ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΑΙΧΤΕΙ
Χορός πάνω στα στάχυα - Θέατρο Διονύσια, Αδαμάντιος Λεμός,1950
Έβδομη μέρα της δημιουργίας - Εθνικό Θέατρο, Κωστής Μιχαηλίδης, 1956
Ένας νιόπαντρος προσπαθεί να ξεπεράσει τη μιζέρια της τάξης του, χωρίς όμως να διαθέτει τα απαραίτητα εφόδια. Συλλαμβάνει ένα φιλόδοξο σχέδιο, το οποίο υποβάλλει σε μια μεγάλη τσιμεντοβιομηχανία. Φαίνεται να πιστεύει ότι η επιτυχία είναι πολύ κοντά, και την ψευδαίσθησή του αυτή τη μεταδίδει τόσο στη γυναίκα του, όσο και στον πατέρα του. Όταν το σχέδιό του απορρίπτεται από την εταιρεία, αποκρύπτει το γεγονός από τους δικούς του, εντείνοντας το αδιέξοδο. Εξακολουθεί να φεύγει από το σπίτι, για να πάει δήθεν στη δουλειά, όμως περιπλανιέται άσκοπα στην Αθήνα.
Στο έργο αυτό βασίστηκε και ομώνυμη ταινία, η οποία αποτελεί την μοναδική περίπτωση που ο Καμπανέλλης ανέλαβε την συνολική ευθύνη της μεταφοράς του κειμένου στον κινηματογράφο.
«ΚΛΗΤΗΡΑΣ: Ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος σωστά, σας το λέω εκ πείρας! Έπρεπε να ‘χει το σπίτι του κολλημένο στη ράχη του όπως το σαλιγκάρι, το κοχύλι, η χελώνα! Είμαι βέβαιος ότι κανένα Πρωτοδικείο δε θα έβγαζε απόφαση να του αφαιρεθεί το καβούκι κατά τον ίδιο τρόπο που δεν βγάζουν απόφαση να του κόψουν τα πόδια. Αυτές οι πρώτες ανάγκες, όπως η στέγη, έπρεπε να είναι μέλος του οργανισμού μας…»
Αυτός και το παντελόνι του - Θέατρο Τέχνης, Βασίλης Διαμαντόπουλος, 1957
Στο πρώτο μέρος της παράστασης, ο ήρωας του Καμπανέλλη είναι «Αυτός» που συγκατοικεί με τις φορτισμένες αναμνήσεις και τις φαντασιώσεις που του προκαλεί η αβάσταχτη μοναξιά. Το δυσαναπλήρωτο κενό της μάνας γίνεται ηχηρός μονόλογος, με μόνους ακροατές τα έπιπλα του σπιτιού του. Η υποσυνείδητη ανάγκη «Αυτού» να «έχει έναν άνθρωπο» εκφράζεται, άλλοτε με υποδόριο χιούμορ κι άλλοτε με ακραιφνή ευαισθησία.
Η αυλή των θαυμάτων - Θέατρο Τέχνης, Κάρολος Κουν, 1957
Τέλη της δεκαετίας του 1950. Σε μια αυλή, σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, διασταυρώνονται ένας γέρος πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία που φορτωμένος τα στρώματά του σκαρφαλώνει στο ταρατσάκι του, η γυναίκα του που με μια φέτα ψωμί στο χέρι καλεί τον χαμένο εγγονό της, μια χήρα που σιγοτραγουδά τη «Ραμόνα», ένας ονειροπόλος, ένα αντρόγυνο που άλλοτε χαϊδολογιέται και άλλοτε μαλλιοτραβιέται ενώ σχεδιάζει να φύγει στην Αυστραλία, μια συνοικιακή καλλονή που ελπίζει να γίνει σταρ του σινεμά, ένας «μοιραίος» υδραυλικός. Σε αυτόν τον μικρό χώρο κατοικεί ολόκληρη η Ελλάδα. Λίγο πριν καταρρεύσει το οικοδόμημα, μια ερώτηση αναδύεται: τι βιώνουμε, τελικά, ένα μίζερο αδιέξοδο ή ένα θαύμα;
«Η Αυλή των Θαυμάτων βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς, που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα. Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν, φεύγουν κι η συνηθισμένη λαχτάρα του Ρωμιού είναι να στεριώσει κάπου, να σιγουρέψει κάτι», σημειώνει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης.
Η ηλικία της νύχτας - Θέατρο Τέχνης, Κάρολος Κουν, 1959
Σε ένα αθηναϊκό αστικό σπίτι του 1954, ο γιός του πλούσιου Καρρά, ο Δημήτρης, κουρασμένος από την υπερπροστασία των δικών του, αλλά και απογοητευμένος από την κενότητα της τάξης του, συγκινείται από τη συμπεριφορά των προσφύγων που ζουν στο ισόγειο της οικίας του. Όταν, όμως, ο πατέρας του αποφασίζει να τους διώξει, ο Δημήτρης συγκρούεται μαζί του και, εν τέλει, αυτοκτονεί.
«ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Μα για ποιο λόγο;
ΚΙΜΩΝ: Γιατί νιώθεις πως εκδικιέσαι… να γιατί!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Ότι εκδικιέμαι, ποιον…;
ΚΙΜΩΝ: Όλους… Όλα… Το σόι σου, τον εαυτό σου, τη ζωή σου, τον θάνατό σου…»
(Ο Κίμων είναι ποιητής και φίλος του Δημήτρη.)
Ο Γορίλας και η Ορτανσία - Θίασος Έλσας Βεργή, 1960
Ο κύριος Καθηγητής, που έχει παντρευτεί την υπάκουη και πλούσια Μαίρη, αγοράζει από τον ζωολογικό κήπο έναν ολόγυμνο γορίλα, για τα πειράματά του. Συμπεριφέρεται απέναντί του σα να είναι κανονικός άνθρωπος που καταλαβαίνει τα πάντα. Και δεν τα πάει άσχημα. Τον βαφτίζει Αδάμ. Στο μεγαλοαστικό σπίτι του, ο κύριος Καθηγητής έχει στήσει ένα εργαστήριο για τα πειράματα και τις μελέτες του. Έχει επίσης και έναν υπηρέτη, τον Φίλιππο, κάποτε βοηθό του στην επιστημονική έρευνα. Η Μαίρη αποκτά μια περίεργη οικειότητα με τον Γορίλα, την οποία ο Καθηγητής δεν βλέπει με καλό μάτι. Ο Γορίλας αρχίζει να υιοθετεί την ανθρώπινη συμπεριφορά και ανατρέπει τις ήδη ευαίσθητες ισορροπίες.
Παραμύθι χωρίς Όνομα - Νέο Θέατρο, Βασίλης Διαμαντόπουλος, 1959
Το έργο αυτό –εμπνευσμένο από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα– εκτυλίσσεται σε μια χώρα δίχως όνομα, όπου τα πάντα έχουν ρημάξει από τις δυστυχίες, τα ταμεία έχουν αδειάσει από τους κυβερνήτες που τα «αλάφρωσαν» πριν την εγκαταλείψουν, την κυβερνά ένας άβουλος βασιλιάς, κι ο λαός ζει μέσα στην πείνα και την εξαθλίωση. Και επιπλέον, αντί για τη βοήθεια που όλοι ελπίζουν απ’ τη γειτονική χώρα, το μόνο που τελικά φθάνει, είναι η απειλή του πολέμου…
«Κι ήταν, που λέτε, μια φορά
όπου είχαμε ένα βασιλιά
καλό ανθρωπάκι.
Βαριά του ερχόταν η δουλειά
κι ήταν τα ζώα μου αργά
καλό ανθρωπάκι.
Απ’ το να τρέχει δω κι εκεί
Κάλλιο είχε μάσα και πιοτί
κι ένα υπνάκι.
Έτσι μας άφησε η χαρά
κι έτσι μας ήρθε η συμφορά
και το φαρμάκι.
Ρημάζουνε τα μαγαζιά
κλέφτει τους νιους η ξενιτιά
καλό ανθρωπάκι.
Μας εβαρέθη κι ο θεός
στάλα δε ρίχνει ο ουρανός
πάει το ψωμάκι.
Κι όλο πληθαίνουν οι φτωχοί
κι η πείνα μας κανοναρχεί
ψωμί – ψωμάκι.
Αυτή, που λέτε, τη φορά
όπου είχαμε ένα βασιλιά
καλό ανθρωπάκι.»
Το τραγούδι αυτό, όπως και άλλα από το ίδιο θεατρικό έργο, έχει μελοποιηθεί από τον Μάνο Χατζιδάκη.
Ένα Κουτό Κορίτσι - Θέατρο Μετροπόλιταν, Ιάκωβος Καμπανέλλης, 1963
Η γειτονιά των αγγέλων - Θέατρο Κοτοπούλη, Ιάκωβος Καμπανέλλης, 1963
Με φόντο την αυλή μιας ταβέρνας στη Δραπετσώνα, μπροστά στη «Μυρτιά» ξετυλίγονται τα πάθη και οι έρωτες των απλών ανθρώπων του μόχθου και της προσφυγιάς, αλλά και των ευνοημένων, εκείνων που ανήκουν στον «καλό κόσμο». Ο Αντρέας, ένας εργάτης, γιος προσφύγων, ερωτεύεται την Ξένια, κόρη του εργοστασιάρχη που τους γκρέμισε το σπίτι στο Κερατσίνι. Ο έρωτάς τους, παθιασμένος και έξω από τα καθιερωμένα, θα προκαλέσει την οργή της «γειτονιάς». Οι δύο εραστές θα παλέψουν, πρώτα με τις δικές τους προκαταλήψεις και έπειτα με αυτές της γειτονιάς, που λειτουργεί με τους δικούς της κώδικες. Η δύναμη της αγάπης τους, όμως, θα γεφυρώσει τις διαφορές και θα ζεστάνει τις καρδιές όλων.
«Ο δρόμος είναι σκοτεινός
Ώσπου να σ' ανταμώσω
Ξεπρόβαλε μεσοστρατίς
Το χέρι να σου δώσω
Στρώσε το στρώμα σου για δυο
Για σένα και για μένα
Ν' αγκαλιαστούμε απ' την αρχή
Να 'ν' όλα αναστημένα
Σ' αγκάλιασα μ' αγκάλιασες
Μου πήρες και σου πήρα
Χάθηκα μες στα μάτια σου
Και στη δική σου μοίρα
Μέσα στις ίδιες γειτονιές
Έρημος ζητιανεύω
Ό τι μαζί σού σκόρπισα
Γυρνώ και το γυρεύω»
Το τραγούδι αυτό, όπως και άλλα από το ίδιο θεατρικό έργο, έχει μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Βίβα Ασπασία - Θέατρο Χατζηχρήστου, Μιχάλης Μπούχλης, 1965
Αθήνα, Σεπτέμβρης του 1943 – πάνω που η Ιταλία συνθηκολογεί κι από τον Άξονα περνά στους Συμμάχους. Στο αστικό σπίτι της ηρωίδας, της νεαρής Ασπασίας, ζει ένας Ιταλός λοχαγός υπό τύπο επίταξης. Με το που γίνεται η συνθηκολόγηση ο Ιταλός θεωρείται παράνομος (από τους Γερμανούς) όπως κι οι Έλληνες αντιστασιακοί. Ο Ιταλός, ο Τσέζαρε, ζητά να μείνει στο σπίτι, να τον κρύψει εκεί η Ασπασία. Και δεν είναι μόνο αυτός παρά έρχονται κι άλλοι δύο συμπατριώτες που πέταξαν τη στολή και δεν θέλουν να συνταχθούν με τον Άξονα.
Ποια όμως είναι η Ασπασία; Μία ιερόδουλη που έχει χάσει τους γονείς της σε μικρή ηλικία και έχει μεγαλώσει με τη θεία της. Ο μοναδικός αδερφός της έχει εξαφανιστεί από το 1941 και δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Η θεία αδυνατεί να δεχτεί κάτι τέτοιο, εκβιάζει την Ασπασία και, εν τέλει, μαζί με τους Ιταλούς αντιφασίστες θα βρεθούν ενωμένοι με τους ΕΑΜίτες, οι οποίοι υιοθετούν την νεαρή καθώς και δύο άλλες ξεπεταγμένες που έκρυβαν τους Ιταλούς συντρόφους του Τσέζαρε, και θα ετοιμαστούν για το βουνό…
«ΑΣΠΑΣΙΑ: Θεία, μ’ έχετε μπερδέψει σε σημείο απίθανο. Προηγουμένως, είπατε ότι πρέπει να πηγαίνω με Γερμανούς διότι συνδεόμεθα απ’ τον καιρό του Όθωνα και της Αμαλίας! Τώρα μου λέτε ότι είναι εχθροί μας και πρέπει να τους παίρνουμε τα τρόφιμά τους, τα λάστιχα των αυτοκινήτων και τη βενζίνα τους.»
Οδυσσέα γύρισε σπίτι - Θέατρο Τέχνης, Κάρολος Κουν, 1966
Είκοσι χρόνια μετά το Δεύτερο Τρωικό πόλεμο, ο Οδυσσέας ναυαγεί, μαζί με τους συντρόφους του, στο νησί της Κίρκης, όπου η φήμη για τις ηρωικές του πράξεις έχει προηγηθεί. Τα κατορθώματά του έπλασαν γύρω του έναν θρύλο στον οποίο ο Οδυσσέας, μικρόσωμος και γερασμένος πια, δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Έτσι αναγκάζεται να γίνει “έμπορος” του ίδιου του μύθου, ξεχνά τα αγνά ιδανικά και τα όνειρα με τα οποία ξεκίνησε κάποτε και μετατρέπεται σε έναν “επαγγελματία-ήρωα” για χάρη της πολιτικής αναγκαιότητας.
«ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Δεν είμαι ο Οδυσσέας εγώ; Πού είναι η ταυτότητά μου; (Ψάχνεται). Μου κλέψανε και την ταυτότητά μου!... (Στην Κίρκη). Κι όμως έχω αποδείξεις ατράνταχτες... (Χώνει το χέρι του στην τσέπη και βγάζει ένα αλογάκι, κάτι σαν παιχνίδι παιδικό). Βλέπεις αυτό τ’ αλογάκι; Μ’ αυτό κερδίσαμε τον πόλεμο... Κουρδίζει το ελατήριο έτσι, έτσι, έτσι... (Γονατίζει) και γίνεται το θαύμα. (Αφήνει τ’ αλογάκι και λέει): Το βλέπεις; Τώρα θα σταματήσει... μια μικρή πορτίτσα που είναι στην κοιλιά του θ’ ανοίξει και θα βγούνε οι Έλληνες... Βλέπεις; Είναι το έργο μου, είναι ο Δούρειος Ίππος. Χάρη σ’ αυτό μπορούμε τώρα να παίζουμε κουμ καν, να ’χουμε έπιπλα, πιάνα. Βεβαιώθηκες τώρα; (Γυρίζει να δει τους άλλους. Έχουνε κάνει κύκλο με την ΚΙΡΚΗ στη μέση έτσι που ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ βλέπει μόνο τις πλάτες τους. Τα όσα λένε ακούγονται σαν ένας βόμβος). Ώστε δεν είμαι πια ο Οδυσσέας; Και τότε ποιός είμαι παρακαλά...; Μπορώ να μάθω ποιός είμαι; (Φεύγουν συνεχίζοντας να μιλάνε και να γελάνε όλοι μαζί).»
Η αποικία των τιμωρημένων - Πειραματικό Θέατρο Μ. Ριάλδη, Ιάκωβος Καμπανέλλης, 1970
Ασπασία - Θέατρο Διάνα, Κώστας Καζάκος, 1971
Το μεγάλο μας τσίρκο - Θέατρο Αθήναιον, Κώστας Καζάκος, 1973
Μέσα από τραγούδια, σατιρικά και δραματικά επεισόδια, η παράσταση διατρέχει όλες τις σημαντικές στιγμές του ελληνισμού: η Τουρκοκρατία, η επανάσταση του 1821, η βασιλεία του Όθωνα, η Μικρασιατική καταστροφή, ο πόλεμος του 1940 είναι ορισμένοι μόνο από τους βασικούς πυλώνες γύρω από τους οποίους χτίζεται το έργο…
Στην έναρξη έχουμε τους δύο πρωταγωνιστές, το Ρωμιάκι (Τζένη Καρέζη) –που κάνει και τις περισσότερες ερωτήσεις– και τον Ρωμιό (Κώστας Καζάκος), οι οποίοι προλογίζουν και συστήνουν στο κοινό αυτό που πρόκειται να επακολουθήσει:
«ΡΩΜΙΟΣ: Αρκετά!... Και τώρα μια τελευταία διευκρίνιση. Είπα ότι το έργο μας είναι κωμωδία. Αλλά δεν είναι απλώς διότι έτσι γράφτηκε ή διότι το λέμε εμείς. Είναι κωμωδία για έναν άλλο σοβαρότερο και πολύ πιο έγκυρο λόγο: Το δηλώσαμε ως κωμωδία, το υποβάλαμε στη λογοκρισία ως κωμωδία και ενεκρίθη ως κωμωδία δια της υπ’ αριθμόν 199 αποφάσεως. Δε θέλω με τούτο να πω ότι δυνάμει του νόμου τάδε είστε υποχρεωμένοι να γελάσετε. Κάθε άλλο! Επισημαίνει απλώς ότι οποιαδήποτε ομοιότης της κωμωδίας μας με δράμα είναι τελείως συμπτωματική.»
Το κουκί και το ρεβύθι - Θέατρο Αθήναιον, Κώστας Καζάκος, 1974
Ο εχθρός λαός - Θέατρο Αθήναιον, Κώστας Καζάκος, 1975
Το τραγούδι που ακολουθεί, όπως και άλλα από το ίδιο θεατρικό έργο, έχει μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη.
«Ήταν πατριώτη ένας λαός
ένας μεγάλος τοπικός εχθρός.
Θέλανε να ‘χουν όλοι το σπιτάκι τους
καθημερινά το μεροκαματάκι τους
να ‘χουν ακόμα κι άμα θα κακογεράσουν
μια συνταξούλα για να μην πεινάσουν.
Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός
ήταν τούτος ο παλιολαός…
Θέλανε να μην περπατούν στα τέσσερα
να σκέφτονται και να μιλούν ελεύθερα
να κυβερνάει αυτός που θα ‘χουνε διαλέξει
κανένας πια να μην τους κοροϊδέψει.
Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός
ήτανε τούτος ο παλιολαός…
Θέλαν το νόμο φίλο κι όχι φύλακα
να μη φοβούνται πια τον χωροφύλακα
την περηφάνια τους κανείς να μην πληγώνει
ούτε την πόρτα τους να ξεκλειδώνει.
Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός
ήτανε τούτος ο παλιολαός…
Όνειρα χίλια μέσα στο κεφάλι τους
τ’ αποθηκεύανε στο προσκεφάλι τους.
Χρόνια καλύτερα ελπίζανε να ‘ρθούνε
το σήμερα οι ληστές δεν εχτιμούνε.
Νιώθεις πατριώτη τι εχθρός
ήταν τούτος ο παλιολαός…»
Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα - Θέατρο Τέχνης, Κάρολος Κουν, 1976 | Μονόπρακτα:
Ο πιστός άνθρωπος
Η γυναίκα και ο λάθος
Δυο αστυνομικοί εισβάλλουν χαράματα σ’ ένα φτωχικό σπίτι, για να συλλάβουν το γιο. Υπόθεση ρουτίνας και για τον Αρχιφύλακα, αλλά και για τη Μάνα, η οποία έχει τόσο συνηθίσει αυτή την ιστορία ακολουθώντας τον αριστερό άντρα της από φυλακή σε φυλακή, που τη θεωρεί σχεδόν φυσική. Η αφοπλιστική της αφέλεια τσακίζει τα νεύρα του δυστυχισμένου Αρχιφύλακα, ο οποίος, μέχρι να γυρίσει ο γιος και να τον συλλάβει, μεταμορφώνεται σε ένα τραγικό πρόσωπο, έναν άνθρωπο-λάθος…
Ο πανηγυρικός
Ο Δήμαρχος μιας μικρής επαρχιακής πόλης την περίοδο της δικτατορίας, διορισμένος και όχι εκλεγμένος, την ημέρα που θεωρούσε ως τη σημαντικότερη της ζωής του, οδηγείται σε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Ο ευερέθιστος χαρακτήρας του και οι ενοχές του τον οδηγούν στην κατάρρευση και τη γελοιοποίησή του.
Ο άνθρωπος και το κάδρο
Ο Γιάγκος είναι ο τυπικός μέσος ανθρωπάκος, που όλα θέλει να τα φέρνει στα μέτρα του κάνοντας αχταρμά ιδέες και αρχές με εγωκεντρική μικροαστική προσέγγιση. Σε κάθε στραβή έχει μια «λύση» βολική και καθόλου ηθική. Είναι η νοοτροπία, που υποβάλλεται στην κοινωνία «να κοιτάς την δουλειά σου», να μη ρισκάρεις για τίποτα και άφησε τους άλλους να βγάζουν το φίδι απ’ την τρύπα…
Η παναγία των δολαρίων - Θέατρο Αθήναιον, Κώστας Μπάκας, 1977
Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού - Θέατρο Τέχνης, Κάρολος Κουν, 1978
Επτά αδέλφια, γυναίκες και άντρες, είναι κληρονόμοι μιας μεγάλης βιομηχανικής επιχείρησης, κάτω από την τυραννική αθανασία ενός επτάψυχου πατέρα, που μολονότι είναι σε μόνιμη αφασία διατηρεί το 51% των μετοχών του. Τα αδέρφια τσακώνονται μεταξύ τους γιατί όλα θέλουν να ηγηθούν και να αναλάβουν τη διεύθυνση της εταιρείας. Οι ανελέητες ραδιουργίες και οι λυσσαλέοι καυγάδες που γίνονται συνέχεια ανάμεσά τους οδηγούν στην αλληλοεξόντωσή τους. Τελικά, διαπιστώνουν ότι κυνηγούν και επενδύουν σε ένα μέλλον που δεν το ορίζουν και, μέσα από τις διάφορες κωμικοτραγικές καταστάσεις που ζουν, αποφασίζουν να συμφιλιωθούν και να μονοιάσουν...
Ο μπαμπάς ο πόλεμος - Θέατρο Τέχνης, Γιώργος Λαζάνης, 1980
Η Ρόδος του 305 π.Χ. έχει μετατραπεί σε έναν τουριστικό παράδεισο. Οι υπηρεσίες που παρέχονται στους τουρίστες βελτιώνονται συνεχώς και οι κάτοικοι παλεύουν να διατηρήσουν τον πλούτο και την ιδιοκτησία τους, μέσα σε ένα καθεστώς πολιτικής ουδετερότητας. Τα πράγματα, όμως, αλλάζουν όταν το νησί αποκτά στρατηγική σημασία για τα σχέδια των κατακτητών. Θα καταφέρουν οι πολίτες της Ρόδου να γλιτώσουν από την πολεμική μανία του Δημήτριου του Πολιορκητή; Και ποια είναι τα μέσα και τα όπλα για την επιβίωσή τους; Η κερδοσκοπία της τουριστικής δραστηριότητας, η έκπτωση των αξιών, ο άρρηκτος δεσμός της ιδιοκτησίας και της οικονομικής ανάπτυξης με την πολεμική δραστηριότητα και -πάνω από όλα- η υπενθύμιση πως ο πόλεμος παραμένει, σε όλες τις εποχές, ο «μπαμπάς» του κέρδους, της μεγαλομανίας και της απληστίας αποτελούν τα κύρια θέματα που πραγματεύεται το έργο.
«Φιλόξενος: Αγαπώ αυτή την πατρίδα σημαίνει πως είμαι διατεθειμένος να τα προσφέρω όλα στους ξένους!»
Ο αόρατος θίασος - Εθνικό Θέατρο, Γιώργος Μιχαηλίδης, 1988
«ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ: …γιατί είμαι ένας σκλάβος… ξέρετε ποιες ελευθερίες μού απομείνανε; …να διαλέγω μία γραβάτα που κοστίζει ένα μισθό υπαλλήλου, αλλά να μην τολμώ να μη φορώ γραβάτα… να έχω χίλιους εργατοϋπαλλήλους να δουλεύουν για μένα, αλλά να μην τολμώ τώρα πια να μην τους έχω… κάθε μέρα σχεδόν έχω μια σύσκεψη με σοβαρότατα θέματα… ξέρετε τι κάνω… προσέχω τα μάτια τους, προσέχω τις μύτες τους, τα δόντια τους, τα δάχτυλά τους, τη φωνή τους, τις λέξεις τους και αναρωτιέμαι “τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτούς και μ’ αυτά που λένε”… κι αυτό που θέλω ολόψυχα είναι να τους παρατήσω, να πάω στον πρώτο μανάβη να πάρω μια σακούλα μανταρίνια, να τρέξω στο λόφο του Φιλοπάππου… να ‘ναι μια ωραία λιακάδα… να κάτσω στα χόρτα… δεν το ‘χω κάμει όμως, ούτε θα το κάμω… ό,τι δεν μπορείς πια, δεν είναι κι ένας θάνατος;»
Ο δρόμος περνά από μέσα - Πειραματικό Θέατρο Μ. Ριάλδη, Ιάκωβος Καμπανέλλης, 1990
Πρωταγωνιστής του έργου είναι ο Φάνης Ποριώτης, ο οποίος μένει “αγκαλιασμένος” με τις αναμνήσεις του παρελθόντος, παρά το γεγονός πως κάποιες από αυτές είναι απροσδιόριστα τραυματικές. Ο νεαρός ανιψιός του και συγκληρονόμος του σπιτιού, Ανδρέας, αδημονεί να αφεθεί στα όνειρα του μέλλοντος, βρίσκεται, ωστόσο, εγκλωβισμένος στο παρόν από τις εμμονές του θείου του. Ο ανιψιός βλέπει το σπίτι ως ευκαιρία για το επόμενο βήμα, ένα εισιτήριο για την επαγγελματική του εξέλιξη, ενώ ο θείος ως το “σωσίβιο” μίας καταρρακωμένης ζωής... Δίπλα στον Φάνη, η Γλυκερία, γυναίκα που συνυπάρχει με την ιστορία της οικογένειας, σε παράλληλους βίους με τον πρωταγωνιστή, γνωρίζοντας κάθε σπιθαμή του σπιτιού και έχοντας σκοπό της ζωής της το να το προστατεύσει μαζί με τον ιδιοκτήτη του. Ανάμεσά τους, παρεισφρέει το ζευγάρι των Χάρη Αντωνάκου και της Λίτσας, που εποφθαλμιούν το οίκημα και προσπαθούν να ξεγελάσουν τον μοναχικό και καλόπιστο Φάνη, θέλοντας, δήθεν, να τον βοηθήσουν να το συντηρήσει, πουλώντας κάποια από τα πολύτιμα αντικείμενά του. Οργανωτής του σχεδίου ο Χάρης, με τη Λίτσα να είναι το υποχείριό του, ένα πλάσμα με αγγελικό πρόσωπο, που βρίσκεται κάτω από τη διαβολική σκιά του συζύγου της, μέχρι να φτάσουμε στο κλείσιμο και στην από κοινού συνειδητοποίηση της αλήθειας τους και του ψέματός της.
Ο δείπνος - Εθνικό Θέατρο, Ιάκωβος Καμπανέλλης, 1993 | Μέρη:
Γράμμα στον Ορέστη
Η Κλυταιμνήστρα πασχίζει να επικοινωνήσει με τον Ορέστη και, όταν αυτό αποδεικνύεται μάταιο, του γράφει ένα γράμμα, ώστε να του εξιστορήσει την αλληλουχία των γεγονότων που την οδήγησαν στη δολοφονία του Αγαμέμνονα. Όχι για να ζητήσει συγχώρεση ή να ζητιανέψει οίκτο απέναντι στο εκδικητικό μένος του ίδιου και της Ηλέκτρας, αλλά γιατί η αλήθεια, όσο την κρύβεις, γεννοβολάει φίδια. Βέβαια, στη σύνταξη του γράμματος την ωθεί και η πίστη της πως θα δολοφονηθεί από την Ηλέκτρα και, συνεπώς, απευθύνεται στον Ορέστη, ελπίζοντας πως αυτός θα τη σώσει.
«Άργησα πολύ να καταλάβω πως ήταν ολέθριο να κρύβω την αλήθεια. Μην το κάνεις ποτέ. Νομίζουμε πως άμα την αφήνουμε ήσυχη, μάς αφήνει και ‘κείνη… τι λάθος…!»
Ο Καμπανέλλης στο τέλος κλείνει τα φώτα λίγο πριν ο Ορέστης χτυπήσει τη μητέρα του, ίσως έχοντας την ελπίδα πως την τελευταία στιγμή δε θα το κάνει και θα αλλάξει την ιστορία όπως την ξέρουμε μέχρι σήμερα…
Ο Δείπνος
Σε μια σύγχρονη δραματική επανεπεξεργασία του μύθου των Ατρειδών και των Λαβδακιδών πρωταγωνιστούν οι πρόωρα γερασμένοι επιζώντες: ο Ορέστης, η Ηλέκτρα, η Ιφιγένεια, που μόλις γύρισε από τη χώρα των Ταύρων, καθώς και ο αγρότης Φόλος, ο σύζυγος της Ηλέκτρας. Αυτοί κάνουν ένα τελετουργικό δείπνο εις μνήμην όλων των νεκρών τους: της Κλυταιμνήστρας, του Αγαμέμνονα, του Αίγισθου, αλλά και της Κασσάνδρας. Το δείπνο διεξάγεται στο αγροτικό σπίτι του Φόλου και της Ηλέκτρας. Οι νεκροί της οικογένειας, οι οποίοι αποτελούν και τα τιμώμενα πρόσωπα, είναι κι αυτοί παρόντες, παρακολουθούν και σχολιάζουν, αλλά οι ζωντανοί δεν τους βλέπουν – δεν τους ακούνε. Το αποτέλεσμα της παράδοξης αυτής συνεύρεσης είναι η συμφιλίωση και ο κατευνασμός των παθών των ηρώων.
«ΗΘΟΠΟΙΟΣ: …τέλος, σας ζητώ συγνώμη για τις λέξεις, ψυχή, κάθαρση, γενναία, σπόρος και ιδιαίτερα για τη λέξη αγάπη, λεξιλόγιο παρωχημένο… αλλά ίσως να οφείλεται σε κάποιου είδους αμήχανη απελπισία… ευχαριστούμε…»
Ουσιαστικά, το μονόπρακτο αρχίζει από εκεί όπου τελειώνουν οι Χοηφόροι του Αισχύλου, ενώ από το έργο δεν λείπουν και οι μνείες στον Σοφοκλή και στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη.
Πάροδος Θηβών
Η υπόθεση του έργου αποτελεί μία πιθανή εξέλιξη της τραγωδίας Αντιγόνη, από την πλευρά, όμως, δύο δευτερευόντων προσώπων, που δεν διαθέτουν την ηρωικότητα και το ήθος των τραγικών: του Θεράποντα, που είχε αναλάβει την έκθεση του Οιδίποδα για να αποφευχθεί η πατροκτονία, και του Φύλακα, ο οποίος είχε φέρει στον Κρέοντα την είδηση για την ταφή του Πολυνείκη. Ο μύθος διαδραματίζεται μετά την ταφή του Πολυνείκη και τις αυτοκτονίες της Αντιγόνης, του Αίμονα και της Ιοκάστης, όταν ξεσπούν ταραχές στη Θήβα ανάμεσα στους οπαδούς του Κρέοντα και του Οιδίποδα για την εξουσία.
Στη χώρα Ίψεν - Πειραματική Σκηνή Τέχνης Θεσσαλονίκης, Πέτρος Ζηβανός, 1995
Ένας ηθοποιός που έπαιξε τον πάστορα Μάντερς στους Βρυκόλακες του Ιψεν, αμέσως μετά την τελευταία παράσταση του έργου, δεν φεύγει από το θέατρο, μόνο μένει και τριγυρνά μέσα στα άδεια σκηνικά και κουβεντιάζει με τον παράξενο νυχτοφύλακα. Ταυτισμένος με τον ρόλο του, επιχειρεί να ανακαλύψει όλα όσα δεν ειπώθηκαν στο έργο, την αλήθεια των σχέσεων και ποια θα ήταν η τροπή της ιστορίας, αν η αλήθεια δεν είχε ειπωθεί.
Ο επικήδειος - Στοά Ζωγράφου, Θανάσης Παπαγεωργίου, 1997
Ένας συγγραφέας επιστρέφει από την κηδεία ενός ομότεχνού του και –έχοντας ζηλέψει τη μεγαλοπρέπεια της τελετής– μηχανεύεται ένα σχέδιο για να εξασφαλίσει τη μεταθανάτια δόξα του.
Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια - ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου, Θέμης Μουμουλίδης, 1997
Στο συνοικιακό υπαίθριο «Νυχτερινό κέντρο η Μαρία» τραγουδάει η Στέλλα, μια γυναίκα ανεξάρτητη, ανυπότακτη και αδιάφορη για τον κοινωνικό αντίκτυπο που προκαλεί η ελεύθερη ζωή της. H Στέλλα επιμένει να ορίζει η ίδια τον εαυτό της, να ζει τον έρωτα χωρίς όρια και να μην συμβιβάζεται με τα κοινωνικά “πρέπει”. Στο πρόσωπο του Μίλτου, η Στέλλα θα βρει το αρσενικό αντίρροπο του δικού της δαιμονίου. Ο έρωτάς τους θα τους οδηγήσει αναπόφευκτα σε σύγκρουση καθώς ο Μίλτος θα προσπαθήσει, προτείνοντάς της γάμο, να υποτάξει την ελεύθερη φύση της. Η Στέλλα εγκαταλείπει τον Μίλτο στα σκαλιά της εκκλησίας και με την απόφασή της αυτή προσβάλλει τόσο την “ανδρική τιμή” του, όσο και τις κατεστημένες αντιλήψεις του κοινωνικού τους περιγύρου. Ο δρόμος του αίματος που από καιρό έχει ανοίξει, τώρα πρέπει να κλείσει. Ένα «άγριο γλέντι, ακόμα πιο άγριο», όπως προειδοποιεί ο Μίλτος, ετοιμάζεται…
«ΣΤΕΛΛΑ: …ηλίθια, πειναλέα, κακομοιριασμένη, άνοιξε τα στραβά σου, αυτοί που λυπάσαι μάς χαραμίζουνε! του ζήτησα γω να με νοικοκυρέψει; γιατί όλοι θέλουν να με κουτσουρέψουν, ο ένας να με κάνει κυρία, ο άλλος νοικοκυρά! τι στραβό έχω έτσι που είμαι; δηλαδή όποιος θέλει την ελευθερία του εαυτού του είναι υπόκοσμος; πέστε μου έναν που να ‘ρθε και να μην ήθελε να μ’ αλλάξει κατά το κέφι του…! και τι είμ’ εγώ για να μ’ αλλάζουνε, γραμμόφωνο! εν τοιαύτη περιπτώσει γιατί τους άρεσα την πρώτη ώρα; επειδή ήμουνα κατάλληλη για αλλαγή ή επιδιόρθωση; είπα σε κανέναν τους «πεθαίνω για σένα αλλά σε θέλω αλλιώς»… σε κανένα! πέφτω σαν τυφλή, τα δίνω όλα, τους πιστεύω, ενώ αυτοί μελετάνε μέσα τους πώς να με κάνουνε άλλη! όχι, αγαπημένες μου, εγώ δεν ξεγέλασα κανένα, αυτοί με ξεγελάσανε…! (στη ΜΑΡΙΑ)…εσύ, τουλάχιστο, κατάλαβέ με…!»
Η αντίστοιχη σκηνή στην ταινία «Στέλλα», εμπνευσμένη από το παραπάνω θεατρικό έργο: https://youtu.be/b89nJKk2BgI
Η τελευταία πράξη - Πειραματική Σκηνή Τέχνης Θεσσαλονίκης, Πέτρος Ζηβανός, 1997
Περνούν τα χρόνια, αλλά ο Οδυσσέας δεν γυρίζει στην Ιθάκη. Έχει την έμμονη ιδέα ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι συνωμοτούν για να τον εξοντώσουν. Στην πραγματικότητα, κανείς πια δεν ασχολείται μαζί του, όλοι τον έχουν σχεδόν ξεχάσει. Και ξαφνικά, μια δαιμόνια δημοσιογράφος πληροφορεί τον Τηλέμαχο και την Πηνελόπη ότι ο ήρωας γύρισε κρυφά στο νησί και δεν θ’ αργήσει να φανεί στο σπίτι. Ένα παράτολμο σχέδιο μπαίνει σε εφαρμογή: να προσλάβουν ένα θίασο μπουλουξήδων, οι οποίοι θα υποδυθούν τους υποτιθέμενους πολιτικούς αντίπαλους καθώς και τα αγαπημένα πρόσωπα του απόντος (Λαέρτης, Ευρύκλεια, Εύμαιος), με την ελπίδα ότι το σοκ θα τον φέρει στα συγκαλά του. Ο θίασος εισβάλλει στο αρχοντικό, αλλά η συνέχεια είναι απροσδόκητη.
Μια συνάντηση κάπου αλλού - Θέατρο Τέχνης, Μίμης Κουγιουμτζής, 1998
«ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ: …“αν λέω αλήθεια ότι είμαι ρακοσυλλέκτης”, εσύ με ρώτησες…;
ΕΦΗΒΟΣ: …εγώ…
ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ: …είμαι… όμως μην σκεφτείς κι εσύ την ίδια γλυκάντζα επειδή κάποτε διάβαζες Μαξίμ Γκόρκι και Εμίλ Ζολά, δεν είμαι θύμα της κοινωνίας… είναι μια αποκλειστικά δική μου μελετημένη επιλογή…
ΕΦΗΒΟΣ: …δηλαδή, αυτό διάλεξες για δουλειά…;
ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ: …άρχισα με διάφορες άλλες, αλλά καμιά σαν κι αυτή…! ειν’ ένα παρατηρητήριο, ένα “ανθρωποσκοπείο” που μετρά πόση πλάνη οδεύει κάθε μέρα για πολτοποίηση…! και μοιραία βέβαια, όπως τα πάντα στη ζωή, και για ανακύκλωση… διότι ακόμα και εμείς οι άνθρωποι – και με όλα μας τα αξεσουάρ, παπούτσια, σώβρακα, μνήμη, ιδέες, αμαρτίες – προϊόντα ανακυκλώσεως είμαστε…!»
Μια κωμωδία - Ηρώδειο, Γιώργος Μιχαηλίδης, 2002
Στη χώρα του Πλούτωνα συντελούνται ραγδαίες εξελίξεις και αλλαγές: επενδύσεις, έργα υποδομής, χώροι διασκέδασης και ψυχαγωγίας, δημιουργία τραπεζών, έρχονται να ανατρέψουν τη γαλήνια και ειδυλλιακή ατμόσφαιρα. Το παγιωμένο πολιτικό σκηνικό της χώρας απειλείται από επιτήδειους, καθώς οι οικονομικές συνθήκες μεταβάλλονται με ξέφρενους ρυθμούς. Τότε ο Πλούτωνας καλείται να πάρει μια μεγάλη “πολιτική” απόφαση που θα κρίνει το μέλλον της επικράτειάς του…
Οι δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά - Θέατρο Τέχνης, Τάκης Βουτέρης, 2005
Ο διάλογος - Θέατρο Ιάκωβος Καμπανέλλης, Κατερίνα Πολυχρονοπούλου, 2014
Πρόκειται για μια συνομιλία και μη συνομιλία… ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Ο σύζυγος και η σύζυγος. Δυο ξένοι στο ίδιο σπίτι. Ο διάλογός τους έγκειται κυρίως σε όσα σκέφτονται, αισθάνονται και ελάχιστα σε όσα λένε. Είναι σαν να συνομιλεί το παρελθόν τους, η πλήξη, η μελαγχολία, η αμηχανία. Η γλώσσα είναι σκληρή, ο λόγος κοφτός, οι σχέσεις κυνικές…
Ποιος ήταν ο Κύριος…; - Θέατρο Ιάκωβος Καμπανέλλης, Κατερίνα Πολυχρονοπούλου, 2014
Έπειτα από μία κηδεία, ένας άγνωστος εμφανίζεται στην πενθούσα οικογένεια και ισχυρίζεται πως υπήρξε στενός φίλος του εκλιπόντα, αποκαλύπτοντας άγνωστες στιγμές της ζωής του.
Ο κρυφός ήλιος / Σιλωάμ - Θέατρο Τζένη Καρέζη, 2016
«Ο Κρυφός Ήλιος» (1952) και «Σιλωάμ» (1951) ανήκουν στα πρώτα θεατρικά έργα του συγγραφέα και περιλαμβάνουν νωπές μνήμες, παραστάσεις και βιώματα από τον εγκλεισμό του στο χιτλερικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν.
ΑΠΑΙΚΤΑ ΕΡΓΑ
Άνθρωποι και Ημέρες, 1946-7
Το Δάσος του Κακού, 1947
Ο Κανείς και οι Κύκλωπες, 1994
Η κρυφή ζωή του Γουόλτερ Μίττυ
(διασκευή του ομώνυμου διηγήματος του James Thurber)
Ένας θαυμάσιος τύπος
Ο Χριστός και ο Κεφαλλονίτης
(θεατρικό παραμύθι)
Γραφείο Λογοκρισίας
Η Αυτοκτονία
ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΑΙΝΙΩΝ
Στέλλα - Σκηνοθεσία: Μιχάλης Κακογιάννης, 1955
Ο δράκος - Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος, 1956
Οι Άσσοι του Γηπέδου - Σκηνοθεσία: Βασίλη Γεωργιάδη, 1956
Αρπαγή της Περσεφόνης - Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Γρηγορίου, 1956
Το αμαξάκι - Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος, 1957
Η Λίμνη των Πόθων - Σκηνοθεσία: Γιώργος Ζέρβος, 1958
Το ποτάμι - Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος, 1959
Η Χιονάτη και τα Εφτά Γεροντοπαλίκαρα - Σκηνοθεσία: Ιάκωβος Καμπανέλλης, 1960
Με τη Λάμψη στα Μάτια - Σκηνοθεσία: Πάνος Γλυκοφρύδης, 1966
Η Έβδομη Μέρα της Δημιουργίας - Σκηνοθεσία: Βασίλης Γεωργιάδης, 1966
Το κανόνι και τ' αηδόνι - Σκηνοθεσία: Ιάκωβος και Γιώργος Καμπανέλλης, 1968
ΒΙΒΛΙΟ
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης συνέγραψε, επίσης, το βιβλίο Μαουτχάουζεν, το οποίο είναι εμπνευσμένο από τα όσα έζησε στο ομώνυμο στρατόπεδο συγκέντρωσης από το 1943 ως το 1945.
→ Αποσπάσματα: Ιάκωβος Καμπανέλλης – Μαουτχάουζεν