χάροντα ή κατ’ άλλη δοξασία στον Ερμή Ψυχοπομπό, για να μεταφέρουν την ψυχή με τη βάρκα τους διαμέσου της Αχερουσίας λίμνης στον Άδη. Η παρουσία δύο χαλκών νομισμάτων στη σαρκοφάγο της Μενδενίτσας μας υποδηλώνει ότι και οι κάτοικοι της εκεί αρχαίας πόλης είχαν υιοθετήσει αυτό το έθιμο, που επίσης ασκείται ακόμη σε μερικά χωριά και μάλιστα της Φθιώτιδας.

Όποιος διαβάσει αυτό το μικρό άρθρο αβίαστα θα καταλήξει στο ούτως ή άλλως ευνόητο συμπέρασμα ότι η ερμηνεία των φαινομένων σε όλο το φάσμα των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων πρέπει να συντελείται από τους ειδικούς προς τούτο επιστήμονες, και σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να χαθούν πολύτιμες πληροφορίες. Με βάση λοιπόν αυτήν τη αρχή βλέπουμε πως ένας τελείως συνηθισμένος τάφος, όταν τύχει της σωστής μεραχείρισης, γίνεται πηγή πληροφοριών, χρησίμων για τη συμπλήρωση των γνώσεών μας για ένα χώρο εν πολλοίς άγνωστο, όπως η Μενδενίτσα, του οποίου η ιστορία μένει ακόμα να ανακαλυφθεί.

Σύμφωνα λοιπόν με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, όλοι οι κάτοικοι της περιοχής που ενδιαφέρονται για το τόπο τους, την ιστυορία του και την προβολή του, θα πρέπει να απέχουν από βλαπτικές και συνήθως παράνομες ενέργειες σε βάρος των αρχαιοτήτων, στις οποίες οδηγούνται είτε από περιέργεια είτε απο ιδιοτέλεια, και να ειδοποιούν αμέσως την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία, κάθε φορά που αντιλαμβάνονται την αποκάλυψη ενδείξεων ύπαρξης αρχαοτήτων σε κάποιο χώρο.

Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε ότι οι περγαμηνές βάσει των οποίων κατέχουμε αυτό το χώρο που συνιστά την πατρίδα μας, την Ελλάδα, που μας δίνουν το δικαίωμα να λεγόμαστε Έλληνες, να υπερηφανευόμαστε για αυτό και να υποστηρίζουμε τα εθνικά μας δίκαια, βασίζονται ακριβώς πάνω στα ιστορικά μας τεκμήρια, τα αρχαία μας.


Ανατολική Λοκρίδα. Η Ιστορία της μέσα από τα Μνημεία και τις Αρχαιολογικές Έρευνες

Φανουρία Δακορώνια

Δρ. Αρχαιολογίας - Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων Λαμίας


Το άρθρο αυτό της αειμνήστου Φανουρίας Δακορώνια, έχει δημοσιευτεί στο Βιβλίο "Λοκρίδα. Ιστορία και Πολιτισμός", Εκδόσεις "Κτήμα Χατζημιχάλη", Αθήνα 2002. Παρότι δεν υπάρχει κάποια άμεση αναφορά, είναι βέβαιο ότι μέρος του περιεχομένου του αφορά και την αρχαία Λοκρική πόλη στη θέση της Μενδενίτσας. Το άρθρο, το οποίο διατίθεται στην ιστοσελίδα με την ευγενή συγκατάθεση των εκδοτών, προλογίζεται στην ενότητα "Ιστορία Λοκρίδας", και βρίσκεται ΕΔΩ.