Η αξία της ψυχοθεραπείας

Από το Φρόιντ…στις διαπροσωπικές σχέσεις:

«κάθε ψυχοπαθολογία είναι ένα δώρο αγάπης»

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου*

Γιατί εμφανίζονται οι ψυχικές διαταραχές; Είναι αποτέλεσμα ελαττωματικής νευροχημείας, ανεπίλυτων οιδιπόδειων συμπλεγμάτων, ανικανότητας να δράσει κανείς σε αρμονία με τις προσωπικές του αξίες, έλλειψης έκθεσης σε ένα κατάλληλο σχήμα θετικών ενισχύσεων; Πέραν των γενετικών και βιολογικών συσχετίσεων και της βιοχημείας, στις οποίες βασίζεται η θεραπεία με ψυχοφάρμακα, σε ποιους περιβαλλοντικούς παράγοντες μπορεί να οφείλονται οι προβληματικές σχέσεις με τους άλλους, τα ψυχικά συμπτώματα όπως η κατάθλιψη, το άγχος, οι κρίσεις πανικού, οι φοβίες, η δυσφορία, οι ψυχοσωματικές εκδηλώσεις κλπ., καθώς και οι μηχανισμοί της γέννησής τους (ψυχοπαθολογία);

Δύο βασικές και σχεδόν καθολικές στον απλό κόσμο παρεξηγήσεις θα πρέπει να αποκατασταθούν εξαρχής. Πρώτον, τα αρνητικά συναισθήματα όπως το άγχος, η κατάθλιψη ή ο θυμός δεν είναι πάντα παθολογικά και ως εκ τούτου δεν εμπίπτουν πάντα στην αρμοδιότητα της Ψυχιατρικής, ούτε και «χρήζουν θεραπείας». Δεύτερον, σε αντίθεση με ό,τι έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε, δεν είναι πάντα τα ίδια τα γεγονότα της ζωής μας που μας κάνουν να δυσφορούμε, εκτός και αν αυτά είναι ξεκάθαρα αρνητικά, όπως οι θάνατοι και οι σημαντικές απώλειες κάθε είδους, που προσωρινά προκαλούν το αβάσταχτο συναίσθημα του πένθους, το οποίο μόνο το πέρασμα το χρόνου γιατρεύει.

Σε πολλές περιπτώσεις όμως, ένα είδος «εσωτερικού ερμηνευτή» τείνει να «ντύνει» και να τροφοδοτεί με διάφορα όχι καθοριστικά για τη ζωή μας συμβάντα ορισμένες βασικές εσωτερικές (πυρηνικές) συγκρούσεις μας, έτσι ώστε στην ερμηνεία τους τελικά αυτά να προσλαμβάνουν δυσανάλογα μεγάλο μέγεθος. Με απλά λόγια, τα καινούρια γεγονότα μάς πληγώνουν ακριβώς στα σημάδια των προηγούμενων πληγών! Αυτή είναι μια βασική πηγή συναισθηματικής δυσφορίας μας, η οποία και ξεπερνά το σύνηθες και φυσιολογικό «υγιές» άγχος (που ντύνει τον κάθε φόβο μας για μια επαπειλούμενη ζωτική μας απώλεια), καθώς και τη φυσιολογική «υγιή» ή αν θέλετε «αντιδραστική» κατάθλιψη (που ντύνει την ίδια την επαλήθευση του φόβου και την αμετάκλητη επέλευση της απώλειας). Το παραπάνω φαινόμενο εξηγεί και την πολύ συχνά παρατηρούμενη εμφάνιση σοβαρής συναισθηματικής δυσφορίας από άτομα «που είχαν και έχουν τα πάντα στη ζωή τους».

Η πρόσθετη αυτή ψυχική δυσφορία, που αποτελεί και την ουσιαστική ψυχοπαθολογική διάστασή της και στην οποία θα πρέπει μάλλον να εντοπίζεται αλλά και να εξαντλείται η παρέμβαση του ψυχίατρου και του ψυχοθεραπευτή (αφήνοντας καλύτερα τα υπόλοιπα συναισθήματα στην αρμοδιότητα των κοινωνικών και λοιπών στηριγμάτων του καθένα μας, τα οποία ούτως ή άλλως η Ψυχιατρική και ο ψυχοθεραπευτής δεν μπορούν να υποκαταστήσουν) είναι, όπως αναφέρθηκε, αποτέλεσμα της πυροδότησης, της έκλυσης και της ανάδυσης στην επιφάνεια της εσωτερικά σωβούσας πυρηνικής σύγκρουσης του καθένα μας.

Τι είναι όμως η πυρηνική σύγκρουση; Είναι η αναποφασιστικότητα και η διαμάχη που ξεσπά εντός μας, ανάμεσα στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης (αν θέλετε, τον έμφυτο ναρκισσισμό μας) και σε διαψευδόμενες ή μη προσδοκίες μας από τον εαυτό μας, προσδοκίες αναφορικά με το πόσο ψηλά βάζουμε τον «πήχη» της αυτοπραγμάτωσής μας και με το πού την επικεντρώνουμε. (Η κλασσική Ψυχανάλυση μιλά αντίστοιχα για τη σύγκρουση ανάμεσα στα ένστικτα και το υπερεγώ). Ο πήχης αυτός έχει σχεδόν πάντα να κάνει με την «εκπαίδευση» που μας γίνεται από τους γονείς μας ή από άλλα σημαντικά πρόσωπα της παιδικής - εφηβικής ηλικίας μας. Οι απαιτήσεις των τελευταίων, μάλιστα, συνήθως τίθενται στα παιδιά όχι με λόγια αλλά με έργα, με ενδείξεις αποδοκιμασίας ή ικανοποίησης, όντας έτσι πιο «υπόγειες», ώστε κατά κανόνα δεν υπάρχει κάποια συνειδητή ανάμνησή τους από το ενήλικο άτομο.

Η παραπάνω αναφερόμενη «εκπαίδευση» διαμορφώνει τις προσδοκίες μας από τον εαυτό μας. Αυτές οι προσδοκίες μπορεί να είναι είτε «σύντονες» είτε αντιδραστικές, ενδεχομένως ανάλογα με την τάση μας για κοινωνικότητα / εξάρτηση ή για απομόνωση / αυτονομία (που σε μεγάλο βαθμό κληρονομούμε με βιολογικό τρόπο). Το άτομο π.χ. κινείται γύρω από το να πράξει / γίνει αυτό που του ζήτησαν οι γονείς του (εξαρτώμενο από την προστασία τους) ή να αντιδράσει σε αυτό (απειλούμενο από την κυριαρχία τους). Η κάθε μικρή ανταμοιβή ή τιμωρία, σε υλικό και πολύ σημαντικότερα σε συναισθηματικό ψυχικό επίπεδο, παρέχουν το μηχανισμό προοδευτικής υιοθέτησης της συγκεκριμένης στάσης.

Όπως αναφέρθηκε, η εκπλήρωση των προσδοκιών αυτών μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με το ένστικτο αυτοσυντήρησης, αλλά πολλές φορές και οι ίδιες οι προσδοκίες μπορεί να είναι αμοιβαία αποκλειόμενες ή συγκρουόμενες. Όπως και αν έχει, οι εσωτερικές συγκρούσεις τελικά μεταφράζονται σε άγχος, μειωμένη συγκέντρωση, αίσθηση ανικανοποίητου, αίσθηση απώλειας, φόβου, κενού ή έλλειψης νοήματος ή θυμό και αν ενταθούν ή επιμείνουν μακροχρόνια, σε βαρύτερα ψυχιατρικά συμπτώματα, όπως κρίσεις πανικού, σωματοποίηση, ανηδονία, υστερικές εκδηλώσεις, ψυχοσωματικά νοσήματα κ. ά.

Η διαμόρφωση λοιπόν αυτών των προσδοκιών, που θα πρέπει να τονισθεί ότι δεν είναι ποτέ εξαρχής συνειδητοποιημένες ακόμη και από τα πλέον «ευφυή» άτομα, περιλαμβάνει μηχανισμούς είτε μίμησης αυτών των προσώπων, είτε αναβίωσης - συνέχισης της παιδικής στάσης μας απέναντί τους. Καθεμία από τις παραπάνω μαθημένες προσαρμογές της συμπεριφοράς μας, του τρόπου σκέψης μας και των αντίστοιχων συναισθημάτων μας μπορεί να θεωρείται ψυχοπροσαρμοστική ή όχι, ανάλογα με το αν παράγει ψυχική δυσφορία ή αν ανακουφίζει και αποτρέπει την τελευταία.

Τα συμπτώματα αυτά τελικά θα ανήκουν σε κάποια από τις δύο ευρύτερες κατηγορίες (ή και σε αμφότερες) των -συχνά φυσιολογικών- ψυχικών απαντήσεων: αυτή του άγχους (όταν υπάρχει αυξημένη αίσθηση ελέγχου της πραγματικότητας και κανείς αισθάνεται ότι με τη μάχη του θα προλάβει ή θα αντιστρέψει την απώλεια) και αυτή της κατάθλιψης (όταν δεν υπάρχει αίσθηση ελέγχου της πραγματικότητας από την αρχή ή εάν αυτή απωλέσθηκε λόγω κόπωσης και χρονιότητας του αρχικού άγχους και το άτομο αισθάνεται ότι η μάχη του δεν θα αλλάξει τα πράγματα και ότι θα πρέπει να ζήσει με αυτή την απώλεια).

Η «εκπαίδευση» από τα σημαντικά πρόσωπα της μικρής ηλικίας, εκτός από τη σχέση μας με τον εαυτό μας, διαμορφώνει και την εξωτερική συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους, είτε ως πρωτοβουλία είτε ως απάντηση στις πρωτοβουλίες αυτών. Η αποτυχία σε αυτό το -διαπροσωπικό- επίπεδο συνήθως έρχεται επίσης σε σύγκρουση με το πυρηνικό ένστικτο αυτοσυντήρησης. Μια σχετική παράμετρος που οφείλει να συμπεριληφθεί εδώ χάριν μιας ολότητας αυτής της προσέγγισης, έχει να κάνει με την ύπαρξη συναισθηματικής δυσφορίας όχι στο ίδιο το πρόσωπο, αλλά μόνο στο σύστημα σχέσεων στο οποίο έχει αυτό το πρόσωπο ενταχθεί και εξαιτίας της δράσης του, περίπτωση στην οποία ο «δράστης», αν και παρουσιάζει τη νοσηρή συμπεριφορά, ο ίδιος δεν νοσεί επίσημα καθώς δεν δυσφορεί, οδηγώντας όμως σε συμπτώματα ή σε νόσο -και κατά συνέπεια στον ψυχοθεραπευτή- μόνο τους γύρω του (πρόσωπα που εξαρτώνται π.χ. συναισθηματικά ή εργασιακά, από αυτόν).

Η παραπάνω σύγκρουση, στη σχέση με τον εαυτό ή στις διαπροσωπικές σχέσεις, μπορεί να σωβεί και χωρίς σαφείς εξωτερικές αφορμές, εάν η πρώτη εκπαίδευση δεν ήταν ομοιόμορφη (αντιφάσεις μεταξύ των μηνυμάτων που δόθηκαν εκ του ίδιου προσώπου ή μεταξύ των προσώπων αυτών) ή μπορεί και να αναδυθεί στην επιφάνεια κατόπιν της επίδρασης κοινωνικών παραγόντων, που κυρίως έχει να κάνουν με μια ταχύτητα μεταβολής τέτοια ώστε οι αρχικές προσαρμοστικές στάσεις ενός ατόμου (που προέρχονταν π.χ. από τους γονείς) να μετατρέπονται σε δυσπροσαρμοστικές ως προς τις παρούσες απαιτήσεις της πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, η εμφάνιση και η ένταση αυτού του είδους των "εξ αφορμής" εσωτερικών συγκρούσεων έχει να κάνει οπωσδήποτε και με το εύρος του αποκαλουμένου «χάσματος των γενεών», στην κάθε εποχή. Δεν είναι τυχαίο ότι η ψυχοθεραπεία γεννήθηκε στον 19ο-20ο αιώνα, στον οποίο το χάσμα αυτό διευρύνθηκε πέραν κάθε προηγούμενου και συνεχίζει να διευρύνεται, με γεωμετρικό προς το παρόν ρυθμό. Ωστόσο, το κατά πόσον η δυσφορία αυτού του είδους ανήκει στην ιατρική δικαιοδοσία αμφισβητείται, επίσης.

Σε ένα είδος «σχολείου δεύτερης ευκαιρίας» η σύγχρονη "διαπροσωπική ψυχοθεραπεία αναδόμησης της προσωπικότητας", όπως αυτή προτείνεται από την Αμερικανίδα ψυχίατρο - ψυχοθεραπεύτρια Λόρνα Σμιθ Μπένζαμιν, μπορεί να επανεκπαιδεύσει το άτομο σε πιο προσαρμοστικές στάσεις, προς τους άλλους και προς τον εαυτό του. Το δυσκολότερο κομμάτι, που συνήθως δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς εξωτερική βοήθεια, είναι το άτομο να αποφασίσει να εγκαταλείψει την εμμονή του στα αρχέτυπα της «πρώτης εκπαίδευσης» και της πυρηνικής ενδοψυχικής του σύγκρουσης, γιατί αυτή η απόφαση πυροδοτεί το βαθιά ριζωμένο φόβο προδοσίας της αποδοχής των γονιών ή, από μια υπαρξιακή άποψη, ακόμη και το φόβο του θανάτου («αν αλλάξω και ενηλικιωθώ, έρχομαι πιο κοντά στο θάνατο, αν μείνω ανώριμο παιδί τον ξεχνώ»). Συνήθως, το κίνητρο για αυτή την απόφαση είναι τα πράγματα -και τα συμπτώματα- να φτάσουν στο απροχώρητο.

Μια άλλη λύση (;) είναι η στροφή προς τον «αυτισμό» και την αυτο-απομόνωση, η οποία δυστυχώς προτείνεται υπογείως και από αρκετά «βιβλία αυτογνωσίας και αυτοβοήθειας» (οι λέξεις που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι η «ανεξαρτησία» και η «αυτονομία»). Αν και ορισμένα άτομα προσωρινά ανακουφίζονται από μια τέτοια στάση, η μακροχρόνια υιοθέτησή της δεν προτείνεται ενώ για τα περισσότερα άτομα, απλώς δεν είναι εφικτή.

Σε ένα ενδιάμεσο αρχικό στάδιο, η σύγκρουση μπορεί καταρχήν να αποδυναμωθεί σε ένταση - με αντίστοιχη μείωση της δυσφορίας, εάν γίνει μια πρώτη συμφιλίωσή μας με το ότι δεν μας απειλεί υπαρξιακά, είναι καθ’ όλα κατανοητή και δεν σημαίνει υποχρεωτικά ψυχική πάθηση ή μια αδυναμία που σφραγίζει για πάντα αρνητικά τη ζωή μας.

Μια λεπτομερέστερη ματιά

Από το Φρόιντ και τους συνεχιστές του, της ψυχαναλυτικής προσέγγισης, θεωρείται ότι τα ψυχολογικά συμπτώματα σχετίζονται με την τραυματική για το άτομο αναστολή των ενστικτωδών παρορμήσεων, καθώς αυτό προσπαθεί να γίνει αποδεκτό στον πολιτισμένο κόσμο των ενηλίκων. Ουσιαστικά, η ψυχοπαθολογία κωδικοποιείται ως μια «νεύρωση του πολιτισμού». Η επαναφορά στο συνειδητό επίπεδο αυτών των απωθημένων αναμνήσεων για τα γεγονότα που αποτέλεσαν ορόσημα σε αυτή την πορεία, κατά την παιδική ηλικία, είναι που θα δώσει στο άτομο την απαιτούμενη ενόραση ώστε να εγκαταλείψει τα σχήματα στάσεων (συμπλέγματα) που γεννούν την ψυχοπαθολογία.

Αρκετά διαφορετική είναι η προσέγγιση της γνωστικής θεωρίας, κατά την οποία η ψυχοπαθολογία αποτελεί την κεντρική εκδήλωση ενός πλέγματος αρνητικών στάσεων (σχημάτων) απέναντι στη ζωή και τον κόσμο που μας περιβάλλει, οι οποίες δημιουργούνται επίσης κατά την πρώιμη ανάπτυξη. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, οι απόψεις όπως, «εάν δεν είμαι ευτυχισμένος, είμαι δυστυχισμένος», «εάν δεν μπορώ να επιτύχω την πλήρη αφοσίωση από ένα άτομο προς το πρόσωπο μου, τότε δεν είμαι ικανός να αγαπηθώ αληθινά» ή «η εξάρτηση από κάτι με καθιστά εξαρτημένο» κλπ.

Η συμπεριφορική θεωρία πιστεύει ότι η ψυχοπαθολογία είναι ουσιαστικά μια αντίδραση, κάτι που «μαθαίνουμε», με το μηχανισμό της θετικής ή αρνητικής ενίσχυσης των συμπεριφορών μας, ιδίως αυτών που σχετίζονται με την κοινωνικότητα και τη θετική αλληλεπίδραση με τους άλλους.

Οι διαπροσωπικοί θεραπευτές δίνουν μικρότερη σημασία στα ζητήματα του παρελθόντος, σε σχέση με ό,τι στην επίλυση των παροντικών δυσκολιών του ατόμου. Επιπλέον, δεν θεωρούν τις ψυχικές παθήσεις ως το αποτέλεσμα συγκρούσεων ή ελαττωμάτων σχετικών με ενστικτώδεις πηγές, αλλά ως αποτέλεσμα του χαρακτήρα των πρώιμων διαπροσωπικών σχέσεων. Σε αντίθεση με τις κλασσικές διδαχές του Φρόιντ, υποστήριξαν ότι η ενήλικη παθολογία δεν είναι απλώς μια επανάληψη των πυρηνικών νηπιακών δυσκολιών, αλλά ότι οι δυσπροσαρμοστικές στάσεις και συμπεριφορές απέναντι στους άλλους και απέναντι στον εαυτό δομούνται με τη μορφή των διαδοχικών φλοιών ενός δέντρου, από μέσα προς τα έξω. Οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας μπορεί να αποτελέσουν την αρχική βάση σχηματισμού μεταγενέστερων προβλημάτων, αλλά η επίδραση τους μπορεί να τροποποιηθεί από τα παρεμβαλλόμενα συμβάντα.

Έτσι, οι παλαιότερες πρότυπες συμπεριφορές (μοτίβα), που μαθαίνονται στην παιδική ηλικία, μπορεί να δημιουργήσουν νέες δυσκολίες, που με τη σειρά τους μπορεί να προκαλέσουν προβληματικές στρατηγικές προσαρμογής. Τελικά, μέχρι την ενηλικίωση θα έχει προκύψει μια εκτεταμένη σειρά συμβάντων, που θα έχουν απομακρύνει σημαντικά τις τρέχουσες στάσεις και συμπεριφορές από τις απαρχές τους, στην παιδική ηλικία. Συνεπώς, σε αντίθεση με τους κλασικούς ψυχαναλυτές, οι διαπροσωπικοί αναλυτές συχνά θεωρούν διασπαστικό και περιττό να αναδομήσουν τις νηπιακές πηγές των νευρώσεων που προέρχονται από το εκείνο (id) ή τα ελαττώματα προσαρμογής του νηπιακού εγώ. Οι προσπάθειές τους μπορούν να αποδώσουν καλύτερα αν επικεντρωθούν στην αποκάλυψη και επίλυση των τρεχόντων υποσυνείδητων στάσεων και διαπροσωπικών στρατηγικών.

Σύμφωνα με τη διαπροσωπική οπτική, τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα είναι αποτέλεσμα των προτύπων αλληλεπιδράσεών τους με τους οικείους τους και προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από διαταραγμένα, ακατάλληλα και ανεπαρκή μοτίβα επικοινωνίας. Μάλιστα, ο τρόπος με τον οποίο οι ασθενείς προκαλούν συναισθήματα και στάσεις στον θεραπευτή είναι ενδεικτικός του πώς οι ασθενείς αυτοί σχετίζονται με τους άλλους. Αυτή η διεργασία αντανακλά με πολλούς τρόπους αυτό που εννοούν οι ψυχαναλυτές, όταν αναφέρονται στις έννοιες της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης.

Μια ισχυρή συμβολή στην ψυχοθεραπεία προέρχεται από το έργο της Λόρνα Σμιθ Μπένζαμιν (1934- ). Το θεωρητικό της μοντέλο, που ονόμασε Δομική Ανάλυση της Κοινωνικής Συμπεριφοράς (Structural Analysis of Social Behavior: SASB), δίνει έμφαση όχι μόνο σε μια λειτουργική περιγραφή των κύριων διαπροσωπικών προτύπων, αλλά επίσης και στον αντίκτυπο τους ως προς την αίσθηση του εαυτού την οποία διατηρεί ένα άτομο. Λόγω της αρχικής της εμπειρίας με την έρευνα, έχει μια σαφή προτίμηση προς τις εμπειρικές αποδείξεις και τη συστηματική μεθοδολογία.

Η Μπένζαμιν θεωρεί την προσωπικότητα ως μια συνέπεια των αρχικών αλληλεπιδράσεων με τους γονείς και των μεταγενέστερων κοινωνικών μαθησιακών εμπειριών με τα σημαντικά άλλα πρόσωπα. Οι διεργασίες που μεσολαβούν για να ανταπεξέρχεται κανείς στα συμβάντα της ζωής του, που ξεκινούν από την πρώιμη ανατροφή και φτάνουν μέχρι τα πρότυπα των ενηλίκων αλληλεπιδράσεων, είναι το θεμελιώδες ζήτημα σε αυτό το σημείο.

Προκειμένου να αναζητήσει την προστασία, την αποδοχή και την αγάπη του αρχικού παρόχου φροντίδας προς αυτό, το παιδί υιοθετεί μια συμπληρωματική στάση, ανάλογα με τη συμπεριφορά του πρώτου. Ακολούθως, ως ενήλικος, αναβιώνει στις μελλοντικές σχέσεις του με τα σημαντικά πρόσωπα είτε τη συνέχιση αυτής της συμπληρωματικής στάσης, είτε την ταύτιση με τον αρχικό πάροχο, συνεχίζει δηλαδή μια στάση «παιδιού» ή υιοθετεί μια στάση «γονιού». Οι συμπεριφορές που κάποτε εξασφάλιζαν τις πράξεις αγάπης (ή την αναστολή εχθρικών πράξεων) εκ μέρους των σημαντικών προσώπων, μπορεί πλέον να οδηγούν σε κακή προσαρμογή στις απαιτήσεις της παρούσας πραγματικότητας. Έτσι, μπορεί κάποιος να αναπαράγει στη σχέση με το σύντροφο τη σχέση που είχε με το γονιό του αλλού φύλου ή να αναπαράγει στη σχέση του με τα πρόσωπα εξουσίας (π.χ. προϊστάμενος) τη σχέση του με τον κυρίαρχο κατά την ανατροφή του γονιό ή να μιμείται τους παραπάνω όταν βρεθεί στην αντίστοιχη θέση κλπ.

Εάν οι πρώιμες σχέσεις βιωθούν τραυματικά, η αναπαραγωγή αυτή μπορεί να συμβεί και με τρόπο «αρνητικό» και το άτομο μπορεί να κινείται υποσυνείδητα έτσι ώστε να μη μοιάσει στο γονιό ή να μη συνεχίσει να κάνει όσα έκανε όταν ήταν παιδί. Έτσι, στους παραπάνω δύο βασικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής προστίθενται και οι «αρνητικοί» τους. Όπως το θέτει λοιπόν η Μπένζαμιν, «κάθε ψυχοπαθολογία είναι ένα δώρο αγάπης» [every psychopathology is a gift of love] προς τους γονείς: τα ψυχικά συμπτώματα είναι αποτέλεσμα παθολογικών τρόπων (μοτίβων) διαπροσωπικής αλληλεπίδρασης που εμφυτεύθηκαν στους περισσότερους από μας, με τον ένα ή άλλο τρόπο, κατά την παιδική ηλικία μας, στα πλαίσια της συνύπαρξης με τα σημαντικά μας πρόσωπα (που συνήθως είναι οι γονείς μας), συντηρούνται δε από την ισχύ που έχει η εσωτερίκευση αυτών των σημαντικών προσώπων: οι περισσότεροι από εμάς λειτουργούμε, χωρίς όμως να το συνειδητοποιούμε, ως το σημαντικό πρόσωπο της παιδικής ηλικίας να είναι παρόν και να εξακολουθεί να μας ορίζει, είτε μιμούμενοι αυτό είτε απαντώντας σε αυτό, ενώ η εσωτερίκευση αυτή δημιουργεί μια αυθύπαρκτη νέα οντότητα που ζει μέσα μας και που συχνά έχει αποκοπεί από την παρούσα σχέση με το ίδιο πρόσωπο (που άλλωστε μπορεί και να μην βρίσκεται πλέον εν ζωή). Όλα τα παραπάνω έχουν τις αντίστοιχες προβολές και στη στάση του ατόμου απέναντι στον εαυτό του, δηλαδή στο "τι κουβεντιάζει" ο καθένας με τον εαυτό του και ποια άποψη έχει για αυτόν.

Το μοντέλο SASB των διαπροσωπικών σχέσεων είναι βασισμένο σε δύο «πυλώνες», υπό την έννοια ενός δισδιάστατου συστήματος αξόνων (πρώτος πυλώνας), προβαλλόμενου επάνω σε ένα σύστημα τριών κύκλων (δεύτερος πυλώνας), σχηματίζοντας έναν κύλινδρο. Κάθε συμπεριφορά μπορεί να κωδικοποιηθεί έτσι ώστε να έχει μια θέση πάνω στο παραπάνω σύστημα, δηλαδή να ανήκει σε έναν κύκλο και να έχει από μία τιμή σε καθέναν κάθετο άξονα (Εικόνα 1).

Το σύστημα αξόνων έχει δύο διαστάσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με τη φιλική έναντι της εχθρικής συμπεριφοράς (δηλαδή συμπεριφορές που κάνουν «καλό» ή «κακό», όπως αυτό προσδιορίζεται όχι με βάση την υποκειμενική αντίληψη του ενεργούντος, αλλά με βάση μια πυρηνική θεωρία, βασισμένη σε δεδομένα από τη μελέτη των κοινωνιών των ανθρώπων αλλά και των ανώτερων πρωτευόντων ζώων). Έτσι, ως φιλικές συμπεριφορές θεωρούνται εν πολλοίς οι πράξης αποδοχής, φροντίδας και προστασίας, με το ένα άκρο του φάσματος να καταλαμβάνεται από την ίδια την ερωτική πράξη, ενώ ως εχθρικές συμπεριφορές θεωρούνται οι απαγγελίες κατηγοριών, η απομόνωση, η απόρριψη και η αδιαφορία, με το άλλο άκρο του φάσματος να καταλαμβάνεται από τις εξόφθαλμα εχθρικές πράξεις καταστροφής. Όλες οι συμπεριφορές μπορούν να τοποθετηθούν σε αυτό τον άξονα, ο οποίος στο κέντρο του περιέχει το μηδέν, που αντιστοιχεί σε ουδέτερες από την άποψη αυτή συμπεριφορές. Η δεύτερη διάσταση έχει να κάνει με την εξάρτηση και συγχώνευση έναντι της διαφοροποίησης και αυτονομίας. Στο ένα άκρο του φάσματος βρίσκεται η κυριαρχία και ο έλεγχος, ενώ στο άλλο άκρο βρίσκεται η ανεξαρτησία και η αυτονομία. Στο κέντρο βρίσκεται και εδώ το μηδέν, που αντιστοιχεί σε ουδέτερες από την άποψη αυτή συμπεριφορές.

Το σύστημα των τριών κύκλων σχετίζεται με το πού επικεντρώνεται η συμπεριφορά: (1) συμπεριφορές που στρέφονται προς τους άλλους (2) συμπεριφορές που απαντούν στις συμπεριφορές άλλων που στρέφονται προς τον εαυτό και (3) προβολή των παραπάνω στην ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του και στη σχέση του με τον εαυτό του.

Με βάση το παραπάνω θεωρητικό μοντέλο για τις σχέσεις με τον εαυτό και τους άλλους, η Μπένζαμιν γεφυρώνει, στη μέθοδο ψυχοθεραπείας που προτείνει, την οποία ονομάζει "Διαπροσωπική Θεραπεία Αναδόμησης" [Interpersonal Reconstructive Therapy], τον ψυχαναλυτικό με το συμπεριφορικό και γνωστικό τρόπο προσέγγισης. Οι αλληλεπιδράσεις μέσα στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή μπορούν να κινούνται σε δύο βασικές κατευθύνσεις: προς αυτήν της γνωριμίας με τον εαυτό, με τα ενσωματωμένα πρότυπα συμπεριφοράς και με τις δυσπροσαρμοστικές στάσεις απέναντι στον εαυτό και στους άλλους, καθώς και της συνειδητοποίησης των λόγων της εμφάνισης και της αναπαραγωγής τους στο παρόν (κατά τη Μπένζαμιν, ο «κόκκινος εαυτός», που συνεχίζει να αναπαράγει τη συμπτωματολογία) και προς την κατεύθυνση της απόφασης περί της αλλαγής τους και τελικά, της εφαρμογής στην πράξη της αναστολής τους και της προοδευτικής υιοθέτησης στη θέση τους νέων υγιών μοντέλων (ο «πράσινος εαυτός», που σπρώχνει το άτομο σε αναζήτηση βοήθειας και λύσεων), όπως το απαιτούν οι συνθήκες της ενήλικης ύπαρξης, σε μια βαθμιδωτή διαδικασία «αναδόμησης της προσωπικότητας» που μπορεί να διαρκέσει από 1 έως 3 έτη και έχει ως στόχο τον περιορισμό του «κόκκινου» και την ανάπτυξη του «πράσινου» εαυτού.

Ως τελικός στόχος, τίθεται τελικά ένα ευέλικτο και προσαρμοστικό ρεπερτόριο στάσεων και συμπεριφορών, που θα είναι προσαρμοστικό στις προκλήσεις που θα θέτουν οι διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις, αλλά που καταρχήν θα κινείται συνήθως στην πλευρά της φιλικότητας και μεταξύ της μέτριας εξάρτησης και της μέτριας αυτονομίας (σύμφωνα με τους παραπάνω περιγραφέντες άξονες) και που θα μπορεί χωρίς σημαντικό ψυχικό κόστος για το άτομο, να κινηθεί, υπό «ακραίες» προκλήσεις, και προς την όποια κατεύθυνση συνειδητά πλέον υπαγορεύει το συμφέρον ή η κοσμοθεωρία του, κατεύθυνση απαλλαγμένη από την «κόκκινη ατζέντα». Ακόμη και η μετακίνηση προς αυτό το στόχο, ανεξάρτητα από την πλήρη επίτευξή του, έχει σημαντικό όφελος για το άτομο σε όποιο σημείο και αν σταματήσει.

Δεν θα ήταν υπεραπλούστευση αν λέγαμε ότι η πολύ συχνή αποτυχία της οικογένειας και του σχολείου να λειτουργήσουν ως δομές «ψυχικής εκπαίδευσης» (ενδεχομένως όμως να μην είναι αυτός ο ρόλος τους, αφού ακόμη και οι "καλύτεροι" γονείς θα πρέπει να συγκρουστούν καταρχήν με το παιδί, προσπαθώντας να το εισάγουν στον "πολιτισμό") στερώντας κατά την παιδική και εφηβική ηλικία από το ευάλωτο και ανώριμο ανθρώπινο ον τα απαραίτητα για την είσοδό του στην κοινωνία εφόδια αυτο-αποδοχής και αυτογνωσίας, είναι που καθιστούν την ψυχοθεραπεία απαραίτητη, σχεδόν σε όλους μας. Πράγματι, όσοι υποβάλλονται σε Διαπροσωπική Θεραπεία Αναδόμησης, συνήθως εκφράζονται εκ των υστέρων για αυτήν με προτάσεις όπως, «νιώθω να ξαναγεννήθηκα» ή «ποτέ δεν φανταζόμουν ότι μπορώ να υπάρξω με αυτό τον τρόπο μέσα στις ίδιες καταστάσεις»…

Σύμφωνα με τη διαπροσωπική οπτική, τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα είναι αποτέλεσμα των προτύπων αλληλεπιδράσεών τους με τους οικείους τους και προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από διαταραγμένα, ακατάλληλα και ανεπαρκή μοτίβα επικοινωνίας.

Οι συμπεριφορές που κάποτε εξασφάλιζαν τις πράξεις αγάπης (ή την αναστολή εχθρικών πράξεων) εκ μέρους των σημαντικών προσώπων, μπορεί πλέον να οδηγούν σε κακή προσαρμογή στις απαιτήσεις της παρούσας πραγματικότητας

Η Μπένζαμιν γεφυρώνει, στη μέθοδο ψυχοθεραπείας που προτείνει, τον ψυχαναλυτικό με το συμπεριφορικό και γνωστικό τρόπο προσέγγισης

*Δημοσίευση στο νευρολογικό περιοδικό Εν τω Βάθει, Ιανουάριος 2010;29.