Ψυχογενής βουλιμία

Ψυχογενής βουλιμία: «έγκλημα και τιμωρία»

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου*

Οι «διαταραχές πρόσληψης τροφής» είναι συχνές καταστάσεις που συνήθως ξεκινούν κατά τα πρώτα εφηβικά χρόνια και κορυφώνονται στα πρώτα έτη της ενηλίκου ζωής. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο παθήσεις, την ψυχογενή ανορεξία και την ψυχογενή βουλιμία, οι οποίες μοιράζονται πολλά κοινά σημεία, με κυριότερο αυτό της προσπάθειας ελέγχου του σωματικού βάρους που κατευθύνεται από «παθολογική» αντίληψη σχετικά με το σχήμα του σώματός μας. Οι αντιλήψεις αυτές πηγάζουν από πολιτιστικά πρότυπα σχετικά με το ιδανικό βάρος και τη σωματική εμφάνιση. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με την ψυχογενή βουλιμία.

Αν και διαταραχή πρόσληψης τροφής μπορεί να εμφανιστεί στον οποιοδήποτε, φαίνεται ότι δεν υπάρχουν οι ίδιοι κίνδυνοι ή η ίδια προδιάθεση για όλους. Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι τα κορίτσια εμφανίζουν πολύ συχνότερα τέτοιες διαταραχές από ότι τα αγόρια, ένα φαινόμενο που τείνει να εξαλείφεται όσο πιο μικρή είναι η ηλικία έναρξης της διαταραχής. Το ποσοστό των πασχουσών από την κατάσταση αυτή ίσως να αγγίζει ακόμη και το 10%.

Πάντως, η έναρξη είναι σπάνια πριν από την εφηβική ηλικία. Οι έφηβες φαίνεται ότι μέσω κοινωνικών επιρροών (προβαλλόμενα πρότυπα από ΜΜΕ, μοντέλα, ηθοποιούς, τραγουδιστές, «επιτυχημένες γυναίκες») εγκαθιστούν αρχικά την επιθυμία να έχουν αδύνατο σώμα. Οι αντιλήψεις αυτές παίρνουν τη μορφή κοινωνικών επιταγών, που τονίζουν τη σημασία διατήρησης του σχήματος του σώματος σύμφωνα με τα προβαλλόμενα πρότυπα. Ορισμένα κορίτσια, πιθανώς λόγω παραμέτρων της προσωπικότητάς τους, προσλαμβάνουν τις επιταγές αυτές διαφορετικά. Έτσι η αλλαγή της κατανομής λίπους και η φυσιολογική ανάπτυξη (για παράδειγμα, η ανάπτυξη των μαστών και των καμπύλων του σώματος) ερμηνεύεται ως ανεπιθύμητη διαταραχή του σχήματος του σώματος, που κινητοποιεί μηχανισμούς αυτοελέγχου οι οποίοι προλειαίνουν το έδαφος για την εκδήλωση των διαταραχών πρόσληψης τροφής.

Σύμφωνα με τις μελέτες, τα άτομα που πάσχουν από τέτοιες διαταραχές εμφανίζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό ιστορικό σεξουαλικής ή σωματικής κακοποίησης, παχυσαρκίας των γονέων, κατάχρησης ουσιών, ενώ από άποψη ψυχολογίας εμφανίζουν συνηθέστερα κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, τελειομανία και διαταραχές των ενδο-οικογενειακών σχέσεων.

Πέρα από τις δευτερογενείς ψυχολογικές συνέπειες που συνοδεύουν την ψυχογενή βουλιμία, η βάση της φαίνεται ότι αποτελείται από τρία κύρια χαρακτηριστικά: υπερβολική ενασχόληση με το σώμα και το σωματικό βάρος, επαναλαμβανόμενα επεισόδια κατανάλωσης παθολογικά μεγάλων ποσοτήτων τροφής (ποσοτήτων που «φυσιολογικός» άνθρωπος δεν μπορεί να καταναλώσει μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) και προσπάθειες «ακύρωσης» των συνεπειών που έχει αυτή η βουλιμική κατανάλωση τροφής μέσω διαφόρων μέτρων. Ουσιαστικά, αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό φαίνεται ότι αποτελεί και την πλέον επικίνδυνη παράμετρο της νόσου, όπως θα δούμε παρακάτω. Τα επεισόδια υπερβολικής πρόσληψης τροφής θα πρέπει να εμφανίζονται τουλάχιστον 2 φορές μέσα σε 1 εβδομάδα, για διάστημα 3 μηνών, προκειμένου να τεθεί επίσημα η διάγνωση.

Πότε η βουλιμία είναι παθολογική;

Το άτομο με παθολογική βουλιμία καταλαμβάνεται από ακατανίκητη επιθυμία να φαει, και ο τρόπος κατανάλωσης τροφής μπορεί να φοβίζει ή ακόμη και να είναι επώδυνος για την ίδια την πάσχουσα. Έτσι, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την «χαλάρωση» που επικρατεί στις συνήθειές μας κατά τις ημέρες εορτών, όπου όλοι «το ρίχνουμε έξω» ως προς τις διαιτητικές μας συνήθειες. Τα επεισόδια βουλιμίας μπορεί να σχετίζονται με περιόδους συναισθηματικών κρίσεων, αλλά η σημαντικότερη αιτία τους πηγάζει από την τάση αποφυγής του φαγητού. Η τάση αυτή, ουσιαστικά προκαλεί την παραμονή του ατόμου σε κατάσταση «ημι-ασιτίας», όπου είναι φυσιολογικό η επιθυμία για φαγητό να αυξάνεται. Όταν η τροφή είναι ελάχιστη, η συνεχής απασχόληση του μυαλού μας με το φαγητό φαίνεται ότι αποτελεί φυσιολογική αντίδραση, όπως και η αυξημένη επιθυμία λαίμαργης πρόσληψης τροφής, όταν αυτή θα βρεθεί. Τα συναισθήματα που εμφανίζει η πάσχουσα κατά την διάρκεια ενός βουλιμικού επεισοδίου κυμαίνονται από άτομο σε άτομο, αλλά σε όλες κυριαρχεί το αίσθημα έλλειψης αυτοελέγχου. Μετά από το επεισόδιο επικρατεί ψυχολογική αναστάτωση ή αποστροφή προς τον εαυτό της. Η συνήθης αντίδραση είναι να «σκληρύνει» τα μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης τροφής που η ίδια έχει επιβάλλει στον εαυτό της ή, στις σοβαρότερες περιπτώσεις, η καταφυγή στις πράξεις που περιγράψαμε παραπάνω.

Μπροστά στον κόσμο, οι πάσχουσες συνήθως φαίνεται να έχουν φυσιολογικές συνήθειες φαγητού ή απλά, να «προσέχουν την δίαιτά τους». Τα επεισόδια βουλιμίας συνήθως εμφανίζονται στο σπίτι. Έτσι, το πρόβλημα και το ψυχολογικό φορτίο που συνεπάγεται για την πάσχουσα μπορεί να κρατηθεί εύκολα μυστικό, σίγουρα ευκολότερα από ότι στην περίπτωση της ψυχογενούς ανορεξίας.

Ψυχογενής βουλιμία και σωματικό βάρος

Οι πάσχουσες από ψυχογενή βουλιμία μπορεί να διατηρούν φυσιολογικό σωματικό βάρος, καθώς αποκαθιστούν μία εύθραυστη ισορροπία μεταξύ των επαναλαμβανόμενων επεισοδίων βουλιμίας και της επιμονής σε μέτρα αυτοσυγκράτησης ή απομάκρυνσης των παραπανίσιων θερμίδων, μέσω υπερβολικής σωματικής άσκησης, προκλητών εμέτων ή της χρήσης φαρμάκων, όπως διουρητικών και καθαρτικών. Τελευταία, έχει παρατηρηθεί επίσης το φαινόμενο κατάχρησης φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της παθολογικής παχυσαρκίας (φάρμακα που μειώνουν την απορρόφηση λίπους από το έντερο). Στην πραγματικότητα, το σωματικό βάρος τείνει να παρουσιάζει ευρεία διακύμανση. Σε αντίθεση δηλαδή με ότι πιστεύεται, οι πάσχουσες από ψυχογενή βουλιμία συχνά δεν είναι παχύσαρκες. Ωστόσο, οι ίδιες δεν θεωρούν πως είναι αδύνατες και η πίστη αυτή προσλαμβάνει ψυχοπαθολογικό χαρακτήρα.

Ανορεξία και βουλιμία

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι επεισόδια βουλιμίας μπορεί να εμφανίζονται και στα πλαίσια της ψυχογενούς ανορεξίας, και αν υπάρχουν χαρακτηριστικά που κατευθύνουν προς τη διάγνωση της τελευταίας δείχνουν προς την διαταραχή, η διάγνωσή της επικρατεί. Υπό μία έννοια, η ψυχογενής ανορεξία μπορεί να περιλαμβάνει χαρακτηριστικά της ψυχογενούς βουλιμίας. Ουσιαστικά, η διάκριση μεταξύ ψυχογενούς ανορεξίας και ψυχογενούς βουλιμίας γίνεται με βάση το σωματικό βάρος της πάσχουσας, που στις περιπτώσεις ψυχογενούς ανορεξίας είναι μειωμένο κάτω του 85% του φυσιολογικού με βάση την ηλικία και το φύλο.

Η ψυχογενής βουλιμία, παρά τα όσα αναφέραμε πρωθύστερα, δεν περιγράφεται για πρώτη φορά στον αιώνα μας. Περιπτώσεις με παρόμοια χαρακτηριστικά έχουν περιγραφθεί από τον 6ο κιόλας αιώνα μ.Χ. και μάλιστα αναφέρονταν σε άντρες. Την εποχή εκείνη η υπερφαγία ήταν ένα φαινόμενο κοινωνικά αποδεκτό και η παχυσαρκία ήταν ένδειξη ευμάρειας και κοινωνικής επιτυχίας. Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι οι διαταραχές πρόσληψης τροφής είναι συνηθέστερες σε σχέση με πριν από 30 ή 40 χρόνια. Είναι γεγονός ότι η ψυχογενής βουλιμία αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστή διαταραχή μόνο κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970, καθώς και ότι ακόμη και σήμερα, πιθανώς να είναι πολύ περισσότερες οι πάσχουσες που δεν προσέρχονται ποτέ σε γιατρό προκειμένου να βρουν λύση.

Κίνδυνοι και επιπλοκές

Η ψυχογενής βουλιμία θεωρείται ελαφρύτερη κατάσταση από τη ψυχογενή ανορεξία, καθώς η δεύτερη μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στα θάνατο από ασιτία. Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι απορρέουν από τις πράξεις που η πάσχουσα επινοεί προκειμένου να μειώσει τον κίνδυνο αύξησης του σωματικού της βάρους. Έτσι, η πρόκληση εμέτου, που συνήθως γίνεται με το δάκτυλο, μπορεί να προκαλέσει ρήξη του σημείου όπου ο οισοφάγος ενώνεται με το στομάχι και αιμορραγία, ενδεχομένως σοβαρή. Από την άλλη, η συχνή αποβολή του στομαχικού περιεχομένου παρασύρει ηλεκτρολύτες και η μείωση αυτών στον οργανισμό κάποια στιγμή παύει να αντιρροπείται, οπότε μπορεί να εμφανιστούν σοβαρότατες συνέπειες (αδυναμία, αρρυθμίες, θόλωση συνείδησης, σπασμοί).

Ποια είναι η πρόγνωση;

Σύμφωνα με αρκετές μελέτες, περίπου η 1 στις 2 πάσχουσες εμφανίζει σημαντική βελτίωση της κατάστασης μέσα σε ορίζοντα μιας δεκαετίας. Εάν συνυπάρχουν σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές, η πρόγνωση επιδεινώνεται. Περίπου η 1 στις 5 αναμένεται ότι θα συνεχίζει να έχει συμπτώματα παρά τη θεραπεία. Στις περιπτώσεις όπου τίθεται η υποψία διαταραχής πρόσληψης τροφής, θα πρέπει με προσοχή ο ψυχίατρος να αξιολογήσει τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, καθώς πολλές χαρακτηριολογικές διαταραχές μπορεί να συνδυάζονται με την πάθηση και να επηρεάζουν αρνητικά τις απόπειρες θεραπείας.

Οι ενδεδειγμένες θεραπείες

Ουσιαστικά, οι σοβαρές περιπτώσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται παράλληλα από ομάδα ειδικών όπου θα πρέπει να περιλαμβάνει παθολόγο, διαιτολόγο και ψυχίατρο-ψυχοθεραπευτή. Ο συντονισμός της θεραπευτικής προσπάθειας θα πρέπει να αναλαμβάνεται από τον ψυχοθεραπευτή, καθώς οι ψυχοθεραπείες είναι αποδεδειγμένα ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης. Μεταξύ αυτών, φαίνεται ότι καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται με την γνωσιακή και την συμπεριφορική θεραπεία, σε σχέση με ότι με την ψυχανάλυση.

Για τη γνωσιακή ψυχοθεραπεία της βουλιμίας απαιτείται συνήθως διάστημα 20 εβδομάδων, με συναντήσεις σε τακτικά χρονικά διαστήματα, οι οποίες διαρκούν περίπου 1 ώρα. Η θεραπεία χωρίζεται συνήθως σε 3 φάσεις. Κατά την πρώτη φάση, δίνεται έμφαση στις προσπάθειες εκπαίδευσης ως προς την μείωση της βουλιμικής και της αυτοπεριοριστικής συμπεριφοράς. Συνήθως ζητείται από την πάσχουσα να κρατά ημερολόγιο σχετικά με τις διαιτητικές συνήθειες, όπου θα αναφέρει τα επεισόδια βουλιμίας, σωματικής άσκησης ή κατανάλωσης φαρμάκων. Στο ημερολόγιο αυτό μπορεί επίσης να καταγράφονται οι σκέψεις της ασθενούς. Ο θεραπευτής διαπραγματεύεται διάφορες συμφωνίες με την ασθενή, όπως για παράδειγμα αυτή να τρωει μόνο σε ένα δωμάτιο του σπιτιού ή να τρωει μόνο κατά τις ώρες γευμάτων και όχι ενδιάμεσα. Μπορεί να συμφωνήσει να μην διατηρεί φαγητό στο ψυγείο της ή να φτιάχνει την λίστα για το supermarket μόνο αφού θα έχει φαει και ποτέ πεινασμένη. Ουσιαστικά, η φάση αυτή επικεντρώνεται στο να πεισθεί η ασθενής ότι θα πρέπει να επιτρέπει στον εαυτό της να τρώει! Σύμφωνα με όλες τις μελέτες, είναι αποδεδειγμένο ότι κατά την διάρκεια της φάσης αυτής η ασθενής δεν αυξάνει το σωματικό της βάρος, κάτι που είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί.

Κατά την δεύτερη φάση, η θεραπεία επικεντρώνεται λιγότερο στο πότε τρώει ο ασθενής και περισσότερο στο τι τρώει. Έτσι, προοδευτικά αυξάνεται η ποικιλία των τροφών που καταναλώνονται, μέχρι να συμπεριλάβει και μέχρι πρότινος «απαγορευμένες» τροφές, όπως για παράδειγμα πάστες ή παγωτά. Η ασθενής σιγά-σιγά ανακαλύπτει ότι όταν παύουν οι απαγορεύσεις που βρίσκονται στο μυαλό της, παύει και να νοιώθει τη συνεχή επιθυμία να τις παραβεί. Ο θεραπευτής πλέον κατευθύνει τις συζητήσεις σε βαθύτερα συναισθήματα της ασθενούς και στην πηγή αυτών, ιδίως αναφορικά με το σωματικό βάρος, την εικόνα του σώματος και την τροφή.

Τέλος, στην τρίτη φάση, η έμφαση δίνεται στους τρόπους συντήρησης των καλών αποτελεσμάτων που ήδη θα έχουν επιτευχθεί. Επίσης, η ασθενής εκπαιδεύεται στο πώς θα αντιμετωπίσει την περίπτωση υποτροπής των συμπτωμάτων της.

Στην ψυχογενή βουλιμία σπάνια χρησιμοποιούνται φάρμακα, αν κα ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι το νεότερο αντικαταθλιπτικό φλουοξετίνη βοηθά τον έλεγχο του σωματικού βάρους διότι μειώνει την επιθυμία κατανάλωσης υδρογονανθράκων. Το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι εάν η φαρμακευτική θεραπεία δεν συνδυαστεί με κατάλληλη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, η πάθηση γρήγορα υποτροπιάζει μετά την διακοπή των φαρμάκων.

*Δημοσίευση στο περιοδικό Popular Medicine, 2004.