Κατάθλιψη

Η κατάθλιψη στη σύγχρονη ψυχιατρική επιστήμη

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου*

Αν και η εποχή καλεί για εγκατάλειψη των διαιρέσεων και επιστροφή στις ολιστικές προσεγγίσεις, είναι αδύνατο να μιλήσουμε περί διαταραχών των εγκεφαλικών λειτουργιών χωρίς να καταφύγουμε σε έναν υπό μία έννοια αυθαίρετο διχασμό. Ο εγκέφαλος και κατ’ επέκταση η κατά τα φαινόμενα ενιαία συμπεριφορά μας, κυριαρχείται από σκέψη και από συναίσθημα. Η διάκριση μεταξύ διαταραχών σκέψης και διαταραχών συναισθήματος αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα βήματα για την ανάπτυξη των διαγνωστικών σχημάτων που χρησιμοποιεί η σύγχρονη ψυχιατρική. Αν και ο καθένας μπορεί υποκειμενικά να εκφραστεί σχετικά με το πώς αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών βιωμάτων, είναι μάλλον ομόφωνη άποψη περί διαφορετικής φύσης αυτών, η οποία κυρίως επικεντρώνεται στη δυνατότητα ελέγχου από τη βούληση: η συνειδητές σκέψεις μας μπορεί να κατευθυνθούν, αλλά τα συνειδητά συναισθηματικά βιώματα, όχι. Τα όρια της διάκρισης όμως δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, καθώς το συναίσθημά μας κατευθύνει, πολλές φορές υποσυνείδητα, τον τρόπο που σκεφτόμαστε, ενώ η σκέψη μας, επίσης συχνά, μπορεί να γεννήσει συναισθήματα.

Για την καλύτερη κατανόηση όσων θα αναφέρουμε, είναι απαραίτητο να διαχωρίσουμε περαιτέρω τα συναισθηματικά βιώματα σε συναισθήματα και σε διαθέσεις. Έτσι, το συναίσθημα αναφέρεται στις άμεσες και ενδεχομένως στιγμιαίες αποκρίσεις ενός ατόμου σε κάποιο ερέθισμα (όπως είναι ο φόβος στη θέα μιας πυρκαγιάς), ενώ η διάθεση έχει να κάνει με παρατεταμένες και διαρκούσες συναισθηματικές καταστάσεις, που διαχέονται με βραδύ ρυθμό και με τον ίδιο ρυθμό υποχωρούν για να αντικατασταθούν από άλλες (όπως η θλίψη μετά από την καταστροφή του σπιτιού μας). Η σχέση μεταξύ συναισθημάτων και διαθέσεων είναι η ίδια με αυτή μεταξύ καιρού και κλίματος μιας περιοχής!

Διακρίσεις όπως οι παραπάνω βοηθούν την ιατρική και γενικότερα την επιστήμη στην αποτελεσματική πρακτική προσέγγιση προβληματικών καταστάσεων: οι «διαταραχές της διάθεσης» αποτελούν μία εκ των κυριοτέρων κατηγοριών ψυχικών παθήσεων. Επειδή η αντίθεση μεταξύ της επίσημης ψυχιατρικής και των διαφορών «αντιψυχιατρικών» κινημάτων (κινημάτων που αμφισβητούν την οντότητα των ψυχιατρικών παθήσεων ως παθήσεων αλλά συντείνουν προς κοινωνιολογικές ερμηνείες για πολλά ψυχιατρικά συμπτώματα) καλά κρατεί, θα ήταν σκόπιμο να προσεγγίσουμε βήμα-βήμα τους όρους που θα χρησιμοποιήσουμε στις επόμενες παραγράφους.


Τα όρια της ψυχικής πάθησης είναι σχετικά

Τα ψυχιατρικά συμπτώματα είναι είτε υποκειμενικά (όποτε εξ ορισμού σχετίζονται με τη σκέψη ή / και το συναίσθημα) είτε αντανακλούν στη συμπεριφορά, σε μέρος ή στο σύνολο των πράξεών μας (διαταραχές συμπεριφοράς), όποτε προσλαμβάνουν «αντικειμενικό» χαρακτήρα. Τα δεύτερα είναι προφανώς σοβαρότερα. Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας υπολογίζει ότι κατά το 2020, η κατάθλιψη θα αποτελεί τη δεύτερη συνηθέστερη αιτία ανικανότητας, μετά τη στεφανιαία νόσο!

Ας δοκιμάσουμε να ξεκαθαρίσουμε λίγο την έννοια του «ψυχικώς πάσχοντα». Για τον καθορισμό της ψυχικής πάθησης, όπως και για τις υπόλοιπες παθήσεις, η ιατρική καθορίζει «όρια του φυσιολογικού». Αυτά δεν είναι αυθαίρετα αλλά έχουν άμεση και δυναμικού -προσαρμοστικού- χαρακτήρα επαφή με την κατάσταση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού. Η εμφάνιση λοιπόν ψυχιατρικών συμπτωμάτων,

1) εφόσον αποδειχθεί ότι δεν υποκρύπτουν κάποια από τις έως σήμερα γνωστές «οργανικές» παθήσεις του εγκεφάλου (όγκοι, εγκεφαλικό επεισόδιο, λοιμώξεις κλπ.),

2) εφόσον προκαλούν ζημιά στο ίδιο το άτομο καθιστώντας το ανυπεράσπιστο απέναντι στον εαυτό του ή στις συνήθεις αντίξοες εξωτερικές συνθήκες και

3) με την προϋπόθεση ότι τα συμπτώματα αυτά δεν θα τα εμφάνιζε η πλειοψηφία του πληθυσμού εάν βρισκόταν στην ίδια περίσταση,

οδηγεί στη διάγνωση της ψυχιατρικής πάθησης. Η τελευταία προϋπόθεση έχει το μεγαλύτερο βαθμό σχετικότητας, αλλά βοηθά στο να οριοθετηθεί το υγιές σε σχέση με το νοσηρό, ώστε η διάκριση να έχει λειτουργικό χαρακτήρα σε μία δομημένη κοινωνία. Έτσι, ο ψυχικώς πάσχων μπορεί να θεωρείται ως ο εγγενώς «αδύναμος κρίκος», ο οποίος σε ένα πλέγμα περιστάσεων όπου κάποιος άλλος θα προσαρμοζόταν, θα «δραπέτευε» ή θα έδινε τη μάχη του, αυτός καταρρέει εκδηλώνοντας ψυχιατρικά συμπτώματα.

Μεγάλη λοιπόν σημασία έχουν οι «περιρρέουσες συνθήκες» και η προσέγγιση της ψυχικής πάθησης υπό την παραπάνω έννοια ξεπερνά πολλούς σκοπέλους. Ένα παράδειγμα που μάλιστα σχετίζεται άμεσα με το θέμα μας, είναι ότι οι περισσότεροι, μετά από την απώλεια αγαπημένου προσώπου, περνάμε ένα διάστημα κατά το οποίο η θλίψη κυριαρχεί σε όλες τις πλευρές της ζωής μας. Προοδευτικά όμως, ξεκινώντας από τα πιο σημαντικά για την επιβίωση (π.χ. εργασία), το συναίσθημα αυτό είτε ξεθωριάζει είτε διοχετεύεται σε «προσαρμοστικές» συμπεριφορές (π.χ. συμμετοχή σε αντικαρκινικές εταιρίες). Η παραμονή του συναισθήματος θλίψης στην ίδια ένταση για διάστημα άνω του 1 έτους μετά την απώλεια θεωρείται παθολογική, καθώς δεν συμβαίνει στους περισσότερους και μπορεί υπό προϋποθέσεις να θέσει τη διάγνωση της κατάθλιψης.

Ο παραπάνω ορισμός αφήνει βέβαια ανοιχτό το ενδεχόμενο μία δεδομένη κοινωνία να εμφανίζει στην πλειοψηφία της συμπεριφορές που μπορούν να θεωρηθούν «ψυχιατρικές» από τον εξωτερικό παρατηρητή (διόλου σπάνιο μάλιστα). Εξάλλου, κάποιοι από τους σημερινούς χαρακτηρισμένους ψυχικώς πάσχοντες (ή αντίθετα, ψυχικώς υγιείς) δεν είναι βέβαιο ότι σε μία άλλη εποχή (του μέλλοντος ή του παρελθόντος) θα διατηρούσαν αυτή την ιδιότητα. Θα πρέπει να τονίσουμε όμως ότι το τελευταίο αφορά μία μικρή ομάδα «οριακών καταστάσεων», καθώς για τη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων υπάρχουν παρόμοιες περιγραφές από γιατρούς και θεραπευτές πολύ απομακρυσμένων μεταξύ τους εποχών, ακόμη και από τον Ιπποκράτη. Εξάλλου, οι σύγχρονες τεχνικές έρευνας που πλέον χρησιμοποιεί η ψυχιατρική φέρνουν, όπως θα δούμε, στο φως όλο και περισσότερα αντικειμενικά στοιχεία και συσχετίσεις των ψυχικών νοσημάτων.

Οι διαταραχές της διάθεσης

Κάποτε λοιπόν παρατηρήθηκε και με την πάροδο των ετών επιβεβαιώθηκε, ότι υπάρχει μία σημαντική κατηγορία «ψυχικά πασχόντων», όπου τα συμπτώματα έχουν τη βάση τους κύρια σε δυσλειτουργία των συναισθημάτων και όχι τόσο της σκέψης. Η σειρά των πραγμάτων είναι η εξής: το άτομο εμφανίζει συμπτώματα και προσέρχεται μόνο του στο γιατρό ή δυσπροσαρμοστική συμπεριφορά, όποτε συνηθέστερα προσκομίζεται από τα οικεία του πρόσωπα. Κατά την ψυχιατρική εξέταση διαπιστώνεται ότι η σκέψη διατηρεί τις κοινά αποδεκτές από το ανθρώπινο είδος αρχές της λογικής ως προς την ερμηνεία του κόσμου που μας περιβάλλει, αλλά υπεύθυνη για τα συμπτώματα είναι η δυσαρμονία μεταξύ διάθεσης και περιστάσεων.

Οι φυσιολογικές συναισθηματικές αποκρίσεις εξυπηρετούν σημαντικές λειτουργίες επιβίωσης για το είδος. Το φάσμα τους κυμαίνεται, σε απλουστευμένη κατάταξη, από την ευφορία, στον ενθουσιασμό, τη χαρά, την έκπληξη, την απάθεια-αδιαφορία, έως το θυμό, το άγχος, την απογοήτευση, τη λύπη, τη θλίψη, την απελπισία και την κατάθλιψη. Κανένα από τα παραπάνω συναισθήματα ή διαθέσεις δεν είναι εξ ορισμού παθολογικό, αλλά πάντα το νοσηρό κρίνεται εκ των περιστάσεων. Οι σχέσεις μεταξύ των παραπάνω είναι τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές.

Δύο από τις παραπάνω καταστάσεις, η ευφορία και η κατάθλιψη, μπορεί να εμφανίζονται τόσο διαταραγμένες και παρατεινόμενες, ώστε να κυριαρχούν τόσο ως βίωμα όσο και στη συμπεριφορά κάποιου. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε αντίστοιχα για μανία και για κατάθλιψη.

Συμπτώματα της κατάθλιψης

Η πρώτη περιγραφή κατάθλιψης έγινε από τον Ιπποκράτη και αφορούσε μάλλον περίπτωση μονοπολικής κατάθλιψης. Είναι αρκετά γνωστή η ερμηνεία του για τις μεταβολές του ανθρώπινου θυμικού: αυτές οφείλονται στη μίξη, σε διαφορετικές αναλογίες, των τεσσάρων χυμών: αίμα, φλέγμα, κιτρίνη χολή και μαύρη χολή. Η υπερβολική ποσότητα της τελευταίας προκαλούσε τη «μελαγχολία», δηλαδή την κατάθλιψη. Η παραπάνω άποψη δεν θα πρέπει να προκαλεί την ιλαρότητα στο σημερινό υπερόπτη επιστήμονα, καθώς η προσέγγιση σύμφωνα με την οποία κάτω από νοσήματα του πνεύματος υποκρύπτονται οργανικές, υλικές, μεταβολές ήταν εξαιρετικά κοντά στο σύγχρονο πνεύμα.

Ο κόσμος του καταθλιπτικού άρρωστου μπορεί να περιγραφθεί σε μία πρόταση, ως ανιαρός, ξεθωριασμένος, ανούσιος και ανώφελος, σύμφωνα με τον Άμλετ. Τα βιώματά του κυριαρχούνται από ένα δυσφορικό και βασανιστικό συναίσθημα που είναι παρόν καθημερινά, σχεδόν όλες τις ώρες της ημέρας. Ο πάσχων εμφανίζει αδυναμία άντλησης ευχαρίστησης από δραστηριότητες που κάποτε τον συγκινούσαν (ανηδονία), ενώ δεν διατηρεί καθόλου ενδιαφέρον για οποιαδήποτε πλευρά του κόσμου που τον περιβάλλει. Στα παραπάνω προστίθενται βέβαια και άλλα «δορυφορικά» συμπτώματα, όπως διαταραχές του ύπνου, διαταραχές της όρεξης για φαγητό, απώλεια της ενεργητικότητας, μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, επιβράδυνση των κινήσεων ή της σκέψης, δυσκολία συγκέντρωσης και αναποφασιστικότητα. Στα πλαίσια της απόσυρσης από τα εγκόσμια, το άτομο μπορεί να παραμελεί την προσωπική του υγιεινή.

Στα σοβαρότερα εκ των συμπτωμάτων κατατάσσονται τα αισθήματα ένοχης και αναξιότητας, που κλιμακώνονται έως τις «μαύρες» σκέψεις περί θανάτου και τον «αυτοκτονικό ιδεασμό», ο οποίος μπορεί να οδηγήσει τελικά στην αυτοκτονία (βλέπετε παρακάτω) ή να λάβει τη μορφή διακοπής της λήψης τροφής, όποτε και ουσιαστικά μιλάμε για «παθητική αυτοκτονία». Σπάνια σήμερα (λόγω των αποτελεσματικών θεραπευτικών επιλογών) είναι η εμφάνιση της μελαγχολικής κατατονίας: ο πάσχων παραμένει ακίνητος, δεν αποκρίνεται σε κανένα ερέθισμα και παρά την υποστήριξη ως προς τη διατροφή και την ενυδάτωση μπορεί να εμφανίσει διαταραχές των μεταβολικών παραμέτρων του αίματος και να καταλήξει...

Από το σύμπτωμα στη διάγνωση

Η διάγνωση της κλινικής -επίσημης- κατάθλιψης, όπως και κάθε σοβαρής και χρόνιας νόσου άλλωστε, δεν θα πρέπει να είναι αβασάνιστη. Ωστόσο, σύμφωνα με τις έρευνες, η πάθηση αργεί να διαγνωσθεί και συνακόλουθα ο ασθενής να παραπεμφθεί στον ειδικό και οι λόγοι αυτής της καθυστέρησης σχετίζονται με την ενημέρωση και πληροφόρηση του κόσμου, με τις προκαταλήψεις που υπάρχουν σχετικά με τα ψυχιατρικά νοσήματα και κυρίως με την σχετικά ομοιόμορφη μεταξύ γιατρών και ασθενών φιλοσοφία σχετικά με την αποφυγή τοποθέτησης επίσημων ψυχιατρικών διαγνώσεων - ετικετών. Εξάλλου, η κατάθλιψη συχνά συνοδεύει άλλες παθήσεις, με τις οποίες συνυπάρχει, αλλά εδώ, η διάγνωσή της καθίσταται ακόμη δυσκολότερη από τεχνική άποψη.

Στην καθυστέρηση αναζήτησης εξειδικευμένης βοήθειας συμβάλει σημαντικά η σύγχυση μεταξύ θλίψης και κατάθλιψης. Άνθρωποι από το στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον του καταθλιπτικού συνήθως τον διαβεβαιώνουν ότι «δεν είναι άρρωστος» και τον καλούν να «αντιδράσει» και να «το ρίξει έξω». Η στάση αυτή ουσιαστικά συνιστά μία άρνηση, συνειδητή ή υποσυνείδητη, η οποία δεν είναι ανάξια της προσοχής του ψυχίατρου: η οικογένεια ή ο φιλικός κύκλος νιώθει ενοχές -συχνά όχι αδικαιολόγητες- για την κατάσταση του πάσχοντος, ενώ η κατάθλιψη είναι άκρως «μεταδοτική» πάθηση και είναι εξαιρετικά δύσκολη η παροχή ουσιαστικής συμπαράστασης σε έναν καταθλιπτικό, η οποία δεν θα εξαντλείται σε επικριτικά σχόλια ή ανώδυνες απόπειρες «χαλάρωσης της ατμόσφαιρας» με άστοχα αστεία. Είναι συνηθισμένο λοιπόν ο πάσχων να χάνει τους φίλους του τη στιγμή που τους χρειάζεται περισσότερο από ποτέ...

Παροδικό σύμπτωμα ή εγκατεστημένη νόσος;

Όπως έχει υπολογιστεί από πολύ αξιόπιστες έρευνες, στη διάρκεια ενός έτους, το 40% εξ ημών θα εμφανίσουμε αισθήματα έντονης κατάθλιψης ή απογοήτευσης. Στις μισές περίπου περιπτώσεις, τα αισθήματα αυτά θα παραταθούν χρονικά και θα συνοδεύονται και από άλλα συμπτώματα, όπως δυσκολίες με τον ύπνο, αλλαγές στην όρεξη για φαγητό, αισθήματα απελπισίας και απαισιοδοξίας και ίσως σκέψεις αυτοκτονίας, έτσι ώστε να μπορεί να τεθεί επίσημα η διάγνωση της κλινικής κατάθλιψης. Ο ρόλος του ψυχίατρου είναι να διακρίνει ποιες από αυτές τις περιπτώσεις έχουν περιστασιακό χαρακτήρα ή σαφή αιτία προέλευσης, όποτε θα υποχωρήσουν και ποιες είναι εγγενείς και περισσότερο σοβαρές, όποτε απαιτούν άμεση θεραπευτική παρέμβαση. Η διάκριση συχνά δεν μπορεί να γίνει μέσα από μία μόνο συνάντηση και απαιτεί παρακολούθηση για κάποιο -συνήθως μικρό- χρονικό διάστημα.

Το παραπάνω ερώτημα μπορεί να μετασχηματιστεί στο δίλημμα εάν πρόκειται για «θλίψη» ή για «κατάθλιψη». Στον κόσμο επικρατεί μεγάλος βαθμός σύγχυσης μεταξύ των δύο όρων και συχνά ο δεύτερος χρησιμοποιείται στη θέση του πρώτου, προκειμένου να δώσουμε έμφαση στα αισθήματά μας. Για τον καταθλιπτικό, η θλίψη είναι ο τρόπος μέσα από τον οποίο βλέπει τα πράγματα και οφείλεται στη βιολογία, κάτι που δεν ισχύει για την περιστασιακή θλίψη, που οφείλεται στις περιστάσεις. Είναι εντελώς φυσιολογικό να νιώθουμε θλίψη μετά από δυσάρεστες καταστάσεις απώλειας, την οποία σε κάθε περίπτωση ας την ονομάσουμε «πένθος». Όπως χαρακτηριστικά λέγεται, το πένθος δεν είναι παρόν «όλη μέρα - κάθε μέρα» και με την πάροδο του χρόνου υποχωρεί περαιτέρω. Ωστόσο, το πένθος μπορεί τελικά σε προδιαθετιμένα -γενετικώς- άτομα να μεταπέσει σε «επίσημη» κατάθλιψη.

Αυτό που διαφοροποιεί στην πράξη το πένθος από την κατάθλιψη, είναι η ικανότητα προς επιτέλεση των αναγκαίων για την επιβίωση καθημερινών δραστηριοτήτων, που αλλιώς αποκαλείται λειτουργικότητα του ασθενούς. Η τελευταία χρησιμοποιείται επίσης και για τη διάκριση μεταξύ μείζονος και ήσσονος κατάθλιψης, τις μορφές των οποίων θα παρουσιάσουμε παρακάτω. Σύμφωνα με αξιόπιστες μελέτες, περίπου το 70% όσων εμφανίζουν επεισόδιο μείζονος κατάθλιψης, θα εμφανίσουν τουλάχιστον 1 ακόμη επεισόδιο στο μέλλον.

Διαγνωστικά κριτήρια

Ο ψυχίατρος θέτει τη διάγνωση βασιζόμενος στις πληροφορίες από τα άτομα με τα οποία ο ασθενής συναναστρέφεται, στις πληροφορίες που συλλέγει από την παρατήρηση της συμπεριφοράς του ατόμου κατά την ώρα της εξέτασης και φυσικά, από τα παράπονα που το ίδιο το άτομο αναφέρει. Σημαντικά εργαλεία της σύγχρονης ψυχιατρικής επιστήμης είναι βιβλία που συνοψίζουν τα διαγνωστικά κριτήρια που θα πρέπει να πληρούνται προκειμένου σε άτομο με συγκεκριμένο σύμπτωμα, προκειμένου να τοποθετηθεί η «ετικέτα» μιας ψυχιατρικής πάθησης. Τέτοια βιβλία είναι το «DSM-IV» και το «ICD-10», για την αμερικάνικη και ευρωπαϊκή σχολή, αντίστοιχα.

Η χρήση κριτηρίων δεν έχει κατά κανένα τρόπο στείρα πατερναλιστική φιλοσοφία, αλλά στόχος είναι η αποφυγή αυθαίρετων ή υποκειμενικών διαγνώσεων: η γενική εξέταση αίματος μπορεί να σφραγίσει τη διάγνωση της αναιμίας σε άτομο με «ωχρότητα προσώπου», αλλά για την καταθλιπτική νόσο δεν υπάρχει προς το παρόν αντίστοιχη εξέταση. Έτσι, ένα κριτήριο του DSM-IV είναι «η σχεδόν καθημερινή παρουσία κόπωσης ή έλλειψης ενεργητικότητας». Η κατάσταση αυτή όμως μπορεί να οφείλεται σε ποικίλα άλλα αίτια και αποτελεί απλώς το 1 από 9 βασικά κριτήρια για τη διάγνωση της κατάθλιψης, εκ των οποίων θα πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον 5. Τα εγχειρίδια αυτού του τύπου μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο από εκπαιδευμένους επαγγελματίες της υγείας.

Μετά τη διάγνωση της κατάθλιψης είναι βασικής σημασίας ο αποκλεισμός της περίπτωσης η πάθηση να οφείλεται σε «οργανικά αιτία», να οφείλεται δηλαδή σε όγκο, εκφυλιστική πάθηση ή λοίμωξη του εγκεφάλου (ή σε άλλη κατάσταση, από μία λίστα τουλάχιστον 100 παθήσεων), ο οποίος γίνεται μέσω της κλινικής νευρολογικής εξέτασης, αλλά σήμερα συνεπικουρείται σημαντικά από τις νευρο-απεικονιστικές και λοιπές εξετάσεις. Επίσης, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί εάν γίνεται χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, ιδίως αλκοόλ και εάν συνυπάρχει κάποια άλλη οργανική πάθηση. Η μεγάλη ανησυχία του γιατρού όταν εξετάζει ασθενή με υποψία καταθλιπτικής συνδρομής είναι να αποκλείσει την ύπαρξη ιδεών περί αυτοκτονίας.

Σύγχρονη νευρο-επιστήμη και κατάθλιψη

Για τη σημερινή νευροεπιστήμη, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο εγκέφαλος δεν είναι παρά ένα όργανο του σώματος, λειτουργώντας με τις ίδιες βιολογικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία της καρδιάς, του θυρεοειδούς ή του εντέρου. Χωρίς να γνωρίζουμε τι προηγείται και τι έπεται (σχέση αιτίου - αποτελέσματος), είναι αποδεδειγμένο πέραν κάθε αμφιβολίας ότι κάθε συναίσθημα που βιώνουμε συσχετίζεται άμεσα με ηλεκτρικές και χημικές μεταβολές που συμβαίνουν μέσα στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου μας και στα σημεία σύνδεσης και επικοινωνίας μεταξύ αυτών, τις νευρωνικές συνάψεις.

Η κατάθλιψη συνοδεύεται από συγκεκριμένο προφίλ ανισορροπίας σε αυτές τις μεταβολές, με κυρίαρχη την ανεπαρκή έκκριση σεροτονίνης, ενός θεμελιώδους σημασίας χημικού μηνύτορα μεταξύ νευρικών κυττάρων. Υπάρχουν ενδείξεις ότι κατά την κατάθλιψη, δεν παράγονται επαρκείς ποσότητες σεροτονίνης και νοραδρεναλίνης σε συγκεκριμένες θέσεις του εγκεφάλου (μεταιχμιακό σύστημα), οι οποίες ενδείξεις επαληθεύονται από την επιτυχή θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης με φάρμακα που αυξάνουν τα επίπεδα της ουσίας αυτής (εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης ή SSRIs).

Ποια εγκεφαλική περιοχή ευθύνεται;

Μελέτες με τις σύγχρονες νευρο-απεικονιστικές τεχνικές έρευνας (τομογραφία ποζιτρονίων, λειτουργική μαγνητική τομογραφία) έχουν ανακαλύψει μία περιοχή στην εσωτερική πρόσθια μοίρα του μετωπιαίου λοβού (πίσω από την περιοχή που αποκαλείται γόνυ του μεσολοβίου), η οποία παρουσιάζει μειωμένη λειτουργία κατά τη φάση της κατάθλιψης η οποία αποκαθίσταται με τη θεραπεία και την υποχώρηση των συμπτωμάτων. Η ίδια περιοχή, κατά τη φάση της μανίας (σε άτομα με διπολική διαταραχή) εμφανίζει αυξημένη λειτουργικότητα! Η περιοχή αυτή μάλιστα διατηρεί σημαντικές συνδέσεις με τα συστήματα που ευθύνονται για την παραγωγή της σεροτονίνης και της νοραδρεναλινης.

Κληρονομικότητα της κατάθλιψης

Η κατάθλιψη είναι το ψυχιατρικό νόσημα με κατ’ εξοχήν γενετική προδιάθεση. Η νόσος λοιπόν εμφανίζεται συνηθέστερα σε συγγενείς πρώτου βαθμού (γονείς, αδέλφια, παιδιά). Αντίστοιχη εικόνα εμφανίζουν και οι αριθμοί των αυτοκτονιών. Θα πρέπει να τονιστεί βέβαια ότι η συσχέτιση αυτή δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι το παιδί μιας μητέρας με κατάθλιψη πρόκειται να εμφανίσει επίσης τη νόσο. Όπως δείχνουν οι γενετικές αναλύσεις, η πάθηση με βεβαιότητα δεν πρόκειται να αποδοθεί σε ένα μόνο γονίδιο, αλλά είναι πολυγονιδιακή (όταν βέβαια έχει κληρονομική μορφή). Φυσικά, εξίσου σημαντικοί μπορεί να είναι και οι μη κληρονομικοί (περιβαλλοντικοί) παράγοντες, ιδίως στον καθορισμό του εάν μία γενετική προδιάθεση τελικά θα «εκφραστεί», δηλαδή θα εκδηλωθεί με συμπτώματα.

Αξιόπιστες μελέτες με δυσοίωνη σημασία δείχνουν ότι σήμερα, η κληρονομική κατάθλιψη εμφανίζεται σε μικρότερη ηλικία και σε μεγαλύτερη συχνότητα, σε σχέση με ό,τι πριν από 50 χρόνια. Αυτό μπορεί να μεταφράζεται στο ότι ο κόσμος του 21ου αιώνα είναι περισσότερο «καταθλιπτογόνος» σε σχέση με το παρελθόν. Άλλοι αντιτείνουν ότι το παραπάνω φαινόμενο μπορεί να οφείλεται στην ύπαρξη ενός είδους «διαγενεακής ενίσχυσης», δηλαδή της τάσης κάποια γονίδια να κληρονομούνται στις επόμενες γενιές με μεγαλύτερη ικανότητα πρόκλησης νόσου. Το πόσο πιο αισιόδοξη ή πιο απαισιόδοξη είναι βέβαια η παραπάνω άποψη συζητιέται...

Ψυχολογικές θεωρίες για την κατάθλιψη

Η θέση των ψυχολογικών θεωριών στην αιτιολογία της κατάθλιψης είναι αρκετά εξασθενημένη σε σχέση με τις παλαιότερες εποχές, πριν την εμφάνιση των σύγχρονων ερευνητικών τεχνικών. Ουσιαστικά, όσα έχουν διατυπωθεί από τις μεγάλες σχολές της ψυχολογίας (ψυχανάλυση, συμπεριφορική θεωρία, γνωσιακή θεωρία και διαπροσωπική θεωρία) για την αιτιολογία της κατάθλιψης σήμερα επανατοποθετούνται ως μηχανισμοί πυροδότησης του πρώτου επεισοδίου ή των μετέπειτα υποτροπών, σε άτομα ήδη προδιαθετιμένα. Η προδιάθεση δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τα γονίδια και την κληρονομικότητα, αλλά μπορεί κάλλιστα να έχει να κάνει με την πρώιμη ανάπτυξη του εγκεφάλου (ενδομήτριος, βρεφική, πρώτη νηπιακή ηλικία) και τους παράγοντες που επιδρούν σε αυτήν αλληλεπιδρώντας ενδεχομένως με τις κληρονομικές μας καταβολές.

Από το Φρόιντ και τους συνεχιστές του, η κατάθλιψη έχει με διαφορές παραλλαγές συνδεθεί άμεσα με την απώλεια αγαπημένου προσώπου. Η αρχική θλίψη μετατρέπεται σε κατάθλιψη όταν η στέρηση αρχίζει να αναμιγνύεται με υποσυνείδητο μίσος για την «αναχώρηση» του αγαπημένου προσώπου, το οποίο δεν είναι αποδεκτό ως συναίσθημα από το εγώ και κλονίζει την αυτοεκτίμηση, προκαλώντας παράλληλα έντονο συναίσθημα ένοχης. Πράγματι, η απώλεια ενός γονέα κατά την παιδική ηλικία σχετίζεται θετικά με την πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης στη μετέπειτα ζωή. Βασισμένοι στην παραπάνω προσέγγιση, μπορούμε να μην περιοριστούμε στην προσωποποίηση της απώλειας, αλλά να την επεκτείνουμε ώστε να αποκτήσει ευρύτερη έννοια (χωρισμός, επαγγελματική αποτυχία κλπ.).

Αρκετά διαφορετική είναι η προσέγγιση της γνωσιακής θεωρίας, κατά την οποία η κατάθλιψη αποτελεί την κεντρική εκδήλωση ενός πλέγματος αρνητικών στάσεων (σχημάτων) απέναντι στη ζωή και τον κόσμος που μας περιβάλλει, που δημιουργούνται κατά την πρώιμη ανάπτυξη. Τέτοια είναι για παράδειγμα η άποψη ότι «η αποτυχία κατάκτησης της τέλειας ευτυχίας ισοδυναμεί με δυστυχία», «εάν δεν μπορώ να επιτύχω την πλήρη αφοσίωση - αγάπη από ένα άτομο τότε δεν είμαι ικανός για να με αγαπήσουν αληθινά» ή «η παραμικρή εξάρτηση από κάτι με καθιστά αδιακρίτως εξαρτημένο» κλπ.

Τέλος, η συμπεριφορική θεωρία πιστεύει ότι η κατάθλιψη είναι ουσιαστικά μία αντίδραση κάτι που «μαθαίνουμε», με το μηχανισμό της θετικής ή αρνητικής ενίσχυσης των συμπεριφορών μας, ιδίως αυτών που σχετίζονται με την κοινωνικότητα και τη θετική αλληλεπίδραση με τους άλλους. Σε ένα παράδειγμα που ενοποιεί τα παραπάνω, η απώλεια του ενδεχομένως μοναδικού παράγοντα που ενισχύει θετικά αυτού του είδους τις συμπεριφορές μας, θα μπορούσε να οδηγήσει στην επικράτηση μόνο αρνητικών στάσεων και τελικά κατάθλιψη.

Η υπερβολική επικέντρωση της θεραπευτικής προσέγγισης αλλά και της προσπάθειας αυτογνωσίας του ίδιου του ασθενούς στην αναζήτηση ψυχολογικών αιτίων για την κατάθλιψή του μπορεί να καθυστερήσει ή να επηρεάσει αρνητικά την οριστική θεραπεία, η οποία απαραίτητα θα πρέπει να περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.


Επιπλοκές της κατάθλιψης

Η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά είναι η σοβαρότερη επιπλοκή της κατάθλιψης και ταυτόχρονα αποτρέψιμη, με την κατάλληλη παρέμβαση, όποτε εάν συμβεί θεωρείται αποτυχία, τόσο για το γιατρό όσο και για την κοινωνία μας γενικότερα. Οπωσδήποτε θα πρέπει να τονισθεί ότι δεν είναι η κατάθλιψη (ή άλλες ψυχιατρικές διαταραχές) το αίτιο πίσω από κάθε αυτοκτονία, καθώς αυτή δεν είναι πάντα εκδήλωση πάθησης. Οι Ιάπωνες καμικάζι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και φυσικά οι σύγχρονοι βομβιστές αυτοκτονίας αποτελούν ισχυρό επιχείρημα υπέρ της παραπάνω άποψης. Ωστόσο, οι αριθμοί καταδηλώνουν τη σημασία της έγκαιρης ιατρικής παρέμβασης, καθώς περίπου το 60-65% όσων αυτοκτονούν πληρούσαν τα κριτήρια διάγνωσης της κατάθλιψης, ενώ περίπου ο 1 στους 10 καταθλιπτικούς ασθενείς θα τερματίσει τη ζωή του με αυτοκτονία.

Κάθε άλλο παρά πράξη ελευθερίας...

Η πράξη της αυτοκτονίας θα μπορούσε να αποτελεί ύψιστη απόδειξη του δυναμικού του εγκεφάλου του ανθρώπου: η αυτο-διαχείριση του θανάτου μας μπορεί να θεωρηθεί πράξη ελεύθερης βούλησης και έχει υμνηθεί ως τέτοια από πολλούς συγγραφείς και ποιητές. Σε αντίθεση με την άποψη αυτή, έχει προταθεί ότι η ελευθερία της βούλησης θα μπορούσε να αποτελεί ψευδαίσθηση, συνιστώντας ουσιαστικά μέσο εκλογίκευσης και «εγωποίησης» των συναισθημάτων που μας υποκινούν και των σύνθετων αλληλεπιδράσεων με τον κόσμο οι οποίες προκαλούν αυτά. Υπό την οπτική αυτή, η αυτοκτονία -όπως και το σύνολο των πράξεών μας- δεν αποτελεί ελεύθερη βούληση, παρά μόνο για όποιον δεν την πραγματοποιήσει ποτέ!

Στην περίπτωση της κατάθλιψης, τα πράγματα δεν έχουν τόσο φιλοσοφική απόχρωση. Η κατάθλιψη είναι μία νόσος με διακυμάνσεις, ακόμη και χωρίς καμία φαρμακευτική ή ψυχοθεραπευτική υποστήριξη. Όλοι έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με αποφάσεις που πήραμε όντας υπό την επιρροή συγκεκριμένων θερμών καταστάσεων, για τις οποίες εκ των υστέρων μετανιώνουμε. Κατά τον ίδιο τρόπο, η απόφαση της αυτοκτονίας από άτομο σε φάση βαθιάς κατάθλιψης δεν έχει καμία φιλοσοφική διάσταση. Ο ίδιος ασθενής που λίγο μετά από μία απόπειρα παρακαλά τους γιατρούς να τον αφήσουν να πεθάνει, πολύ συχνά θα ευχαριστήσει το γιατρό του μετά από 1 μήνα, λαμβάνοντας εξιτήριο σε κατάσταση «νορμοθυμίας».

Το ερώτημα εάν τα ζώα αυτοκτονούν θα μπορούσε να βοηθήσει ελαφρώς την παραπάνω διαφωνία. Έτσι, στο ζωικό βασίλειο, αλλά και στον άνθρωπο υπάρχει το φαινόμενο του θανάτου «εκ μαρασμού». Εδώ, ένα ζώο οδηγείται «με τη βούλησή του» στο θάνατο, αφού διακόπτει ή αρνείται τη λήψη τροφής, στα πλαίσια μίας ιδιόμορφης «απεργίας πείνας», που χαρακτηρίζεται από πολλές αντικειμενικά μετρήσιμες βιολογικές μεταβολές. Με σύγχρονους όρους, μπορούμε να μιλάμε για περίπτωση «παθητικής αυτοκτονίας». Το φαινόμενο υποδηλώνει ότι η κατάθλιψη και κατ’ επέκτασιν η αυτοκτονία, είναι συχνά και στον άνθρωπο βιολογικές καταστάσεις, που η σύγχρονη γνώση και οι εφαρμογές της στην ιατρική μπορούν να θεραπεύσουν - αποτρέψουν.


Σημεία προσοχής

Αν και ανήκει στη σφαίρα αποκλειστικής ευθύνης του γιατρού, αξίζει να σημειωθεί ότι η χρονική φάση με τη μεγαλύτερη επικινδυνότητα για την απόπειρα αυτοκτονίας είναι λίγο μετά από την έναρξη της φαρμακευτικής θεραπείας. Το φαινόμενο εκ πρώτης όψεως είναι παράδοξο, αλλά εξηγείται αν αναλογιστούμε ότι η σοβαρή κατάθλιψη τελικά στερεί εντελώς το άτομο από την ενέργεια που απαιτείται για προγραμματισμό ακόμη και της αυτοκτονίας του, η επιθυμία όμως για την οποία υπολανθάνει και πραγματοποιείται αμέσως μόλις η φαρμακευτική αγωγή προσδώσει στον ασθενή τα πρώτα ψήγματα ενεργητικότητας!

Τραγικές είναι οι περιπτώσεις της «κατά λάθος αυτοκτονίας». Εδώ, ο ασθενής συχνά δεν πάσχει από κατάθλιψη αλλά από νευρωτικού τύπου διαταραχές ή διαταραχές προσωπικότητας, στις οποίες κυριαρχεί η εκδραμάτιση των βιωμάτων και η προσπάθεια προσέλκυσης των οικείων στα προβλήματα και χειρισμού τους από το άτομο με αυτό τον τρόπο («χειριστική απόπειρα αυτοκτονίας»). Η απειλή ή η απόπειρα αυτοκτονίας αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα και αποτελεσματικότερα μέσα εκβιασμού που μπορεί κανείς να διαθέτει, ιδίως προς τα οικεία του άτομα! Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι απόπειρες διατομής των αιμοφόρων αγγείων του καρπού με αντικείμενα που δεν έχουν τέτοια ικανότητα, ή η κατάποση μικρής ποσότητας δισκίων, ιδίως εάν αμέσως μετά προκληθεί εμετός. Οι περιπτώσεις αυτές ωστόσο απαιτούν εξίσου την προσοχή γιατρού και περιβάλλοντος, καθώς μπορεί από κακό υπολογισμό να οδηγήσουν στο θάνατο, χωρίς να ήταν αυτή η επιθυμία του αποπειραθέντος την αυτοχειρία. Οποιαδήποτε ανεπιτυχής απόπειρα τερματισμού της ζωής, ανεξάρτητα από τις «εξηγήσεις» του πάσχοντος, μπορεί να επαναληφθεί στο μέλλον, συχνά με επιτυχία...

Συγκαλυμμένη κατάθλιψη και αυτοκαταστροφική τάση

Όντας στην καρδιά του πλέον λεπτού ζητήματος που αφορά την κατάθλιψη, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η κατάθλιψη και η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά συχνά εκδηλώνονται «συγκαλυμμένα», δηλαδή απουσιάζει το καταθλιπτικό συναίσθημα και η ρητή επιθυμία τερματισμού της ζωής. Στην περίπτωση αυτή ομιλούμε για «κατάθλιψη χωρίς καταθλιπτικό συναίσθημα» ή, πιο απλά, για συγκαλυμμένη κατάθλιψη. Αυτή μπορεί επίσης να συνοδεύεται από αυτοκαταστροφικές τάσεις, οι οποίες μπορεί να διοχετεύονται σε αντίστοιχη συμπεριφορά, όπως η κατάχρηση ουσιών (με κυριότερο τον αλκοολισμό), η ριψοκίνδυνη οδήγηση, η παθολογική ενασχόληση με το τζόγο ή οι ρηχές και πολυσυλλεκτικές σχέσεις με το άλλο φύλο.

Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να μην αναφέρεται καταθλιπτικό συναίσθημα από τον ίδιο τον πάσχοντα. Μία εξήγηση είναι ότι ο πάσχων, λόγω δομής του χαρακτήρα του δεν έχει την ικανότητα πλήρους αναγνώρισης των ίδιων του των συναισθημάτων του ή επικοινωνίας αυτών προς το γιατρό ή προς τα οικεία πρόσωπα και η λέξη «κατάθλιψη» να μην ήταν ποτέ στο λεκτικό του ρεπερτόριο. Εξάλλου, μπορεί για παράδειγμα να ονομάζει «αϋπνία» την κατάσταση κατά την οποία κάθε βραδύ ξυπνά από τα ξημερώματα αδυνατώντας να ξανακοιμηθεί και γεμάτος απαισιόδοξες σκέψεις για τον εαυτό του και το μέλλον ή να αναφέρει ότι «ξεχνά εύκολα» όταν το κύριο πρόβλημα με αυτόν είναι ότι δεν παρακολουθεί με προσοχή και αυτοσυγκέντρωση τίποτε από όσα συμβαίνουν γύρω του (αμφότερα είναι χαρακτηριστικά συμπτώματα της κατάθλιψης).

Σωματικές παθήσεις και κατάθλιψη

Η αυτοκτονία ή η μείωση της παραγωγικότητας δεν είναι οι μόνες επιπλοκές της κατάθλιψης, καθώς η πάθηση έχει αρκετά μεγάλο αντίκτυπο και στη σωματική υγεία. Κάθε συναίσθημα συνοδεύεται πάντα από την αντίστοιχη απάντηση του φυτικού (αυτόνομου) νευρικού συστήματος, που καθορίζει τις αυτόματες λειτουργίες, όπως την όρεξη για τροφή και τον ύπνο. Η ρύθμιση γίνεται με την διαμεσολάβηση μιας περιοχής που ονομάζεται υποθάλαμος. Σήμερα γνωρίζουμε ότι μεταξύ αυτών είναι και η άμυνα του οργανισμού (ανοσοποιητικό σύστημα). Έτσι, προβληματικές συναισθηματικές καταστάσεις όπως το χρόνιο άγχος ή η χρόνια κατάθλιψη μπορούν να επηρεάζουν σε επίσης χρόνια βάση τη λειτουργία αυτών των κρίσιμων για τη μακροχρόνια υγεία συστημάτων. Παρά τις ισχυρές ενδείξεις, είναι τεχνικά δύσκολο να αποδειχθεί ότι νοσήματα όπως ο καρκίνος ή τα προβλήματα του κυκλοφορικού συστήματος μπορεί εν μέρει να προκαλούνται από τη χρόνια κατάθλιψη. Είναι βέβαιο όμως ότι αυτή μειώνει την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος, κάτι που αποδεδειγμένα προδιαθέτει σε λοιμώξεις και καρκίνο.

Εάν κάποιος υποστεί έμφραγμα, οι πιθανότητες να πεθάνει τελικά από στεφανιαία νόσο είναι 4 με 6 φορές περισσότερες στην περίπτωση που εμφανίζει παράλληλα και κατάθλιψη. Έτσι η κατάθλιψη αποδεδειγμένα δρα ως παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακά προβλήματα, όπως ακριβώς δρα και η αυξημένη χοληστερόλη! Εκτός από τις καρδιοπάθειες, ο καρκίνος, ο διαβήτης, η επιληψία και η οστεοπόρωση συνοδεύονται από μεγαλύτερο κίνδυνο αναπηρίας ή θανάτου όταν συνυπάρχει κατάθλιψη.

Πόσοι τύποι κατάθλιψης υπάρχουν;

Όπως ήδη αναφέραμε, η διάκριση μεταξύ μείζονος και ήσσονος κατάθλιψης σχετίζεται περισσότερο με τη λειτουργική κατάσταση του ασθενούς και λιγότερο με τα ειδικότερα συμπτώματα. Η μέση ηλικία έναρξης των συμπτωμάτων της μείζονος κατάθλιψης είναι τα 28 χρόνια, αλλά η πάθηση μπορεί να προσβάλλει τον οποιονδήποτε, ασχέτως ηλικίας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι γυναίκες εμφανίζουν κατάθλιψη αρκετά συχνότερα, ίσως και στο διπλάσιο ή τριπλάσιο ποσοστό. Ανάλογα με το σύμπτωμα που κυριαρχεί, μπορεί κανείς να διακρίνει τύπους κατάθλιψης, που έχουν ιδιαίτερη αξία τόσο ως προς τη θεραπεία όσο και ως προς την πρόβλεψη της εξέλιξης στο χρόνο. Η αρχική διάκριση έχει να κάνει με την παρεμβολή επεισοδίων μανίας ή όχι. Εάν υπάρχει έστω και ένα επεισόδιο μανίας (στο παρελθόν ή κατά την πορεία), πρόκειται για διπολική διαταραχή, η οποία αφορά 1 στις 4 περιπτώσεις κατάθλιψης και αποδίδεται επίσης με τον όρο μανιοκατάθλιψη. Οι υπόλοιπες περιπτώσεις εμπίπτουν στην κατηγορία της μονοπολικής κατάθλιψης. Ένα επεισόδιο μονοπολικής κατάθλιψης, εάν δεν αντιμετωπιστεί και εφόσον βέβαια δεν οδηγήσει σε δευτερογενείς επιπλοκές, μπορεί να υποχωρήσει από μόνο του μετά από κάποιους μήνες, για να επανέλθει αργότερα, είτε με αφορμή κάποια δύσκολη περίσταση είτε και χωρίς αυτήν.

Μελαγχολία

Οι μισές περίπου περιπτώσεις μονοπολικής νόσου αφορούν την τυπική, «μελαγχολική» μορφή. Η μορφή αυτή εμπίπτει πάντα στην κατηγορία της μείζονος κατάθλιψης. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν υπάρχουν σαφείς εξωγενείς παράγοντες που να μπορούν να ενοχοποιηθούν ως «εκλυτικοί» για το επεισόδιο και ο ασθενής βρίσκεται σε κατάθλιψη «χωρίς λόγο». Ο όρος «ενδογενής κατάθλιψη» χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια και ίσως αποδίδει καλύτερα την περίπτωση. Η νόσος τείνει να εμφανίζει υποτροπές και υφέσεις, με άλλα λόγια «φασική πορεία».

Άτυπη κατάθλιψη

Ελαφρώς σπανιότερα, η μονοπολική κατάθλιψη μπορεί να πάρει τη μορφή της άτυπης κατάθλιψης. Υπάρχουν αρκετές διαφορές μεταξύ των δύο μορφών, με πρώτη την βαρύτητα της νόσου. Εδώ, τα συμπτώματα είναι ελαφρύτερα, απαιτείται αρκετά σπανιότερα εισαγωγή σε νοσοκομείο και μπορεί να παρεμβάλλονται μικρά διαλείμματα φυσιολογικής συναισθηματικής κατάστασης, ιδίως μετά από εξαιρετικά χαρμόσυνα γεγονότα, σε αντίθεση με την ενδογενή νόσο, όπου το καταθλιπτικό συναίσθημα είναι αδιάλειπτο. Η πορεία είναι πολύ πιο σταθερή και χρόνια. Σημαντική είναι και η διαφορά ως προς τις εκδηλώσεις από τις αποκαλούμενες φυτικές λειτουργίες (όρεξη για τροφή, ύπνος), η οποία προκαλεί και μεγάλο βαθμό σύγχυσης. Έτσι, ενώ στην ενδογενή νόσο η όρεξη είναι μειωμένη και ο πάσχων χάνει βάρος, στην άτυπη κατάθλιψη μπορεί να εμφανίζονται επεισόδια βουλιμίας. Η πρώτη μορφή χαρακτηρίζεται από λίγες ώρες ύπνου και χαρακτηριστικά ο ασθενής ξυπνά χωρίς λόγο τα ξημερώματα, ενώ η άτυπη μορφή χαρακτηρίζεται από υπερβολική ποσότητα ύπνου και διαρκές αίσθημα υπνηλίας.

Έχω ένα φίλο που είναι μονίμως κακόθυμος...

Μία άλλη κατάσταση με δύσκολα προσδιορίσιμη συχνότητα μεταξύ του γενικού πληθυσμού είναι η δυσθυμία, όπου υπάρχουν αρκετά από τα ήδη αναφερθέντα καταθλιπτικά συμπτώματα, αλλά η ένταση αυτών (και αντίστοιχα, η μείωση λειτουργικότητας) δεν επαρκεί για να τεθεί η διάγνωση κάποιας μορφής κατάθλιψης. Προϋπόθεση για τη διάγνωσή της είναι η διάρκεια των συμπτωμάτων άνω των 2 ετών. Συχνά συνοδεύεται από αρκετές εκδηλώσεις άγχους και η διάκριση από τις αγχώδεις διαταραχές δεν είναι πάντα εύκολη (ή και υπαρκτή). Η κατάσταση αυτή μπορεί να χαρακτηρίζει κάποια άτομα διαρκώς, όποτε και μιλάμε για δυσθυμική διαταραχή προσωπικότητας.

Η διπολική διαταραχή

Περίπου το 25% όμως των ατόμων με διάγνωση μείζονος κατάθλιψης εμφανίζουν κάποια στιγμή στη ζωή τους ένα επεισόδιο μανίας. Αυτό σηματοδοτεί την ένταξή τους στην κατηγορία της διπολικής διαταραχής. Η κατάσταση θεωρείται ξεχωριστή νόσος, καθώς εμφανίζεται σε νεώτερη ηλικία, εμφανίζει μεγαλύτερη κληρονομική προδιάθεση και προσβάλει εξίσου άντρες και γυναίκες. Η κατάθλιψη στα πλαίσια της διπολικής νόσου, με την πάροδο των ετών επιδεινώνεται σε συχνότητα, ένταση και διάρκεια. Ένα εξαιρετικά ενοχλητικό χαρακτηριστικό που μπορεί να εμφανίσει μία υπο-ομάδα πασχόντων είναι η ταχεία εναλλαγή των φάσεων: η μανία και η κατάθλιψη μπορεί να εναλλάσσονται ακόμη και πολλές φορές στην ίδια μέρα! Η θεραπεία της νόσου είναι πολύ δυσκολότερη, καθώς θα πρέπει να συμπεριλάβει διαφορετικές κατηγορίες φαρμάκων, ανάλογα με τη φάση στην οποία βρίσκεται ο ασθενής και η παρακολούθηση θα πρέπει να είναι στενή. Η πολυπλοκότητα της κατάστασης φαίνεται από ένα συχνό παράδειγμα της καθημερινής ψυχιατρικής πράξης, όπου τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα αντιμετωπίζουν μεν επιτυχώς την κατάθλιψη αλλά επάγουν αμέσως επεισόδιο μανίας, όποτε απαιτείται η μετάβαση σε «θεραπεία συντήρησης».

Κατ’ αντιστοιχία με τη διάκριση μεταξύ μονοπολικής κατάθλιψης και δυσθυμίας, στην περίπτωση «ανεξήγητων» εναλλαγών της διάθεσης των οποίων η βαρύτητα δεν επαρκεί για τη διάγνωση της διπολικής διαταραχής, χρησιμοποιείται ο όρος της κυκλοθυμίας. Η κατάσταση αυτή απαντάται αρκετά συχνά και ουσιαστικά αποτελεί τύπο προσωπικότητας. Ψυχιατρική παρέμβαση απαιτείται εάν το άτομο αδυνατεί να χειριστεί επιτυχώς τις οικογενειακές, κοινωνικές ή επαγγελματικές συνέπειες αυτής της κατάστασης.

Μανία: μία παρεξηγημένη νόσος

Θα ήταν απαραίτητο να αναφερθούμε με λίγα λόγια στη μανία, που όπως είδαμε έχει άμεση σχέση με τη διπολική διαταραχή, η οποία άλλωστε ονομάζεται και μανιοκατάθλιψη. Η ονομασία της μανίας είναι αρκετά παραπλανητική, αφού στην καθομιλούμενη, η λέξη και τα παράγωγα αυτής χρησιμοποιούνται συνήθως για τον έντονο, ανεξέλεγκτο και συχνά συνοδευόμενο από καταστροφικές συνέπειες θυμό, που μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε ψυχιατρικός υγιές άτομο υπό κατάλληλες περιστάσεις. Οι «μανιακοί δολοφόνοι», αγαπημένος όρος των μυθιστοριογράφων, αλλά συνήθως και των ρεπόρτερ, δεν πάσχουν σχεδόν ποτέ από μανία!

Το επεισόδιο μανίας χαρακτηρίζεται από έντονη ευφορία και αδικαιολόγητα «ανεβασμένη διάθεση». Το άτομο γίνεται έντονα διαχυτικό και εκδηλωτικό, ακόμη και προς άτομα που δεν γνωρίζει. Ο ασθενής μπορεί να μιλά στο τηλέφωνο για ώρες (συχνά ξεχνά να κλείσει το ακουστικό), να ντύνεται με περίεργους συνδυασμούς έντονων χρωμάτων, να σχεδιάζει (και να πραγματοποιεί) παράτολμα εγχειρήματα όπως την τοποθέτηση μεγάλων χρηματικών ποσών σε απέλπιδες επενδύσεις ή να ασχολείται ανεξέλεγκτα με το τζόγο.

Η κατάσταση συχνά οδηγεί σε κοινωνική, επαγγελματική ή οικονομική απαξίωση του ατόμου. Εάν προχωρήσει αρκετά, η αρχική ευφορία μπορεί να μετατραπεί σε ευερεθιστότητα, όποτε η συμπεριφορά μπορεί να γίνει βίαια. Η βία όμως αυτή είναι συνήθως λεκτική και απαιτείται σημαντικός βαθμός πρόκλησης και εναντίωσης προκειμένου το άτομο να εκδηλώσει σωματική βία. Στην κορύφωση της κρίσης, εμφανίζεται άτακτη ροή παραληρηματικών ιδεών, ποικίλου και συχνά μεταβαλλόμενου περιεχομένου και ο λόγος γίνεται δυσνόητος. Η μανιακή κρίση είναι επείγουσα ψυχιατρική κατάσταση και απαιτεί χειρισμούς από ειδικό. Το άτομο που εμφάνισε μανία είναι σχεδόν σίγουρο ότι στην πορεία της ζωής του θα εμφανίσει και καταθλιπτικά επεισόδια.

Εποχιακή κατάθλιψη

Έχει παρατηρηθεί ότι οι μεταβολές του συναισθήματος παρακολουθούν τις εποχές του χρόνου και όπως αποδεικνύεται από το συνδυασμό μελετών στο Βόρειο και στο Νότιο ημισφαίριο, η συσχέτιση αυτή έχει να κάνει με τη διάρκεια της ημέρας και της ηλιακής ακτινοβολίας. Έτσι, κάποιοι ασθενείς τείνουν να εμφανίζουν υποτροπή στην ίδια εποχή του χρόνου, συνηθέστερα για το Βόρειο Ημισφαίριο το χειμώνα. Η κατάσταση αυτή, αν και δεν συνιστά ξεχωριστή πάθηση, αποτελεί σημείο προσοχής από θεραπευτική άποψη, καθώς απαντά θετικά στη θεραπεία με τεχνητό έντονο φωτισμό. Η θεραπεία συνίσταται στην καθημερινή τοποθέτηση λάμπας που εκπέμπει πολύ ισχυρή φωτεινή ακτινοβολία σε απόσταση 1 μέτρου από τον ασθενή, για διάστημα 1-2 ωρών. Το φως θα πρέπει να εισέρχεται μέσα στον αμφιβληστροειδή. Η προτιμούμενη ώρα είναι το πρωί, καθώς με τον τρόπο αυτό πιθανολογείται ότι μιμούμαστε με τεχνητό τρόπο το ξημέρωμα, καθώς θεωρείται -και είναι λογικό- ότι το πρωινό ξύπνημα σε σκοτεινό δωμάτιο δεν κινητοποιεί επαρκώς το φυσιολογικό κύκλο ύπνου - εγρήγορσης. Το τελευταίο θεωρείται ότι επιβαρύνει ιδιαίτερα τα άτομα με προδιάθεση σε κατάθλιψη.

Κατάθλιψη σε ηλικιωμένους

Οι ηλικιωμένοι μπορούν επίσης να εμφανίσουν κατάθλιψη ακόμη και χωρίς να «ρέπουν» ως χαρακτήρες προς αυτήν, σύμφωνα με την προγενέστερη ζωή τους. Αρνητικό είναι το φαινόμενο ότι η κοινωνία, ενώ απορρίπτει έντονα την κατάθλιψη στους νεώτερους, τείνει να την αποδέχεται ευκολότερα στα ηλικιωμένα άτομα. Η κατάθλιψη των ηλικιωμένων προκαλεί εξίσου σοβαρά προβλήματα, τόσο στους ίδιους όσο και στην οικογένεια. Οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν συχνότερα κατάθλιψη από τον υπόλοιπο πληθυσμό, η οποία εμφανίζεται με μη τυπικά συμπτώματα, όπως με σωματικά ενοχλήματα ή διαταραχές μνήμης. Έτσι, μεγάλη σημασία έχει η διάκριση της κατάθλιψης από άλλες παθήσεις που εμφανίζονται συχνά στην τρίτη ηλικία και ιδίως από την άνοια. Η άνοια έχει διαφορετική θεραπεία και πρόγνωση και η διάκριση θα πρέπει να γίνει από τον ειδικό.

Η κατάθλιψη των ηλικιωμένων έχει πολύ συνηθέστερα συσχέτιση με περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, απώλεια του / της συζύγου ή κοινωνική απομόνωση. Η διάγνωσή της γίνεται ακόμη πιο δύσκολα, κάτι που οφείλεται στο ότι οι ηλικιωμένοι δεν προσέρχονται εύκολα στο ψυχίατρο.

Κατάθλιψη στα παιδιά

Όλες οι μελέτες δείχνουν ότι η κατάθλιψη είναι μία ενιαία πάθηση, άσχετα με την ηλικία στην οποία ξεκινά. Στα παιδιά, υπάρχουν ορισμένες διαφοροποιήσεις ως προς τα συμπτώματα εκδήλωσης της νόσου. Έτσι, όσο μικρότερη η ηλικία, το παιδί δεν έχει ολοκληρώσει τη νοητική του ανάπτυξη, με συνέπεια αρκετά από τα συμπτώματα των ενηλίκων (για παράδειγμα, αισθήματα ένοχης ή αχρηστίας) να μην μπορούν να εμφανιστούν και να κυριαρχούν οι εκδηλώσεις άγχους.

Ένα παιδί με κατάθλιψη μπορεί να φαίνεται καταθλιπτικό, να αποσύρεται συχνά στο δωμάτιό του χωρίς να μιλά σε κανέναν, να παρουσιάζει μειωμένη όρεξη για εργασίες ή δραστηριότητες οποιουδήποτε είδους, αλλά η εικόνα αυτή μπορεί να είναι περιοδική ή μπορεί επίσης να κυριαρχεί η νευρικότητα, ευερεθιστότητα ή αναίτια κλάματα, ιδίως στις απόπειρες επικοινωνίας μαζί του και οι γονείς να παρερμηνεύουν την κατάσταση, ως «ιδιοτροπία» της ηλικίας. Η απόδοση στο σχολείο φυσικά επηρεάζεται.

Τα παιδιά μπορεί να εμφανίζουν αυξημένη ενασχόληση με το θάνατο και να τρέφουν επίσης ιδέες αυτοκτονίας, που είναι πιο σαφείς στην εφηβική ηλικία, ενώ σε μικρότερη ηλικία μπορεί να εμφανίζονται άλλες δραστηριότητες με αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα, όπως το χτύπημα του κεφαλιού στον τοίχο ή το δάγκωμα σημείων του σώματος. Τα κορίτσια, ιδίως κατά την πρώτη εφηβική ηλικία, φαίνεται ότι είναι περισσότερο επιρρεπή από τα αγόρια. Δυστυχώς, η κατάσταση είναι πολύ πιθανό ότι παραμένει και μετά την ενηλικίωση. Εάν είναι απαραίτητη η φαρμακευτική αγωγή προτιμώνται τα πιο δοκιμασμένα από τα νεώτερα αντικαταθλιπτικά, όπως η φλουοξετίνη, αν και δεν τεκμηριωθεί πλήρως η ασφάλεια φαρμάκων που δρουν στο ΚΝΣ, ιδίως στις μικρότερες ηλικίες.

Επιλόχειος κατάθλιψη

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για την κατάθλιψη που εμφανίζεται κατά τις 4 εβδομάδες μετά τον τοκετό. Η κατάσταση αυτή έχει συχνότητα 1 περίπτωση στις 1000 γεννήσεις και εντάσσεται στα επιλόχεια ψυχιατρικά σύνδρομα, που συχνά αλλληλοεπικαλύπτονται και που συνολικά αναφέρονται με τον όρο επιλόχειος ψύχωση. Έτσι, η επιλόχειος κατάθλιψη μπορεί να συνδυάζει το καταθλιπτικό συναίσθημα με συμπτώματα ψύχωσης, όπως παράξενες ιδέες και πίστεις, καθώς και σκέψεις αυτοκτονίας ή βρεφοκτονίας. Γυναίκες με ιστορικό κατάθλιψης είναι περισσότερο επιρρεπείς. Ο συνηθέστερος χρόνος έναρξης είναι μεταξύ πρώτης και τρίτης εβδομάδας από τον τοκετό. Η κατάσταση ενέχει σημαντικό κίνδυνο αυτοκτονίας ή πρόκλησης βλάβης στο νεογνό και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται επειγόντως. Στη φύση της είναι επεισόδιο τυπικής καταθλιπτικής διαταραχής που είτε πρωτοεμφανίζεται είτε υποτροπιάζει κατά τον τοκετό (πιθανώς παίζουν ρόλο ορμονικοί λόγοι) και η πρόγνωση είναι παρόμοια με αυτήν των καταθλιπτικών διαταραχών (είναι πολύ πιθανή η υποτροπή). Οι επόμενες εγκυμοσύνες παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο για παρόμοιες υποτροπές.

Θεραπεία της κατάθλιψης

Η πορεία της κατάθλιψης χωρίς θεραπευτική παρέμβαση ακολουθεί όπως ήδη αναφέραμε υποτροπές και υφέσεις. Η κάθε νέα υποτροπή ενέχει ξεχωριστό κίνδυνο αυτοκαταστροφικών εκδηλώσεων, ενώ εξ ορισμού διαταράσσει σοβαρά την κοινωνική και προσωπική ζωή του πάσχοντος, με συνέπειες που συχνά επεκτείνονται στο χρόνο και αποτελούν πρόσθετο παράγοντα συντήρησης και ενίσχυσης της νόσου. Η θεραπευτική παρέμβαση έχει ως βάση τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, που σήμερα είναι τόσο εξελιγμένα ώστε να διαθέτουν ταυτόχρονα αποτελεσματικότητα και έλλειψη ανεπιθύμητων ενεργειών. Τα νεώτερα αντικαταθλιπτικά ανήκουν κυρίως στην κατηγορία των SSRIs (βλέπε παραπάνω), ενώ μία άλλη κατηγορία είναι αυτή των εκλεκτικών αναστολέων μονοαμινικής οξειδάσης. Η θεραπεία της διπολικής διαταραχής είναι αρκετά πιο πολύπλοκη, καθώς απαιτεί κατά τις διαφορές φάσεις της την αντιμετώπιση της μανίας ή τη συντήρηση.

Η κατάθλιψη είναι δυστυχώς στις περισσότερες περιπτώσεις μία χρόνια νόσος. Το άτομο που εμφάνισε κατάθλιψη θα πρέπει να μάθει να ζει με τις συναισθηματικές του μεταβολές και να τις αναγνωρίζει έγκαιρα, ώστε να διατηρεί τον έλεγχο της νόσου. Η έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση εξασφαλίζει σε πολύ μεγάλο ποσοστό τη διατήρηση της λειτουργικότητας και τη γρηγορότερη επάνοδο στο φυσιολογικό.

Φαρμακευτική αγωγή

Οι μελέτες δείχνουν ότι η φαρμακευτική αγωγή είναι απαραίτητη στην κατάθλιψη. Σήμερα, είναι αδιανόητο η σοβαρή κατάθλιψη να αντιμετωπίζεται μόνο με ψυχοθεραπευτική υποστήριξη, καθώς έτσι, το αποτέλεσμα είναι αποδεδειγμένα κατώτερο αυτού της συνδυασμένης με φαρμακευτική αγωγή παρέμβασης. Όλα τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα απαιτούν την παρέλευση κάποιου διαστήματος μέχρι να εκδηλώσουν τη δράση τους, που κυμαίνεται από 2 έως 4 εβδομάδες. Από τη στιγμή της βελτίωσης και μετά, έχει ουσιώδη σημασία η συνέχιση της λήψης του φαρμάκου για τουλάχιστον 3-6 μήνες ή και περισσότερο. Η πρόωρη διακοπή του συνήθως θα οδηγήσει σε γρήγορη υποτροπή της κατάθλιψης. Έτσι, η καλή σχέση του ασθενούς με το γιατρό και η συνεργασία τους αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο της επιτυχούς θεραπευτικής παρέμβασης. Στα πλαίσια αυτής της σχέσης, απαιτούνται συχνές συναντήσεις, οι οποίες πέραν της παρακολούθησης, αξιοποιούνται για ανάλυση της συμπεριφοράς, εκμάθηση προσαρμοστικών μηχανισμών συμβίωσης με την πάθηση και ψυχοθεραπεία.

Σήμερα βρίσκονται σε διαφορά στάδια δοκιμής αρκετά φάρμακα που δρουν είτε στις ίδιες είτε σε διαφορετικές οδούς του εγκεφάλου (οδοί του γ-αμινοβουτυρικού οξέος, του γλουταμικού οξέος, της ουσίας Ρ κ.ά.), με ελπίδα την επίτευξη καλύτερων και διαρκέστερων αποτελεσμάτων με ακόμη καλύτερο προφίλ ασφάλειας και ανεπιθύμητων ενεργειών.

Ψυχοθεραπεία

Η ψυχοθεραπεία συνίσταται στην προσπάθεια θεραπείας μέσω της συνομιλίας με τον ασθενή. Η συνομιλία αυτή δεν έχει τυχαία δομή, αλλά κατευθύνεται έντεχνα και ενεργά από το γιατρό, με ιεραρχημένο τρόπο, στα προβληματικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Ανάλογα με τον τρόπο προσέγγισης που ακολουθεί ο γιατρός, η ψυχοθεραπεία μπορεί να έχει υποστηρικτικό χαρακτήρα, να έχει στόχο τον ανάπτυξη προσαρμοστικών συμπεριφορών (γνωσιακή θεραπεία) ή να προσλάβει περιεχόμενο δυναμικής παρέμβασης και προσπαθειας μεταβολής δομικών στοιχείων της προσωπικότητας του ασθενούς, εφόσον αυτά κριθούν δυσλειτουργικά και αποτελούν αρνητικό παράγοντα (ψυχαναλυτικές και συμπεριφορικές προσεγγίσεις).

Δεν υπάρχουν μελέτες που να συγκρίνουν την αποτελεσματικότητα μεταξύ των διαφορών ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων, καθόσον αυτές είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν από τεχνικής άποψης.

Ηλεκτροσπασμοθεραπεία

Η ηλεκτροσπασμοθεραπεία (ΗΣΘ) είναι μία εξαιρετικά αποτελεσματική θεραπεία για τις βαριές περιπτώσεις κατάθλιψης, όταν τα φάρμακα έχουν αποτύχει. Ο λανθασμένος όρος «ηλεκτροσόκ», που παραπέμπει σε βασανιστήρια και εκτελέσεις, έχει δημιουργήσει εξαιρετικά αρνητική στάση σε κοινό και ασθενείς. Ο τρόπος με τον οποίο διενεργείται δεν δικαιολογεί στο παραμικρό αυτή τη στάση και η ΗΣΘ αποτελεί ένα πεδίο της ψυχιατρικής γύρω από το οποίο η ενημέρωση είναι εξαιρετικά περιορισμένη, βασιζόμενη συνήθως σε φήμες.

Σήμερα λοιπόν η ΗΣΘ γίνεται πραγματικά με συνθήκες χειρουργικής επέμβασης. Στον ασθενή χορηγείται αναισθησία πριν την εφαρμογή του ηλεκτρικού ρεύματος, του οποίου η ένταση είναι τέτοια ώστε να μην προκαλεί έγκαυμα ή οποιαδήποτε επώδυνη συνέπεια, είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά τη συνεδρία. Το ρεύμα περνά διά του εγκεφάλου και προκαλεί μαζική αποφόρτιση των νευρικών κυττάρων, η οποία δρα θεραπευτικά στην κατάθλιψη. Οι συνολικές παρενέργειες της ΗΣΘ, τόσο σε βαρύτητα όσο και σε ποσοστά, είναι συγκρίσιμες με αυτές πολλών φαρμακευτικών θεραπειών για καταστάσεις αντίστοιχης βαρύτητας.

Τα αντικαταθλιπτικά και τα όριά τους

Κατά την τελευταία 15-ετία (με αρχή την κυκλοφορία της φλουοξετίνης το 1987, στην Αμερική, υπό το όνομα Prozac) έχουν καταστεί διαθέσιμα ισχυρά αντικαταθλιπτικά. Αυτά, αν και σχετικά «καθαρά» από φαρμακευτικές ανεπιθύμητες ενέργειες, συνοδεύονται ενδεχομένως από «παρενέργειες» αλλού τύπου. Τα αντικαταθλιπτικά τείνουν να χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο ως εύκολη λύση απέναντι σε πιεστικές καταστάσεις και να μην περιορίζονται στις επίσημες ιατρικές τους ενδείξεις. Εάν κανείς πάρει ένα τέτοιο χάπι, είναι πολύ πιθανό ότι θα αισθανθεί καλύτερα χωρίς να πάσχει από κατάθλιψη, «εξαγοράζοντας» έτσι κάποιες ώρες καλύτερης διάθεσης.

[Προσθήκη, 24/8/2011]

Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού σε όλο το δυτικό κόσμο (που μπορεί να φτάνει ακόμη και το 20%) λαμβάνει αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Το κόστος για τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία μπορεί και να υπερβαίνει τα 500 εκατ. Ευρώ το χρόνο. Μετά από δεκαετίες πειστικών κλινικών μελετών και μαρτυριών τόσο από τους ασθενείς όσο και από τους γιατρούς, η αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών εδώ και πολύ καιρό θεωρείται αδιαμφισβήτητη.

Ωστόσο, σύμφωνα με ορισμένες αξιοπρόσεκτες και «αιρετικές» μελέτες, η αποτελεσματικότητα των αντικαταθλιπτικών μπορεί να αποτελεί απλά ένα φαινόμενο δράσης εικονικού φαρμάκου (placebo). Ο ψυχολόγος Irving Kirsch, στο βιβλίο του «The Emperor’s New Drugs: Exploding the Antidepressant Myth» ανασκόπησε όλα τα δεδομένα από δεκάδες μελετών, χρονολογούμενων από τη δεκαετία του 1960, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που παρέμεναν αδημοσίευτες λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από τις φαρμακευτικές εταιρείες εξαιτίας των αρνητικών για τα αντικαταθλιπτικά αποτελεσμάτων τους. Στο βιβλίο αυτό συμπεραίνει ότι τα αντικαταθλιπτικά δεν είναι καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο μη δραστικό χάπι που απλά μιμείται τις παρενέργειές τους πείθοντας τον ασθενή για το ότι λαμβάνει «δραστικό φάρμακο» (δράση - placebo)! Με τον τρόπο αυτό, αμφισβητούνται τα συμπεράσματα των επίσημων κλινικών δοκιμών των αντικαταθλιπτικών, σχετικά με το ότι αυτά τα φάρμακα αποκαθιστούν κάποια ελαττωματική βιοχημική ισορροπία εντός του εγκεφάλου.

Όπως και να έχει, είναι γεγονός ότι περίπου πριν από τρεις δεκαετίες, οι ψυχίατροι παρατήρησαν ότι θα μπορούσαν να βγάζουν πολύ περισσότερα χρήματα από τη συνταγογράφηση φαρμάκων, αντί της διεξαγωγής ψυχοθεραπείας. Μια συνεδρία ψυχοθεραπείας διαρκεί μία ώρα, χρόνος κατά τον οποίο ένας ψυχίατρος μπορεί να δει ακόμη και τρεις ασθενείς μοιράζοντάς τους απλώς συνταγές. Ως αποτέλεσμα, η ψυχοφαρμακολογία είναι πολύ πιο προσοδοφόρα και αποδοτική από ό, τι η ψυχοθεραπεία. Η αυξημένη αυτή αποδοτικότητα μεταφράζεται και σε χαμηλότερο κόστος για την επίσκεψη, πράγμα που μπορεί να κάνει σύμμαχο σε αυτή την πρακτική και τον ίδιο τον ασθενή που ενδιαφέρεται εξίσου και για την τσέπη του.

Οι απόψεις αυτές, αν και υπόκεινται σε δριμεία κριτική, δεν παύουν να κτυπούν το καμπανάκι ώστε η Ψυχιατρική και οι ψυχίατροι να μην ξεχάσουν την παλαιότερη τέχνη τους, η οποία άλλωστε και τους καταξίωσε κάποτε στη συνείδηση του απλού κόσμου (δημιουργώντας μάλιστα μια γενιά που δεν θυμάται καθόλου τις λοβοτομές και τα ψυχιατρεία - κολαστήρια): να θεραπεύουν παθήσεις της ψυχής επιδεικνύοντας περισσότερη κατανόηση και ενσυναίσθηση προς τον ασθενή τους και χρησιμοποιώντας στον ελάχιστο δυνατό βαθμό την ψυχρή και ίσως και αμφισβητούμενη φαρμακολογία.

Από τη στιγμή που τα φάρμακα αυτά έχουν σχετικά ελαφρές παρενέργειες, θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται από όλους. Πολλοί θα ήταν διατεθειμένοι να δουν τα αντικαταθλιπτικά ως τρόπο με τον οποίο η ψυχή «κόβει δρόμο» ώστε να παρακάμψει τα βάρη των προβλημάτων μας. Ωστόσο, οι αντίθετες απόψεις πρεσβεύουν ότι με τα φάρμακα αυτά κανείς ξεχνά και μια άλλη έμφυτη αξία: αυτήν του αγώνα και της πάλης. Χωρίς να μειώνουμε στο παραμικρό τα οφέλη που μπορεί τα σύγχρονα φάρμακα να προσφέρουν σε ένα σοβαρό νόσημα όπως η κατάθλιψη, θα πούμε ότι όπως και να έχουν τα πράγματα, εάν κανείς αναζητά σε ένα χάπι κάτι που να διαρκεί και να αξίζει αληθινά, μάλλον δεν ψάχνει στο κατάλληλο μέρος...

Ίσως σας ενδιαφέρει!

Εφόσον είστε ικανοποιημένη ή ικανοποιημένος από την ποιότητα των πληροφοριών που διαβάζετε

και ψάχνετε για ακόμη περισσότερες πληροφορίες ως προς μια συγκεκριμένη νευρολογική περίπτωση,

πατήστε εδώ.

*Δημοσίευση στο περιοδικό Popular Medicine, 2004.