Οι "τρελές αγελάδες"

Η νόσος «των τρελών αγελάδων»:

Ένας εντελώς νέος μηχανισμός για να αρρωσταίνουμε!

της Κλημεντίνης Ε. Καραγεωργίου και του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου *

Η νόσος των Creutzfeldt και Jacob (και όχι «Jacobs», όπως συνήθως προφέρεται λανθασμένα) έρχεται από καιρό σε καιρό στην επικαιρότητα, ιδίως μετά από την περίφημη προ ετών εκδοθείσα οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απαγόρευσε την κατανάλωση εντοσθίων και τμημάτων του νευρικού ιστού ζώων. Η συνέπεια; Οι διαφωνίες σχετικά με τη μαγειρίτσα, το κοκορέτσι, αλλά και τον πατσά έπαψαν να έχουν γαστρονομικό περιεχόμενο (λίγο-πολύ είναι φαγητά που είτε σε ενθουσιάζουν είτε τα σιχαίνεσαι) και αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβητήσεων και συγκρούσεων μεταξύ της επιστήμης και των πατροπαράδοτων ελληνικών εθίμων και συνηθειών.

Πριν από την οποιαδήποτε αναφορά στο ζήτημα, είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε τους όρους που χρησιμοποιούνται αναφορικά με αυτό, έτσι ώστε να διαφωτιστεί η σύγχυση που κυριαρχεί στην αρθρογραφία. Ο πλέον δόκιμος όρος για τα νοσήματα αυτά είναι σπογγοειδείς εγκεφαλοπάθειες (spongiform encephalopathies), ο οποίος περιγράφει τα ευρήματα που βλέπει κανείς στο μικροσκόπιο σε συνδυασμό με τα συμπτώματα του ασθενούς. Ο όρος νοσήματα πράιον (prion diseases) είναι ουσιαστικά ταυτόσημος και απλά υποδηλώνει το βιολογικό μηχανισμό τους. Ο όρος νόσος των Creutzfeldt-Jacob (Creutzfeldt-Jacob Disease: CJD) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1920, ώστε να βαπτιστεί η φαινομενικά παρόμοια πάθηση που περιγράφθηκε με διαφορά 1 έτους, ξεχωριστά, από τον Creutzfeldt και από τον Jacob. Τέλος, ο «πιο δημοσιογραφικός» όρος νόσος των τρελών αγελάδων (mad-cow disease) έχει να κάνει με την εγκεφαλοπάθεια των αγελάδων, που πρωτοεκδηλώθηκε με τη μορφή επιδημίας στα κοπάδια αγελάδων της Μ. Βρετανίας το 1985 και σε πολύ μικρότερους αριθμούς στην Πορτογαλία, στην Ελβετία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Το 1995, εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά κρούσματα μιας μορφής σπογγοειδούς εγκεφαλοπάθειας του ανθρώπου που διέφερε σε αρκετά σημεία από τις ήδη γνωστές, με κυριότερα εξ’ αυτών την έναρξη σε μικρή ηλικία και την ταχύτερη πορεία προς το θάνατο. Η μορφή αυτή ονομάστηκε παραλλαγμένη μορφή της σποραδικής CJD (CJD-new variant).

Τι είδους νοσήματα είναι γενικά οι σπογγοειδείς εγκεφαλοπάθειες;

Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι σπογγοειδείς εγκεφαλοπάθειες αποτελούν μία σύνθετη ομάδα νοσημάτων που κοινό χαρακτηριστικό τους όταν προσβάλουν τον άνθρωπο είναι η εκφύλιση (δηλαδή η σταδιακή απώλεια της λειτουργίας συνοδευόμενη από θάνατο των κυττάρων χωρίς να προσδιορίζεται το αίτιο-μηχανισμός) του κεντρικού νευρικού συστήματος (δηλαδή εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού). Ο λόγος για τον οποίο μπορεί να προσβληθεί ένας άνθρωπος είναι συνήθως άγνωστος (σποραδικές μορφές), σπανιότερα είναι κληρονομικός και ακόμη σπανιότερα η επαφή με μολυσμένο ιστό ή η κατανάλωση μολυσμένης τροφής (λοιμώδεις μορφές). Ουσιαστικά, η μεγαλύτερη ανησυχία για τη δημόσια υγεία αφορά στις τελευταίες. Τα νοσήματα αυτά επιφέρουν πάντα και σχετικά σύντομα το θάνατο μέσα σε κατάσταση πλήρους αδυναμίας επαφής με το περιβάλλον και τελικά, κώματος. Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις συσχετίζονται με τη συσσώρευση εντός του νευρικού συστήματος μιας πρωτεΐνης, της πρωτεΐνης πράιον (πρίον).

Τελικά, πόσα είδη τέτοιων νοσημάτων υπάρχουν;

Ανάλογα με τον τρόπο εμφάνισης και κάποιες διαφορές στα συμπτώματα και στα ευρήματα που συνοδεύουν τη νόσο στο μικροσκόπιο, οι τύποι της νόσου στον άνθρωπο είναι ο σποραδικός, ο κληρονομικός και ο λοιμώδης. Στον τελευταίο υπάγεται, σχεδόν με βεβαιότητα πλέον, η παραλλαγμένη μορφή. Ο σποραδικός τύπος αποτελεί το 85% των περιπτώσεων και το αίτιο είναι άγνωστο. Το 14% των περιπτώσεων αφορά τις επονομαζόμενες κληρονομικές μορφές και συνεπώς προσβάλει μέλη της ίδιας οικογένειας και δεν εμφανίζεται χωρίς να υπάρχει «οικογενειακό ιστορικό». Η κληρονομικότητα αυτή από πολλούς αμφισβητείται. Στην Ελλάδα, έχει αναφερθεί η ύπαρξη λίγων τέτοιων οικογενειών στην Κρήτη. Τέλος, απειλή για τον άνθρωπο συνιστούν οι λοιμώδεις τύποι, στους οποίους, εκτός από την παραλλαγμένη μορφή συγκαταλέγονται η νόσος Kuru και η ιατρογενής μορφή. Οι λοιμώδεις τύποι αντιστοιχούν σε ασήμαντο συγκριτικά ποσοστό, με εξαίρεση την παραλλαγμένη μορφή στη Μ. Βρετανία. Χαρακτηριστικός είναι ο μεγάλος χρόνος που μεσολαβεί από τη μόλυνση μέχρι την εκδήλωση των συμπτωμάτων, που συνήθως ανέρχεται σε αρκετά έτη.

Εκτός από τη γνωστή νόσο των βοοειδών, υπάρχουν τύποι της σπογγοειδούς εγκεφαλοπαθειας σε ζώα, για κανέναν από τους οποίους δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο που να υποδηλώνει μεταδοτικότητα προς τον άνθρωπο. Γνωστότερη είναι η νόσος scrapie των προβάτων. Η νόσος ονομάζεται έτσι διότι τα προσβεβλημένα ζώα, εκτός των συμπτωμάτων από το νευρικό σύστημα, ξύνουν συνεχώς τη ράχη τους στα δέντρα. Άλλοι τύποι προσβάλουν αιλουροειδή, μεταξύ των οποίων και γάτες, νυφίτσες, ελάφια και αντιλόπες.

Τα συμπτώματα

Η CJD, σε όλες συνολικά τις μορφές, εμφανίζεται όχι συχνότερα από 0,5-1,5 περιπτώσεις ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Τα συμπτώματα με τα οποία εμφανίζεται δεν είναι χαρακτηριστικά για την πάθηση, αλλά μοιάζουν με αυτά άλλων νευρολογικών παθήσεων, με συνηθέστερη αρχική εκδήλωση την άνοια. Η πορεία όμως εξελίσσεται γρήγορα, υπάρχει επιδείνωση από εβδομάδα σε εβδομάδα και τελικά ο άρρωστος οδηγείται σε κώμα. Πάντως, ακόμη και στις περιπτώσεις άνοιας που επιδεινώνεται με γρήγορο ρυθμό, οι πιθανότητες να πάσχει κανείς από CJD και όχι από κάτι άλλο είναι και πάλι λιγοστές. Η εκτενής ανάλυση των συμπτωμάτων λίγο βοηθά και περισσότερο σκορπά τον πανικό, καθώς δεδομένης της σπανιότητας της νόσου, είναι ασύγκριτα περισσότερες οι πιθανότητες να πάσχει κανείς από συχνότερα νοσήματα παρά από αυτήν.

Ο κανιβαλισμός, τα πράιον και τα βραβεία Nobel

Αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση της νόσου Kuru, μέσω της οποίας αποδεικνύεται η μεταδοτικότητα της νόσου μέσω του κανιβαλισμού. Το 1957, οι V. Zigas και D.C. Gajdusek περιέγραψαν την άγνωστη ως τότε νόσο Kuru (που στη γλώσσα των ιθαγενών σημαίνει τρεμούλα). Η νόσος εμφανιζόταν μόνο σε μία φυλή των Papua της Ν. Γουινέας. Οι ασθενείς, συνήθως γυναίκες και παιδιά και όχι ενήλικοι άντρες, εμφάνιζαν αστάθεια βάδισης, τρεμούλα, άνοια και κατέληγαν σύντομα σε θάνατο. Παρόλο που η λογικοφανής εξήγηση για τη νόσο θα ήταν η κληρονομική μετάδοση, το γεγονός ότι σπάνια την εμφάνιζαν άντρες συνδυάστηκε με το παραδοσιακό έθιμο πένθους της φυλής: ως ένδειξη τιμής και σεβασμού προς το νεκρό, οι γυναίκες συγγενείς και τα μικρά παιδιά τους, αλλά όχι και οι άντρες τους, έτρωγαν από το σώμα και τον εγκέφαλο του νεκρού. Δύο χρόνια αργότερα, ένας κτηνίατρος και παθολογοανατόμος, ο William Hadlow, τόλμησε πρώτος να διατυπώσει την επαναστατική άποψη ότι η νόσος scrapie που τόσο συχνά έβλεπε στα πρόβατα και η νόσος Kuru είναι παρόμοιες. Τον ακολούθησε ο Igor Klatzo, ο οποίος διατύπωσε την ίδια άποψη για τη νόσο CJD και την Kuru. Οι απόψεις των δύο επιστημόνων επαληθεύθηκαν λίγα χρόνια αργότερα, όταν από τον Gajdusek έγινε επιτυχημένη πειραματική μετάδοση της νόσου Kuru σε χιμπαντζήδες, λόγος για τον οποίο του απονεμήθηκε εξ’ ημισείας το βραβείο Nobel Ιατρικής Φυσιολογίας, το 1976. Ο δεύτερος σταθμός στην ιστορία των νοσημάτων πράιον ήταν η ανακάλυψη από τον Stanley Prusiner της παθολογικής πρωτεΐνης πράιον, που επίσης τον οδήγησε στο βραβείο Nobel Ιατρικής Φυσιολογίας, το 1997.


Ο μηχανισμός πρόκλησης της νόσου είναι πρωτόγνωρος

Το εκπληκτικό σχετικά με την πρωτεΐνη πράιον, είναι ότι την έχουμε όλοι στον οργανισμό μας, όπως και όλα τα θηλαστικά! Έως εδώ δεν υπάρχει τίποτε το αξιοκατάκριτο, ενώ η λειτουργία αυτής της πρωτεΐνης, παρόλο που είναι τόσο διαδεδομένη στο ζωικό βασίλειο, δεν είναι πλήρως εξακριβωμένη. Σίγουρα όμως, οι παθολογικές μορφές της προκαλούν τελικά το θάνατο των νευρικών κυττάρων. Οι μεταβολές της πρωτεΐνης λόγω μεταλλάξεων εξηγούν τις κληρονομικές μορφές της νόσου. Έχει αποδειχθεί όμως, ότι η πρωτεΐνη αυτή παρουσιάζει μία «πρωτάκουστη» ιδιότητα σε σχέση με όλες τις γνωστές μέχρι σήμερα πρωτεΐνες: είναι δυνατό να υποστεί «πλύση εγκεφάλου» από την παθολογική μορφή της. Έτσι, η «κακή παρέα» της παθολογικής μορφής με τη φυσιολογική μορφή εντός του ίδιου κυττάρου συνεπάγεται τη μετατροπή της φυσιολογικής πρωτεΐνης σε παθολογική (αυτό συνίσταται σε αλλαγή του τρόπου που το μόριο ξεδιπλώνεται στο χώρο). Δύο πλέον μόρια παθολογικής μορφής θα δράσουν όμοια για να οδηγήσουν σε 4 νέα παθολογικά μόρια. Κάποια στιγμή, συνήθως μετά από χρόνια, ο αριθμός των παθολογικών μορίων γίνεται τέτοιος ώστε να εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα της νόσου...

Συνήθως, για να είναι εφικτή η παραπάνω αλληλεπίδραση πρέπει τα μόρια της πρωτεΐνης να προέρχονται από το ίδιο ζωικό είδος («φραγμός» μεταξύ των ειδών). Έτσι, ο μόνος τρόπος διάδοσης της θα ήταν ο κανιβαλισμός ή οι ιατρικές πράξεις, καθώς το αίμα, τα κόπρανα ή η αναπνοή δεν περιέχουν την παθολογική πρωτεΐνη. Για ορισμένα είδη όμως, αυτό δεν είναι απαραίτητο. Έτσι, όπως φαίνεται, ο άνθρωπος έχει ευπάθεια στη μετάδοση της νόσου μέσω των αγελάδων, κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει μεταξύ ανθρώπου και προβάτου, αφού η νόσος scrapie θα είχε πιθανώς προκαλέσει αντίστοιχη επιδημία πολύ νωρίτερα.

Γιατί εμφανίστηκε η νόσος των τρελών αγελάδων;

Η παθολογική πρωτεΐνη των νοσημάτων πράιον συσσωρεύεται στο νευρικό σύστημα και έχει την ιδιότητα ότι είναι ανθεκτική στις κλασσικές μεθόδους αποστείρωσης. Από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα, η πρακτική της χρήσης των οστεάλευρων που περίσσευαν από την κατεργασία των κρεάτων (και που ήταν πλούσια πηγή ζωικής πρωτεΐνης) για το θρεπτικό εμπλουτισμό των ζωοτροφών ήταν ευρέως διαδεδομένη παγκοσμίως. Η πρακτική αυτή ουσιαστικά συνιστά ένα είδος «κανιβαλισμού» των ζώων. Η πιθανότερη θεωρία είναι, ότι δεδομένης της πρακτικής αυτής, από τη στιγμή που μία αγελάδα εμφάνισε τυχαία, λόγω μετάλλαξης, την παθολογική μορφή της πρωτεΐνης, η εμφάνιση της επιδημίας μερικές γενιές αγελάδων μετά ήταν θέμα χρόνου. Η παραλλαγμένη μορφή CJD του ανθρώπου, που πρωτοεμφανίστηκε περίπου 10 χρόνια μετά το ξέσπασμα της επιδημίας στις αγελάδες, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της νόσου των αγελάδων, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας παθολογικής πρωτεΐνης. Έτσι, θεωρείται πλέον κατά 99,9% βέβαιο ότι η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τις αγελάδες.

Τι μέτρα έχουν ληφθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας;

Η συνειδητοποίηση του τρόπου εξάπλωσης της επιδημίας της σπογγοειδούς εγκεφαλοπαθειας των βοοειδών οδήγησε στην απαγόρευση χρήσης υπολειμμάτων ιστών στις ζωοτροφές, το 1988. Σήμερα, η επιδημία στα βοοειδή έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Παράλληλα, μετά από την εμφάνιση των κρουσμάτων της παραλλαγμένης μορφής, έχουν εφαρμοσθεί αυστηρά τηρούμενα μέτρα ως προς την είσοδο στην τροφική αλυσίδα μολυσμένων ή δυνητικά μολυσμένων προϊόντων, καθώς και ως προς τα ιατρικά προϊόντα που χρησιμοποιούν βιολογικά υλικά ή ως προς την αποστείρωση των ιατρικών εργαλείων.

Η νέα μορφή: οριστικά στο περιθώριο ή μήπως όχι;

Θα πρέπει και πάλι να τονισθεί ότι κρούσματα της σποραδικής και της κληρονομικής μορφής θα συνεχίσουν να εμφανίζονται, άσχετα με τα μέτρα πρόληψης, αφού αυτά αφορούν στην ιατρογενή και κυρίως στην παραλλαγμένη μορφή της CJD και μόνο. Οι ανησυχίες σχετικά με την έκταση της επιδημίας στον άνθρωπο έχουν κάπως υποχωρήσει, αλλά ένας προβληματισμός μεταξύ των ειδικών παραμένει. Η κορύφωση της ανθρώπινης επιδημίας στη Μ. Βρετανία έχει σημειωθεί το 2000 και κατά τα φαινόμενα η μείωση των κρουσμάτων θα συνεχιστεί. Δεδομένου όμως του μεγάλου χρόνου που μεσολαβεί από τη μόλυνση μέχρι την εκδήλωση της νόσου, δεν είναι βέβαιο ότι αυτή έχει «επωασθεί» σε όλα τα άτομα που εκτέθηκαν στην παθολογική πρωτεΐνη πριν από την εφαρμογή των μέτρων πρόληψης. Έτσι, μία απαισιόδοξη αλλά εντελώς απίθανη πρόβλεψη είναι ότι τα κρούσματα που εμφανίστηκαν μέχρι σήμερα αποτελούν ένα προοίμιο που αφορούσε σε «ευαίσθητα» προδιαθετιμένα άτομα και ότι ο κύριος όγκος των κρουσμάτων πρόκειται να ακολουθήσει αργότερα.

Η περίπτωση των νοσημάτων πράιον σίγουρα θα αποτελεί στο μέλλον παράδειγμα της καταστροφής που μπορεί να προκληθεί από την εφαρμογή μη επαρκώς ελεγμένων ως προς την ασφάλεια τεχνικών στη διατροφική βιομηχανία. Από την άλλη πλευρά, για τη βιολογία και την ιατρική, η αποκρυπτογράφηση του μηχανισμού των νοσημάτων πράιον έχει ωθήσει την έρευνα προς νέα μονοπάτια, κυρίως αναφορικά με τους μηχανισμούς της αποκαλούμενης «επίκτητης κληρονομικότητας».

*Δημοσίευση στο περιοδικό Popular Medicine, 2003.

Ίσως σας ενδιαφέρει!

Εφόσον είστε ικανοποιημένη ή ικανοποιημένος από την ποιότητα των πληροφοριών που διαβάζετε

και ψάχνετε για ακόμη περισσότερες πληροφορίες ως προς μια συγκεκριμένη νευρολογική περίπτωση,

πατήστε εδώ.

Οι πρακτικές γνώσεις άμεσα και γρήγορα

· Η νόσος των Creutzfeldt και Jacob (CJD) δεν είναι μία καινούρια νόσος, καθώς είναι γνωστή στους νευρολόγους εδώ και έναν αιώνα περίπου. Εντός των τελευταίων χρόνων έλαβε ευρεία δημοσιότητα λόγω της εμφάνισης μιας «παραλλαγής» της, η οποία συσχετίζεται με την κατανάλωση βοδινού κρέατος.

· Περιστατικά της παραλλαγμένης μορφής εμφανίστηκαν σχεδόν αποκλειστικά στη Μ. Βρετανία. Για το 85% περίπου των σπάνιων έτσι και αλλιώς περιπτώσεων (περίπου 10-15 κρούσματα ανά έτος στην Ελλάδα), η νόσος δεν έχει σχέση με τη διατροφή κάποιου και είναι άγνωστη η αιτία της. Η αναφορά του ονόματος της νόσου από το νευρολόγο προκαλεί αδικαιολόγητα δημοσιότητα και πανικό τόσο της οικογένειας όσο και της κοινής γνώμης.

· Στη χώρα μας δεν αναφέρθηκε ποτέ κρούσμα της CJD που να σχετίζεται με την κατανάλωση βοδινού κρέατος, ούτε με ιατρογενή μετάδοση αυτής

· Η μετάδοση της νόσου από αλλά μέλη του ζωικού βασιλείου στον άνθρωπο, με εξαίρεση τις αγελάδες, δεν έχει ποτέ αποδεδειγμένα συμβεί, αλλά οι μηχανισμοί της νόσου προβλέπουν θεωρητικά αυτή την πιθανότητα.

· Η CJD δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο διότι προϋποθέτει τη μεσολάβηση μολυσμένου ιστού. Παλαιότερα, υπήρξαν ορισμένα «άτυχα» περιστατικά ασθενών που εκδήλωσαν τη νόσο «ιατρογενώς», μετά από μεταμόσχευση μολυσμένου κερατοειδούς ή μετά από λήψη θεραπείας υποκατάστασης των υποφυσιακών ορμονών (η παρασκευή των οποίων γινόταν παλαιοτέρα από ανθρώπινες πτωματικές υποφύσεις, ενώ σήμερα, με την πρόοδο της γενετικής μηχανικής, παρασκευάζονται τεχνητά)

· Η νόσος οδηγεί σύντομα και αναπότρεπτα στο θάνατο

· Οριστική διάγνωση της CJD γίνεται μόνο με βιοψία εγκεφάλου ή μετά θάνατον και εφόσον διενεργηθεί νεκροτομική εξέταση

· Σήμερα, τα ληφθέντα μέτρα εξασφαλίζουν τη διακοπή της αλυσίδας μετάδοσης οποιασδήποτε μορφής της νόσου, τόσο στη Μ. Βρετανία όσο και στον υπόλοιπο κόσμο

· Παρ’ όλα αυτά, τα επικίνδυνα μέρη του ζώου για τη μόλυνση είναι (ήταν) ο νευρικός ιστός (μυαλό και το «μεδούλι» στα παϊδάκια) και κατά πολύ λιγότερο το αίμα και το λεμφικό σύστημα (μεδούλι των οστών, εντόσθια, έντερο)

· Στα μέτρα πρόληψης περιλαμβάνονται και υπερβολικές απαγορεύσεις που έχουν τη λογική του «φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά», χωρίς βέβαια να είναι κατακριτέα η «υπερβολή» σε τέτοια αβέβαια ζητήματα ζωής και θανάτου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι εάν κάποιος έφαγε από επικίνδυνα σημεία κατά τα παλαιότερα έτη, σήμερα δεν έχει και πολύ νόημα να προσέχει.