O Χαλίλ Γκιμπράν (1883-1931) υπήρξε ένας πολύ σημαντικός φιλόσοφος, ποιητής και καλλιτέχνης του 19ου και του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στο Μπσαρί, της ορεινής περιοχής του Βόρειου Λίβανου. Ο Λίβανος, εκείνη την εποχή, ήταν υποταγμένος στην οθωμανική κυριαρχία, η οποία είχε αποδώσει στο όρος Λίβανος σχετική διοικητική αυτονομία. Ο μακρύς αγώνας των ανθρώπων του όρους Λίβανος για ανεξαρτησία επηρέασε ιδιαίτερα τον νεαρό Γκιμπράν, που έγινε αργότερα ενεργό μέλος του κινήματος. Στην περιοχή κυριαρχούσαν οι αναταραχές, εξαιτίας διαφόρων εξωτερικών παρεμβάσεων που πυροδότησαν θρησκευτικό μίσος ανάμεσα στους χριστιανικούς και τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Η επιπολαιότητα του πατέρα οδήγησε την οικογένεια σε ανέχεια και έτσι ο νεαρός Γκιμπράν δεν κατάφερε να λάβει επίσημη εκπαίδευση. Η μάθησή του περιορίστηκε στις συχνές του επισκέψεις στον ιερέα ενός χωριού, που τον δίδαξε τα ουσιώδη της χριστιανικής θρησκείας, μαζί με τη Συριακή και την Αραβική γλώσσα. Αναγνωρίζοντας την ερευνητική φύση του νεαρού Γκιμπράν, ο ιερέας άρχισε επίσης να του διδάσκει τα βασικά του αλφαβήτου και της γλώσσας, ανοίγοντάς του ουσιαστικά τον κόσμο της ιστορίας, της επιστήμης και της λογοτεχνίας.
Με τον πατέρα του φυλακισμένο από τις οθωμανικές αρχές για χρέη και την περιουσία του κατασχεμένη, η οικογένεια Γκιμπράν, άστεγη, έμεινε για λίγο σε γνωστούς και συγγενείς, έως ότου η μητέρα του, γυναίκα με ισχυρή θέληση, αποφάσισε να μεταναστεύσει, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Αν και ο πατέρας του αποφυλακίστηκε το 1894, το τμήμα αλλοδαπών τον έκρινε ανεπιθύμητο λόγω πρότερου βίου. Έτσι, η υπόλοιπη οικογένεια αναχώρησε στις 25 Ιουνίου του 1895 για τις Η.Π.Α. Οι Γκιμπράν εγκαταστάθηκαν στο Σάουθ Εντ της Βοστώνης. Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα των περιοχών στις οποίες υπήρχαν φτωχοί μετανάστες, έδωσαν τη δυνατότητα σε παιδιά μεταναστών να ενταχθούν σε δημόσια σχολεία και να κρατηθούν μακριά από τους δρόμους. Ο Γκιμπράν ήταν το μόνο μέλος της οικογένειας, που ακολούθησε τον δρόμο της εκπαίδευσης. Οι αδελφές του δεν επιτρεπόταν να μπουν στο σχολείο, αποθαρρημένες αφενός από την παράδοση της Μέσης Ανατολής, αλλά και τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας. Σίγουρα, αυτό το γεγονός τον επηρέασε και στην μετέπειτα ζωή του, αφού εξελίχθηκε σε ένθερμο υποστηρικτή της χειραφέτησης των γυναικών.
Η περιέργεια του Γκιμπράν τον οδήγησε στην εξερεύνηση της πολιτισμικής όψης της Βοστώνης, του θεάτρου, της όπερας και των γκαλερί. Υποτάσσοντας τις πολιτισμικές σκηνές που αντλούσε γύρω του σε σκίτσα, ο Γκιμπράν προσέλκυσε την προσοχή των δασκάλων του, που διαβλέποντας το ταλέντο του, τον έφεραν σε επαφή με τον Φρεντ Χόλαντ Ντέι, καλλιτέχνη και υποστηρικτή καλλιτεχνών. Αυτή η επαφή οδήγησε βήμα-βήμα τον Γκιμπράν στο δρόμο της καλλιτεχνικής φήμης. Ο νεαρός καλλιτέχνης πέρασε στους κύκλους της Βοστώνης και οι καλλιτεχνικές του δυνατότητες του εξασφάλισαν στέρεη φήμη σε νεαρή ηλικία.
Το 1904, ο Γκιμπράν άρχισε να γράφει στην αραβόφωνη εφημερίδα για τους μετανάστες «Al-Mouhajer» (Ο Μετανάστης), με πρώτο δημοσιευμένο έργο το «Όραμα», ένα ρομαντικό δοκίμιο. Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησε τη στήλη «Δάκρυα και Γέλιο», που αποτέλεσε και τη βάση για το βιβλίο του «Δάκρυ και Χαμόγελο». Το πρώτο του αραβόφωνο έργο με τίτλο «Μουσική» δημοσιεύθηκε το 1905. Το 1906 δημοσιεύθηκε το δεύτερο έργο του «Οι Νύμφες της Κοιλάδας» και το 1908 το έργο «Επαναστατημένα Πνεύματα», έργο που παραλίγο να του κοστίσει αφορισμό για το αντικληρικό του περιεχόμενο και απαγορεύθηκε από την κυβέρνηση της Συρίας.
Στη Νέα Υόρκη ο Γκιμπράν άρχισε να επεξεργάζεται τα «Σπασμένα Φτερά», ένα είδος πνευματικής βιογραφίας –όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος–, παρά το γεγονός ότι οι εμπειρίες στο βιβλίο δεν είναι δικές του. Όντας το μεγαλύτερο από τα αραβικά μυθιστορήματά του, αυτό το έργο καταπιάστηκε με την ιστορία της Σέλμα Κάραμεχ, μιας παντρεμένης γυναίκας, το ερωτικό της δράμα με έναν νεαρό άνδρα και την κατάληξή της σε θάνατο.
Τον Οκτώβριο του 1923, κυκλοφόρησε το πιο επιτυχημένο από τα βιβλία του, «Ο Προφήτης», το οποίο έλαβε σχετική αναγνώριση από την πρώτη του κιόλας έκδοση.
Τελικά, στις 10 Απριλίου του 1931 ο Γκιμπράν Χαλίλ Γκιμπράν πέθανε σε ηλικία 48 ετών από εκτεταμένη κίρρωση του ήπατος. Τον θάνατό του θρήνησαν χιλιάδες άνθρωποι στις Η.Π.Α., την Ευρώπη και κυρίως στον αραβόφωνο κόσμο, που έχασε έναν από τους ουσιαστικότερους υπερμάχους του.
Μνήμα του Χαλίλ Γκιμπράν στην Ουάσιγκτον