Υγεία και οικονομική κρίση

Υγεία και Οικονομική Κρίση

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου*

Η διαίσθηση λέει ότι ο φόβος τυχόν απώλειας της εργασίας σε συνδυασμό με την συνεχώς μειούμενη αξία των σπιτιών και των επενδύσεων, μάς δημιουργούν μεγάλο άγχος, οδηγούν στη μείωση των ελαστικών δαπανών (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων για την ιατρική περίθαλψη) και μάς αποσπούν από τη λήψη προληπτικών μέτρων που αφορούν την υγεία μας. Πολλοί θεωρούν αβασάνιστα ότι μια προβληματική οικονομία συχνά έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας του πληθυσμού. Αλλά μπορεί όντως να είναι όντως αυτονόητα τα συμπεράσματα αυτού του είδους; Στην πραγματικότητα, τα ευρήματα των ερευνητών είναι ιδιαιτέρως ανάμικτα και έχουν αφήσει πολύ χώρο για εικασίες αναφορικά με την αιτία και το αποτέλεσμα. Ας πάρουμε μια συνοπτική ιδέα για τις πλευρές αυτού του πολύ ενδιαφέροντος ζητήματος.

Οι συσχετισμοί που προκύπτουν από την ιστορία, αναφορικά με την υγεία του πληθυσμού σε περιόδους οικονομικής ευμάρειας ή σπάνης αγαθών είναι αντικρουόμενοι. Δημογραφικές έρευνες για τις προβιομηχανικές κοινωνίες έχουν τεκμηριώσει την ύπαρξη σύνδεσης μεταξύ της εσοδείας, της τιμής των σιτηρών, των πραγματικών μισθών και των αλλαγών στη θνησιμότητα.

Κατά τις αρχές της βιομηχανικής περιόδου το 19ο αιώνα, οι δεκαετίες ταχείας οικονομικής ανάπτυξης συνέπεσαν με στασιμότητα ή ακόμα και αύξηση της θνησιμότητας στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Για παράδειγμα, η παρακώλυση των εξαγωγών βάμβακα των Νοτίων Πολιτειών στις αρχές του εμφύλιου πολέμου στις ΗΠΑ και η συνακόλουθη παύση των εργασιών, βελτίωσε την υγεία τόσο των ενηλίκων, όσο και των βρεφών στις περιοχές επεξεργασίας υφασμάτων στην Αγγλία. Οι ενήλικες δεν εκτίθεντο πλέον σε εξαντλητική εργασία και τις αναθυμιάσεις των εργοστασίων, ενώ τα νεογέννητα θήλαζαν πλέον, καθώς οι μητέρες τους δε τους έδιναν τον φρουτοχυμό Godfried, ένα βρεφικό σιρόπι παρασκευασμένο από οπιούχες ουσίες.

Αν και η πώληση των σιροπιών με οπιούχα συστατικά ως φαρμάκων έχει θεωρηθεί βασική αιτία θανάτου των παιδιών κάτω των 3 ετών στην Αγγλία του 19ου αιώνα, οι κίνδυνοι για την υγεία στις αρχές της βιομηχανικής περιόδου έχουν αποδοθεί κατά κύριο λόγο στη συσσώρευση κόσμου και στην έλλειψη συνθηκών υγιεινής στις πόλεις, καθώς και στις συνθήκες εργασίας που ανάγκαζαν τους εργαζόμενους (συμπεριλαμβανομένων και παιδιών) να στριμώχνονται μαζί με ζώα και αναθυμιάσεις για 12 ή περισσότερες ώρες καθημερινά.

Επίσης, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι θάνατοι από στεφανιαία νόσο μειώθηκαν στη Νορβηγία και σε άλλες γερμανο-κρατούμενες χώρες καθώς τα λιπαρά και οι θερμίδες έπαψαν να αποτελούν μέρος της διατροφής. Στη συνέχεια, το 1945, επέστρεψαν στα προ του πολέμου επίπεδα, τόσο αναφορικά με τη διατροφή, όσο και με τους θανάτους από στεφανιαία νόσο.

Τα παραδείγματα αυτά, επιδείνωσης της υγείας κατά τη διάρκεια περιόδων ευημερίας και βελτιώσεών της κατά τη διάρκεια οικονομικά δύσκολων συγκυριών, δείχνουν πως η σχέση μεταξύ υγείας και ευημερίας δεν είναι μονοσήμαντη. Δύο πρόσφατες μείζονος σημασίας πανδημίες - ο εθισμός στη νικοτίνη και η παχυσαρκία - συσχετίζονται εμφανώς με την αγοραστική ισχύ του πλήθους που καταναλώνει αγαθά διατιθέμενα στην αγορά τα οποία είναι επιβλαβή για την υγεία.

Ας εξετάσουμε τα ζητήματα της ανεργίας. Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι η ακούσια απώλεια της εργασίας αυξάνει τον κίνδυνο ψυχιατρικών παθήσεων και των σωματικών τους συνεπειών. Πολλές έρευνες έχουν διαπιστώσει έναν ισχυρό συσχετισμό μεταξύ της απώλειας εργασίας και της κλινικής και υποκλινικής κατάθλιψης, του άγχους, της κατάχρησης ουσιών και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Μακροχρόνιες μελέτες έχουν δείξει ότι η απώλεια της εργασίας έχει την τάση να προηγείται της εμφάνισης ψυχιατρικών παθήσεων, αν και πιθανώς σε αυτές τις διαπιστώσεις υπεισέρχονται σοβαρά συστηματικά σφάλματα.

Οι έρευνες έχουν επίσης δείξει ότι υπάρχουν ισχυροί συσχετισμοί μεταξύ της απώλειας της εργασίας και της σωματικής ασθένειας. Αν και προοπτικές έρευνες έχουν δείξει πως όταν αυτά τα δύο συσχετίζονται, η απώλεια της εργασίας συνήθως προηγείται της ασθένειας, αυτού του είδους οι έρευνες είναι πολύ λιγότερες από εκείνες που έχουν εστιάσει στα ψυχιατρικά αποτελέσματα. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι επίσης μπορεί να υπεισέρχονται συστηματικά σφάλματα στις μελέτες, καθώς οι σοβαρές ασθένειες στα άτομα που βρίσκονται σε ηλικία εργασίας συνήθως έχουν προάγγελους, όπως απουσία από την εργασία και αποζημιώσεις από την ασφάλεια υγείας, οι οποίες υποπίπτουν στην αντίληψη των εργοδοτών. Έτσι, οι εργαζόμενοι που λαμβάνουν πολλαπλές αναρρωτικές άδειες ή χρησιμοποιούν συχνότερα από ό,τι συνήθως τα βιβλιάρια ασθενείας τους γίνονται στόχοι προσωρινής απόλυσης όταν μειώνονται οι ανάγκες σε εργατικό δυναμικό. Μολαταύτα, η απώλεια της εργασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί η πιο πιθανή αιτία ασθένειας σε τέτοιες περιπτώσεις, καθώς τα άτομα που διατρέχουν παρόμοιους κινδύνους αλλά κρατούν τη δουλειά τους είναι λιγότερο πιθανό να νοσήσουν σοβαρά.

Η πολυπλοκότητα των συσχετίσεων καθιστά δύσκολο τον υπολογισμό της καθαρής επίδρασης της οικονομικής κάμψης στην υγεία του πληθυσμού. Τα αποτελέσματα των ερευνών σε μηχανισμούς που έχουν μελετηθεί λιγότερο ενισχύουν αυτή την ασάφεια. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι με ιστορικό αποχής από την εργασία λόγω προβλημάτων υγείας πρέπει να ανταγωνιστούν άτομα που δεν έχουν τέτοιο ιστορικό όταν μειώνεται η ζήτηση εργατικού δυναμικού και, σύμφωνα με τις αναφορές, ανταποκρίνονται σε αυτό τον ανταγωνισμό με δύο τρόπους που επηρεάζουν την υγεία. Εκείνοι των οποίων η αποχή προέρχεται από επικίνδυνες συμπεριφορές - π.χ. κατάχρηση αλκοόλ - ενδέχεται να προσπαθήσουν περισσότερο να ελέγξουν την προβληματική συμπεριφορά τους και, ως εκ τούτου, να βελτιώσουν την υγεία τους. Οι εργαζόμενοι με χρόνιες παθήσεις, από την άλλη, ενδέχεται να προσπαθήσουν να εργαστούν ακόμα και όταν δεν είναι καλά και έτσι μπορεί να επιβαρύνουν την υγεία τους.

Εξάλλου, μια οικονομία σε κρίση μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των μισθών, σε επίπεδα τέτοια που τα άτομα με μερική αναπηρία σταματούν να προσπαθούν να κρατήσουν τη θέση εργασίας τους και δέχονται να βγουν σε αναπηρική σύνταξη. Τα περιστατικά ασθενειών που επιφέρουν αναπηρία μπορεί, λοιπόν, να φαίνεται ότι ακολουθούν ανοδική πορεία με την οικονομική ύφεση, ενώ μπορεί απλώς να ισχύει ότι τα άτομα με οριακή αναπηρία αποφάσισαν να αναζητήσουν διάγνωση και βοήθεια.

Τα άτομα που πιστεύουν ότι έχασαν τη δουλειά τους ή απώλεσαν το εισόδημά τους για λόγους που δε σχετίζονται με την απόδοσή τους, είναι λογικό να νιώθουν ότι έχουν ανατραπεί τα σχέδιά τους. Κάποιοι «θεραπεύουν» το αίσθημα αυτό με αλκοόλ, ενώ άλλοι μπορεί να το εκφράσουν μέσω της επιθετικότητας προς τα άτομα που τους προκαλούν άγχος. Οι ερευνητές συχνά επικαλούνται αυτό τον μηχανισμό διάψευσης προσδοκιών και επιθετικότητας, για να εξηγήσουν, για παράδειγμα, τα σχετικά υψηλά επίπεδα βίας μεταξύ των ατόμων που έχουν χάσει τη δουλειά τους.

Οι έρευνες για την επίδραση της κρίσης στην οικονομία σε άλλα άτομα, πέραν εκείνων που απολύονται ή κινδυνεύουν να απολυθούν από την εργασία τους, παράγουν ακόμα πιο αντιφατικά αποτελέσματα. Δεν έχουν καταφέρει να καταδείξουν την ύπαρξη ενός σαφούς συσχετισμού μεταξύ μιας οικονομίας εν κρίση και κάποιας έκβασης υγείας, πέραν των ψυχιατρικών παθήσεων και των τραυματισμών από ατυχήματα: τα ποσοστά των πρώτων αυξάνονται σε περιόδους κακών οικονομικών συνθηκών, ενώ τα ποσοστά των δεύτερων μειώνονται! Η απώλεια του εισοδήματος μπορεί επίσης να οδηγήσει κάποια άτομα στην κατανάλωση λιγότερων θερμίδων και, συνεπώς, στην αποφυγή της παχυσαρκίας. Άλλοι, ωστόσο, ενδέχεται να αντικαταστήσουν τις πιο υγιεινές συνήθειές τους με φθηνά, λιγότερα θρεπτικά τρόφιμα.

Η βιβλιογραφία περιλαμβάνει επίσης μελέτες, οι οποίες δείχνουν ότι μια φθίνουσα οικονομία επηρεάζει την υγεία αποτρέποντάς μας από το να συμμετέχουμε στα προγράμματα πρόληψης. Οι ερευνητές αναφέρουν, για παράδειγμα, ότι τα συμβάματα του συνδρόμου αιφνίδιου βρεφικού θανάτου αυξάνονται στις οικογένειας αφρο-αμερικανών σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Στις γυναίκες με πρόσφατα διαγνωσμένο όγκο στο μαστό, η αναλογία των τοπικών όγκων προς τους εκτεταμένους μειώνεται σημαντικά σε περιόδους κακών οικονομικών συγκυριών, κάτι που δείχνει ότι οι γυναίκες δεν υποβάλλονται όσο συχνά θα έπρεπε σε προληπτικό έλεγχο.

Μπορεί και τίποτα από τα παραπάνω να μη σημαίνει κάτι. Καθώς φαίνεται ότι βρισκόμαστε στην έναρξη μιας κρίσης που ανάλογή της μπορεί να θεωρηθεί μόνο η Μεγάλη Ύφεση του ’30, τα ιστορικά και αναδρομικά δεδομένα ίσως δεν παρέχουν αξιόπιστο ορμητήριο ώστε να προβλέψουμε τι μάς περιμένει...

Προτεινόμενη βιβλιογραφία:

Health, Medical Care, and Economic Crisis. Ralph Catalano. NEJM 2009; 360: 749-751

Jacobs IA, Podobny MT, Bilusich D. One mechanism underlying contrasting health-economy findings. Int. J. Epidemiol 2007; 36: 929-931.

Granados JAT. Centrally planned economies, economic slumps, and health conditions. Int. J. Epidemiol 2006; 35: 797-799.

*Δημοσίευση στην ιατρική εφημερίδα "Διάγνωση", 2009.