Στο κέντρο πολιτισμού “Ελληνικός Κόσμος” παίζεται η παράσταση “Ζορμπάς”. Είναι πολλοί οι λόγοι για να σκεφτεί κανείς να την παρακολουθήσει – κάτι η φήμη του βιβλίου, κάτι η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, κάτι το καλό προηγούμενο που είχαμε με τον Άντονι Κουίν, κάτι ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Γιάννη Στάνκογλου. Η παράσταση, όμως, ίσως να αποδείχτηκε κατώτερη των προσδοκιών μας.
Ας δούμε πρώτα τα θετικά. Τα σκηνικά ήταν πολύ προσεγμένα και καλοδουλεμένα. Μεγάλο “avantage” της παράστασης ήταν η επί σκηνής μουσική και το τραγούδι, κάτι που μετέφερε τις μελωδίες της εποχής, ενώ εισήγαγε τον θεατή και στη μαγεία της Κρητικής μαντινάδας, που δημιουργούσαν ευχάριστη ατμόσφαιρα. Αυτή ενισχυόταν και από τις κρητικές χορογραφίες με τον ξεσηκωτικό, θα έλεγα, ρυθμό τους.
Και τώρα τα αρνητικά... Από την παράσταση συνολικά έλειπε αυτό το “κάτι” που κεντρίζει το ενδιαφέρον. Δεν υπήρχε κάποιο σκηνοθετικό εύρημα που να καταπλήξει τους θεατές, που να περνάει κάποιο μήνυμα. Νομίζω πως αυτό ήταν το βασικό “πρόβλημα” του έργου. Τα μηνύματα. Γιατί η χήρα φίλησε το νεκρό παιδί στο στόμα; Γιατί οι χωριανοί λεηλάτησαν το σπίτι της μαντάμ Ορτάνς; Γιατί το χωριό μισεί τόσο τη χήρα; Και το βασικότερο: Ο Ζορμπάς λέει στον συγγραφέα “Είμαι άνθρωπος ντε, δηλαδή λεύτερος!”. Η σκηνοθεσία και το σενάριο δεν ανέδειξαν τη φιλοσοφία της ελευθερίας που ενσαρκώνει ο Ζορμπάς, του λαϊκού ανθρώπου που κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του γιατί ακούει την καρδιά του. Ο Καζαντζάκης στο έργο του προσπαθεί να εξηγήσει, να δώσει σάρκα και οστά σε αυτό που λέμε “απόλυτη ελευθερία”. Ο Ζορμπάς της παράστασης έμοιαζε περισσότερο με έναν άνθρωπο που θέλει να περνάει καλά, που παλεύει μεταξύ εντιμότητας και κομπίνας, που δε δεσμεύεται γιατί θέλει την ησυχία του κι όχι γιατί δεν το λέει η καρδιά του να είναι... σκλάβος. Ο Κακλέας κι ο Ευαγγελάτος προσπάθησαν να προσδώσουν χιουμοριστικό χαρακτήρα στο έργο. Δυστυχώς σε κάποια σημεία προκαλούσε γέλιο λόγω αμηχανίας και φαινόταν να παρεκτρέπεται τελείως από τη βασική πλοκή και να επικεντρώνεται σε γεγονότα ήσσονος σημασίας, ενώ παραβλέπονταν οι διάλογοι που έχουν φιλοσοφικό περιεχόμενο (όπως η συζήτηση του Ζορμπά με το “αφεντικό” για τον Θεό και τη συγχώρεση).
Μουσικά η παράσταση παρουσίαζε ενδιαφέρον. Ο Βάιος Πράπας που είχε τη μουσική επιμέλεια έχει αναδείξει το ταλέντο του και στον “τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού”. Πιστεύω, όμως, πως ξένισε αρκετά το ότι ακούστηκε λίγο στο τέλος η μουσική του Θεοδωράκη και δεν υπήρξε η γνωστή χορογραφία της ταινίας, που έχει ταυτιστεί με το έργο όσο τίποτα άλλο. Όπως επίσης πιστεύω ότι ξένισε πολλούς το video wall – αν και χρησιμοποιείται στις παραστάσεις συχνά και με πολύ δημιουργικό τρόπο, εδώ δεν προσέφερε και πολλά, ούτε από σκηνοθετικής άποψης ούτε στην πλοκή.
Για να κλείσουμε με τις ερμηνείες. Αν ο Γιάννης Στάνκογλου είχε εντολή να υποδυθεί έναν λαϊκό άνθρωπο, να θυμίζει λίγο ο τρόπος του καπνεργάτη του 1920, νομίζω πως το απέδωσε πλήρως, τόσο με τη φωνή όσο και με την κίνησή του. Η Όλια Λαζαρίδου είχε την απαραίτητη γαλλική προφορά και τη νοσταλγία των περασμένων μεγαλείων. Συγκλονιστηκή στιγμή ήταν ο θρήνος της μάνας που βρίσκει το πνιγμένο της παιδί. Για τους υπόλοιπους ηθοποιούς έχω να παρατηρήσω ότι επιδέχονται βελτιώσεις τόσο στην άρθρωσή τους, όσο και στο συναίσθημα των ερμηνειών τους.
Γενικώς, η παράσταση δεν ήταν αυτό που περιμένει κανείς. Ήταν κάπως ουδέτερη. Αν ο σκηνοθέτης στο μέλλον επιλέξει να εξελίξει τα θετικά στοιχεία της και να βελτιώσει κάποια άλλα, νομίζω πως θα μπορούσε να είναι μια καλή θεατρική εμπειρία.
Άλκηστις Μαρτζάκλη (Γ3)
Στο «ΘΕΑΤΡΟΝ» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» βρεθήκαμε το βράδυ της Κυριακής 13/11, μαθητές του Βαρβάκειου Λυκείου για να παρακολουθήσουμε την παράσταση «Ζορμπάς» που ανεβαίνει φέτος σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα σε μια θεατρική διασκευή που επιμελήθηκε ο ίδιος με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο. Η παράσταση βασίζεται στο μυθιστόρημα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», το εμβληματικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη που τον καθιέρωσε στον παγκόσμιο λογοτεχνικό χάρτη.
Πρόκειται για μια εντυπωσιακή παραγωγή, που ξεχειλίζει Ελλάδα, μια δυναμική παράσταση με παλμό που αναδεικνύει τον ήρωα του Νίκου Καζαντζάκη μέσα από τις δυνατές ερμηνείες των ηθοποιών του. Με αρωγό τη σπουδαία μουσική του αλησμόνητου Μίκη Θεοδωράκη, τη μουσική επιμέλεια του Βάϊου Πράπα, τα εξαιρετικά σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη, τα προσεγμένα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη αλλά και την άρτια κινησιολογία της Αγγελικής Τρομπούκη, η σκηνή γέμισε με μουσική, έρωτα, χορό, φως και ελευθερία. Ο Γιάννης Στάνκογλου ήταν πειστικός στην πληθωρική προσωπικότητα του Ζορμπά που ομολογουμένως του ταίριαζε γάντι. Απέδωσε τον ήρωά του με ορμή και ευαισθησία υπερασπίζοντας μέχρι τέλους τις σημαντικότερες αξίες του, αυτές της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Από την άλλη, κάπως άνευρη και θαμπή βρήκα την ερμηνεία του Αιμιλιανού Σταματάκη στο ρόλο του αφηγητή και συνοδοιπόρου του Ζορμπά, καθώς υποτονική ήταν και η παρουσία της Ηλιάνας Μαυρομάτη, στο ρόλο της χήρας. Στις πολύ θετικές εμφανίσεις ο Ιβάν Σβιτάιλο στο ρόλο του Μαυραντώνη, αλλά και ο Δημήτρης Φουρλής στο ρόλο του τρελού είναι απολαυστικός μέσα στην αφέλειά του. Άξιοι αναφοράς όλοι στο πολυπληθές καστ που με τις συνεχείς εναλλαγές προσώπων έδωσαν ένταση και ρυθμό στην παράσταση – και ένα εντυπωσιακό χορό που ξεσήκωσε το θέατρο. Τέλος, μια βαθιά υπόκλιση αξίζει η Όλια Λαζαρίδου για την ερμηνεία της στον ρόλο της Μαντάμ Ορτάνς που πραγματικά κλέβει την παράσταση. Η έμπειρη ηθοποιός «κέντησε» επί σκηνής χαρίζοντας στιγμές γέλιου και βαθιάς συγκίνησης ειδικά στην τελευταία σκηνή του χαμού της που ήταν και η πιο ανατριχιαστική σε όλη την παράσταση. Στο σύνολό της, η παράσταση «Ζορμπάς» είναι ένα θέαμα υψηλών απαιτήσεων και προσδοκιών που καταφέρνει και επικοινωνεί στο κοινό ξεκάθαρα τα μηνύματα του λόγου του Καζαντζάκη. Η μόνη μου ένσταση είναι τα πολλά σκηνογραφικά βίντεο, τα οποία θεωρώ ότι επηρέαζαν αρνητικά την αισθητική της παράστασης.
Αναστασία Διακουμή (Β1)
Στην παράσταση «Ο Ζορμπάς» το έργο του Νίκου Καζαντζάκη εμπλουτίστηκε με μια απόλυτα ταιριαστή μουσική υπόκρουση και πλαισιώθηκε από έναν ικανότατο θίασο. Κατά την γνώμη μου ξεχώρισαν ο Γιάννης Στάνκογλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο και η Όλια Λαζαρίδου στον ρόλο της Μαντάμ Ορτάνς. Ενσάρκωσαν πολυεπίπεδα τους ρόλους τους μεταφέροντας ένα γοητευτικό κλίμα γεμάτο θαλπωρή και ενσυναίσθηση για τις ατέλειες των χαρακτήρων τους. Ακόμη τα σκηνικά αναδείχθηκαν εντυπωσιακά εξαιτίας της λιτότητά τους. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι ηθοποιοί δεν αντεπεξήλθαν στις απαιτήσεις των ρόλων τους και συνολικά δεν επιτεύχθηκε ομαλή ροή όσον αφορά την πλοκή.
Αλεξία Ράμμου (Β4)
Όλος ο θίασος κατάφερε να αποδώσει με αμεσότητα τους χαρακτήρες. Ίσως ο Αιμιλιανός Σταματάκης ξέφυγε από τα πλαίσια του ρόλου του εστιάζοντας σε λάθος σημεία της προσωπικότητας του Ν. Καζατζάκη. Και η παρουσία της Ηλιάνας Μαυρομάτη ήταν σχετικά απογοητευτική, καθώς έτεινε να υπερβάλλει με το παίξιμό της, γεγονός που μπορεί να οφείλεται στη σκηνοθεσία. Ο Γιάννης Στάνκογλου ήταν σε κάποια σημεία υπερβολικός, κατά την γνώμη μου. Η ερμηνεία της Όλιας Λαζαρίδου ήταν εξαίρετη και με έκανε να συγκινηθώ πολύ και να καταλάβω τον πόνο της διάσημης "Μαντάμ", παρά την αίγλη και την φαινομενική λάμψη της ζωής της. Όσον αφορά την σκηνοθεσία, η χρήση βίντεο πιστεύω πως ήταν υπερβολική και σε ορισμένα σημεία ανούσια. Ωστόσο, για να γεμίσουν δυόμισι περίπου ώρες, υπήρχαν πολλά στοιχεία που αποσπούσαν την προσοχή από την υπόθεση, όπως χοροί και τραγούδια. Η σκηνογραφία, κατά την άποψή μου, ήταν πολύ καλή και ατμοσφαιρική, εξυπηρετώντας τις ανάγκες του έργου, που σε ταξιδεύει σε μια άλλη εποχή και μπαίνεις μέσα στον κόσμο δυο άκρως αντίθετων ανδρών. Ως σύνολο, ήταν μια ευχάριστη παράσταση που, παρά την διάρκειά της, δεν κούραζε και στο τέλος βγαίνει ο θεατής έχοντας αισθανθεί την χαρά, την λύπη, την τρυφερότητα της σχέσης αυτών των δυο προσωπικοτήτων μεταξύ τους αλλά και με το άγριο περιβάλλον της Κρήτης.
Αλεξιάδου Νόρα (Α1)
Ο Ζορμπάς ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη θεατρική παράσταση που παρακολούθησα έπειτα από καιρό. Είχε πολύ καλές ερμηνείες με κάποιες μικρές εξαιρέσεις, ωραία σκηνικά, εφέ, κινησιολογία, χορό, τραγούδι και καλογραμμένο κείμενο με όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις όπως γέλιο, θλίψη, συγκίνηση και προβληματισμό. Θα προτιμούσα σε ορισμένα σημεία το έργο να είχε πιο βαθυστόχαστο χαρακτήρα, ωστόσο ο σχετικά απλός, αλλά προσεγμένος τρόπος με τον οποίο απέδωσε τα μηνύματα καθιστά την παράσταση κατανοητή και προσιτή σε όλους!
Δημητρίου Γρηγόρης (Α1)