Καραγκούνης Kωνσταντίνος (Α2), Δον Κιχώτες
Μαζί ξεκινήσαμε με τον αφέντη μου
Και ακόμα πηγαίνουμε
Σε δρόμους χωρίς τέλος
Μόνοι στην έρημο
Ιππότες δεν είδα, εδώ και χρόνια
Ανεμόμυλους ακίνητους πολλούς
Η Δουλτσινέα του, ένα όνειρο άπιαστο,
Την τραγουδά τα βράδια δίπλα στη φωτιά
Αλλά είμαστε μόνοι
Γιατί ακολουθώ δεν ξέρω
Ίσως είμαι και εγώ σαν τους άλλους Πάντσα
Που τους αφέντες τους τυφλά ακολουθούν
Και μέσα στα βαθιά σκοτάδια του μυαλού εκείνων, μία σπίθα βλέπουν
Που είναι η μόνη στον ορίζοντα
Που ίσως… κάπου οδηγεί – ακόμη ελπίζω
Καλλιμάνη Μυρτώ (Α2), Δον Κιχώτες
Για κάποια ανέλπιστη επιθυμία ξεκινά αυτό το ταξίδι
Οι ανεμόμυλοι τού χαμογελούν καθώς φεύγει
Με το βλέμμα στραμμένο μπροστά
Περπατά στον αέρα
Συνεπαρμένος από την ευτυχία της νιότης
Από τη μαγεία του έρωτα
Ο ιππότης σαν όλους τους άλλους «Δον Κιχώτες»
Κυνηγά τη Δουλτσινέα
Μα σαν πάει να τη φτάσει
Εκείνη μονομιάς σκορπίζεται σαν νεφέλη
Σαν να μην υπήρξε ποτέ
Τα όνειρά του ένα ένα εξανεμίζονται
Γίνονται σκόνη
Γκρεμίζονται σαν τα κάστρα που δεν κυρίεψε ποτέ
Εγκλωβισμένος βρίσκεται στο όνειρο.
Καλλιμάνη Δανάη (Α2), Δον Κιχώτες
Ω Δον Κιχώτη
Φαντασιόπληκτε ιππότη !
Σε τύφλωσε το όνειρο
Για του Μαμπρίνου το κράνος το μαγικό.
Σε τύφλωσε η αγάπη
Για μια Δουλτσινέα που δεν υπάρχει.
Και τώρα είσαι μοναχός˙
Μη λες πως δε σε νοιάζει
Μες απ’ την περίτεχνη στολή
Το δάκρυ σου ζεστό στο μάγουλό σου στάζει.
Τόσο καιρό πολέμαγες ανύπαρκτο εχθρό
Και οι κόποι σου δεν είχαν καμία επιτυχία
Το τραγούδι σου τώρα είναι σιωπηλό
Και τον εαυτό σου μάταια ρωτάς ποια να ‘ταν η αιτία.
Στων άλλων τη ματιά γέλιο και ειρωνεία
Πάει η παλιά σου ομορφιά και η ευτυχία.
Μόνο ανοιχτές πληγές σού
Άφησε το ταξίδι σου
Εύχεσαι να γυρνούσες πίσω στο χθες
Και να ‘μενες στο σπίτι σου.
Κολλιόπουλος Μιχάλης (Α2), Ο Δον Κιχώτης
Ξεκίνησε άξαφνα μια μέρα
από καθαρή ας πούμε τρέλα
απ’ την πατρίδα του τη Μάντσα
με συντροφιά τον Σάντσο Πάντσα.
Τ’ όνομά του Δον Κιχώτης
κι ήταν φοβερός ιππότης
σ’ ένα άλογο καβάλα
που έμοιαζε του Βουκεφάλα.
Με φουσκωμένα τα μυαλά του
απ’ τα πολλά διαβάσματά του
σ’ ανεμόμυλους ορμάει
που για γίγαντες περνάει.
Βιάζεται ν’ ανδραγαθήσει
τη Δουλτσινέα να κατακτήσει
την αγκαλιά της να γνωρίσει
κι ύστερα ας ξεψυχήσει.
Τι κι αν όλοι τους χλευάζουν
ξέρει καλά πως δεν του μοιάζουν
και πεντάρα δεν αξίζουν
γι’ αυτό ούτε τον σκοτίζουν!!
Λιβαδάς Κωνσταντίνος (Α2), Δον Κιχώτες
Καβάλα στα άλογά τους τη νύχτα την τριγυρνάν
και πάνω στα όνειρά μας κινούνται μουλωχτά.
Σκοπό κακό δεν έχουν και δεν κακοβοσκούν
τη Δουλτσινέα ψάχνουν σε όλων μας το νου.
Μα ποιοι είναι αυτοί οι «Δον»,
γιατί εμάς γερεύουν;
Μήπως άλλο σκοπό στο νου τους έχουν και μας βαραίνουν;
Κι αν δεν είναι ιππότες αν δεν καλοβοσκούν
αν Δουλτσινέα δε βρίσκουν και αδίκως προσπαθούν.
Ονειροπόλοι δείχνουν και όλο μακρηγορούν,
μα ηρωισμό δεν έχουν κι εμάς εξαπατούν.
Κι αν Δουλτσινέα υπάρχει δεν έχει ομορφιά,
μια ελπίδα είναι άδικη, κρυφή στην μοναξιά.
Σώμα ψυχή δεν έχει και κρύβεται καλά
Κι οι Χιώτες δεν τη βρίσκουν σαν άρχισε η χρονιά.
Μα ποιοι είναι αυτοί οι «Δον» τι τάχα προσπαθούν,
γιατί ελπίδα ψάχνουν κάθε βράδυ στο νου;
Τον φόβο αυτοί ενσαρκώνουν και αυτήν αναζητούν
Μα αν έρθει το πρωί προβλέπεται να ηττηθούν.
Μακρυνιώτης Γιώργος (Α2), Δον Κιχώτης
Εκείνος που παλεύει να ακουστεί,
Εχθρός της λογικής
Ακροβατεί μόνος στο όνειρο του
έξω στους δρόμους πολεμά
Ποιο είναι το λάθος;
Καβάλα στ' άλογό του
Ιππότης, να μάχεται με του κόσμου την ειρωνεία
Πέρασε κόσμους μακρινούς,
χρόνια ατελείωτα
Πολλοί βρέθηκαν στο διάβα του
Μα κανείς να τον σταματήσει
Κάνεις να βάλει τρικλοποδιά στη σκέψη του
Απτόητος να σημαδεύει με το νου του
εκεί που κανένας άλλος νους δεν έχει φτάσει
Χαμένος σε αυτό το χάρτινο όνειρο
Και ο κόσμος ένας δούρειος ίππος
Θα βγουν άραγε οι Αχαιοί να κάψουν το χάρτινο όνειρό του;
Κι εκείνος, ο δύστυχος, να κλαίει σιμά στο άλογό του
ξένος ανάμεσα σε τόσους λογικούς
δίχως ονειροπόλους Δον Κιχώτες...