Ο Χάμπερμας παρουσιάζει στο έργο του “Ο Μεταεθνικός Αστερισμός” τόσο τις απόψεις του ίδιου, όσο και τις αντιλήψεις άλλων σημαντικών φυσιογνωμιών (π.χ. Χέγκελ) για σημαντικά φιλοσοφικά ζητήματα της νεότερης εποχής και στη συνέχεια εξετάζει την ορθότητά τους προσπαθώντας να απορρίψει κάθε αντίφαση που μπορεί να προκύψει, με αποτέλεσμα στο τέλος να μην αφήνει περιθώριο για διαφωνία. Αυτή η δομή κι ο τρόπος σκέψης συχνά συναντώνται στα φιλοσοφικά δοκίμια και έχουν στόχο να πείσουν τον αναγνώστη.
Προκείμενου να αντιληφθούμε τη σύγχρονη πραγματικότητα ο Χάμπερμας ανατρέχει στο παρελθόν:
Ο κόσμος λειτουργεί με συμβάσεις. Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός πως, αν και ημερολογιακά θεωρούμε ως τομές χρονολογίες όπως το 1900 ή το 2000, αυτές δεν έχουν καμία σημασία συγκριτικά με τα ιστορικά έτη του 1914 ή 1945 κ.ά. Οι τομές, ωστόσο, που χωρίζουν τις χιλιετίες αλλά και τους αιώνες αποτυπώνουν συχνά τις τάσεις όλης της περιόδου που προηγήθηκε.
Υπάρχουν 3 παράμετροι για την ερμηνεία του κόσμου τον 20ό αιώνα, ο οποίος φαίνεται να ευνοεί αποκλειστικά την Αμερική, τη μόνη όχι απλά ανέπαφη, αλλά ουσιαστική νικήτρια.
α) Η πρόκληση που δέχθηκε το καπιταλιστικό σύστημα από τον κομμουνισμό και την καταναγκαστική σχεδόν εκβιομηχάνιση.
β) Η ματαίωση της ελπίδας που αποβλέπει στον περιορισμό της κρατικής εξουσίας και στην εξανθρώπιση των κοινωνικών σχέσεων.
γ) Η καταμέτωπη σύγκρουση ιδεολογιών, μια μεταφασιστική ερμηνεία των τάσεων όλης της περιόδου που προηγήθηκε.
Η μάζα ως κοινωνική μορφή γίνεται ήδη διακριτή από τον 20ό αιώνα, όταν έχουμε εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού. Πρώτα προηγήθηκε η αστικοποίηση και έπειτα ακολούθησε η μαζικότητα σε όλο της το μεγαλείο, μαζική κινητοποίηση για τους πολέμους, μαζική αθλιότητα, μαζική κρίση. Με την ανάπτυξη των τεχνολογιών, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, η μαζικότητα αυτή λαμβάνει αργότερα καινούργια διάσταση λόγω των μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ).
Σημαντικές μεταβολές παρατηρούνται και σε οικονομικό επίπεδο. Στους 3 τομείς της οικονομίας (αγροτική, βιομηχανική, εμπόριο/υπηρεσίες) προστίθεται ένας 4ος, αυτός της γνώσης. Η σύγχρονη εποχή είναι η εποχή της πληροφορίας, η ανταλλαγή της παρέχει χρήμα, η αξιοποίησή της παράγει, ενώ πλέον πληθώρα επαγγελμάτων εξαρτιούνται αποκλειστικά από αυτήν. Η ήδη υπάρχουσα αστικοποίηση από τα τέλη του 20ού στις αρχές του 21ου αιώνα κορυφώνεται πλέον με τη σχεδόν πλήρη εκκένωση του αγροτικού πληθυσμού να είναι γεγονός, ενώ εξωπραγματικά για άλλες εποχές τεχνολογικά επιτεύγματα, όπως το ταξίδι στο διάστημα και η ατομική ενέργεια, επηρεάζουν την ηθική μας αντίληψη. Ταυτόχρονα, η αναμφισβήτητη εκμηδένιση των αποστάσεων αλλάζει τον κόσμο.
Αναμφίβολα πάντως ο 20ός αιώνας διέπεται από μια ανείπωτη βαρβαρότητα και απίστευτες θηριωδίες, οι οποίες, ωστόσο, στην κάμψη τους πραγμάτωσαν τον εκμηδενισμό και επέτρεψαν την αλλαγή κεφαλαίου, ενώ διαμόρφωσαν τις συνθήκες και την απελπισμένη θέληση για την κατά βάση ειρηνική περίοδο που διανύει η Ευρώπη έκτοτε. Ορόσημα αποτελούν το κοινωνικό κράτος της Ευρώπης αλλά και το τέλος της αποικιοκρατίας, η οποία αξίζει να σημειωθεί πως δεν έγινε ιδιαίτερα ομαλά. Υπό τη μορφή πάντως των μαζικών δημοκρατιών αναπτύχθηκε και ευθυγραμμίστηκε ο καρποφόρος οικονομικά καπιταλισμός. Συνολικά ο 20ός αιώνας κλείνει στον αστερισμό ενός κοινωνικά εξημερωμένου καπιταλισμού και ενός κοινωνικά αμείλικτου νεοφιλελευθερισμού.
Ωστόσο, σήμερα έχει αντιστραφεί αυτή η τάση με τη σταδιακά ανεξέλεγκτη πορεία της παλαιάς δομημένης και δημοσιονομικά υπεύθυνης οικονομίας. Πλέον γίνεται μια μαζική προσπάθεια των ισχυρών για περιορισμό της. Κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, αύξηση της φτώχειας, χάσμα συνθηκών ζωής με άξονα την απασχόληση είναι μερικά από τα συμπτώματα της διάλυσης που επιδέχεται το κοινωνικό κράτος. Στην παγκόσμια οικονομία για να αναπτυχθεί μια χώρα πρέπει να περιορίσει τον κρατικό παράγοντα. Ο περιορισμός αυτός βαθμιαία εμφανίζεται και στη δυνατότητα των χωρών να λαμβάνουν αποφάσεις ακόμη και πολιτικής φύσεως. Προκειμένου να επιβιώσει το κράτος πρέπει να υιοθετήσει μια πιο ήπια στρατηγική, σύμφωνη με το μέλλον και παρόμοια με αυτή των επιχειρήσεων. Σήμερα, πάντως, το κύρος του κοινωνικού κράτους αντικατοπτρίζει αυτό ενός απλού συμβιβασμού.
Οι εθνικές κυβερνήσεις οραματίζονται οικονομικά μεγέθη που μπορούν να επιτευχθούν μόνο σε βάρος των πολιτικών και κοινωνικών στόχων. Παράλληλα, η ανάγκη βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των εδρών τους στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, εμποδίζει τη διαμόρφωση μιας κοινωνικής πολιτικής θέτοντας σε κίνδυνο τη δημοκρατία.
Επιπλέον, η παγκοσμιοποίηση προκαλεί διάφορα κοινωνικά προβλήματα, καθώς και τα εθνικά κράτη έχουν περιορισμένο ρόλο στη λήψη αποφάσεων σε βαθμό που δε δύνανται να μετριάσουν τις αρνητικές συνέπειες των υπερεθνικών αγοραίων συναλλαγών.
Δεδομένης της κατάστασης, περισσότερες προοπτικές διακρίνονται στην προσαρμογή της εθνικής οικονομίας στον παγκόσμιο ανταγωνισμό με τα μέτρα μιας προνοητικής βιομηχανικής πολιτικής, την προώθηση έρευνας και ανάπτυξης, την επαγγελματική κατάρτιση και ευελιξία με βελτιωμένη εκπαίδευση και μετεκπαίδευση.
Ακόμη, το εθνικό κράτος έχει μετατραπεί σε κοινωνικό κράτος και για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης πρέπει να ενταχθεί σε πολιτικές ενότητες προλαβαίνοντας έτσι μια υπερεθνική οικονομία, η οποία αφήνει πίσω το κράτος. Παραδείγματα υπερεθνικών θεσμών είναι η NAFTA (Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής) ή η Ευρωπαϊκή Ένωση με μεγαλύτερα κέρδη συνεργασίας, ενιαίο νόμισμα και πολιτικές ενότητες με ιεραρχημένες αρμοδιότητες. Γενικά, οι μεγάλες πολιτικές ενότητες προκαλούν αμυντικές συμμαχίες διατηρώντας όμως τον ανταγωνισμό των «εδρών». Παράλληλα, υπάρχει αδυναμία στη δημιουργία μιας πολιτικής που μπορεί να ελέγξει τις αγορές, λόγω των πολυάριθμων συγκρουόμενων συμφερόντων.
Συν τοις άλλοις η παγκοσμιοποίηση έχει κάποιες πολύ θετικές πτυχές όπως η επιτάχυνση και η συμπύκνωση της επικοινωνίας και των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των αποστάσεων και των χρονικών διαστημάτων. Όμως υπάρχουν και δύο σημαντικές αλήθειες της εποχής που δεν είναι άλλες από την περιορισμένη επέκταση των αγορών λόγω των συνόρων του πλανήτη και τη δραματική εξάντληση των πόρων, που οι συνέπειές τους είναι ορατές και αναπόφευκτες για όλους. Με αυτόν τον τρόπο είναι σαφές ότι κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία μιας κοινότητας κρατών με κοσμοπολίτικες διαστάσεις που θα οδηγήσει αντίστοιχα σε μια συνείδηση κοσμοπολίτικης αλληλεγγύης με αμοιβαία συμφέροντα. Όμως, για την ομαλή λειτουργία της κοινότητας κάθε κράτος πρέπει να διατηρεί την αυτοτέλεια, την οικεία βούληση και την ιδιαιτερότητά του.
Τι είναι η νεωτερικότητα;
«Οπωσδήπποτε ταυτίζεται με την αυτονομία, την απόπειρα να απαντηθούν τα μείζονα ερωτήματα της πολιτικής, της οικονομίας και της γνώσης, με κοσμικούς και όχι μεταφυσικούς-θεολογικούς όρους. Αυτό διανοίγει νέες δυνατότητες και ελευθερίας και κυριαρχίας ταυτόχρονα.» όπως εξηγεί ο Βασίλης Μπογιατζής, διαδάκτωρ του ΕΜΠ/ΕΚΠΑ στην Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας.
Ο Χάμπερμας αναλύει την έννοια του νεωτερισμού ως μια έννοια άμεσα συνδεδεμένη με τις βάσεις της οικονομικής επέκτασης σε παγκόσμιο επίπεδο. Αρχικά, αναφέρει ότι ο νεωτερικός υποδηλώνει τη συνείδηση μιας νέας εποχής με κυριότερο σταθμό νεωτερισμού στην πιο πρόσφατη ιστορία τη Γαλλική επανάσταση και τον Διαφωτισμό. Χαρακτηριστικό του νεωτερισμού είναι επίσης η ολοκληρωτική κριτική του Λόγου.
Στη σύγχρονη φιλοσοφία δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην εννοιολογική σύλληψη της εποχής βάσει του χρόνου και της ιστορίας. Μεγαλύτερο επίτευγμα της εποχής θεωρείται το γεγονός πως το ίδιον του πνεύματος βρίσκει στον εαυτό του τον εαυτό του δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της υποκειμενικότητας και ως επακόλουθο την ελευθερία στοχασμού.
Τελικά, όμως, υπάρχει νόημα να φιλοσοφούμε; Ο Λόγος είναι το κύριο όπλο της νεωτερικότητας, καθώς δεν έχει πρότυπα και προκαταλήψεις, απλά στοχεύει προς το μέλλον και φιλοδοξεί να γίνουν πολλές αλλαγές. Βέβαια, ο Λόγος μόνο με αυτοκριτική εκφράζεται ουσιαστικά, επειδή αλλιώς γίνεται υποκειμενικός και ξεφεύγει από τα πλαίσια της υλοποίησης. Ακόμη και με τον Λόγο, το μόνο που μπορεί να κάνει η φιλοσοφία και η νεωτερικότητα είναι να υποσχεθεί πως θα προσπαθήσει να εφαρμόσει τις ιδέες της, αφού τις έχει προσδιορίσει. Οι αντιλήψεις αυτές γενικότερα εντοπίζονται στην ιστορική περίοδο του Διαφωτισμού και της Αναγέννησης.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ
Ο Χάμπερμας καταλήγει και σε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τον 20ό αιώνα, έναν αιώνα τεχνολογικής προόδου και κρίσιμων οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων.
Αυτός ο αιώνας ήταν δεσμευμένος ως μια αντανάκλαση του Διαφωτισμού, αφού βρισκόταν στη σκιά του δυτικού πολιτισμού που είχε εξελιχθεί από τους προηγούμενους αιώνες.
Χαρακτηριστικό αυτού του αιώνα είναι ο εκσυγχρονισμός. Το μεγαλύτερο επίτευγμα της νεωτερικότητας είναι η αλληλο-εξάρτηση μεταξύ των κρατικών μηχανισμών και των επιχειρήσεων (κρατική διοίκηση-καπιταλιστική κοινωνία). Δεν είναι ευνοϊκό να κυριαρχεί η οικονομία επί του κράτους ή αντίστροφα.
Ενώ υιοθετήθηκε μια δεοντολογική βάση και διάφορα συστήματα αξιών και αρχών, αυτά σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί ως πηγές δράσης και δραστηριοποίησης. Έτσι, οι δράσεις γίνονται πλέον αφορμές επουσιώδεις, οι οποίες είναι συνυφασμένες με νομική ισχύ και άλλα εργαλεία σε ένα «ατσάλινο περίβλημα», όπως το θέτει ο Χάμπερμας.
Οι άνθρωποι που μπορούν να πράξουν ουσιαστικά είναι οι ισχυρές προσωπικότητες που μπορούν να χρησιμοποιούν τις αξίες τους για να υποστηρίζουν τις ιδέες τους. Είναι ανεξάρτητοι και αποφασισμένοι να αγωνιστούν για το δίκαιο. Βέβαια, οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τον Λόγο μόνο ως βολικό εργαλείο, χωρίς να τον έχουν προσωποποιήσει και να τον έχουν ριζώσει στις αρχές και τα ήθη τους.
Άλλο χαρακτηριστικό αυτού του αιώνα είναι ότι από εκεί και μετά, η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία άρχιζαν να υποβαθμίζονται και να θεωρούνται ως βάσεις δεδομένων για τη λήψη αποφάσεων, ιδίως για τον καταμερισμό της εργασίας.
Τον 20ό αιώνα οι μετανεωτερικές θεωρίες, αντί να αναπτύσσουν σωστή επιχειρηματολογία, απλά περιέγραφαν επιφανειακά τις βλέψεις τους. Εντοπίζουμε, ως αποτέλεσμα αυτού, δυο φαινόμενα:
Μένουν ακατανόητα τα επιτεύγματα της νεωτερικότητας και της φιλοσοφίας.
Τα επιτεύγματα της μετανεωτερικότητας απηχούν το κοινό συλλογικό συμφέρον. Πάντοτε δίνεται προσοχή στο να μην υπάρχουν μηχανισμοί αποκλεισμού ορισμένων ομάδων, για να μην στερηθεί κανείς τα δικαιώματά του.
Ο νεωτερικός λόγος έχει έναν αυτοέλεγχο, καθώς ο ίδιος θέτει τα όρια των ιδεών και της κοινωνικής θεωρίας. Πολλοί βέβαια φοβούνται πως αυτή η λειτουργία οδηγεί σε επιχειρηματολογική βία, παραβιάζοντας έτσι τις υποσχέσεις που θέτει ο ίδιος ο μετανεωτερισμός.
Η σωστή φιλόσοφοι γνωρίζουν και τα προβλήματα των μαθητών…
Σύμφωνα με τον Χάμπερμας, ο Λόγος σήμερα ταυτίζεται με την εξυπνάδα, την μόρφωση, με αποτέλεσμα να χάνει την μεταφυσική του υπόσταση και αξία. Αυτό το αντιλαμβάνονται κυρίως οι μαθητές, οι οποίοι ζουν στην φάση της εγκατάλειψης των νεωτερικών εννοιών και του κύρους που είχε ο Λόγος κατά τον Διαφωτισμό. Ζούμε πλέον σε εποχή που Λόγος δεν είναι πηγαίος από το στόμα μιας αυθεντίας, αλλά από βιβλία τυπικά και «στενόμυαλα».
Σύμφωνα με τον Χάμπερμας, οι διαγνώσεις και οι αντιλήψεις που έχουμε για τη νεωτερικότητα βασίζονται στις φιλοσοφικές σκέψεις και στο πλαίσιο του Λόγου. Παρουσιάζεται όμως πρόβλημα, καθώς η στάση πολλών ειδικών της μετανεωτερικότητας έρχεται σε αντίθεση με τη φύση των εννοιών και ορθολογικοτήτων που προκύπτουν. Προσπαθώντας να διερευνήσει περαιτέρω αυτό το πρόβλημα, ο Γερμανός κοινωνιολόγος αποφασίζει και αναλύει τρεις βασικές διαστάσεις αυτού του προβλήματος:
1) Με τον όρο «Τύπος Ορθολογικότητας», ο Χάμπερμας προσπαθεί να περικλείσει την αντίληψη του καθένα για το τι είναι ορθό και πώς το κατανοούμε. Όπως κάθε λαός χρησιμοποιεί διαφορετικές λέξεις για να εκφράσει την άποψή του για κάτι, έτσι και ανά τις παραδόσεις, οι αντιλήψεις των ανθρώπων και η γνώμη τους για το ορθό διαφέρουν. Καθώς δεν μπορούμε να ταξινομήσουμε αυτούς τους «τύπους ορθολογικότητας», πέρα από τη σκοπιά του «τύπου ορθολογικότητας» του ταξινομητή-αξιολογητή, είναι αδύνατο να θεωρήσουμε κάποιον καλύτερο. Συνεπώς, όπως αναφέρει και ο Ρόρτυ, μόνο μέσω των δικών μας αντιλήψεων χαρακτηρίζουμε κάτι ως αληθές ή ψευδές. Κατά συνέπεια, προκύπτει το ερώτημα:
«Πώς μπορεί ο οποιοσδήποτε να συνεννοηθεί με κάποιον άλλο για κάτι στον κόσμο;»
Για να το απαντήσουμε, θα χρειαστεί τα δύο άτομα τα οποία επικοινωνούν να στηριχτούν σε εξωτερικευμένες αξιώσεις αλήθειας. Έννοιες, οι οποίες ξεφεύγουν από ένα πλαίσιο αναφοράς και εξυπηρετούν στην διευκόλυνση της επικοινωνίας τους. Επιπροσθέτως, είναι σημαντικό για τους δύο αυτούς ομιλητές να αναγνωρίζονται οι ελευθερίες τους. Να γνωρίζει και να σέβεται ο ένας, τον τύπο ορθολογικότητας του άλλου και αντίστροφα. Μία αμφίδρομη τέτοια σχέση είναι αυτή που θα μπορέσει να γεφυρώσει το χάσμα που δημιουργείται μεταξύ της επικοινωνίας δύο ατόμων.
2) Ο Χάμπερμας, προκειμένου να αναφερθεί στις πηγές των αξιών, στις πολιτιστικές γνώσεις, στους κανόνες και τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την επικοινωνία χρησιμοποιεί την φράση «κόσμος της ζωής», εκφράζοντας έτσι το σύνολο αυτό.
Αυτός, λοιπόν, ο «κόσμος της ζωής» «εξορθολογίζεται» (γίνεται δηλαδή πιο ορθός), και αυτό φέρει κάποια αποτελέσματα. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι (α) η πολιτιστική παράδοση, (β) η κοινωνικοποίηση του ατόμου και (γ) η ενοποίηση της κοινωνίας. Αυτοί οι άξονες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα μιας κοινωνίας και τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε ορισμένα πράγματα σε αυτή. Παραδείγματος χάρη, ορίζοντας πιο ορθή και σωστή την αρχαιοελληνική κουλτούρα, παρατηρούμε πως αυτή συμβάλλει στην πολιτιστική παράδοση και μας ενώνει ως «Έλληνες». Αντίθετα, σε περίπτωση που την απαξιώναμε, δεν θα μας επηρέαζε σαν κοινωνία, ούτε θα χαρακτήριζε τον πολιτισμό μας και την ταυτότητά μας. Μάλιστα, ένας τέτοιος «εξορθολογισμός» αποτέλεσε τη βάση για την καπιταλιστική μορφή της οικονομίας και την κρατική διοίκηση. Σύμφωνα με τον Χάμπερμας, το οικονομικό σύστημα και ο κρατικός μηχανισμός ΠΡΕΠΕΙ να βρίσκονται στα πλαίσια ενός «κόσμου της ζωής».
3) Τα μέλη του «κόσμου της ζωής» αντλούν από την αλληλεγγύη, τις αξίες, τους κανόνες και εδραιωμένα μοντέλα επικοινωνίας. Με τον εξορθολογισμό του «κόσμου της ζωής», αυτές οι πηγές «βουλώνονται», και η αποδοχή που είχαν πάρει από τους ανθρώπους καταστρέφεται. Αυτό, άλλωστε αποτελεί βασικό κομμάτι του θεωρήματος του «Στοχαστικού Εκσυγχρονισμού», ο τρόπος λειτουργίας των εξορθολογισμένων αυτών κόσμων της ζωής, ψάχνει και ανακαλύπτει νέες πηγές, αφού πρώτα στερέψει και βουλώσει τις προηγούμενες. Αυτό απεικονίζει, μεταβιομηχανικές εξελίξεις όπως η εξάντληση των πόρων και τα προβλήματα που προκύπτουν γιατί πια δεν «φορτώνονται» σε ξένες κοινωνίες ή άλλους τομείς/γενιές. Οι κοινωνίες του κόσμου, συνεπώς, μετατρέπονται σε «αυτοστοχαστικές».
Το σύγγραμμα για τον «Μεταεθνικό Αστερισμό» του Χάμπερμας, περιλαμβάνει και τις απόψεις του Γερμανού φιλοσόφου για την κλωνοποίηση και τη γενετική, εξετάζοντάς τες από μια πιο ηθική σκοπιά. Όπως αναφέρει και η Μπεκ-Γκέρνσχαϊμ, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία ομαλοποίηση των ηθικών εξοργίσεων σχετικά με την Γενετική και την Ευγονική. Καθώς ερευνητικά και οικονομικά συμφέροντα μπαίνουν στο παιχνίδι, αλλά και με το αυξημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, πολλοί ηθικοί ενδοιασμοί διαλύονται. Μέχρι τώρα, τα χαρακτηριστικά και οι προδιαθέσεις ενός ατόμου αποτελούσαν κάτι το εντελώς τυχαίο, κάτι το οποίο αποδιδόταν στο πεπρωμένο. Για πολλούς, αυτή η τυχαιότητα προβλημάτιζε και προκαλούσε το άτομο να διερωτηθεί για τη φύση και το πεπρωμένο του και κατά τους αιώνες ερμηνευόταν κυρίως σε θρησκευτικό ή μεταφυσικό πλαίσιο.
Με τον έλεγχο που αποκτά κάποιος δημιουργώντας ένα κλώνο πάνω στο γενετικό πρόγραμμα κάποιου μπορεί εμμέσως να τον εξουσιάσει, επηρεάζοντας τις προδιαθέσεις του και τις ιδιότητές του. Αυτό ΠΡΕΠΕΙ να απαγορεύεται, όχι εξαιτίας της πανομοιοτυπίας των δύο ατόμων αλλά εξαιτίας της αλαζονείας και υποδούλωσης που συνεπάγεται μια τέτοια πράξη.
Ο Χάμπερμας συγκρίνει αυτήν τη γενετική δουλεία με τον θεσμό της δουλείας και τον δουλοκτήτορα με τον γεννήτορα. Όπως η δουλεία, έτσι και η γενετική διάστασή της δε συμβαδίζει με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Αν και η ταυτότητα ενός ανθρώπου δε συγκροτείται μόνο από τα γενετικά δεδομένα, αλλά και από τις εμπειρίες και το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει και αναπτύσσει τον χαρακτήρα και τα ενδιαφέροντά του, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδεχτεί και να ξεπεράσει ίσως κάποιο γενετικό χαρακτηριστικό, ένας κλώνος ή κάποιος γενετικά επηρεασμένος μπορεί να αποδώσει τις ευθύνες αυτές στον γεννήτορά του.
Μία τέτοια κατάσταση μπορεί κάλλιστα να ξεφύγει από τα νομικά πλαίσια και οι κλώνοι μπορεί να αντιμετωπιστούν ως μειονότητα. Αυτό θέτει πολλές απορίες για την κοινωνική συγκρότηση ενός τέτοιου κόσμου αλλά και για το πώς η ηθική και η γνώμη του κοινού μπορεί να επιδράσει πάνω σε αυτήν την αλλαγή, η οποία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επηρεάζει κάθε τομέα της ζωής όπως την ξέρουμε.